Εισαγωγή
Υπάρχουν στιγμές που οι φαινομενικά διαφορετικές αφηγήσεις της αρχαιολογίας, της εθνογραφίας και της ιστορίας συναντιούνται απρόσμενα στο πεδίο της έρευνας κάτω από ιδιόμορφες και φαινομενικά ανορθόδοξες συγκυρίες. Και αυτό που τις φέρνει τελικά μαζί σε μια γόνιμη συζήτηση είναι οι προκλήσεις της έρευνας πεδίου που δοκιμάζει κάθε φορά τη φαντασία και τα αντανακλαστικά του ερευνητή και μια διάθεση να αντιμετωπίσει την ανθρώπινη παρουσία στον χώρο ως ένα continuum, μια αφήγηση ‘μακράς διάρκειας’ χωρίς αναφορές ‘γεγονότων’ ή ιστορικές ασυνέχειες, που συχνά καθορίζονται από οριοθετημένους χρονολογικά και πολιτισμικά ερευνητικούς κλάδους και συνοδεύονται από επιστημολογικές αυστηρότητες.
Όταν ξεκινούσε το 2002 το ερευνητικό πρόγραμμα στο βορειοδυτικό ορεινό τμήμα του νομού Γρεβενών, κανείς από όλους εμάς που το σχεδιάσαμε1 και το υλοποιήσαμε στα χρόνια που ακολούθησαν μέχρι σήμερα (2023), δεν είχαμε φανταστεί τις μοναδικές εκπλήξεις που μας έκρυβε η ‘αρχαιολογία’ της περιοχής. Οι αρχικοί στόχοι του συγκεκριμένου ερευνητικού προγράμματος ήταν ο εντοπισμός αρχαιολογικών ενδείξεων και ευρημάτων στην περιοχή που οριοθετείτο από τους βλάχικους οικισμούς Σαμαρίνα, Σμίξη, Αβδέλλα και Περιβόλι και τα κουπατσάρικα χωριά Πολυνέρι, Φιλιππαίοι και Πανόραμα.
Ο χώρος της έρευνάς μας περιελάμβανε τμήματα του Σμόλικα, όπως το ύψωμα ‘Γκουργκούλια’ και της Βασιλίτσας που ξεπερνούν σε υψόμετρο τα 2,000μ καθώς και τους ενδιάμεσους ορεινούς όγκους που περικλείουν τα ποτάμια Σαμαρινιώτικο και Φιλιππιώτικο και οι οποίοι φτάνουν μέχρι και τα 1,800 μ υψόμετρο.
Πρόκειται για μια περιοχή με τη δική της ‘εθνογραφία’ και ‘ανθρωπολογία’, αφού είναι γνωστό ότι είχε αποτελέσει τον χώρο εντυπωσιακής για τα χρόνια της (αρχές του εικοστού αιώνα) επιτόπιας έρευνας και καταγραφής από τους Wace και Thompson.2 Αρκετά χρόνια αργότερα, ο ιστορικός N. Hammond περιλαμβάνει την ιστορία και ανθρωπογεωγραφία της περιοχής στις γλαφυρές περιγραφές για τη δυτική Μακεδονία, με πολύτιμες για κάθε ερευνητή τοπογραφικές πληροφορίες.3 Αλλωστε δεν είναι συμπτωματικό ότι το συγκεκριμένο υψίπεδο του βδ τμήματος του ν. Γρεβενών και η λεκάνη απορροής όπου πραγματοποιείται η έρευνα περιγράφεται από τον Hammond ως ιδιαίτερα πλούσιο σε πηγές νερού και αλπικές λίμνες, κάτι που σχετίζεται και με τη μόνιμη ή εποχική (καλοκαιρινή) παρουσία Κουπατσάρων και Βλάχων κτηνοτρόφων αντίστοιχα.
Κλιματολογικά, η περιοχή αυτή της Πίνδου που συνιστά το νοτιότερο άκρο των Διναρικών Αλπεων, χαρακτηρίζεται ως μεταβατική ανάμεσα στο μεσογειακό και έναν περισσότερο ηπειρωτικό μεσοευρωπαϊκό τύπο με μακρείς και κρύους χειμώνες, σύντομα καλοκαίρια με συχνές βροχές και ποσοστά βροχόπτωσης που κατανέμονται ισομερώς σχεδόν όλο τον χρόνο.4 Το είδος της βλάστησης, όπως αναμένεται άλλωστε, εξαρτάται κυρίως από το υψόμετρο και το ανάγλυφο της περιοχής με τα φυλλοβόλα δάση και τη βαλανιδιά να κυριαρχεί μέχρι τα 1,000-1,100 μ και τη μαύρη πεύκη (Pinus nigra) να κάνει έντονη την παρουσία της πάνω από το υψόμετρο αυτό και μέχρι τα 1,800 μ. Άλλα είδη μεσογειακής πεύκης (Pinus leucodermis, Pinus mugo) είναι επίσης παρόντα με μικρότερα, ωστόσο, ποσοστά, ενώ περιστασιακά εμφανίζονται οξυές και έλατα. Αντίθετα, στις περιοχές των βουνοκορφών και πάνω από τα 2,300 μ, όπου κυριαρχούν τα αλπικά λιβάδια, δεν υπάρχει καθόλου δενδροκάλυψη.
Βέβαια, η σημερινή εικόνα της βλάστησης έχει διαφοροποιηθεί σημαντικά από τις αρχές του Ολόκαινου με κύριες αιτίες τις φυσικές καταστροφές και την ανθρώπινη παρέμβαση (εντατική κτηνοτροφία).5 Η ιστορία αυτής της εξέλιξης έχει ενδιαφέρον και η μελέτη της συνιστά ένα σημαντικό τμήμα της επιτόπιας αρχαιολογικής μας έρευνας στην περιοχή, όπως θα καταστεί σαφές πιο κάτω.
Η επιλογή του συγκεκριμένου ορεινού αυτού τμήματος του ν. Γρεβενών υπαγορεύτηκε από το γεγονός ότι είχε προηγηθεί χρονικά μια αμερικανική αρχαιολογική ερευνητική προσπάθεια με στόχο τον εντοπισμό επιφανειακών αρχαιοτήτων στις πεδινές και ημιορεινές περιοχές του νομού και σε υψόμετρα όχι μεγαλύτερα των 600μ.6 Έτσι, η δική μας επιφανειακή έρευνα επέλεξε να καλύψει το ορεινό τμήμα του νομού, περιλαμβάνοντας, ωστόσο, και τις περιοχές πάνω από τον ‘ορίζοντα δασικής βλάστησης’ (tree line) και οι οποίες θα μπορούσαν – ίσως καταχρηστικά για τον ελλαδικό χώρο – να χαρακτηριστούν αλπικές.
Το ρίσκο της ερευνητικής αυτής επιλογής συνίστατο στο ότι, με βάση τη μέχρι σήμερα ελληνική αρχαιολογική εμπειρία, οι πιθανότητες ύπαρξης αρχαιοτήτων – κάθε εποχής – σε μεγάλα υψόμετρα δηλ. πάνω τα 1,000 μ, ήταν από ελάχιστες ως μηδενικές. Από την άλλη πάλι μεριά, η εντυπωσιακή ανυπαρξία αρχαιολογικής αλλά και ιστορικής γνώσης για τα ελληνικά βουνά με την έννοια του χρόνου, της μορφής και των διαδικασιών μέσω των οποίων αυτά ‘ανθρωπογενοποιήθηκαν’ (anthropization), αποτέλεσε για εμάς μια ιδιαίτερη και μοναδική πρόκληση. Κοιτώντας πίσω στα επτά χρόνια της έρευνάς μας στα Γρεβενά, και στα αποτελέσματά της, θα λέγαμε ανεπιφύλακτα ότι οι κύριες επιλογές μας δικαιώθηκαν απόλυτα και με εντυπωσιακό τρόπο.
Η Mεθοδολογία
Η μεθοδολογία της αναζήτησης αρχαιολογικών θέσεων στην περίπτωση της Πίνδου βασίστηκε σε ένα συγκεκριμένο ‘μοντέλο εντοπισμού’ (site location model) που είχε σαν αφετηρία την επιλεκτική επίσκεψη χώρων ή σημείων της περιοχής που πληρούσαν συγκεκριμένες προϋποθέσεις και οι οποίες σχετίζονταν με στοιχεία συμπεριφοράς αλλά και επιλογές των θηρευτικών και τροφοσυλλεκτικών ομάδων που αναζητούσαμε.
Έχοντας αποκλείσει από την αρχή και για ευνόητους λόγους7 την πιθανότητα εντοπισμού μόνιμων ή εποχικών εγκαταστάσεων ιστορικών και προϊστορικών χρόνων (Νεολιθικής, εποχής του Χαλκού) που θα χαρακτηρίζονταν από σταθερές αναφορές στον χώρο, όπως κατασκευές κλπ. σε υψόμετρα πάνω από τα 1,500 μέτρα, στραφήκαμε στην αναζήτηση ενδείξεων που θα έπρεπε, προκειμένου να σχετίζονται με τέτοια ακραία περιβάλλοντα, να ήταν χώροι εξειδικευμένης ‘παρουσίας’ και ‘δραστηριοποίησης’. Δηλαδή ομάδων κυνηγών και τροφοσυλλεκτών που θα ανήκαν σε περιόδους όπως η Παλαιολιθική και η Μεσολιθική. Ωστόσο, και αυτή ακόμα η αρχική εκτίμηση – θεωρητική στην αφετηρία της – δεν στηριζόταν σε ήδη υπάρχοντα αρχαιολογικά δεδομένα, αφού μέχρι σήμερα τέτοια υψόμετρα δεν είχαν δώσει στον ελλαδικό χώρο καμία ένδειξη απτής ‘αρχαιολογίας’. Αντίθετα, μια τέτοια εικόνα δεν ήταν αναντίστοιχη με τις ερευνητικές εμπειρίες περιοχών της Ιταλίας και της κεντρικής Ευρώπης, όπου η λεγόμενη αλπική αρχαιολογία8 είχε μακρά και πετυχημένη πορεία με την ανακάλυψη σημαντικού αριθμού πρώιμων προϊστορικών θέσεων και ανασκαφών (Μεσολιθικές).9 Συνεπώς, το συγκεκριμένο ‘μοντέλο εντοπισμού’ που υιοθετήθηκε στην περίπτωση των Γρεβενών είχε ήδη πίσω του μια πετυχημένη πορεία εφαρμογής σε άλλες γεωγραφικές περιοχές της Ευρώπης.10
Ωστόσο, αυτό δεν θεωρήθηκε επαρκές κι’ έτσι η χρήση του συγκεκριμένου μοντέλου δοκιμάστηκε στο πεδίο στα αρχικά στάδια της έρευνας, με την επιβεβαίωσή του να είναι άμεση στην πορεία της. Πιο συγκεκριμένα, στο επίπεδο της μεθοδολογίας, οι όποιες ενδείξεις και η ‘αρχαιολογία’ τους αναζητήθηκαν με βάση τη συλλογιστική που ήθελε τις ομάδες – μετακινούμενοι τροφοσυλλέκτες και κυνηγοί, ευκαιριακοί ή περίεργοι προϊστορικοί επισκέπτες – να μεθοδεύουν τις μετακινήσεις και τη διαβίωσή τους λαμβάνοντας υπόψη τους αντικειμενικά μεγέθη, όπως οι δυνατότητες φυσικής πρόσβασης στον χώρο μέσω αλπικών βουνοκορφών και ήπιων περασμάτων, η ύπαρξη μικροπεριβαλλοντικών χαρακτηριστικών που ευνοούσαν συγκεκριμένες επιλογές εγκατάστασης (στάσεις, κατασκηνώσεις), η παρουσία πρώτων υλών για την κατασκευή εργαλείων (πηγές πυριτόλιθου) και βέβαια η ύπαρξη μόνιμων (φυσικές πηγές) ή εποχικών πηγών νερού (αλπικές λίμνες).
Παράλληλα, συνεκτιμήθηκε η ήδη υπάρχουσα εμπειρία που αφορά την αποτελεσματικότητα της επιφανειακής έρευνας σε παρόμοια ιδιόμορφα ορεινά-αλπικά περιβάλλοντα σε σχέση με τη γεωμορφολογία του εδάφους, τη δυνατότητα πρόσβασης των ερευνητών σε μεγάλα υψόμετρα αλλά και οι παράγοντες που επηρεάζουν την ορατότητα του επιφανειακού υλικού (βλάστηση, μετακίνηση ευρημάτων κλπ).
Ο εντοπισμός των πρώτων μεμονωμένων λίθινων ευρημάτων ή συγκεντρώσεών τους στον χώρο το 2002, μας οδήγησε στην επιλογή της χρήσης των όρων ‘θέση’ (site) ή ‘σημείο’ (spot), οι οποίοι και κλήθηκαν ουσιαστικά να ανταποκριθούν στην ανάγκη μιας πρώτης περιγραφής της παρουσίας και δραστηριοποίησης ανθρώπινων ομάδων στην περιοχή και των υλικών καταλοίπων που άφησαν.
Ήταν άγνωστο εάν τα αρχικά πρώτα ευρήματα ήταν τα σημάδια μιας τυχαίας, περιστασιακής ή, αντίθετα, μιας επίμονης παρουσίας προϊστορικών ατόμων ή ομάδων στον χώρο, συνιστώντας ίσως κάτι πιο σταθερό και πιο οργανωμένο, όπως μια κατασκήνωση ή έναν σταθμό.
Η ανασκαφική διερεύνηση μιας σειράς τέτοιων ‘θέσεων’ που ακολούθησε, επελέγη ως απάντηση στο ουσιαστικό αυτό ερώτημα, γεγονός που είχε δύο φαινομενικά αντιθετικά, αλλά ωστόσο συναφή αποτελέσματα. Πρώτον, απέδειξε ότι παρότι τα επιφανειακά ευρήματα βρίσκονται σχεδόν στη θέση τους – η ελάχιστη μετακίνησή τους είναι αναμενόμενη και οφείλεται στον γεωλογικό σχηματισμό φλύσχη11 που κυριαρχεί στην περιοχή – δυστυχώς αυτά δεν φαίνεται ότι συνιστούν τυπικούς αρχαιολογικούς χώρους (κατασκήνωση, σταθμός) με την έννοια μιας αδιατάρακτης επίχωσης.
Έτσι, η ανασκαφή της σχετικά μικρής επίχωσης (0,60-0,70 εκ) στις τέσσερεις από τις πέντε ανασκαφικές τομές που διενεργήθηκαν σε ισάριθμες ‘θέσεις’ της περιοχής, έδωσαν ανάμικτα ευρήματα διαφορετικών εποχών, από παλαιολιθικά εργαλεία μέχρι κεραμικά της εποχής του Χαλκού, τα οποία προφανώς είχαν μετακινηθεί από πολύ κοντινά σημεία (το πολύ λίγων μέτρων). Το δεύτερο είναι ότι τόσο η παρουσία όσο και η κατανομή των ‘θέσεων’ στον ορεινό χώρο της Πίνδου σχεδόν στο σύνολό τους υπακούουν επίμονα σε μια συγκεκριμένη αρχαιολογική συλλογιστική, η οποία επιβεβαιώνει και την αρχική υπόθεση εργασίας. Ότι, δηλαδή, ολιγομελείς κυνηγετικές και τροφοσυλλεκτικές ομάδες από τα χρόνια της Μέσης Παλαιολιθικής και μέχρι τις αρχές του Ολόκαινου (60,000-10,000 χρόνια πριν από σήμερα), χρησιμοποιούσαν συστηματικά τα βουνά της Πίνδου για τις μετακινήσεις τους από και προς διαφορετικές κατευθύνσεις, επιλέγοντας πάντοτε να ακολουθούν βουνοκορφές και περάσματα σε υψόμετρα άνω των 1,600 μ και κατά προτίμηση πάνω από τη ‘γραμμή βλάστησης’ (tree-line), όπου η απουσία πυκνής βλάστησης διευκόλυνε τις κινήσεις τους. Η πυκνότητα ή η διάρκεια αυτών των εποχικών μετακινήσεων, που βέβαια είναι άγνωστη, υποδηλώνει σαφέστατα ένα συγκεκριμένο μοτίβο διαβίωσης και όχι τυχαίας παρουσίας. Αντίθετα, αποδεικνύεται ότι η επιλογή των ποταμών και των φαινομενικά εύκολων προσβάσεων και μετακινήσεων που υποτίθεται ότι αυτά προσφέρουν, δεν ήταν τίποτα άλλο από ερευνητικό στερεότυπο που άκριτα είχε γίνει αποδεκτό χωρίς να έχει προηγουμένως δοκιμαστεί στο πλαίσιο κάποιας επιτόπιας έρευνας.
Μια πολύ ενδιαφέρουσα πλευρά της έρευνας με τη δική της δυναμική ήταν και η προσπάθεια ανασύνθεσης των κλιματολογικών παραμέτρων και των χαρακτηριστικών βλάστησης των αλπικών περιοχών του βορειοελλαδικού χώρου, όπως η Πίνδος τα τελευταία εκατό χιλιάδες χρόνια και πώς αυτά επηρέασαν διαχρονικά τις επιλογές εγκατάστασης των ανθρώπινων ομάδων.12 Η πιθανή σχέση των αρχαιολογικών ευρημάτων, προϊστορικών αλλά και ιστορικών χρόνων, με ενδείξεις στρωματογραφημένου απανθρακωμένου οργανικού υλικού που εντοπίστηκαν σε πολλά σημεία της περιοχής, πιθανότατα ανθρωπογενούς προέλευσης, όπως φωτιές που ανήκουν σε καλύβες που δεν διασώθηκαν, ανοικτές εστίες κυνηγών ή κτηνοτρόφων κλπ., οδήγησε την έρευνα σε ενδιαφέροντες ατραπούς σχετικά με τη διαδικασία ανθρωπογενοποίησης (anthropization) των ελληνικών βουνών και την ‘αρχαιολογία’ τους, ζητήματα, για τα οποία οι γνώσεις μας εξακολουθούν να είναι εξαιρετικά περιορισμένες. Η ιδέα ότι τελικά η ‘αρχαιολογία’ των ορεινών όγκων και η πολιτισμική τους εξέλιξη μπορεί να αποκαλυφθεί μόνο μέσα από εστίες, ραδιοχρονολογήσεις, περιβαλλοντικά δεδομένα και ίσως κάποια λίθινα εργαλεία ή ακόμα και χωρίς καθόλου υλικά ουσιαστικά αρχαιολογικά ευρήματα – όπως τουλάχιστον τα γνωρίζουμε από εγκαταστάσεις της πεδιάδας – ανοίγει ένα ενδιαφέρον κεφάλαιο επιτόπιας έρευνας. Μεθοδολογικά, η δική μας έρευνα εξειδικεύτηκε με τη συλλογή και ανάλυση δειγμάτων απανθρακωμένων υλικών (αναγνώριση, ραδιοχρονολόγηση) που προέρχονται άλλοτε από εστίες που εντοπίστηκαν τυχαία και άλλοτε από ανασκαφικά στρώματα που αποκαλύφθηκαν στη διάρκεια των δοκιμαστικών τομών, οι οποίες ανοίχτηκαν σε διαφορετικά σημεία του ορεινού όγκου13 (βλ. παρακάτω).
Μια άλλη ενδιαφέρουσα παράμετρος της έρευνας ήταν και ο εντοπισμός παλαιολιθικών ‘θέσεων’ πάνω σε παγετώδεις αποθέσεις (μοραίνες)14 της Πίνδου.
Η χρονολόγηση των συγκεκριμένων παγετώνων της Σαμαρίνας είναι ακόμα επισφαλής, αλλά το γεγονός της ανεύρεσης εργαλείων της Μέσης Παλαιολιθικής στην επιφάνειά τους, που τεχνολογικά και τυπολογικά δεν μπορεί να χρονολογηθούν μετά τα 60,000 χρόνια πριν από σήμερα, θέτει ένα, σχετικό βέβαια, αλλά ωστόσο αρκετά ασφαλές terminus ante quem όριο για την παγετώδη φάση, στην οποία οι μοραίνες θα μπορούσαν να ανήκουν.15
Τέλος, οι μικρομορφολογικές αναλύσεις που διενεργήθηκαν στα πλαίσια της έρευνας16 σε επιλεγμένα δείγματα που προέρχονται από φυσικές παρειές ποταμών και ανασκαφικές επιχώσεις, είχαν στόχο την κατανόηση των εδαφολογικών, κλιματολογικών και περιβαλλοντικών χαρακτηριστικών της περιοχής από το τέλος της Τελευταίας Παγετώδους Περιόδου αλλά και τη διερεύνηση της πιθανής κινητικότητας του αρχαιολογικού υλικού, επιφανειακού ή μη, με δεδομένο τον ‘ερπυσμό’ στον οποίο προδιαθέτει η κυριαρχία του φλύσχη στην περιοχή.
Η επιφανειακή έρευνα
Τα αποτελέσματα των επιφανειακών ερευνών στη διάρκεια των επτά χρόνων (2002-2008) δραστηριοποίησης της ομάδας μας στην περιοχή του βδ ορεινού τμήματος του ν. Γρεβενών είναι εντυπωσιακά, τόσο για τον αριθμό των αρχαιολογικών ‘θέσεων’ της Μέσης Παλαιολιθικής που εντοπίστηκαν, όσο και για την εικόνα μιας νέας και άγνωστης μέχρι σήμερα ορεινής, σχεδόν αλπικής, αρχαιολογίας του ελλαδικού χώρου που αποκάλυψαν. Τι μπορούμε να πούμε ότι γνωρίζουμε για τη διαδικασία της ‘ανθρωπογενοποίησης’ των ελληνικών βουνών, δηλαδή την αρχή της σχέσης τους με τους ανθρώπους, τις δραστηριότητές τους και τις παρεμβάσεις τους, συνειδητές ή όχι; Αλλά και γιατί αυτή δεν είχε εκδηλωθεί μέχρι σήμερα έστω και αποσπασματικά, πολύ δε περισσότερο συστηματικά και πλουραλιστικά; Ποιά θα ήταν εκείνα τα χαρακτηριστικά στον χώρο ή τα υλικά κατάλοιπα που θα μπορούσαν να πιστοποιήσουν την ανθρώπινη παρουσία και δραστηριότητα στα βουνά; Με άλλα λόγια, τι είδους σημάδια θα έπρεπε να αναζητήσει ένας αρχαιολόγος στον ορεινό χώρο και πως θα μπορούσε να τα αξιοποιήσει ερευνητικά (βλ. πιο πάνω); Πόσο προσαρμοσμένη στις ιδιαιτερότητες του συγκεκριμένου πεδίου έρευνας θα έπρεπε να είναι μια επιτόπια αναζήτηση με δεδομένες τις συγκεκριμένες αποθετικές και μετα-αποθετικές συνθήκες διαμόρφωσης της αρχαιολογικής μαρτυρίας; Πως ερμηνεύονται λ.χ. τα συμπαγή δάπεδα από πατημένο χώμα – χωρίς κανένα άλλο ‘αρχαιολογικό’ εύρημα – που αποκαλύφθηκαν στα πλαίσια μιας δοκιμαστικής ανασκαφικής τομής λίγο έξω από το χωριό της Σαμαρίνας και τα οποία ραδιοχρονολογούνται περί το 600 μ.Χ.;
΄Η τι θα μπορούσε να σημαίνουν λ.χ. τα υπολείμματα μιας εστίας φωτιάς σε υψόμετρο 1,800 μ και πώς θα μπορούσε να διαχωριστεί η ανθρωπογενής από τη φυσική της προέλευση;
Πώς θα έπρεπε να ερμηνευτούν τα επίμονα ίχνη χώρων αναγωγής μετάλλων σε μια πλαγιά του Σμόλικα σε ύψος 2,000 μ που δεν προσφέρουν άλλες ενδεικτικές μαρτυρίες; ΄Η ποιος είναι ο χρονολογικός και πολιτισμικός ορίζοντας, στον οποίον ανήκουν τα κομμάτια οψιανού που βρέθηκαν στα αλπικά υψόμετρα των 2,000 μ στις βουνοκορφές της Σαμαρίνας; Είναι προφανές ότι μια οποιαδήποτε τέτοια αρχαιολογική έρευνα μέσα από ένα ομολογουμένως αποσπασματικό χαρακτήρα έρχεται αντιμέτωπη με ενδιαφέρουσες νέες προκλήσεις και θα πρέπει να διαθλάται σε ευρύτερες διεπιστημονικές συνθέσεις.
Κάποιες απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά άρχισαν να διαφαίνονται ήδη με τα πρώτα αποτελέσματα της ερευνητικής δραστηριοποίησής μας στην περιοχή αυτή των Γρεβενών. Κύριος μοχλός της έρευνάς μας ήταν, κατά κύριο λόγο, η επιφανειακή κάλυψη του ορεινού χώρου και κατά δεύτερο, η ανασκαφική δραστηριότητα που τη συνόδευσε σχεδόν παράλληλα, αλλά επιλεκτικά. Έτσι, μέχρι και το καλοκαίρι του 2008, είχαν εντοπιστεί17 από την ολιγομελή ομάδα ερευνητών 196 ’θέσεις’ ή ‘σημεία’ με κύρια χαρακτηριστικά τις συγκεντρώσεις διάσπαρτου λίθινου υλικού κυρίως της Μέσης Παλαιολιθικής, η έκταση των οποίων ποικίλλει από λίγες δεκάδες μέχρι εκατοντάδες μέτρα και με πυκνότητα ευρημάτων που διαφοροποιείται σε κάθε περίπτωση. Η συνηθέστερη εικόνα μιας ‘θέσης’ ήταν αυτή της διασποράς επιφανειακού υλικού με πυκνότητα από 1 μέχρι 5 εργαλεία. Τέτοιες ‘θέσεις’ είναι οι 187 από τις συνολικά 196 που έχουν καταγραφεί μέχρι σήμερα Η αρχική αισιοδοξία μας ότι κάποιες από αυτές τις σχετικά πυκνές συγκεντρώσεις επιφανειακού υλικού θα μπορούσαν να παραπέμπουν σε κλασσικές όσο και σπάνιες για τον ελλαδικό χώρο ‘ανοικτές’ παλαιολιθικές θέσεις,18 όπου το λίθινο υλικό θα μπορούσε να βρεθεί στρωματογραφημένο στα πλαίσια μιας ανασκαφής, δυστυχώς δεν επαληθεύτηκε, παρά τις επίμονες προσπάθειές μας (βλ. παρακάτω).
Αυτό που είναι εντυπωσιακό μετά την αρχαιολογική εμπειρία πεδίου αρκετών χρόνων στην περιοχή, είναι η επίμονη επανάληψη κοινών τοπογραφικών χαρακτηριστικών όσον αφορά τις παλαιολιθικές ‘θέσεις’ που εντοπίστηκαν. Έτσι, πρώτον, το υψόμετρό τους δεν είναι ποτέ χαμηλότερο των 1,600 μ ενώ πολλές φορές ξεπερνά και τα 2,000 μ. – η ψηλότερη που εντοπίστηκε το φθινόπωρο του 2008 άγγιξε τα 2,102 μ – και εντοπίζονται πάνω από το ‘όριο της δασικής βλάστησης’ συνιστώντας ουσιαστικά αλπικές θέσεις. Δεύτερον, η κατανομή τους ακολουθεί σχεδόν πάντα τον ορίζοντα των κορυφογραμμών των γύρω βουνών ενώ γίνεται ιδιαίτερα πυκνή σε διάσελα, τα οποία λειτουργούν και ως περάσματα για ανθρώπους και ζώα προς τις μεγάλες κοιλάδες απορροής. Αντίθετα, σε χαμηλότερα υψόμετρα (κάτω από τα 1,300 μ), όπου συνήθως η βλάστηση είναι πυκνή, δεν εντοπίστηκαν ‘θέσεις’. Τρίτον, όλες οι ‘θέσεις’ είναι στην πλειοψηφία τους υπαίθριες – δεν εντοπίστηκαν ούτε σπηλιές αλλά ούτε βραχοσκεπές – και βρέθηκαν κοντά είτε σε φυσικές πηγές νερού είτε σε μικρές αλπικές λίμνες, όπου το νερό της βροχής ή του χιονιού συγκρατείται σχεδόν σ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου. Τέταρτον, πολλές από τις ‘θέσεις’ εντοπίστηκαν κοντά σε πηγές πυριτόλιθου, όπου εφήμερα θα πρέπει να σταματούσαν οι ομάδες κυνηγών και τροφοσυλλεκτών για την κατασκευή εργαλείων, όπως δείχνει και η συχνή παρουσία μεγάλων πυρήνων, τους οποίους δούλευαν επιτόπου και κατόπιν εγκατέλειπαν. Τέλος, έχει ενδιαφέρον, όπως έχει ήδη επισημανθεί νωρίτερα, το γεγονός ότι εντοπίστηκαν αρκετές ‘θέσεις’ με χαρακτηριστικά λίθινα εργαλεία της Μέσης Παλαιολιθικής πάνω σε παγετώδεις αποθέσεις, γνωστές ως ‘μοραίνες’ (moraine), που χρονολογούνται τα τελευταία 100,000 χρόνια..
Οι ανασκαφές
Στη διάρκεια της επιτόπιας έρευνας (2002-2008) και σε ολόκληρη, σχεδόν, την έκταση της αλπικής περιοχής, εκδηλώθηκαν μια σειρά από ανασκαφικές προσπάθειες, με στόχο να δοθούν απαντήσεις σε ερωτήματα που είχαν ήδη τεθεί από καιρό πιεστικά, σχετικά με την ‘αρχαιολογία’ των παλαιολιθικών ‘θέσεων’ που είχαν εντοπιστεί. Κυρίαρχο ήταν το ερώτημα για το αν οι συγκεντρώσεις λίθινου επιφανειακού υλικού σε ‘σημεία’ όπως συχνά ονομάζονταν, συνιστούσαν κάτι παραπάνω από μια τυχαία συσσώρευση λίθινων ευρημάτων στον χώρο. Μια πραγματική, δηλαδή, αρχαιολογική θέση – στην περίπτωσή μας μια παλαιολιθική κατασκήνωση – με σίγουρες ενδείξεις ανθρώπινης παρουσίας (επίχωση, στρωματογραφία, ευρήματα κλπ). Τα γεωλογικά στοιχεία της περιοχής, με κυρίαρχη την παρουσία του φλύσχη19 που ευνοεί τη μετακίνηση των επιφανειακών ευρημάτων και επομένως δημιουργεί εσφαλμένες εντυπώσεις για τα χαρακτηριστικά μιας θέσης, ήταν μια μάλλον αρνητική αφετηρία. Παρ’ όλα αυτά, όμως, δεν είχε αποκλειστεί εκ προοιμίου το ενδεχόμενο της ύπαρξης κάποιας ανοικτής παλαιολιθικής θέσης, αν κρίνει κανείς από την πυκνότητα των ευρημάτων αυτής της περιόδου στην περιοχή. Από την άλλη μεριά και η γενικότερη απουσία ανοικτών παλαιολιθικών θέσεων στην Ελλάδα ήταν μια πρόκληση που έπρεπε να απαντηθεί.
Έτσι, στη διάρκεια των έξι χρόνων ερευνών εκδηλώθηκαν πέντε ανασκαφικές προσπάθειες σε ισάριθμα ‘σημεία’ (spots) -‘θέσεις’ (sites) στην περιοχή κάτω από συνθήκες συχνά εξαιρετικά αντίξοες κυρίως λόγω του υψομέτρου και των συνθηκών που επικρατούσαν. Τα αποτελέσματά τους έχουν προκαταρκτικά δημοσιευτεί20 και εδώ γίνεται μια μόνο συνοπτική αναφορά σ’ αυτά.
Πρώτον, οι τομές ήταν περιορισμένης έκτασης, συνήθως 3 Χ 2 μ, και η αφαίρεση του επιφανειακού χώματος γινόταν με τη μορφή ‘μπλοκ γρασιδιού’, έτσι ώστε η επαναφορά στην αρχική τους θέση μετά το τέλος της ανασκαφής να αποκαθιστά το περιβάλλον απόλυτα. Η αφαίρεση της επίχωσης γινόταν με τη χρήση μυστριού και η καταγραφή των ευρημάτων στον χώρο με την αποτύπωση σε κάναβο.
Η συλλογή του απανθρακωμένου οργανικού υλικού (ξύλου) με τη μορφή μικρών κάρβουνων σ’ όλη την επίχωση της τομής γινόταν συστηματικά και ανά στρώμα και απέβλεπε μέσω της αναγνώρισης των φυτικών ειδών στην αποκατάσταση του παλαιοπεριβάλλοντος της περιοχής, αλλά και στη διάκριση των ανθρωπογενών επιχώσεων από τις φυσικές, όπως και στη συλλογή δειγμάτων για ραδιοχρονολόγηση.
Ένα άλλο στοιχείο με ευρύτερο ενδιαφέρον για την έρευνα του αλπικού χώρου στην Ελλάδα που προέκυψε στη διάρκεια των ανασκαφών σε ‘θέσεις’ της Πίνδου, ήταν η ανεύρεση λίθινων εργαλείων σε σχέση με ‘πολυγωνικές διαρρήξεις’, δηλαδή ρωγμών που δημιουργούν κανονικά τρισδιάστατα γεωμετρικά σχήματα στην επιφάνεια του εδάφους και τα οποία πιστεύεται ότι έγιναν κατά τη διάρκεια βαθυπαγετωδών συνθηκών (pleniglacial) από τη συνεχή πήξη και τήξη του πάγου. Η ηλικία των ρωγμών αυτών και η σχέση τους με τα μεσοπαλαιολιθικά ευρήματα είναι υπό διερεύνηση.
Δεύτερον, τα στρώματα των ανασκαφικών τομών ήταν συνήθως πλούσια σε απανθρακωμένο υλικό, γεγονός που περιγράφει και τον ανθρωπογενή χαρακτήρα τους. Αντίθετα, περιορισμένη και διαταραγμένη ήταν η παρουσία των ανασκαφικών ευρημάτων, λίθινων ή μη, που βρέθηκαν στις επιχώσεις. Αυτό εξηγείται από τη δραστηριότητα των ασταθών γεωλογικών στρωμάτων φλύσχη που ‘μετακινούσε’ και αναμόχλευε το κατά εποχές επιφανειακό υλικό λόγω κορεσμού μετά το λιώσιμο των πάγων (ερπυσμός), χωρίς αυτό βέβαια να διαφοροποιεί την αρχική διαπίστωση ότι οι εντοπισμένες στον χώρο συγκεντρώσεις αρχαιολογικού υλικού συνιστούν ‘σημεία’ ή ‘σταθμούς’. Απλά, επιβεβαιώνει το γεγονός ότι το υλικό δεν θα πρέπει να αναμένεται να βρεθεί in situ δείχνοντας, αντίθετα, προς μια μετακίνησή του σε απόσταση λίγων μέτρων. Η διαπίστωση αυτή ενισχύθηκε από την ανομοιογένεια του ανασκαφικού υλικού που προέκυψε – ενδεικτικό είναι ότι βρέθηκαν λίθινα εργαλεία της Μέσης Παλαιολιθικής μαζί με κεραμική της εποχής του Χαλκού – που συνοδεύονταν από διαφορετικές ραδιοχρονολογήσεις.
Τρίτον, επιβεβαιώνεται ότι η διαχρονική, όπως αποδείχτηκε, ίδρυση των ‘θέσεων’ αυτών σε εντυπωσιακά υψόμετρα θα πρέπει να συνδέεται με τις μετακινήσεις ομάδων στον ορεινό όγκο της Πίνδου, συνήθως μέσω περασμάτων και πλατωμάτων ανάμεσα σε βουνοκορφές, είτε πρόκειται για κυνηγούς και τροφοσυλλέκτες της Μέσης Παλαιολιθικής και Μεσολιθικής, είτε για ευκαιριακούς νεολιθικούς κυνηγούς, είτε για εποχικούς κτηνοτρόφους της εποχής του Χαλκού ή ακόμα για νομάδες κτηνοτρόφους της πρώτης χιλιετίας μ.Χ. Αλλωστε, δεν είναι τυχαίο ότι σε όλες σχεδόν τις περιπτώσεις τέτοιοι προϊστορικοί σταθμοί ή κατασκηνώσεις που τεκμηριώνουν συστηματικές και επαναλαμβανόμενες για χιλιάδες χρόνια μετακινήσεις στον χώρο, εντοπίζονται με συγκεκριμένα και επαναλαμβανόμενα περιβαλλοντικά και γεωφυσικά χαρακτηριστικά όπως λ.χ. η κοντινή παρουσία φυσικών πηγών νερού αλλά και πηγών πρώτων υλών για την κατασκευή πυριτολιθικών εργαλείων.
Υπάρχουν ακόμα και κάποιες ξεχωριστές και ενδιαφέρουσες περιπτώσεις ανασκαμμένων ‘θέσεων’ που συνθέτουν την άγνωστη αρχαιολογική εικόνα της Πίνδου, αλλά και του ορεινού όγκου του ελλαδικού χώρου γενικότερα. Έτσι, με πολύ ενδιαφέρον διενεργήθηκε το άνοιγμα μιας ανασκαφικής τομής διαστάσεων 4 x 3 μ και συνολικής επίχωσης 25-30 εκ στην αρχαιολογική θέση της εποχής του Χαλκού στο ύψωμα Αννίτσα και σε υψόμετρο 1,748 μ. (θέση ΣΑΜ 29).
Η τυπολογία της κεραμικής με αρκετά διαγνωστικά κομμάτια (λαβές) παραπέμπει με βεβαιότητα στη Μέση εποχή του Χαλκού.
Όσον αφορά τα λίθινα τα οποία βρέθηκαν, αυτά επιβεβαιώνουν τη διαταραγμένη απόθεση, αφού ξεχωρίζουν δύο λιθοτεχνίες, η μία που περιλαμβάνει εργαλεία της Μέσης Παλαιολιθικής και η άλλη, η πολυπληθέστερη, του τέλους της Παλαιολιθικής ή της αρχής του Ολόκαινου. Κάποια κομμάτια αυτής της τελευταίας κατηγορίας έχουν ίχνη επεξεργασίας (retouch) και φαίνεται να ανήκουν τυπολογικά στο τέλος της Επιγραβέτιας Εποχής ή την αρχή Μεσολιθικής. Η ανασκαφή έδωσε ικανοποιητική ποσότητα απανθρακωμένου οργανικού υλικού, αλλά αποκάλυψε για μία ακόμη φορά σκληρές επιφάνειες που περιγράφονται ως πολύγωνα πλειστοκαινικής προέλευσης και που σύμφωνα με τον γεωλόγο Δρ. Π. Καρκάνα δεν φαίνεται να είναι νεότερα του τέλους της Τελευταίας Παγετώδους Περιόδου. Βέβαια, το ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι η χρονολόγηση της θέσης στη Μέση εποχή του Χαλκού σε συνδυασμό με το μεγάλο υψόμετρό της, καθώς και ο χαρακτήρας της ως πιθανότατα κτηνοτροφικής εγκατάστασης. Αν και το τελευταίο δεν τεκμηριώνεται άμεσα από ενδεικτικές κατηγορίες ανασκαφικού υλικού όπως λ.χ. οστά ζώων, εξαιτίας κυρίως των αρνητικών συνθηκών διατήρησής τους, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι μια τέτοια εγκατάσταση της 2ης χιλιετίας π.Χ. σε υψόμετρο 1,800 μ δεν θα μπορούσε παρά να έχει μια εξειδικευμένη κτηνοτροφική χρήση, πιθανότατα μια στάνη σαν αυτές που εξακολουθούν να υπάρχουν στην περιοχή και σε τέτοια υψόμετρα.
Αν πράγματι συμβαίνει αυτό, τότε θα είναι η υψηλότερη θέση αυτής της περιόδου και χρήσης που έχει εντοπιστεί στον ελλαδικό χώρο, ενισχύοντας την επιχειρηματολογία όσων υποστηρίζουν ότι η εποχική κτηνοτροφία, ως συστηματική πρακτική αλλά και τρόπος ζωής, έχει την αφετηρία της στα πρώτα χρόνια της εποχής του Χαλκού και ίσως ακόμα παλαιότερα.
Μια άλλη ενδιαφέρουσα περίπτωση αρχαιολογικής διερεύνησης του ορεινού χώρου της Πίνδου ήταν το άνοιγμα μιας ανασκαφικής τομής σε πλάτωμα βόρεια του σύγχρονου χωριού της Σαμαρίνας, σε μια περιοχή όπου είχαν εντοπιστεί τα προηγούμενα χρόνια αρκετές ‘θέσεις’ με πλούσιο επιφανειακό υλικό της Μέσης Παλαιολιθικής.
Η συγκεκριμένη ‘θέση’ (ΣΑΜ 45) αποκάλυψε σε βάθος 20-50 εκ συμπαγείς επιφάνειες ανθρωπογενούς προέλευσης, όπου βρέθηκαν υπολείμματα τεσσάρων ‘κατασκευών’ με τη μορφή σκούρων κοκκινωπών επιφανειών και πολλών κομματιών άνθρακα. Είναι άγνωστο εάν πρόκειται απλά για κάποιες εστίες ή για επιφάνειες εργασίας. Το ενδιαφέρον είναι ότι η χρονολόγηση αυτού του χώρου ανθρώπινης δραστηριότητας πολύ κοντά στο σημερινό χωριό της Σαμαρίνας – χωρίς κανένα άλλο ίχνος αρχαιολογικού ευρήματος εξαιτίας πιθανότατα του είδους της εγκατάστασης (εποχικές καλύβες, μεταφορά υπαρχόντων) ή των υλικών που χρησιμοποιήθηκαν (ξύλο, ύφασμα κλπ) – τοποθετείται ραδιοχρονολογικά γύρω στο 600 μ.Χ. και συνδέεται ενδεχομένως με τις πρώτες ομάδες νομάδων στην περιοχή της κεντρικής Ελλάδας (Βλάχοι). Αυτή η χωρίς ευρήματα μορφή ‘αρχαιολογίας’, όσο ανορθόδοξη και αν ακούγεται, φαίνεται ότι χαρακτηρίζει την αλπική αρχαιολογία, όπου το είδος των δραστηριοτήτων αλλά και η μορφή των αρχαιολογικών μαρτυριών θέτουν τόσο τα θεωρητικά όσο και μεθοδολογικά όρια της επιτόπιας αναζήτησης υλικών καταλοίπων, αλλά και της ερμηνείας τους. Περιγράφουν με αυτό τον τρόπο και τα όρια της ιστορικότητας μιας περιοχής, όπου το ιστορικό υποκείμενο μέσα από την επιμονή πρακτικών αλλά και κοινωνικοοικονομικών συνθηκών ανάμεσα στα άλλα, φαίνεται ότι υπερβαίνει τα συμβατικά όρια των διαχωρισμών προϊστορίας και ιστορίας. Η αρχαιολογία καλείται να τεκμηριώσει τα υλικά κατάλοιπα αυτής της ιστορικότητας δίχως να γνωρίζει τη μορφή, με την οποία αυτά έχουν επιβιώσει, καταφεύγοντας έτσι στην αναζήτηση κατ’ αρχήν απλών ενδείξεων και στη συνέχεια συναφειών. Κοινός τόπος και των δύο αυτών διεργασιών παραμένει η ερευνητική επιμονή και αναμονή που διανθίζονται με εκπλήξεις και ανατροπές. Ενδεικτικά, θα μπορούσε να γίνει αναφορά εδώ στο εύρος της χρήσης των εστιών που εντοπίζονται ανασκαφικά στην αλπική Πίνδο δίπλα σε βράχους ή κοντά σε πέτρινες κατασκευές, άγνωστης επίσης χρήσης και χρονολογίας.
Ένα εύρος, που καλύπτει χιλιετίες ενδεικτικής χρήσης του συγκεκριμένου σημείου και το οποίο σημασιοδοτείται αρχαιολογικά μόνο μέσα από τη χρονολογική τεκμηρίωση της απλής ανθρώπινης παρουσίας στον χώρο, όπως λ.χ. ραδιοχρονολογήσεις που προκύπτουν από τα απανθρακωμένα ξύλα που χρησιμοποιήθηκαν για τις φωτιές που άναψαν για να μαγειρέψουν ή να ζεσταθούν κάποιοι. Και οι εκπλήξεις δεν σταματούν εδώ. Τα κομμάτια του οψιανού, άγνωστης ακόμα προέλευσης,21 που συνελέγησαν το φθινόπωρο του 2008 από τα 2,100 μ υψόμετρο, αναζητούν κατόχους. Το ίδιο και οι επίμονοι χώροι ανοικτής καμίνευσης στις πλαγιές του Σμόλικα στα ίδια υψόμετρα.
Τέταρτον, η χρονολόγηση των προϊστορικών ‘θέσεων’ που ερευνήθηκαν ανασκαφικά, συνιστά ένα πολύπλοκο ζήτημα με όχι εύκολες απαντήσεις. Ενώ η τυπολογία και τεχνολογία των λίθινων επιφανειακών ευρημάτων παραπέμπουν με ασφάλεια στη Μέση Παλαιολιθική περίοδο, και μάλιστα στα τελευταία χρόνια της (γύρω στα 60,000 χρόνια πριν από σήμερα), η ύπαρξη ραδιοχρονολογήσεων από τις ανασκαμμένες ‘θέσεις’ που θα επέτρεπε την επιβεβαίωση του συγκεκριμένου προϊστορικού ορίζοντα δεν είναι ακόμα δυστυχώς εφικτή.
Έτσι, οι ραδιοχρονολογήσεις που είναι μέχρι σήμερα διαθέσιμες καλύπτουν ένα ευρύτατο πολιτισμικό και χρονολογικό φάσμα, επιβεβαιώνοντας για άλλη μια φορά τη διαταραγμένη επίχωση των ‘θέσεων’, με αποτέλεσμα η μεν Παλαιολιθική περίοδος να μην αντιπροσωπεύεται από καμμία τιμή ενώ η ύστερη προϊστορία (εποχή του Χαλκού) να είναι μόνο ενδεικτικά παρούσα. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι τέσσερεις ραδιοχρονολογήσεις που προέρχονται από τα ίδια στρώματα μίας και μόνο ανασκαμμένης ‘θέσης’ – συνήθως εστίες – ξεκινούν από τα χρόνια της εποχής του Χαλκού και φτάνουν μέχρι τα Πρωτοβυζαντινά χρόνια. Εντυπωσιακή είναι στα δείγματα του ραδιοάνθρακα η αντιπροσώπευση των πρώιμων ιστορικών χρόνων, μια καθ’ όλα ενδιαφέρουσα και απρόσμενη εξέλιξη, αφού τεκμηριώνει χρονολογικά την άγνωστη μέχρι σήμερα ιστορικότητα της ελληνικής αλπικής ζώνης, όπως επισημάνθηκε πιο πάνω.22
Τέλος, η ανασύνθεση του παλαιοπεριβάλλοντος της περιοχής μέσα από την ανθρακολογική έρευνα της Δρ. Μ. Ντίνου, ανέδειξε την παρουσία ειδών όπως ελάτης (Abies sp.), οξυάς (Fagus sp.) μαύρης πεύκης (Pinus nigra), κέδρου (Juniperus sp.), φράξου (Fraxinus sp.), δρυός (Quercus) και ιτιάς (Salix sp.) που χαρακτηρίζουν υψόμετρα άνω των 1,000 μ. Τα δεδομένα της έρευνας επιβεβαιώνουν και πλουτίζουν την ήδη γνωστή φυτολογική εικόνα της ορεινής βορειοδυτικής Ελλάδας από το τέλος του Πλειστόκαινου.23 Είναι ενδιαφέρουσα η επισήμανση ότι από το 7,500 πριν από σήμερα και έπειτα, ορεινές περιοχές όπως η Πίνδος, χαρακτηρίζονται από δάση ελάτης και μαύρης πεύκης, ενώ μετά το 3,000 εμφανίζεται η οξυά που θεωρείται ως ένδειξη μιας αυξανόμενης εκμετάλλευσης των βουνών από ανθρώπινες ομάδες (κτηνοτροφία). Είναι δε χαρακτηριστικό ότι αυτό το τελευταίο επιβεβαιώνεται και από τις ραδιοχρονολογήσεις απανθρακωμένων δειγμάτων ελάτης και οξυάς.
Συμπεράσματα
Η επιτόπια αρχαιολογική έρευνα στην βδ ορεινή περιοχή των Γρεβενών βρίσκεται σε εξέλιξη, όπως και οι επιμέρους μελέτες (λίθινα εργαλεία, γεωφυσικές και μικρομορφολογικές μελέτες, παλαιοπεριβαλλοντικές ανασυνθέσεις και αναλύσεις γύρης). Και ενώ η επεξεργασία του λίθινου υλικού έχει σχεδόν ολοκληρωθεί – μελέτη τεχνολογίας, τυπολογίας, σχεδίαση – κάποιες άλλες μελέτες αποδεικνύονται ιδιαίτερα χρονοβόρες και απαιτούν εξειδικευμένες δειγματοληψίες και εργαστηριακές αναλύσεις. Αλλά και η ολοκληρωμένη σύνθεση και ερμηνεία των δεδομένων της έρευνας οδηγεί στην ανάγκη για διεύρυνση του χώρου των επιτόπιων ερευνών, όπως είναι λ.χ. ο εντοπισμός των πηγών πρώτων υλών (πυριτόλιθου, χαλαζία) που χρησιμοποιούνται από τις τροφοσυλλεκτικές ομάδες της Πίνδου στη διάρκεια της Μέσης Παλαιολιθικής για την κατασκευή εργαλείων, αλλά και των σχέσεών τους με αυτές της Ηπείρου. Έχει ήδη παρατηρηθεί ότι οι πρώτες ύλες των λιθοτεχνιών του τέλους του Πλειστόκαινου και των αρχών του Ολόκαινου (ραδιολαρίτης) είναι πολύ διαφορετικές – πιθανότατα εξωγενείς – από αυτές της προηγούμενης περιόδου. Όλα αυτά δείχνουν τις πιθανές νέες κατευθύνσεις της έρευνας για το άμεσο μέλλον.
Ωστόσο, μια πρώτη σύνθεση των μέχρι σήμερα δεδομένων θα οδηγούσε στην περιγραφή της παρακάτω εικόνας για την αρχαιολογία της περιοχής. Η αρχική υπόθεση ότι οι ψηλές βουνοκορφές και οι λεκάνες απορροής της ανατολικής Πίνδου λειτουργούσαν ως περάσματα προς τη Θεσσαλία στη διάρκεια της πρώιμης προϊστορίας επιβεβαιώνεται πλήρως. Το συγκεκριμένο υψίπεδο του βδ τμήματος του ν. Γρεβενών φαίνεται ότι ήταν ιδιαίτερα σημαντικό για τoυς τροφοσυλλέκτες και κυνηγούς της Μέσης Παλαιολιθικής που δραστηριοποιούνταν πιθανότατα στη διάρκεια των μεσοπαγετωδών περιόδων των τελευταίων 130,000 ετών – ισοτοπικές φάσεις 3 ή 5 (OIS 3-OIS 5 ) – προσφέροντας πυκνή βλάστηση για τα θηλαστικά που αποτελούσαν και τα θηράματα των ομάδων αυτών (Efstratiou et al 2006, 429). Αντίθετα θεωρείται μάλλον σίγουρο ότι οι φάσεις της τελευταίας παγετώδους με τις χαμηλές θερμοκρασίες – ισοτοπικό στάδιο 2 (OIS 2) – μάλλον δεν ευνοούσαν την παρουσία ομάδων στα χρόνια της Ανώτερης Παλαιολιθικής, όπως άλλωστε δείχνουν και τα σχετικά λιγοστά λίθινα αυτής της περιόδου.24 Σε αρνητικές κλιματολογικές και περιβαλλοντολογικές συνθήκες – με την εξάπλωση δασών που ενδεχόμενα εμπόδιζε το κυνήγι – θα πρέπει να οφείλεται και η μάλλον σποραδική παρουσία Μεσολιθικών ομάδων και των εργαλείων τους στην αρχή του Ολόκαινου στα υψίπεδα της Πίνδου. Ιδιαίτερα φτωχή κρίνεται επίσης και η ανθρώπινη δραστηριότητα στη διάρκεια της Νεολιθικής και μέχρι το τέλος της (4η χιλ. π.χ.), σε αντίθεση με την εποχή του Χαλκού (2η χιλ π.Χ.), οπότε τοποθετείται και η αρχή της συστηματικής κτηνοτροφίας που θα πρέπει να ώθησε πολλές ομάδες να εκμεταλλευτούν εποχικά τα πλούσια βοσκοτόπια της ορεινής Πίνδου, όπως δείχνει και η ανθρακολογική ανάλυση25 για την εξάπλωση του δάσους της οξυάς.
Αναπόφευκτα λοιπόν, το κύριο αρχαιολογικό ενδιαφέρον επικεντρώνεται στη Μέση Παλαιολιθική και στη μελέτη του πλούσιου λίθινου υλικού που προέρχεται από επιφανειακές ‘θέσεις’ (κατασκηνώσεις) κοντά σε μικρές παγετώδεις κοιλάδες και αλπικές συγκεντρώσεις νερού που βρίσκονται γύρω από τη Σαμαρίνα ή έχει εντοπιστεί ενδεικτικά στις διαταραγμένες επιχώσεις που ερευνήθηκαν ανασκαφικά σε επιλεγμένα ‘σημεία’. Η κύρια τυπολογία αφορά πυρήνες, αιχμές, πλευρικά ξέστρα αλλά και φολίδες με τη μορφή λεπίδων.
Ο καλής ποιότητας και διατήρησης ντόπιος πυριτόλιθος με άσπρη αδιαφανή πατίνα που εντοπίστηκε ως πρώτη ύλη σε μικρά εξάρματα της περιοχής και χρησιμοποιήθηκε για την κατασκευή εργαλείων, κυρίως φολίδων αλλά και αιχμών με την τεχνική Levallois, φαίνεται ότι ανήκει σε μια εξελιγμένη Μουστέρια φάση. Τα δύο είδη πατίνας που χαρακτηρίζουν πολλά από τα λίθινα εργαλεία αυτής της Μέσης Παλαιολιθικής είναι άγνωστο αν είναι σύγχρονες ή αν παραπέμπουν σε διαφορετικές χρονολογικές φάσεις.
Δυστυχώς, η σχετικά περιορισμένη γνώση των λιθοτεχνιών αυτής της περιόδου στην Ελλάδα26 δεν επιτρέπει ακριβέστερες χρονολογικές αναφορές για το υλικό της Πίνδου αν και μια χρονολόγηση κοντά στην αρχή της ισοτοπικής φάσης 3 (OIS3) – 60,000 με 50,000 χρόνια πριν από σήμερα – με βάση συγκριτικές παρατηρήσεις με το υλικό άλλων περιοχών του ελλαδικού χώρου όπως της Ηπείρου27 και της Θεσσαλίας,28 είναι η πιο πιθανή. Το γεγονός ότι πολλές από τις ‘θέσεις’ με επιφανειακό υλικό της Μέσης Παλαιολιθικής βρέθηκαν πάνω σε παγετώδεις αποθέσεις, γνωστές και ως ‘μοραίνες’ (moraine),29 έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον αφού θα μπορούσαν ενδεχομένως να συνδεθούν με την παρουσία ομάδων των τελευταίων εκατό χιλιάδων χρόνων στο τμήμα αυτό της νότιας Βαλκανικής.
Για το ποιά είναι η σχέση των ‘μοραίνων’ της Σαμαρίνας με τα πλούσια ευρήματα της Μέσης Παλαιολιθικής (60,000) που βρέθηκαν στην επιφάνειά τους, μόνο υποθέσεις ακόμα μπορούν να γίνουν. Το πιθανότερο είναι ότι οι ανθρώπινες επισκέψεις σ’ αυτές θα πρέπει να θεωρούνται νεότερες του σχηματισμού τους και θα έγιναν στη διάρκεια μιας μεσοπαγετώδους, μάλλον της OIS 3. Οπότε, αν δεχτούμε ότι τα ευρήματα της Μέσης Παλαιολιθικής δεν μπορεί να είναι νεότερα του 45,000 πριν από σήμερα, τότε έχουμε ένα χρονικό όριο προς τα κάτω, δηλαδή οι παγετώδεις αποθέσεις της Σαμαρίνας είναι παλαιότερες από την Τελευταία Παγετώδη περίοδο (16,000/ΟIS 2). Είναι βέβαιο ότι ήταν ο Homo Sapiens Neandethalensis αυτός που βρέθηκε στην περιοχή και είναι υπεύθυνος για την παρουσία των εργαλειακών τύπων της Μέσης Παλαιολιθικής στο χώρο της Σαμαρίνας.
Το τέλος του Πλειστόκαινου (Allerød-Dryas III?), που σηματοδοτεί και τις τελευταίες φάσεις της Παλαιολιθικής, αντιπροσωπεύεται αρχαιολογικά από όχι ιδιαίτερα συχνούς εργαλειακούς τύπους από πυριτόλιθο και ίασπη που ανήκουν στον πολιτισμικό κύκλο της Τελικής Επιγραβέττιας φάσης και/ή της Μεσολιθικής. Πρόκειται, κυρίως, για μικρούς πρισματικούς και πολυεδρικούς πυρήνες που χρησιμοποιήθηκαν για την παραγωγή λεπίδων και μικρολεπίδων, τερματικών ξέστρων και ισοσκελών τραπεζίων.30
Θα πρέπει εδώ να τονιστεί ότι οι ‘θέσεις’ απ’ όπου προέρχονται οι εργαλειακοί αυτοί τύποι, έχουν τα ίδια περιβαλλοντικά και γεωμορφολογικά χαρακτηριστικά με εκείνα της Μέσης Παλαιολιθικής. Η τρίτη και τελευταία ομάδα εργαλειακών τύπων από πυριτόλιθο θα πρέπει να αποδοθεί στη Νεολιθική και κυρίως στην εποχή του Χαλκού, όπως η φυλλόσχημη αιχμή βέλους από μη-ντόπιο καλής ποιότητας πυριτόλιθο.
Κλείνοντας, θα πρέπει να επίσης τονιστεί το ιδιαίτερο ενδιαφέρον που παρουσιάζει η έρευνα πεδίου στην ορεινή Πίνδο για μια σειρά από λόγους. Ο κυριότερος είναι ότι είναι η πρώτη φορά που ο ορεινός και αλπικός όγκος της Ελλάδας – πάνω από τα 1,600 μ υψόμετρο – γίνεται αντικείμενο διεπιστημονικής και συστηματικής έρευνας, θέτοντας στην πράξη ζητήματα θεωρίας και μεθοδολογίας που σχετίζονται με την αναζήτηση και την ερμηνεία της προϊστορικής αλλά και ιστορικής εξέλιξης περιοχών που μέχρι σήμερα αποτελούσαν terra incognita για την ελληνική αρχαιολογία. Ένας δεύτερος λόγος είναι ότι, όπως δείχνουν τα μέχρι σήμερα εντυπωσιακά αποτελέσματα της έρευνας, καταγράφεται μια πλούσια τροφοσυλλεκτική και κυνηγετική δραστηριότητα στη διάρκεια της Μέσης Παλαιολιθικής περιόδου στην περιοχή της Πίνδου, η οποία συνεχίζεται και στα επόμενα Νεολιθικά χρόνια και την εποχή του Χαλκού. Ένα τρίτο στοιχείο είναι ότι οδηγούμαστε στην υπέρβαση του αρχαιολογικού στερεότυπου που ήθελε τους ορεινούς όγκους να μην καταγράφουν ενδείξεις ανθρώπινων δραστηριοτήτων στη διάρκεια της προϊστορίας, με αποτέλεσμα οι μέχρι σήμερα επιτόπιες έρευνες να αγνοούν συστηματικά σημαντικά τμήματα του ορεινού και αλπικού ηπειρωτικού ελλαδικού χώρου.
Η νέα αρχαιολογική δυναμική που αναδεικνύεται αναμένεται να οδηγήσει σε νέα ερευνητικά προγράμματα και σε καινοτόμες διεπιστημονικές προσεγγίσεις με στόχο τις περιοχές αυτές. Τέλος, είναι προκλητική η διαπίστωση ότι πολλές από τις πρόσφατες επιλογές εγκατάστασης και μετακίνησης των νομαδικών βλάχικων αλλά και των μόνιμα εγκατεστημένων κτηνοτρόφων της περιοχής (διάσελα, κορυφογραμμές, πηγές νερού, ορεινές λίμνες) ταυτίζονται με αυτές των προϊστορικών ομάδων, επισημαίνοντας κοινά και διαχρονικά μοτίβα συμπεριφορών εκμετάλλευσης των ορεινών όγκων του ελλαδικού χώρου.
Αλπική Αρχαιολογία στον Σμόλικα – Αναζητώντας τους Νέαντερταλ
https://drive.google.com/file/d/15l2djFUF73lwTyubvjq-z0BKyQq2Njpu/view?usp=drive_link
Ενδεικτική Βιβλιογραφία
Σημειώσεις
- Το ερευνητικό πρόγραμμα ξεκίνησε από μια πρόταση του συναδέλφου καθηγητή Μιλτιάδη Παπανικολάου που κατάγεται από την περιοχή να ερευνήσουμε αρχαιολογικά το ορεινό αυτό τμήμα του ν. Γρεβενών. Η έρευνα χρηματοδοτήθηκε από την Περιφέρεια και τη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Γρεβενών και το Ινστιτούτο Αιγαιακών Σπουδών (INSTAP). Πολλές ευχαριστίες ανήκουν στην Εφορεία Κοζάνης και την προϊσταμένη της Δρ. Γ. Καραμήτρου-Μεντεσίδη για την έγκριση και υποστήριξη της έρευνάς μας. ↩︎
- Wace, A.J.B. and M.S. Thompson, The Nomads of the Balkans. An account of Life and Customs among the Vlachs of the Northern Pindus. Biblo and Tannen, Cambridge, 1913. ↩︎
- Hammond, N.G.L. Epirus. Clarendon Press, Oxford, 1967. ↩︎
- Ντάφης, Σ., Παπαστεργιάδου, E., Γεωργίου, K., Μπαμπαλώνας, Δ., Γεωργιάδης, Θ., Παπαγεωργίου, M., Λαζαρίδου, Θ. και Β. Τσιαούση. Οδηγία 92/43/EOK. Το Εργο Οικοτόπων στην Ελλάδα: Δίκτυο ΦΥΣΗ. Συμβόλαιο αριθμός B4-3200/84/756, Γεν. Διεύθυνση Επιτροπής Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Μουσείο Γουλανδρή Φυσικής Ιστορίας – Ελληνικό Κέντρο Βιοτόπων Υγροτόπων 932. Αθήνα, 1997. ↩︎
- Οι Wace και Thompson αναφέρουν την ύπαρξη 81,000 προβάτων στο τέλος του 19ου αιώνα στην περιοχή της Σαμαρίνας, ενώ επισημαίνουν επεισόδια μαζικής κοπής δένδρων για τη δημιουργία βοσκότοπων στα ‘Γκουργκούλια’ την ίδια εποχή (1913, 159) ↩︎
- Wilkie, N.C and M.E. Savina, «The earliest farmers in Macedonia». Antiquity (1997) 71, 201-7. ↩︎
- Είναι δύσκολο κανείς να σκεφτεί νεολιθικούς γεωργούς να αφήνουν τις εύφορες πεδινές περιοχές και να κατευθύνονται σε ορεινούς δασωμένους όγκους για αναζήτηση σταθερών διατροφικών πηγών. Αυτό βέβαια δεν αποκλείει κάποιους περιστασιακούς νεολιθικούς κυνηγούς να ‘ανέβαιναν’ στα ψηλά προς αναζήτηση θηραμάτων, ούτε ακόμα κτηνοτρόφους της εποχής του Χαλκού να μεταφέρουν εποχικά τα κοπάδια τους σε κάποια υψόμετρα το καλοκαίρι. Και στις δύο όμως περιπτώσεις, θα πρέπει να μιλάμε για μια ιδιαίτερη αρχαιολογική παρουσία για τη μορφή των υλικών καταλοίπων, του τρόπου αναζήτησής τους αλλά κυρίως της ερμηνείας τους. ↩︎
- Η συμμετοχή της ομάδας μας στο Συνέδριο στην Tarragona της Ισπανίας τον Ιούνιο του 2008 από το Institut Catala d’Arqueologia Classica (ICAC) με θέμα: Landscape Archaeology of European Mountain areas: Current Researchand Future Perspectives, αποτύπωσε την πλούσια ευρωπαϊκή εμπειρία σε θέματα ορεινής και αλπικής αρχαιολογίας όπως και την ανάγκη της ελληνικής αρχαιολογίας να αναπτύξει το συγκεκριμένο κλάδο επιτόπιας έρευνας και προβληματισμού. ↩︎
- Bagolini B., Biagi, P., Broglio, A., Kozlowski, J.K., Kozlowski, S.K. and Μ. Lanzinger, (eds.),
«Human adaptations to the mountain environment in the Upper Palaeolithic and Mesolithic»,
Preistoria Alpina, 21, (1 and 2): Trento: Museo Tridentino di Scienze Naturali, 1992, Baroni, C and P, Biagi (eds). «Excavations at the high altitude Mesolithic site of Laghetti del Crestoso (Bovegno,
Brescia – Northern Italy)». Ateneo di Brescia, Academia di Scienze Lettere ed Arti, 1997, Meshveliani, T., Bar-Yosef, O amd Α. Belfer-Cohen, «The Upper Palaeolithic in Western Georgia». In The Early Upper Palaeolithic beyond Western Europe (eds P. J. Branthigam, S. Kuhn and K. W. Kerry). 129-143. Berkeley, Los Angeles, London: University of California Press, 2004. ↩︎ - Biagi, P. and J. Nandris, (eds.), Highland Zone Exploitation in Southern Europe. Monografie di Natura Bresciana. 20. Brescia, 1994. ↩︎
- Τα δραστήρια γεωλογικά στρώματα φλύσχη (active layers) είναι εξαιρετικά ασταθή με αποτέλεσμα το κατά εποχές επιφανειακό υλικό, λίθινο ή μη, να μετακινείται (ερπυσμός) σταδιακά σε μικρές αποστάσεις λόγω κορεσμού μετά το λιώσιμο των πάγων. ↩︎
- Ntinou, M. El paisaje en el norte de Grecia desde el Tardiglaciar al Atlàntico. Formaciones vegetales, recursos y usos. BAR International Series. 1038. Oxford, 2002, Ntinou, M. and E. Kotjabopoulou, E. Ntinou, M. and Kotjabopoulou, E. 2002. “Charcoal analysis at the Boila rockshelter: woodland expansion during the Late Glacial in Epirus, north-west Greece”. In Charcoal analysis. Methodological Approaches, Palaeoecological Results and Wood Uses (ed S. Thiébault). Proceedings of the Second International Meeting of Anthracology, Paris, September 2000. BAR International Series 1063, 79-86. Oxford. 2002. ↩︎
- Η έρευνα αυτή έγινε από την ανθρακολόγο Μ. Ντίνου, συνάδελφο του ΑΠΘ. ↩︎
- Οι ‘μοραίνες’ (moraine) σχηματίζονται από συγκεντρώσεις γωνιωδών μειγμάτων θραυσμάτων πετρωμάτων κατά τη κίνηση των παγετώνων. Η ύπαρξη τέτοιων αποθέσεων δεν είναι άγνωστη στην Πίνδο και η ηλικία τους κυμαίνεται από 450,000 μέχρι 12,000 χρόνια (OIS 12-2) με τις σχετικές μελέτες Βρετανών γεωλόγων να βρίσκονται σε εξέλιξη. Hughes, P.D., Woodward, J.C., Macklin, M.G., Gilmour, M.A. and G.R. Smith, «The glacial history of the Pindus Mountains, Greece», Journal of Geology (2006) 114, 413-434, Hughes, P.D. and J.C. Woodward, «Timing of glaciation in the Mediterranean mountains during the last cold stage», Journal of Quaternary Science (2008) 23, 575-588. ↩︎
- Η σχέση των ‘μοραίνων’ της Σαμαρίνας με τα πλούσια ευρήματα της Μέσης Παλαιολιθικής που βρέθηκαν στην επιφάνειά τους είναι σύνθετη αφού στο ερώτημα εάν η παρουσία των κυνηγών/τροφοσυλλεκτών συνδέεται με το χρόνο της δημιουργίας των ‘μοραίνων’ (OIS 5, 4 , ή 3) ή εάν αυτές θα πρέπει να θεωρούνται πολύ μεταγενέστερες δεν υπάρχει εύκολη απάντηση. Φαίνεται ωστόσο μάλλον βέβαιο ότι οι παγετώδεις αποθέσεις της Σαμαρίνας ‘μοραίνες’ είναι πολύ παλαιότερες από την Τελευταία Παγετώδη Περίοδο (OIS 2), 16,000 πριν από σήμερα. ↩︎
- Η δειγματοληψία, η ανάλυση και η μελέτη έγιναν από τον Παναγιώτη Καρκάνα, γεωλόγο της Εφορείας Σπηλαιολογίας και Παλαιοανθρωπολογίας. ↩︎
- Στα χρόνια της επιτόπιας έρευνας πήραν μέρος ειδικοί ερευνητές, έλληνες και ξένοι, αλλά και πολλοί φοιτητές και φοιτήτριες του Πανεπιστημίου Θεσ/κης. Ιδιαίτερη αναφορά θα πρέπει να γίνει στον Δρ. Παναγιώτη Καρκάνα, γεωλόγο-μικρομορφολόγο της Αμερικανικής Σχολής Κλασικών Σπουδών της Αθήνας. ↩︎
- Papagianni, D. The Middle Palaeolithic in Greece: The Neglected Evidence from Open-Air Sites. Thesis Submitted for MPhil Degree. Department of Archaeology, University of Cambridge, 1993
(unpublished). ↩︎ - Δραστήρια γεωλογικά στρώματα φλύσχη (active layers) τα οποία είναι εξαιρετικά ασταθή με αποτέλεσμα ό,τι υπάρχει να μετακινείται (ερπυσμός) σε μικρές αποστάσεις λόγω κορεσμού μετά το λιώσιμο των πάγων. ↩︎
- Ευστρατίου, Ν, Biagi, P, Ελεφάντη, Π, και M, Spataro, «Προϊστορικές έρευνες στην Πίνδο. Η ορεινή περιοχή των Γρεβενών. Τα πρώτα αποτελέσματα», ΑΕΜΘ (2003) 17, 581-591, Θεσσαλονίκη, Ευστρατίου, N., Biagi, P. Ελεφάντη, Π και Μ. Ντίνου, «Προϊστορικές ανασκαφικές έρευνες στην περιοχή της Σαμαρίνας στην Πίνδο του Ν. Γρεβενών», ΑΕΜΘ (2004) 18, 623-631, Θεσσαλονίκη, Efstratiou, N, Biagi, P, Elefanti, P, Karkanas, P and M. Ntinou, «Prehistoric exploitation of Grevena highland zones: hunters and herders along the Pindus chain of Western Macedonia (Greece)», World Archaeology, Special Issue ‘Archaeology at Altitude’ vol. 38, 3, 415- 435, London, 2006. ↩︎
- Δείγματά τους έχουν σταλεί για εργαστηριακή ανάλυση για τον εντοπισμό της προέλευσή τους. ↩︎
- Cherry, J, Pastoralism and the role of animals in the pre- and protohistoric economies of the Aegean. In Whittaker, C.R (ed) Pastoral Economies in Classical Antiquity. Cambridge: Cambridge Philological Society. Cambridge University Press, (1988), 6-35. ↩︎
- Η συστηματική συλλογή του απανθρακωμένου υλικού από τις ανασκαφικές τομές, η αναγνώριση των φυτικών ειδών και η μελέτη τους στα πλαίσια της ήδη γνωστής ιστορίας της Ολοκαινικής βλάστησης της βορειοδυτικής Ελλάδας, Bottema, S, «Palynological investigations in Greece with special reference to pollen as an indicator of human activity», Palaeohistoria, (1982) 24, 257-289.
Ntinou 2002 (βλ. σημ 11), Willis, K.J. 1994a, «Altitudinal variation in the late Quaternary vegetational history of northwest Greece», Historical Biology, (1994a), 9, 103-116, Willis, K.J. «The vegetational history of the Balkans», Quaternary Science Reviews, (1994b), 13, 769-788. ↩︎ - Bailey, G. N, ‘Klithi: a synthesis’, in G. Bailey (ed.) Klithi: Palaeolithic settlement and Quaternary landscapes in northwestern Greece. Vol 1:43-60. Cambridge: McDonald Institute for Archaeological Research, 1997, Elefanti, P, Hunter-gatherer specialised subsistence strategies in Greece during the Upper Palaeolithic from the perspective of lithic technology. BAR, international series 1130, 2003. ↩︎
- Η ανθρακολογική ανάλυση των δειγμάτων που συνελέγησαν παραμένουν ακόμα μόνο ενδεικτικά των αλλαγών του τέλους της Νεολιθικής, με το ενδεχόμενο η περιοχή να είχε τα χρόνια εκείνα πυκνή βλάστηση να παραμένει ακοικτό. Νέες δειγματοληψίες και ανθρακολογικές αναλύσεις έχουν ήδη ξεκινήσει. ↩︎
- (βλ. σημ. 18). ↩︎
- Dakaris, S., Higgs, E.S. and R.W. Hey, «The Climate, Environment, and Industries of Stone Age Greece. Part I», Proceedings of the Prehistoric Society, (1964),30: 199-244. ↩︎
- Runnels, 1988 Runnels, C, «A Prehistoric survey of Thessaly: New light on the Greek Middle Palaeolithic», Journal of Field Archaeology, (1988), 15, 3, 277-290, Runnels, C. and van Andel, Tj, «The Lower and Middle Palaeolithic of Thessaly (Greece)», Journal of Field Archaeology, (1993), 20, 3, 699-728. ↩︎
- (βλ. σημ. 14 και 15). ↩︎
- Ισως ο συγκεκριμένος τύπος να ανήκει και στην αρχή της Πρώιμης Νεολιθικής. Η ύπαρξη ενός και μοναδικού εργαλείου συνήθως δεν επιτρέπει την ασφαλή ένταξή του σ’ έναν συγκεκριμένο χρονοπολιτισμικό ορίζοντα. ↩︎