Η σκιαγράφηση του προφίλ της γυναίκας δράστιδος εγκληματικών ενεργειών στον επιστημονικό λόγο και στα ΜΜΕ

Ο επιστημονικός λόγος καθυστέρησε να ασχοληθεί με το φαινόμενο της εγκληματικότητας (όπως και της θυματοποίησης) γυναικών, στην ολότητά του. Το αξιοσημείωτο βέβαια είναι ότι η αρχική επιστημονική ενασχόληση τόσο για τη γυναίκα που συγκρούεται με τον νόμο όσο και για τη γυναίκα που θυματοποιείται έγινε, σε μεγάλο βαθμό, μέσα από ένα στερεοτυπικό πρίσμα και με την αναπαραγωγή ενός συντηρητικού λόγου. Πρόκειται σαφώς για ένα εκτενές θέμα που, μεταξύ άλλων πολλών, αναλύεται στο νέο βιβλίο της γράφουσας Έγκλημα και Γυναίκα: Επιστημονικός Λόγος και Μιντιακές Απεικονίσεις για την Εγκληματικότητα και τη Θυματοποίηση Γυναικων. Στο παρόν άρθρο θα αναπτύξουμε ορισμένα σημεία που παρουσιάζονται στα αντίστοιχα Κεφάλαια του προαναφερθέντος βιβλίου.

Παραδοσιακά, η επιστήμη της Εγκληματολογίας εστίαζε την προσοχή της σχεδόν αποκλειστικά στους άντρες δράστες. Η στροφή στη μελέτη της γυναικείας εγκληματικότητας αλλά και θυματοποίησής της οφείλεται κυρίως στην ανάπτυξη του γυναικείου κινήματος κατά το δεύτερο μισό του περασμένου αιώνα στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής και σε ορισμένες χώρες της Ευρώπης. Το παγκόσμιο κοινωνικό κίνημα #Me too στη σύγχρονη εποχή, το οποίο έχει ένθερμους υποστηρικτές/ υποστηρίκτριες αλλά και πολέμιους/-ες, επιδιώκει να φέρει αλλαγές ενδυναμώνοντας τα θύματα σεξουαλικής κακοποίησης και παρενόχλησης, αλλά και τα θύματα βίας και κακοποίησης κάθε άλλης μορφής να καταγγείλουν και να δημοσιοποιήσουν τα περιστατικά που έχουν βιώσει. Θα εξετάσουμε ασφαλώς μελλοντικά πώς, σε ποια έκταση και σε ποιο βαθμό οι προσπάθειες ενδυνάμωσης και παράλληλα ευρύτερης αφύπνισης της κοινωνίας για τόσο σοβαρά ζητήματα θα διαφοροποιήσουν και τις μιντιακές απεικονίσεις για τη γυναίκα που θυματοποιείται. Οι επιδράσεις δηλαδή του εν λόγω κινήματος στη δημοσιογραφική κάλυψη υποθέσεων σεξουαλικής κακοποίησης, βίας και παρενόχλησης αποτελούν ένα πεδίο που είναι σημαντικό να μελετηθεί σε ερευνητικό επίπεδο.

Από την άλλη πλευρά το «γιατί» οι γυναίκες οδηγούνται στη διάπραξη εγκληματικών ενεργειών έχει εκτενώς απασχολήσει την εγκληματολογική έρευνα από την παραδοσιακή εποχή και κοινωνία και εξακολουθεί να διατυπώνεται σήμερα, με τα ΜΜΕ να δημοσιοποιούν υποθέσεις γυναικείας εγκληματικότητας και να επιχειρούν να φωτίσουν όψεις της με την επιστημονική συμβολή ειδικών. Αναμφίβολα, οι εγκληματολογικές θεωρίες μπορούν να ασκήσουν επιδράσεις στους κομβικούς τομείς τόσο της πρόληψης όσο και της καταστολής αλλά και εφαρμογής του δικαίου, ως εκ τούτου είναι απαραίτητο να εμβαθύνουμε σε αυτές προκειμένου να κατανοήσουμε το πώς έχουν διαχρονικά προσεγγίσει το έγκλημα και τον/την εγκληματία. Οι θεωρίες γένεσης της γυναικείας εγκληματικότητας,  που σε ένα αρχικό στάδιο διερεύνησης γνώρισαν μεγάλη διάδοση, κατηγοριοποιούνται σε τρεις μεγάλες ομάδες, τα κύρια σημεία των οποίων θα παρουσιάσουμε ακολούθως.

O Ιταλός ψυχίατρος, πανεπιστημιακός καθηγητής και εγκληματολόγος, Cesare Lombroso[1], ο οποίος έχει χαρακτηριστεί ως ο θεμελιωτής της βιολογικής-θετικιστικής σχολής της εγκληματολογίας, υπήρξε μεταξύ των πρώτων που μελέτησαν επιστημονικά τη γυναικεία εγκληματικότητα. Το 1894 έγραψε με τη βοήθεια του γαμπρού του Guglielmo Ferrero το έργο The Female Offender. Οι δύο άντρες συνδυάζοντας ποιοτικά και ποσοτικά δεδομένα κατέληξαν στην υπόθεση ότι υπάρχει βιολογική προδιάθεση ως προς τη διάπραξη εγκλημάτων για όσες γυναίκες προβαίνουν στην εγκληματική πράξη. Ο Lombroso εφάρμοσε στις γυναίκες την τυπολογία του «γεννημένου εγκληματία» την οποία είχε αναπτύξει για τους άντρες εγκληματίες.  Βάσει της συγκεκριμένης τυπολογίας, οι γυναίκες που διαπράττουν εγκληματικές ενέργειες κατέχουν έναν μεγάλο αριθμό εκφυλιστικών φυσικών χαρακτηριστικών. Διαπίστωσε, ωστόσο, ότι είναι λιγότερες οι περιπτώσεις γυναικών που γεννιούνται εγκληματίες συγκριτικά με τις αντίστοιχες περιπτώσεις των ανδρών. Από την άλλη πλευρά, ο Lombroso μελέτησε την «περιστασιακή» εγκληματία και ισχυρίστηκε ότι ο τύπος αυτός ανταποκρίνεται στις περισσότερες γυναίκες που συγκρούονται με τον νόμο. Αυτές οι γυναίκες έχουν γενικά λίγα ή σε πολλές περιπτώσεις κανένα εκφυλιστικό χαρακτηριστικό, ενώ η «ηθική τους υπόσταση» πλησιάζει την αντίστοιχη των «φυσιολογικών» γυναικών. Να σημειωθεί βέβαια ότι όροι όπως «φυσιολογικές» και «μη φυσιολογικές» γυναίκες εκλαμβάνονται στη σύγχρονη εποχή ως στιγματιστικοί και είναι αναγκαίο να εξαλείφονται τόσο από τον επιστημονικό όσο και από τον μιντιακό λόγο και να αντικαθίστανται από άλλους όρους, όπως ενδεικτικά αναφέρουμε: «η γυναίκα που έχει συγκρουστεί με τον ποινικό νόμο», «η γυναίκα που έχει εγκληματήσει», «η γυναίκα που έχει παραβεί τον νόμο» κλπ.

Η περιστασιακή εγκληματίας, κατά τον Lombroso, τελεί τις πράξεις της υποκινούμενη από μια σειρά λόγων, όπως είναι η ανδρική πειθώ και ο υπέρμετρος πειρασμός, κυρίως όσον αφορά στην απόκτηση υλικών αγαθών.

   

Βάσει των παραπάνω θεωριών που στη σημερινή εποχή δέχονται δριμεία κριτική με τη σύγχρονη επιστημονική ματιά να εστιάζει στο «πολυπαραγοντικό εγκληματικό φαινόμενο», πολλά ρεπορτάζ εξακολουθούν να παρουσιάζουν τη γυναίκα «γεννημένη» δολοφόνο, σαν να μην μπορεί να αποφύγει την «εγκληματική μοίρα» της, ότι δηλαδή είναι βιολογικά προσδιορισμένη για να εγκληματήσει! Κανένας άνθρωπος όμως δεν γεννιέται εγκληματίας, αν δεν συμβάλλουν κι’ άλλοι παράγοντες. Είναι αναγκαίο, επομένως, ο σύγχρονος επιστημονικός και μιντιακός λόγος να προβάλλουν το φαινόμενο στην ολότητά του και να μην είναι μονομερείς. Ειδικά όταν η γυναίκα που εγκληματεί είναι αλλοδαπή, βλέπουμε ότι ακόμα πιο εύκολα μπορεί να μπει η στιγματιστική ετικέτα της «γεννημένης δολοφόνου». Αντίστοιχες όμως θεωρήσεις μπορούν να εκληφθούν ακόμα και ως «επικίνδυνες», γιατί δεν προβάλλουν την ουσία και πρωτίστως την ανάγκη ενίσχυσης της πρόληψης και της έγκαιρης παρέμβασης, καθώς και τη σπουδαιότητα επέκτασης της κοινωνικής μέριμνας και πρόνοιας, ειδικά για τις πιο ευάλωτες ομάδες πληθυσμού. Συνεπώς, η προσπάθεια ερμηνείας του «περάσματος στην εγκληματική πράξη» αποδιδόμενης στην «αναπόδραστη μοίρα» της γυναίκας λειτουργεί τελικά αποπροσανατολιστικά από τα ουσιώδη προβλήματα που ταλανίζουν τις κοινωνίες διαχρονικά και χρήζουν αποτελεσματικής διαχείρισης και ολοκληρωμένων απαντήσεων και λύσεων.

Ας περάσουμε όμως τώρα στις κοινωνιολογικές θεωρίες, όπως διατυπώθηκαν στην παραδοσιακή κοινωνία, διαφοροποιούμενες από τις βιολογικές.

Ο κοινωνιολόγος William Isaac Thomas[2] υποστήριξε ότι οι διαφορές στη διανοητική λειτουργία μεταξύ των δύο φύλων δεν είναι αποτέλεσμα βιολογικών διαφοροποιήσεων (όπως π.χ. του διαφορετικού μεγέθους του εγκεφάλου τους, όπως είχε συμπεράνει ο Lombroso), αλλά ότι είναι κοινωνικά προσδιορισμένες. Με τη μελέτη του The Unadjusted Girl (1923), ο Thomas διαχωρίζει εντελώς τη θέση του από εκείνη του Lombroso.


Η επιστημονική συμβολή των Sheldon & Eleanor Glueck για τη γυναικεία εγκληματικότητα.

Η πιο σημαντική προσφορά του ζεύγους Glueck[3] αναφορικά με τη γυναικεία εγκληματικότητα συνίσταται στην εκτενή έρευνά τους που δημοσιεύθηκε στο έργο τους Five Hundred Delinquent Women (1923). Η προαναφερθείσα έρευνα εστίασε σε 500 κορίτσια από τη Μασαχουσέτη (ξεκινώντας τη διερεύνηση από την παιδική τους ηλικία), τα οποία είχαν συγκρουστεί με τον νόμο. Οι Glueck κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η γυναικεία εγκληματικότητα σε πολύ μεγάλο βαθμό εξαρτάται από βιολογικούς και οικονομικούς παράγοντες.  Διαπίστωσαν επίσης ότι ένα υψηλό ποσοστό κοριτσιών που είχαν παραβεί τον νόμο προέρχονταν από πολυμελείς οικογένειες με σοβαρές δυσλειτουργίες. 

Η έρευνά τους, αν και σημαντική, ήταν σαφώς επηρεασμένη από προκαταλήψεις και σεξιστικές τοποθετήσεις, γι’ αυτό δέχτηκε αρκετές κριτικές.  Το θεμελιώδες συμπέρασμα της εν λόγω έρευνας, που συνίσταται στη σύνδεση μεταξύ ανέχειας και εγκληματικότητας, είχε επισημανθεί από άλλους μελετητές πολύ πριν.

                                 

Η επιστημονική συμβολή του Otto Pollak στην ανάλυση του φαινομένου της γυναικείας εγκληματικότητας.

Το βιβλίο του Otto Pollak The Criminality of Women (1950) θεωρείται η πιο σημαντική μελέτη αναφορικά με τη γυναικεία εγκληματικότητα η οποία πραγματοποιήθηκε κατά τη διάρκεια των μεταπολεμικών χρόνων. Ο κοινωνιολόγος καθηγητής, αν και επηρεάστηκε από τους Lombroso και Freud, διατύπωσε νέες θεωρίες σχετικά με τη γυναικεία εγκληματικότητα. Ισχυρίστηκε ότι οι γυναίκες οδηγούνται στο έγκλημα κατά κύριο λόγο από σεξουαλικά κίνητρα, ενώ οι άντρες από οικονομικά, με εξαίρεση τις περιπτώσεις των εγκλημάτων ζηλοτυπίας. Επίσης, σύμφωνα με τον Pollak, τα ποσοστά στα οποία ανέρχεται η γυναικεία εγκληματικότητα είναι πιθανώς ίδια με την εγκληματικότητα των αντρών, με τη μόνη διαφορά ότι η εγκληματικότητα των γυναικών είναι «καλυμμένη» ή βρίσκεται σε λανθάνουσα μορφή. Συμμερίστηκε μάλιστα την άποψη του Lombroso βάσει της οποίας οι γυναίκες διαπράττουν εγκλήματα, τα οποία εύκολα αποκρύπτονται και σπανίως καταγγέλλονται. Πρέπει να σημειωθεί πάντως ότι, όπως οι παραπάνω θεωρίες, έτσι και η θεωρία του Pollak έγινε αντικείμενο σφοδρών κριτικών, με τη σημαντικότερη από αυτές να εστιάζει στην ελλιπή τεκμηρίωση των επιχειρημάτων του.

Παράλληλα, αναπτύχθηκαν και θεωρίες που επικέντρωσαν το ενδιαφέρον τους όχι στους λόγους γένεσης της εγκληματικότητας γυναικών, αλλά στους λόγους, για τους οποίους η εγκληματικότητα με δράστιδες γυναίκες είναι χαμηλή. Πρόκειται για 4 μεγάλες θεωρίες που είναι οι εξής: α) Θεωρία της Κοινωνικοποίησης (Sex Role Socialization Theory), β) Θεωρία του Διαφορικού Συγχρωτισμού (Differential Association Theory), γ) Θεωρία των Νόμιμων και Παράνομων Προϋποθέσεων (Legal and Illegal Opportunity Structures) και δ) Θεωρία της Ετικέτας (Labelling Theory)[4].

Ας εξετάσουμε στο σημείο αυτό τις θεωρίες που αρχίσαν να διατυπώνονται από το 1970 και εντάσσονται στις χαρακτηριζόμενες «σύγχρονες θεωρίες».

Οι μελέτες της δεκαετίας 1970-80 αναφορικά με τη γυναικεία εγκληματικότητα παρουσίασαν ορισμένες σημαντικές διαφοροποιήσεις σε σχέση με τις παλαιότερες:

  • Έδωσαν μεγαλύτερη βαρύτητα σε οικονομικούς παράγοντες και στις οικονομικές πιέσεις που υφίστανται οι γυναίκες.
  • Ασχολήθηκαν συστηματικά με τον ρόλο της κοινωνικοποίησης, δηλαδή τις ευκαιρίες και την έλλειψη ευκαιριών που παρέχονται στις γυναίκες.
  • Εξέτασαν την εγκληματικότητα των γυναικών σε συνδυασμό με το γυναικείο κίνημα[5].

Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζουν σύγχρονες ερευνητικές προσεγγίσεις που μελετούν την εξελικτική πορεία των επιστημονικών θεωριών για τη γυναικεία εγκληματικότητα και τη διαφοροποίησή τους με την πάροδο των ετών. Η Πετούση[6] εστιάζοντας στις κλασικές θεωρίες για τη γυναικεία εγκληματικότητα στο άρθρο της υπό τον τίτλο ««Φύση» της γυναίκας και ο ιπποτισμός του άνδρα: Κλασικές θεωρίες και προτάσεις για τη γυναικεία εγκληματικότητα», επισημαίνει τα ακόλουθα: «Οι βάσεις για τη βιολογική ερμηνεία της εγκληματικής συμπεριφοράς των γυναικών τίθενται κατά τη διάρκεια της «κλασικής» περιόδου της εγκληματολογίας από θεωρητικούς, όπως οι Lombroso και Ferrerο, W. Ι. Thomas, Otto Pollak. Παρότι χρονικά και θεωρητικά μπορούν να θεωρηθούν ως παρωχημένες, οι προτάσεις της «κλασικής» εγκληματολογίας σε σχέση με τις γυναίκες εξακολουθούν να παρουσιάζουν ενδιαφέρον. Το ενδιαφέρον γι’ αυτές τις μελέτες οφείλεται στους εξής λόγους: Πρώτο, οι «κλασικές» μελέτες της γυναικείας εγκληματικότητας είχαν μεγάλη επίδραση σε μεταγενέστερες θεωρητικές ερμηνείες αυτής της συμπεριφοράς. Δεύτερο, η κριτική ανάγνωση των «κλασικών» θεωρητικών προτάσεων καταδεικνύει τις σεξιστικές υποθέσεις πάνω στις οποίες στηρίζονται αυτές οι προτάσεις, εκθέτει το νόημα και το περιεχόμενό τους και τις καθιστά αναγνωρίσιμες σε άλλες θεωρητικές προτάσεις. Τρίτο, βιολογικές ερμηνείες της ανθρώπινης συμπεριφοράς και ειδικότερα της εγκληματικής συμπεριφοράς, επανέρχονται κατά καιρούς στο προσκήνιο με τη μορφή κυρίως βιοκοινωνιολογικών επιχειρημάτων».

Στη μελέτη της με τίτλο Έμφυλες διαστάσεις της αντεγκληματικής πολιτικής η Μηλιώνη[7] αναδεικνύει ένα πολύ σοβαρό ζήτημα, το ότι η ενασχόληση με τη γυναικεία εγκληματικότητα περιορίζεται σε λίγες και συγκεκριμένες κατηγορίες εγκλημάτων, οι οποίες μάλιστα προσεγγίζονται ακόμα και από τη σύγχρονη εγκληματολογία μέσα από ένα στερεοτυπικό πρίσμα. Ειδικότερα, επισημαίνει σχετικά με την επιστημονική ανάλυση του φαινομένου: «Οι ερμηνευτικές υποθέσεις που έχουν διατυπωθεί για την κατανόηση του φαινομένου της γυναικείας εγκληματικότητας ποικίλουν από τις ακραίες βιολογικές έως τις κοινωνιολογικές ή τις φεμινιστικές. Οι βιολογικές προσεγγίσεις απέδωσαν την εγκληματική συμπεριφορά των γυναικών είτε στον αταβισμό είτε σε βιολογικά ένστικτα τα οποία ευθύνονται για τις πρωτόγονες επιθυμίες των νεαρών γυναικών. Η σύγχρονη εγκληματολογία ενασχολούμενη με τη γυναικεία εγκληματικότητα περιορίζεται σε πολύ λίγες κατηγορίες εγκλημάτων οι οποίες έχουν σεξιστικά στερεότυπα (π.χ. συμπεριφορές σχετικές με τη γυναικεία σεξουαλικότητα ή τον γυναικείο ψυχισμό κυρίως την υποτιθέμενη έλλειψη ικανότητας ελέγχου των συναισθημάτων τους αποδιδόμενη σε ψυχοπνευματικές ασθένειες, εξάρτηση κλπ.)». Ως προς τις φεμινιστικές προσεγγίσεις που φωτίζουν και άλλες πτυχές και πλευρές της γυναικείας εγκληματικότητας, η Μηλιώνη τονίζει: «Οι φεμινιστικές προσεγγίσεις εδράζονται σε έναν συνδυασμό κοινωνικοπολιτισμικών παραγόντων όπως τους μηχανισμούς του κοινωνικού ελέγχου και τις κανονιστικές διαφορές που υπαγορεύονται από το φύλο για την πρέπουσα συμπεριφορά. Όμως, αυτές οι θεωρητικές υποθέσεις δεν ασχολήθηκαν αμιγώς με το φαινόμενο της γυναικείας εγκληματικότητας. Αναπτύχθηκαν στο πλαίσιο ενός ευρύτερου εγκληματολογικού προβληματισμού ο οποίος κλήθηκε να ερμηνεύσει παράλληλα με άλλα ζητήματα (όπως το έγκλημα της πόλης, τις υποκουλτούρες, την παραβατικότητα ανηλίκων) και την εγκληματικότητα των γυναικών. Ως εκ τούτου, η οπτική του φύλου εισάγεται στην εγκληματολογική μελέτη και έρευνα μόλις την τελευταία δεκαετία με την F. Ηeidensohn (2002) να σχολιάζει εύστοχα ότι από την Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων έχουμε περάσει στον Κόσμο μέσα από τον καθρέφτη δίνοντας έμφαση σε αναλύσεις οι οποίες εισάγουν μεταβλητές όπως ταυτότητα, εικόνα κλπ. Με βάση αυτή την οπτική τα ερωτήματα που αφορούν τη γυναικεία εγκληματικότητα αναπλαισιώνονται με άξονες της αναπλαισίωσης τις εννοιολογικές διαφοροποιήσεις θηλυκότητας-αρρενωπότητας, την αιτιολόγηση της ανδρικής εγκληματικότητας, την επίδραση του ανδρισμού στην εγκληματικότητα», ενώ για τον παράγοντα «φύλο» και τη σημασία του στη σύγχρονη επιστημονική έρευνα η Μηλιώνη υπογραμμίζει τα εξής: «Στη σύγχρονη εγκληματολογική ανάλυση «το φύλο» αποτελεί σημαντικό παράγοντα. Ειδικότερα, απασχολεί η συμβολή του «φύλου» στην οργάνωση της σύγχρονης ζωής, η αναγνώριση του σημαντικού ρόλου που διαδραματίζουν οι σχέσεις εξουσίας και το περιβάλλον στο οποίο τα παραπάνω αναπτύσσονται. Σημαντική υπήρξε η συμβολή της φεμινιστικής σκέψης στην εγκληματολογία τόσο σε επίπεδο προσέγγισης του φαινομένου (π.χ. η συσχέτιση της εγκληματικότητας των γυναικών με παραδοσιακούς στερεοτυπικούς γυναικείους ρόλους, όπως οι κλοπές στα καταστήματα) όσο και σε επίπεδο έρευνας, με την υιοθέτηση ερευνητικών μεθόδων και εργαλείων τα οποία πρώτα χρησιμοποίησε η φεμινιστική έρευνα (π.χ. ανάλυση περιεχομένου). Εξάλλου, σημαντική υπήρξε η συμβολή της οπτικής του φύλου στην εγκληματολογία για την ανάδειξη και άλλων πτυχών του φαινομένου. Από αυτή την προσέγγιση προέκυψε αφενός ο συσχετισμός της γυναικείας εγκληματικότητας με παράγοντες όπως ο νόμος, η δικαιοσύνη, η τιμωρία, αφετέρου η απομυθοποίηση και αποψυχιατρικοποίηση του φαινομένου γυναίκα– εγκληματίας, το οποίο για πολλές δεκαετίες ήταν ταυτόσημο με την ψυχική νόσο».

Συνοψίζοντας, διαπιστώνουμε ότι ο επιστημονικός λόγος όχι μόνο καθυστέρησε να επικεντρωθεί στο φαινόμενο της γυναικείας εγκληματικότητας, αλλά οι κύριες προσεγγίσεις του ξεκινώντας από την παραδοσιακή κοινωνία και φτάνοντας μέχρι τη σύγχρονη εποχή φαίνεται να έχουν αδυναμίες και να μην έχουν αναδείξει στην ολότητά του το φαινόμενο.

Παράλληλα, βάσει της διεθνούς βιβλιογραφίας και εκτενών ερευνητικών προσεγγίσεων, βλέπουμε ότι η γυναίκα που εγκληματεί απεικονίζεται διαχρονικά και στα ΜΜΕ με στερεοτυπικούς τρόπους, ενώ οι ερμηνείες για τα εγκλήματα που διαπράττονται από τις γυναίκες δεν αναδεικνύουν -στον βαθμό που θα έπρεπε τουλάχιστον- τα σοβαρά κοινωνικά ζητήματα που έχουν άμεση συσχέτιση με το φαινόμενο. Εστιάζουν περισσότερο στο πρόσωπο της γυναίκας, εντάσσοντας τις γυναίκες που εγκληματούν σε κάποιες περιοριστικές κατηγορίες, όπως αναλυτικά θα εξετάσουμε ακολούθως. Οι εν λόγω κατηγορίες, αναπαράγοντας θα λέγαμε στερεοτυπικές αντιλήψεις, περιλαμβάνουν πρωτίστως τις “mad, sad & bad female offenders”. Δηλαδή διαπιστώνεται από τη μια η συσχέτιση της γυναικείας εγκληματικότητας με λομπροζιανές θεωρίες που αναφέρονται σε «γεννημένες εγκληματίες», από την άλλη πλευρά η αναπαραγωγή αντιλήψεων σύμφωνα με τις οποίες η γυναίκα που εγκληματεί δεν μπορεί παρά να είναι ένα «ανθρωπόμορφο τέρας», βάσει της επιστημονικά ατεκμηρίωτης ερμηνείας ότι το έγκλημα δεν «ταιριάζει» στη φύση της γυναίκας. Όλα τα παραπάνω αναπαράγονται άκριτα στα Μέσα, διαιωνίζοντας μια στερεοτυπική και συγκεχυμένη εικόνα για τη γυναίκα που συγκρούεται με τον νόμο.

Σύμφωνα με την ερευνητική προσέγγιση των Felipe Estrada, Anders Nilsson και Tove Pettersson (2019) The female offender – A century of registered crime and daily press reporting on women’s crime[8] είναι δυνατόν να διακρίνουμε δύο κεντρικούς άξονες στην απεικόνιση και περαιτέρω ερμηνεία της παραβατικότητας γυναικών από τα Μέσα. Εδικότερα, η γυναίκα που εγκληματεί απεικονίζεται είτε ως «κακιά/ σατανική», είτε ως «τρελή/ψυχοπαθής/αλλόκοτη/αλλοπρόσαλλη/απελπισμένη» (όροι που είναι αναγκαίο να σημειώσουμε ότι είναι απόλυτα στιγματιστικοί για τους συνανθρώπους μας που αντιμετωπίζουν ζητήματα ψυχικής υγείας). Περιγράφονται δηλαδή ως «bad», «mad»/«sad» αντίστοιχα, όπως είναι οι όροι που χρησιμοποιούνται στην αγγλοσαξονική βιβλιογραφία (πρβ. Berrington και Honkatukia, 2002, Brennan και Vandenberg, 2009). Πιο συγκεκριμένα, η κατηγορία των «κακών γυναικών» (bad) περιλαμβάνει περιγραφές του γυναικείου εγκλήματος ως «ανήθικες πράξεις» (immoral acts), που δεν είναι μόνο ασυνήθιστες, αλλά που συνιστούν επίσης παραβίαση των κανόνων θηλυκότητας. Αυτή ακριβώς η διπλή παραβίαση –του νόμου και των θεωρούμενων ως «κανόνων θηλυκότητας»– εντείνει τον κοινωνικό στιγματισμό των γυναικών που συγκρούονται με τον νόμο, με τον εν λόγω στιγματισμό να είναι για τις γυναίκες μεγαλύτερος σε σύγκριση με τους άνδρες δράστες. Ο δεύτερος κεντρικός άξονας, βάσει του οποίου οι γυναίκες που εμπλέκονται στο έγκλημα πρέπει να είναι «τρελές» (Mad/Sad), συνδέεται συνήθως με τον Lombroso και την εμφάνιση της Θετικιστικής Σχολής Εγκληματολογίας. Ένας τρίτος άξονας που μπορεί να προστεθεί στους δύο προαναφερθέντες, σύμφωνα με την εν λόγω έρευνα, είναι η χαρακτηριζόμενη υπόθεση του ιπποτισμού (chivalry hypothesis). Σύμφωνα με αυτή την προσέγγιση, οι γυναίκες που διαπράττουν αδικήματα τυγχάνουν ηπιότερης μεταχείρισης σε σχέση με τους άνδρες στο πλαίσιο του συστήματος απονομής δικαιοσύνης, ιδίως εάν επιδεικνύουν συμπεριφορές και χαρακτηριστικά που αναμένονται ανάλογα με το φύλο.

Οι μιντιακές απεικονίσεις για τις γυναίκες παραβάτιδες θεμελιώνονται, όπως διαπιστώνεται στην προαναφερθείσα έρευνα, σε μια πιο επεξηγηματική περιγραφή των αδικημάτων τους σε σχέση με τα αντίστοιχα που διαπράττονται από άνδρες παραβάτες. Γίνεται αναφορά στο σημείο αυτό από τους Estrada, Nilsson και Pettersson σε μια ανάλυση αμερικανικών ειδησεογραφικών άρθρων από τους Grabe, Trager, Lear και Rauch (2006), η οποία έδειξε ότι για παρόμοια αδικήματα τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης απεικονίζουν με έναν «ηπιότερο» τρόπο τις γυναίκες δράστιδες σε σχέση με τους άνδρες δράστες. Από την άλλη πλευρά, παρατηρήθηκε ότι οι γυναίκες που διαπράττουν αδικήματα τα οποία συνιστούν σοβαρότερη παραβίαση των «κανόνων φύλου» (κυρίως βίαια εγκλήματα και εγκλήματα κατά παιδιών) αντιμετωπίζονται πιο σκληρά σε σχέση με τον τρόπο αντιμετώπισης των ανδρών δραστών.

Το αξιοσημείωτο επίσης είναι ότι και σε επιστημονικό επίπεδο καταγράφονται σημαντικές διαφοροποιήσεις, καθώς μελέτες που αναλύουν τις περιγραφές των Μέσων Ενημέρωσης για τη γυναικεία εγκληματικότητα για μεγάλες χρονικές περιόδους ήταν δύσκολο να βρεθούν, γεγονός που καταδεικνύει αυτό που σε ορίζουμε ως «ανδροκεντρισμό» της εγκληματολογίας, τον οποίο εξέθεσε η φεμινιστική εγκληματολογία. Μια τέτοια μελέτη είναι αυτή που δημοσιεύθηκε από την Collins (2016), η οποία εξετάζει τρεις δεκαετίες, από τη δεκαετία του 1990 έως τη δεκαετία του 2000. Μεταξύ των επιστημονικών της ευρημάτων ήταν οι εμφανείς και σαφείς διαφοροποιήσεις στις περιγραφές της γυναικείας εγκληματικότητας σε σχέση με την αντίστοιχη των ανδρών από τα Μέσα. Ειδικότερα, αποδείχθηκε ότι η περιγραφή της γυναικείας εγκληματικότητας ήταν σε λιγότερες περιπτώσεις ορθολογική και συχνότερα η γυναίκα που είχε εγκληματήσει περιγραφόταν ως «αχαλίνωτη» και «εκτός ελέγχου».

Επιπροσθέτως, δεν εντοπίστηκε καμία αλλαγή –με την πάροδο του χρόνου– ως προς τη μιντιακή απεικόνιση της γυναικείας-ανδρικής εγκληματικότητας. Η έρευνα των Estrada, Nilsson και Pettersson, καταλήγει στα εξής: «Το γεγονός ότι οι άντρες διαπράττουν πολύ μεγαλύτερο αριθμό αδικημάτων από τις γυναίκες είναι ένα από τα κεντρικά ευρήματα της εγκληματολογικής έρευνας. Το μέγεθος αυτού του χάσματος μεταξύ των φύλων διέφερε σημαντικά κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα. Σημαντική και διαρκής μείωση του χάσματος μεταξύ των φύλων τόσο στις κλοπές όσο και στα βίαια εγκλήματα παρατηρείται από τα μέσα του 20ού αιώνα. Δεν υπάρχει αντίστοιχη παρατεταμένη περίοδος σταθερής μείωσης των διαφορών μεταξύ των φύλων όσον αφορά στην εγκληματικότητα στις ιστορικές στατιστικές στις οποίες έχουμε πρόσβαση» και στη συνέχεια οι ερευνητές παραθέτουν τα γραφήματα για τη Σουηδία, όπου εκπονήθηκε η έρευνά τους.

Ως προς το ειδικό θέμα που εξετάζουμε στο παρόν άρθρο, ερευνητές υπογραμμίζουν: «Από την άποψη του φύλου, είναι ενδιαφέρον να εξεταστεί πώς περιγράφονται οι γυναίκες και οι άντρες στα άρθρα. Βλέπουμε ότι οι γυναίκες συχνά περιγράφονταν με βάση τη σχέση τους με έναν άντρα. Μεταξύ 1905 και 1935, οι γυναίκες παραβάτιδες περιγράφονται ως σύζυγοι ανδρών, φίλες ή αρραβωνιαστικιές στο 24% των άρθρων (ένα επιπλέον 5% των άρθρων περιέγραφε τη γυναίκα ως χήρα ή ανύπαντρη). Κατά την περίοδο 1945-1975 οι ετικέτες αυτές συνεχίζουν να χρησιμοποιούνται στο ένα πέμπτο των άρθρων. Κατά την τελευταία περίοδο, 1985-2015, αυτές οι περιγραφές γίνονται πολύ λιγότερο συχνές και βρίσκονται σε λιγότερα από 1 άρθρα στα 20 (4%). Δεν υπάρχουν παρόμοιες περιγραφές αντρών παραβατών (ως σύζυγοι, αρραβωνιαστικοί ή σύντροφοι μιας γυναίκας) σε οποιαδήποτε στιγμή κατά τη διάρκεια της εξεταζόμενης περιόδου. Αυτό υποδηλώνει ότι οι γυναίκες και οι άντρες αντιμετωπίζονται διαφορετικά και ότι η ανάγκη περιγραφής των γυναικών σε σχέση με έναν άντρα έχει αλλάξει μετά τη χειραφέτηση των γυναικών […] Η πλειονότητα των ειδησεογραφικών άρθρων δεν είναι σαφής στις περιγραφές για τους λόγους για τους οποίους οι δράστες ενήργησαν με τον τρόπο που ενήργησαν, με την εστίαση να κατευθύνεται αντίθετα σε απεικονίσεις του αδικήματος. Αν και αυτό μπορεί να θεωρηθεί ως πρόβλημα από μεθοδολογική άποψη, παρέχει επίσης τη βάση για ένα από τα πιο ενδιαφέροντα ευρήματα της μελέτης. Κατά τη διάρκεια της εκπόνησης της μελέτης περίπου το ένα τρίτο των άρθρων σχετικά με τη γυναικεία εγκληματικότητα περιέχουν περιγραφές των λόγων για τους οποίους οι γυναίκες διέπραξαν το αδίκημα, ενώ αυτό συμβαίνει μόνο στο ένα δέκατο των άρθρων σχετικά με την εγκληματικότητα των αντρών».

Διαπιστώνονται, επίσης, τα ακόλουθα: «Σε σύγκριση με τα άρθρα που επικεντρώνονται στους άντρες παραβάτες, οι περιγραφές που περιλαμβάνουν αναφορές τόσο στην ορθολογική δράση όσο και στην ψυχική ασθένεια είναι πιο συχνές στα άρθρα που επικεντρώνονται στα εγκλήματα των γυναικών. Το εύρημα αυτό συνδέεται με το γεγονός ότι οι ερμηνείες για τη γυναικεία εγκληματικότητα είναι γενικά πιο συχνές σε άρθρα στα οποία δράστιδα είναι γυναίκα. Αν περιορίσουμε την εστίασή μας σε εκείνα τα άρθρα στα οποία έχουμε εντοπίσει μια εξήγηση, τα αποτελέσματα και οι διαφορές μεταξύ των φύλων γίνονται πιο περίπλοκα. Πρώτον, παρατηρούμε ένα κοινό σημείο στη δημοσιογραφική κάλυψη εγκλημάτων. Τόσο για τους άνδρες όσο και για τις γυναίκες βλέπουμε ότι η πλειοψηφία των άρθρων που επιχειρούν να ερμηνεύσουν το έγκλημα επικεντρώνονται σε κάποια μορφή ορθολογικής δράσης, ενώ μια μειονότητα (περίπου 30%) προτάσσει την ψυχική ασθένεια. Δεύτερον, σε άρθρα που επικεντρώνονται στο έγκλημα των γυναικών, το ποσοστό που προτάσσει τις ψυχικές ασθένειες μειώνεται με την πάροδο του χρόνου (από 39 σε 25% των άρθρων που περιλαμβάνουν ερμηνείες του φαινομένου). Ταυτόχρονα, το ποσοστό των άρθρων που θεωρούν τη γυναικεία εγκληματικότητα ως συνειδητή, ορθολογική δράση και που μπορούν έτσι να συνδεθούν με αυτό που προηγούμενες έρευνες έχουν χαρακτηρίσει ως «κακό» αυξάνεται (από 53 σε 66%)». Αναλύοντας τα πορίσματα της εν λόγω μελέτης, αξίζει να δώσουμε βαρύτητα σε ένα από τα κύρια ερευνητικά της πορίσματα, βάσει του οποίου «την ίδια στιγμή που το χάσμα μεταξύ των φύλων στην καταγεγραμμένη εγκληματικότητα μειώνεται, η διαφορετική κάλυψη από τα Μέσα Ενημέρωσης που επικεντρώνεται στην εγκληματικότητα αντρών και γυναικών παραμένει ουσιαστικά αμετάβλητη. Κατά τη διάρκεια της εξεταζόμενης περιόδου βρίσκουμε περίπου δώδεκα άρθρα εφημερίδων σχετικά με την εγκληματικότητα των αντρών για κάθε άρθρο που δημοσιεύεται για μια γυναίκα δράστιδα».

Ως προς τους τύπους εγκλημάτων που περιγράφονται σε άρθρα εφημερίδων, διαπιστώνεται η σημαντική κυριαρχία των άρθρων σχετικά με τα βίαια εγκλήματα όπου οι περιγραφές προτάσσουν την ψυχική ασθένεια των γυναικών ως την πιο κοινή αιτία για τη διάπραξή τους. Αυτό που επίσης έχει μεγάλο ενδιαφέρον να τονίσουμε και αναδεικνύεται στην προαναφερθείσα έρευνα, είναι ότι και η χρήση της γλώσσας από τα ΜΜΕ για την απεικόνιση της γυναικείας εγκληματικότητας διαφοροποιείται σε σχέση με την απεικόνιση της ανδρικής εγκληματικότητας, δεδομένου ότι περιγράφει το έγκλημα με δράστιδες γυναίκες ως «αχαλίνωτο και ανεξέλεγκτο», ως εκ τούτου και οι συγκεκριμένες λεκτικές επιλογές στον μιντιακό λόγο εντείνουν τον φόβο και τον ηθικό πανικό για εγκλήματα που διαπράττονται από γυναίκες.

Σύμφωνα όμως με τη μελέτη της Tua Sandman Familiar felons: Gendered characterisations and narrative tropes in media representations of offending women 1905-2015[9] όταν τα ΜΜΕ ασχολούνται με υποθέσεις  που απομακρύνονται από τις συνήθεις χαρακτηριζόμενες «πολύκροτες υποθέσεις» (mega cases) και τις περιπτώσεις ακραίας απόκλισης, καθίσταται μάλλον σαφές ότι οι γυναίκες που συγκρούονται με τον νόμο δεν κατασκευάζονται απαραίτητα ως φιγούρες «κοινωνικού εχθρού», οι οποίες χρησιμεύουν για να σηματοδοτήσουν τα όρια της ιδιοτέλειας μιας (θηλυκής) κοινότητας. Όπως επίσης επισημαίνει η Sandman, είναι δεδομένο ότι -ως αφηρημένη έννοια- «ο εγκληματίας» είναι πάντα ήδη ένας Άλλος (Young, 1996) και η γυναίκα δράστιδα θέτει υπό αμφισβήτηση τις κοινές μας προσδοκίες για τη γυναικεία συμπεριφορά. Εξηγεί στη συνέχεια ότι η γυναίκα δράστιδα δεν γίνεται εξ ορισμού «σημαιοφόρος» όλων των κακών και κοινωνικά απαράδεκτων συμπεριφορών ή των χαρακτηριζόμενων ως «μη θηλυκών» συμπεριφορών, αναφέροντας ότι, όταν τα Μέσα πραγματεύονται πιο συμβατικές και καθημερινές υποθέσεις, η σκιαγράφηση της γυναίκας δράστιδος δεν αποσκοπεί στην «αποκήρυξη» των γυναικών με την ετικέτα της «εγκληματία» και στον στιγματισμό της με την αναφορά σε ζητήματα σεξουαλικότητας, εμφάνισης ή οικογενειακών ρόλων, αλλά περισσότερο στη νοηματοδότηση της πράξης. Παραθέτει ως ενδεικτικό παράδειγμα τους δείκτες «μητέρα», «σύζυγος» που χρησιμοποιούνται στα άρθρα κατά την απεικόνιση της γυναίκας που εγκληματεί, τα οποία δεν χρησιμοποιούνται με αρνητικό πρόσημο για να αποδείξουν ότι επρόκειτο για μια «κακή σύζυγος ή κακή μητέρα» αλλά περισσότερο για να παρέχουν ένα πλαίσιο εντός του οποίου το έγκλημα μπορεί να γίνει πιο κατανοητό.

Το κύριο συμπέρασμα της προαναφερθείσας μελέτης συνοψίζεται, επομένως, στο ότι «οι χαρακτηρισμοί των γυναικών δράστιδων στον σουηδικό Τύπο κάνουν το ακατανόητο κατανοητό, το άγνωστο γνωστό και το απροσδόκητο να φαίνεται αναμενόμενο και ως εκ τούτου τις γυναίκες που παραβαίνουν τον νόμο να φαίνονται οικείες και επομένως πιο κατανοητές». Ειδικότερα, η εν λόγω μελέτη έχει συνοψίσει τους πιο σημαντικούς γυναικείους εγκληματικούς τύπους που εμφανίζονται στον σουηδικό Τύπο με την πάροδο του χρόνου ή σε χρονικές περιόδους που εκτείνονται μεταξύ 1905 και 2015. Βάσει της συγκεκριμένης ανάλυσης, οι εγκληματικοί τύποι που καταγράφονται στον σουηδικό Τύπο κατασκευάζονται ως οικείοι και γίνονται περισσότερο κατανοητοί στο ευρύ κοινό. Οι 9 τύποι που περιγράφει κινούνται συχνά μεταξύ των κατηγοριών της «σατανικής», της «ψυχικά ασθενούς» και της «απελπισμένης» (bad, mad, sad), που όπως ήδη τονίσαμε αποτελούν σύμφωνα με πολλές μελέτες τους βασικούς άξονες απεικόνισης από τα μίντια της γυναίκας που εγκληματεί. Από αυτούς τους 9 τύπους που περιγράφουν τη γυναίκα η οποία συγκρούεται με τον νόμο, άλλοι εμφανίζονται διαχρονικά στον Τύπο και άλλοι είναι πιο σύγχρονοι.

Συνοψίζονται στους εξής: • Η φτωχή γυναίκα (The poor woman) • Η γυναίκα με το «ελαφρύ χέρι» (The light-fingered woman) • Η μυστηριώδης γυναίκα (The mystery woman) • Η παθιασμένη γυναίκα (The passionate woman) • Η ανεξέλεγκτη γυναίκα (The uncontrolled woman) • Η άπληστη γυναίκα (The greedy woman) • Η σατανική γυναίκα (The vile woman) • Η ανόητη γυναίκα (The foolish woman) • Η γυναίκα θύμα (The victim woman).

Στην προαναφερθείσα έρευνα περιγράφονται και αναλύονται αυτοί οι εγκληματικοί χαρακτηρισμοί που αποδίδονται από τον Τύπο στη γυναίκα που εγκληματεί, με την επεξήγηση ότι δεν αποσκοπούν σε όλες τις περιπτώσεις στο να στιγματίσουν τη γυναίκα παρουσιάζοντάς την ως «σατανική/ ψυχικά ασθενή/άπληστη/ανόητη/παρασυρμένη κλπ.», αλλά να ερμηνεύσουν σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο την εγκληματική πράξη της.

Ωστόσο, παρατηρούμε ότι οι κυρίαρχοι αυτοί χαρακτηρισμοί, τους οποίους μπορούμε να εντοπίσουμε και στον ελληνικό Τύπο, ακόμα κι αν δεν χρησιμοποιούνται με αρνητικό πρόσημο και δεν στοχεύουν στον στιγματισμό της γυναίκας δράστιδος, δεν καταφέρνουν να ξεφύγουν από τον στερεοτυπικό τρόπο προσέγγισης του γυναικείου φύλου που αντιμετωπίζει τη γυναίκα εγκληματία είτε ως άπληστη, χωρίς όρια, μοιραία γυναίκα (femme fatale) είτε ως ανόητη και παρασυρμένη, ανάλογα με την εκάστοτε περίπτωση. Στη σύγχρονη όμως εποχή και κοινωνία αναμένουμε από τα Μέσα να αποφεύγουν τη χρήση στιγματιστικών όρων και χαρακτηρισμών και να εμβαθύνουν στο φαινόμενο της γυναικείας εγκληματικότητας. Οι αποδιδόμενοι χαρακτηρισμοί περιορίζουν και θα λέγαμε «εγκλωβίζουν» τη σκέψη μας για την ερμηνεία των φαινομένων της γυναικείας εγκληματικότητας σε στερεοτυπικά «κουτάκια», που λειτουργούν σε βάρος της ουσίας κάθε υπόθεσης.

Σε εθνικό επίπεδο, η Κουκουτσάκη στην έρευνά της με τίτλο Η γυναίκα εγκληματίας στο δημόσιο χώρο: Αναπαραστάσεις της γυναικείας εγκληματικότητας[10] αναλύοντας συγκεκριμένες μελέτες περίπτωσης, καταλήγει στην ακόλουθη διαπίστωση σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο τα Μέσα απεικονίζουν τη γυναίκα εγκληματία: «Με τα αναφερθέντα παραδείγματα προσπάθησα να δείξω ότι οι δημοσιογραφικές αφηγήσεις της γυναικείας εγκληματικότητας είναι διακριτές, ενίοτε να εμφανίζονται και ως αντιθετικές, ωστόσο, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, συγκλίνουν στην αναπαραγωγή του γυναικείου στερεότυπου, κυρίως διαμέσου της επιφανειακής ανατροπής του: της ανατροπής της φυσιολογικότητας του γυναικείου ρόλου ή των στερεοτυπικά αποδιδομένων γυναικείων χαρακτηριστικών […] θα μπορούσαμε συμπερασματικά να υποστηρίξουμε ότι, ούτως ή άλλως, τα αίτια και η φαινομενολογία της γυναικείας εγκληματικότητας καθίστανται ένα δευτερεύον ζήτημα, καθώς ο πυρήνας του θέματος είναι ότι η γυναικεία εγκληματικότητα (ως ειδική εγκληματικότητα που συναρτάται με έμφυλα χαρακτηριστικά), είναι πραγματική μόνον στον βαθμό που ορίζεται και αντιμετωπίζεται ως τέτοια».

Θα ολοκληρώσουμε με τη σημαντική διαπίστωση ότι οι μιντιακές απεικονίσεις, ανεξαρτήτως των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών που μπορεί να λαμβάνει σε κάθε χώρα η δημοσιογραφική έρευνα, έχουν διαχρονικά προσεγγίσει με έναν εν πολλοίς παρεμφερή, στερεοτυπικό τρόπο τη γυναίκα που συγκρούεται με τον νόμο. Σήμερα ασφαλώς καταγράφονται και αλλαγές με θετικό πρόσημο ως προς τη μιντιακή απεικόνιση τόσο της εγκληματικότητας όσο και της θυματοποίησης γυναικών, αλλά θεωρούμε ότι είναι αναγκαίο να εκπαιδευθεί ακόμα περισσότερο ο δημοσιογραφικός κόσμος ως προς την παρουσίαση και ανάλυση όλων των παραπάνω κρίσιμων ζητημάτων και υποθέσεων μεγάλου εγκληματολογικού ενδιαφέροντος, με πρωταρχικό στόχο η ενημέρωση του κοινού να είναι ουσιαστική και ολόπλευρη και σε κάθε περίπτωση να εξαλειφθεί -από τις μιντιακές απεικονίσεις- ο στιγματιστικός λόγος και η διαιώνιση εγκληματικών μύθων και επικίνδυνων κοινωνικών στερεοτύπων.

Αρτινοπούλου Β. Μαγγανάς Α. (1996). Θυματολογία και Όψεις Θυματοποίησης. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη.

Αρτινοπούλου Β. (2006). Ενδοοικογενειακή Κακοποίηση Γυναικών. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη.

Βαΐου Ν. Πετράκη Γ., Στρατηγάκη Μ. (2021). Έμφυλη Βία – Βία κατά των γυναικών. Αθήνα: Αλεξάνδρεια.

Βλάχου Β. (2005). Η Αντιμετώπιση της Σωματικής Βίας κατά των Γυναικών από το Σύστημα Απονομής της Ποινικής Δικαιοσύνης. Αθήνα: Έλλην.

Δημοπούλου-Λαγωνίκα Μ.  Κατσίκη Γ. , Μαρντικιάν-Γαζεριάν Μ. (2011). Ενδοοικογενειακή Βία: Διεπιστημονική προσέγγιση στην πρόληψη και την αντιμετώπιση. Β’ έκδ.Αθήνα: ΑΩ.

Καρδαρά Α. (2017). Εγχειρίδιο Εγκληματολογίας για τον Αστυνομικό και Δικαστικό Συντάκτη. Αθήνα: Παπαζήσης.

Καρδαρά Α. (2019). Σκιαγράφηση του ψυχολογικού προφίλ εγκληματικών που απασχόλησαν τα ελληνικά ΜΜΕ (1993-2018). Αθήνα: Παπαζήσης.

Καρδαρά Α. (2021). Νέοι Παγιδευμένοι στα Παιχνίδια της Βίας: Εγκλήματα με Δράστες και Θύματα Νέους, Αθήνα: Παπαζήσης.

Καρδαρά, Α. (2023). Έγκλημα και Γυναίκα: Επιστημονικός Λόγος και Μιντιακές Απεικονίσεις για την Εγκληματικότητα και τη Θυματοποίηση Γυναικών. Αθήνα: Παπαζήσης.

Μπούνα – Βάιλα Α. Παπάνης Ε (2021). Διεπιστημονική προσέγγιση των επιπτώσεων της πανδημίας Covid-19. Αθήνα: Ηδυέπεια.

Πανούσης Γ. Δημόπουλος Χ., Καρύδης Β. (1994). Θυματολογικά Κείμενα. Αθήνα-Θεσσαλονίκη: Αντ.Ν. Σάκκουλα. 

Παπαϊωάννου Π. (2001). Εγκλήματα Ζηλοτυπίας – Εγκληματολογική Θεώρηση και Νομολογία. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη.  

Στεφανίδου Α. (2011). Ενδοοικογενειακή βία. Αθήνα:Νομική Βιβλιοθήκη.  

Συλλογικό (2016). εκκωφαντικές σιωπές: έγκλειστες συναντήσεις ΙΙΙ ποιήματα. Φυλακές Διαβατών 2010-16, Θεσσαλονίκη: ελλήνιον.

Τσιγκρής Α. (1996). Βιασμός. Το Αθέατο Έγκλημα. Αθήνα: Αντ.Ν. Σάκκουλας.

Τσουδερού Ι. (2009). Ενδοοικογενειακή Βία και η θεσμική προστασία των γυναικών.  Αθήνα: Παρασκήνιο.

Φαφαλιού Μ.(2021). Γυναίκες στη φυλακή: Μαρτυρίες. Αθήνα: Αλεξάνδρεια. 

Φαφαλιού Μ.(2022). Κορίτσια στο Περιθώριο: Μαρτυρίες. Αθήνα:Αλεξάνδρεια

Caputo, G. (2008). Out in the Storm: Drug Addicted Women Living as Shoplifters and Sex Workers. Boston: Northeastern University Press, University Press of New England.

Davis C.A. (2002). Women who kill: profiles of female serial killers. London: Allison & Busby Limited.

Dovidio J. Hewstone, M. Glick P., Esses V.M. (2010). The Sage Handbook of Prejudice, Stereotyping and Discrimination. London: Sage Publications.

Erdman J. (2022). Women in True Crime: The Spectacle of Female Victims and Perpetrators. Jefferson, North Carolina: McFarland & Company, Inc., Publishers.

Flowers R.B. (1987). Women and Criminality: the woman as victim, offender and practitioner. USA: Greenwood Press.

Flowers R.B.(1995). Female Crime, Criminals and Cellmates: an exploration of female criminality and delinquency. USA: McFarland & Company.

Goldberg C.(2019). Nobody’s Victim: Fighting Harassment Online & Off. UK: Virago.

Hill J. (2019). See What You Made Me Do: Power, Control and Domestic Abuse. Melbourne Australia: Black Inc.

Jankowicz N. (2022).  How to Be A Woman Online: Surviving Abuse and Harassment, and How to Fight Back. UK: Bloomsbury Academic.

Motz A.(2001). The psychology of Female Violence: crimes against the body. N.York:Brunner-Routledge.

Prince A. (2022). Every 90 Seconds: Our Common Cause Ending Violence Against Women. Oxford: Oxford University Press.

Rafter N.H.(2003). Encyclopedia of Women and Crime. N.York:Checkmark Books.


[1]Βλ. ενδεικτικά και Britannica, The Editors of Encyclopaedia. “Cesare Lombroso”. Encyclopedia Britannica, 2 Nov. 2022, https://www.britannica.com/biography/Cesare-Lombroso. Accessed 14 September 2023.

[2]Βλ. ενδεικτικά και Britannica, The Editors of Encyclopaedia. “W. I. Thomas”. Encyclopedia Britannica, 9 Aug. 2023, https://www.britannica.com/biography/W-I-Thomas. Accessed 14 September 2023.

[3]Βλ. ενδεικτικά και Britannica, The Editors of Encyclopaedia. “Sheldon Glueck and Eleanor Glueck”. Encyclopedia Britannica, 30 Dec. 1999, https://www.britannica.com/biography/Glueck-Sheldon-and-Glueck-Eleanor. Accessed 14 September 2023.

[4]Για τις εν λόγω θεωρίες μπορούμε να αναφέρουμε κάποια βασικά στοιχεία, προκειμένου να έχουμε μια πληρέστερη εικόνα του τρόπου επιστημονικής προσέγγισης και διερεύνησης του φαινομένου της γυναικείας εγκληματικότητας. Πιο συγκεκριμένα: α) Θεωρία της Κοινωνικοποίησης (Sex Role Socialization Theory), η οποία στηρίζεται στον ρόλο του φύλου. Σύμφωνα με τον T. Parson (1949), η χαμηλή εγκληματικότητα των γυναικών αποδίδεται στο γεγονός ότι η γυναικεία εγκληματικότητα έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τη στερεοτυπική αντίληψη περί θηλυκότητας. Ενώ η ανδρική εγκληματικότητα αποτελεί διαμαρτυρία στη θηλυκότητα της μητέρας. Η Bertrand (1969) αναθεωρεί τη θεωρία του ρόλου και την εντάσσει στο κοινωνικό πλαίσιο, υπογραμμίζοντας ότι η συμπεριφορά που βασίζεται στο φύλο δεν είναι «φυσική», αλλά αποτέλεσμα μεθόδευσης της κοινωνίας, που έχει συμφέρον να διαφοροποιεί τη συμπεριφορά ανάλογα με το φύλο. Ωστόσο, τα πορίσματα άλλων ερευνών, όπως Shover et Al (1980), αποδεικνύουν τις σοβαρές ελλείψεις αυτής της θεωρίας, οι οποίες μπορούν να συνοψιστούν στις μεθοδολογικές της ατέλειες και στην αδυναμία εξακρίβωσης σαφούς συσχέτισης μεταξύ της γυναικείας εγκληματικότητας και της ανεπάρκειας της κοινωνικοποίησης των γυναικών, β) Θεωρία του Διαφορικού Συγχρωτισμού (Differential Association Theory), σύμφωνα με την οποία όσο πιο ισχυροί είναι οι δεσμοί του ατόμου με τους γονείς, τους δασκάλους, αλλά και τους φίλους που συμμορφώνονται με τους νόμους, τόσο πιο μικρή είναι η πιθανότητα να δεχτεί το συγκεκριμένο άτομο την επίδραση εγκληματικών προτύπων συμπεριφοράς, γ) Θεωρία των Νόμιμων και Παράνομων Προϋποθέσεων (Legal and Illegal Opportunity Structures). Οι Cloward και Ochin, στηριζόμενοι στη θεωρία των νόμιμων και παράνομων προϋποθέσεων, επιχείρησαν να ερμηνεύσουν την ύπαρξη εγκληματικών συμμοριών αγοριών και ισχυρίστηκαν ότι η φιλοδοξία των αγοριών να αποκτήσουν δουλειά συμβάλλει στην υιοθέτηση παραβατικής συμπεριφοράς, γεγονός που οφείλεται στο ότι όταν η φιλοδοξία τους δεν ικανοποιείται, τα αγόρια έχουν την τάση να «εξωτερικεύουν» την ευθύνη απέναντι στην κοινωνία με τρόπο αποκλίνοντα, εκδηλώνοντας δηλαδή εγκληματική συμπεριφορά. Βάσει της συγκεκριμένης θεωρίας οι γυναίκες διαπράττουν λιγότερα εγκλήματα, γιατί βιώνουν τη φιλοδοξία σε μικρότερο βαθμό συγκριτικά με τα αγόρια, αφού η πλειοψηφία των κοριτσιών δίνει προτεραιότητα στον γάμο και την ανατροφή των παιδιών και όχι στην ανεύρεση εργασίας. Ο Box (1983) ισχυρίστηκε ότι σε περίπτωση που τα κορίτσια δεν καταφέρουν να ικανοποιήσουν τη φιλοδοξία τους, είναι πιο πιθανό να εσωτερικεύσουν την ευθύνη, γιατί ο ρόλος που έχουν στην κοινωνία απαιτεί από αυτά να «αντέχουν» τις αποτυχίες. Τέλος, θα αναφερθούμε στη δ) Θεωρία της ετικέτας (Labelling Theory), σύμφωνα με την οποία η εγκληματική ετικέτα στη συμπεριφορά ενός ατόμου αποτελεί εστία για να «πυροδοτήσει» περαιτέρω εγκληματικότητα. Δύο εξωτερικοί παράγοντες που διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο στη διαδικασία της ετικέτας είναι η φυλάκιση και το στίγμα. Μάλιστα ο Box (1983) επεσήμανε ότι εμπειρικά δεδομένα έχουν αποδείξει ότι ο στιγματισμός είναι μεγαλύτερος όταν το άτομο έχει εκτίσει ποινή φυλάκισης. Αν και αυτή η θεωρία αφορά σε άντρες, μπορεί να εφαρμοστεί και στις γυναίκες.

[5]Αναλυτικά για τις θεωρίες γένεσης της γυναικείας εγκληματικότητας και τα ΜΜΕ, βλ. Καρδαρά Α. (2017). Εγχειρίδιο Εγκληματολογίας για τον Αστυνομικό και Δικαστικό Συντάκτη. Αθήνα: Παπαζήσης, σσ. 171-189.

[6]Πετούση Β. (2001). Η «φύση» της γυναίκας και ο ιπποτισμός του άνδρα: Κλασικές θεωρίες και προτάσεις για τη γυναικεία εγκληματικότητα.The Greek Review of Social Research, 106, 105–137.

https://doi.org/10.12681/grsr.8854

[7]Μηλιώνη Φ. Α. (2016). Έμφυλες διαστάσεις της αντεγκληματικής πολιτικής. Κοινωνική Συνοχή και Ανάπτυξη, 4(2), 189–203. https://doi.org/10.12681/scad.891

[8]Estrada Felipe, Nilsson Anders και Pettersson, Tove. (2019). “The female offender – A century of registered crime and daily press reporting on women’s crime”. Nordic Journal of Criminology. 20. 1-19. 10.1080/2578983X.2019.1657269

[9]Sandman, T. (2022). “Familiar felons: Gendered characterisations and narrative tropes in media representations of offending women 1905–2015”. Crime, Media, Culture, 18(2), 242 – 264. https://doi.org/10.1177/17416590211005512

[10]Βλ. αναλυτικά: (99+) Η γυναίκα εγκληματίας στο δημόσιο χώρο. Αναπαραστάσεις της γυναικείας εγκληματικότητας | Afroditi Koukoutsaki – Academia.edu. Η διαδικτυακή πηγή ανακτήθηκε στις 22-1-2023.

Avatar photo
Αγγελική Καρδαρά

Η Αγγελική Καρδαρά είναι Διδάκτωρ του Τμήματος Επικοινωνίας & ΜΜΕ του ΕΚΠΑ, Φιλόλογος-Συγγραφέας και Τακτική Επιστημονική Συνεργάτιδα του Κέντρου Μελέτης του Εγκλήματος (ΚΕΜΕ).

Άρθρα: 1