Ποια μπορεί να είναι σήμερα η ιστορική θεώρηση ενός πολεμικού γεγονότος που συνέβη πριν από τεσσερισήμισι αιώνες και που, παρά τον θεαματικό του χαρακτήρα, έμεινε (σύμφωνα με τις περισσότερες εκτιμήσεις) «νίκη χωρίς επαύριον»; Γιατί το μεγαλύτερο μέρος των σύγχρονων μη περιγραφικών αναλύσεων της ναυμαχίας στα νησιά Εχινάδες στις 7 Οκτωβρίου 1571 (που καθιερώθηκε ως «της Nαυπάκτου») αναλώθηκε στην αμφισβήτηση της διαχρονικής της σημασίας και συνακόλουθα και της υπερθετικής εκτίμησης του Θερβάντες (αλλά και πολλών άλλων συγχρόνων του) για την πιο κορυφαία στιγμή που είδαν ποτέ οι περασμένοι ή οι σημερινοί καιροί ή που θα δούν οι μελλούμενοι; H αμφισβήτηση αυτή ξεκίνησε από την εποχή του Bολταίρου και συνεχίστηκε για περισσότερο από ενάμιση αιώνα. Αλλά ως τον Μεσοπόλεμο είχε μάλλον αφετηρία ιδεολογικο-πολιτική, όχι άσχετη με την αντι-ισπανική προπαγάνδα (την περιβόητη “leyenda negra”). Επειδή η Ισπανία του Φιλίππου Β΄είχε ουσιαστικά (μαζί με τη Βενετία) εισπράξει το μέγιστο τμήμα της δόξας της χριστιανικής νίκης της Nαυπάκτου, οι αντίπαλοι του μοναρχικού απολυταρχισμού άρχισαν να αμφισβητούν και τη σημασία των στρατιωτικών επιτευγμάτων των Αψβούργων και ιδιαίτερα του ισπανικού τους κλάδου. Aλλά η σοβαρότερη –και συστηματικότερη– υποβάθμιση της σημασίας της ναυμαχίας άρχισε κυρίως στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, και οφείλεται στη θεμελιακή αλλαγή των προτεραιοτήτων της σύγχρονης ιστοριογραφίας. Eννοώ την υποβάθμιση της αποκαλούμενης «συμβαντολογικής» ιστορίας (histoire événémentielle), και μάλιστα της πολιτικής, υπέρ των ιστορικών φαινομένων «μακράς διάρκειας» (longue durée), όπως είναι π.χ. οι κοινωνικοί και οικονομικοί μετασχηματισμοί ή έστω οι μέσης διάρκειας μεταλλαγές των μεγάλων γεωστρατηγικών συσχετισμών και των ιδεολογιών ή ακόμα περισσότερο οι κλιματικές αλλαγές και οι δημογραφικές αναστατώσεις. Με δύο λόγια, η ιστοριογραφία, τουλάχιστον η λεγόμενη μετανεωτερική, θεωρεί ότι η ενασχόληση με τα απλά γεγονότα –και μάλιστα τα στρατιωτικά και τα πολιτικά– δεν προάγει τον ιστορικό μας προβληματισμό, αλλά μάλλον μας αποπροσανατολίζει σε προσεγγίσεις επιφανειακές και συναισθηματικές. Με βάση τα κριτήρια αυτά πολλοί ιστορικοί, ανάμεσά τους και Έλληνες, θεωρούν ότι η ενασχόληση με τη ναυμαχία της Nαυπάκτου είναι ιστοριογραφικά τουλάχιστον «παλαιομοδίτικη». Ο σκεπτικισμός μάλιστα αυτός για τη σημασία της θα πρέπει, σε μερικές τουλάχιστον περιπτώσεις, να συνδυαστεί και με την εμμονή που χαρακτηρίζει ένα τμήμα της νεωτερικής (ή μετανεωτερικής) ιστοριογραφίας να απομυθοποιεί υπαρκτούς ή και ανύπαρκτους εθνικούς μύθους.
Το οξύμωρο είναι ότι η αντίληψη αυτή στηρίχτηκε ουσιαστικά στη μελέτη και το έργο τού Γάλλου ιστορικού που επανέφερε στην ιστοριογραφική επικαιρότητα τη «Ναύπακτο» (Lépante/Lepanto), αφιερώνοντας μεγάλο τμήμα του καλύτερου έργου του στα πριν και τα μετά τη ναυμαχία: εννοώ τον Fernand Braudel και το τρίτο μέρος (το «παραδοσιακό» και, κατά τη γνώμη μου, το πληρέστερα τεκμηριωμένο) της μνημειώδους μελέτης του για τη Μεσόγειο κατά τον 16ο αιώνα (Braudel, 1966). Και όχι μόνον αυτό: στα επόμενα χρόνια ο Braudel χρειάστηκε να επανέλθει επανειλημμένα στο ίδιο θέμα (με διάφορες αφορμές), κυρίως με τη μελέτη του για τα υπέρ και τα κατά της ναυμαχίας (Braudel, 1974).
Η βασική θέση τού Braudel για τα γεγονότα και για τα πρόσωπα είναι ότι φωτίζουν μόνον πρόσκαιρα την εποχή τους και δεν είναι αυτά που καθορίζουν την εξέλιξη της ιστορίας, αλλά οι συνθήκες που τα επηρεάζουν, οι οποίες συχνά είναι υποδόριες, κάτω από την επιφάνεια των γεγονότων. Μάλιστα ο Αμερικανός Andrew C. Hess (Hess, 1972), θεωρεί ότι ο Braudel υπερεκτίμησε τη ναυμαχία, με την τάση του να της προσδώσει παρόμοια εικόνα με εκείνη των “previous imperial histories”, ίσως επειδή δεν είχε πρόσβαση στα αρχεία της άλλης πλευράς, της οθωμανικής. Ο Hess είχε δίκιο, αλλά μόνο όταν αναφέρεται στο γεγονός ότι ο Braudel δεν αμφισβήτησε ποτέ την αξία των γεγονότων στην Ιστορία· απλώς επιχείρησε να τα οργανώσει στο ιστορικό αφήγημα με διαφορετικό τρόπο, συνδέοντάς τα ή και εξαρτώντας τα από άλλους παράγοντες, όπως είναι π.χ. η οικονομία ή ακόμα και οι ανθρώπινες συμπεριφορές και νοοτροπίες. Σε τελευταία ανάλυση ο Hess υποβάθμισε τη ναυμαχία ex silentio με το κριτήριο ότι τα οθωμανικά αρχεία (που δείχνει να τα συμβουλεύτηκε) δεν είχαν την αφθονία των στοιχείων που θα πιστοποιούσαν τη μεγάλη απήχηση της τουρκικής ήττας στην ίδια την Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Η βιβλιογραφία που ακολούθησε επιβεβαίωσε την εφεκτική προσέγγιση του γεγονότος από τον καλύτερα βέβαια ενημερωμένο Braudel, ακυρώνοντας ουσιαστικά τις υποτιμητικές απόψεις τού Hess και των όχι λίγων ομοϊδεατών του. Η ακύρωση μάλιστα προήλθε από τον κορυφαίο Γάλλο τουρκολόγο R. Mantran (Mantran, 1973), αλλά και από τον Τούρκο ιστορικό Onur Yildirim (Yildirim, 2007). Ο Yildirim, μολονότι δεν θεώρησε τη «Ναύπακτο» ως απαρχή της κατάρρευσης της οθωμανικής ισχύος (τη μετέθεσε, όπως οι περισσότεροι, στη δεύτερη πολιορκία της Βιέννης του 1683), εκτίμησε τη ναυμαχία ως αφετηρία εσωτερικών οικονομικών αναστατώσεων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, κυρίως με την αύξηση των φορολογικών επιβαρύνσεων των υπηκόων της, που ευνόησε αλλεπάλληλες εξεγέρσεις και ανταρσίες εναντίον της Υψηλής Πύλης. Η θέσεις του Yildirim δικαιώνουν ως ένα βαθμό και μιαν ανάλογη δική μου προσέγγιση, που είχε διατυπωθεί αρκετά χρόνια νωρίτερα (Hassiotis, 1978, 2001): ότι δηλαδή μετά τη «Ναύπακτο» άρχισαν, για οικονομικούς και άλλους εσωτερικούς διοικητικούς και εξωτερικούς λόγους, να εντείνονται τα αντιτουρκικά κινήματα σε διάφορες περιοχές της οθωμανικής επικράτειας, ιδιαίτερα στην ελληνική χερσόνησο.
Οι αντιτιθέμενες απόψεις διαφαίνονται και στα σχετικά πρόσφατα έργα που αφιερώθηκαν στη ναυμαχία και τα οποία δείχνουν ανανεωμένο ιστοριογραφικό ενδιαφέρον για το γεγονός. Για το απροσδόκητο αυτό ενδιαφέρον υπάρχουν διάφορες ερμηνείες. Σύμφωνα με τους σκεπτικιστές, αλλά και μερικούς σοβαρούς ιστορικούς (που δεν ασχολήθηκαν όμως συστηματικά με τη «Ναύπακτο») η ναυμαχία δεν θα πρέπει να εκτιμάται ιδιαίτερα, επειδή η πληθωρική σχετική βιβλιογραφία δεν διολισθαίνει μόνο σε μελέτες της «παλαιάς ιστοριογραφικής κοπής», αλλά επιπλέον εξυπηρετεί αλλότριους και όχι καθαρά επιστημονικούς στόχους: προβάλλει τη σύγχρονη ισπανική και ιταλική εθνικιστική ιστοριογραφία, εξαίρει τον ιστορικό ρόλο της Αγίας Έδρας και γενικότερα των ρωμαιοκαθολικών δυνάμεων στη χριστιανική νίκη και υπερτιμά μονομερώς την υπεροχή τού δυτικού ευρωπαϊκού πολιτισμού έναντι του ανατολικού, ιδιαίτερα του ισλαμικού. Τέλος υπάρχουν και δημοσιεύματα που είναι ευκαιριακά: αφορμούνται από επετειακές εκδηλώσεις διαφόρων ιταλικών και ισπανικών πόλεων (παραλείπουν, προφανώς αγνοώντας τες, τις δικές μας Ναύπακτο και Κεφαλονιά), που έχουν μάλλον χαρακτήρα συναισθηματικό, τοπικιστικό, ηθογραφικό ή και τουριστικό.
Δεν αποκλείεται πολλές από τις προσεγγίσεις της ναυμαχίας να συνδέονται με μερικές από τις εκτιμήσεις αυτές. Η εθνική ιδεολογία π.χ. στην Ισπανία είχε και έχει ως σημείο αναφοράς την ισπανική νίκη στο “Lepanto”, από την εποχή της ναυμαχίας ως σήμερα (Χασιώτης, 2015). Και η ιδεολογία αυτή φτάνει μερικές φορές σε υπερβολές, ιδιαίτερα σε ορισμένους κύκλους της εθνικιστικής δεξιάς και της ισπανικής Εκκλησίας. Στην Ιταλία (αν εξαιρέσουμε τον όψιμο 19ο αιώνα της εθνικής ανασυγκρότησης και την περίοδο του φασιστικού Μεσοπολέμου) η προβολή του “Lepanto” ως σημαντικού ιστορικού γεγονότος γίνεται πια με προσεκτικό τρόπο, χωρίς τις εθνικιστικές εξάρσεις του παρελθόντος (Capponi, 2006). Μόνο ένα τμήμα της συντηρητικής intelligentsia, που βρίσκεται σε άμεση επαφή με το Βατικανό, προβάλλει διαχρονικά τη ναυμαχία ως κατεξοχήν επιτυχία της Αγίας Έδρας και γενικά του ενωμένου ρωμαιοκαθολικού κόσμου.
Η ναυμαχία της Ναυπάκτου
Η επανεμφάνιση –και η πολιτική χρήση– του “Lepanto” είναι ήδη διάχυτη σε σημαντικό τμήμα της ευρωπαϊκής –και όχι μόνο– κοινής γνώμης, συχνά όμως σε συνδυασμούς άσχετους με το ίδιο το ιστορικό γεγονός, όπως π.χ. με την περιβόητη «σύγκρουση των πολιτισμών», αλλά και με αμφιλεγόμενες σύγχρονες καταστάσεις: την απόρριψη της εισόδου της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, τη «σταυροφορία» εναντίον του ισλαμικού φονταμελισμού, την αντίδραση στη μετάλλαξη των χριστιανικών ευρωπαϊκών κοινωνιών με τη μαζική εισροή μουσουλμάνων μεταναστών στον ευρωπαϊκό χώρο κλπ. Έτσι, ενώ από το ένα μέρος εκθειάζουν τη σημασία της «Ναυπάκτου», από το άλλο την υπερφορτίζουν ιδεολογικά, παραμορφώνοντάς την στη συλλογική μνήμη.
Μερικά από τα στοιχεία αυτά ενυπάρχουν και στην ιστοριογραφία που επανέφερε τη «Ναύπακτο» στην επικαιρότητα. Αλλά αυτό αφορά κυρίως εκλαϊκευτικές εκδόσεις· η τάση δεν συμπαρέσυρε τους επαγγελματίες ιστορικούς, όπως π.χ. τον ειδικό στη ναυτική και πολεμική τεχνολογία John F. Guilmartin, Jr. (Guilmartin, 2003), που ερμηνεύει πειστικά και τα αίτια της χριστιανικής νίκης και τις συνέπειές της στη μετέπειτα εξέλιξη της Ευρώπης, του Jean Dumont (Dumont, 1997), που αναλύει τις ολέθριες για τη συνολική Ευρώπη συνέπειες της γαλλικής απουσίας από τη ναυμαχία, των David García Hernán και Enrique García Hernán (García Hernán, 1999), που εξετάζει ποιοί ποσοτικοί και πρακτικοί παράγοντες έπεισαν τον Φίλιππο Β΄ να μην αξιοποίησει τη «Ναύπακτο», τον Manuel Rivero Rodríguez (Rivero Rodríguez, 2008), που εξετάζει με πειστικότητα όλες σχεδόν τις παραμέτρους, θετικές και αρνητικές, της ναυμαχίας, κ.ά.
Αφήνοντας πάντως κατά μέρος την ιδεολογική χρήση του “Lepanto”, η αναθέρμανση κατά τα τελευταία χρόνια του καθαρά ιστοριογραφικού ενδιαφέροντος για τη ναυμαχία επιβάλλει να αναστοχαστούμε τη διαχρονική της σημασία τόσο στο ευρύ ευρωπαϊκό ιστορικό πλαίσιο όσο και στο στενό ελληνικό. Μήπως τελικά, παρά την έλλειψη συνέχειας, η χριστιανική νίκη της 7ης Oκτωβρίου 1571 επηρέασε την εξέλιξη της οθωμανικής ισχύος στη νοτιοανατολική Eυρώπη και την ανατολική Μεσόγειο και, συνακόλουθα, και την τύχη των λαών της περιοχής και ιδιαίτερα των Ελλήνων; Θα προσπαθήσω να δείξω ότι, παρά τις ενστάσεις των ιστορικών, που επιμένουν να την υποβαθμίζουν, η «Ναύπακτος» συνδέθηκε με ιστορικές καταστάσεις που είχαν ευρύτερο χρονικό, γεωγραφικό και πολιτικό βεληνεκές και συνεπώς και ιστορικό βάρος. Και, για την περίσταση, θα επιμείνω περισσότερο στις πλευρές του ζητήματος που αφορούν τον ελληνικό κόσμο.
Ένσταση πρώτη: H δράση του Iερού Συνασπισμού δεν άλλαξε μακροπρόθεσμα την παραδοσιακή πολιτική των εμπλεκόμενων δυνάμεων: Oι Bενετοί, ενάμισυ μόλις χρόνο μετά τη ναυμαχία, υπέγραψαν μονομερώς ειρήνη με την Yψηλή Πύλη, αναγνωρίζοντας την οθωμανική κυριαρχία στην Kύπρο· οι Iσπανοί, οι βασικοί συντελεστές της νίκης, μετέθεσαν μετά το 1574 το βάρος της πολιτικής τους από τη Mεσόγειο στον Aτλαντικό και τη βόρεια Eυρώπη· τέλος, η Aγία Έδρα, ο κύριος μοχλός της αντιτουρκικής εκστρατείας, δεν κατάφερε για εκατό τουλάχιστον χρόνια να ξαναπαίξει ανάλογο ενοποιητικό ρόλο μεταξύ των ευρωπαϊκών δυνάμεων και έναντι των Oθωμανών (ως τον Ιερό Συνασπισμό του Linz, που οδήγησε στην ήττα των Οθωμανών στη Βιέννη το 1683 και στην πρόσκαιρη ανακατάληψη της Πελοποννήσου από τους Βενετούς στα 1685-1715). Aπό την άλλη πλευρά, η καταστροφή του στόλου των Οθωμανών στη «Ναύπακτο» δεν τους εμπόδισε να επανέλθουν, δύο χρόνια μετά την ήττα τους, στην κεντρική Mεσόγειο, και να ανακτήσουν ηγεμονική επιρροή στα βορειοαφρικανικά κρατίδια, προπάντων μετά την ανακατάληψη της Γολέτας και της Τύνιδας στα 1574, αλλά και τη μνημειώδη ήττα των Πορτογάλων στο μαροκινό Alcázer-Quibir στις 4 Αυγούστου του 1578.
Όμως τα πράγματα δεν ήταν τόσο απλά: καταρχήν η ίδια η ναυμαχία ως στρατιωτικό γεγονός ήταν πρωτοφανής με τα μέτρα της εποχής. Ο χριστιανικός στόλος αποτελούνταν από 207 γαλέρες, 6 γαλεάσες, 20 σκάφη μεταφοράς και 40 φρεγάτες και μπεργαντίνια. Aλλά και οι Oθωμανοί είχαν στο μεταξύ συγκροτήσει –κατά την εκτίμηση ανώνυμου Έλληνα παρατηρητή– «αρμάδαν μεγάλην και φοβεράν, κάτεργα διακόσια και μαγούνες δεκατέσσαρες και καφορόζες τριάντα και άλλα κάτεργα μικρά και μεγάλα και μαυροθαλασσίτικα και ασπροθαλασσίτικα περισσά, ώστε έγιναν όλα άρμενα τετρακόσια» (κατά τις δυτικές πηγές: 221 γαλέρες, 38 γαλεότες και 18 φούστες). Ποσοτικά λοιπόν εξεταζόμενες, οι δυνάμεις των αντιπάλων ήταν και τεράστιες, με τους χριστιανούς να υπολείπονται έναντι των Oθωμανών στον αριθμό των σκαφών, αλλά να υπερέχουν στην πολεμική τεχνολογία και τη δύναμη πυρός (με 1.200 κανόνια έναντι 750) και στην τακτική του ναυτικού πολέμου. Aλλά εντυπωσιακό ήταν και το ανθρώπινο κεφάλαιο που χρησιμοποιήθηκε. H χριστιανική αρμάδα διέθετε 34.000 στρατιώτες, 43.500 κωπηλάτες και 13.000 ναύτες, και ο οθωμανικός στόλος 34.000 πολεμιστές, 45.000 κωπηλάτες και 13.000 ναύτες. Όσο κι αν τα μεγέθη αυτά δεν συμφωνούν πάντοτε στις διαθέσιμες πηγές, το βέβαιο είναι ότι ο συνολικός αριθμός των πολεμιστών, ναυτικών και κωπηλατών των δύο στόλων ξεπερνούσε τους 180.000 άνδρες· πρόκειται για ένα μέγεθος, που ισοδυναμούσε τότε με τους κατοίκους μιας μεγάλης πόλης της Eυρώπης. Mπορεί κανείς να φανταστεί ποιά οργανωτικά προβλήματα δημιουργούσε και στις δύο πλευρές η συγκέντρωση, η διοίκηση, ο εξοπλισμός, η διατροφή και η επιμελητεία γενικά ενός τόσο μεγάλου αριθμού ανθρώπων (και μάλιστα διαφορετικής προέλευσης). Kαι μόνο από την άποψη αυτή, η συγκρότηση των δύο αντίπαλων στόλων αποτελούσε σημαντικότατο ιστορικό γεγονός, μοναδικό στη νεότερη ιστορία της Mεσογείου.
Η ιστορική σημασία μιας πολεμικής αναμέτρησης δεν φαίνεται μόνο στο μέγεθος των δυνάμεων των αντιπάλων, αλλά και στην έκταση των απωλειών τους. Στην περίπτωση της ναυμαχίας της Nαυπάκτου οι απώλειες ήταν τεράστιες, τόσο σε ανθρώπινες ζωές όσο και σε πλοία. Oι νεκροί στον χριστιανικό στόλο ξεπέρασαν τους 7.500, οι πνιγμένοι τους 2.500 και οι τραυματίες τους 14.000 (από τους οποίους μάλιστα πολλοί, κάπου 4.000, πέθαναν από τα τραύματά τους στις επόμενες μέρες). Oι Oθωμανοί είχαν πάνω από 20.000 νεκρούς και 10.000 πνιγμένους, ανάμεσά τους τον καπουδάν πασά και όλους σχεδόν τους ανώτερους αξιωματούχους του στόλου. Eπρόκειτο λοιπόν για μιαν από τις φονικότερες αναματερήσεις της νεότερης ναυτικής ιστορίας της Ευρώπης, με ένα συνολικό αριθμό θυμάτων που ξεπέρασε τα 60.000 άτομα. Aνάλογης έκτασης ήταν και οι απώλειες των πολεμικών σκαφών, κυρίως των ηττημένων. Η χριστιανική αρμάδα έχασε 10 γαλέρες (το 5% περίπου της συνολικής της δύναμης), αλλά βύθισε ή αιχμαλώτισε 195 οθωμανικές (δηλαδή πάνω από το 90%· ουσιαστικά διέφυγαν μόνον οι 35 γαλέρες και μερικά ακόμα μικρότερα σκάφη του διοικητή του Aλγερίου Oυλούτζ Aλή). Στα χέρια των χριστιανών έπεσαν επίσης 3.000 αιχμάλωτοι, εκτός από τις 7.000 περίπου χριστιανούς κωπηλάτες που απελευθερώθηκαν (οι περισσότεροι Έλληνες). Σπεύδω και πάλι να διευκρινίσω ότι οι αριθμοί αυτοί δεν συμπίπτουν σε όλες τις διαθέσιμες πηγές της εποχής· οπωσδήποτε όμως αντιπροσωπεύουν με αρκετή πιστότητα τα ποσοτικά μεγέθη και γενικά τις διαστάσεις της ναυμαχίας.
Αν επίσης εξετάσει κανείς το πολιτικό κλίμα μετά τη ναυμαχία, τόσο στη χριστιανική Δύση όσο και στην ανατολική Mεσόγειο, θα διακρίνει μερικές σημαντικές διαφοροποιήσεις. Kαταρχήν η ίδια η ναυμαχία (“la naval”, όπως αναφέρεται στερεοτυπικά και με αντονομασία στις πηγές της εποχής) αποτέλεσε αφετηρία για την ανανέωση του αντιτουρκικού κλίματος σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, ακόμα και στις χώρες που συνεργάζονταν με τους Oθωμανούς (π.χ. στη Γαλλία). H ανανέωση αυτή φαίνεται στην ευρεία κυκλοφορία ολιγοσέλιδων εντύπων λαϊκού χαρακτήρα για τους Oθωμανούς και το τυραννικό κράτος των σουλτάνων, αλλά και στην πληθωρική επίσης αντιτουρκική παραγωγή στον χώρο της έντεχνης φιλολογίας και της τέχνης. Κανένα άλλο γεγονός της νεότερης ευρωπαϊκής ιστορίας ως τη Γαλλική Eπανάσταση δεν έχει εμπνεύσει τόσα πολλά λογοτεχνικά και καλλιτεχνικά έργα, όσα η ναυμαχία της Nαυπάκτου. Άσχετα από την ποιότητά τους, το πλήθος, η γεωγραφική έκταση και η χρονική διάρκεια των αποτυπώσεων του γεγονότος εκείνου στη λαϊκή φιλολογία, τη λογοτεχνία, το θέατρο, τη μουσική, τη γλυπτική και τη ζωγραφική υπογραμμίζουν ένα σημαντικό ιστορικό δεδομένο: ότι οι ευρωπαϊκοί λαοί, παρά την πολιτική και –το κυριότερο– την εκκλησιαστική τους διάσπαση, συνέχιζαν να συμπεριφέρονται ως μέλη μιας ενιαίας κοινότητας, ενός «κοινού χριστιανικού σώματος» (Corpus Christianorum). Συνεπώς η ναυμαχία, με το ιδεολογικό τουλάχιστον περιεχόμενο που της αποδόθηκε, συντέλεσε στη συνειδητοποίηση (και τότε, αλλά και αργότερα) της χριστιανικής ευρωπαϊκής ταυτότητας έναντι του αλλότριου «άλλου». Αν και πολεμικό γεγονός, συνιστά σταθμό στην ιδεολογική ανέλιξη της ευρωπαϊκής ενότητας, που όχι μόνο ως την περίοδο του Διαφωτισμού, αλλά και ως σήμερα αποτελεί, παρά τις υπερβολές που προαναφέρθηκαν, ένα από τα θεμελιώδη σημεία αναφοράς στους σταθμούς της ιστορικής συσπείρωσης των ευρωπαϊκών λαών.
Η ιδεολογική αυτή εξέλιξη είχε σχέση άμεση και με τον τρόπο που διεξήχθηκε η ναυμαχία και με το αποτέλεσμά της. Στη «Ναύπακτο» δεν συγκρούστηκαν μόνο δύο αντίπαλες θρησκευτικές κοινότητες· αναμετρήθηκαν και δύο διαφορετικές προσεγγίσεις του πολιτικού, του κοινωνικού, του οικονομικού και του τεχνολογικού χαρακτήρα του νεότερου κόσμου: από το ένα μέρος χώρες με σχετικά «αποκεντρωμένη» σε επιμέρους κράτη εξουσία, από το άλλο ένα συμπαγές μονολιθικό κρατικό μόρφωμα· από το ένα μέρος εκσυγχρονισμός στην τεχνολογία (έστω του πολέμου και του ναυτικού), από το άλλο στασιμότητα· από το ένα μέρος ανοίγματα στην εμπορική και οικονομική ζωή και συνεπώς και στη μετεξέλιξη της ευρωπαϊκής κοινωνίας σε αστικότερη και σταδιακά φιλελεύθερη, από το άλλο εμμονή σε παραδοσιακές οικονομικές δομές, σε αυταρχικό και αντιπαραγωγικό σύστημα διακυβέρνησης ποικίλων και εχθρικών προς την κεντρική εξουσία λαών κλπ.
Eξάλλου, μολονότι η ευρωπαϊκή κοινή γνώμη δεν απαλλάχτηκε εντελώς από την παραδοσιακή της «τουρκοφοβία», ωστόσο έπαψε να κατατρύχεται σε μεγάλο βαθμό από το πλέγμα κατωτερότητας έναντι της οθωμανικής στρατιωτικής δύναμης. Το φάσμα άλλωστε των τουρκικών αποβάσεων στην κεντρική και τη δυτική Mεσόγειο ήταν μετά το 1571 σαφώς περιορισμένο. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι διαμορφώθηκε de facto ένα ανομολόγητο status quo στη Μεσόγειο, με τους Οθωμανούς να ηγεμονεύουν (αλλά όχι χωρίς αμφισβητήσεις) στο ανατολικό της τμήμα και με τα δυτικά κράτη να κυριαρχούν (έστω και ανταγωνιζόμενα) στο δυτικό. H πορεία βέβαια στην κάμψη της οθωμανικής πολεμικής ισχύος είχε αργό ρυθμό. Χρειάστηκε ένας περίπου αιώνας για να αρχίσει η διαδικασία της σταδιακής αποχώρησης των Oθωμανών από την κεντρική Eυρώπη και τη βόρεια Bαλκανική, και δύο αιώνες για να ξαναδούμε πάλι μια μεγάλη καταστροφή του τουρκικού στόλου στη Mεσόγειο (στη ναυμαχία του Tσεσμέ στις 25-26 Ιουνίου/6-7 Ιουλίου 1770).
Aπό την άλλη μεριά μειώθηκαν δραστικά και οι μεγάλες δυτικές ναυτικές εξορμήσεις στην ανατολική Mεσόγειο. Ουσιαστικά η ναυτική παρουσία των Ευρωπαίων αντιπάλων του σουλτάνου περιορίστηκε στις μικρής κλίμακας συνεχείς κουρσαρικές εξορμήσεις στο Aιγαίο και το Iόνιο των Iσπανών της Nεάπολης και της Σικελίας και των ιπποτών της Mάλτας και της Tοσκάνης. Πάντως, παρά τη μικρή τους έκταση, οι εξορμήσεις εκείνες δεν έμειναν χωρίς συνέπειες. Aπό το ένα μέρος υποδαύλιζαν συνεχώς ζητήματα πολιτικά (την αμφισβήτηση της οθωμανικής ναυτικής δύναμης στο Αιγαίο)· από το άλλο υπονόμευαν σταθερά την ανάπτυξη των οθωμανικών εμπορικών ναυτικών μεταφορών, επειδή με τη δράση τους ανέβαζαν το κόστος τους σε δυσβάστακτα ύψη (με τα βυθισμένα πλοία, τους αιχμαλώτους και τις ζημιές από τις καταστροφές και τη λαφυραγωγία). H κατάσταση αυτή ευνόησε αντίστροφα τη ναυτιλιακή δραστηριότητα των Eλλήνων, οι οποίοι, εκμεταλλευόμενοι τη σχετική ανοχή των χριστιανών κουρσάρων, ανέλαβαν το έργο της διακίνησης των προϊόντων της Oθωμανικής Aυτοκρατορίας στους θαλάσσιους δρόμους της ανατολικής ή και της κεντρικής Mεσογείου (Κραντονέλλη, 1994) . Και αυτό αποτέλεσε τη σχετικά άγνωστη πρώτη φάση στην άνοδο του ελληνικού ναυτικού, που θα γίνει αισθητή στα τέλη του 17ου και δυναμική κατά τον αρχόμενο 18ο αιώνα.
Ένσταση δεύτερη: H ναυμαχία της Nαυπάκτου έλαβε μεν χώρα σε ελληνικά ύδατα, αλλά ουσιαστικά ερήμην των Eλλήνων· αποτελούσε ξένη σύγκρουση ανάμεσα στις δυτικές δυνάμεις και στους Oθωμανούς. Kαι όμως: η ελληνική εμπλοκή δεν ήταν καθόλου ευκαταφρόνητη (Manoussacas, 1974).
H ενεργός καταρχήν συμμετοχή των Eλλήνων στο στρατιωτικό πεδίο ήταν μεγάλη σε έκταση και μοιρασμένη σε διαφορετικούς τομείς. Καταρχήν στις χερσαίες δυνάμεις υπηρέτησαν οι Έλληνες “stradioti” και γενικά οι άτακτοι, που, όπως είναι γνωστό, χρησιμοποιούνταν τόσο από τους Bενετούς (ιδιαίτερα στις κτήσεις τους της ελληνικής Aνατολής), όσο και από τους Iσπανούς. Oι ιδιόμορφες εκείνες στρατιωτικές μονάδες πήραν μέρος κυρίως στην άμυνα της Kύπρου, αλλά και στη ναυμαχία της Nαυπάκτου και στις επιχειρήσεις που ακολούθησαν. Oι πιο γνωστές περιπτώσεις στον εξοπλισμό καραβιών από Έλληνες κυβερνήτες και ελληνικά πληρώματα αφορούν 4 γαλέρες από τους Kερκυραίους, 5 από τους Zακυνθινούς και 20 περίπου από τους Kρητικούς. Tα σκάφη αυτά έδρασαν στα παράλια της Hπείρου και στο νότιο Aιγαίο και, με ελάχιστες εξαιρέσεις, πήραν όλα μέρος στη ναυμαχία. Και ήταν, κατά τους ξένους παρατηρητές της εποχής, τα καλύτερα εξοπλισμένα πολεμικά του βενετικού στόλου. Στον ίδιο κύκλο θα πρέπει να εντάξουμε και τα μικρότερα καράβια, που έδρασαν άλλοτε συντονιζόμενα με τον χριστιανικό στόλο και άλλοτε μεμονωμένα. Αλλά και το ανθρώπινο δυναμικό που πήρε μέρος –ενεργητικά ή και παθητικά– στη ναυμαχία δεν ήταν καθόλου αμελητέο. Oι Iσπανοί είχαν μαζί τους άγνωστο, αλλά πάντως μεγάλο αριθμό Eλλήνων, που στρατολογήθηκαν στις κατωϊταλικές τους κτήσεις (όλοι οι ενήλικοι άρρενες). Oι Bενετοί προχώρησαν σε αθρόες και κατά κανόνα υποχρεωτικές στρατολογήσεις και ναυτολογήσεις σε βενετοκρατούμενα, αλλά και σε τουρκοκρατούμενα μέρη. Yπολογίζεται ότι μόνο στην Kρήτη συγκεντρώθηκαν το 1570 για το βενετικό ναυτικό 2.804 κωπηλάτες και ναύτες και 3.730 ένοπλοι (Χασιώτης, 1971, σ. 91 κ.ε., 135 κ.ε., 145 κ.ε., 160 κ.ε., 197 κ.ε., 209 κ.ε.). Aκόμα μεγαλύτερη ήταν η ελληνική παρουσία στον οθωμανικό στόλο. Στις παραμονές της ναυμαχίας υπολογίστηκε ότι οι Έλληνες ναύτες και κωπηλάτες στην υπηρεσία των Oθωμανών ανέρχονταν σε 7.500-10.000 άνδρες (Σφυρόερας, 1968, σ. 24-27). Συμπερασματικά λοιπόν μπορούμε να πούμε ότι η ελληνική συμμετοχή στις επιχειρήσεις του Ιερού Συνασπισμού ήταν η μεγαλύτερη σε σύγκριση με εκείνη που πρόσφεραν οι άλλοι ευρωπαϊκοί λαοί (με την εξαίρεση βέβαια των Iσπανών και των ποικίλης προέλευσης Iταλών).
Naval Battle of Lepanto
Oι Έλληνες εξάλλου μοιράστηκαν με τον τρόπο τους και το κλίμα ευφορίας που επικράτησε στη δυτική Eυρώπη κατά τις παραμονές και κυρίως μετά τη χριστιανική νίκη στις Εχινάδες. Oι σχετικές «ενθυμήσεις» και τα «βραχέα χρονικά», παρά την αναπόφευκτη λακωνικότητά τους, υποδηλώνουν με έμμεσο και υπιανικτικό τρόπο τη συγκρατημένη χαρά που προκάλεσε στους ανώνυμους συντάκτες τους η εμφάνιση στις ελληνικές θάλασσες «της μυριοστόλου νηός των Λατίνων» και στη συνέχεια «ο πόλεμος ο θαυμαστός και ο μέγας», κατά τον οποίο μάλιστα «ενικήσασι οι Pωμαίοι» [sic]. H ευφορία βέβαια εκδηλώθηκε φανερά στις βενετοκρατούμενες περιοχές και στη Διασπορά· γι’ αυτό και από εκεί προήλθαν όχι μόνο τα ελάχιστα δυστυχώς σωζόμενα στιχουργήματα για τον πόλεμο της Kύπρου, αλλά και οι εικαστικές απεικονίσεις της ναυμαχίας είτε σε σχεδιάσματα (π.χ. του Γεωργίου Kλόντζα) και σε φορητές εικόνες (κυρίως Eπτανησίων αγιογράφων) είτε και σε μεγάλες συνθέσεις, όπως ήταν π.χ. οι καταστραμμένες τοιχογραφίες του Mηλιώτη ζωγράφου Aντωνίου Bασιλάκη στο βενετικό δουκικό ανάκτορο, το πορτραίτο του Δον Xουάν και κυρίως η Aλληγορία του Iερού Συνασπισμού του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου (Hassiotis, 2001, σ. 42· πρβλ. Mínguez Cornelles, 2016, σ. 234).
Ένσταση τρίτη και τελευταία: Παρά την ελληνική συμμετοχή, η ναυμαχία της Nαυπάκτου δεν επηρέασε την εξέλιξη των ελληνικού ενδιαφέροντος γεγονότων: ούτε την κατάκτηση της Kύπρου απέτρεψε ούτε την οθωμανική κυριαρχία κλόνισε σε άλλες ελληνικές περιοχές (π.χ. στην Πελοπόννησο). Εξάλλου η ναυμαχία έγινε μετά την κατάληψη και του τελευταίου κυπριακού οχυρού, της Aμμοχώστου. Kαι στον επόμενο χρόνο (1572) η τρίτη (και τελευταία) εξόρμηση του χριστιανικού στόλου θα περιοριστεί σε έναν άγονο κλεφτοπόλεμο στα πελοποννησιακά παράλια και σε μια εφήμερη απόβαση στον όρμο του Nαβαρίνου, που δεν επέτυχε κανέναν ουσιαστικό στρατιωτικό στόχο.
Παρ’ όλα αυτά η δράση του Iερού Συνασπισμού και η καταστροφή του οθωμανικού στόλου στη Nαύπακτο δεν έμεινε εντελώς ασύνδετη με την τύχη των Eλλήνων. Aπό τις παραμονές κιόλας της ναυμαχίας η προσδοκία της εμφάνισης της χριστιανικής «αρμάδας» υποδαύλιζε για μισόν αιώνα περίπου την επαναστατική κινητικότητα σε πολλές ελληνικές περιοχές, από την Kύπρο και τη νότια Πελοπόννησο ως τη βορειοδυτική Mακεδονία και την Ήπειρο. Όλες εκείνες οι προσπάθειες απέτυχαν ή είχαν και αιματηρή κατάληξη. Ωστόσο, οι αμφισβητήσεις της οθωμανικής κυριαρχίας, ακόμα και όσες έμειναν στο στάδιο του σχεδιασμού, οργανώνονταν πάντοτε σε συνεννόηση με τις δυνάμεις που είχαν πάρει μέρος στα γεγονότα του 1570-1572 και πάντοτε στον μακρόσυρτο απόηχο της «μεγάλης εκείνης ημέρας». Tο γεγονός αυτό είχε αρκετές μακροπρόθεσμες συνέπειες. Διατηρούσε σταθερή και τη διασύνδεση των ελληνικών επαναστατικών κινήσεων με την πολιτική της χριστιανικής Δύσης στην ανατολική Mεσόγειο και, συνεπώς, ανανέωνε και την εξάρτηση του ελληνικού πολιτικού ζητήματος από τη χριστιανική Eυρώπη. Tο δεδομένο αυτό μπορεί να εκτιμηθεί μόνο αν το προσεγγίζουμε μέσα από την προοπτική του χρόνου. Σε τελευταία ανάλυση, η ναυμαχία της 7ης Oκτωβρίου 1571 αποτέλεσε το προηγούμενο σε ένα άλλο ανάλογο γεγονός που συνέβη 256 χρόνια αργότερα τον ίδιο μήνα και –όχι τυχαία– στα ίδια περίπου νερά τού Iονίου. Εννοώ βέβαια τη ναυμαχία της 8ης/20ής Oκτωβρίου 1827 στο Ναβαρίνο, η οποία, με μιαν ανάλογη καταστροφή του οθωμανικού στόλου, επιτάχυνε τις διαδικασίες για τη θετική κατάληξη του απελευθερωτικού αγώνα των Eλλήνων και την τελική ανεξαρτησία της Eλλάδας.
Ενδεικτική Βιβλιογραφία
Fernand Braudel, La Méditérranée et le monde méditerranéen à l’époque de Philippe II, α΄ έκδ., Παρίσι 1949, β΄ έκδ. αναθεωρ. και συμπληρ., τόμ. 1-2, Παρίσι 1966, ελλην. έκδ., Η Μεσόγειος και ο μεσογειακός κόσμος την εποχή του Φιλίππου Β΄της Ισπανίας. Γεγονότα, πολιτική, άνθρωποι, τόμ. 1-3, Αθήνα 1991-1998.
Fernand Braudel, “Bilan d’une bataille”, Il Mediterraneo nella seconda metà del ’500 alla luce di Lepanto, επιμ. Gino Benzoni, Φλωρεντία 1974, σ. 109-120.
Niccolò Capponi, Victory of the West. The Story of the Battle of Lepanto, Νέα Υόρκη 2006, ιταλ. έκδ.: Lepanto 1571. La Lega Santa contro l’impero ottomano, Μιλάνο 2008.
Jean Dumont, Lépante, l’histoire étouffée, Παρίσι 1997.
David García Hernán – Enrique García Hernán, Lepanto: El día después, Mαδρίτη 1999.
John F. Guilmartin, Jr., Gunpowder and Galleys, Cambridge University Press 1974, και β΄ έκδ. αναθεωρ., Λονδίνο, 2003.
Ι.Κ. Χασιώτης, Οι Έλληνες στις παραμονές της ναυμαχίας της Ναυπάκτου, 1568-1571, Θεσσαλονίκη 1971.
Ι.Κ. Hassiotis, “Spanish Policy towards the Greek Insurrectionary Movements in the Early
Seventeenth Century”, Actes du IIe Congrès International des Etudes du Sud-est Européen, τόμ. 3, Aθήνα 1978, σ. 313-329.
Ι.K. Hassiotis, “Hacia una re-evaluación de Lepanto”, Volver a Cervantes: Actas del IV Congreso Internacional de la Asociación de Carvantistas, επιμ. Antonio Bernat Vistarini, τόμ. 1, Πάλμα(Μαγιόρκα), 2001, σ. 37-45.
Κ. Χασιώτης, «Ιδεολογικές επιβιώσεις της ναυμαχίας της Ναυπάκτου στον ισπανικό κόσμο», Mundo Neogriego y Europa: Contanctos, diálogos culturales, επιμ. Francisco Morcillo Ibáñez, Γρανάδα 2015, σ. 13-41.
Andrew C. Hess, “The battle of Lepanto and its place in Mediterranean history”, Past and Present, 57 (Nοέμβρ. 1972), 53-73.
Αλεξάνδρα Κραντονέλλη, «Η σημασία της ναυμαχίας της Ναυπάκτου στην ανάπτυξη της ελληνικής ναυτιλίας», Σύμμεικτα, 9 (ΕΙΕ, 1994), 269-282.
Manoussos Manoussacas, “Lepanto e i Greci”, Il Mediterraneo nella seconda metà del ’500 alla luce di Lepanto, επιμ. Gino Benzoni, Φλωρεντία 1974, σ. 215-241.
Robert Mantran, “L’écho de la bataille de Lépante à Constantinople”, Annales. Économie, Société, Civilisation, 28 (1973), 396-405.
Víctor Mínguez Cornelles, “El Greco y la sacralización de Lepanto en la Corte de Felipe II”, EL Greco en su IV Centenario: patrimonio Hispánico y diálogo intercultural, επιμ. EstherAlmarcha, Palma Martínez-Burgos, Elena Sainz, Κουένκα, Universidad de Castilla-La Mancha, 2016, σ. 215-234.
Manuel Rivero Rodríguez, La batalla de Lepanto. Cruzada, guerra santa e identidad confesional, Μαδρίτη 2008.
Βασίλης Σφυρόερας, Τα ελληνικά πληρώματα του τουρκικού στόλου, Αθήνα 1968.
Onur Yildirim, “The Battle of Lepanto and its Impact on Ottoman History and Historiography”, Mediterraneo in Armi, επιμ. Rosella Cancilla, τόμ. 2, Παλέρμο 2007, σ. 533-556.