Η σημερινή Αθήνα, μια μητρόπολη πέντε περίπου εκατομμυρίων κατοίκων, πάσχει από τις συνέπειες μιας ασύστολης πολεοδομικής ανάπτυξης και της απρογραμμάτιστης εγκατάστασης ενός μεγάλου μέρους της βιομηχανίας της χώρας στο από όρη περιβαλλόμενο λεκανοπέδιο.
Μια ραγδαία πτώση της ποιότητας ζωής σ’ αυτήν την μοναδική σε τοποθεσία πόλη και η απειλητική ρύπανση του περιβάλλοντος επιβαρύνουν τη ζωή των κατοίκων της και σκιάζουν μάλιστα προοδευτικά ως και την αίγλη της ιστορίας της.
Κάτω από αυτές τις προϋποθέσεις παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον μια κριτική παρουσίαση ενός τόσο σημαντικού θέματος, όπως είναι η διάσωση και ένταξη της αρχαίας αρχιτεκτονικής κληρονομιάς στη σύγχρονη πραγματικότητα της Αθήνας.
Μέσα στο πλαίσιο αυτής της κληρονομιάς κατέχει το έργο του Δημήτρη Πικιώνη μια ιδιαίτερη, καθοριστική σημασία. Προϋπόθεση για την κατανόηση της προσφοράς του αποτελεί, ωστόσο, η εξιστόρηση των πεπρωμένων, δηλαδή της ιστορικής εξέλιξης του μνημειακού χώρου της Αθήνας που δίνει στην πόλη την ανεξίτηλή της ταυτότητα. Σ’ αντιδιαστολή προς τη Ρώμη ή την Κων/πολη, που στις ένδοξες μέρες τους είχαν τη δεκαπλάσια απ’ ότι η Αθήνα έκταση, κι όπου σήμερα τα αρχαιολογικά κατάλοιπα είναι διεσπαρμένα σ’ όλη την έκταση του σύγχρονου πολεοδομικού ιστού, οι αρχαιότητες της Αθήνας είναι συγκεντρωμένες στον εγγύς περί την Ακρόπολη και τους γειτονικούς λόφους χώρο. Εδώ, χάρη σε συνειδητό σχεδιασμό, αλλά ταυτόχρονα και χάρη σε ευτυχείς συγκυρίες των εξελίξεων κατά τα τελευταία 180 χρόνια, δημιουργήθηκε προοδευτικά ένας αρκετά ενιαίος χώρος σαν ιστορικό-αρχαιολογικό πάρκο στο κέντρο μιάς σύγχρονης μεγαλούπολης.
Ας μην επεκταθούμε σε λεπτομέρειες της πολεοδομικής εξέλιξης της νεώτερης Αθήνας. Ας επισημάνουμε μόνο τους παράγοντες εκείνους που συνετέλεσαν στη διατήρηση και αποκάλυψη αυτού του ιστορικού τοπίου στη διάρκεια του 19ου και του 20ου αιώνα.
Στη σημερινή πρωτεύουσα, έκτασης 500 περίπου τετρ. χλμ. που απλώνεται σ’ όλο το αθηναϊκό λεκανοπέδιο, η ιστορική Αθήνα καταλαμβάνει ένα κεντρικό μεν, αλλά εντυπωσιακά μικρό χώρο. Η κλασική πόλη, η «πόλη του Θησέα», ήταν ανεπτυγμένη γύρω από την Αγορά, στη βόρεια κλιτύ της Ακρόπολης, και είχε μόλις 2 τετρ. χλμ. έκταση και 50.000 περίπου κατοίκους, χωρίς τον πληθυσμό των πολυάριθμων δήμων της Αττικής. Η πόλη οχυρώθηκε μετά τους Περσικούς Πολέμους. Στην κυκλοτερή οχύρωση που εκτείνονταν εν μέρει στα πεδινά και εν μέρει στους λόφους, προστέθηκαν και τα 8 περίπου χλμ. των «μακρών τειχών», που συνέδεαν την Αθήνα με το λιμάνι του Πειραιά. Στη ρωμαϊκή εποχή, στα χρόνια του Αδριανού ξανάνθισε η πόλη. Απέκτησε ένα νέο κέντρο δημόσιας ζωής, τη Ρωμαϊκή Αγορά, και στολίστηκε με σημαντικά κτίσματα όπως το Στάδιο, το Ωδείο του Ηρώδου Αττικού και το τώρα πιά περατωμένο Ολυμπείο, τον μεγαλύτερο ναό στον αττικό χώρο. Μια σημαντική επέκταση της πόλης, η λεγόμενη «πόλη του Αδριανού», αύξησε την ολική επιφάνειά της σε 2,5 τετρ. χλμ., τη μεγαλύτερή της έκταση στην Αρχαιότητα, που ξεπεράσθηκε πολύ αργότερα, μόνο μετά το 1860. Στη διάρκεια της ελληνικής και της ρωμαϊκής περιόδου οι λόφοι δυτικά της Ακρόπολης ήταν τμήμα της πόλης, καλυμμένοι με ιδιωτικές κατοικίες, γεγονός αρκετά ευνόητο, μια και αυτή η τοποθεσία διέθετε την ωραιότερη θέα και τις καλύτερες κλιματικές συνθήκες.
Η πόλη μειώθηκε δραματικά κατά τον Μεσαίωνα υπό βυζαντινή και φραγκική κυριαρχία. Υπό το γένος των Γάλλων De la Roche και των Φλωρεντινών Acciaiuoli τον 13ο και 14ο αιώνα διεμορφώθησαν σε ανάκτορο τα Προπύλαια και το πλάτωμα της Ακρόπολης εποικίσθηκε ως οχυρωμένη άνω πόλη. Η κάτω πόλη περιορίσθηκε σε μία ελάχιστη έκταση 10 περίπου εκταρίων στη βόρεια πλευρά του οχυρού.
Στους επόμενους 4 αιώνες τουρκικής δουλείας αναπτύχθηκε και πάλι ο οικισμός σε μία μικρή επαρχιακή πόλη: 4.000 κάτοικοι, Έλληνες, Αλβανοί και Τούρκοι σε χωριστές συνοικίες, περίπου 100 εκτάρια έκταση με μία οχύρωση (18ος αιών) από πλίνθους. Ένα επαρχιακό κέντρο, που φυτοζωούσε στο περιθώριο της ιστορίας. Ας θυμηθούμε εδώ και τον Ελληνιστή Μαρτίνο Κρούσιο (Martinus Crusius) από το Τübingen, που σε μία από τις επιστολές του προς τον Πατριάρχη της Κων/πολης αναρωτιόταν στα τέλη του 16ου αιώνα «αν η Αθήνα, η πόλη του Πλάτωνα και του Σωκράτη υπάρχει ακόμη». Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι αυτή η πόλη επέζησε – επί 14 αιώνες μετά το κλείσιμο των Φιλοσοφικών Σχολών τον 6ον αιώνα από τον Ιουστινιανό, τόσο κάτω από τη βυζαντινή όσο και από την τουρκική κυριαρχία- στο περιθώριο της ιστορίας και ότι είχε αφανισθεί πολεοδομικά και πολιτιστικά. Η αρχιτεκτονική κληρονομιά καταρρέει από πολεμικές καταστροφές και κυρίως από έλλειψη μέριμνας και άγνοια. Ο περιορισμός της έκτασης της πόλης είχε ωστόσο και τις θετικές του συνέπειες για τη μετέπειτα εξέλιξη: όλοι οι λόφοι δυτικά και νότια της Ακρόπολης διατηρήθηκαν ελεύθεροι από κτίσματα, γεγονός που αποτέλεσε θεμελιώδη προϋπόθεση αργότερα για τη δημιουργία του αθηναϊκού αρχαιολογικού πάρκου.
Το πάρκο αυτό θεωρήθηκε απ’ τους αρχιτέκτονες του σχεδίου της νέας Αθήνας σαν βασικό στοιχείο στην πολεοδομική της σύνθεση. Οι μαθητές του C.F. Schinkel, Eduard Schaubert απ’ το Breslau και Σταμάτιος Κλεάνθης από τη Θεσσαλία, απόφοιτοι της αρχιτεκτονικής Ακαδημίας του Βερολίνου, είχαν αρχίσει ήδη από το 1831 με δική τους πρωτοβουλία να αποτυπώνουν όλη την έκταση της κατεστραμμένης από τον απελευθερωτικό αγώνα Αθήνας και είχαν συντάξει σχέδιο για την επανίδρυση της πόλης. Το σχέδιο, που εγκρίθηκε από την κυβέρνηση το 1833, προέβλεπε την επέκταση της Αθήνας κατά τα πρότυπα του κλασικισμού της «Πεφωτισμένης Δεσποτείας». Τα μορφολογικά χαρακτηριστικά της πόλης ακολουθούν το ακτινωτό πλέγμα οδών των πολεοδομικών προτύπων: Βερσαλλίες, Καρλσρούη, Αγία Πετρούπολη. Με συμβολικό τρόπο απλώνεται η δέσμη των κύριων οδών ακτινωτά από το επίκεντρο των ανακτόρων. Την πρόταση των δύο νεότατων αρχιτεκτόνων χαρακτηρίζουν θεμελιωμένες βασικές αρχές:
- Ανοικοδόμηση όχι επάνω, αλλά δίπλα στο αρχαίο κέντρο της πόλης στην πεδιάδα προς Βορρά. Συνέχεια άρα στην ανάπτυξη του πολεοδομικού ιστού.
- Διασφάλιση οπτικών διασυνδέσεων από το κυρίαρχο σημείο της νέας πόλης (τα ανάκτορα) προς τα Προπύλαια της Ακροπόλεως μετωπικά και προς το Στάδιο και λιμάνι του Πειραιά πλευρικά.
- Σύμπτωση των κατευθύνσεων των κυρίων οδών (σε διάταξη ορθογωνίου τριγώνου) με τους κύριους διαύλους διασυνδέσεων μεταξύ των λόφων του Αθηναϊκού λεκανοπεδίου.
Η επέκταση της πόλης προς Βορρά αποδείχθηκε ωστόσο προβληματική: η εξάπλωση εδώ της νέας πόλης δημιούργησε σύντομα ένα κίνητρο για την επανοικοδόμηση της βόρειας κλιτύος της Ακρόπολης που –σαν επίκεντρο της αρχαίας πόλης- θα έπρεπε να μείνει ακάλυπτη για μελλοντικές ανασκαφές. Τόσο οι δύο αρχιτέκτονες του σχεδίου, όσο και ο αναθεωρητής του, Leo von Klenze, υποστήριξαν την αποκάλυψη του αρχαίου άστεος, αλλά η αλματώδης ανάπτυξη της πόλης, η οικονομική αδυναμία της νεοσύστατης πολιτείας και η κερδοσκοπία επί της γης ματαίωσαν αυτές τις προθέσεις. Αλλά ούτε και η αθηναϊκή Δημογεροντία μπόρεσε να κρατήσει την υπόσχεσή της προς τον Όθωνα, να απαλλοτριώσει- σε περίπτωση που θα διαλέγονταν η Αθήνα για πρωτεύουσα- τις ιδιοκτησίες στην τελείως κατεστραμμένη Παλιά Πόλη και να τις διαθέσει στην αρχαιολογική έρευνα. Έτσι επανοικοδομήθηκε στη διάρκεια του 19ου αιώνα ένα μεγάλο μέρος της σημερινής Παλιάς Πόλης, της Πλάκας, με λαϊκό-νεοκλασσικό χαρακτήρα, κι έτσι προέκυψε για πολύ χρόνο η δεοντολογική αντίθεση ανάμεσα σε δύο αλληλοσυγκρουόμενους στόχους: τη διατήρηση μιάς ζωντανής, ιστορικής, αν και μορφολογικά όχι σημαντικής παλιάς συνοικίας, και την κατεδάφιση των κτισμάτων στη βόρεια κλιτύ για αρχαιολογικές ανασκαφές.
Παρ’ όλα αυτά όμως, πρέπει να εκτιμηθεί σωστά η προνοητικότητα του Κλεάνθη και του Schaubert. Οι προθέσεις τους, που σαν κατευθυντήριες αρχές διατηρούν πάντα την ισχύ τους, υλοποιήθηκαν εν μέρει έναν αιώνα αργότερα! Αναφέρω απόσπασμα από το «Μνημόνιον τους προς την Αντιβασιλεία»: «Η μεταφορά της πόλης στην πεδιάδα προς βορράν προσφέρει το πλεονέκτημα, ότι η γή της παληάς πόλης του Θησέα και του Αδριανού μένει ακάλυπτη κι έτσι αφίνεται χώρος για ανασκαφές. Κι αν ακόμη η σημερινή κατάσταση στην Ελλάδα δεν επιτρέπει να γίνουν άμεσες ανασκαφές, οι επόμενες γενιές θα κατέκριναν την σημερινή για έλλειψη προνοητικότητας, αν δεν μεριμνήσουμε γι’ αυτό από σήμερα. Ιδιαίτερα επιθυμητό θα ήταν, να ελευθερώνονταν η βόρεια κλιτύς της Ακρόπολης με τις αρχαιότητές της σιγά-σιγά απ’ τις επιχώσεις που συσσώρευσαν πάνω της οι αιώνες».
Ως προς τη διαμόρφωση του χώρου και τη φύτευσή του, οι δύο αρχιτέκτονες διαπνέονται από τις ίδιες αρχές όπως 120 χρόνια αργότερα ο Πικιώνης. Γράφουν: «Η νότια πλευρά της πόλης θα χρησίμευε- αφού φυτεύονταν μετά το τέλος των ανασκαφών με δέντρα και διαμορφώνονταν με αλέες γύρω από τον βράχο- σαν περίπατος. Για τον περίπατο γύρω από το κάστρο θα έπρεπε να χρησιμοποιηθούν δέντρα, που ν’ αντέχουν χωρίς νερό , έτσι ώστε οι ωραίοι βράχοι της Ακρόπολης να προβάλλουν στεφανωμένοι από πράσινο».
Ο Klenze, που, επιδέξια ελισσόμενος, προσάρμοσε μεν το αρχικό σχέδιο στις συνθήκες της πραγματικότητας, αναγκάσθηκε όμως να εγκαταλείψει τον μεγαλόπνοο χαρακτήρα του αρχικού σχεδίου, έπαιξε σημαντικό ρόλο ως εισηγητής της φροντίδας για τα μνημεία στην Ελλάδα. Με εισήγησή του καταργήθηκε η Ακρόπολη σαν στρατιωτικό οχυρό και άρχισαν οι εργασίες καθαρισμού για την απομάκρυνση των νεώτερων κτισμάτων και το άνοιγμα των Προπυλαίων. Λιγότερο ευτυχής θα ήταν η πραγματοποίηση του σχεδίου του για την ανέγερση των βασιλικών ανακτόρων στη δυτική κλιτύ του λόφου των Νυμφών. Το σχέδιο αυτό εμποδίσθηκε, ως γνωστόν, με την μεσολάβηση του Gärtner και την επιλογή της τελικής θέσης των ανακτόρων στην ανατολική πλευρά της νέας πόλης. Η επέκταση προς βορράν είχε όμως και τις θετικές της επιπτώσεις: ο άμεσος χώρος δυτικά και νότια της Ακρόπολης διατηρήθηκε ελεύθερος από κάθε οικοδόμηση.
Η πόλη μεγάλωσε με βραδύ ρυθμό στη διάρκεια του 19ου αιώνα και ξεπέρασε το όριο των 100.000 κατοίκων γύρω στα 1900. Στο πρώτο ακριβές τοπογραφικό σχέδιο των Αθηνών, αποτυπωμένο από τον Kaupert το 1875 για λογαριασμό του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου, ξεπερνάει η έκταση της πόλης ελάχιστα τα όρια του αρχικού σχεδίου. Το σχέδιο δείχνει την πλήρη ανοικοδόμηση στη βόρεια κλιτύ του ιερού βράχου, αλλά και τον τελείως άκτιστο χώρο ανατολικά και νότια της Ακρόπολης. Πρώτες φωτογραφικές απεικονίσεις πιστοποιούν την ξηρότητα και εγκατάλειψη του χώρου, τις επιχώσεις από φερτά υλικά στη νότια κλιτύ και το χαρακτηριστικό περίγραμμα της Ακρόπολης που δεσπόζει στην εικόνα της πόλης.
Στα πρώτα 10 χρόνια του 20ου αιώνα διπλασιάζεται ο αριθμός των κατοίκων σε 250.000 και ξεπερνάει με το μικρασιατικό προσφυγικό ρεύμα το όριο του ενός εκατομμυρίου στις αρχές της δεκαετίας του ’30. Στη διάρκεια αυτής της εκρηκτικής εξέλιξης θα είχαν πιθανότατα εποικισθεί και οι λόφοι του ιστορικού τοπίου, αν δεν είχε προνοήσει εναντίον μιάς τέτοιας εξέλιξης παλαιότερα η ενεργητικότητα δύο γυναικών. Έτσι, η πρώτη βασίλισσα της Ελλάδος Αμαλία, με την καθοδήγηση του πεθερού της, του φιλέλληνα βασιλιά Λουδοβίκου Α΄ της Βαυαρίας, έθεσε υπό την προστασία της το αττικό τοπίο και δημιούργησε με πεισματική προσπάθεια στον χώρο της πόλης του Αδριανού τα 16 εκτάρια του βασιλικού κήπου: μια όαση στο τόσο εξαθλιωμένο και γυμνό αττικό τοπίο. Αργότερα, η βασίλισσα Σοφία εφρόντισε για την αναδάσωση – από το 1990 και μετά- όλων των λόφων της πόλης (Λυκαβηττός, Αρδηττός, Πνύκα, Φιλοπάππου) και μάλιστα με πεύκα, κυπαρίσσια και κάκτους, που ταιριάζουν στις κλιματικές συνθήκες του τόπου. Χωρίς να έχει επιδιωχθεί κάποια συγκεκριμένη διαμόρφωση του χώρου, διασφάλισαν αυτές οι φυτεύσεις το «μη ανοικοδομήσιμο» καθεστώς των λόφων.
Η πρώτη μεγάλης κλίμακας προσπάθεια έρευνας της αρχαίας κληρονομιάς έξω από την Ακρόπολη άρχισε στη δεκαετία του ’30. Η έρευνα είχε βέβαια ξεκινήσει ήδη από τον 19ο αιώνα στην περιοχή του θεάτρου του Διονύσου, της Πνύκας και του κλασικού οικισμού της Μελίτης στη δυτική κλιτύ του Αρείου Πάγου καθώς και στον Κεραμεικό. Τώρα όμως έρχεται η ανασκαφή του συνόλου της Αρχαίας Αγοράς, του κέντρου της αρχαίας δημόσιας ζωής, όπως το περιέγραψε ο Παυσανίας. Την ανασκαφή ανέλαβε η Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών, που –στο διάστημα 30 χρόνων, με ένα μεγάλο διάλειμμα στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου- απεκάλυψε τα 10 εκτάρια της Κλασικής Αγοράς και συνέβαλε σημαντικά στη γνώση μας, όχι μόνο της αθηναϊκής τοπογραφίας, αλλά και της πολιτικής δομής της αρχαίας πόλης.
Με την πάροδο των ετών της δεκαετίας του ’50 άρχισε να διαφαίνεται, μετά από πολυάριθμες ανασκαφικές περιόδους, η ολοκλήρωση των ανασκαφών της Αρχαίας Αγοράς. Για πρώτη φορά κρίθηκε τότε αναγκαίο – 120 χρόνια μετά την ίδρυση της Νέας Αθήνας- ν’ αντιμετωπισθεί το πρόβλημα της διαμόρφωσης και ένταξης ενός εκτεταμένου χώρου ανασκαφών στον ζωντανό πολεοδομικό ιστό. Οι πρώτες απόψεις των δημοσίων υπηρεσιών για τη διαμόρφωση του άμεσου περιβάλλοντος της Ακρόπολης χρονολογούνται από αυτή την εποχή: η σκέψη δημιουργίας ενός περιφερειακού κυκλοφοριακού δακτυλίου, της ενοποίησης του Κεραμικού με την Αρχαία Αγορά, η συνέχιση των ανασκαφών στην ανατολική πλευρά της παλιάς πόλης, η διαπλάτυνση της οδού Αδριανού, η αποκατάσταση της αρχαίας οδού των Παναθηναίων- είναι τα αντικείμενα του προβληματισμού. Το κυρίως πρόβλημα όμως, η κατάτμηση του χώρου από σημαντικούς οδικούς άξονες (οδοί Αποστόλου Παύλου και Διονυσίου Αρεοπαγίτου) παραβλέπεται.
Είναι χαρακτηριστικό ότι αφορμή για τον πολεοδομικό σχεδιασμό στην περιοχή δεν ήταν η κηποτεχνική διαμόρφωση του χώρου γύρω από την Ακρόπολη, αλλά η προσπάθεια βελτίωσης της πρόσβασης των αρχαιοτήτων. Διαφαίνεται τώρα η ανάπτυξη του μαζικού τουρισμού. Για πρώτη φορά γίνεται λόγος για μια «αξιοποίηση» της αρχαίας κληρονομιάς. Το 1954 αναθέτει ο τότε υπουργός Δημοσίων Έργων Κων. Καραμανλής, καθ’ υπόδειξη των υπηρεσιακών παραγόντων, στον καθηγητή Πικιώνη τα λεγόμενα «έργα Ακροπόλεως». Για τον φίλο των δημοσίων έργων Καραμανλή σήμαινε η εντολή του τη βιαστική εκτέλεση έργων πρόσβασης και «εξωραϊσμού» με τη συμβατική έννοια του όρου. Αυτή όμως δεν ήταν και η άποψη του Πικιώνη· αυτός χρειάζονταν χρόνο, για ν΄ αφήσει να ωριμάσει μέσα του με περίσκεψη ένα πνευματικό έργο. Παροιμιακή έμεινε η ήπια και γεμάτη αυτοπεποίθηση στάση του Πικιώνη. Στις επανειλημμένες πιέσεις του πρωθυπουργού, πλέον, Καραμανλή να προωθήσει σύντομα τα έργα, απαντούσε ακλόνητος: «Κύριε πρόεδρε, εγώ δεν σας δίνω οδηγίες, πώς να εκτελέσετε τα καθήκοντά σας, αφήστε με κι’ εσείς να εκτελώ τα δικά μου όπως ξέρω».
Ποιός ήταν όμως ο αρχιτέκτων Δημήτρης Πικιώνης; Γεννημένος το 1887, βρίσκονταν σε ώριμη ηλικία και στο απόγειο της πείρας του όταν του ανατέθηκε αυτό το σημαντικό έργο. Μεγαλωμένος στον Πειραιά, γιός μιας οικογένειας καπετάνιων, τον γοητεύει από νέο το αττικό τοπίο, που το εξερευνά και το ζωγραφίζει στα γυμνασιακά του χρόνια. Από νωρίς διαφαίνεται η ολοκληρωμένη του τοποθέτηση: καλλιτεχνικές ροπές, ηθική θεώρηση και ποιητική σύλληψη της ύπαρξης. Ακολουθεί πολλούς δρόμους για να προσεγγίσει τελικά τον στόχο του: την εναρμόνιση του αρχιτεκτονικού έργου με το – γι’ αυτόν- ιερό αττικό τοπίο και την πλαστική έκφραση μέσα σ’ αυτόν τον τότε ακόμη σχετικά αλώβητο χώρο.
Το 1908, σε ηλικία 21 χρόνων, αποφοιτά από το ΕΜΠ ως πολιτικός μηχανικός, τον έλκει όμως έντονα η ζωγραφική. Στις επισκέψεις του στη Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα γνωρίζεται με τον Giorgio de Chirico που σπούδαζε τότε εκεί. Περνάει 4 χρόνια στο Παρίσι, όπου αφοσιώνεται αποκλειστικά στη ζωγραφική. Σημαντική είναι γι’ αυτόν η επαφή με το έργο του Cézanne. Το 1912 στρέφεται σαν αυτοδίδακτος στην αρχιτεκτονική- ας σκεφτούμε εδώ τον Le Corbusier, που ακολούθησε την ίδια πορεία από τη ζωγραφική στην αρχιτεκτονική- για να εξασφαλίσει ένα βιοποριστικό επάγγελμα. Υποκύπτει από εξωτερική- όπως νόμιζε τότε- αδίρητη βιοτική ανάγκη στην μόνη ωραία τέχνη που υπηρετεί την χρησιμότητα, την Αρχιτεκτονική, και στο τέλος της παραδίνεται.
Ακολουθούν τα χρόνια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, που τα περνά στο μέτωπο ως λοχαγός του Μηχανικού. Σ’ αυτή τη δεκαετία (1912-1922) εξοικειώνεται και με ένα καινούριο πεδίο δράσεως, τη συστηματική μελέτη της ελληνικής παραδοσιακής αρχιτεκτονικής. Έτσι εξερευνά όλη τη χώρα. Η λαϊκή αρχιτεκτονική, που τα δημιουργήματά της του φαίνονται σαν προέκταση της φύσης, του γίνεται πρότυπο και αντικείμενο αναλλοίωτης αγάπης.
Πλησιάζοντας τα 40 του χρόνια, δεν έχει κτίσει ακόμη τίποτε σχεδόν, αλλά έχει κερδίσει πείρα και έχει αποκρυσταλλώσει την πνευματική του τοποθέτηση. Αυτή η αυτεξούσια προσωπικότης ορίζεται στα 38 του χρόνια (1925) καθηγητής στην Έδρα της Αρχιτεκτονικής Εσωτερικών Χώρων (σημειωτέον ότι λέγονταν «Έδρα Διακοσμητικής») στο ΕΜΠ. Αυτή τη θέση θα την κρατήσει μέχρι την αποχώρηση του από το Πολυτεχνείο σε ηλικία 70 χρόνων, το 1957 και θα γίνει έτσι ο δάσκαλος δύο γενεών Ελλήνων αρχιτεκτόνων, τόσο της γενιάς του μεσοπολέμου όσο και της πρώτης μεταπολεμικής.
Ο Πικιώνης τα πάντα εδίδασκε, μόνο «Διακοσμητική» δεν έκανε! Μια παράδοση μαθήματος «από καθέδρας» δεν ακούσαμε ποτέ απ’ αυτόν. Ήταν άνθρωπος των μικρών ομάδων – ας μην ξεχνάμε, ότι το 1950 ήμασταν είκοσι σπουδαστές σε κάθε έτος- της αυθόρμητης συζήτησης, του αυτοσχεδιασμού, του καθοδηγητικού, υποβλητικού διαλόγου. Τα θέματα που έθετε ήταν συγκεκριμένες, δύσκολες μορφολογικές συνθέσεις, μικρής κλίμακος: η μελέτη μιας βρύσης, η πλακόστρωση ενός περιβόλου, ένας τοίχος αντιστήριξης, η σύνθεση κτισμάτων γύρω από έναν υπαίθριο χώρο.
Οι συνάδελφοί του στο Πολυτεχνείο χαρακτήριζαν τη διδασκαλία του σαν «μάθημα ευαισθησίας». Ο Πικιώνης, που ασκούσε αρχιτεκτονική «επί του πεδίου» με συνεχή προσαρμογή και αυτοσχεδιασμό- κάτι ανάλογο με την τέχνη της φούγκας στη μουσική- και που εφεύρισκε την τελείωση του έργου του στο γιαπί, σχεδίαζε με μεγάλη ευαισθησία όχι για αυτοπροβολή, αλλά για άσκηση και διείσδυση στο θέμα.
Είναι αυτονόητο ότι, σε μία εποχή κατά την οποία ανθούσε η «διεθνιστική μορφολογία» (δεκαετία του ’50), ένας δάσκαλος που επέμενε στην αυτογνωσία και στον ενστερνισμό της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής, είχε τους μαθητές του- θα ‘λεγα τους πιστούς του- αλλά βέβαια και τους αντιπάλους του. Για ένα μέρος των σπουδαστών ήταν ο ονειροπαρμένος, ευαίσθητος οραματιστής, που δεν ενδιαφέρονταν για τα επιτεύγματα της σύγχρονης αρχιτεκτονικής. Ο Πικιώνης ωστόσο τα είχε ξεπεράσει όλ’ αυτά πολύ νωρίτερα. Στο διάστημα μεταξύ 1925 και 1933 είχε και αυτός γοητευθεί από το κίνημα της νέας αρχιτεκτονικής. Ακριβώς όπως ο Le Corbusier την ίδια εποχή, ανεκάλυπτε τη βαθύτερη συγγένεια ανάμεσα στη λαϊκή αρχιτεκτονική των Κυκλάδων και τις νέες κυρίαρχες ιδέες και πεποιθήσεις: την ίδια απαίτηση για λειτουργικότητα, την ίδια προσπάθεια για ένταξη στο φυσικό περιβάλλον και ειλικρίνεια στη χρήση των υλικών, την ίδια αφοσίωση στην ελεύθερη πλαστικότητα των κυβικών όγκων.
Ως σημαντικότερο κτίσμα του αυτής της περιόδου πρέπει να θεωρηθεί το Σχολείο του Λυκαβηττού. Η καθαρή διάρθρωση των όγκων και η κλιμάκωσή τους στην πλαγιά του λόφου πείθουν ακόμη σήμερα. Σε μια κατοπινή θεώρηση όμως, θα πεί γι’ αυτό το έργο: «Το Σχολείο του Λυκαβηττού χτίσθηκε περί το 1933. Όταν τελείωσε, δεν με ικανοποιούσε. Είναι τότε που στοχάσθηκα πως το οικουμενικό πνεύμα πρέπει να συντεθεί με το πνεύμα της εθνότητας».
Από τότε και μέχρι το θάνατό του, 35 χρόνια αργότερα, θ’ ακολουθούσε πλέον αποκλειστικά τη μορφολογική κατεύθυνση που είχε χαράξει. Πρόκειται για μια μεταγραφή της παραδοσιακής μορφολογίας της χθόνιας λαϊκής αρχιτεκτονικής σ’ έναν δικό του κανόνα μορφών, που δεν διστάζει να μεταχειρισθεί σύγχρονα δομικά υλικά, όπως το εμφανές σκυρόδεμα και το γυαλί.
Ο Πικιώνης κατηγορήθηκε γι’ αυτή του την κατεύθυνση για μορφοκρατία και ρομαντικό τοπικισμό. Πιο ορθό θα ήταν να χαρακτηρισθεί σαν πρώιμος υπερασπιστής της διαφοροποίησης της αρχιτεκτονικής κατά γεωγραφικό χώρο (Regionalism) –μερικές δεκαετίες προτού εφευρεθεί ο όρος στη Δυτική Ευρώπη – που πίστευε μεν στη διεθνή σημασία της λειτουργικότητας και της κατασκευαστικής ειλικρίνειας, ταυτόχρονα όμως επιζητούσε την επιλογή των αρχιτεκτονικών μορφών που αντιστοιχούν στον εκάστοτε φυσικό και πολιτιστικό χώρο. Μ’ αυτό του το αίτημα βρίσκονταν πιο μπροστά από την εποχή του. Το κατά πόσο, βέβαια, η εκλεκτική αναφορά στα πρότυπα της λαϊκής αρχιτεκτονικής ήταν ο μόνος σωστός δρόμος, μένει ένα ερώτημα ανοικτό. Αναμφισβήτητη είναι, ωστόσο, η υψηλή μορφολογική ποιότητα των σχεδίων του και η εράσμια και τέλεια εκτέλεσή τους από τα ανθρώπινα χέρια που οδηγούσε.
Από τα μέσα της δεκαετίας του ’30 δημιούργησε μ’ αυτή τη θεώρηση κάπου 25 έργα, από τα οποία κυριότερα ήταν το Πειραματικό Σχολείο του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (1933) και το Ξενία των Δελφών (στη δεκαετία του ’50). Σημαντικότερες μελέτες όπως το Δασικό Χωριό στο Περτούλι Τρικκάλων ή δεν έγιναν σε συνέπεια με τις απόψεις του ή δεν πραγματοποιήθηκαν καθόλου, όπως ο συνεταιρικός οικισμός στην Αιξωνή, όπου ήλπιζε ότι θα πραγμάτωνε τους πολεοδομικούς του οραματισμούς.
Η διαμόρφωση του χώρου γύρω από την Ακρόπολη παίρνει έτσι μια ξεχωριστή σημασία στο όλο έργο του, μια κι’ έδωσε στον δάσκαλο για πρώτη φορά τη δυνατότητα να εργασθεί σε μια τέτοια κλίμακα. Δεν έχουμε εδώ ούτε μια καθαρά πολεοδομική ρύθμιση ούτε και μια απλή εργασία κηποτεχνικής διαμόρφωσης, αλλά την αρμονική διάρθρωση ενός ιστορικού ελεύθερου χώρου. Έπρεπε να μελετηθούν οι προσβάσεις σε σημαντικές αρχαιότητες καθώς και νέα κτίσματα ενταγμένα στο ιστορικό τοπίο: ένα από τα δυσκολότερα έργα για έναν αρχιτέκτονα.
Ο Πικιώνης έθεσε σαν κύριο στόχο να διαμορφώσει όσο το δυνατόν πιο διακριτικά προσβάσεις στα μνημεία της Ακρόπολης για τον πεζό, προσφέροντας τη φυσική αλλά και την πνευματική προσέγγιση. Για να πετύχει το πρώτο, σχεδίασε ένα σύστημα πεζόδρομων και ατραπών προσαρμοσμένο με μεγάλη ευαισθησία στην τοπογραφία του χώρου. Την πνευματική προσέγγιση προσπάθησε να διασφαλίσει με τρείς τρόπους:
α) Την εκλογή και διαμόρφωση σημείων στάσεως και θέας που προσφέρουν τις καλύτερες οπτικές διασυνδέσεις προς τα μνημεία.
β) Την ένταξη στη σύνθεσή του χαρακτηριστικών τοπογραφικών στοιχείων και υπαρχουσών αρχαιοτήτων διαφόρων εποχών.
γ) Την αναφορά σε αρχέτυπες μορφές της ελληνικής αρχιτεκτονικής στον σχεδιασμό των νέων κτισμάτων, για να δημιουργήσει μία σχέση αναφοράς ανάμεσα σ’ αυτά και τις αρχαιότητες.
Tο σύστημα των οδεύσεων αποτελείται από δύο κύριους κλάδους (μήκους 300 και 500 μ. αντίστοιχα) που, ξεκινώντας από το σταυροδρόμι των οδών προσβάσεως στο διάσελο μεταξύ των λόφων του Φιλοπάππου, της Πνύκας και του Αρείου Πάγου, υπηρετούν δύο διαφορετικούς σκοπούς. Ενώ η πρώτη όδευση οδηγεί στην είσοδο της Ακρόπολης, η δεύτερη προσφέρει την ενατένιση της Ακρόπολης από τους γειτονικούς λόφους. Αυτές οι κύριες οδεύσεις είναι διαμορφωμένες σαν λιθόστρωτα σπάνιας εφευρετικότητας: συμπαγείς ασβεστόλιθοι συντίθενται σ’ εναλλαγή με χοντρές μαρμαρόπλακες διαφόρων σχημάτων και μεγεθών καθώς και με επί τόπου χυμένες λωρίδες σκυροδέματος που υποβάλλουν την εκάστοτε πορεία. Το πλάτος των κύριων οδεύσεων κυμαίνεται ανάμεσα στα 5 και 7 μέτρα.
Για τον Πικιώνη ήταν αυτονόητη η λειτουργία αυτών των οδεύσεων αποκλειστικά σαν πεζόδρομων. Σε κριτικές παρατηρήσεις ότι θα ήταν αναγκαία η μηχανοκίνητη πρόσβαση των επισκεπτών αντιδρούσε με προσποιητή αφέλεια και λεπτή ειρωνεία, χαριτολογώντας: «Αν οι σύγχρονοι προσκυνητές είναι τόσο οκνοί ώστε να αρνούνται ν’ ανέβουν τα τελευταία μέτρα με τα πόδια, τότε ας φροντίσουν να τους ανεβάζουν με ανάκλιντρα, όπως γινόταν με τους μαλθακούς τουρίστες της ρωμαϊκής εποχής». Τα θαυμάσια αυτά λιθόστρωτα, που θυμίζουν πιο πολύ πίνακα του Klee ή του Mondrian παρά διάστρωση δρόμου, δέχθηκαν ωστόσο επί 20 χρόνια (μέχρι το 1978) την φθορά της κυκλοφορίας των αυτοκινήτων!
Μοναδικής ευαισθησίας είναι η προσφερόμενη εναλλαγή οπτικών εντυπώσεων κατά μήκος των δύο οδεύσεων. Κύριο βοήθημα της ψυχολογικής υποβολής είναι το στοιχείο του αιφνιδιασμού. Η Ακρόπολη φαίνεται αρχικά από το πλάι, από τον Νότο, και ο Παρθενών μόλις διακρίνεται από το θριγκό του. Στη συνέχεια χάνει ο πεζός – στην αρχή της πρώτης οδεύσεως – τελείως από τα μάτια του την Ακρόπολη πίσω από την δασωμένη πλαγιά, για να βρεθεί- αφού φθάσει στο βράχο του Αρείου Πάγου και να στραφεί προς τα δεξιά- έξαφνα μπροστά στην Πύλη του Beulé και τα Προπύλαια.
Αλλιώτικα είναι τα βιώματα στη δεύτερη όδευση. Με τα νώτα στραμμένα προς την Ακρόπολη, ανεβαίνουμε μέχρι το διάσελο μεταξύ Πνύκας και Φιλοπάππου. Εδώ η θεά απλώνεται απεριόριστη στο αθηναϊκό λεκανοπέδιο μέχρι τον Πειραιά: στο βάθος η θάλασσα, η Σαλαμίνα και η Αίγινα. Εδώ σταματάει ο Πικιώνης δίπλα στα ορατά ίχνη των καταλοίπων του αρχαίου τείχους (Κλεώνειο Διατείχισμα) και τον μεταβυζαντινό ναΐσκο του Αγίου Δημητρίου του Λουμπαρδιάρη. Σ’ αυτό το σημείο δημιουργείται ένα αναπαυτήρι και στοχαστήρι με τη μορφή ενός μικρού περιβόλου: ναός, περίπτερο θέας με σκιάδα και καφενείο περιβάλλουν ένα προαύλιο. Ξαναβρίσκουμε εδώ την ανοικτή μορφή των αρχαίων ιερών: ένα ραδινό ξύλινο πρόπυλο, αλλά και διάφορες οπτικές φυγές και εξόδους από τον περίβολο. Ένας με σαφήνεια ορισμένος, αλλά όχι ερμητικά κλειστός ελεύθερος χώρος: ελληνική χωροδομία.
Η επιλογή της θέσης του περιπτέρου –σε κατάλληλο ύψος και ακριβώς στην προέκταση του κυρίου άξονα του Παρθενώνα- προσφέρει τη μετωπική θέα της επιβλητικής δυτικής όψης του ναού. Από αυτό το διαρθρωτικό σημείο της όλης σύνθεσης προσφέρονται δύο δυνατότητες για την παραπέρα επίσκεψη του ιστορικού χώρου:
-Προς τα δεξιά φέρνει ένας απλός σκυρόστρωτος δρόμος στο ημικυκλικό πλάτωμα της Πνύκας, την αρχαία «εκκλησία του Δήμου». Από αυτό το σημείο προσφέρεται στον θεατή ένα ευρύ πανόραμα προς τον ναό του Ηφαίστου και τον χώρο των ανασκαφών της Αρχαίας Αγοράς μέχρι την Ακρόπολη. Είναι χαρακτηριστικό του σεβασμού του Πικιώνη προς τα δημιουργήματα της αρχαιότητας, ότι εδώ όπου προϋπάρχει ένα αυθεντικό, αρχαίο χωροδρομικό σύνολο, δεν προσθέτει τίποτε δικό του και είναι απόλυτα επιφυλακτικός.
-Αλλιώτικη είναι η συνέχεια του δρόμου προς τ’ αριστερά. Εδώ, με επιμέλεια λιθοστρωμένος όπως τον περιγράψαμε, ο δρόμος οδηγείται με απαλή ανηφορική καμπύλη προς τα επάνω και τελειώνει στα μισά περίπου του ύψους του λόφου του Φιλοπάππου, δίπλα στο αρχαίο τείχος. Σ’ αυτό το σημείο, σε ύψος επιλεγμένο με ακρίβεια που προσφέρει μια εντυπωσιακή πανοραμική θέα της Ακρόπολης, ο Πικιώνης σχεδιάζει το μεγάλο πλάτωμα θέας, το Άνδηρον, μ’ ένα σύνολο λίθινων εξεδρών, διατεταγμένων σε διάφορα, ελαφρά κλιμακωτά επίπεδα.
Ένα πυκνό πλέγμα από σκαλοπατητά μονοπάτια, διαστρωμένα με μικρές πέτρες και εμπλουτισμένα μ’ ένα πλήθος μορφολογικών εφευρημάτων, επιτρέπει την παραπέρα διερεύνηση των πλαγιών. Ο λόφος του Φιλοπάππου καλύπτονταν στην ελληνιστική και ρωμαϊκή εποχή από αστικές κατοικίες֗ έτσι βρίσκονται παντού κατόψεις και θεμέλια σπιτιών λαξευμένα σε βράχους. Όλ’ αυτά τα ίχνη τα διατήρησε με μεγάλο σεβασμό ο Πικιώνης, τα συνέδεσε όμως με το δικό του πλέγμα ατραπών. Στο δασύλλιο των πεύκων και των κυπαρισσιών τοποθετήθηκε ένα αρδευτικό δίκτυο που διευκόλυνε τον εμπλουτισμό της βλάστησης με φύτευση εγχωρίων φυτών και θάμνων-δάφνες, αγριελιές, τεύκρια και σχίνους. Κατηγορηματικά απέρριπτε οποιαδήποτε ιδέα ενός γλυκερού κηποτεχικού «εξωραϊσμού». Μόνο ένα φωτεινό αλσύλλιο που θα βοηθούσε στην ανάγνωση της ιστορικής τοπογραφίας τού φαίνονταν ταιριαστό.
Ο Πικιώνης χρησιμοποιούσε συνειδητά και με συνέπεια μια μέθοδο δημιουργικού αυτοσχεδιασμού. Περνούσε ώρες ολόκληρες επί τόπου, καθισμένος σε ένα ταπεινό σκαμνάκι, για να ορίσει τις βασικές χαράξεις και να δώσει στους έμπειρους «πελεκάνους» τις απαραίτητες οδηγίες. Τα σχέδια χρησίμευαν μόνον ως στοιχεία αναφοράς. Μια μικρή μάδα πιστών μαθητών τέντωνε διαρκώς επί του πεδίου, με την καθοδήγησή του, τις ευθυντηρίες των νημάτων που όριζαν τα σχέδια των λιθόστρωτων.
Εκτός από τημ πέτρα και το ξύλο, ο Πικιώνης χρησιμοποίησε συχνά και αρχιτεκτονικά μαρμάρινα μέλη που τα μάζευε από κατεδαφισμένα νεοκλασικά σπίτια της Αθήνας και χρησιμοποιούσε κατόπιν για τοίχους αντιστήριξης, καθίσματα και λιθοστρώσεις. Γι’ αυτές τις εκλεκτιστικές, αλλά με πολλή ευαισθησία βαλμένες, ιστορικές «μνείες» υπήρχε πολύ λίγη κατανόηση το 1950, σε αντίθεση με σήμερα, που θα πρέπει να είχαν εξασφαλισμένη μια πολύ θετική αποδοχή. Κυκλοφορούσε μάλιστα ο μύθος για τα «ψεύτικα αρχαία» που δήθεν σκόρπισε στο τοπίο!
Το 1958 είχε ολοκληρωθεί το έργο του Πικιώνη στην Ακρόπολη. Ένα σχετικά μικρό αλλά πολύ σημαντικό τμήμα της διαμόρφωσης του αρχαιολογικού-ιστορικού πάρκου της Αθήνας, η οποία βρίσκεται ακόμη σε πλήρη εξέλιξη. Το αποτέλεσμα αναγνωρίσθηκε ήδη τότε –παρά τον υποτιθέμενο ιστορίζοντα χαρακτήρα του- σαν καθοριστικό. Έτσι ο Ιάπωνας μεταβολιστής Kurokawa μιλά για μια αρχιτεκτονική που ανταποκρίνεται στην ανθρώπινη κινητική διαδικασία και ο Κωνσταντίνος Δοξιάδης για μια ανθρωπιστική δημιουργία που ξαναβρίσκει τον χαμένο διάλογο με το κλίμα, το πνεύμα του τόπου και την αρχιτεκτονική κληρονομιά.
Ο Πικιώνης έζησε ακόμη 10 χρόνια μετά τη σημαντικότερη αυτή δημιουργία του –απεβίωσε το1968 σε ηλικία 81 ετών. Μελέτησε δύο ακόμη σημαντικά έργα ωριμότητας: τη γαλήνια και αιθέρια Παιδική Χαρά στη Φιλοθέη και την τουριστική αξιοποίηση της Φορτέτζας, στο Ρέθυμνο της Κρήτης. Η πρώτη μελέτη πραγματοποιήθηκε, η δεύτερη έμεινε – όπως πολλά άλλα έργα του- «ένα θαυμάσιο γοητευτικό όνειρο θερινής νύκτας ενός μεγάλου αρχιτέκτονα», για να μεταχειρισθώ τα λόγια του Klenze που αναφέρονται στη πρόταση του Schinkel για ένα ανάκτορο στη Ακρόπολη.
Θα έπρεπε τώρα, για να ολοκληρωθεί η εικόνα της εξέλιξης, να μνημονευθούν εκτενώς τα σημαντικότερα μέτρα που ελήφθησαν για την ιστορική κληρονομιά της Αθήνας τα επόμενα χρόνια. Αυτό όμως θ’ αποτελούσε αντικείμενο μιας άλλης ενημερωτικής πραγματείας. Ας ανατρέξουμε ωστόσο στην περίοδο αυτή με κάθε συντομία, επισημαίνοντας τα κύρια βήματα. Ας αναφερθεί πρώτα η κατασκευαστικά μεν άψογη, από άποψη όμως δεοντολογίας της συντήρησης των μνημείων αμφιλεγόμενη ανακατασκευή της ελληνιστικής Στοάς του Αττάλου του Α’, στον χώρο της Αρχαίας Αγοράς την τριετία 1953-1956.
Ακολουθεί η βαθμιαία αποκατάσταση του αρχαίου “Περιπάτου” του περιφερειακού πεζοδρόμου στη ρίζα του βράχου της Ακρόπολης, που προσφέρει τη δυνατότητα μιας συνολικής θέας του αρχαιολογικού χώρου αλλά και της εικόνας της σημερινής μεγαλούπολης από περίοπτη θέση.
Μετά από μια δημόσια αντιμαχία (που κράτησε μέχρι το 1975 περίπου) για την τύχη των 20 περίπου εκταρίων της παλιάς Πόλης πάνω απ’ την οδό Αδριανού, ολοκληρώθηκαν τα μέτρα για μια προσεκτική συντήρηση και ανάπλαση της Πλάκας. Σημαντικές μεμονωμένες ανασκαφές πραγματοποιήθηκαν και σ’ αυτόν τον χώρο. Η σκέψη όμως να κατεδαφισθεί ολόκληρη η περιοχή για αρχαιολογικές ανασκαφές εγκαταλείφθηκε οριστικά.
Από το 1976 διεξάγεται μια μεγάλης κλίμακος επιχείρηση για τη διάσωση των μνημείων της Ακρόπολης και την τακτοποίηση των 2.000 αρχιτεκτονικών μελών που είναι σκορπισμένα στο πλάτωμά της.
Σημαντικά έργα υποδομής, όπως το νέο μουσείο στις προσβάσεις της Ακροπόλεως απέναντι από το θέατρο του Διονύσου αλλά και η πεζοδρόμηση του άξονος των οδών Διονυσίου Αρεοπαγίτου – Αποστόλου Παύλου όπως και η δημιουργία του “Αθηναϊκού περιπάτου”, ολοκληρώθηκαν με το ξεκίνημα του νέου αιώνα.
Έτσι διαφαίνεται η δημιουργία ενός ενοποιημένου πολιτιστικού πάρκου που εκτείνεται από τον Κεραμεικό και τον λόφο της Πνύκας δυτικά, μέχρι το Καλλιμάρμαρο Στάδιο και τον Αρδηττό ανατολικά, περιλαμβάνοντας την παλιά πόλη, την περιοχή Ακροπόλεως, Αρείου Πάγου και Φιλοπάππου καθώς και το Ολυμπείο, το Ζάππειο και τον Εθνικό Κήπο. Η σταδιακή δημιουργία μιας μνημειακής ζώνης πρασίνου στο κέντρο της πόλης μπορεί ν’ αξιολογηθεί σαν μια θετική εξέλιξη στην κατά τα άλλα πολεοδομικά πάσχουσα μεγαλούπολη.
Στο πέλαγος των κτισμάτων των 500 τετρ. χλμ. της σύγχρονης πόλης, αυτά τα 2,5 τετρ. χλμ. πρασίνου διατηρούν ζωντανή τη μνήμη της ιστορικής εξέλιξης της πόλης και διασώζουν τα βασικά χαρακτηριστικά του ιστορικού τοπίου. Ακόμη δίνουν στην εικόνα της Αθήνας τη μοναδική της ταυτότητα. Ταυτόχρονα προσφέρει αυτός ο ελεύθερος δημόσιος χώρος στον ταλαιπωρημένο σημερινό κάτοικο τη μοναδική δυνατότητα ανάπαυσης και περισυλλογής στην καρδιά της μεγαλούπολης.
Το περιδιάβασμα των λόφων που σώθηκαν από τον εποικισμό επιτρέπει τη θεώρηση του συνόλου της πόλης: το χαμένο περίγραμμά της, τα χαρακτηριστικά του περιβάλλοντος φυσικού χώρου, το ημικύκλιο των βουνών, η θάλασσα και τα κοντινά νησιά, όλα γίνονται μεμιάς πάλι ορατά.
Ποιά είναι, όμως, η σημασία της δημιουργίας το Πικιώνη σαν συστατικό τμήμα αυτού του πολιτιστικού πάρκου; Πόση αξία έχουν τα 10 εκτάρια ελευθέρου χώρου που εκείνος διαμόρφωσε, μέσα στα 250 της ολικής έκτασης των λόφων, πάρκων και χώρων ανασκαφών;
Ας αποτολμήσουμε μια αποτίμηση της προσφοράς του. Στο μεταξύ ανδρώθηκαν δύο γενιές αρχιτεκτόνων. Γι’ αυτές δεν έχουν πια σημασία οι αισθητικές διαμάχες σχετικά με τις μορφολογικές λύσεις του Πικιώνη. Το κατά πόσον έκανε ιστορισμό ή «ψεύτικα αρχαία» ή έπαιζε με τρόπο μεγαλοφυή με τη συλλογή ελληνικών αρχετύπων από διάφορες εποχές (για να θυμηθούμε τις επικρίσεις εναντίον του). Αυτά τα ερωτήματα δεν συγκινούν πια κανέναν!
Το έργο του εντάσσεται τέλεια στον ιστορικό χώρο και οι Αθηναίοι το έχουν οικειοποιηθεί. Η διακριτικότητα και σεμνότητα της καλλιτεχνικής δημιουργίας του Πικιώνη έχουν καταξιωθεί διπλά. Για τον απλό πολίτη μοιάζει η διαμόρφωση σαν να υπήρχε πάντα, σαν άχρονη, σαν αναπόσπαστο μέρος του τοπίου. Στο εξασκημένο μάτι όμως, αποκαλύπτεται ένα θαύμα προσεκτικής προσαρμογής, ένταξης στο πνεύμα του χώρου και υποταγής στην παρουσία της μεγάλης αρχιτεκτονικής κληρονομιάς.
Οι μορφολογικές λεπτομέρειες ή η επιλογή των επιμέρους μορφών – για τις οποίες πάντα διῒστανται οι απόψεις- δεν είναι τα κριτήρια του έργου. Αυτό που προσδίδει στο έργο αυτό την ιδιαίτερη αξία του, είναι το καλλιτεχνικό ήθος του δημιουργού του: η απόφαση του Πικιώνη να μην αντιπαραταχθεί υπερφίαλα σαν σύγχρονος ανταγωνιστής στο έργο του Ικτίνου, αλλά να μας κάνει προσιτή αυτή την κληρονομιά με τη δύναμη της υποβολής. Ας μην ξεχνάμε ότι ο Δάσκαλος μιλούσε μεν και ζωγράφιζε με τρόπο υποβλητικό, θεωρούσε όμως και τους δύο αυτούς τρόπους μόνον ως μέσα για την προσέγγιση του ουσιαστικού· κι αυτό ήταν πάντα για εκείνον η βίωση του αρχιτεκτονημένου χώρου.
Θα ήθελα λοιπόν να σας προτρέψω να ζήσετε αυτόν τον χώρο, όχι μόνο με την περιέργεια του επισκέπτη, αλλά σαν στοχαστικοί προσκυνητές –όπως το επιθυμούσε εκείνος. Θα γνωρίσετε τότε μια μεγάλη χαρά: το «θαυμάζειν». Θα νιώσετε θαυμασμό για τη διακριτική προσέγγιση της αρχαίας κληρονομιάς και τη σεμνότητα και ευαισθησία από την οποία πήγασε η δημιουργία αυτή.
Μια τέτοια αντιμετώπιση του έργου του θα ήταν και η μεγαλύτερη τιμή για τον Πικιώνη. Για την επίσκεψή σας αυτή, συνοδευτικά, ιδού τα σημαίνοντα λόγια του από την πνευματική του διαθήκη. Έγραφε: “Νέοι… κατεβείτε στο σκάμμα της υποταγής. Αυτή και μόνη θα σας χαρίσει την αληθινή ελευθερία. Και μην οκνήσετε ποτέ, γιατί είναι γραμμένο πως το να μην μπορέσουμε, ίσως κάποτε μας συγχωρεθεί· το να μην προσπαθήσουμε, ποτέ».
Δημήτρης Πικιώνης. Τα χρόνια της μαθητείας μου κοντά του. Ομιλεί ο Αλέξανδρος Παπαγεωργίου – Βενετάς