Η 7η Μαρτίου 1936 ήταν ημέρα Σάββατο. Υπό ομαλές συνθήκες είθισται οι κυβερνώντες να εκμεταλλεύονται την ανάπαυλα του Σαββατοκύριακου για να ξεκόψουν από τη φθορά της καθημερινότητας. Αυτήν ακριβώς τη συγκυρία επέλεξε ο Hitler προκειμένου να προβεί στην επαναστρατιωτικοποίηση της Ρηνανίας (Rheinlandbesetzung). Με άλλα λόγια, διέταξε τον στρατό του να εισέλθει στην αποστρατιωτικοποιημένη ζώνη που το 1919 η Συνθήκη των Βερσαλλιών είχε επιβάλει στην ηττηθείσα Γερμανία. Τα άρθρα 42 και 43 απαγόρευαν ρητά στην τελευταία να διατηρεί στρατεύματα και να κατασκευάζει οχυρωματικά έργα σε ολόκληρη την αριστερή όχθη του Ρήνου καθώς και κατά μήκος μιας λωρίδας πλάτους 50 χιλιομέτρων στη δεξιά όχθη του ποταμού. Πέραν των δύο προαναφερθέντων άρθρων, η πρωτοβουλία του καγκελάριου του Γ΄ Ράιχ αποτελούσε και ευθεία παραβίαση της Συνθήκης του Λοκάρνο του 1925, στην οποία αυτά είχαν ενσωματωθεί.1
Στην περίπτωση, ο Hitler δεν ποδοπάτησε μόνο μια Συνθήκη που οι νικητές του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου είχαν υπαγορεύσει στον ηττημένο (οι Γερμανοί δεν μιλούσαν τυχαία περί ενός Diktat). Παραβίασε, όπως αναφέρθηκε ήδη, και τη Συνθήκη του Λοκάρνο, την οποία αποδέχθηκε – για να μην πει κανείς ότι επιδίωξε – η Δημοκρατία της Βαϊμάρης. Για την όλη επιχείρηση κινητοποίησε 30.000 περίπου άνδρες. Το μεγαλύτερο μέρος από αυτούς αρκέστηκε να αναπτυχθεί κατά μήκος του Ρήνου. Μόνο τρία τάγματα διέσχισαν τον ποταμό με κατεύθυνση αντίστοιχα τις πόλεις Άαχεν, Τρίερ και Σααρμπρύκεν. Δηλαδή, τρία μέτωπα συνολικά: ένα απέναντι στο Βέλγιο και δύο απέναντι στη Γαλλία.
Ο Φύρερ επικαλέστηκε ως δικαιολογία το γαλλο-σοβιετικό Σύμφωνο Αμοιβαίας Συνδρομής που είχε μονογραφηθεί στη Μόσχα από τον Γάλλο υπουργό Εξωτερικών Pierre Laval στις 2 Μαΐου 1935 και επικυρωθεί πρόσφατα, στις 27 Φεβρουαρίου 1936, από τη Γαλλική Εθνοσυνέλευση. Συγκεκριμένα, ισχυρίστηκε πως οι διατάξεις του τελευταίου στρέφονταν κατά της Γερμανίας και έρχονταν σε ευθεία αντιδιαστολή με το πνεύμα και το γράμμα της Συνθήκης του Λοκάρνο.
Στο μέσο του πρωινού, και ενώ η στρατιωτική επιχείρηση βρισκόταν ήδη σε εξέλιξη, οι πρέσβεις της Γερμανίας επέδωσαν ρηματική διακοίνωση προς τις κυβερνήσεις του Βελγίου, της Γαλλίας, της Ιταλίας και της Μεγάλης Βρετανίας, δηλαδή προς όλα τα συμβαλλόμενα κράτη της Συνθήκης του 1925. Η ενέργεια του Hitler δεν πρέπει να εκληφθεί ως κεραυνός εν αιθρία. Επί μήνες ολόκληρους ο ηγέτης του Γ΄ Ράιχ είχε εκφράσει την αποδοκιμασία του για το Σύμφωνο της Μόσχας, αρχής γενομένης από τις 21 Μαΐου του 1935. Έκτοτε, το όλο θέμα επανερχόταν τακτικά σε πολλές από τις δημόσιες τοποθετήσεις του. Η απειλή αιωρείτο συνεχώς πάνω από τις ισορροπίες, οι οποίες πήγαζαν από το καθεστώς του Λοκάρνο.
Η πρωτοβουλία της 7ης Μαρτίου 1936 διαθέτει ακόμα μεγαλύτερη προϊστορία. Στις 14 Οκτωβρίου 1933, η Γερμανία αποχώρησε ταυτόχρονα από την Παγκόσμια Διάσκεψη Αφοπλισμού και από την Κοινωνία των Εθνών. Στις 9 Μαρτίου 1935, προχώρησε στην ίδρυση μιας πολεμικής αεροπορίας (Luftwaffe). Οκτώ ημέρες αργότερα, καθιέρωσε την υποχρεωτική στρατιωτική θητεία. Στις 18 Ιουνίου του ιδίου έτους, απέσπασε τη συγκατάθεση της Μεγάλης Βρετανίας για τη ναυπήγηση ενός πολεμικού στόλου ισoδύναμου με το 35% της Royal Navy. Κατόπιν τούτων, η επαναστρατιωτικοποίηση της Ρηνανίας συμπληρώνει απλούστατα μια αλυσίδα συστηματικής καταστρατήγησης των στρατιωτικών διατάξεων της Συνθήκης των Βερσαλλιών.
Κι’ όμως, η μετάβαση από τον σχεδιασμό στην πράξη εξέπληξε τους πάντες, με πρώτη και καλύτερη την επιλογή της στιγμής: ανάπαυλα του Σαββατοκύριακου. Στο Παρίσι, η κυβέρνηση Albert Sarraut αυτοσχεδίασε μια έκτακτη σύγκλιση του υπουργικού συμβουλίου αυθημερόν. Την επομένη, ημέρα Κυριακή, πραγματοποιήθηκε και δεύτερη, με διευρυμένη συμμετοχή. ‘Ηδη από τις 27 Φεβρουαρίου – ημέρα επικύρωσης του Συμφώνου της Μόσχας από το Κοινοβούλιο – οι Γάλλοι ιθύνοντες αξιολογούσαν μια τέτοια εξέλιξη ως πιθανολογούμενο σενάριο. Ωστόσο, στις 7 και 8 Μαρτίου αποφάσισαν ότι “Η γαλλική κυβέρνηση δεν πρόκειται να προβεί σε μονομερή ενέργεια. Θα αντιδράσει σε απόλυτη σύμπνοια με όλα τα συμβαλλόμενα μέρη της Συνθήκης του Λοκάρνο.” Το Βέλγιο επισήμανε πως θα ευθυγράμμιζε τη στάση του με εκείνη των εγγυητριών χωρών (του καθεστώτος του Λοκάρνο) “ειδικότερα δε με εκείνη της Μεγάλης Βρετανίας και της Γαλλίας, εφόσον η αλληλεγγύη τους αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για ανάληψη οιασδήποτε δράσης”. Η στάση του Λονδίνου ήταν γνωστή προ πολλού δια στόματος του υπουργού Εξωτερικών, Anthony Eden: “Υπό τις παρούσες συνθήκες, η Μεγάλη Βρετανία δεν είναι σε θέση να προσφύγει σε δραστικά μέτρα. Της χρειάζεται πολύς χρόνος για να καταφέρει να ανασυστήσει τις ναυτικές, αεροπορικές και στρατιωτικές της δυνάμεις”. Το 1919, η χώρα είχε υιοθετήσει την “αρχή της δεκαετίας” (ten years rule), μιας προοπτικής δεκαετούς, τουλάχιστον, ειρήνης. Αναγκάστηκε να την αποποιηθεί το 1935. Έκτοτε, μέριμνα της κυβέρνησης του Λονδίνου ήταν η συστηματική αποφυγή εμπλοκής σε καταστάσεις, ικανές να κακοφορμίσουν σε θανάσιμες επιπλοκές. Με αυτή τη νοοτροπία σκεφτόταν ακόμα και το ενδεχόμενο να χρησιμοποιήσει την επαναστρατιωτικοποίηση της Ρηνανίας ως διπλωματικό χαρτί με απώτερο στόχο την επανάκαμψη της Γερμανίας στους κόλπους της Κοινωνίας των Εθνών και τον περιορισμό του εξοπλιστικού της προγράμματος. Η περίπτωση της Ιταλίας διέφερε. Η χώρα βρισκόταν υπό καθεστώς κυρώσεων που είχε επιβάλει η Κοινωνία των Εθνών κατόπιν βρετανικής και γαλλικής πρωτοβουλίας εξαιτίας των στρατιωτικών επιχειρήσεων, στις οποίες είχε επιδοθεί σε βάρος της Αιθιοπίας από τις 3 Οκτωβρίου 1935 και μετά.2
Η γερμανική ρηματική διακοίνωση της 7ης Μαρτίου έθεσε τις Μεγάλες Δυνάμεις προ τετελεσμένου. Συνάμα όμως, προσέφερε και κλάδο ελαίας. Συγκεκριμένα, πρότεινε ένα είδος νέου Λοκάρνο με τη συνομολόγηση ενός εικοσιπενταετούς Συμφώνου μη Επιθέσεως με το Βέλγιο και τη Γαλλία. Τέλος, υπήρχε πρόβλεψη περί επανόδου της Γερμανίας στους κόλπους της Κοινωνίας των Εθνών, γεγονός που χαροποιούσε ιδιαίτερα το Λονδίνο.
Το γαλλικό υπουργικό συμβούλιο μπορεί μεν να αποφάσισε στις 7 και 8 Μαρτίου να μην πράξει τίποτα, φρόντισε, ωστόσο, να τηρήσει ορισμένα προσχήματα. Ο πρωθυπουργός Albert Sarraut απηύθυνε ραδιοφωνικό διάγγελμα σε δραματικό ύφος: “Δεν πρόκειται να εγκαταλείψουμε το Στρασβούργο στο έλεος των γερμανικών πυροβόλων”. Ο υπουργός Εξωτερικών Pierre-Étienne Flandin ανέλαβε να ενημερώσει τη Γενεύη: “Η κυβέρνηση της Γαλλικής Δημοκρατίας έχει την τιμή να επιστήσει την προσοχή του Συμβουλίου της Κοινωνίας των Εθνών σχετικά με τη διαπραχθείσα καταστρατήγηση”. Το Βέλγιο προέβη σε ανάλογη κίνηση προς τον διεθνή οργανισμό. Η Πολωνία εξέφρασε προς το Παρίσι την επιθυμία της περί ανταλλαγής απόψεων “έτσι όπως επιτάσσει το πνεύμα της μεταξύ μας συμμαχίας”. Η Βαρσοβία δήλωνε πρόθυμη να ακολουθήσει τη Γαλλία σε περίπτωση ένοπλης αντίδρασης. Το ίδιο και η Τσεχοσλοβακία: “Σε αυτή την κρίσιμη ώρα θα συνταχθούμε πλήρως με τη στάση, την οποία πρόκειται να υιοθετήσει η Γαλλία”. Αντίθετα, η Ιταλία παρατηρούσε: “Πως είναι δυνατόν από κράτος που υφίσταται κυρώσεις να μετατραπούμε σε κράτος που τις επιβάλει; Ειδικότερα δε εις βάρος της μόνης ευρωπαϊκής χώρας που δεν μας τιμωρεί και μας συνδράμει στην επιβίωσή μας εδώ και ένα τρίμηνο, μέσω των οικονομικών σχέσεων, τις οποίες διατηρεί μαζί μας”. Στο Λονδίνο δεν παρατηρήθηκε η παραμικρή εκτροπή από την παραδοσιακή στάση. Ο Eden κατήγγειλε “το ίσχυρό πλήγμα που καταφέρθηκε σε βάρος του ιερού πνεύματος των Συνθηκών”. Ταυτόχρονα, όμως, φρόντισε να προσθέσει: “Ευτυχώς, δεν έχουμε σήμερα λόγο να υποψιαζόμαστε ότι η παρούσα ενέργεια της Γερμανίας περιέχει απειλή για έναρξη εχθροπραξιών”. Ως έναν βαθμό, ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών δεν είχε άδικο. Τα τρία τάγματα του γερμανικού στρατού που διέσχισαν τον Ρήνο κάθε άλλο παρά είχαν πρόθεση να εισβάλλουν στο Βέλγιο και στη Γαλλία. Το πρόβλημα, ωστόσο, δεν ήταν αυτό. Αποδυναμωμένη στρατιωτικά, η Μεγάλη Βρετανία δεν ήταν σε θέση να διεξαγάγει κάποια δυναμική επιχείρηση. Δεν της απέμενε παρά να επιχειρήσει να κερδίσει πολύτιμο χρόνο μέσω της διπλωματικής οδού.
Γενικότερα, η επικρατούσα τάση στις δημοκρατίες δεν κυμαίνεται πέριξ των δραστικών λύσεων. Η κοινή γνώμη, τόσο αριστερά όσο και δεξιά, είναι ειρηνόφιλη. Πάνω σε αυτή την αντίληψη άρχισε να σφυρηλατείται η άποψη ότι η Γερμανία δεν είχε απόλυτο άδικο, έστω και αν προσέτρεξε σε κατακριτέες μεθόδους. Στη Γαλλία, η σατυρική εφημερίδα Le canard enchainé αντέδρασε με τον γνώριμο δικό της τρόπο, την ειρωνεία: “Η Γερμανία εισέβαλε στη Γερμανία”. Οι Times του Λονδίνου, το πιο αξιοσέβαστο έντυπο στην αντίπερα όχθη της Μάγχης, προτίμησε να φιλοσοφήσει: “Ευκαιρία για ανοικοδόμηση”. Σημειωτέον ότι όλες οι αντιδράσεις των Βρετανών κινούνταν στους αντίποδες εκείνων που, ένα χρόνο νωρίτερα, είχε δρομολογήσει η ιταλική εισβολή στην Αιθιοπία. Υπήρχε βέβαια μια ειδοποιός διαφορά. Το 1935, επρόκειτο για εισβολή σε βάρος ενός ανεξάρτητου κράτους, μέλους της Κοινωνίας των Εθνών. Στις 7 Μαρτίου 1936, ουδείς αμφισβητούσε ότι ο Hitler είχε παραβιάσει κατάφορα τις διεθνείς Συνθήκες. Ωστόσο, δεν είχε καταλάβει έδαφος που να μην του ανήκει. Η επαναστρατιωτικοποίηση της Ρηνανίας προκάλεσε μεν μια αίσθηση δυσφορίας, όχι όμως γενική καταδίκη. Η αυστηρότητα των διατάξεων της Συνθήκης των Βερσαλλιών υπήρξε αφόρητη για τον γερμανικό λαό. Δεκαεπτά χρόνια αργότερα, η σκέψη περί αποκατάστασης μιας αδικίας είχε αρχίσει να κερδίζει έδαφος. Αυτό βέβαια δεν ισοδυναμούσε με συγχωροχάρτι προς το ναζιστικό καθεστώς. Πάνω απ’ όλα όμως, επικρεμόταν ως δαμόκλειος σπάθη το σύνδρομο της εκατόμβης του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Στη δε Γαλλία, στις αρχές του Μαρτίου η κυβέρνηση Albert Sarraut έπνεε τα λοίσθια (οι βουλευτικές εκλογές είχαν προκυρηχθεί για τις 26 Απριλίου). Δύσκολο να ξιφουλκήσει υπό παρόμοιες συνθήκες. Ο φιλειρηνισμός είχε παρασύρει στο διάβα του κάθε υπόνοια συνειδητοποίησης των κινδύνων που ανέτειλαν στον ορίζοντα. Σε τελευταία ανάλυση, δεν κυβερνά κανείς ενάντια στην κοινή γνώμη, το δε 1936, οι ιθύνοντες δεν είχαν απολύτως καμία διάθεση να πράξουν το αντίθετο.
Στις 10 Μαρτίου, τρεις μέρες μετά την εισβολή, αντιπροσωπείες των εγγυητών της Συνθήκης του Λοκάρνο (Γαλλία, Βρετανία, Βέλγιο) συναντήθηκαν σε επίπεδο υπουργών Εξωτερικών στο Παρίσι. Απουσίαζε η Ιταλία. Άπαντες προσέβλεπαν στην προετοιμασία ενός κοινού διαβήματος προς το Συμβούλιο της Κοινωνίας των Εθνών. Η συγκυρία ήταν αποτρεπτική για ανάληψη δράσης. Η επιλογή του δρόμου προς τη Γενεύη ήταν κάτι πολύ διαφορετικό – κυρίως δε περισσότερο σοφό και ασφαλές – από να αφεθεί κανείς να παρασυρθεί σε περιπέτειες.
Πρώτος μίλησε ο υπουργός Εξωτερικών Pierre-Étienne Flandin με την ιδιότητα του οικοδεσπότη. Ο πρόλογός του κύλησε μέσα στο αναμενόμενο πνεύμα. Με την πάροδο του χρόνου όμως, άρχισε να αιφνιδιάζει τους παρισταμένους: “Η κυβέρνηση της Γαλλικής Δημοκρατίας είναι αποφασισμένη να θέσει το σύνολο των δυνάμεών της, ηθικών, πολιτικών, στρατιωτικών και ναυτικών στη διάθεση της Κοινωνίας των Εθνών προκειμένου να καταστείλει αυτό που θεωρεί ως πλήγμα κατά της διεθνούς ειρήνης και θεωρεί πως τα συμβαλλόμενα κράτη της Συνθήκης του Λοκάρνο και μέλη της Κοινωνίας των Εθνών θα τιμήσουν και εκείνα τις επίσημες δεσμεύσεις τους”. Οι ακροατές δεν πίστευαν στα αυτιά τους! Ανέμεναν τα πάντα πλην της εκφοράς ενός πύρινου λόγου. Ο Flandin συνέχισε στο ίδιο μήκος κύματος: “Η κυβέρνησή μου δεν αρνείται, μελλοντικά, τον διάλογο μέσω διενέργειας διαπραγματεύσεων με τη Γερμανία. Όμως, οι διαπραγματεύσεις αυτές δεν θα είναι εφικτές παρά μόνο αφότου, με καλή είτε με κακή θέληση, αποκατασταθεί η διεθνής νομιμότητα σε όλες της τις διαστάσεις”.
Ακολούθως τον λόγο πήρε ο πρωθυπουργός και υπουργός Εξωτερικών του Βελγίου Paul van Zeeland. Ξεκίνησε καταδικάζοντας με τη σειρά του την παραβίαση του Διεθνούς Δικαίου εκ μέρους της Γερμανίας. Η παρέμβασή του όμως κινήθηκε προς άλλη κατεύθυνση: “Θεωρώ επιτακτικό να σχηματιστεί ένα κοινό μέτωπο των κρατών που υπέγραψαν τη Συνθήκη του Λοκάρνο προτού στραφούμε προς τη Γενεύη. Εάν συμβεί αυτό, τότε έχουμε βάσιμες ελπίδες να πετύχουμε τον αντικειμενικό μας στόχο. Εάν όχι, θα είμαστε εκτεθειμένοι στις χειρότερες καταστροφές”. Μιλούσε εκ πείρας. Όποτε στο πρόσφατο παρελθόν η Μεγάλη Βρετανία και η Γαλλία διαφωνούσαν μεταξύ τους, το Βέλγιο ήταν εκείνο που πλήρωνε συνήθως το τίμημα3. Η παρέμβαση, κατόπιν, του Eden ανέδειξε σε ολόκληρο το μεγαλείο του το χάσμα που τον χώριζε από τον Flandin: “Ο Γάλλος υπουργός Εξωτερικών μόλις προ ολίγου υποστήριξε ότι δεν του φαινόταν εφικτή η έναρξη διαπραγματεύσεων με τη Γερμανία πριν από την πλήρη αποκατάσταση της διεθνούς νομιμότητας. Τί ακριβώς σημαίνει αυτό; Πρόκειται για την εκκένωση της αποστρατιωτικοποιημένης ζώνης από τα γερμανικά στρατεύματα, κάτι που διεκδικούμε και, αν ναι, με τί είδους μέσα; Αναρωτιέμαι το εξής: όταν η γαλλική κυβέρνηση δηλώνει ότι προτίθεται να θέσει στη διάθεση της Κοινωνίας των Εθνών το σύνολο των δυνάμεών της, τί είδους ενέργειες προσδοκά από την τελευταία;” Στη νομική θεώρηση του Γάλλου, ο Βρετανός αντέταξε συγκεκριμένα πρακτικά ερωτήματα. Εν συνεχεία ανέπτυξε τις επίσημες θέσεις του Λονδίνου: “Η βρετανική κυβέρνηση εκτιμά ότι η πρωτοβουλία της γερμανικής κυβέρνησης δεν πρέπει να αγνοηθεί. Ταυτόχρονα όμως οφείλουμε να αναλογιστούμε (…) ότι στο παρελθόν αφήσαμε να περάσουν αναξιοποίητες πολλές δυνατότητεςες διαλόγου με τη Γερμανία (…) Αυτή τη στιγμή βρισκόμαστε ενώπιον μιας ευκαιρίας ανοικοδόμησης των σχέσεων μαζί της”. Ο Βρετανός υπουργός αναπαρήγαγε σχεδόν αυτολεξεί το πρόσφατο δημοσίευμα των Times.
Η δυσφορία ήταν διάχυτη μέσα στην αίθουσα. Η παρέμβαση του Flandin ερχόταν σε ευθεία αντιδιαστολή με τα δημοσιεύματα των γαλλικών εφημερίδων. Μέχρι στιγμής ουδείς εκ των παρισταμένων αντιλήφθηκε σε πόσο μεγάλο βαθμό τα λόγια του απηχούσαν ή όχι τις απόψεις της κυβέρνησης Sarraut. Όλοι τον αντιμετώπισαν ως ελεύθερο σκοπευτή, που μιλούσε αυτοσχεδιάζοντας. Ο ίδιος συνέχισε ακάθεκτος, επικαλούμενος τα σχετικά νομικά κείμενα. Το Διεθνές Δίκαιο αποτελούσε την αιχμή του δόρατος της επιχειρηματολογίας του. Αυτό που εν τέλει ακολούθησε, ήταν ένας πραγματικός διάλογος κωφών. Προκειμένου να έχει τη συνείδησή του ήσυχη, ο Eden ρώτησε: “Η Γαλλία πιστεύει ότι τα συμβαλλόμενα μέρη θα μπορούσαν να αναπτύξουν αυτοδύναμη στρατιωτική δράση;”, για να εισπράξει ένα κοφτό μονολεκτικό “Ναι”.
Το αδιέξοδο ήταν ορατό στο βάθος του ορίζοντα. Η βρετανική αντιπροσωπεία δεν διέθετε την απαραίτητη εξουσιοδότηση για να τοποθετηθεί έναντι μιας δυναμικής προοπτικής που ουδόλως είχε απασχολήσει μέχρι στιγμής τους ιθύνοντες στο Λονδίνο. Παρά ταύτα, η συζήτηση δεν διακόπηκε. Φανερά αγχωμένος, ο Βέλγος πρωθυπουργός προσπάθησε να αποκαταστήσει την ενδοσυμμαχική ενότητα: “Μια ειδική δέσμευση της Μεγάλης Βρετανίας, σύμφωνα με την οποία θα παρενέβαινε με το σύνολο των δυνάμεών της σε περίπτωση γερμανικής επίθεσης, θα ήταν ευπρόσδεκτη” είπε. Ο Paul van Zeeland είχε αντιληφθεί πως κυρίαρχη μέριμνα της γαλλικής κυβέρνησης ήταν η προστασία της ίδιας της Γαλλίας. Μια δέσμευση εκ μέρους της Μεγάλης Βρετανίας θα αποκλιμάκωνε την ένταση. Τελικά, το μόναδικό σημείο στο οποίο άπαντες συμφώνησαν ήταν η προσωρινή διακοπή του διαλόγου και η επανάληψή του, δύο εικοσιτετράωρα αργότερα, στη βρετανική πρωτεύουσα.
Η συμπεριφορά του Flandin εξηγείται όχι από όσα ανέφερε, αλλά με γνώμονα όσα δεν ανέφερε. Το 1936, η χώρα του βρισκόταν αντιμέτωπη με μια σπαρακτική πραγματικότητα. Επί χρόνια, η διεθνής της εικόνα ήταν πλασματική. Ολόκληρη η περίοδος του μεσοπολέμου χαρακτηριζόταν από διχογνωμίες ανάμεσα στη διπλωματική και τη στρατιωτική της ηγεσία. Επί της ουσίας, η Γαλλία στερείτο του σημαντικότερου στηρίγματος της πολιτικής της, δηλ. ισχυρών στρατιωτικών δυνάμεων. Σε αντιστάθμισμα, το Quai d’ Orsay (υπουργείο Εξωτερικών) είχε σφυρηλατήσει ένα σύστημα περιφερειακών συμμαχιών, το οποίο στα χαρτιά τουλάχιστον, φάνταζε ακαταμάχητο. Οι διακρατικές συμφωνίες που συνομολογήθηκαν με την Πολωνία, την Τσεχοσλοβακία, τη Γιουγκοσλαβία, τη Ρουμανία, την Ελλάδα και, προσφάτως, με την ΕΣΣΔ, δημιουργούσαν την (ψευδ-)αίσθηση ότι το Γ΄ Ράιχ ήταν περικυκλωμένο. Πόσο μάλλον που η Γαλλία βαυκαλιζόταν ότι διέθετε τον καλύτερο στρατό ξηράς στον κόσμο. Δυστυχώς, η πραγματικότητα ήταν εκ διαμέτρου διαφορετική. Οι προαναφερθείσες διακρατικές συμφωνίες θύμιζαν κέλυφος δίχως περιεχόμενο, οι δε γαλλικές ένοπλες δυνάμεις δεν ανταποκρίνονταν στο ύψος των περιστάσεων.
Η εμμονή του Quai d’ Orsay στη θέσπιση διακρατικών συμφωνιών είχε δημιουργήσει ένα αλλοπρόσαλλο διπλωματικό συνονθύλευμα. Σύμφωνα και Συνθήκες όχι μόνο διαπλέκονταν μεταξύ τους, αλλά συχνά αλληλοαναιρούνταν. Πόσο μάλλον που τα περισσότερα από αυτά, αν όχι όλα, στερούνταν των απαραίτητων μηχανισμών σε επιχειρησιακό επίπεδο. Χαρακτηριστικό όλων ήταν το Σύμφωνο του 1935 περί Αμοιβαίας Συνδρομής με τη Σοβιετική Ένωση, το οποίο και προκάλεσε τελικά την επαναστρατιωτικοποίηση της Ρηνανίας (τουλάχιστον προσέφερε απλόχερα το πρόσχημα γι’ αυτήν). Στο συγκεκριμένο Σύμφωνο γινόταν ρητά αναφορά στην προ του 1914 κατάσταση, όταν η Γαλλία συνδεόταν δια συμμαχίας με την τσαρική Ρωσία. Τότε, η Γερμανία ήταν όντως αντιμέτωπη με τον κίνδυνο ενός διμέτωπου πολέμου. Έκτοτε, η Συνθήκη των Βερσαλλιών είχε μεταβάλει ριζικά την πολιτική γεωγραφία χάρη στην παρεμβολή της Πολωνίας ανάμεσα στη Γερμανία και τη Ρωσία. Οι δε διμερείς σχέσεις ανάμεσα στη Βαρσοβία και τη Μόσχα κάθε άλλο παρά ιδανικές μπορούσαν να χαρακτηριστούν. Η πολωνική κυβέρνηση ήταν ανένδοτη στην άρνησή της να επιτρέψει τη διέλευση από το έδαφός της του σοβιετικού στρατού. Ήταν πεπεισμένη ότι ο τελευταίος θα έδραττε την ευκαιρία να θέσει εκ νέου υπό έλεγχο τα εδάφη, τα οποία είχε απωλέσει το 1920. Πάνω απ’ όλα όμως, το γαλλο-σοβιετικό Σύμφωνο του 1935 περιείχε τόσες πολλές ασυναρτησίες, που καθιστούσαν την εφαρμογή του αβέβαιη, σχεδόν ανέφικτη.4
Με άλλα λόγια, η άμυνα είναι το ρεαλιστικό αντίβαρο του χάρτινου πύργου της διπλωματίας. Στην περίπτωση της Γαλλίας του μεσοπολέμου, οι οικονομικές περικοπές, σε συνδυασμό με τις φιλειρηνικές εξάρσεις, είχαν καταστήσει το στράτευμα ακίνδυνο.5 Αναγκασμένη να διαχειριστεί μια τόσο σοβαρή κατάσταση, η Γαλλία ύψωσε μια ασπίδα: τη γραμμή Maginot. Το να επιλέξει κανείς ένα οχυρωματικό σύμπλεγμα προκειμένου να προστατευτεί, δεν είναι διόλου παράλογο, αρκεί να έχει παράλληλα φροντίσει να ακονίσει δεόντως τα μαχαίρια του. Δυστυχώς, ευρισκόμενη ενώπιον της επαναστρατιωτικοποίησης της Ρηνανίας, η χώρα διαπίστωσε πως δεν διέθετε πλέον τη δυνατότητα να ανταποδώσει το πλήγμα, στο ποσοστό βέβαια που επιθυμούσε πράγματι να το ανταποδώσει.
Το πρόβλημα είχε τεθεί λιγο νωρίτερα από την 7η Μαρτίου και αντιμετωπιστεί με στρουθοκαμηλισμό. Ο υπουργός Στρατιωτικών, στρατηγός Maurin, είχε τότε χαρακτηριστικά δηλώσει ότι “Η προληπτική χρήση του δικαιώματός μας να καταλάβουμε την αποστρατιωτικοποιημένη ζώνη ενέχει τον κίνδυνο να στραφεί εις βάρος των συμφερόντων μας (…) Θα φαινόμασταν ως επιτιθέμενοι εκτός του ότι θα βρισκόμασταν μόνοι μας απέναντι στη Γερμανία”. Όταν στις 8 Μαρτίου τέθηκε ζήτημα επιστράτευσης των εφέδρων, η κυβέρνηση εξανέστη: “Γενική επιστράτευση έξι εβδομάδες πριν τις εκλογές; Πρόκειται περί παραφροσύνης”. Το θέμα επανήλθε στο προσκήνιο τρεις μέρες αργότερα. Ο στρατηγός Maurice Gamelin, αρχηγός του Γενικού Επιτελείου, αιφνιδίασε τους πάντες λέγοντας ότι τα γερμανικά στρατεύματα που είχαν παραβιάσει την αποστρατιωτικοποιημένη ζώνη ανέρχονταν σε 20-22 μεραρχίες με συνολικό δυναμικό 295.000 ανδρών. Αμέλησε να προσδιορίσει πως το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος απαρτιζόταν από αστυνομικές μονάδες και παραστρατιωτικές οργανώσεις του ναζιστικού κόμματος, οι οποίες ήταν φύσει αδύνατον να αντιπαραβληθούν με δυνάμεις τακτικού στρατού. Αντ΄ αυτού, εισηγήθηκε μια σειρά αντιμέτρων αμφίβολης αποτελεσματικότητας. Συγκεκριμένα, τη στρατιωτική κατάληψη της αριστερής όχθης του ποταμού Σάαρ, από το ύψος του Σααρμπρύκεν έως το Μέρτζιγκ. Επρόκειτο ουσιαστικά για μια περιοχή, το μεγαλύτερο τμήμα της οποίας καλυπτόταν από τον ίδιο τον ποταμό. “Η επιχείρηση”, είπε, “πρέπει να πραγματοποιηθεί από κοινού με τα συμβαλλόμενα μέρη της Συνθήκης του Λοκάρνο”, δηλαδη με τη συμβολή μονάδων του βρετανικού και του ιταλικού στρατού. Θα έπετο μια κατάληψη του Λουξεμβούργου σε συνεργασία με τους Βέλγους. Για να συνεχίσει ως εξής: “Δεδομένου του διεθνούς χαρακτήρα της όλης επιχείρησης, η τελευταία θα πρέπει να διεκπεραιωθεί από όλα τα κράτη-μέλη της Κοινωνίας των Εθνών”, κοντά πενήντα τον αριθμό! Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η γαλλική συμμετοχή θα ήταν ύψους 1,2 εκατομμυρίου ανδρών. Για το τέλος φύλαξε σχολαστικά τη χαριστική βολή: “Το κόστος είναι της τάξεως των 20 εκατομμυρίων γαλλικών φράγκων ημερησίως τουλάχιστον”. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως το τερατώδες περιεχόμενο της παρέμβασης του Γάλλου στρατηγού είχε ως στόχο να χρησιμοποιηθεί ως άλλοθι εκ μέρους της κυβέρνησης για την αποφυγή ανάληψης οιασδήποτε δυναμικής δράσης.
Ο δεύτερος γύρος των συνομιλιών ξεκίνησε το απόγευμα της 12ης Μαρτίου στο Λονδίνο. Το τεχνικό μέρος δεν εθίγη καν. Ο Flandin αναλώθηκε σε μια στείρα νομικίστικη επιχειρηματολογία μονο και μόνο προκειμένου να καλύψει τη στρατιωτική ανεπάρκεια της χώρας του. Ακολούθησε μια αλληλουχία εκπόνησης σχεδίων αποφάσεων, όπου ο van Zeeland μεγαλούργησε. Παρά ταύτα, οι συνομιλίες κινδύνευσαν σε πολλές περιπτώσεις να διακοπούν, κυρίως εξαιτίας της εξωπραγματικής στάσης των Γάλλων. Κατά καιρούς, οι Βρετανοί έφτασαν μέχρι σημείου να απωλέσουν το πατροπαράδοτο φλέγμα που τους χαρακτηρίζει διαχρονικά. Ωστόσο, με στοχευμένες κινήσεις στο περιθώριο των συζητήσεων, άρχισαν να αποκαλύπτονται οι πραγματικές προθέσεις του Γάλλου υπουργού Εξωτερικών. Η χώρα του προσέβλεπε σε μια ενίσχυση της ασφάλειάς της. Εάν η Μεγάλη Βρετανία τής την παρείχε, τότε ήταν έτοιμη να αφήσει επιμέρους τη στείρα ρητορική και τους άσκοπους λεονταρισμούς. Οι Βρετανοί καθυστέρησαν κάπως να το συνειδητοποιήσουν. Μόλις, όμως, το αντιλήφθηκαν, επανέφεραν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων ένα σχέδιο απόφασης, το οποίο είχε συντάξει ο Βέλγος πρωθυπουργός στις 10 Μαρτίου, στο Παρίσι. Οι Γάλλοι το αποδέχθηκαν συνεχίζοντας, ωστόσο, τους θεατρινισμούς. Όπως δήλωσαν χαρακτηριστικά, το υιοθέτησαν “προσωρινά μόνο”. Η ουσία είναι ότι από εκείνη τη στιγμή και μετά έπαψαν να ζητούν αντίμετρα σε βάρος της Γερμανίας.
Το κείμενο, έτσι όπως τελικά διαμορφώθηκε, αποτελούσε προϊόν προσεγμένης διατύπωσης και απεικόνιζε έναν συμβιβασμό. Απέφευγε την παραμικρή ηθική καταδίκη. Υπογράμμιζε ότι “καμία ενέργεια δεν απαλλάσει τα συμβαλλόμενα μέρη της Συνθήκης του Λοκάρνο από τις δεσμεύσεις τους”. Πράγμα που σήμαινε πως τα σύνορα της Γερμανίας με τη Γαλλία και το Βέλγιο εξακολουθούσαν να παραμένουν αμετάβλητα. Οι συνομιλίες θα συνεχίζονταν δίχως η εκκένωση της Ρηνανίας από τα γερμανικά στρατεύματα να αποτελεί προϋπόθεση. Αντίθετα, εκφραζόταν η επιθυμία να αναθεωρηθεί το καθεστώς της περιοχής με στόχο την υπογραφή ενός νέου συμφώνου ασφάλειας στο πρότυπο εκείνου του Λοκάρνο. Ωστόσο, η ουσία εντοπίζεται αλλού. Οι υπογράφοντες το κείμενο “αναλαμβάνουν πάραυτα να προτρέψουν τα Γενικά Επιτελεία των χωρών τους να βρίσκονται σε συνεχή επικοινωνία για την εκτέλεση των υποχρεώσεων που τους αναλογούν σε περίπτωση απρόκλητης επίθεσης εκ μέρους της Γερμανίας.”
Στις 19 Μαρτίου, το Συμβούλιο της Κοινωνίας των Εθνών είχε επιτέλους στη διάθεσή του ένα κείμενο, επί του οποίου καλείτο να γνωμοδοτήσει. Ψήφισε ομόφωνα μια απόφαση, βάσει της οποίας “η γερμανική κυβέρνηση, εγκαθιστώντας στρατεύματα εντός της αποστρατικοποιημένης ζώνης, παραβίασε το άρθρο 43 της Συνθήκης των Βερσαλλιών”. Κατά τα άλλα επιφόρτιζε τους εγγυητές της Συνθήκης του Λοκάρνο με την αποστολή να διαπραγματεύονται εφεξής με το Γ΄ Ράιχ. Σε εκείνους ενέπιπτε η ευθύνη να βρουν λύση. Ο σεβάσμιος οργανισμός της Γενεύης περιοριζόταν αυτοβούλως σε ρόλο Ποντίου Πιλάτου.
Ο συμβιβασμός της 19ης Μαρτίου έγινε ευνοϊκά δεκτός στο Παρίσι. Πόσο μάλλον που ο Flandin τού προσέδιδε αυθαίρετα μια βαρύτητα που δεν διέθετε. Στις 20 Μαρτίου, ο υπουργός Εξωτερικών δήλωσε ενώπιον του Κοινοβουλίου ότι η βρετανική εγγύηση αποτελούσε ένα και το αυτό με το συμφωνηθέν κείμενο. Το Βερολίνο καλείτο να το αποδεχθεί ή να το απορρίψει στο σύνολό του. Το Λονδίνο δεν εγγυόταν μόνο την ασφάλεια της Γαλλίας, αλλά και την εκτέλεση όλων όσων ο νέος συμβιβασμός προέβλεπε για λογαριασμό της Γερμανίας. Στις Βρυξέλλες, ο van Zeeland έκανε και εκείνος λόγο περί ενός αδιαιρέτου συνόλου. Όλα αυτά ξεπερνούσαν κατά πολύ τις προθέσεις της Μεγάλης Βρετανίας. Η ερμηνεία Γάλλων και Βέλγων προκάλεσε οξύτατους περισπασμούς στη βρετανική πρωτεύουσα. Ως εκ τούτου, ο Eden αποφάσισε να βάλει τα πράγματα σε τάξη. Οι δεσμεύσεις έναντι της Γαλλίας και του Βελγίου ήταν πράγματι αμετάκλητες, όπως χαρακτηριστικά δήλωσε. Οι αναφορές, όμως, σχετικά με τη Γερμανία ενείχαν απλώς μορφή προτάσεων. Η καχυποψία έκανε εκ νέου την εμφάνισή της ένθεν και εντεύθεν της Μάγχης. Η κάθε πλευρά υποψιαζόταν την άλλη ότι επιζητούσε να την χαλιναγωγήσει. Μια σχετική ηρεμία επανήλθε περί τις αρχές Απριλίου.
Στις 15 και 16 Απριλίου συνήλθε στο Λονδίνο συνδιάσκεψη των Γενικών Επιτελείων. Προσέλαβε περισσότερο συμβολική παρά πραγματική μορφή. Αποτύπωνε την πρόθεση της Μεγάλης Βρετανίας να μην παραμείνει αδρανής σε περίπτωση που η Γαλλία ή το Βέλγιο έπεφταν θύματα μιας απρόκλητης γερμανικής επίθεσης. Υπό αυτό το πρίσμα, η συνδιάσκεψη των επιτελείων είχε σκοπό να λειτουργήσει αποτρεπτικά, κάτι που δεν είχε συμβεί το 1914. Ωστόσο, ο δρόμος ήταν ακόμη μακρύς. Η κατάσταση του βρετανικού στρατού ξηράς δεν επέτρεπε την παροχή ουσιαστικής συνδρομής σε πολεμικές επιχειρήσεις μακριά από το μητροπολιτικό έδαφος.
Εν κατακλείδι, η 7η Μαρτίου και οι μέρες και εβδομάδες που ακολούθησαν, διέψευσαν πάμπολλες ψευδαισθήσεις. Η προκλητική ενέργεια του Hitler ανέδειξε την ανεπάρκεια του γαλλικού στρατού σε ολόκληρο το μεγαλείο της. Το πρόβλημα προϋπήρχε. Ανερχόταν στη δεκαετία του ΄20. Τότε όμως μπορούσε κανείς να το καλλωπίσει. Στην πραγματικότητα, η Γαλλία στερείτο του μόνου εργαλείου ικανού να της επιτρέψει να αναστρέψει την κατάσταση: της ύπαρξης μιας δύναμης ταχείας επέμβασης. Πάντως, η τελευταία ευκαιρία να ανακόψει κανείς τον Hitler δεν ήταν εκείνη της 7ης Μαρτίου 1936. Εκείνο που συνέβη τότε ήταν μια συσσώρευση ατυχών συγκυριών. Σε ολόκληρο τον μεσοπόλεμο, οι κοινωνικές και οικονομικές αναταράξεις, η κυβερνητική αστάθεια, το κύμα του φιλειρηνισμού, το σύνδρομο του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και ο φόβος επανάληψης της ανθρώπινης εκατόμβης είχαν εξασθενίσει τη χώρα. Σε όλα αυτά θα έπρεπε να προστεθεί η διαφορετική κοσμοαντίληψη όπως και η έλλειψη συντονισμού εκατέρωθεν της Μάγχης.
Η 7η Μαρτίου συνιστά μια ήττα. Λειτουργεί ως προθάλαμος της ακόμη μεγαλύτερης του Μαΐου 1940. Τότε είναι που διαψεύστηκαν οι ελπίδες για μια συλλογική αντι-χιτλερική σταυροφορία. Με το που οι Γερμανοί απόκτησαν τον έλεγχο της Ρηνανίας, ολόκληρο το σύστημα των περιφερειακών συμμαχιών που με τόσο κόπο και φροντίδα είχε σφυρηλατήσει η Γαλλία, κατέρρευσε σαν χάρτινος πύργος. Ο στρατός της Τσεχοσλοβακίας απομονώθηκε εντός της Βοημίας. Ο αντίστοιχος πολωνικός εντός της πεδιάδας του ποταμού Βιστούλα. Ο ιταλικός, αιχμή του δόρατος του λεγομένου “μετώπου της Στρέζας” ενάντια στη Γερμανία, δοκιμαζόταν σκληρά την ίδια εποχή, εγλωβισμένος εντός της αιθιοπικής σφηκοφωλιάς. Ό,τι πληρούσε τις απαραίτητες προδιαγραφές προκειμένου να εξελιχθεί σε μια μεγαλειώδη συμμαχία, διαλύθηκε στα εξ ων συνετέθη τη στιγμή ακριβώς, κατά την οποία η Γερμανία είχε ξεκινήσει τη δική της, ανοδική, πορεία.
Ενδεικτική Βιβλιογραφία
Σημειώσεις
Το παρόν άρθρο με τίτλο “7 Mars 1936: Hitler remilitarise la Rhénanie” δημοσιεύθηκε στο περιοδικό La Revue Générale, αρ. 05/2003, σελ. 47-54. Μετάφραση από το πρωτότυπο: Γιάννης Μουρέλος.
- Το κείμενο στηρίζεται κατά κύριο λόγο στις δημοσιευμένες πηγές Documents Diplomatiques Belges, Documents Diplomatiques Français, I Documenti Diplomatici Italiani και Documents on British Foreign Policy. ↩︎
- Jean Vanwelkenhuyzen, “Le guêpier éthiopien”, Revue d’ histoire diplomatique, Παρίσι, 2001, αρ. 1, σελ. 3-32. ↩︎
- Jean Vanwelkenhuyzen, “L’ accord militaire franco-belge de 1920: un mauvais départ”, Cahiers belges d’ histoire militaire, αρ. 1, 2001, σελ. 7-34. ↩︎
- Jean-Baptiste Duroselle, La Décadence, 1932-1939, Παρίσι, 1979, σελ. 142. ↩︎
- Jean Doise – Maurice Vaisse, Diplomatie et outil militaire, 1871-1969, Παρίσι, 1987, σελ. 279 και επόμενες. ↩︎