Άγγελος Σικελιανός – Εύα Πάλμερ-Σικελιανού. Το οικουμενικό ιδεώδες της «Δελφικής Ιδέας» σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης

Από το 1900 που αρχίζει η σχέση και η συνεργασία της Εύας με τον κύκλο της Νάταλι Μπάρνεϋ και μέχρι το 1906 που θα γνωρίσει το ζεύγος Ντάνκαν1 -τον Ρέυμοντ και τη χαρισματική σύζυγό του Πηνελόπη Σικελιανού2, αδελφή του 22χρονου τότε ποιητή-, θα έχει εξασκήσει τα πολλαπλά ταλέντα της στις τέχνες της μουσικής, της φωνητικής, της ενδυματολογίας, της σκηνογραφίας, της υποκριτικής, της χορογραφίας. Θα βρίσκονται όμως ακόμα «άστεγες» οι φιλοσοφικές της αναζητήσεις και οι κοινωνικές τους εκβολές-η πεποίθησή της ότι παρόλο που η αρχαιότητα και ο κόσμος της έχει παρέλθει, «ωστόσο η αδρανής ακόμα αρχαία ποίηση θα μπορούσε να μεταμορφωθεί σε ζωντανή δραματική τέχνη, η οποία θα συνάρπαζε και θα μεταμόρφωνε τη σύγχρονη ζωή». Και βέβαια σ’αυτή της την αναζήτηση – και επιδίωξη- αναδεικνύεται η ανωτερότητα της παιδείας και της σκέψης της, η οξύτητα της κοινωνικής ματιάς και της φιλοσοφικής της εμβάθυνσης3, απέναντι στον μονοδιάστατο ερωτισμό της λέσχης Μπάρνεϋ4.

Η μοιραία γι’ αυτήν μετάβαση στην Ελλάδα θα φέρει-όπως παραπάνω αναφέρθηκε- τη σφραγίδα της γνωριμίας με τον Ρέυμοντ Ντάνκαν- αδελφό της Ιζαντόρα Ντάνκαν- και τη σύζυγό του Πηνελόπη. Τώρα οι διασταυρώσεις αυτές, μετά τις ερασιτεχνικές θεατρικές δοκιμές του Μπαρ Χάρμπορ και του Παρισιού στο περιβάλλον της Νάταλι Μπάρνεϋ5 , θα προσλάβουν τη μορφή μιας ιεροτελεστίας, που θα οδηγεί στον δρόμο της βιωμένης υλοποίησης ενός ιδεώδους για τη σύγχρονή τους παγκόσμια πραγματικότητα, μιας λυτρωτικής εναλλακτικής πρότασης που θα συγκεραννύει την τέχνη με την καθημερινή πράξη, την αρχαιότητα με το μεταμορφούμενο ολοένα παρόν, τον κοσμοπολιτισμό με τη λαϊκή χειρονομία της απλότητας και της ανεπιτήδευτης βίωσης της ζωής. Η προσφερόμενη από την Εύα κατάθεση της πνευματικής και καλλιτεχνικής της ιδιοφυΐας, θα στραφεί στην κατάκτηση όχι απλώς της γνώσης των πραγμάτων του μακρινού ελληνικού παρελθόντος και των άφωνων σημείων του, αλλά στη βίωση μιας ατομικής αυθεντικής πολιτισμικής και κοινωνικής εμπειρίας. Κι’ αυτή η εμπειρία, με τη σικελιάνεια θεμελίωσή της, αν ήταν δυνατόν, να καταστεί η νέα «συνθήκη» δημιουργίας μιας οικουμενικής «πατρίδας» ανθρώπινων αξιών, πέρα από την υλιστική, καταναλωτική, αλλότρια πορεία του βιομηχανικού κόσμου.

Η Εύα θα αφηγηθεί με ακρίβεια εκείνη τη μοιραία συντυχία, την άνοιξη του 1905. Ένα γεύμα με τον Paul Hyacinth -γιο πρώην ιερέα της Νοτρ Νταμ του Παρισιού-, στο οποίο έχει κληθεί και το ζεύγος Ντάνκαν. Την Ιζαντόρα, που ήδη είχε αρχίσει να γίνεται μύθος, την είχε δει αρκετές φορές να χορεύει, την είχε συναντήσει αλλά δεν τη γνώριζε καλά. Αγνοούσε όμως παντελώς τον Ρέυμοντ και την Πηνελόπη-αυτή την λευκοφορεμένη φιγούρα που είχε τη μεγαλοπρέπεια και τα χαρακτηριστικά της «Δελφικής Σίβυλλας» του Μιχαήλ Άγγελου. Το τραγούδι της Πηνελόπης μετά το γεύμα-δύο ελληνικές εκκλησιαστικές ψαλμωδίες-ήταν μια συγκλονιστική στιγμή για την Εύα. «Αισθάνθηκα σαν να άκουγα μουσική για πρώτη φορά . σαν να άκουγα ανθρώπινη φωνή για πρώτη φορά»6.

Αλλά στο μικρό σπίτι της στο Παρίσι, όπου θα φιλοξενηθεί για ένα διάστημα το ζεύγος Ντάνκαν, θα κατασκευαστεί και ο πρώτος αργαλειός, που θα δώσει το πανί για τις πρώτες αρχαιοελληνικές φορεσιές τους, με τις οποίες έκτοτε θα κυκλοφορούν και στην Ελλάδα, προτείνοντας το ντυμένο με αρχαιοελληνικούς χιτώνες σώμα τους ως μια «κινητή έκθεση» προβολής του εναλλακτικού τρόπου ζωής που λανσάρουν αναβιώνοντας το αρχαίο ελληνικό παρελθόν7. Η ίδια η Εύα ωστόσο στοχάζεται βαθύτερα πάνω στη φύση της διαδικασίας του αργαλειού, από την πρώτη ύλη μέχρι την ύφανση και την παραγωγή του τελικού προϊόντος. Με την ευαίσθητη ματιά κοινωνικού ερευνητή εντοπίζει την κοινωνική και οικονομική λειτουργία της υφαντικής τέχνης. αλλά και με την ενδιάθετη καλλιτεχνική και στοχαστική της φύση, διακρίνει την αισθητική και την ηθική της διάσταση. «Ο αργαλειός έχει μια δική του ζωντάνια και κάτι το έξοχα κοινωνικό από το ένα μέρος, γιατί το στήσιμο του στημονιού περνά από διαφορετικά στάδια , όπου πολλοί δουλεύουν συνήθως μαζί, μα από το άλλο έχει και κάτι το ξεκούραστο και το ρυθμικό για την υφάντρα που δουλεύει μόνη της…»8.

Η συνάντηση με τους Ντάνκαν και η πορεία που θα ακολουθήσει στο εξής φαίνεται ότι θα εκδιπλώσει στην Εύα τις βαθύτερες πνευματικές της ανάγκες, που είχαν ήδη διαφανεί έντονα από την εφηβεία της. Τα ερωτήματα και οι έρευνές της θα διεισδύουν πολύ βαθύτερα από τις εξωτερικές συμβολικές της χειρονομίες και τα εν-νοούμενά τους.

Ένα πλούσιο περιβάλλον φιλοσοφικών ιδεών και διασταυρώσεών τους μέσα στον χρόνο, θα προσοικειωθεί ξανά η Εύα, σε μια ωριμότερη φάση της ζωής της, όταν στην Ελλάδα και δια βίου πλέον- και μέχρι τον θάνατό της- θα συναντηθεί, σ’αυτό το πνευματικό συναπάντημα, με τον ποιητή Άγγελο Σικελιανό. Ακόμα και η ίδια δεν μπορεί να εξηγήσει την απόλυτη ταύτιση, τη συγκίνηση, την απροσποίητη προσαρμογή και συμφωνία-στο λόγο, στη μουσικότητα της γλώσσας-όποια κι αν μιλούσε-, στο υψιπετές του στοχασμού, στη θεληματική του ματιά9 . Σε επιστολή της προς τον οικογενειακό φίλο, συγγραφέα Τάκη Δημόπουλο: «Δεκαεννέα χρόνων τον γνώρισα… Αυτό το βράδυ μίλησε πολλή ώρα, κι εγώ, και τούτη είναι η υπερηφάνεια μου… ότι εγώ, ξένη που ήμουνα, τον αναγνώρισα αυτό το βράδυ όπως τον γνωρίζω σήμερα: και δεν σάλεψα ποτέ από τη βεβαιότητα ότι άκουσα προφητικά λόγια, και για την Ελλάδα και για τον κόσμο ολόκληρο»10.

Τι ήταν λοιπόν αυτό που ανα-γνώρισε, με την πλατωνική σημασία, στον ποιητή και που την κράτησε κοντά του να ωριμάζει και να διασταυρώνει διαλεκτικά και συμπληρωματικά τις ιδέες και τις μεγάλες καλλιτεχνικές της δυνατότητες σε μια πραξιακή οραματική «ποιητική» της ενότητας των ανθρώπων σε αρμονική συνύπαρξη με το σύμπαν; Είναι κυρίως η λειτουργία της πλατωνικής ανάμνησης, οι βιωμένες εμπειρίες από το οικογενειακό περιβάλλον, από την διανοητική κίνηση που ζει μέσα στην οικογένεια, με τη μητέρα της καλλιτέχνιδα του πιάνου, φανατική φεμινίστρια εν πράξει, και –πάνω απ’όλα-, με έναν πατέρα οραματιστή, παθιασμένο με την ειρήνη των λαών, τη δικαιοσύνη-και την κοινωνική δικαιοσύνη-, που οραματίζεται ένα «παγκόσμιο δικαστήριο», ώστε να διευθετεί τις διαφορές μεταξύ των εθνών ειρηνικά . και που οι προβληματισμοί του περί πλούτου και οι χειρονομίες του κινούνται σε μια σφαίρα παγκοσμιότητας του πνεύματός του.

Οι μνήμες της -στον Ιερό Πανικό- της πρώτης δια ζώσης επικοινωνίας με τον ποιητή, αρχίζουν από μια συζήτηση πάνω στην έννοια της διαλεκτικής-των πλεονεκτημάτων και μειονεκτημάτων της διαλογικής συζήτησης-εργαλείου ειρηνικής επίλυσης διαφορών. Υπερβαίνοντας ο ποιητής τη σοφιστική ρητορική τού διαλόγου, οδηγεί τα πράγματα σε μια φιλοσοφία συνδιαλλαγής, που διασφαλίζοντας την ενότητα οδηγεί στην ειρήνη και στην αλληλέγγυα συνύπαρξη των λαών. Έχει τεθεί η σπερματική αφετηρία της Δελφικής Ιδέας:

«Όλα τα έθνη βρίσκονται σε πόλεμο ή κουβαλούν μέσα τους το σπέρμα του πολέμου εναντίον αλλήλων. Αλλά η κατανόηση ανάμεσά τους κρέμεται από μια ερώτηση που ποτέ δεν αποσαφηνίζεται. Υπάρχουν άραγε στα Έθνη, κάτω από τους ανήσυχους αγώνες τους, τις ασήμαντες φιλίες τους, τους κρυφούς και ανοιχτούς ανταγωνισμούς τους, αρχές κοινές για όλα. Υπάρχει σε όλα τα έθνη κάποιος σπόρος σοφίας, όσο κρυμμένος κι αν είναι, που ξεπερνάει σε ζωτικότητα τη δοξασία; Αν υπάρχει, τότε η αποσαφήνιση αυτών των αρχών που περικλείνουν την αληθινή σοφία του καθενός, είναι το μοναδικό μονοπάτι προς την κορυφή του βουνού όπου δεσπόζει η ειρήνη. Χωρίς την ύπαρξη τέτοιων αρχών, ολόκληρη η προσπάθεια για ανθρώπινη αλληλεγγύη καταντάει ανοησία». Και απαντώντας στο βασικό ερώτημα που ο ίδιος θέτει, θα προχωρήσει τον προβληματισμό του σε μιαν έμπρακτη πρωτοβουλία ανάληψης δράσης: «Πιστεύω όχι μόνο ότι υπάρχουν τέτοιες αρχές στην εσώτερη ουσία του ανθρώπου, αλλά ότι υπάρχουν και σήμερα σε όλα τα έθνη άνθρωποι που έχουν μια καθαρή εικόνα του τι σημαίνουν αυτές οι αρχές. Αυτοί που βλέπουν καθαρά πέρα από δογματισμούς την εσώτερη αλήθεια και ενότητα, που μερικώς εκφράζονται σ’όλα τα δόγματα, θα ‘πρεπε να έχουν έναν ξέχωρο τόπο στον κόσμο για να μπορούν να συναντιούνται. Θα έπρεπε να σχηματίσουν ένα συμβούλιο, έναν πυρήνα, για την προστασία όλων των ανθρώπων από τον φανατισμό και τον εγωισμό». Πώς όμως θεσμικά θα λειτουργήσει αυτή η κυτταρική ιδέα και ποιες δυνάμεις και δυνατότητες ανθρώπινες θα ριχτούν στη μάχη; Ο Σικελιανός θα θέσει τότε-σύμφωνα με τις αναμνήσεις της Εύας-, την ακαταστάλακτη ακόμα ιδέα ενός «Πανεπιστημίου», που θα προωθεί τη μελέτη των Παγκόσμιων Αληθειών και θα διδάσκει την εφαρμογή τους, συνθέτοντας τις δυνατότητες της επιστήμης, της θρησκείας και της τέχνης σε μια διαπολιτισμική βάση ανθρώπινης συνένωσης και συνδιαλλαγής11.

Είναι προφανής η διασύνδεση της σικελιάνειας σκέψης με τις οραματικές ιδέες του Courtland Palmer. Οι συνειρμοί της την οδηγούν στη συνειδητοποίηση μιας συγγένειας των απόψεων του ποιητή με ό,τι ο πατέρας της αποκαλούσε «ευγένεια»: εννοώντας ένα μέσο για την υπέρβαση των βίαιων ανθρώπινων παθών, των υπέρμετρων φιλοδοξιών, της μισαλλοδοξίας και του μίσους. Όπως προφανής είναι και στους δύο η, πλατωνική πάλι, σύλληψη του επαΐοντος και η μακρά διαδικασία προετοιμασίας του ανθρώπου μέσω μιας παγκόσμιας «αριστοκρατίας» επαϊόντων, ώστε η «γνώση» να μετουσιωθεί σε μια πεφωτισμένη, ενσυνείδητη πολιτική παγκόσμιας ενότητας. Ήταν λοιπόν ένας σπασμός πνευματικής ταύτισης του ποιητή και του πνευματικού κόσμου που έφερε η Εύα, εμπλουτιζόμενου διαρκώς, από τα παιδικά και τα εφηβικά της χρόνια.

Τι έλεγε ωστόσο ο ποιητής; Και τι εννοεί ακριβώς η Εύα συγκατανεύοντας απόλυτα στον λόγο του; Αν θέλουμε να κατανοήσουμε τη φιλοσοφική διάσταση της σκέψης του ποιητή –και του ποιητικού του λόγου, καθώς ο τελευταίος συνιστά εν πολλοίς τη δημιουργική ένδυση της κοσμοθεωρησιακής του περιπέτειας-θα πρέπει να απαντήσουμε στο ερώτημα: Ποιο ρόλο εντέλλεται ο Σικελιανός για τον Ποιητή; Και πώς ο Ποιητής μπορεί να επιτελέσει αυτόν τον ρόλο; Εδώ θα ανιχνεύονται οι εξακολουθητικές αντιφάσεις του ποιητή, οι οποίες εκβάλλουν σε μια αρχική: στη ρεαλιστική, αφενός, κριτική θεώρηση της εποχής του και των προβλημάτων που αναφύονται και που- κατά το μάλλον- είναι ζητήματα πολιτικής υφής. και στην κοσμοθεωρητική του στάση απέναντι σ’ αυτά τα προβλήματα-στάση που μορφοποιείται σε μια «μεταφυσική φιλοσοφία της ζωής», συντιθέμενη εν πολλοίς από τον συγκερασμό στοιχείων μυστικιστικών, θρησκευτικών, μυθολογικών, αισθητικών, μεταφυσικών (από τις απαρχές της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας των προσωκρατικών, των ορφικών και πυθαγορείων, του χριστιανισμού, της νιτσεϊκής φιλοσοφίας και της «φιλοσοφίας της ζωής»)12.

Έγραφα, πριν από είκοσι και παραπάνω χρόνια, σε κείμενό μου για τη θεωρητική σύλληψη και τη διανοητική επεξεργασία της Δελφικής Ιδέας- που αποτελεί και τη συνισταμένη της κοσμοθεωρητικής περιπλάνησης του ποιητή: «…δεν ήταν απλώς η βίωση μιας φιλοσοφίας που αποτελούσε το κρηπίδωμα της ιδιόμορφης σκέψης του (μυθολογία, απόκρυφες λατρείες, ορφισμός, προσωκρατική υλοζωιστική σκέψη, χριστιανισμός…). Μια έντονη εσωτερική, μυστικόπαθη διάθεση περισσότερο κι ένας παράξενος εσωτερικός παλμός-η συνεχής διαλεκτική του με ολόκληρη τη Δημιουργία-σε συνδυασμό με μια πνευματικά προσδιορισμένη αναζήτηση της ψυχής τού καθολικού Γίγνεσθαι, τον οδήγησαν σ’αυτό το «σύστημα σκέψης»: ανάμεσα στον άνθρωπο και τον Θεό, την ανθρώπινη κοινωνία και το Επέκεινα, μέσω του οποίου προσπάθησε να μεταγγίσει στην ποίησή του τη φιλοσοφία»13. Και στη φιλοσοφία τον λυρισμό του, θα πρόσθετα.

Δεν μπορούμε   να   διεισδύσουμε-στον   όποιο   βαθμό-στη   σικελιανική   «φιλοσοφία»   αν   δεν απευθυνθούμε στο βασικό, αφετηριακό του κείμενο- Πρόλογο στον Αλαφροΐσκιωτο-τη λυρική απόδοση της αποστολικής λειτουργίας του Προφήτη-Ποιητή. Εκεί ο Σικελιανός ανοίγει το μεγαλοφάνταστο κεφάλαιο μιας αυτοβιογραφικής «Ποιητικής», όπου καθορίζει και εξηγεί την προσωπική του μέθεξη ως Ποιητή στη Φύση, στη Ζωή, στο Σύμπαν: αναζητώντας την ενότητα του παντός.

Μίλησα για αυτοβιογραφική Ποιητική. Ασφαλώς ο Σικελιανός είναι μία εν μέρει χαρακτηριστική περίπτωση του κινήματος που τον 19ο αιώνα θέλει τον Ποιητή Προφήτη14 -να αποκαλύπτει δηλαδή στους ανθρώπους, ως από μια υπερφυσική πηγή, τις αλήθειες για τον κόσμο τους, αναλαμβάνοντας, πέρα από τον κοσμικό, και έναν θρησκευτικό και ηθικό ρόλο. Ο Σικελιανός βέβαια δεν είναι ο Μπλέηκ. Η διαφορά του είναι ότι δεν δεσμεύεται απόλυτα από κανένα κίνημα, από καμιά φιλοσοφία, δεν υποτάσσεται στις περιχαρακώσεις της ακαδημαϊκής φιλοσοφίας. Δεν εκπέμπει τον καταστροφολογικό πεσσιμισμό της «άθλιας» εποχής του, δεν κλείνει την πόρτα σε μιαν αναγέννηση, διαισθητική και ενορατική ίσως, αλλά με το σπέρμα της αισιόδοξης «Ποιητικής Αλήθειας»15. Διαθέτει τεράστια βιολογική δύναμη-η γέννησή του σημαδεύεται από «σημεία και τέρατα» της λαϊκής παράδοσης, που προοιωνίζονται το μέγα θαύμα του Δημιουργού-Ποιητή. Ίσως αυτή η αυτοσυνειδησία της «πλέριας Δύναμης» είναι και το στοιχείο που θα τον οδηγήσει-όπως και τον Καζαντζάκη 16 στη νιτσεϊκή φιλοσοφία, καθώς θα προσαρμόσει επιλεκτικά νιτσεϊκές έννοιες (υπεράνθρωπος, απολλώνιο και διονυσιακό στοιχείο, αποστολή του ποιητή, η θέαση της ελληνικής αρχαιότητας, πρωτόγονες και εξωλογικές πλευρές της, καταλυτική αποδόμηση του σύγχρονού του κόσμου και όλης της ευρωπαϊκής παράδοσης) στο δικό του σύμπλεγμα ιδεών.   Ο Νίτσε του προσφέρει17, εκτός από το αρχέτυπο του Υπερανθρώπου- όπως ο ίδιος το προσλαμβάνει-, και τον θαυμασμό του για την αρχαία ελληνική τέχνη, το βίαιο πάθος της πλήρους περιφρόνησης και αποδοκιμασίας του κόσμου του, καθώς τα επιτεύγματά του, της βιομηχανικής και τεχνολογικής επανάστασης, τον αποκόπτουν από τα θεμέλια της Ομορφιάς- ηθικής, κοινωνικής, καλλιτεχνικής. Στο σημείο και στον βαθμό που συμπλέει ο Νίτσε με το Κίνημα της Ομορφιάς, μπορούμε να δούμε ένα ισχυρό ιδεολογικό σύμπλοκο, που θα φέρει τον Σικελιανό στη θεμελιώδη αποστολή του: την κατάκτηση της Ενότητας του Παντός-στη μεγαλοστομία μιας ποίησης «που αξιώνει το σύνολο της ύπαρξης σαν χωράφι της»18 . «Χάρις στην ιδιότητά του ετούτη, και τα απλούστερα φαινόμενα της φυσικής και ψυχικής του προσαρμογής ή αντίδρασης στον έξω κόσμο, τα προσβλέπει από παιδί, ως αφορμές μιας ζωτικής αντιμετώπισης του όλου Κοσμικού της ζωής προβλήματος , που μοίρα και δυνάμει νιώθει να το κλείνει ολόκληρο βαθιά του»19. Ο Σικελιανός αναμετράται με την εποχή του. Με την κρίση της εποχής του, που την εντάσσει μέσα στην Όλη Ιστορία. Κι έτσι από μια αφετηρία πολιτικής κριτικής, που το πικρό απόσταγμά της-τη φθορά και την παρακμή, τη διάλυση που επέφερε η δυτική λογοκρατία-την εναποθέτει, προς αποκατάσταση της χαμένης Ενότητας, στον Ποιητή. Ποιον Ποιητή; Με ποια χαρακτηριστικά προικισμένο; Μια αποτίμηση που ακουμπά στην πολιτική πώς μπορεί να ανατεθεί στον Ποιητή; «…ο Ποιητής προπάντων, διαισθάνεται πως ζει, κι από παιδί, σε μυστική συμβίωση με το Παν. Χάρη σε τούτη, η ιδέα πως δεν υπήρξε, μ’έναν τρόπον από πάντα και για πάντα, δεν του γίνεται ολότελα νοητή. Χάρη σ’αυτήν, οι τοπικοί και χρονικοί προσδιορισμοί δεν είναι διόλου οι καθαυτό πρωταρχικές λειτουργικές αναγκαιότητες του στοχασμού του, ενώ αντίθετα η Αρχή της Αιωνιότητας, μακριά από το να φαντάζει στην ψυχή του ως μια ιδέα μελλοντική και αφηρημένη, ξεχειλίζει από το ίδιο της το κέντρο, ως ένα πλήρες και απροσμέτρητο παρόν». Αποτέλεσμα αυτής της Αρχής, είναι και η ιδιότητα του Ποιητή «να βλέπει, και τα απλούστερα φαινόμενα της φυσικής του και της ψυχικής προσαρμογής ή αντίδρασης στον έξω κόσμο…, ως αφορμές μιας ζωτικής αντιμετώπισης του όλου Κοσμικού της ζωής προβλήματος, που «μοίρα και δυνάμει» νιώθει να το κλείνει ολόκληρο βαθιά του». Ο Ποιητής λοιπόν φέρει εν δυνάμει «τη διάθεση να σμίξει με τον άξονα του κόσμου», εκφραστής και φορέας της Ενότητας, και ξεπερνώντας κάθε εμπόδιο και αντιξοότητα να διαπεράσει τη Φύση, τη Γνώση, την Ιστορία, ώστε να οδηγηθεί στην κατάγνωση της «μείζονος ζωής, και της ψυχής του και του κόσμου»20. Έχει μελετηθεί η εμφανής σχέση του Σικελιανού με τη «φιλοσοφία της ζωής»21 και η αναγνώριση μερικώς της σκέψης των Bergson, Nietzsche, William James, Dilthey, Klages, Scheler, Spengler, Stefan George) στο έργο του, προπάντων στον Πρόλογο του Αλαφροΐσκιωτου-προγραμματικό κείμενο που περικλείει όλο το εύρος του στοχασμού του. Πώς προσλαμβάνεται όμως εδώ η ζωή; Ο Ιωάννης Θεοδωρακόπουλος στο έργο του Τα σύγχρονα φιλοσοφικά ρεύματα, επισημαίνει ότι «Η ζωή θεωρείται απ’ αυτούς ως το όντως ον, ως το άμεσο, το πρωταρχικό. Επίσης όλοι αυτοί βλέπουν τη ζωή ως κάτι που συνεχώς κινείται και μεταβάλλεται, επίσης ως κάτι που προοδεύει και κυρίως ως το κατ’ εξοχήν δημιουργικό στοιχείο της ιστορίας»22.   Το φιλοσοφικό άπλωμα του Σικελιανού είναι ωστόσο πολύ ευρύτερο. Δεν υπηρετεί μια «φιλοσοφία», αντίθετα διευρύνει τόσο το περιεχόμενο και το εννοιολογικό ανάπτυγμα των ιδεών του, ώστε να τείνει προς μια ενοποιητική διαδικασία ολικής εννοιολόγησης των πραγμάτων, ενταγμένων στον σικελιάνειο ζωτικό Ρυθμό, «που συνοψίζει για τον άνθρωπο, τη ζωή μαζί τού ίδιου του εγώ και των πραγμάτων, ενώ πράγματι είναι η βασική διαπίστωση μιας πρώτης μέθεξης στην πιο πλατιά και μακρυνή πραγματικότητα του Κόσμου, η σπερματική απαρχή μιας απ’ευθείας εκτίμησης του υπέρ πάντα απόλυτα τα μέτρα μέτρου, που δεν συλλαμβάνεται από καμιά ειδική μορφή της γνώσης, γιατί είναι αυτό το ίδιο ανεξάντλητο δημιουργικό Αγαθό»23.

Παρατηρούμε   ότι   η   σικελιάνεια   «περιδιάβαση»   του   κόσμου-παρά   τις   επιδράσεις   της «φιλοσοφίας της ζωής», και την καταδίκη της λογοκρατίας, εκφεύγει από κάθε μονομερή και απόλυτη προσήλωση σε αρχές και σχήματα. Αξιοποιώντας και ερμηνεύοντας τη σύγχρονή του επιστημονική επανάσταση: τη θεωρία της Σχετικότητας του Αϊνστάιν, ο οποίος «εβοηθήθηκε διαρκώς απ’το βαθύ συναίσθημα της κοσμικής θρησκευτικότητας». την πηγαία φιλοσοφική ενόραση του προγενέστερου του Αϊνστάιν O. V. Milosz. την πανσεξουαλική θεωρία του Belot, τη μεταγεωμετρία του Riemann και του Lobatchevski, ή του Cantor. τον νεοπυθαγορισμό του Heisenberg, του Planck, του Schrondiger, του Breglie και όσων άλλων υπηρετούν την ανιδιοτελή επιστημονική θεώρηση των ημερών του24: θα διεμβολήσει «τον λογοκρατικόν απλοϊκό φετιχισμό», αίροντας τη φαινομενική αντίθεση λογοκρατίας-Αισθαντικότητας και Λυρισμού.

Είναι ιδιαίτερα αξιοπρόσεκτη σ’ αυτό το σημείο η προσαρμογή της σύγχρονης φυσικής στη θεωρητική κοσμολογική σύλληψη του Σικελιανού. Κι αν δεν είναι ούτε ακαδημαϊκός φιλόσοφος, ούτε φυσικός επιστήμονας, εντούτοις, με μιαν ιδιοφυή αναγωγή της «καθολικής γνώσης» στην οποία μετέχει, κατορθώνει να διασκεδάσει τις φαινομενικές αντινομίες των εννοιών του λόγου του. Και να την θεμελιώσει ως τεκμηριωτική (αναγκαία) συνθήκη μιας αποστολής: να καταστήσει τον άνθρωπο έναν ζωντανό «Πολίτη του Σύμπαντος»25. Ο κερματισμός είναι για τον Σικελιανό η «αντιβιολογική αποτίμηση του νοήματος και του αιτήματος της Ζωής». Γι’ αυτό και στην «Ιδέα του γνήσιου Ποιητή, ως Παιδευτού του σύμπαντος του ανθρώπινου βίου», θα αναθέσει τη συγκεντρική θεώρηση της «Φύσης, της Ψυχής, της Ιστορίας σ’ έναν ομόπνοο και ομόφωνο Ρυθμό», περνώντας από τη διάσπαση στην ενότητα του πρωταρχικού «αδιαίρετου Βιολογικού Δημιουργικού Παλμού».

Γύρω από   αυτό   το   χρέος   της   αδιαίρετης   ποιητικής   Βιολογικής Αλήθειας   υφαίνεται   η «επανάσταση της Ποίησης». Το ιδεολογικό του δημιούργημα –χωρίς να αρνείται το μέρος, συγκροτεί απ’ αυτό τη διαλεκτική συγχώνευση των επιμέρους, που δεν οδηγεί παρά στην αρχική, τη «βιολογική» ισορροπία, την εναρμόνιση όλων των διαστάσεων του ανθρώπου με τη Φύση και την Ιστορία, με τελικό ζητούμενο το δημιουργικό και αυθεντικό νόημα αυτού που συνιστά τον «Ανθρωπισμό» του26.

Ο Σικελιανός θα λάβει συνείδηση της αποστολής του Ποιητή. Έτοιμος από καιρό, όταν θα φύγει για τη Λιβυκή έρημο, σ’ ένα ταξίδι αυτοσυνειδησίας και αυτοπραγμάτωσης, έχει ήδη «παιδευτεί» με τη σκέψη, την οποία θα μετουσιώσει σε λόγο αισθαντικό και εγερτικό, σε πράξη. Η επιστροφή, μετά τη βίωση του οράματος του Αλαφροΐσκιωτου Ποιητή, εκεί στη μοναξιά της μονότονης ερήμου, θα αρχίσει το μεγαλύτερο για τη νεοελληνική ιστορία ουτοπικό πανόραμα ανασύστασης του ανθρώπου, η «ενανθρώπιση» της μεγαλοφάνταστης σύνθεσης που ο νους του έχει συλλάβει και που στο εξής θα της δώσει χαρακτήρα αποστολής.

Η Εύα, γυναίκα του πια, σε απόλυτο συντονισμό μαζί του, θα συστρατεύσει, ως ιέρεια ενός απόλυτου σκοπού, όλες τις δυνάμεις της-οικονομικές, καλλιτεχνικές, πρακτικές, τις κορυφαίες γνωριμίες της ανά τον κόσμο-ώστε μέσω της καλλιτεχνικής συγκίνησης να επιτευχθεί εκείνη η ανθρώπινη μετάπλαση και η συνειδητοποίηση της ενότητας, της ομορφιάς που υπάρχει στην πνευματική κατανόηση των ανθρώπων. Η αρχαία ελληνική τραγωδία θα είναι το ιδεώδες καλλιτεχνικό πεδίο που θα καλλιεργήσει, προς την κατάκτηση της Αισθαντικότητας, τον ανθρώπινο ψυχισμό, καθώς σ’ αυτήν -την αρχαία ελληνική τραγωδία- εναρμονίζονται όλες οι ικανότητες του ανθρώπου: ποίηση, μουσική, χορός, θέατρο, αρχιτεκτονική, ζωγραφική…- συντεθειμένες σε μια θαυμαστή ενότητα. Η Εύα θα έχει τη μεγάλη αποστολή τής βασανιστικά εξαντλητικής της «ανασκαφής» στην αρχαία ελληνική τέχνη και στην αυθεντική αναγέννηση και αναπαράστασή της. Και ο Άγγελος, πρωθιερέας μιας ιεροτελεστίας, όπου γύρω από ένα επιλεγμένο κέντρο-τους Δελφούς-θα θεμελιωθεί «ο νέος ναός, του οποίου το αέτωμα θα είναι η εκπαίδευση, η οικονομία και η δικαιοσύνη για ολόκληρη τη γη»27.

Με αυτές τις λίγες λέξεις μπορούμε να πούμε ότι η μυστικιστική σύλληψη του Άγγελου, μετακινείται προς το ιδεώδες μιας παγκόσμιας πολιτικής συστράτευσης, στο όνομα του οικουμενικού πνευματικού και πολιτισμικού ιδεώδους, που θα το αποκαλέσει «Δελφική Ιδέα»28. Αλλά πώς μπορεί να επιτευχθεί αυτό; Θα αναρωτηθεί η Εύα στις πρώτες συζητήσεις με τον ποιητή, όταν τα πάντα είναι ακόμα αδιαμόρφωτα, αλλά έντονα πιεστικά στη σκέψη του. Για να λάβει την απάντηση: «Δεν ξέρω…, αλλά δεν σκέφτομαι τίποτε άλλο παρά μόνο αυτό το ζήτημα, όπου κι αν βρεθώ… Ξέρω όμως ότι αν μια ομάδα ανθρώπων, ανθρώπων μεγάλης διορατικότητας και ικανής νοημοσύνης , που βέβαια υπάρχουν σε πολλές χώρες, έρχονταν σε επαφή και τους επιτρεπόταν να δουλέψουν, όπως εγώ προτείνω, θα ήταν πραγματικά η αρχή για την κατάργηση της αγριότητας, που τόσοι πολλοί άνθρωποι παντού επιθυμούν και προσεύχονται να γίνει»29.

Ο Σικελιανός στηρίζει το όραμά του στους ανθρώπους που σκέπτονται πολύ πλατιά-ένα είδος πνευματικής αριστείας- σε αντίθεση με κείνους που σκέπτονται περιορισμένα. Στους πρώτους, διεσπαρμένους σε όλο τον κόσμο, θα ανατεθεί η μεγάλη αποστολή να επικοινωνήσουν με τους πολλούς, μέσω της τέχνης. «Η πνευματική τους διάθεση πρέπει συνεχώς να ενισχύεται από τη δύναμη, από τη χαρά και από τον πόνο όλης της ανθρωπότητας. Και η ανθρωπότητα πρέπει συνεχώς να ανανεώνεται από το όραμά τους για τη δυνατότητα αλληλοκατανόησης και χαράς όλων των ανθρώπων στον κόσμο»30. Έτσι, ο ποιητής πιστεύει πως θα δημιουργήσει μια γέφυρα, έναν δίαυλο επικοινωνίας ανάμεσα στους ανθρώπους της σκέψης-εκείνους που βλέπουν- και στους πολλούς ανθρώπους, εκείνους που μόνο αισθάνονται31.

Η θυελλώδης ιστορία των ημερών του, από την πρώτη δεκαετία του εικοστού αιώνα, τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και μέχρι τη Μικρασιατική Καταστροφή και στη συνέχεια πολύ πέραν αυτής, ενηλικιώνουν το όραμα του ποιητή, και σφυρηλατούν το πέρασμα από την ένθεη λειτουργία του μυστικιστικού πνεύματος στην πραγματιστική, πολιτική ωρίμανση του στοχασμού του. Όμως και τώρα, στην ανιούσα διαδρομή της Δελφικής του Προσπάθειας, μέσω εγερτικών ή ενθουσιαστικά παραινετικών κειμένων, προσκρούοντας στην ασημαντότητα των ηγητόρων, καθώς ανάμεσά τους αναζητά τον άξιο που θα οδηγήσει τον λαό του σε μιαν «ηθική ελληνική επανάσταση»32, θα επιστρέφει στην ανάγκη ηθικής διαφώτισης των ηγετών (μια πλατωνικής κοπής ιδέα) και τη «ριζική θρησκευτική αναχώνευση και μεταρρύθμιση της οικουμένης»33.

Ο ένθεος ενθουσιασμός του Προφήτη- Ποιητή δεν του επιτρέπει να βιώσει ως απέλπιδα, τη ριζική τραγωδία του νεοελληνισμού, τη Μικρασιατική Καταστροφή. Το γεγονός αποσιωπάται στα κείμενά του ενώ ταυτόχρονα, και μετά τον οριστικό θάνατο της Μεγάλης Ιδέας, η αφύπνιση εντός του τού οικουμενικού του ιδεώδους, ξεπερνά κατά πολύ τον περιορισμένο χαρακτήρα του Μεγαλοϊδεατισμού. Οι «Ομιλίες στους αρίστους», το 1923, αναφέρονται στην ευφορική ιδέα της «έκρηξης του νέου ιστορικού μας κύκλου», σε μια περίοδο «ριζικής στροφής της ιστορίας», όπου η αποσιωπώμενη «Καταστροφή» θα γίνει η αναγκαία συνθήκη μιας αναγέννησης, με αφετηρία τις ελληνικές αξίες και εξακτίνωσή τους στην ανθρωπότητα. Αρκεί οι άριστοι «να αρθούν στο ύψος της αποστολής τους και να νιώσουν «μιαν απόφασιν ανέγκλητη βαθιά τους να ενσαρκώσουν, είτε χώρια είτε μαζί (και με τον ποιητή)και να υψώσουνε σε πράξη την ιδέα που θα πασχίσει ν’ ανατείλει από τα βάθη της αντρίκιας τους ψυχής»34.

Εμφορούμενος από το θεωρητικό του ιδεώδες και έμπλεως ενθουσιασμού και πίστης, θεάται γύρω του το πεσσιμιστικό τοπίο της πατρίδας του και του λαού της, του οποίου ο ανώτερος ψυχισμός είναι πια «κομματιασμένος», «σκεπασμένος από το όργιο μιας αθλίας πολιτικής ζωής». Οι δρόμοι είναι δύο: είτε εκείνος της νοσηρής παραίτησης είτε η εξανάσταση κάποιων αιώνιων ζωτικών αρχών», που θα επιφέρουν «μια ανώτατη άμιλλα αξιών»35 . Κι ενώ κατακεραυνώνει την πολιτική εξουσία, τον άθλιο τρόπο άσκησης της πράξης της πολιτικής, που έχει μετατρέψει τον ζωικά σκεπτόμενο άνθρωπο σε σοφιστή αερολόγο, σε προδότη της κοινωνικής ουσίας», εν τούτοις η πίστη του στην αναγεννητική δύναμη του λαού εμψυχώνει και τροφοδοτεί τον σκοπό του. Η φθαρμένη συνείδηση του λαού, από τη Μετριότητα και τη Μετριοκρατία, μπορεί με τη διαφωτιστική γνώση, να αναχθεί προς τα καθολικά, παγκόσμια αιτήματα, μέσα από την προφορική παράδοση, τη συνείδηση ορισμένων εκλεκτών της ευθύνης, τον λαό, τη γλώσσα. Εδώ η αρχαιότητα έρχεται να συνομιλήσει με τον νεοελληνικό λαϊκό πολιτισμό-κι αυτή είναι και η βασικότερη διαφοροποίησή του από τον ελληνοκεντρισμό του Γιαννόπουλου36– σε μια δημιουργική συγχώνευση ιδεών και αξιών, που θα διαμορφώσουν και τη διαλεκτική της πραξιακής, καλλιτεχνικής υλοποίησης της Δελφικής Ιδέας με τη διοργάνωση των Δελφικών Γιορτών. Και θα διαρθρώσουν ένα παγκόσμιο κριτήριο για τη δημιουργική αναρρύθμιση της ζωής»37.

Τέχνη και   Πολιτική,   Άριστοι   και   Λαός,   Λόγιος   και   Λαϊκός   πολιτισμός,   Ελλάδα   και Ανθρωπότητα, σε μια σύγκλιση οριακή για την Ενότητα του Ανθρώπου, την Ενότητα που «υπερασπίζεται φανατικά την ιδιαίτερη πνευματικότητα και τον ιδιαίτερο του καθενός λαού ανθρωπισμό»38. Η εποχή του έχει δείξει το πιο αποκρουστικό της πρόσωπο. Όλα τα συστήματα διακυβέρνησης έχουν αποδείξει την ικανότητά τους να διαψεύδουν τις προσδοκίες των λαών και το κυριότερο να τον ευτελίζουν και να τον οδηγούν σε πλήρη ηθική και πνευματική αποσάθρωση.

Ο Σικελιανός είναι στον ίδιο βαθμό ιδεαλιστής και ρεαλιστής. Η Δελφική του Ιδέα εκπηγάζει και οργανώνεται γύρω από μια ρεαλιστική αποτίμηση της τακτικής των φερόντων την εξουσία κάτω από την κυριαρχία του καπιταλισμού. « …ο ιμπεριαλισμός, ο καπιταλισμός, ο οικονομικός ρατσιοναλισμός…ανακαταλαμβάνουνε τη θέση τους σιγά-σιγά μέσα στον κόσμο κτηνωδέστερα, στερεότερα από πριν». Και τούτο επειδή σε παλαιότερες πολιτικές τυραννίες οι φορείς της εξουσίας απορροφούσαν το αίμα και τις ψυχικές δυνάμεις των λαών, σήμερα αξιοποιούν άλλα δόλια μέσα. Υποσχόμενοι ελευθερίες στις μάζες, «αφήνουνε το πνεύμα τους σε μια ροπή φυσιαρχική μονάχα, δίχως να το υψώνουνε καθόλου στο επίπεδο μιας νέας και ξάστερης ευθύνης, μιας ανώτερης και φωτεινής ιστορικής επιταγής»39. Ο λόγος του αψιμιθίωτος, σκληρός, παράγει μια ακραία εικονοποιΐα δια-φθοράς των μαζών, καθώς οι οδηγοί τους, «βιαστικοί να τις δελεάσουν τις καλούν πάλι στην παλιά σκηνή του κόσμου και στο σπίτι των πολύχρονων οργίων, που δικαιούνταν να σαρώσουν απ’το πρόσωπο της Γης για πάντα, για να τις χορτάσουνε με τ’αποφάγια του πρωτύτερου απαίσιου τραπεζιού». Αυτός ο εκμαυλισμός των μαζών, στη σκηνή ενός παμπάλαιου δράματος που παίζεται τώρα με διαφορετική σκηνοθεσία, είναι που επιβάλλει-κατά τον ποιητή-μιαν επείγουσα και ουσιώδη ανάγκη, αυτήν της «παγκόσμιας κοινωνικής ενότητας»40.

Ένας πνευματικός παγκόσμιος Νόστος γεννιέται για το όνειρο των ξεχασμένων αιώνιων ζωτικών αξιών, που έχουν θυσιαστεί στο πανίσχυρο εμπορικό πνεύμα του σύγχρονου πολιτισμού. Επιζούν όμως, ως νόστος πνευματικός στη σκέψη και στην ψυχή των αγνότερων μυαλών της ανθρωπότητας, που επιζητούν εναγώνια ένα πνευματικό κέντρο για να προετοιμάσουν ηθικά και ψυχικά τον άνθρωπο ώστε να θυμηθεί και να κάμει πράξη έναν ανώτερο ορίζοντα ζωής. Τη δημιουργία αυτής της ελληνικής πνευματικής εστίας, θεμελιώνει ο ποιητής στον διαχρονικό χαρακτήρα της αποστολής της Ελλάδας που είναι: 1) η «εσωτερίκευση» των παγκοσμίων ρευμάτων 2) η «είσκριση» των και η διάρθρωση των παντός είδους ζωικών αξιών, και 3) η «καθολίκευση» των αξιών αυτών σ’ ολόκληρη τη γη41. Το όραμα του Σικελιανού μοιάζει περιγεγραμμένο μέσα στα όρια της ιστορικότητας της εποχής42 και της –ταπεινωμένης-χώρας του, και των εμπειριών που αυτή του προσφέρει. Και που καθιζάνουν στον νου και στην ψυχή του ως ποίηση, ως καθήκον, ή ως μια ιστορική πράξη της Ποίησης (Ποίηση-Πράξη), που εκβάλλει ωστόσο στην πολιτική σύλληψη της δημιουργίας μιας αναβαπτισμένης ηθικά και κοινωνικά ανθρωπότητας…»43. Ταυτόχρονα όμως, εμπεριέχει στοιχεία ανθρωπολογικής υπεριστορικότητας, τη «διάγνωση» δηλαδή των πάγιων ανθρωπολογικών χαρακτηριστικών, που διαπερνούν τον χρόνο και τους κερματισμένους πολιτισμούς και επανέρχονται περιοδικά στο ιστορικό προσκήνιο με έργα επαναλαμβανόμενης αγριότητας. Απ΄ αυτή την ιδέα ορμώμενος θα διαμορφώσει τον ανθρώπινο -πλατωνικής υφής- πυρήνα μιας παγκόσμιας ενοποιητικής πράξης, που θα στοχεύει στην εξημέρωση των ανθρώπινων παθών. αυτών που κυρίως ο πόλεμος δραματικά αφυπνίζει44.

Με ποιες ωστόσο προϋποθέσεις ο λόγος των «αρίστων» θα φτάσει και θα επικοινωνήσει με των λαών τις προσδοκίες; Η φαντασιακή σύλληψη του ποιητή οργανώνει τη σκέψη του για τους πνευματικά αρίστους γύρω από τη δημιουργία μιας εκτεταμένης, δυναμικής, ευέλικτης παγκόσμιας πραξιακής κοινότητας, που θα «ενισχύεται» από τη δύναμη, από τη χαρά και από τον πόνο όλης της ανθρωπότητας. Και η ανθρωπότητα; Αυτή θα ανανεώνεται συνεχώς από το όραμά τους, και την ανατροφοδοτούμενη πίστη στην αλληλοκατανόηση και τη μέθεξη στη χαρά όλων των ανθρώπων45.

Ο Σικελιανός δεν αισθάνεται και δεν ενεργεί ως ένας προικισμένος, μεγαλοφάνταστος παραγωγός ιδεών. Η βαθύτερη ανάγκη της αποστολικής πρόσληψης του ρόλου τού Ποιητή είναι η πράξη. Τα ερωτήματα όμως που προκύπτουν όταν η Ιδέα προορίζεται να γίνει Πράξη είναι πολλά και δυσεπίλυτα, τόσο επίμοχθα όσο και το βάρος που φέρει η σύλληψή της. Πώς θα γεφυρωθεί η απόσταση ανάμεσα σ’ αυτούς που «βλέπουν» και σ’ αυτούς που αισθάνονται; Σ’ αυτόν τον διαφορικό δυϊσμό-νόηση και αισθαντικότητα- θα πρέπει να βρεθεί ο συνδετικός δρόμος που θα τα γεφυρώσει, ο οργανικός σύνδεσμος που θα ενώσει «με απόλυτη ισότητα αυτούς που σκέπτονται πολύ πλατιά και εκείνους που σκέπτονται περιορισμένα»46. Ποιος μπορεί να είναι αυτός ο σύνδεσμος και πώς θα επενεργήσει για τη σύνθεση νόησης και συν- αισθήματος, τη σύνδεση της πλατιάς με την περιορισμένη σκέψη; Το αρχαίο δράμα-αυτή η καθολική συνάρθρωση των ανθρώπινων, και πεδίο συνήχησης όλων των τεχνών: ποίησης, μουσικής, χορού, θεάτρου, ζωγραφικής, αρχιτεκτονικής, γλυπτικής- μπορεί να είναι η μυσταγωγική πηγή συνένωσης και ενοποίησης των ανθρώπων47. Μέσ’ από τους παιδαγωγικούς αναβαθμούς ψυχικής προετοιμασίας που θα προσφέρει το αρχαίο δράμα, ο Σικελιανός βλέπει να ωριμάζει και να επιβάλλεται το πνεύμα της σύνεσης (της φρονιμάδας) και να απλώνεται σε παγκόσμια εμπειρία συνθετικής σύζευξης αντιθέσεων, ανταγωνισμών, αντιπαλοτήτων. «Μόνον η τραγωδία μπορεί να κηρύξει την “Ανακωχή του Θεού”», θα μεταγράψει με μεταφυσικούς όρους την καθολική διείσδυση της τραγικής τέχνης στον ανθρώπινο ψυχισμό, η Εύα Πάλμερ48.

Δεν είναι σίγουρο το πότε ο Σικελιανός ενέταξε στο Δελφικό του όραμα την τραγωδία ως παιδαγωγούν στοιχείο και ως πεδίο άσκησης της ανθρώπινης ενσυναίσθησης, που θα οδηγούσε στην ψυχική και νοητική ωρίμανση προς την αιτούμενη κατάσταση-βίωμα της παγκόσμιας αλληλεγγύης, της αλληλοκατανόησης, της ενότητας. Η Εύα Πάλμερ –όπως είδαμε-, εντάσσει αυτούς τους προβληματισμούς του Σικελιανού στην πρώτη τους συνάντηση, τον Αύγουστο του 1906. Η Άρτεμις Λεοντή, ωστόσο, θα σημειώσει ότι δεν έχει εντοπίσει τεκμήρια που να αποδεικνύουν την τόσο πρώιμη ένταξη του δράματος στη σύλληψη της Δελφικής Ιδέας από τον ποιητή. Είναι γεγονός ότι προϋπήρξε η προσπάθεια ενός Αμερικανού φιλέλληνα θεατρικού σκηνοθέτη, του Τζωρτζ Κραμ «Τζιγκ» Κουκ (George Cram Cook ή Jig)49, ο οποίος εμφορούμενος από το ίδιο ρομαντικό πνεύμα με την περίπου συνομήλική του Εύα Πάλμερ, θα φτάσει, την άνοιξη του 1922, στην Αθήνα με τη σύζυγό του, Σούζαν Γκλάσπελ, και τη δεκατετράχρονη   κόρη   του   από   προηγούμενο   γάμο,   τη   Νίλλα.   Την   επόμενη   χρονιά   θα «μεταμφιεστεί» σε βοσκό των ελληνικών βουνών-μια φολκλορική, πολιτισμική χειρονομία συμβολικής απέκδυσης της δυτικής του ταυτότητας, αντίστοιχη εκείνης των αρχαιοελληνικών χιτώνων της Εύας. Με το ζεύγος Σικελιανού θα βρεθούν στη Συκιά της Κορινθίας όπου και θα φιλοξενηθούν για ένα μήνα στο σπίτι τους50.

Με την εγκατάστασή του στους Δελφούς ο Κουκ και έπειτα από την εγκάρδια επικοινωνία του με τους βοσκούς του Παρνασσού θα αρχίσει τη συγγραφή μιας τριλογίας, με σκοπό να την παραστήσει με βοσκούς στους Δελφούς. Επρόκειτο για μια σύγχρονη εκδοχή του Κάιν και του Άβελ, στο πρότυπο του Θρησκευτικού Δράματος, που ανά δεκαετία, από το 1634, παιζόταν στο Oberammergau της Βαυαρίας51. Ταυτόχρονα σχεδίαζε να δημιουργήσει μια ερασιτεχνική θεατρική ομάδα, τους Delphic Players, από χωρικούς της περιοχής, που θα αξιοποιούνταν σε κάθε θεατρική του δραστηριότητα. Ο θάνατος τον πρόλαβε, τον Ιανουάριο του 1924. Αλλά σχεδόν αμέσως, μια λέσχη φίλων του-φοιτητών, διανοούμενων, συγγραφέων-θα δημιουργήσουν την «Αθάνατη Παρέα», με σκοπό να επαναφέρουν στο θέατρο των Δελφών θεατρικές παραστάσεις και αθλητικούς αγώνες, που θα πραγματοποιούνται μια φορά τον χρόνο, τη Δευτέρα της Λαμπρής. με πρώτο έργο τις Αθηναίες52 του Κουκ, μεταφρασμένο στα ελληνικά.

Δεν είναι διακριβωμένη53 στις λεπτομέρειές της, ωστόσο, ούτε έχει τόσο μεγάλη σημασία αν ο Σικελιανός είχε εντάξει στις Δελφικές Γιορτές την τραγωδία πριν ή μετά τη δοκιμή του Τζωρτζ Κουκ. Τη μεγαλύτερη σημασία-ακόμα και ως μια ουτοπική, θεωρητική σύλληψη- έχει η ίδια η ιδεολογική και φιλοσοφική θεμελίωση της Δελφικής Ιδέας, με συμβολικό επίκεντρο τον χώρο των Δελφών, γεγονός που οφείλεται εξ ολοκλήρου στον Σικελιανό και θα τον συνεπαίρνει διανοητικά και ψυχικά σε μια μακρά, από την εφηβεία του ακόμα, διαδρομή, μεταμορφούμενη συνεχώς έως ότου οριστικοποιηθεί στα Δελφικά του κείμενα54, από το 1919 και μετά. Επρόκειτο για μια βασανιστική διεργασία της νόησης και της ψυχής του, που πέρασε από ποικίλα στάδια, θεωρίες, θρησκείες, καλλιτεχνικές εμπειρίες, ταξίδια, συγκρητισμούς (και με τον Καζαντζάκη) μέχρι να κατατεθεί σε κείμενα, με τα οποία, εν είδει μανιφέστων, προσπαθούσε να διεγείρει το παγκόσμιο ενδιαφέρον των σκεπτόμενων ανθρώπων.

Η Άρτεμις Λεοντή επισημαίνει το κριτικό ενδιαφέρον με το οποίο αντιμετωπίστηκε το μέρος των γιορτών-παραστάσεων, σε αντίθεση με την ευρύτερη, οραματική ιδέα του ποιητή. Είναι αλήθεια ότι το πρώτο, πιο εύληπτο στην κατανόηση και περισσότερο «εύκολο» στην πραγμάτωσή του, θα εγκαινιάσει μια «πολιτιστική επανάσταση», με απολήξεις πολιτικής αναμόρφωσης, και θα προαγάγει τη σύζευξη της διαχρονίας του λόγιου με τον λαϊκό πολιτισμό, τη διαλεκτική της ατομικότητας με τον «λαό», ως δημιουργική συλλογικότητα και παραγωγό της ιστορίας. Αλλά η ιδέα συγκρότησης ενός παρεμβατικού παγκόσμιου φορέα από τα εκλεκτότερα και ευγενέστερα πνεύματα της ανθρωπότητας, με αποστολικό χαρακτήρα της δράσης τους και απώτατο στόχο την διαπαιδαγώγηση και ηθικοποίηση των ανθρώπων… υπήρξε ίσως μια ουτοπία (άλλωστε τι θα γινόμαστε χωρίς την ιστορικότητα των ουτοπιών!), από την οποία όμως, και σήμερα μπορούμε να αντλούμε πολλαπλώς, τόσο για τον λειτουργικό ρόλο της διανόησης και των διανοούμενων ανθρώπων όσο και για την ατελεύτητη προσπάθεια εξημέρωσης του ανθρώπινου πολιτισμού στο σύνολό του. Και όλα αυτά συναρθρωμένα σε μια πολυσυλλεκτική φιλοσοφία sui generis, υπό την επήρεια των τραγικών δεκαετιών της γενιάς του, που είχαν αφήσει το απαίσιο αποτύπωμά τους.

Μια γιγάντια, λοιπόν, πολυεπίπεδη προσπάθεια, με πανευρωπαϊκή και παγκόσμια διάσταση, ολοένα εντεινόμενη από το 1925 και μετά, και μέχρι την υλοποίηση των πρώτων και δεύτερων Δελφικών Γιορτών, θα μετεξελιχτεί στο μεγαλύτερο και συνθετότερο πολιτισμικό και πνευματικό εγχείρημα του νέου ελληνισμού. Τα κείμενα που συντίθενται από τον Άγγελο Σικελιανό αυτή την περίοδο, αποκλειστικά για τις Δελφικές Γιορτές, συγκροτούν ένα θεωρητικό και φιλοσοφικό όλον, το οποίο αρδεύεται από την παγκόσμια εμπειρία σκέψης-σε ένα ιδιόμορφο σύνθεμα του ποιητή- και αποσκοπεί σε μια παγκόσμια ανθρώπινη αναγέννηση. Έτσι, εμπεριέχει τόσο το φιλοσοφικό και ηθικό όσο και το πολιτικό και κοινωνικό στοιχείο-σε μιαν ενότητα στόχων και σχεδιασμών. Που βαίνουν πέρα από τις πολιτισμικές πρωτοβουλίες και καινοτόμες εφαρμογές, πέρα από την αισθητική και την «καθαρή τέχνη»-σε έναν ενθουσιώδη σπασμό της σκέψης για την παντοιότροπη λύτρωση της ανθρωπότητας και του ανθρώπου. Συνενώνουν πολιτισμικές διαδρομές, κοινωνικές τάξεις, μορφωτικά στρώματα, καλλιεργημένες και λαϊκές συνειδήσεις γύρω από ένα Πνευματικό Πανεπιστήμιο –«καθάρια Κιβωτό των ξεχασμένων Ιδεών-Μητέρων… που θα οδηγήσει σε συνθετική πραγματοποίηση τα παγκόσμια οικονομικά προβλήματα, χαλκεύοντας τίμια την πνευματική ενότητα του κόσμου»55.

Οι Δελφικές Γιορτές56 πραγματώθηκαν δύο φορές στους Δελφούς (Μάιος 1927 και 1-3, 6-8 και 11-13 Μαΐου 1930). Με την επισημότητα, τη μεγαλοπρέπεια αλλά και την αυθεντικότητα της σύλληψής τους ως αφετηρίας ενός παγκόσμιου προσκλητήριου. Επρόκειτο για τη συμβολική «παράσταση» της Δελφικής Ιδέας-μιας κεντρομόλου οικουμενικής χειρονομίας γόνιμης σύζευξης των διαφορών και αλληλέγγυας ειρήνευσης ανθρώπων και λαών, γύρω από τις αναγεννώμενες ελληνικές αξίες. Χρόνια μετά, όταν ο ποιητής θα συνεχίζει τις προσπάθειές του, θα θυμάται και θα αναφέρει τα λόγια του Τσέχου Προέδρου της Τσεχοσλοβακίας, Εδουάρδου Μπένες, «…ότι ένας αληθινός πολιτικός κι ένας αληθινός ποιητής συνεννοούνται θαυμαστά, γιατί κι οι δυο, αν και από διαφορετικά επίπεδα, πασχίζουνε να μορφοποιήσουνε το ανθρώπινο υλικό της εποχής τους»57.

Δεν θα αναφερθούμε στο τελεστικό περιεχόμενο των Γιορτών, το οποίο έχει ήδη πολλαπλώς εξεταστεί στην υπάρχουσα βιβλιογραφία58 και είναι πολύ πρόσφορη η αναζήτησή του σε πηγές- έντυπες και διαδικτυακές. Επιπλέον, οι Γιορτές δεν ήταν αυτοσκοπός. Ήταν μια μεγαλοφάνταστη στη σύλληψη και τη δραματική της υλοποίηση πολιτισμική τελετουργία, ως πράξη εγκαινίων μιας παγκόσμιας πολιτικής πρότασης με σκοπό να υποστηριχτεί η ίδια η πνευματικότητα της ζωής πάνω στην ανώτερη σκέψη,   και να επιβληθεί έναντι των υλιστικών αξιών που προάγει ο τεχνικός πολιτισμός.

Οι Δελφικές Γιορτές-που θα λύγιζαν ακόμα και έναν ισχυρό κρατικό προϋπολογισμό-έμειναν μια υπόθεση ιδιωτική, του Άγγελου και της Εύας, η οποία είχε ήδη καταστραφεί ολοσχερώς, μαζί και ο ποιητής, χωρίς να μπορέσουν, παρά τον ενθουσιασμό που είχε προκαλέσει η προσπάθεια, να πείσουν το ελληνικό κράτος για τη σημασία της συνέχειας. Εκείνη θα φύγει αμέσως για τη χώρα της προκειμένου να ανασυγκροτηθεί οικονομικά και να συνεχίσει, με πείσμονα προσπάθεια, και μέσω των ισχυρών της κοινωνικών σχέσεων, τον αγώνα για την επίτευξη του σκοπού τους: «…την ίδρυση ενός Ουδέτερου Κέντρου, έξω από κάθε πολιτικολογία, όπου η αφανάτιστη εκπαίδευση θα μπορούσε να χτίσει πρώτα ένα παρατηρητήριο και τελικά ένα πανεπιστήμιο, χρησιμοποιώντας την επιστήμη και την τέχνη σαν μέσα για να οδηγήσει τους ανθρώπους προς την πραγματοποίηση των τριών ανθρώπινων ιδανικών: παιδεία, οικονομία, δικαιοσύνη…»59.

Η φωτογράφος Nelly’s και οι Δελφικές Εορτές

Ένα από τα ζητήματα που τίθενται, μετά το πέρας εκείνων των θριαμβικών διοργανώσεων, είναι το αν είχαν και ποια ήταν η απήχηση στη συνείδηση των πολλών και πέρα από τη νωπή της πραγμάτωσής τους πρόσκαιρη εντύπωση. Στην τελευταία ομιλία του ο Σικελιανός με θέμα τη Δελφική Ιδέα, στις 15-12-1936, κι’ ενώ προσπαθεί με πάθος ακόμα να πείσει τον αργοκίνητο και δύσκαμπτο κρατικό μηχανισμό να κατανοήσει τη σημασία του οραματισμού του ώστε να έρθει η χώρα στο πνευματικό προσκήνιο, μετά τη συντριβή της Μεγάλης Ιδέας, θα ανακεφαλαιώσει τα πεπραγμένα και θα απαντήσει σε κρίσεις και προβληματισμούς που έχουν διατυπωθεί. Σχετικά με το παραπάνω ερώτημα θα πει: «…μέσα στη συνείδηση των περισσότερων Ελλήνων,… η προσπάθεια αυτή προσδιορίζεται από το φωτεινό περίγραμμα δύο ορισμένων καλλιτεχνικών θριαμβευτικών επιτυχιών, χωρίς αυτή η συνείδηση να γνοιάζεται … ούτε για τις ρίζες, ούτε για την προέκταση που αποτελούν την καθαυτό ιστορία της και αποστολή της-ρίζες και προέκταση ωστόσο, οπού, δίχως την ουσιαστική κατάγνωσή τους, και το ειλικρινέστερο ακόμα ενδιαφέρον είναι καταδικασμένο να σταθεί στην επιφάνεια, κι επομένως και να μη μπορέσει κατά ένα ή άλλο τρόπο να φανεί, αν το ήθελε, ουσιαστικά αρωγό»60.

Είναι εντυπωσιακά ανυποχώρητη η ψυχική και ηθική δύναμη που καταβάλλει, χρόνια μετά, ο Σικελιανός -και η ίδια η Εύα στην Αμερική-για τη διάδοση και πραγμάτωση της Δελφικής Ιδέας. Μια γεύση προσφέρει ο ποιητής στην τελευταία ομιλία του, όπου, σε τόνο εξομολογητικό και συγκινησιακά φορτισμένο61 εκπέμπει τα ηθικά προαπαιτούμενα-μέχρι προσωπικής θυσίας-για την υλοποίηση ενός έργου καθολικής σημασίας. Μέσα σ’αυτά διαγράφει και την ευθύνη «κάθε αληθινού πνευματικού ανθρώπου», ο οποίος «έχει την ιερή υποχρέωση, παραμερίζοντας όλα τα προσωπικά αισθήματά του, να προωθεί την εποχή του…: να την εκβιάζει προς την αναγνώριση πνευματικών ρυθμών, όπου χωρίς αυτή του την ατομική θυσία (γιατί για θυσία πρόκειται) θα να’ταν καταδικασμένοι να θαφτούν στο χώμα, ή να φυτοζωούν παντοτινά»62.

Ο ίδιος ήταν πανέτοιμος να ηγηθεί της γιγάντιας προσπάθειας: «…αν αφεθώ να εργασθώ, όχι πλέον ως γραφειοκρατούμενος, όχι ως μεταπράτης τρίτων σκέψεων, αλλ’ακριβώς ως ποιητής63 -τότε-παρ’όλες τις αναβολές, παρ’όλα τα ηθικά και χρονικά μεγάλα χάσματα- παίρνω ακέραιη την ευθύνη να οδηγήσω αυτό το Έργο προς τον σύνθετο και πλήρη του δημιουργικό προορισμό!». Στα ταξίδια του στην Ευρώπη- Γενεύη, Παρίσι, Λοκάρνο, καλεσμένος στο τριακοστό Συνέδριο Ειρήνης-, μαζί με σπουδαίους εκπροσώπους της διανόησης, θα κατορθώσει να ληφθεί απόφαση ώστε να πραγματοποιηθεί στους Δελφούς, το 1935, το Συνέδριο του Ινστιτούτου Διεθνούς Διανοητικής Συνεργασίας64.

Υπάρχει ένας μακράς διάρκειας ευρωπαϊκός ενθουσιασμός για το όραμα της Δελφικής Ιδέας. Ο πρεσβευτής της Ελλάδας στο Παρίσι, Ν. Πολίτης, θερμός υποστηρικτής της, γράφει, μεταξύ άλλων, στον Σικελιανό για τη σημασία προβολής της Δελφικής Ιδέας: «…Ο κόσμος σήμερα στερείται εσωτερικού Ρυθμού. Ένα τέτοιον Ρυθμόν ημπορεί να εμπνεύση μόνον ένα ανιδιοτελές ιδεώδες, βασιζόμενον επί ηθικών και πνευματικών αρχών διαρκούς αξίας. Όλας τας αξίας αυτάς τας συνοψίζει και τας ακτινοβολεί η Δελφική Ιδέα, ακριβώς διότι είναι Αρμονία, Έμπνευσις, Αγάπη…»65

Στην Ελλάδα-και παρά τις κάποιες προσπάθειες του ελληνικού κράτους, και ενώ η Εύα στην Αμερική πολλαπλώς υπερδραστηριοποιείται σε συνεργασία και με τον Άγγελο, φαίνεται όλος εκείνος ο επικών διαστάσεων αγώνας να οδεύει σε ένα άδοξο τέλος. Βαριά τα σύννεφα του πολέμου –και όχι μόνον αυτά- ακυρώνουν την οποιαδήποτε ελπίδα. Ο Άγγελος θα βρεθεί στη δίνη της Κατοχής, έχοντας προλάβει να δέσει τη ζωή του με τη δεύτερη γυναίκα του, την Άννα Καραμάνη-Σικελιανού66, μια αξιόλογη περίπτωση ποιητικής και λυρικής φύσης, με την οποία θα τον ενώσει ένας αμοιβαίος σφοδρός έρωτας. Μόνο που οι τραγικές συνθήκες του τόπου είναι και δικές τους και θα πορευτούν ταπεινά διασχίζοντας τον εφιάλτη της φτώχειας και της κατοχικής πείνας.

Με τον θάνατο του ποιητή, (19 Ιουνίου 1951) και της Εύας, ένα περίπου χρόνο μετά (4 Ιουνίου 1952)67, σ’ ένα μεγάλο, από την Αμερική, ταξίδι προσκυνήματος στον τάφο του στους Δελφούς, το Έργο φαίνεται να παίρνει τέλος. Οι Ιδέες ωστόσο φαίνεται να μην ακολουθούν, αντιστέκονται. Και έχουν τη δύναμη και την ικανότητα να μεταμορφώνονται, να υποχωρούν και να ενδυναμώνονται μέσα στις επιστροφές της ιστορίας και τις μεταλλαγές των εποχών. Η Δελφική Ιδέα, ως καλλιτεχνική επανάσταση, επέπρωτο να έχει μια ατέρμονη, μέσα στον χρόνο, πορεία, καθώς είχε εμβολιάσει τη σκέψη με μια βαθιά θεωρητική μελέτη και έρευνα καλλιτεχνικών πεδίων, που αξιοποιήθηκαν εν πράξει στις Δελφικές Γιορτές. Έφερε στο προσκήνιο το κλασικό δράμα, τη σπουδή και την παράστασή του στη σύγχρονη εποχή, τη θεωρητική γύρω από το περιεχόμενο, τη μορφολογία, τη δραματουργική του ιδιαιτερότητα και το άπλωμά του σε όλη την ανθρωπότητα. Το ίδιο συνέβη και με την ελληνική μουσική-αρχαϊκή και βυζαντινή- και τον χορό, πεδία μοναδικής εμβάθυνσης στις ερευνητικές ανησυχίες της Εύας Πάλμερ και των διεθνούς ακτινοβολίας και δημιουργικότητας συνεργατών της καλλιτεχνών (Ιζαντόρα Ντάνκαν, Τεντ Σον, Δημήτρη Μητρόπουλο, Κωνσταντίνο Ψάχο, Τζορτζ Κραμ Κουκ, Κορσίντ Ναορότζι, Ρίχαρντ Στράους, Μίχαελ Ροζενάουερ, Άλμα Ριντ… ). Αλλά και οι μετέπειτα έρευνες και κριτικές θεωρήσεις της φιλολογίας, κοινωνιολογίας, λαογραφίας-τεράστια η συμβολή των Γιορτών και της σύντονης εργασίας που προηγήθηκε με το μοναδικό πάθος των δύο μεγάλων τους πρωταγωνιστών για την μελέτη και προώθηση του λαϊκού πολιτισμού-, θεατρολογίας, μουσικολογίας, τέχνης του χορού… βρήκαν-και εξακολουθούν μέχρι σήμερα να δημιουργούν- θαλερό τελεστικό και ερευνητικό πεδίο68.

Αλλά το Δελφικό Όραμα; Επρόκειτο για μια ακόμα ουτοπία που επέπρωτο να έχει το γνωστό τέλος όλων των ουτοπιών; Έμεινε κάτι από τις στημονικές ιδέες που θεμελίωσαν το Όραμα του ποιητή; Και θα μπορούσε αυτό το κάτι-οι κάποιες αφετηριακές Ιδέες- να εγκλιματιστούν στη σύγχρονη παγκοσμιοποιημένη πραγματικότητα και να αποτελέσουν έναν άξονα κατευθυντήριων Ιδεών-Αξιών του σημερινού ανθρώπου;

Είναι γεγονός ότι η «παγκοσμιοποίηση»-ως η νέα ιστορική εμπειρία του αιώνα μας- εμπεριέχει μεν τη διάσταση του παγκόσμιου-επίτευγμα της τεχνολογίας των επικοινωνιών και του ψηφιακού πολιτισμού κυρίως- εντούτοις, ασαφής και ακαταστάλακτη ακόμα, παραμένει χωρίς φιλοσοφικές, ηθικές, πνευματικές ορίζουσες. Δεν είναι του παρόντος-πώς θα μπορούσε άλλωστε- να ανοίξουμε το κεφάλαιο αυτό που αφορά τις ποικίλες πτυχές της παγκοσμιοποίησης και την κριτική της αποτίμηση. Μπορούμε ωστόσο να επισημάνουμε κάποια από τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά της, που θα χρησιμεύσουν ως ένα πολύ γενικό πλαίσιο προκειμένου να απαντήσουμε στο ερώτημα που έχουμε ήδη θέσει.

Αυτό που επιφανειακά βιώνουμε ως παγκοσμιοποίηση στις μέρες μας είναι η ανοιχτή διαδικασία ενοποίησης, που προέρχεται από την ελεύθερη κυκλοφορία ιδεών, προϊόντων, υπηρεσιών, κεφαλαίων, επιχειρηματικότητας και οποιουδήποτε άλλου στοιχείου που εισρέει και εκρέει, αντίστοιχα, σε παγκόσμια κλίμακα. Πρόκειται για μια κοινωνικοοικονομική και πολιτισμική συνθήκη, που διαπλέκει ολόκληρο τον πλανήτη, απομακρύνοντας την ανθρωπότητα από τις περιχαρακώσεις τής μέχρι τα τέλη του 20ού αιώνα εθνοκεντρικής κατανόησης της ιστορίας. Το περίεργο είναι ότι το σύνολο των διεργασιών που μόλις αναφέραμε, παράγονται στο εσωτερικό των επιμέρους κοινωνικοοικονομικών συστημάτων, τα οποία, μέσω της «παγκοσμιοποίησης», μετέχουν και προσδιορίζονται από πλανητικής κλίμακας διεργασίες.

Οι ορισμοί που έχουν κατά καιρούς δοθεί και εξακολουθούν να δίνονται στην παγκοσμιοποίηση μπορούν να μορφοποιήσουν μιαν ολιστική εικόνα του φαινομένου, αν συντεθούν όλοι μαζί σε έναν ευρύτερο ορισμό69. Το ενοποιούν στοιχείο αυτών των ορισμών είναι ότι όλες οι ζωτικές-και μη ζωτικές-δραστηριότητες της ζωής κινούνται πλέον και επηρεάζουν, με συστημική αλληλεξάρτηση, όλη την έκταση του πλανήτη. Αλλά οι περισσότερες αναλύσεις μένουν στο επίπεδο των εμπράγματων σχέσεων -οικονομικών, εμπορικών, πολιτικών, στον βαθμό που προπάντων συνυφαίνονται με την οικονομία-και πολύ λιγότερο ή και καθόλου δεν ασχολούνται με τις βαθύτερες φιλοσοφικές, ιδεολογικές, πνευματικές, και ψυχο-βιολογικές διαστάσεις της παγκόσμιας αλληλεξάρτησης. Επομένως, οι πολλαπλές και σύνθετες δράσεις στα πλαίσια ενός παγκόσμιου, ανοιχτού κόσμου, που προκαλεί φόβο, ανασφάλειες και παράγει τη δική του παθολογία, παραμένουν χωρίς τον αναγκαίο κώδικα αξιών και ηθικού προσανατολισμού, ώστε ο άνθρωπος να ελέγχει και να μην ελέγχεται από τα πράγματα και τις συνθήκες.

Ας κάνουμε μια υπόθεση: αν ο Σικελιανός βρισκόταν σ’αυτό το σύγχρονό μας παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον, θα μπορούσε να συλλάβει και να μορφοποιήσει τη Δελφική Ιδέα; Σε ποιο βαθμό η ενοποίηση του κόσμου, θα διευκόλυνε τη σύνθεση ελληνικότητας και οικουμενικότητας; Και σε ποιο βαθμό θα είχε την αποδοχή τόσο στο τοπικό-εθνικό, όσο και στο ευρωπαϊκό και το διεθνές περιβάλλον; Από άποψη επικοινωνιακή, σίγουρα θα του πρόσφερε τεράστιες δυνατότητες. Αλλά και η θέαση της ανθρωπότητας ως ενιαίου πεδίου δράσης θα εμπεριείχε-και εμπεριέχει ως ζωτικό αιτούμενο- τη δική του έννοια της Ενότητας. ενώ οι μεγάλες και ολοένα διογκούμενες ασυμμετρίες, θα φιλοξενούσαν –και με πολιτικοκοινωνικούς όρους- την έννοια του Ρυθμού.

Στη Δελφική Ελλάδα, όπως και στα κείμενα και στις ομιλίες που ακολούθησαν μετά το τέλος των δύο Δελφικών Γιορτών, ο Σικελιανός όχι μόνο δεν εκφράζει την απογοήτευση ή την παραίτησή του, αλλά με πάθος υποστηρίζει ότι ο δρόμος της Ιδέας του ξανοίγεται προς το μέλλον. Ότι δηλαδή, η εποχή του και οι μελλούμενες γενιές θα έχουν ανάγκη από μια πνευματική ενοποιούσα αρχή, και οι λαοί δεν θα κλειστούν σε καμιά πατρίδα, γιατί πατρίδα τους θα είναι αυτή η αρχή-έτοιμη να … ξεχειλίσει ως ένα πνεύμα70. Σ’ αυτή την πνευματική αρχή «εγκλείει» και τον κόσμο των «αρίστων», που δεν τους βλέπει με τον ελιτισμό του αποκομμένου από τον λαό δημιουργού, αλλά με την ανωτερότητα και την ευγένεια του πνεύματος που θα εργαστεί για την ηθική εξύψωση του λαού- των λαών. Κι’ ενώ φιλοτεχνεί το πορτρέτο τους από πνευματικά στοιχεία, εν τούτοις η αποστολή τους εμβαπτίζεται στην πολιτική. Πόσο οικεία για τα «σύνδρομα στέρησης» μιας παγκόσμιας πολιτικής αλλά και πνευματικής αριστείας στις μέρες μας ακούγεται η όλο πεποίθηση φωνή: «…η ανθρωπότητα στην εποχή μας έχει ανάγκη απ’το νέο «υπερπολιτικό» πνευματικό συγκρότημα, που θα να ‘βρει το κέντρο της βαρύτητας των όλων ζωτικών μας προβλημάτων… μες στα βάθη της ανθρώπινης ψυχής»71.

Και πόσο συγκαιρινός ο λόγος του για την άγονη πολυδιάσπαση του πνευματικού κεφαλαίου της ανθρωπότητας και, γι’αυτό, την επιτακτική ανάγκη «δημιουργίας μιας παγκόσμιας πνευματικής ενότητας της Γης»72. «Και μιας κοινωνικής ενότητας παγκόσμιας»73. «Ο πνευματικός διαμελισμός της ανθρωπότητας δεν είναι πλέον ένα ιστορικόν επιφαινόμενο, είναι το τεράστιο γεγονός όπου πιέζει υποσυνείδητα όλη την ψυχή του κόσμου…. Και η έννοια του πνευματικού συνασπισμού, η έννοια της ανώτερης πνευματικής οικογενείας, παρ’ όλα τα κολοσσιαία εμπόδια του καιρού μας, τείνει σήμερα να ξανανθίσει ζωντανότερη παρά ποτέ… και να ξαναπάρει τα δικαιώματά της-από τα οποία το πρώτο και το ιερότερο είναι: να μπορεί να συγκεντρώνει γύρα απ’ ένα ελεύθερο και ολόαγνο κέντρο τόσα σκόρπια μέλη της από παντού»74. Και για την «προαιώνια ευθύνη» τους για την κοινωνική αναγέννηση του κόσμου-καθώς αυτοί είναι που του προσφέρουν τον Ρυθμό: «Οι επαναστάσεις πραγματοποιούνται…από τις μάζες, μα ο Ρυθμός δημιουργείται και προσφέρεται στον κόσμο από τους λιγοστούς»75.

Μέσα στον ιστορικό μετασχηματισμό των ημερών μας, ωστόσο, η μεταμόρφωση του ελεύθερου, κριτικού-και επικριτικού της εξουσίας- διανοούμενου λόγου και η υποκατάστασή του από τον αποϊδεολογικοποιημένο και αποηθικοποιημένο λόγο του «εμπειρογνώμονα»76, αφήνει έκθετους τους πολλούς στην ασάφεια ή την παραπλάνηση της προσωπικής κρίσης, όπως ετεροκαθορίζεται από τα μέσα και όλες τις σύγχρονες στρατηγικές και τους μηχανισμούς χειραγώγησης της κοινής γνώμης.

Ο Σικελιανός δημιούργησε με τη φιλοσοφία ποίηση και με την ποίηση φιλοσοφία. Εν τούτοις, η αναλυτική, «κοσμική» σκέψη του Σικελιανού, είναι συχνά ως να υπαγορεύεται από την κριτική εποπτεία της σημερινής πραγματικότητας, -που διαμορφώνεται από τις δύο τελευταίες δεκαετίες του προηγούμενου αιώνα μέχρι σήμερα-, μετά τις ραγδαίες αλλαγές στον παγκόσμιο γεωπολιτικό και πολιτισμικό «ρυθμό» που επέφερε η πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού και η αποδόμηση της ιδεολογίας στην οποία στηρίχτηκε όλο το οικοδόμημα. Αφού αμφισβητήσει την ύπαρξη της Ιδέας στην εποχή του, εξορισμένη και ευτελισμένη καθώς είναι από τον «δεξιό και αριστερό ματεριαλισμό» των δύο ανταγωνιστικών συστημάτων, ακολουθώντας μιαν αριστοτελική αρχή της μεσότητας, θα διαμορφώσει τη διαλεκτική σύνθεση των αντιθέτων, τη δική του «Δελφική Ιδέα»: που συγκροτεί –και για την εποχή μας- το ελλείπον δραματικά από τον σύγχρονο αγοραίο «πραγματισμό» «πνευματικό αίτημα», και που απορρέει, με μια συμπαγή πραγματική ενότητα, από ολόκληρη την Ελληνική Πνευματική Κληρονομία77. Θα πει στην πρώτη, μετά τις δεύτερες Δελφικές Γιορτές, ομιλία του, το 1931, στον «Παρνασσό»: «Δικαιούμεθα στις μέρες μας, να χρησιμοποιούμε οπωσδήποτε στο διανοητικό μας λεξιλόγιο τη λέξη Ιδέα; Η λέξη τάχατε δεν εξορίσθη, και δεν εξορίσθη οριστικά στην εποχή μας, απ’ την Ιστορία, από την σκέψη, απ’ την ανθρώπινη ψυχή; Κι αν δεν εκόπη μια για πάντα από τις ρίζες με την πιθανότητα να μην ξαναβλαστήσει πια ποτέ μέσα στον κόσμο, όπως το κηρύττει ο αριστερός ματεριαλισμός, ο εξευτελισμός που η λέξη αυτή ως έννοια και ως ρυθμιστική οντότης έχει υποστεί απ’ τον δεύτερο- και δεν διστάζω ολότελα να πω-από τον πολύ χειρότερο ματεριαλισμό των δεξιών, από τον κυβερνητικό ματεριαλισμό των ισχυρών και των κεφαλαιοκρατών, δεν φτάνει τάχα για να κάνει κάθε τίμιο πνεύμα επιφυλακτικό και ύποπτο μπροστά στη λέξη αυτή;»78.

Απέναντι σ’ αυτόν τον γενικευμένο ματεριαλισμό, ο Σικελιανός θα αντιτάξει-όπως είδαμε- τη δική του Δελφική Ιδέα, η οποία ανταποκρίνεται και στα επιτακτικά αιτούμενα της εποχής μας, αρκεί να υπάρξουν οι άνθρωποι που θα μπορέσουν θαρρετά δρώντας, να την ανασύρουν για όλους, «όχι ως μια αφηρημένη οντότητα, ασύνδετη με την καθημερινή πραγματικότητα του κόσμου, όχι πλέον ως ένα τμήμα της ανθρώπινης ζωής, αλλ’ ως μια σκέψη εποπτική και αυτόνομη, που ν’αγκαλιάζει ολόκληρη την ιστορία».

Σπάνια, ενδεχομένως, η έννοια του οικουμενικού και της Ενότητας, εμπεριέχει στην ανθρώπινη σκέψη ολόκληρη της Ιστορία, ως μια «πνευματική ενέργεια που να δύναται να συνθέσει διαλεκτικά ανταγωνισμούς και αντιθέσεις, γύρω από την ανάγκη μιας υπέρτατης πνευματικής ενότητας κι ενός αδρότερου παγκοσμικού κοινωνικού Ρυθμού»: συνδυάζοντας τον ρεαλισμό της πραγματικότητας με τον ιδεαλισμό της πνευματικής συμπαντικής ένωσης79.

Ο σπουδαίος Πολωνός κλασικός φιλόλογος, «άξιος μύστης της πνευματικής Ελληνικής αρχαιότητας», Tadeusz Stefan Zieliński (1859-1944)80, τον οποίον επικαλείται ο Σικελιανός («Ο Δελφισμός και η Παγκόσμια και Εθνική Αποστολή του»), συζευγνύει το ελληνικό αφετηριακό σημείο-τους Δελφούς- με ολόκληρη την ανθρωπότητα, υποδεικνύοντας τον δρόμο που θα πρέπει να ακολουθήσει η σύγχρονή του ανθρωπότητα. «… Μόνο στην Ελλάδα ανάτειλεν η σκέψη πως το Κράτος πρέπει να ‘ναι μέσο για την ηθική τελείωση και αγωγή του Ανθρώπου, ότι η πολιτική οφείλει να’ ναι σ’όλη της την έκταση ένα συμπλήρωμα της Ηθικής. Τη σκέψη αυτή λοιπόν αναλαμβάνουν… ν’ακτινοβολήσουν οι Δελφοί, ο μεγαλύτερος πνευματικός και ηθικός οργανισμός έως τον πέμπτο αιώνα και να διαπαιδαγωγήσουνε πολιτικώς ακέρια την Ελλάδα, κατά το πνεύμα της Απολλώνιας Ηθικής». Και συνεχίζοντας ο Zielinski: «Έτσι, η Ελλάδα, απ’τους απώτατους αιώνες, θέτει δια των Δελφών, απάνω απ’όλα τα μονόπλευρα προβλήματα, το κεντρικότατο από τα προβλήματα της ανθρωπότητας: πώς, δηλαδή, οφείλει να διαρρυθμισθεί εκπαιδευτικά ένα κράτος, για να εξασφαλίζει τόσο την αρμονικήν αλληλεγγύη των λαών ανάμεσό τους, όσο και τη δυνατότητα της πιο μεγάλης φυσικής, πνευματικής και ηθικής τελειοποίησης του κάθε ατόμου χωριστά»81.

Το πολιτικό ζήτημα ανάγεται τελικά σε εκ-παιδευτικό: το κατάλληλα εκπαιδευμένο κράτος, που θα αναλάβει την εκπαίδευση του λαού-την ηθική αγωγή του. Αλλά ποιοι θα καθοδηγήσουν το κράτος ώστε να κατευθυνθεί ενσυνείδητα προς τον απώτατο στόχο του, την πιο μεγάλη, δηλαδή, «φυσική, πνευματική και ηθική τελειοποίηση του κάθε πολίτη»82, στη βάση του Δελφικού Ιδεώδους; Ο Σικελιανός υποδεικνύει τη συστράτευση-μια Σύνοδο υψηλή και καθαυτό Οικουμενική- των πνευμάτων «που απαυδήσαν να κινούνται μες στα σύνορα του ωχρού Ιδεαλισμού, είτε της άγονης και αυθαίρετης…πολιτικής, και συλλογίζονται να σπάσουνε τον φαύλον αυτόν κύκλο που ολοένα τα χωρίζει από το χρέος προς τον ίδιο τους εαυτό και από το χρέος τους προς όλους…» Άρα, το αφετηριακό σημείο του σικελιάνειου ιδεώδους είναι η έννοια μιας Παγκόσμιας Παιδείας83, που θα κληθεί να αντιμετωπίσει τις συγκρούσεις που αναφύονται στα πλαίσια της παγκοσμιοποίησης: σύγκρουση ανάμεσα στο παγκόσμιο και στο τοπικό επίπεδο, ανάμεσα στο παγκόσμιο και στο ατομικό, ανάμεσα στην παράδοση και στον νεωτερισμό, ανάμεσα στο μακροπρόθεσμο και στο βραχυπρόθεσμο-μέχρι την συνισταμένη των συγκρούσεων: τη σύγκρουση ανάμεσα στην ύλη και στο πνεύμα84.

Πάνω σ’ αυτήν ακριβώς την πραγματικότητα, ο Σικελιανός, προσφυώς, προτείνει το οικουμενικό του σύνθεμα, θεμελιωμένο στη σημασία της «κοσμικής αλληλεγγύης κι ενός τέλεια κυκλικού πολιτισμού»85 που θα κινείται από το άτομο προς την ολότητα και τανάπαλιν, μέσω «μιας άρτιας, ομοούσιας παγκόσμιας παιδείας», αλλά, όχι ομοιόμορφης, όπως τονίζει: προστατεύοντας έτσι, τόσο την ιδιαιτερότητα της ατομικότητας, όσο και την ποικιλία της πολιτισμικής τοπικότητας. Γι’ αυτό μιλάει για τη συνολική επίγνωση της ιδιαίτερης δημιουργικής και εθνικής παράδοσης των λαών, σφυρηλατώντας την έννοια της διαπολιτισμικής συνείδησης86.

Ανακεφαλαιώνοντας: Σε ποιο βαθμό η σικελιάνεια Δελφική Ιδέα φαίνεται σήμερα να αναμετράται με τα μεγάλα προβλήματα και αιτήματα της σύγχρονης παγκοσμιοποιημένης πραγματικότητας; Ή, μήπως, αντίθετα, συνιστά -και σε ποιο βαθμό-, μιαν-ακόμα- ευγενή ουτοπία; Σε επίπεδο πολιτικής πράξης –και όπως μέχρι σήμερα εκτυλίσσονται τα πράγματα στη διεθνή πολιτική σκηνή-σίγουρα μπορούμε να πούμε ότι είμαστε μακριά από τη συγκρότηση μιας «παγκόσμιας κοινωνίας». Στο επίπεδο ωστόσο της κριτικής προσέγγισης της ελληνικής πραγματικότητας και της πραγματικότητας του σύγχρονού του βιομηχανικού πολιτισμού, οι βασικοί άξονες σκέψης του Σικελιανού και οι αξιακές του ορίζουσες μπορεί να διαμορφώσουν τη συνείδηση μιας σύγχρονης φιλοσοφικής αναζήτησης, που καθίσταται μείζων ανάγκη να συσπειρώσει το έκπτωτο διανοούμενο, δημιουργικό, ανά τον κόσμο, κεφάλαιο, υποκαθιστώντας τον στυγνό και αφιλοσόφητο ποσοτικό σχεδιασμό του παγκόσμιου χάρτη, ερήμην των ανθρώπων. Και διαμορφώνοντας μια διαλεκτική σύνθεση ανάμεσα σ’ αυτούς που στοχάζονται και στις πανίσχυρες αυθεντίες τεχνοκρατών, εμπειρογνωμόνων, δεξαμενών σκέψης (think tank) και άλλων διαμεσολαβητών και διαμορφωτών της παγκόσμιας πολιτικής πράξης σήμερα.

Έχουν περάσει περισσότερα από είκοσι χρόνια, όταν αρχομένου του νέου αιώνα (και της νέας χιλιετίας), η εφημερίδα The New York Times είχε δημοσιεύσει ένα προδρομικό τότε άρθρο κάνοντας λόγο για την ιδιωτικοποίηση της πολιτικής και τη δημιουργία ιδιωτικών κρατών87. Αναφερόταν βέβαια σε μια διαδικασία που σήμερα έχει γιγαντωθεί και έχει καταστεί μια μη συνειδητοποιημένη από τους πολλούς πραγματικότητα: την ανάληψη κρατικών υποχρεώσεων και δραστηριοτήτων (ανάληψη κρατικών χρεών, διάθεση τεράστιων κονδυλίων σε παγκόσμιους οργανισμούς, όπως ο ΟΗΕ, χρηματοδότηση ερευνητικών προγραμμάτων, προγράμματα εξωτερικής πολιτικής, προγράμματα υγείας-καταπολέμηση ασθενειών, παραγωγή εμβολίων κ.λ.π.) έχουν αναλάβει μη κρατικοί φορείς με αποτέλεσμα την υπονόμευση της υπόστασης των κρατών και την υποτελή σχέση τους προς τις ανεξέλεγκτες στη γιγάντωσή τους οικονομικές οντότητες της σύγχρονης εποχής.

Το γεγονός αυτό ακυρώνει και τις οποιεσδήποτε μεταπολεμικές προσπάθειες, προς τη δημιουργία ευρύτερων ενοποιητικών κινήσεων, περιφερειακών ή και παγκόσμιων, πέρα από τις οικονομικές, εμπορικές κ.λ.π. εκμεταλλεύσεις της παγκοσμιοποίησης. Αλλά η γενικότερη παθολογία του «πολιτισμού» της μετανεωτερικότητας -ή όπως διαφορετικά μπορεί να χαρακτηριστεί η εποχή που διανύουμε-, όσο και αν η τυφλότητα της συνολικής ανθρώπινης δράσης αδυνατεί να διακρίνει μακροπρόθεσμα τις κυοφορούμενες καταστροφικές δυνάμεις, εντούτοις αυτές τείνουν να μορφοποιήσουν μια «θεωρία των καταστροφών», των οποίων η «θεραπεία» δεν θα είναι πρωτίστως τεχνολογική, αλλά φιλοσοφική και ηθική με την ευρύτερη σημασία.

Μπορούμε να αισιοδοξούμε; Ο διακεκριμένος Ελληνοαμερικανός καθηγητής της Ελληνικής Φιλοσοφίας και Πολιτισμού, μελετητής της σκέψης του Σικελιανού, φίλος της Εύας Πάλμερ στην Αμερική, και μεταφραστής της αυτοβιογραφίας της, John P. Anton (Γιάννης Αντωνόπουλος)88, στοχαστικά εξετάζοντας την προβληματική της παγκοσμιοποίησης, δεν διατηρεί την αισιοδοξία του για την επίτευξη μιας πολιτικής ανθρωπιστικής παγκοσμιότητας. Βαθύς γνώστης και δια βίου εντρυφών μέσα στην εξελικτική πορεία της αρχαίας ελληνικής σκέψης, θεωρεί –όπως και ο Σικελιανός-, χωρίς την υπερβατικότητα του ποιητή, ότι οι Έλληνες άνοιξαν διάπλατα τον δρόμο για τις μελλοντικές γενεές να στοχαστούν πάνω στον πολιτικό βίο ως βασική προϋπόθεση για την ενότητα της ανθρωπότητας»89. Οι ίδιοι οι Έλληνες στοχαστές ήταν όμως εκείνοι που ερεύνησαν σε βάθος τη φύση και την ουσία της ανθρωποσύνης. Σ’ αυτή την ανθρώπινη φύση συγκρούεται το έλλογο στοιχείο με τα ανθρώπινα πάθη. «Τα πάθη που κρύβονται πίσω από τα οικονομικά συμφέροντα», θα γράψει ο John P. Anton, «μας παρεμποδίζουν να δούμε τα απόκρυφα ελατήρια καθώς αναζητάμε την εδραίωση μιας καθολικής ειρήνης και να στεριώσουμε το αυριανό «παγκόσμιο κράτος». Παρόλ’αυτά αμφιβάλλει αν θα μπορούσε να βρεθούν κάποια άλλα μέσα, ισχυρότερα και αποτελεσματικότερα από τις αρχές της ελληνικής κληρονομιάς, «προκειμένου να σημασιολογηθεί η ενότητα της ανθρωπότητας στις σημερινές συνθήκες… πέρα από την ανάγκη αναπροσδιορισμού της έννοιας της κοσμόπολης».

Η ιδέα του παγκόσμιου κράτους, δεν πρόκειται να πραγματωθεί ποτέ, συμπληρώνει ο φιλόσοφος, αν δεν γίνουν συνείδηση-μέσω του Λόγου-οι αξίες της παγκόσμιας ειρήνης και της ανθρώπινης εντελέχειας. «Χωρίς αυτές ξαναπέφτουμε στην αυταπάτη της κοσμόπολης και της άσκοπης παγκοσμιοποίησης»90.

Σ’αυτό το σημείο, και από διαφορετική ο καθένας χρονική και φιλοσοφική αφετηρία, ο φιλόσοφος και ο ποιητής, φαίνεται να επιστρέφουν και να συμφωνούν πάνω στην εκ-παιδευτική διαδικασία μέθεξης στην έννοια της έλλογης αρετής, που υπερβαίνει τα «πράγματα» (αγαθά, υπηρεσίες, τεχνολογία για την τεχνολογία κ.λ.π.) και συναντάται με μια νέα παιδευτική πράξη πάνω στον επαναπροσδιορισμό της έννοιας του πολιτικού βίου.

Εδώ ακριβώς είναι και το σημείο συνάντησης της σύγχρονης, μονομερώς αναπτυσσόμενης παγκοσμιοποίησης, και της ελληνικής κληρονομιάς, (όπως και ο Σικελιανός τη θεωρούσε), όχι απλώς ως μια ακαδημαϊκή και αισθητική διεργασία της ανθρώπινης σκέψης, αλλά ως μια επείγουσα πανανθρώπινη ευθύνη διαχείρισης του σύνθετου παγκόσμιου πολιτικού, οικονομικο- κοινωνικού και πολιτισμικού σκηνικού των ημερών μας. Ίσως και κάτι περισσότερο πια: ως μια καθολική πραγματιστική ευθύνη απέναντι στο ίδιο το φαινόμενο της ζωής91. Και αν αυτή την οριακή, ενδεχομένως, στιγμή του πολιτισμού μας, τα ανθρώπινα πάθη έχουν ίσως πεπερασμένη ισχύ, τα πάθη της φύσης είναι ανεξέλεγκτα και ενσκήπτουν ερήμην της ανθρώπινης βούλησης, υπερτερώντας αυτής νομοτελειακά. Γι’ αυτό, οι επιμέρους ιδέες και αξίες που η σκέψη του Σικελιανού προήγαγε, να θεωρηθούν δηλαδή «όλα τα σύγχρονα κοινωνικά και ιστορικά προβλήματα, όχι αποκάτου από το πρίσμα των παθών, αλλά, πραγματικά και με απόλυτα Συνθετική κατεύθυνση και σκοπιμότητα, sub specie universi», συνιστά σήμερα το κορυφαίο αφετηριακό επίπεδο σκέψης για τον κάθε γόνιμο πολιτικό και φιλοσοφικό προβληματισμό92. Από αυτή την άποψη, η υπερβατική πτήση ενός ποιητή ανοίγει τον δρόμο για την πολιτική «ενανθρώπιση» του σύγχρονου κόσμου, μέσω της οραματικής ουτοπίας του. Γιατί χωρίς της ουτοπίας τον ορίζοντα, η κάθε πραγματικότητα -η ίδια η ζωή-τελματώνει και βυθίζεται στα ανακυκλούμενα αδιέξοδά της.

  1. Η γνωριμία της Εύας Πάλμερ με το ζεύγος Ντάνκαν θα γίνει στο Παρίσι, το 1906. Την πρώτη τους συνάντηση και τη συνεργασία τους αφηγείται η Εύα στον «Ιερό πανικό», στο κεφάλαιο 6, (σ. 99-111), με τίτλο: Πηνελόπη. ↩︎
  2. Αγαπημένη αδελφή του ποιητή, η Πηνελόπη, κατά δύο χρόνια μεγαλύτερη (γεν. 1882), προικισμένη με καλλιτεχνική ευαισθησία και ταλέντα. Κόρη του καθηγητή Γαλλικών και Ιταλικών στο Γυμνάσιο Λευκάδας Ιωάννη Σικελιανού και της Χαρίκλειας Στεφανίτση, που είχαν αποκτήσει 7 παιδιά (δύο πέθαναν σε νηπιακή ηλικία). Η Πηνελόπη παντρεύτηκε τον Αμερικανό ποιητή, χορευτή και φιλόσοφο Raymond Duncan (αδελφό της διάσημης χορεύτριας Isadora Duncan) και απόχτησαν έναν γιο, τον Μενάλκα. Η Πηνελόπη αρρώστησε από φυματίωση και πέθανε το 1925, σε ηλικία 43 χρόνων. Ήταν εκείνη που μύησε την Εύα στην ελληνική τέχνη του αργαλειού. ↩︎
  3. Σημαντικό κεφάλαιο της παιδείας της αποτελούν οι γνωριμίες και η αναστροφή της με κορυφαίες προσωπικότητες της παγκόσμιας τέχνης, άνθρωποι με τους οποίους συνομιλεί δημιουργικά και τους εμπλέκει πολλαπλώς στις καλλιτεχνικές της ανησυχίες πριν από τον Σικελιανό, και στην πραγμάτωση του Δελφικού οράματος και των Δελφικών Γιορτών μετά τη συνάντησή της με τον Έλληνα ποιητή. Όλως ενδεικτικά αναφέρουμε: τον κύκλο της Μπάρνεϋ (Ρενέ Βιβιέν, Σάρα Μπερνάρ, Κολέτ κ.ά.)· την Αμερικανίδα αρχαιολόγο Alma Reed, που μαζί με την Εύα δημιούργησαν τη Δελφική Λέσχη στην Αμερική, με σκοπό να διαδώσουν στη χώρα αυτή τη Δελφική Ιδέα· τον Μεξικανό καλλιτέχνη Jose Clemente Orozco, θαυμαστή της ποίησης του Σικελιανού. Τον μεγάλο Αμερικανό χορευτή Ted Shawn. Τον ερευνητή και καθηγητή βυζαντινής μουσικής στο Εθνικό Ωδείο Αθηνών Κωνσταντίνο Ψάχο, με τον οποίο είχε συνεργαστεί ώστε να ανεβάσει τον «Προμηθέα Δεσμώτη» , με βυζαντινές συνθέσεις για τα χορικά· την Κορσίντ Ναορότζι, Ινδή μουσικό, με μουσικές σπουδές στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης, η οποία είχε έρθει στην Ελλάδα με σκοπό να σπουδάσει δίπλα στην Εύα βυζαντινή μουσική, ώστε να βοηθήσει την πατρίδα της να ξαναβρεί τη μουσική της παράδοση· τον Μανώλη Καλομοίρη και τον Δημήτρη Μητρόπουλο, τους οποίους ο Σικελιανός είχε επιλέξει ως κατάλληλους συνθέτες για τα τραγούδια του χορού στον «Προμηθέα Δεσμώτη», αλλά η Εύα είχε γι’ αυτό το έργο επιστρατεύσει τον Κωνσταντίνο Ψάχο. Τη σημαντική λαογράφο Αγγελική Χατζημιχάλη και πολλούς άλλους. ↩︎
  4. Θα γράψει η Άρτεμις Λεοντή σχετικά με την ένταση που υπήρχε στη σχέση της Εύας με τη Νάταλι Μπάρνεϋ, εξαιτίας του διαφορετικού προσανατολισμού της σκέψης και της κοινωνικής τους θεώρησης: «Η Εύα δεν θα ενδώσει ποτέ πλήρως στην τάση της Μπάρνεϋ να ακολουθεί το αισθητικό δόγμα της παρακμής (decadence). Δε συμμερίζεται την έμφαση που δίνει η φίλη της στο τεχνητό έναντι της φύσης, την αδιαφορία της για τον δημόσιο βίο και την πολιτική, την περιφρόνησή της για τις κατώτερες τάξεις, την επίμονη επιθυμία της να δημοσιοποιεί την ιδιωτική της ζωή, τη σύνδεση του ερωτισμού με την κυριαρχία και την επιθετική της στάση. Η επίμονη επιδίωξη της εφήμερης απόλαυσης από την Μπάρνεϋ –και η προσπάθειά της να την κάνει όσο πιο θεατρική και περίτεχνη γινόταν– ερχόταν σε αντίθεση με τη λαχτάρα της Εύας για μια ιδεώδη τάξη, πέρα από τα πάθη και τις επιθυμίες της». (Άρτεμις Λεοντή, ό.π., σ. 62). ↩︎
  5. Βλ. Άρτεμις Λεοντή, ό.π., σ. 58-97. ↩︎
  6. Εύα Πάλμερ-Σικελιανού, Ιερός Πανικός, ό.π., σ. 66. ↩︎
  7. Η Εύα διέπεται από ένα αντικαταναλωτικό πνεύμα, το οποίο θεωρεί στοιχείο εκχυδαϊσμού των ανθρώπων στα πλαίσια των βιομηχανικών κοινωνιών, που αποκόπτουν εντελώς τον άνθρωπο τόσο από τη δημιουργική εργασία όσο και από τη φύση και τον φυσικό τρόπο ζωής. Γράφει σχετικά, αντιπαραβάλλοντας το δημιουργικό έργο της υφάντρας με τη μηχανοποιημένη βιομηχανική παραγωγή: «…οι καταναλωτές χυδαιοποιούνται και σκληραίνουν από την απόκτηση κακόγουστων και φτηνών πραγμάτων και, το χειρότερο, καταντούν να περηφανεύονται για την ίδια τους την ανικανότητα». (Εύα Πάλμερ-Σικελιανού, ό.π., σ. 150). ↩︎
  8. Ό.π., σ. 151. ↩︎
  9. Βλ. Εύα Πάλμερ-Σικελιανού, ό.π., σ. 76. ↩︎
  10. Ό.π., σ. 77, σημ. 2. ↩︎
  11. Ό.π., σ. 78-79. ↩︎
  12. Βλ. Γιώργος Βαρθαλίτης, «Ο Άγγελος Σικελιανός και η φιλοσοφία της ζωής», Poeticanet, 13 Σεπτεμβρίου 2020. ↩︎
  13. Βλ. Παρασκευή Κοψιδά-Βρεττού, «Δελφική Ιδέα: Η θεωρητική σύλληψη και η διανοητική επεξεργασία ενός πνευματικού-πολιτισμικού ιδεώδους», περ. Θέματα Λογοτεχνίας, τ. 17, Μάρτιος- Ιούνιος 2001, εκδ. Γκοβόστη, σ. 179-189. και Κώστας Ανδρουλιδάκης, «Ο “Πρόλογος” στον “Λυρικό Βίο” του Σικελιανού», Χάρτης, 40, Απρίλιος 1922, https://www.hartismag.gr/hartis- 40/afierwma/o-prologhos-ston-liriko-vio-toi-sikelianoy, πρόσβαση Φεβρουάριος 2022.. ↩︎
  14. C.M. Bowra, ό.π., σ. 51-52. ↩︎
  15. Βλ. Άγγελος Σικελιανός, Λυρικός Βίος, Πρόλογος, σ. 17. ↩︎
  16. Ο Νίκος Καζαντζάκης (1883-1957), επιστήθιος φίλος του Άγγελου Σικελιανού και συνοδοιπόρος του, από το 1914 έως το 1922, θα διακόψουν τις σχέσεις τους το 1922, λόγω πνευματικών και πολιτικών διαφορών, αφού όμως θα έχουν πραγματοποιήσει πολλά ταξίδια σε τόπους εμβληματικούς, σε όλη την Ελλάδα, με πρώτο και σημαντικότερο σταθμό το Άγιον Όρος. Θα ζήσουν εκεί στιγμές μοναδικής πνευματικότητας, ζώντας ασκητικά και μελετώντας τα Ευαγγέλια, τον Δάντη, κείμενα του Βουδισμού. Η προσκυνηματική αυτή εμπειρία, που θα συνδέσει την πνευματικότητα των θρησκειών με την κοσμική φιλοσοφική αναζήτηση της σωτηρίας του ανθρώπου, θα τους ενώσει με δεσμούς ακατάλυτους, παρά τις μεταγενέστερες αντιθέσεις τους. (Για το προσκύνημα των δύο μεγάλων λογοτεχνών στο Άγιον Όρος, βλ. Ιωάννης Μ. Χατζηφώτης, Προσκύνημα στον Άθω του Σικελιανού και του Καζαντζάκη το 1914, Ίρις, Αθήνα 1997. Επίσης, Παντελής Πρεβελάκης, Άγγελος Σικελιανός, ΜΙΕΤ, Αθήνα 1990. Ιδιαίτερη σημασία έχουν ωστόσο τα Ημερολόγια των δύο συγγραφέων, στη διάρκεια του ιερού ταξιδιού τους, τον Νοέμβριο- Δεκέμβριο του 1914. Βλ. Άγγελος Σικελιανός, Το Αγιορείτικο Ημερολόγιο, Εισαγωγή-Φιλολογική επιμέλεια: Ιωάννα Κωνσταντουλάκη-Χάντζου, Ακαδημία Αθηνών, Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, Αθήνα 1988· και, Νίκος Καζαντζάκης, Άγιον Όρος. Ν/βρης-Δ/βρης 1914. Ημερολόγιο, Επιμέλεια-εισαγωγή-σχόλια: Χριστίνα Ντουνιά, Παρασκευή Βασιλειάδη, Μουσείο Νίκου Καζαντζάκη, Ηράκλειο 2020. ↩︎
  17. Ο Σικελιανός, όπως και ο Καζαντζάκης και ο Βάρναλης, είχε μελετήσει εμβριθώς τη νιτσεϊκή φιλοσοφία, γεγονός που –εκτός από το έργο του– τεκμηριώνει και η βιβλιοθήκη του των Δελφών, στην οποία υπάρχουν μερικά από τα θεμελιώδη έργα του Νίτσε. Ανάμεσα σ’ αυτά, Η γέννηση της τραγωδίας, έργο που επηρέασε βαθύτατα και την Εύα Πάλμερ. (Φ. Νίτσε, Η φιλοσοφία στα χρόνια της αρχαιοελληνικής τραγωδίας, μτφρ. Βαγγέλης Δουλαβέρης, επιμ. Ήρκος Αποστολίδης, εκδ. Gutenberg, Αθήνα 2013, σ. 50). Για τη συνάντηση διαφόρων φιλοσοφικών απόψεων και θεωριών
    στο έργο του Α. Σικελιανού, βλ. Δημήτριος Γ. Καραθανάσης, Φιλοσοφικές επιδράσεις στο έργο του Άγγελου Σικελιανού: Από την αρχαία Ελληνική ως τη νεότερη ευρωπαϊκή φιλοσοφία, Ιωάννινα 2018· και Νίκος Σβορώνος, «Προτάσεις για τη μελέτη της ιδεολογίας του Σικελιανού», στο: Ερατοσθένης Καψωμένος (επιμ.), Εισαγωγή στην ποίηση του Άγγελου Σικελιανού, εκδ. Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2011. ↩︎
  18. C.M. Bowra, ό.π., σ. 51. ↩︎
  19. Ά. Σικελιανός, Λυρικός Βίος, Πρόλογος, σ. 51-52. ↩︎
  20. Ά. Σικελιανός, Λυρικός Βίος, Πρόλογος, σ. 16-17. ↩︎
  21. Βλ. το περιεκτικό κείμενο του Γιώργου Βαρθαλίτη, «Ο Άγγελος Σικελιανός και η φιλοσοφία της ζωής», Poeticanet, 13 Σεπτεμβρίου 2020. ↩︎
  22. Θεοδωρακόπουλος Ιωάννης, Τα σύγχρονα φιλοσοφικά ρεύματα, εκδ. Εστία, Αθήνα 1966. Και, Γ. Βαρθαλίτης, ό.π. ↩︎
  23. Έντζο Τραβέρσο, Τι απέγιναν οι διανοούμενοι;, μτφρ. Νίκος Κούρκουλος, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, Αθήνα 2014. ↩︎
  24. Ό.π., σ. 67-68. Βλ. και Ρίτσα Φράγκου Κικίλια, Άγγελος Σικελιανός, εκδ. Πατάκη, Αθήνα 2009. Επίσης, Βιβέτ Τσαρλαμπά-Κακλαμάνη, Μνήμη Άγγελου Σικελιανού, Δήμος Λευκάδας, 2001. ↩︎
  25. Ό.π., σ.68. ↩︎
  26. Βλ. Νίκος Γ. Σβορώνος, «Προτάσεις για τη μελέτη της ιδεολογίας του Σικελιανού», Νέα Εστία, τόμ. 11ος, 1981, σ. 1590 κ.ε., Κώστας Ανδρουλιδάκης, «Ο “Πρόλογος” στον “Λυρικό Βίο”, ό.π.· και Παρασκευή Κοψιδά Βρεττού, Δελφική Ιδέα…, ό.π., σ. 180-181. ↩︎
  27. Εύα Πάλμερ-Σικελιανού, Ιερός πανικός, ό.π., σ. 130. ↩︎
  28. John P. Anton, «Η φιλοσοφία της Δελφικής Ιδέας του Σικελιανού στον πεζό του λόγο», Νέα Εστία, τ.χ. 1405, 1986, σ. 145-156. ↩︎
  29. Εύα Πάλμερ-Σικελιανού, Ιερός πανικός, ό.π., σ. 130 (εκδ. Μίλητος) (εκδ. Εξάντας σ. 83). ↩︎
  30. . Ό.π., σ. 130. ↩︎
  31. Ό.π., σ. 130-131. 139. Και, Λία Παπαδάκη, ό.π., σ. 83. ↩︎
  32. Λία Παπαδάκη, ό.π., σ. 83. ↩︎
  33. Ά. Σικελιανός, Πεζός λόγος, τ. Α’, ό.π., σ. 100. ↩︎
  34. Ά. Σικελιανός, ό.π., σ. 122. Για την έκπτωση της Μεγάλης Ιδέας, βλ. Ιωάννης Γ. Μουρέλος,
    «Το τέλος της Μεγάλης Ιδέας». Στο: Σμύρνη, Μικρασία,Ιστορικά, εκδ. Ελευθεροτυπία, Αθήνα 2007. ↩︎
  35. Λία Παπαδάκη, ό.π., σ. 90-91. ↩︎
  36. Γιώργου Καλλίνη, «Η μυθιστορηματικοποίηση της Δελφικής Ιδέας», περ. Χάρτης, 40, Απρίλιος 2022, https://www.hartismag.gr/hartis-40/afierwma/i-mithistorimatikopoiisi-tis-delfikis-ideas, πρόσβαση Μάιος 2022. ↩︎
  37. Ά. Σικελιανός, Λυρικός βίος, τ. Β΄, ό.π., σ. 27-28. ↩︎
  38. Άγγελος Σικελιανός, Πεζός λόγος, τ. Β’, σ. 145. ↩︎
  39. Ά. Σικελιανός, Λυρικός βίος, τ. Β΄, ό.π., σ. 79. ↩︎
  40. Ό.π., σ. 78-79. ↩︎
  41. Ό.π., σ. 30. ↩︎
  42. Βλ. Κώστας Μπουρναζάκης, «Άγγελος Σικελιανός: Η εποχή των Βαλκανικών Πολέμων στην ποίησή του», Χάρτης, 40, Απρίλιος 2022. Και, Σίμος Ανδρονίδης, Ο Άγγελος Σικελιανός στην ιστορία, Το βιβλίο net, 2-5-2017. ↩︎
  43. Ά. Σικελιανός, Λυρικός βίος, τ. 2, ό.π., σ. 28. ↩︎
  44. Εύα Πάλμερ-Σικελιανού, Ιερός πανικός, ό.π., σ. 130 (εκδόσεις Μίλητος). ↩︎
  45. Ό.π., σ. 130-131. Εδώ θέτει και το θέμα της “συνήχησης” νόησης και αισθαντικότητας.
    «Πρέπει να υπάρχει μια γέφυρα», θα πει, «ένας συνδετικός δρόμος ανάμεσα σε αυτούς που βλέπουν και σε αυτούς που μόνο αισθάνονται. Πρέπει να υπάρχει συνεργασία μεταξύ των πνευμόνων και της καρδιάς, διαφορετικά και τα δύο θα χαθούν». (Ό.π., σ. 131). ↩︎
  46. Ό.π., σ. 131. ↩︎
  47. Βλ. Δημήτριος Γ. Καραθανάσης, Φιλοσοφικές επιδράσεις στο έργο του Άγγελου Σικελιανού: Από την αρχαία ελληνική ως τη νεότερη ευρωπαϊκή φιλοσοφία, Ιωάννινα 2018, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων· και του ίδιου, «Η “Δελφική Ιδέα” του Άγγελου Σικελιανού: Απηχώντας την πλατωνική “Πολιτεία”», Χάρτης, 40, Απρίλιος 2022. ↩︎
  48. Εύα Πάλμερ-Σικελιανού, ό.π., σ. 131 (Εξάντας 84). ↩︎
  49. Ο George Cram Cook (ή Jig Cook) (1873-1924), από το Davenport της Iowa, ήταν θεατρικός παραγωγός, σκηνοθέτης, θεατρικός συγγραφέας, ποιητής και μυθιστοριογράφος και προπάντων ένας ρομαντικός Αμερικανός φιλέλληνας. Από εύπορη, αστική οικογένεια, με γονείς που ενστάλαξαν μέσα του την αγάπη για την τέχνη και τη μόρφωση. Σπούδασε στο Χάρβαρντ, στο Πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης και της Γενεύης. Μετά τις σπουδές του θα διδάξει σε διάφορα πανεπιστήμια. Θα εγκαταλείψει ωστόσο τον ακαδημαϊκό κόσμο και θα αποσυρθεί σε εξοχικό σπίτι της οικογένειάς του, όπου θα ασχοληθεί με την καλλιέργεια της γης και την κηπουρική, τη μελέτη και τη συγγραφή. Έντονη είναι η επίδραση του Νίτσε στο πρώτο του μυθιστόρημα Roderick Taliafero (1903). Ένας από τους μισθωτούς εργάτες του, ο Floyd Dell, που αργότερα θα γίνει μυθιστοριογράφος και θ’ ασχοληθεί με τη δημοσιογραφία, θα τον μυήσει στον σοσιαλισμό. Θα συνεργαστεί με τον Dell ως λογοτεχνικός συντάκτης της εφημερίδας Chicago Evening Post και το 1913 θα παντρευτεί τη θεατρική συγγραφέα και μυθιστοριογράφο, Susan Glaspell, η οποία συμμετείχε στην “Ομάδα Davenport”, που ο Cook είχε δημιουργήσει, με το όνομα “Province town Players” μαζί με άλλους νέους συγγραφείς για την προώθηση της νέας αμερικανικής λογοτεχνίας, του θεάτρου κυρίως. Ήταν η “Ομάδα” που ανακάλυψε τον Ευγένιο Ο’ Νηλ, και ερμήνευσε τα πρώτα έργα του. Το όνειρό του όμως τον οδηγούσε στην Ελλάδα. Ως φοιτητής ακόμα στο Χάρβαρντ μαζί με τον φίλο του John Alden είχαν πλάσει αυτό το όνειρο για τη χώρα που ο πολιτισμός της είχε εξάψει τη φαντασία τους. «Κάθομαι εδώ και ονειρεύομαι την Ελλάδα», είχε γράψει στη μητέρα του. «Ζω σε μια επίπεδη ενδοχώρα. Θέλω να ζήσω εκεί όπου τα βουνά συναντούν τη θάλασσα. Θα ήθελα να χτίσω μια ξύλινη καλύβα κοντά σ’ ένα χωριό βοσκών, μ’ ένα μονοπάτι να σταματάει σε σκοτεινούς βράχους, στη γαλαζοπράσινη θάλασσα…». Χρόνια μετά, το 1922, μαζί με τη γυναίκα του Susan Glaspell και την κόρη του Νίλα θα μετακινηθούν στην Ελλάδα, πνευματική τους πατρίδα όπως έγραψε ο Βενέζης, και θα επιλέξουν για τόπο διαμονής τους την μυθική περιοχή των Δελφών. Τον χειμώνα στο χωριό των Δελφών, το καλοκαίρι στο βουνό, στον Παρνασσό, μέσα σε ελάτινες καλύβες που ο ίδιος ο Cook είχε κατασκευάσει. Έμαθε την ελληνική γλώσσα και σχεδόν αμέσως ντύθηκε τη στολή των χωρικών της περιοχής, τσαρούχια, φουστανέλα και πουκαμίσα. Οι τσοπάνηδες του Παρνασσού του δώρισαν τον μαύρο σκούφο, που έφερε συνεχώς στο κεφάλι του και μια γκλίτσα. Έγραφε συνεχώς και είχε δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για να παραστήσει αρχαίο δράμα στους Δελφούς. Τον πρόλαβε όμως νωρίς ο θάνατος, αρχές Ιανουαρίου του 1924, δύο χρόνια περίπου αφότου είχε βρει τον επίγειο δημιουργικό του παράδεισο. Τάφηκε στους Δελφούς, όπως και η Susan, που πέθανε το 1948. Μετά τον θάνατο του Cook το περιοδικό The Nation έγραψε: «Ο George Cram Cook ήταν Έλληνας της εποχής του Περικλή, που ξέφυγε από τον τόπο και τον χρόνο του στην πιο δειλή εποχή μας. Και αφού πλήγωσε τον εαυτό του δουλεύοντας μια ζωή ενάντια σε πραγματικότητες που επιθυμούσε να αναδιαμορφώσει, έφυγε ξανά προς αυτό που φαινόταν η δική του χώρα». (Για τη ζωή και την πολυσχιδή δράση του Cook, προσφέρεται η βιογραφία του από την Susan, δύο χρόνια μετά τον θάνατό του. Βλ. Susan Glaspell, The Road to the Temple, London: Ernest Benn, 1926. Επίσης, μια βιογραφία της Susan από την Linda Ben-Zvi: Susan Glaspell, Her Life and Times, Oxford University Press, New York, 2005). ↩︎
  50. Εύα Πάλμερ-Σικελιανού, Ιερός πανικός, ό.π., σ. 140-141. ↩︎
  51. Άρτεμις Λεοντή, ό.π., σ. 245. ↩︎
  52. Το έργο του The Athenian Women (Οι Αθηναίες), που είχε παρασταθεί για πρώτη φορά το 1918 στη Νέα Υόρκη –αφού πρώτα είχε διαβάσει την Λυσιστράτη, του Αριστοφάνη, και τις Θεσμοφοριάζουσες– φαίνεται ότι ο συγγραφέας του σχεδίαζε να παιχθεί και στο θέατρο των Δελφών από τη Φοιτητική “Συντροφιά“. Στη θεατρική ομάδα συμμετείχαν ο Ιωάννης Συκουτρής, ο Βασίλειος Τατάκης, ο Ι.Θ. Κακριδής, η Όλγα Κομνηνού, ο Κ.Θ. Δημαράς, ο Γεώργιος Μυλωνάς, ο Κωνσταντίνος Σπυριδάκης κ.ά., που βρίσκονταν συχνά με τον Cook και έκαναν μαζί του εκδρομές. Η μετάφραση του έργου The Athenian Women είχε κυκλοφορήσει το 1926 από τις εκδόσεις H.F. Kauffman, Αθήνα, την οποία έκδοση προλόγιζε ο Λέανδρος Παλαμάς, γιος του ποιητή (Βλ. Σταύρος Τσιτσιρίδης, ό.π.). Αξίζει να αναφερθεί ότι μεγάλο μέρος της μετάφρασης είχε κάμει ο ίδιος ο Cook και τη συμπλήρωσε ο Κώστας Καρθαίος. (Βλ. Edith Hall, «American Communist Idealism in George Cram Cook’s The Athenian Women, 1918), Keria: Studia Latina et Graeca, Vol. 20, No. 3 (2018). ↩︎
  53. Βλ. Σταύρος Τσιτσιρίδης, «Ποιος ήταν ο Δελφικός George Cram Cook», Δελφικά Χρονικά, 7 Μαρτίου 2021, σ. 161. Και του ίδιου, «Ο George Cram Cook και οι Δελφικές Εορτές. Μια αγνοημένη σελίδα του πρωτοποριακού θεάτρου στην Ελλάδα», Λογείον-Logeion 7, 2017, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, σ. 267-298. ↩︎
  54. Τα κείμενα αυτά έχουν περιληφθεί στον «Πεζό Λόγο» του Άγγελου Σικελιανού. Ενδεικτικά αναφέρουμε: Δελφικές Εορτές (1926), Δελφικός Λόγος· Λόγος Σπερματικός (1918), Δελφική Έκκληση (1920), Δελφικό Πανεπιστήμιο (1930), Δελφικός χαιρετισμός προς τους αδελφούς Έλληνες της Αιγύπτου και προς την Μητέρα Αίγυπτο (1930), Η Δελφική Ιδέα· Ομιλία Πρώτη (1931), Η Δελφική Ένωση· Ένα προανάκρουσμα (1932). ↩︎
  55. Εύα Πάλμερ-Σικελιανού (;), Ιερός Πανικός (εκδ. Εξάντας;), σ. 117. ↩︎
  56. Το ενθουσιαστικό κλίμα των Δελφικών Γιορτών περιγράφεται με ενάργεια στον τύπο της εποχής, σε πρωτοσέλιδα αφιερώματα. Ενδεικτικά, διαβάζουμε από το αφιέρωμα της εφημερίδας Εμπρός, της 10ης Μαΐου 1927: «Μετά πάροδον δέκα επτά όλων αιώνων πρώτην ήδη φοράν τα Άγια των Αγίων του Αρχαίου Ελληνικού λαού δέχονται την ιεράν θεωρείαν των ευλαβών προσκυνητών κομιζόντων τον φόρον του θαυμασμού των… Αι σήμερον αρξάμεναι Δελφικαί Εορταί αποτελούν αναντιρρήτως ιστορικόν σταθμόν δια την νέαν Ελλάδα…Και η εφημερίδα Σκριπ: «Ο Έλλην αρχαιολόγος κ. Φιλαδελφεύς προσέφερεν κλάδον δάφνης εις τον κ. και την κ. Σικελιανού, ειπών ότι ως οι αρχαίοι Ολυμπιονίκαι, δικαιούνται της τιμής αυτής απονεμομένης επί του ιερού αυτού εδάφους των Δελφών, το οποίον δεν παράγει ούτε χρυσόν, ούτε άλλα πολύτιμα μέταλλα, αλλά μόνον το σύμβολον αυτό της υπερτάτης των τιμών».Της χειρονομίας αυτής, εκτός των άλλων εκδηλώσεων, είχαν προηγηθεί οι ομιλίες των αρχαιολόγων, παρουσία πολλού κόσμου στο θέατρο. Ανάμεσα στους ομιλητές ήταν και ο Γερμανός αρχιτέκτονας και αρχαιολόγος Γουλιέλμος Νταίρπφελντ (1853-1940), ο οποίος μίλησε στα γερμανικά, σχετικά με το Αρχαίο Θέατρο, κατά τη δεύτερη μέρα (10 Μαΐου 1927) των Γιορτών.Ειδικότερα για τις Δελφικές Γιορτές, βλ. Κ. Αθ. Παπαγεωργίου (επιμ.), «Άγγελος Σικελιανός – Εύα Palmer-Σικελιανού Δελφικές Εορτές», Ειδικόν αφιέρωμα της επιθεωρήσεως ΗΩΣ, Δεύτερη έκδοση, εκδ. Παπαδήμας, Αθήνα 1998. Και, Κώστας Μπουρναζάκης,«ΔελφικέςΕορτές»,εφ.Καθημερινή,https://www.kathimerini.gr/resources/toolip/doc/ 2019/02/26/1927_5_9.pdf , πρόσβαση Μάρτιος 2022. ↩︎
  57. Άγγελος Σικελιανός, Πεζός λόγος, τ. Β΄, ό.π., σ. 425. ↩︎
  58. Βλ. σχετικά, Γεράσιμος Γρηγόρης (επιμέλεια-σύνθεση), Σικελιανός 1884-1951. Βίος, Έργο, Ανθολογία, Κριτικές, Εικόνες, Βιβλιογραφία, Εταιρεία Λευκαδικών Μελετών, 1981 (έκδ. Β΄ συμπληρωμένη). Ενδεικτική βιβλιογραφία στο «Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών» του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου, στο λήμμα «Άγγελος Σικελιανός» (1884-1951). Και, Κ. Αθ. Παπαγεωργίου (επιμ.), «Άγγελος Σικελιανός – Εύα Palmer-Σικελιανού Δελφικές Εορτές», Ειδικόν αφιέρωμα της επιθεωρήσεως ΗΩΣ, Β΄ έκδ., Παπαδήμας, Αθήνα 1982. ↩︎
  59. Εύα Πάλμερ-Σικελιανού, Ιερός πανικός, ό.π., σ. 243. Η προσπάθεια της Εύας στην Αμερική ώστε να κατορθώσει να κάμει γνωστό το ποιητικό έργο του Σικελιανού και να μεταφραστεί στη χώρα της, αλλά και να βρει υποστήριξη κάθε είδους για την υλοποίηση του Δελφικού Οράματος, ήταν πείσμων και γιγάντια. Περιγράφεται στον Ιερό Πανικό με το ιδεολογικό περίβλημα του σκεπτόμενου καλλιτέχνη και τη γενναιότητα του ιδεαλιστή. ↩︎
  60. Άγγελος Σικελιανός, Πεζός λόγος, τ. Β΄, σ. 413. ↩︎
  61. Ό.π., σ. 427. ↩︎
  62. Ό.π., σ. 427-428. ↩︎
  63. Ό.π., σ. 425. ↩︎
  64. Ό.π., σ. 425.Το Διεθνές Ινστιτούτο Διανοητικής Συνεργασίας ιδρύθηκε τον Ιανουάριο του 1922 στα πλαίσια της Κ.τ.Ε. , με σκοπό την ενίσχυση των πνευματικών σχέσεων μεταξύ των χωρών. Πρώτος Πρόεδρος, ο Γάλλος φιλόσοφος Henri Bergson (1922-1925). To Iνστιτούτο κληροδότησε το πνεύμα και τα αρχεία του στην Unesco. (Βλ. Jean-Jacques Renoliet, “La Genèse de l’Institut International de Coopération Intellectuelle.Relations Internationales, no. 72, 1992, p. 387–98). ↩︎
  65. Ό.π., σ. 424-425. ↩︎
  66. Η Άννα Σικελιανού (1901-2005), παντρεύεται σε δεύτερο γάμο τον ποιητή, το 1940, έπειτα από έναν σφοδρό και δραματικό έρωτα. Μια προικισμένη, επίσης, γυναίκα, θα ζήσει δίπλα του όλο το σκιερό μέρος της ζωής του –της κοινής τους ζωής– συνυφασμένο με τις πιο επώδυνες στιγμές της ιστορίας (πόλεμος – κατοχή – εμφύλιος) και της δικής τους φτώχειας. Θα ζουν, υφαίνοντας εκείνη στον αργαλειό και πουλώντας τα προϊόντα της κι εκείνος συμβάλλοντας με τη μικρή σύνταξη που του είχε βγάλει το ελληνικό κράτος, με τη μεσολάβηση του Καζαντζάκη. Βλ. Παρασκευή Κοψιδά-Βρεττού, Άγγελος Σικελιανός – Άννα Άγγελου Σικελιανού. Στο άρρητο υφάδι της ζωής τους, εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα 2002. Της ίδιας, «Άγγελος Σικελιανός-Άννα Άγγελου Σικελιανού: Το ζωτικό βίωμα της πνευματικότητας», Πόρφυρας, τ. 121, Οκτ.-Δεκ. 2006, σ. 514-520. Και, «Λόγος μετάφρασης-Λόγος δημιουργίας», στο: Άννα Άγγελου Σικελιανού, Εταιρεία Λευκαδικών Μελετών, Αθήνα 2008, σ.63-77. Βλ. επίσης, Άννα Σικελιανού, Η ζωή μου με τον Άγγελο, εκδ. Εστία, Αθήνα χ.χ. ↩︎
  67. Ο ποιητής θ’ αφήσει την τελευταία του πνοή στην κλινική Παμμακάριστος στα Πατήσια, στις 19 Ιουνίου του 1951, πίνοντας κατά λάθος ένα ισχυρό δηλητήριο-απολυμαντικό. Η Εύα Πάλμερ, θα επιστρέψει από την πατρίδα της στην Ελλάδα, την άνοιξη του 1952, για ένα προσκύνημα στον τάφο του Άγγελου. Θα υποστεί βαρύ εγκεφαλικό επεισόδιο καθώς παρακολουθούσε στους Δελφούς τον Προμηθέα Δεσμώτη, στις 4 Ιουνίου του 1952. Θα πεθάνει σε ηλικία 77 ετών και θα ταφεί, σύμφωνα με επιθυμία της, στους Δελφούς, δίπλα στον Άγγελο. ↩︎
  68. Βλ. Βάλτερ Πούχνερ, «Η συνέχεια των Δελφικών Γιορτών. Η υπαίθρια παράσταση του Διθύραμβου του Ρόδου του Άγγελου Σικελιανού στο Λόφο του Φιλοπάππου στις 24 Απριλίου 1933», στο: Κυριακή Πετράκου, Αγνή Τ. Μουζενίδου (επιμέλεια), Ο Σικελιανός και το θέατρο. Πρακτικά Ημερίδας για την επέτειο των 50 χρόνων από τον θάνατο του Ά. Σικελιανού , 17 Δεκ. 2001, ΕΚΠΑ – Τμήμα Θεατρικών Σπουδών, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2003, σ. 63-86. Και, Λία Παπαδάκη, «Η μόδα της αναβίωσης του υπαίθριου θεάτρου και η “Δελφική Προσπάθεια”», στο ίδιο, σ. 111-126. ↩︎
  69. Ενδεικτικά για τον προσδιορισμό και τις θεωρίες της παγκοσμιοποίησης: Bryane Michael,
    «Theorising the Politics of Globalisation: A Critique of Held et al’s “Transformationalism”», Journal of Economic and Social Research 4 (2), 3-17· Zeljko Kaluderovic, «Held’s Conceptualization of Globalization Process», Hellenic Serbian Philosophical Dialogue Series, σ. 53-67· D.A. Held, A. McGrew, D. Goldblatt, and J. Perraton, Global Transformations: Politics, Economics and Culture, Stanford: Polity Press, 1999· και R. Robertson, Globalization, Sage, London 1992. ↩︎
  70. Ά. Σικελιανός Πεζός λόγος…, σ. 45. ↩︎
  71. Ό.π., σ. 45 ↩︎
  72. Ό.π., σ. 80. ↩︎
  73. Ό.π., σ. 78-79. ↩︎
  74. Ό.π., τ. Β΄, σ. 82. ↩︎
  75. Ό.π., σ. 80-81. ↩︎
  76. Enzo Traverso, Τι απέγιναν οι διανοούμενοι;, μτφρ. Νίκος Κούρκουλος, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, Αθήνα 2014. ↩︎
  77. Ά. Σικελιανός, Πεζός λόγος, ό.π., σ. 408. ↩︎
  78. Ά. Σικελιανός, ό.π., σ. 263. ↩︎
  79. Ό.π., σ. 264. ↩︎
  80. Θαδδαίος Ζιελίνσκι (Tadeusz Zielinski, 1859-1944), ένας από τους μεγαλύτερους ερευνητές του αρχαίου κόσμου. Ειδικεύτηκε στην ιστορία του αρχαίου πολιτισμού (ελληνικού και ρωμαϊκού κυρίως), στην ιστορία του ελληνικού θεάτρου, στις θρησκευτικές σπουδές. Έγραψε μια σημαντική μονογραφία για τα έργα του Σοφοκλή (Sophocles and his Tragic Works, 1928). Στο μνημειώδες 4τομο έργο του, πάνω στο οποίο εργαζόταν ως το τέλος της ζωής του, Religions of the Ancient World (1921-1934), εξέτασε και την επίδραση της θρησκείας στο αρχαίο ελληνικό θέατρο. Στη
    «Λογοτεχνία της Αρχαίας Ελλάδας» (1928), εκτός από το θεωρητικό κείμενό του, περιλαμβάνει και μια επιλογή έργων της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, μεταφρασμένων από τον ίδιο και τον Stefan Srebrny. Μετέφρασε επίσης αρχαίους συγγραφείς στα ρωσικά. Άλλα έργα του: Fabulous Antiquity (1930), Ανεξάρτητη Ελλάδα (1933), Αρχαιότητα και κλασσική παιδεία (1920), Ο αρχαίος κόσμος και εμείς (1920) κ.ά.Kατά τη δεκαετία 1920, ήταν πολλές φορές υποψήφιος για το Νόμπελ Λογοτεχνίας. (Βλ. Stefan Srebrny, Tadeusz Zielinski (1859-1944), http://ptf.edu.pl/wp- content/uploads/2016/07/118_EOS-2013-CD.pdf, πρόσβαση Ιούνιος 2022). ↩︎
  81. Ά. Σικελιανός, ό.π., Β΄ τόμος, σ. 404-405. ↩︎
  82. Ό.π., σ. 405. ↩︎
  83. John Anton, Έρως πολιτικός, επιμ. Θανάσης Α. Βασιλείου, Γιώργος Ι. Χριστοδουλόπουλος, εκδ. Μίλητος, Αθήνα χ.χ., σ. 231. ↩︎
  84. Unesco, Εκπαίδευση, πρόλογος: Μιχάλης Κασσωτάκης, Gutenberg, Aθήνα 1999, σ. 28-30. ↩︎
  85. Ά. Σικελιανός, ό.π., σ. 406. ↩︎
  86. Ό.π., σ. 410. ↩︎
  87. Εφ. Τα Νέα-The Washington Post, «Ιδιωτικοποίηση της πολιτικής», 17 Αυγούστου 2001. ↩︎
  88. Ο John P. Anton (1920-2014), διακεκριμένος Καθηγητής Ελληνικής Φιλοσοφίας και Πολιτισμού στο Πανεπιστήμιο της Νότιας Φλόριντα, με καταγωγή από την Αρκαδία, υπήρξε Διευθυντής του Κέντρου Ελληνικών Σπουδών στο Πολιτειακό Πανεπιστήμιο της Νότιας Φλόριντα, Αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, Επίτιμος Διδάκτωρ 4 ελληνικών Πανεπιστημίων (ΕΚΠΑ, ΑΠΘ, Ιωαννίνων, Πατρών) και με πολλές ακόμα διεθνείς διακρίσεις. Σημαντικά έργα του: American Naturalism and Greek Philosophy, 2005· Categories and Experience: Essays on Aristotelian Themes (1996)· Aristotle’s Theory of Contrariety (1957)· The Poetry and Poetics of
    C.P. Cavafy: Aesthetic Visions of sensual Reality (1995) κ.ά. Στην ελληνική γλώσσα κυκλοφορούν: Η ποίηση και η ποιητική του Κ.Π. Καβάφη, Ίκαρος 2000· Ιερός Πανικός (μετάφραση της αυτοβιογραφίας της Εύας Πάλμερ-Σικελιανού), εκδ. Εξάντας 1992 και Μίλητος 2010· Το χρονικό μιας φιλοσοφικής φιλίας, εκδ. Gutenberg, 2004· Τρία κείμενα και αλληλογραφία (1948-1982) με τον Ευάγγελο Παπανούτσο· Αριστοτέλης, εκδ. Λιβάνη, 2001· Αρκαδικά, εκδ. Μίλητος, 2009· Επιστολές της Εύας Πάλμερ-Σικελιανού για το αρχαίο δράμα (επιμ. John P. Anton), και άλλες δημοσιεύσεις σε συλλογικούς τόμους. Ο John P. Anton υπήρξε μια διεθνούς ακτινοβολίας προσωπικότητα που –πάνω απ’ όλα– εκπροσωπούσε, λόγω και έργω, το ανθρωπιστικό ήθος και τη διαυγή Ελληνική Σκέψη. ↩︎
  89. Βλ. John P. Anton, Έρως Πολιτικός, ό.π., σ. 292. ↩︎
  90. John P. Anton, ό.π., σ. 293. ↩︎
  91. John P. Anton, ό.π., σ. 331. ↩︎
  92. Ο Καθηγητής Ν.Ε. Φιλολογίας Ερατοσθένης Καψωμένος, μελετητής του Σικελιανού:
    «Γράφτηκε ότι ο Σικελιανός είναι ο ποιητής του μέλλοντος. Και, όπως φαίνεται, το μέλλον για το οποίο μιλούσαν στη δεκαετία του 1950, είναι ήδη παρόν, καθώς στον αρχόμενο 21ο αιώνα το έργο του Σικελιανού αποχτά μια συνταρακτική επικαιρότητα… ο ποιητής ήταν ο πρώτος που, σε ανύποπτο χρόνο, αντιμετώπισε θεωρητικά την προοπτική μιας παγκόσμιας κοινωνίας, αλλά στην κατεύθυνση της αναθεώρησης και όχι της επιβολής του κυρίαρχου δυτικού μοντέλου» (Ερατοσθένης Γ. Καψωμένος (επιμ.), Εισαγωγή στην ποίηση του Σικελιανού, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Αθήνα 2011) ↩︎
Avatar photo
Παρασκευή Κοψιδά-Βρεττού

Η Παρασκευή Κοψιδά-Βρεττού είναι Διδάκτωρ Κοινωνικής Λαογραφίας του Πανεπιστημίου Αθηνών και πρόεδρος του Συνδέσμου Φιλολόγων Λευκάδας.

Άρθρα: 2