Η πολιτική σκευωρία της υπόθεσης Robert J. Oppenheimer

Πολλοί από εσάς μπορεί να είδατε την πρόσφατη ταινία Oppenheimer (2023) του φημισμένου σκηνοθέτη Christopher Nolan με θέμα τη ζωή του ομώνυμου θεωρητικού φυσικού, αλλά ίσως χαθήκατε κάπως στην τελευταία πράξη του έργου, όπου με έναν φρενήρη ρυθμό το πρόσωπο του ξακουστού επιστήμονα σπιλώνεται από ένα δριμύ κατηγορητήριο που εκτοξεύεται εναντίον του. Σκοπός του παρόντος άρθρου είναι να αποσαφηνίσει τα σκοτεινά σημεία της υπόθεσης, τα οποία δεν επεξηγήθηκαν επαρκώς.

Όμως ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Ο Robert J. Oppenheimer γεννήθηκε στις 22 Απριλίου 1904 στη Νέα Υόρκη από Γερμανοεβραίους γονείς, τους Julius Oppenheimer και Ella Friedman. Ο πρώτος ξεκίνησε ως μαθητευόμενος και σταδιακά κατάφερε να αναδειχτεί ως καταξιωμένος έμπορος υφασμάτων, ενώ η δεύτερη διατηρούσε ατελιέ ως ζωγράφος. Παρότι Εβραίοι, οι ίδιοι αντιμάχονταν -όπως και οι απόγονοι τους στη συνέχεια- την εβραϊκότητά τους σε όλη τους τη ζωή, και επιθυμούσαν να αφομοιωθούν από την αμερικανική κοινωνία, ενώ δεν παρευρίσκονταν καν στη συναγωγή. Αντίθετα, είχαν γίνει μέλη του Συλλόγου Ηθικής Παιδείας, ενός συνδέσμου που προωθούσε για την εποχή εκείνη φιλελεύθερα ιδανικά, όπως ο ορθολογισμός, ο ανθρωπισμός, η κριτική σκέψη, η κοινωνική δικαιοσύνη.

Ο Robert ήδη από τα παιδικά του χρόνια θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως «χαρισματικός». Εύστροφος, πολύγλωσσος (στη διάρκεια της ζωής του, πέρα από τη μητρική του γλώσσα, έμαθε Γαλλικά, Γερμανικά, Ολλανδικά και Σανσκριτικά, ενώ μπορούσε να εκφραστεί και στα Λατινικά και Αρχαία Ελληνικά) και ευρυμαθής, ήδη από την προεφηβεία, απέκτησε πάθος για τη Λογοτεχνία, την Ποίηση και τη Γεωλογία, διατηρώντας μάλιστα αλληλογραφία με καταξιωμένους γεωλόγους της εποχής, όπως και μια συλλογή από ορυκτά πετρώματα. Αναγνωρίζοντας την κλίση του αυτή, οι γονείς του τον έγραψαν το 1911 στη Σχολή Ηθικής Παιδείας (δημοτικό και γυμνάσιο) από την οποία και αποφοίτησε 10 χρόνια αργότερα, το 1921. Σκοπός της Σχολής ήταν να εμφυσήσει στους μαθητές της ένα ισχυρό αίσθημα ηθικής και να δημιουργήσει καλλιτέχνες και ηγέτες του αύριο. Το πρόγραμμα ουσιαστικά προσαρμοζόταν στις ιδιαίτερες ανάγκες του μαθητή, και όχι το αντίστροφο.

Το Σεπτέμβριο του 1922, ο Oppenheimer έγινε δεκτός στο Πανεπιστήμιο του Harvard, απ’ όπου και αποφοίτησε με πτυχίο Χημείας “summa cum laude” («μετ’ επαίνων»). Συνέχισε τις μεταπτυχιακές σπουδές του στο Cambridge της Αγγλίας υπό την επίβλεψη του J.J. Thompson, προκάτοχο του Ernest Rutherford ως διευθυντή του εργαστηρίου Cavendish. Τα κοντινά του πρόσωπα τον θεωρούσαν εσωστρεφή και στωικό, ένα σύγχρονο πρότυπο «οικουμενικού ανθρώπου» (homo universalis), ειδήμονα σε πολλαπλά επιστημονικά πεδία (Φυσική, Χημεία, Λογοτεχνία, Ποίηση, Ιστορία) και λάτρη του αρχαιοελληνικού και ρωμαϊκού πολιτισμού. Είχε πάθος για την ιππασία και την ιστιοπλοΐα. Με τον αδελφό του, Frank Oppenheimer, πολλές φορές αναζητούσε ηρεμία στα άγρια τοπία του Νέου Μεξικού, και συγκεκριμένα στο ράντσο του στην Pasadena.

Ωστόσο η μεγαλοφυΐα πάντοτε έχει το τίμημά της. Η ανεραστία και η πίεση των υποχρεώσεων στο Cambridge, οδήγησαν τον Rοbert σε συναισθηματικό άγχος. Στα πρόθυρα της ψυχικής κατάρρευσης και μελαγχολικός στα όρια της κατάθλιψης, κάνει κάτι το απερίσκεπτο: δηλητηριάζει ένα μήλο με κυανιούχο άλας, ή κάποια άλλη ουσία με δυσάρεστες συνέπειες για τον επιβλέποντα καθηγητή του, τον πειραματικό φυσικό Patrick Blackett. Το μήλο δεν καταναλώθηκε ποτέ, ενώ οι λεπτομέρειες γύρω από το συμβάν παραμένουν ανεξιχνίαστες, με το περιστατικό να λαμβάνει μυθιστορηματικές διαστάσεις. Σύμφωνα με τον επιστήθιο φίλο του Robert, Francis Fergusson, ο πατέρας του Oppenheimer μαζί με τη διοίκηση του πανεπιστημίου συγκάλυψαν το ζήτημα, υπό τον όρο ότι ο Robert θα παρακολουθούνταν στο εφεξής από ψυχίατρο. Ο τελευταίος τον χαρακτήρισε «ανίατη περίπτωση», με πρώιμες ενδείξεις σχιζοφρένειας (“dementia praecox”), ενώ, παράλληλα, ο νεαρός Oppenheimer ανέπτυξε αυτοκτονικές τάσεις. Εν τέλει, κατάφερε μόνος του να καταπολεμήσει τον πεσιμισμό του έπειτα από ένα ταξίδι στην Κορσική και μια μετάθεση στο πανεπιστήμιο του Göttingen, ώστε να δουλέψει πάνω στο νέο επιστημονικό πεδίο της κβαντομηχανικής.

Το 1927 αποφοίτησε με διδακτορικό δίπλωμα και επέστρεψε στις ΗΠΑ για να συνεχίσει τις μεταδιδακτορικές σπουδές στο Πανεπιστήμιο της California, στο Berkeley. Επανήλθε, όμως, σποραδικά στην Ευρώπη, για να διδάξει επίσης στα Πανεπιστήμια του Leyden και της Ζυρίχης (Ελβετικό Ομοσπονδιακό Τεχνολογικό Ινστιτούτο Ζυρίχης – ETH). Αυτά ήταν μερικά από τα πιο παραγωγικά χρόνια της ζωής του. Οι φοιτητές του τον θεωρούσαν ευφράδη συνομιλητή, αλλά δυσνόητο ως διδάσκαλο, εξαιτίας της πολυπλοκότητας των διαλέξεων που παρέδιδε. Μάλιστα, αυτοί είναι που του έβγαλαν το παρατσούκλι “Oppie”.

Ο Oppie, ως προφητικό πνεύμα που ήταν, είχε δηλώσει: «Νομίζω ότι ο κόσμος στον οποίο πρόκειται να ζήσουμε τα επόμενα 30 χρόνια, θα είναι αρκετά ανήσυχος και βασανισμένος. Δεν νομίζω ότι θα είναι πολύ εφικτός ένας συμβιβασμός ανάμεσα στο να είσαι ή να μην είσαι μέρος του». Τα σύννεφα του πολέμου δεν άργησαν να μαζευτούν πάνω από την Ευρώπη, και την 1η Σεπτέμβριου 1939, η εισβολή της Γερμανίας στην Πολωνία σηματοδότησε την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.

Η εν γένει δραστηριότητα του Oppie στο Berkeley δεν πέρασε απαρατήρητη από τον Λευκό Οίκο. Οι Αμερικανοί γνώριζαν ότι Γερμανοί επιστήμονες των Ναζί δούλευαν πάνω σε κάποιο είδους υπερόπλο που θα τους εξασφάλιζε το συγκριτικό πλεονέκτημα στον πόλεμο, διακύβευμα πολύ υψηλό ώστε να αφεθεί στην τύχη. Ο Oppie προσεγγίστηκε τον Σεπτέμβριο του 1942 από τον συνταγματάρχη Leslie R. Groves με σκοπό να ηγηθεί μιας ομάδας θεωρητικών επιστημόνων από διάφορα πανεπιστήμια της χώρας (Princeton, Chicago, Berkeley) ως ο κατεξοχήν επιστημονικός διευθυντής ενός προγράμματος για την κατασκευή μιας ατομικής βόμβας (A-Bomb). Ενθουσιασμένος, πρότεινε να στηθεί η μυστική στρατιωτική βάση στο Los Alamos, συνδυάζοντας

τη δουλειά του με το αγαπημένο του ησυχαστήριο στο Νέο Μεξικό. Κάπως έτσι λοιπόν συγκροτήθηκε η επονομαζόμενη Περιφέρεια Μηχανικών Manhattan (Manhattan Engineer District), επίσης γνωστό με την κωδική ονομασία Manhattan Project, λαμβάνοντας την απαραίτητη χρηματοδότηση και πόρους από το Αμερικανικό Πεντάγωνο. Η ανάμειξη των Βρετανών στο πρόγραμμα υπήρξε ελάχιστη, ενώ οι Σοβιετικοί, σε ένα αρχικό, τουλάχιστον, στάδιο, αγνοούσαν παντελώς την ύπαρξή του.

Έπειτα από πολλούς πειραματισμούς και αντιξοότητες, τόσο σε υλικοτεχνικό όσο και σε επίπεδο κατασκοπείας, οι φυσικοί του Los Alamos έφτασαν στην παραγωγή της ατομικής βόμβας. Στις 12 Ιουλίου 1945, έλαβε χώρα η πρώτη πετυχημένη πυροδότηση ατομικής βόμβας στην Ιστορία, στην περιοχή δοκιμών που συμβολικά ονομάστηκε Trinity (Τριαδικότητα), μια μάλλον ισχνή αναφορά του Oppie στην τριαδική υπόσταση του Θεού του ινδουισμού (Βράχμα ο Δημιουργός, Βισνού ο Συντηρητής και Σίβα ο Καταστροφέας). Το τέλος του πολέμου πλησίαζε. Στις 6 Αυγούστου, το βομβαρδιστικό Β-29 Enola Gay έριξε τη βόμβα Little Boy στη Χιροσίμα, ενώ δύο μέρες αργότερα, η Σοβιετική Ένωση κήρυξε τον πόλεμο τύποις στην Ιαπωνία, με την εισβολή ενός εκατομμυρίου ανδρών στη Μαντζουρία. Στις 9 Αυγούστου, η βόμβα Fat Man ισοπέδωσε το Ναγκασάκι. Την ακριβώς επόμενη μέρα, η Ιαπωνία παραδόθηκε άνευ όρων στους Αμερικανούς.

Άξιο μνείας είναι πως ο Oppie και η επιστημονική ομάδα του Manhattan Project αγνοούσαν το γεγονός ότι η Ουάσινγκτον είχε υποκλέψει μηνύματα της ιαπωνικής κυβέρνησης, όπου διατυπωνόταν ρητά η πρόθεση να παραιτηθεί του πολέμου. Συγκεκριμένα, χαρακτηριστική περίπτωση αποτελεί το τηλεγράφημα που στάλθηκε στις 18 Ιουλίου από τον Ιάπωνα αυτοκράτορα Hirohito προς τον απεσταλμένο του στη Μόσχα. Συλλήβδην, η ρίψη της ατομικής βόμβας αποτελούσε πλεονασμό. Ο Πρόεδρος των ΗΠΑ, Harry S. Truman, ο υπουργός Εξωτερικών James F. Burns και το στρατιωτικό επιτελείο φρόντισαν ο διευθύνων σύμβουλος Oppie να κρατηθεί στο σκοτάδι. Μόλις πήραν αυτό που ήθελαν, δεν τους ήταν πλέον απαραίτητος.

Ο Oppie και άλλοι έγκριτοι επιστήμονες εξέφρασαν ανοιχτά τους ενδοιασμούς τους σχετικά με χρήση της βόμβας έπειτα από την ήττα και τη συνθηκολόγηση της Γερμανίας, τον Μάιο του 1945. Οι Ιάπωνες δεν διέθεταν πυρηνικό πρόγραμμα και ο αγώνας δρόμου ενάντια στους Γερμανούς επιστήμονες είχε τελειώσει. Επομένως, οι Αμερικανοί ενδέχεται να έριξαν τις βόμβες έχοντας διττό σκοπό: όχι μόνο για να αποφευχθεί περαιτέρω αιματοχυσία, επιπρόσθετη απώλεια Αμερικανών στρατιωτών, αλλά και ως μια κίνηση επίδειξης ισχύος έναντι του αντιπάλου δέους (ΕΣΣΔ), στέλνοντας ένα ξεκάθαρο μήνυμα στον οποιονδήποτε σκόπευε να αμφισβητήσει την παντοδυναμία τους. Εν τέλει, αυτό κάθε άλλο παρά απέτρεψε τους Σοβιετικούς από το να επιδωθούν σε έναν εξοπλιστικό αγώνα (arms race) με τις ΗΠΑ για τα επόμενα 45 χρόνια, από το 1949 και μετά, οπότε και οι ίδιοι απόκτησαν θερμοπυρηνικό οπλισμό. Η δοκιμή του νέου «παιχνιδιού» των Αμερικανών και η διατήρηση του εξοπλιστικού πλεονεκτήματος έναντι της ΕΣΣΔ υπήρξε μόνο η εισαγωγή σε όρους όπως «ατομική διπλωματία», «ισορροπία του τρόμου» και στη μακροχρόνια ιστορική περίοδο προσέλαβε την επωνυμία «Ψυχρός Πόλεμος».

Η στάση του Oppie απέναντι στα προαναφερθέντα γεγονότα υπήρξε αμφίσημη. Ήδη από το 1944, οπότε διαφαινόταν ότι οι Σύμμαχοι θα κέρδιζαν τον πόλεμο, ξεκίνησαν έντονες συζητήσεις στους κόλπους των επιστημονικών κύκλων για το πώς θα διαμορφωνόταν ο μεταπολεμικός κόσμος. Οι συζητήσεις του Oppie με το Δανό συνάδελφο του Niels Bohr, υπήρξαν διαφωτιστικές ως προς τις πολιτικές και ηθικές συνέπειες της βόμβας, ενστερνιζόμενος στο τέλος σε μεγάλο βαθμό τις ιδέες που εκείνος διατύπωσε. Αφενός, θεώρησε τη ρίψη βομβών στη Χιροσίμα και στο Ναγκασάκι αναγκαίο κακό, προκειμένου ο κόσμος να αντιληφθεί το σκέλος της καταστροφικότητας αυτών των νέων όπλων, λειτουργώντας αποτρεπτικά στο ενδεχόμενο ενός νέου πολέμου, που ίσως αποδεικνυόταν και ο τελευταίος του ανθρώπινου είδους. Αφετέρου, οι Ερινύες θα τον καταδίωκαν για το υπόλοιπο της ζωής του για την αποτυχία του να πείσει την κυβέρνηση των ΗΠΑ για δοκιμαστική ρίψη της βόμβας σε έρημη περιοχή παρουσία ξένων αντιπροσώπων. Οι επίσημες αρχές αρνήθηκαν κατηγορηματικά, ισχυριζόμενες ότι μια πιθανή αποτυχημένη δοκιμή θα αποτελούσε ένδειξη αδυναμίας, ένα ρίσκο που δεν ήταν πρόθυμες να αναλάβουν. Χαρακτηριστικό παράδειγμα των προβληματισμών που τον διακατείχαν εκφράστηκαν στην ευχαριστήρια ομιλία που εκφώνησε στο πλαίσιο της τελετής βράβευσής του στο Los Alamos: «Σήμερα, αυτή η περηφάνια πρέπει να μετριασθεί από μια βαθιά ανησυχία. Αν οι ατομικές βόμβες προστεθούν στα οπλοστάσια ενός εμπόλεμου κόσμου, ή στα οπλοστάσια εθνών που προετοιμάζονται για πόλεμο, τότε θα έρθει ο καιρός που το ανθρώπινο είδος θα καταριέται τα ονόματα του Los Alamos και της Hiroshima. Οι λαοί αυτού του κόσμου πρέπει να ενωθούν, ειδάλλως θα χαθούν. Αυτός ο πόλεμος που ρήμαξε τόσο μεγάλο κομμάτι του πλανήτη, έχει χαράξει αυτά τα λόγια. Η ατομική βόμβα τα συλλάβισε, έτσι ώστε όλοι οι άνθρωποι να το καταλάβουν. Άλλοι άνθρωποι τα έχουν ήδη πει, σε άλλους καιρούς, για άλλους πολέμους, για άλλα όπλα. Δεν εισακούστηκαν. Υπάρχουν μερικοί παρασυρμένοι από μια λάθος αίσθηση της Ιστορίας, που θεωρούν ότι δεν θα εισακουστούν και σήμερα. Δεν αρμόζει σε εμάς να πιστέψουμε κάτι τέτοιο. Με το έργο μας είμαστε δεσμευμένοι, σε έναν κόσμο ενωμένο μπροστά σ’ αυτόν τον κίνδυνο, για τον νόμο και την ανθρωπότητα».

Την άποψη αυτή του Oppie για μέτρα περιορισμού των ατομικών όπλων και την υπαγωγή τους σε διεθνή έλεγχο συμμερίστηκαν και άλλοι συνάδελφοι επιστήμονες, συγκροτώντας την Ένωση Επιστημόνων του Los Alamos (ALAS), αλλά και ο πρέσβης των ΗΠΑ στη Μόσχα, George F. Kennan, μετέπειτα φίλος του Oppie. Τα ατομικά όπλα, όπως και η βόμβα υδρογόνου (“Super” ή H- Bomb) του Edward Teller, δεν έπρεπε να αντιμετωπίζονται ως στρατιωτικά όπλα, αλλά ως εργαλεία γενοκτονίας. Ωστόσο, ήταν πλέον πολύ αργά. Ο ασκός του Αιόλου είχε ανοίξει. Το «πυρηνικό τζίνι» είχε βγει από το λυχνάρι για τα καλά…

Ωστόσο, οι περιπέτειες του Oppie μόλις τώρα ξεκινούσαν. Ο ίδιος ήταν φιλόδοξο άτομο, και, θέλοντας και μη, ως «πατέρας της ατομικής βόμβας», ενεπλάκη με την πολιτική, αποκτώντας χρήματα, επιρροή, φίλους, αλλά και πολλούς εχθρούς. Πέρα από τα ερευνητικά-διδακτικά καθήκοντά του στο Berkeley και στο Caltech, έγινε πρόεδρος, μεταξύ άλλων, της Αμερικανικής Ένωσης Φυσικών και μέλος του Συμβουλίου Επιτηρητών του Πανεπιστημίου Harvard, καθώς και Πρόεδρος της General Advisory Committee (GAC), επικουρικό όργανο της Atomic Energy Committee (AEC). Στα τέλη του 1946 γνωρίστηκε με τον Lewis L. Strauss, μέλος της AEC, που πρότεινε στον Oppie να γίνει ο διευθυντής του Ινστιτούτου Ανώτερων Μελετών, στο Princeton του New Jersey. Ο Oppie αποδέχθηκε και το 1947 μετακόμισε μαζί με τη σύζυγό του Kathrine “Kitty” Puning Harrison στο Olden Manor. Όμως, μια ιδεολογική και πολιτική αντιπαλότητα γεννήθηκε ανάμεσα στους δύο άνδρες, με τον Strauss να μετανιώνει για τον διορισμό του Oppie και να επιδιώκει για τον εαυτό του το αξίωμα του προέδρου του Συμβουλίου του Ινστιτούτου.

Τον Μάιο του 1953, ο Strauss εγκαινίασε μια ολόκληρη εκστρατεία συκοφάντησης του διακεκριμένου φυσικού, ώστε να πείσει τους κυβερνητικούς κύκλους πως ο Oppie αποτελούσε κίνδυνο για την εθνική ασφάλεια της χώρας εξαιτίας του κομμουνιστικού του παρελθόντος και της άποψης ότι η πυρηνική πολιτική όφειλε να τεθεί σε δημόσιο διάλογο. Η προπαγάνδα του Strauss τελεσφόρησε: οι Πρόεδροι των ΗΠΑ Harry S. Truman και Dwight D. Eisenhower δεν έβλεπαν με καλό μάτι τον Oppie. Άλλωστε, οι δεκαετίες του ’40 -΄50 έμειναν γνωστές ως «η εποχή του μακαρθισμού», συνώνυμη με την αντικομμουνιστική υστερία.

Το FBI, υπό τον διαβόητο John Edgar Hoover, είχε λάβει γνώση του ύποπτου παρελθόντος του Oppie προπολεμικά, και ήδη από το 1941 είχε ανοίξει φάκελο για το όνομά του, σαν συμπαθούντα (και συμμετέχοντα;) στις δραστηριότητες του Κομμουνιστικού Κόμματος. Έκτοτε, οι κινήσεις του παρακολουθούνταν τόσο στενά, που ο φάκελός του συμπλήρωσε 7.000 σελίδες! Το FBI έφτασε σε τέτοιο σημείο παράνοιας, που υποψιαζόταν ότι ο Oppie με την πρώτη ευκαιρία επρόκειτο να φυγαδευτεί από τους Ρώσους με…υποβρύχιο πίσω από το Σιδηρούν παραπέτασμα! Αγανακτισμένος από την 24ωρη παρακολούθηση, ο Oppie σκωπτικά ανέφερε ότι οι Αμερικανοί «πλήρωσαν περισσότερα για να παγιδεύσουν το τηλέφωνο μου απ’ όσα πλήρωσαν εμένα για να διευθύνω το έργο του Los Alamos».

Κατά συνέπεια, ο Strauss διέθετε ένα ανήθικο πλεονέκτημα, γνωρίζοντας εκ των προτέρων όλες τις κινήσεις του Oppie. Σε συνεργασία με τον Hoover και τον William L. Bolden, Διευθυντή Προσωπικού της AEC, επεξεργάστηκαν, το καλοκαίρι του 1953, ανελλιπώς τον πολυσέλιδο φάκελο του Oppie, στοιχειοθετώντας, τον Δεκέμβριο του ιδίου έτους, ένα δριμύτατο κατηγορητήριο εναντίον του κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας για την ανανέωση της άδειας ασφαλείας διαβάθμισης “Q”, δίνοντας τέλος στην πολιτική επιρροή και αμαυρώνοντας την υπόληψή του. Έπρεπε πάση θυσία να αποδείξουν ότι ο Oppie ήταν σοβιετικός πράκτορας.

Η ομάδα υπεράσπισης του Oppie αποτελείτο από τους δικηγόρους William Lloyd Garrison, Herbert Marks, Samuel J. Silverman και Alan B. Ecker, ενώ το κατηγορητήριο από μια τριμελή επιτροπή του Συμβουλίου Ασφαλείας Προσωπικού της AEC υπό τη σκιώδη καθοδήγηση του ίδιου του Strauss, με κατήγορο τον Roger Rob. Προεδρεύων ήταν ο Gordon Gray και μέλη οι Thomas Morgan και Ward Evans. Πρέπει να διευκρινιστεί ότι ο χαρακτήρας ήταν ακροαματικός και δεν είχε τη μορφή αστικής δίκης, συνεπώς η όλη διαδικασία συνέβαινε κεκλεισμένων των θυρών. Οι κατηγορίες κατά του Oppie είχαν ως εξής:

Ο Oppie συμμετείχε σε πολλές οργανώσεις-βιτρίνα του Κομμουνιστικού Κόμματος της California, διατηρώντας στενές σχέσεις είτε με δεδηλωμένους αριστερούς, μέλη του ΚΚ, όπως ο William Snyderman, σκιώδης Υπ. Εξωτερικών του ΚΚ και ο Isaac “Pops” Folkoff, σκιώδης Υπ. Οικονομικών, είτε με άλλους συνοδοιπόρους. Ενδεικτικά, ο Oppie συμμετείχε ως μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής της Αμερικανικής Ένωσης Πολιτικών Ελευθεριών (ACLU) και της Αμερικανικής Επιτροπής Υπέρ της Δημοκρατίας και της Πνευματικής Ελευθερίας (ACDIF) ενώ το όνομά του εμφανιζόταν και σε μια κρυφή λίστα «Τομέα Επαγγελματιών» (Τ-2). Παρά ταύτα, το αν ο Oppie ήταν, όντως, ενεργό μέλος του ΚΚ ή απλός συμπαθών, εξακολουθεί να παραμένει ανεξιχνίαστο.

Σε αντίθεση με τον αδελφό του Frank, ο οποίος ήταν ανοιχτά μέλος του ΚΚ, ο Oppie δεν διατηρούσε κάρτα μέλους, αν και για ένα διάστημα πρέπει να κατέβαλλε «κρυφή» μηνιαία εισφορά της τάξης των 150 $ και να παρευρισκόταν σε μυστικές συναντήσεις, ωστόσο κάτι τέτοιο δεν έχει επιβεβαιωθεί. Ο Oppie αρνήθηκε επανειλημμένα και σε πολλές περιπτώσεις πως υποστήριζε το ΚΚ, ειδικά από τη στιγμή που θέλησε να συνεισφέρει ενεργά στον πόλεμο κατά των Ναζί, αποκηρύσσοντας κατηγορηματικά και απέχοντας από λοιπές αριστερές οργανώσεις. Τα δύο αδέλφια, παρά τις αριστερές τους τάσεις, παρέμεναν προσηλωμένα στα αμερικανικά ιδεώδη και στον αμερικανικό εξεψιοναλισμό. Ο Oppie, μετά την εργασία του στο Los Alamos αποστασιοποιήθηκε εντελώς από τον κομμουνισμό. Η πρόσβασή του σε απόρρητες κυβερνητικές πληροφορίες και σε φίλους που επισκέφθηκαν την ΕΣΣΔ, τον έκαναν να συνειδητοποιήσει ότι η ΕΣΣΔ απείχε παρασάγγας από το λεγόμενο «σοσιαλιστικό παράδεισο», τον οποίο επαγγέλονταν οι αφελείς αριστεροί και αριστερίζοντες της Δύσης. Άλλωστε, ο Oppie εκτιμούσε περισσότερο τους στόχους, όχι τον τρόπο λειτουργίας και το ανελαστικό δόγμα του Κομμουνισμού.

Κατά την κρίση μου, ο Oppie είπε την αλήθεια στην προκειμένη περίπτωση. Μπορεί να υπήρξε υποστηρικτής των στόχων του ΚΚ, αλλά ουδέποτε υπήρξε κομματικά ενταγμένος, ούτε εντολοδόχος. Η πολιτική του ταυτότητα ήταν αυτή του φιλελεύθερου, μιας και έτσι είχε γαλουχηθεί από τη Σχολή Ηθικής Παιδείας. Διετέλεσε οπαδός και υποστηρικτής του Δημοκρατικού Franklin D. Roosevelt και της οικονομικής πολιτικής του New Deal, υπέρ της προστασίας των εργατικών δικαιωμάτων, της ισότητας και της λήξης των φυλετικών διακρίσεων μεταξύ λευκών και μαύρων Αμερικανών, ένας ιδεαλιστής πατριώτης που θέλησε να αντιταχθεί στον φασισμό των Mussolini και Hitler. Υπέρ αυτής της άποψης μπορούν να στοιχειοθετηθούν τα εξής: α) οι τηλεφωνικές υποκλοπές του FBI καταδεικνύουν ότι κάποιοι κομμουνιστές θεωρούσαν τον Oppie προοδευτικό «δικό τους» άνθρωπο, αλλά κάποιοι άλλοι δυσανασχετούσαν με τη δυσπιστία που επεδείκνυε προς την κομματική γραμμή β) τα σοβιετικά αρχεία της NKVD (προδρόμου της KGB) επιβεβαιώνουν ότι ναι μεν ο Oppie ήταν κομματικά δραστήριο άτομο, αλλά μετά τη στρατολόγησή του από την αμερικανική κυβέρνηση, έγινε επιφυλακτικός και κρυψίνους, διστάζοντας να αποκαλύψει πληροφορίες στους οικείους του, πολλοί εκ των οποίων ήταν είτε συμπαθούντες/ φιλικά προσκείμενοι είτε ανοιχτά μέλη του ΚΚ, όπως ορισμένοι φοιτητές του, αλλά ακόμα και ο αδελφός του, Frank.

Κάποιος θα μπορούσε εύλογα να αντιτάξει ότι, προφανώς, οι σοβιετικές μυστικές υπηρεσίες (ΝKVD, GPU) επιθυμούσαν διακαώς να αποκτήσουν πηγές πληροφοριών, έτσι ώστε να παρακολουθούν τα επιστημονικά τεκταινόμενα των ΗΠΑ. Δεν αποκλείεται λοιπόν το ενδεχόμενο να είχαν όντως κάποιον κατάσκοπο μέσα στη μυστική βάση του Los Alamos που να δούλευε πάνω στο Enormoz (κωδική ονομασία του Project Manhattan), αλλά όχι τον ίδιο τον Oppie, ο οποίος ούτως ή άλλως ως ύποπτος κατασκοπείας βρισκόταν υπό 24ωρη παρακολούθηση ελέω της «ριζοσπαστικής» του δράσης. Μπορεί μεν ο τελευταίος να εξουσιοδότησε «αριστερούς» φοιτητές του να συνεργαστούν μαζί του στο Los Alamos, όπως οι Joseph B. Wineberg, David Bohn, Rosi Lomanits, David Hawkins, αλλά είχε φροντίσει να εγγυηθεί στον συντ/ρχη Groves πως επρόκειτο για άτομα εχέμυθα. Κατά μία έννοια, αυτό βόλευε και τον Groves από άποψη μόχλευσης: αν ο Oppie γινόταν πολύ ισχυρός πολιτικά ή έφερνε αντιρρήσεις στην πορεία, ο Groves θα μπορούσε να τον εκβιάσει με το «κόκκινο παρελθόν» του, κόβοντας από νωρίς τα φτερά του Ικάρου και τις όποιες φιλοδοξίες του να ανέλθει πολιτικά. Ο Groves πιθανότατα γνώριζε τις πεποιθήσεις του Oppie και των συνεργατών του, αλλά επέδειξε ανοχή για χάρη του τερματισμού του πολέμου, αγνοώντας τις υποδείξεις του συντ/ρχη αντικατασκοπείας Boris Pash περί απόλυσής του.

Το τραγελαφικό της όλης υπόθεσης είναι ότι, παρόλα τα αυστηρά μέτρα αντικατασκοπείας στο Los Alamos, πράγματι δύο σοβιετικοί πράκτορες έδρασαν εντός των εγκαταστάσεων. Αποκαλύφθηκε εκ των υστέρων πως τροφοδοτούσαν τη Μόσχα με πληροφορίες σχετικά τις τεχνολογικές προδιαγραφές της βόμβας. Επρόκειτο για τους φυσικούς επιστήμονες Klaus Fuchs και Ted Hall. Αμφότεροι κατάφεραν ανενόχλητοι να διεκπεραιώσουν την αποστολή τους.

Οι αμφιβολίες του FBI παρέμειναν, παρά τις δηλώσεις περί του αντιθέτου. Συγκεκριμένα, τα άλλα δύο επιχειρήματα του κατηγορητηρίου περιστρέφονταν γύρω από κάποια περιστατικά της ζωής του Oppie: 1) την παράνομη σχέση που διατηρούσε με την ψυχίατρο Jean Tatlock και 2) την υπόθεση Haakon Chevalier του 1943. Ο Oppie, εκτός από μανιώδης καπνιστής, υπήρξε και παθολογικός γυναικοκατακτητής, καθώς το όνομά του συνδέθηκε ερωτικά με μια πλειάδα γυναικών (Charlotte Riefenstahl, Inez Pollack, Natalie Raymond, Helen Campbell, Melba Phillips, Katherine Page, Jean Tatlock, Ann Hoffman, Estel Kaen, Sandra Dyer-Bennett, Ruth Selma Tollman) τόσο πριν από τη συνάντηση του με την Kitty το 1939, όσο και κατά τη διάρκεια του έγγαμου βίου του. Από τις κατακτήσεις του Oppie ξεχωρίζει το όνομα της κοινωνικά ανήσυχης και μελαγχολικής Jean Tatlock, φοιτήτριας με σπουδές στη Λογοτεχνία και την κλινική Ψυχολογία, αριστερών φρονημάτων. Ήταν εγγεγραμμένη στο ΚΚ, ενώ προσέφερε οικονομική αρωγή και ανέπτυξε ακτιβιστική δράση στο πλαίσιο του ισπανικού Εμφυλίου καθώς και αργότερα, για τη διάσωση των Εβραίων από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Εκείνη μάλλον υπήρξε ο σύνδεσμος που εισήγαγε τον Oppie στους αριστερούς κύκλους, γι’ αυτό και το διαμέρισμά της παρακολουθούνταν στενά.

Σύμφωνα με την Counter Intelligence Corps (CIC) και το FBI, ο Oppie συνευρέθηκε στα κρυφά με την Tatlock τον Ιούνιο του 1943, οπότε και ίσως θα μπορούσε να διαβιβάσει μέσω αυτής πληροφορίες στους εχθρούς των ΗΠΑ, ή απλά να χρησιμοποιήσει το τηλέφωνό της. Ο θάνατος της Tatlock κλόνισε ψυχολογικά τον Oppie. Επρόκειτο μάλλον για αυτοκτονία λόγω κατάθλιψης, επειδή ο Oppie την αγνοούσε, παρά για δολοφονία. Τέλος, η υπόθεση Chevalier έχει να κάνει με ψεύδη του Oppie, προκειμένου να προστατέψει μια σειρά από φίλους του, συμπεριλαμβανομένου του αδελφού του, που είχαν σχέσεις με το ΚΚ, από το κυνήγι του συντ/ρχη Pash. Σύμφωνα με τον ίδιο, δεν ήταν πληροφοριοδότες για λογαριασμό του Σοβιετικού Προξενείου στο San Francisco, με εξαίρεση τον φυσικό George Eltenton, του οποίου το όνομα ο Oppie έδωσε στεγνά στον Pash. Οι λεπτομέρειες της υπόθεσης του Haakon Chevalier πιστεύω ότι δεν έχει νόημα να αναλυθούν στο παρόν άρθρο εξαιτίας της πολυπλοκότητας και αποσπασματικής φύσης της. Θα αρκεστώ στη ρήση του Chevalier: «Αμφότεροι ήμασταν και δεν ήμασταν (μέλη του ΚΚ). Απ’ όποια πλευρά και αν το δει κανείς».

Εν ολίγοις, τόσο τα επιχειρήματα του κατηγορητηρίου όσο και η νομιμότητα της ακροαματικής διαδικασίας αμφισβητήθηκαν ουκ ολίγες φορές. Το κατηγορητήριο είχε πρόσβαση σε απόρρητα έγγραφα, σε αντ’ιθεση με την ομάδα υπεράσπισης του Oppie, χάρη στους παρασκηνιακούς ελιγμούς του Strauss και του FBI. O πρόεδρος του δικαστηρίου, Gordon Gray, δεν χαρακτηριζόταν από αμεροληψία, ενώ ο κατάλογος μαρτύρων του κατηγορητηρίου ουδέποτε κοινοποιήθηκε στην υπεράσπιση. Το κατηγορητήριο γνώριζε ότι δεν μπορούσε να καταδικάσει τον Oppie με μυστικά έγγραφα που ήταν αδύνατο να σταθούν στο δικαστήριο, ούτε και με τη δικαιολογία ότι ο Oppie υπονόμευε την εθνική ασφάλεια επειδή έτρεφε επιφυλάξεις ως προς το πρόγραμμα ανάπτυξης της H-Bomb και τον πολλαπλασιασμό των πυρηνικών όπλων. Άλλωστε, το κομμουνιστικό παρελθόν του ήταν γνωστό τοις πάσι, και δεν τον είχε εμποδίσει στον προηγούμενο έλεγχο ασφαλείας του 1947 να εξασφαλίσει τη διαβαθμισμένη εξουσιοδότηση. Εν τέλει, σκοπός της σκευωρίας ήταν η σπίλωση του ονόματος του Oppenheimer και η αποκαθήλωση του status του ως «εθνικού ήρωα». Με ψήφους 2 προς 1, η άδεια ασφαλείας του Oppie δεν εγκρίθηκε, και, θεωρητικά, ο διασυρμός και εξευτελισμός υπήρξαν ο θρίαμβος του Strauss. Όμως, η απόφαση τελικά γύρισε μπούμερανγκ στις φιλοδοξίες του τελευταίου, καθώς σύσσωμη η επιστημονική κοινότητα συσπειρώθηκε για να υπερασπιστεί τον «επιστήμονα» και «πατριώτη» Oppenheimer. Για παράδειγμα, ο μάρτυρας υπεράσπισης John McCloy, πρόεδρος της Εθνικής Τράπεζας Chase, παρομοίασε τον Oppie με τον Νεύτωνα ή τον Γαλιλαίο που ανακρίνεται από την Ιερά Εξέταση. Ο Einstein ανέφερε σαρκαστικά ότι η Atomic Energy Committee (AEC) θα έπρεπε πλέον να μετονομαστεί σε Ambush Elimination Committee («Ενέδρα Ατομικής Εξόντωσης»)!

Εν κατακλείδι, ο Robert J. Oppenheimer έπεσε θύμα των πολιτικών και της (άμετρης) φιλοδοξίας και επιστημοσύνης του. Λαμπρός μεν, επιπόλαιος δε, υπήρξε αγνώμων και ρομαντικός ως προς το πώς ασκείται η τέχνη της πολιτικής, όπως και αφελής από τη στιγμή που πίστεψε ότι το κύρος και η επιρροή του θα μπορούσαν να έχουν κάποιο αντίκτυπο στη διαμόρφωση της «πυρηνικής πολιτικής της ανάσχεσης». Η Επιστήμη (δυστυχώς) ελέγχεται και εξαρτάται από τους κεφαλαιούχους, και όχι το αντίστροφο.

Η όλη ιστορία κλόνισε σε κάποιο βαθμό την υγεία του Oppie. Το 1965 διαγνώστηκε με καρκίνο του λάρυγγα, αποτέλεσμα της καπνιστικής του ζωής. Απεβίωσε στις 18 Φεβρουαρίου 1967 μέσα στον ύπνο του. Τελευταίο, αλλά αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι ο δεν αισθάνθηκε ένοχος, παρά μόνο υπεύθυνος για την καταστροφή και τον πόνο που προκάλεσαν τα δημιουργήματά του, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η βόμβα δεν άσκησε την επίδραση της πάνω στον δημιουργό της.

Σε ντοκυμαντέρ του NBC το 1965, έκανε τη δήλωση εκείνη, με την οποία το όνομα του θα μείνει στην ιστορία ως ιθύντα νου πίσω από τη δύναμη που εκχώρησε στους ανθρώπους, την ικανότητα, δηλαδή, να αυτοκαταστραφούν: «Γνωρίζαμε ότι ο κόσμος δεν θα είναι ο ίδιος. Κάποιοι γέλασαν, κάποιοι έκλαψαν. Οι περισσότεροι έμειναν σιωπηλοί. Θυμήθηκα τον στίχο από τις ινδουιστικές γραφές, την Bhagavadgíta. Ο Βισνού προσπαθεί να πείσει τον πρίγκιπα ότι πρέπει να κάνει το καθήκον του και για να τον εντυπωσιάσει, παίρνει τη μορφή με τα πολλά χέρια και αναφωνεί: “Τώρα γίνομαι ο Θάνατος, ο Καταστροφέας των Κόσμων”. Υποθέτω, πως όλοι το σκεφτήκαμε αυτό, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο».

Nuclear Turning Point: The Birth Of The Atomic Age | The Real Oppenheimer | Timeline
Avatar photo
Κωνσταντίνος Δήμου

Ο Κωνσταντίνος Δήμου είναι πτυχιούχος του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας, ΑΠΘ και κάτοχος Μεταπτυχιακού Τίτλου Σπουδών του Πανεπιστημίου του Cardiff στον τομέα των Διεθνών Σχέσεων.

Άρθρα: 1