Ο ναός Yasukuni και η μεταπολεμική διαχείριση της μνήμης των Ιαπώνων πεσόντων της Μάχης του Ειρηνικού (Μέρος B΄)

Η διοίκηση βρέθηκε αντιμέτωπη με τριών ειδών προβλήματα και ενόσω δεν είχε ακόμη καθοριστεί το μέλλον του μαυσωλείου: 1) την ευθυγράμμιση των τελετουργιών και πάσης φύσεως εκδηλώσεων με τις ευαισθησίες των αρχών κατοχής, λαμβάνοντας υπόψη το γενικότερο κλίμα της εποχής, 2) την αντιμετώπιση των πιέσεων, πολιτικών και μη, σχετικών με την “ιχνηλάτιση” των τιμωμένων πεσόντων και 3) τη σφυγμομέτρηση της κοινής γνώμης γύρω από τα παραπάνω ζητήματα.

Μέσα στο διήμερο 19 – 21 Νοεμβρίου 1945, στις εγκαταστάσεις του Yasukuni πραγματοποιήθηκε μια έκτακτη τελετή κλήτευσης των ψυχών (rinji shôkonsai). Ο αρχικός σχεδιασμός διεκπεραιώθηκε σε στενή συνεργασία με το υπουργείο Στρατιωτικών, το οποίο, όπως και το ομόλογό του Ναυτικών, λειτουργούσε τότε ως εποπτεύουσα αρχή του ναού1. Επειδή όμως οι δύο προαναφερθείσες υπηρεσίες επρόκειτο σύντομα να καταργηθούν από κοινού με ολόκληρο τον στρατιωτικό και ναυτικό μηχανισμό της χώρας, θεωρήθηκε επείγον να οργανωθεί μια ειδική τελετή, η οποία θα αποτελούσε εγγύηση ως προς τη διατήρηση του μαυσωλείου μέσα στα πλαίσια της υπό εκκόλαψη νέας Ιαπωνίας και θα ήταν ταυτόχρονα η ύστατη οφειλόμενη αποθέωση όσων στρατιωτικών είχαν πέσει υπέρ της πατρίδας (η τελευταία αντίστοιχη εκδήλωση, τον Απρίλιο του 1945, λίγους μήνες πριν από τη συνθηκολόγηση, αφορούσε τις περιπτώσεις 251.135 μόνο πνευμάτων). Στις 21 Σεπτεμβρίου 1945, το υπουργείο Στρατιωτικών, κατόπιν πρωτοβουλίας του συνταγματάρχη Miyama Yôzô και παρότρυνσης του τέως πρωθυπουργού Hideki Tojo, υιοθέτησε μια διαδικασία σε τέσσερα μέρη, η οποία τροποποιούσε σε μεγάλο βαθμό τα κριτήρια υποδοχής στον ναό των ψυχών των πεσόντων: 1) στρατιωτικοί φονευθέντες στη μάχη ή θανόντες εξαιτίας τραυματισμών ή ασθενειών οφειλομένων στον πόλεμο, εθελοντές των σιδηροδρόμων και πλοίων θανόντες εν υπηρεσία, 2) εργάτες των πολεμικών ναυπηγείων θανόντες εν υπηρεσία, 3) άτομα διακατεχόμενα από πατριωτικά αισθήματα, τα οποία επέλεξαν να θέσουν οικειοθελώς τέλος στη ζωή τους κατά τη στιγμή της συνθηκολόγησης, 4) πληρώματα εμπορικού ναυτικού θανόντα κατόπιν πολεμικής ενέργειας του εχθρού.

Επρόκειτο για σημαντική διεύρυνση του κύκλου των τιμώμενων νεκρών, καθότι συμπεριλάμβανε και μη στρατιωτικούς. Η επίσημη εκδοχή υποστήριζε πως με τον τρόπο αυτό δοξάζονταν όλα τα θύματα ενός πολέμου, στον οποίο είχε εμπλακεί το έθνος στο σύνολό του και εκτεθεί στα πλήγματα του αντιπάλου. Παράλληλα, ήταν ένας τρόπος να εξουδετερωθεί η υφέρπουσα διασπορά ενός αντιμιλιταριστικού αισθήματος μέσα στους κόλπους της κοινής γνώμης. Το υπουργείο Ναυτικών εξέφρασε αντιρρήσεις για το τρίτο και τέταρτο σημείο, ζητώντας να αξιολογηθούν σε μεταγενέστερη ημερομηνία. Με επιφυλάξεις αντέδρασε και ο Αυτοκρατορικός Οίκος. Μεταξύ άλλων, το υπουργείο Στρατιωτικών πρότεινε μια τροποποίηση ως προς την όλη διαδικασία θεοποίησης των πνευμάτων. Συνήθως, το κράτος ήταν εκείνο που κατάρτιζε την ονομαστική κατάσταση όσων επρόκειτο να ενσωματωθούν στο μαυσωλείο, αφού προηγουμένως είχε προβεί στην ταυτοποίησή τους, στην αξιολόγηση της υπηρεσιακής τους διαγωγής, τέλος, στην εξέταση των συνθηκών, κάτω από τις οποίες είχε επέλθει ο θάνατος. Όλα τα παραπάνω υπόκεινταν στην τελική έγκριση του αυτοκράτορα προτού ενεργοποιηθεί η τελετή της θεοποίησης. Η πρόταση του υπουργείου Στρατιωτικών, επικαλούμενη την ιδιότητα του επείγοντος, έκανε λόγο για μια συλλογική και ανώνυμη ενσωμάτωση, περιορίζοντας στο ελάχιστο τις διατυπώσεις.

Τη φορά αυτή, η αντίθεση δεν προήλθε από το Ναυτικό, αλλά από το Yasukuni, το οποίο επισήμανε πως μια ανώνυμη αποθέωση των στρατιωτικών ήταν ασυμβίβαστη με την ίδια την υπόστασή του και πως αποτελούσε παραβίαση ενός επιπρόσθετου κανόνα, σύμφωνα με τον οποίο της θεοποίησης έπρεπε να προηγηθεί μια αναμονή ενός έτους ούτως ώστε η ψυχή του θανόντος ατόμου να μπορέσει να εξαγνιστεί από το μίασμα του θανάτου και να φιλοξενηθεί στο μαυσωλείο.

Αποτέλεσμα των παραπάνω διεργασιών υπήρξε ένας συμβιβασμός: ελλείψει ονομαστικής κατάστασης, η τελετή εξαγνισμού των πνευμάτων θα διαχωριζόταν από εκείνη της αποθέωσης. Ο αυτοκράτορας παρευρέθη στην τελετή του Νοεμβρίου και όλα κύλησαν ομαλά2.

Απέμενε να πεισθεί η Ανώτατη Συμμαχική Διοίκηση πως οι τελετές μπορούσαν να διεξαχθούν δίχως παρατράγουδα. Στο περιβάλλον του στρατηγού MacΑrthur υπήρχαν σύμβουλοι (κυρίως όσοι διάκεινταν αρνητικά έναντι του μαυσωλείου), οι οποίοι ήταν ικανοί να τις θεωρήσουν ως καθαρή προβοκάτσια. Την παραμονή της έκτακτης τελετής, η αμερικανική Υπηρεσία Στρατιωτικής Αντικατασκοπείας [Counter Intelligence Corps (CIC)], αρμόδια για τον εντοπισμό των υπόπτων για εγκλήματα πολέμου σε ολόκληρο το Αρχιπέλαγος, δεν έκρυψε τη δυσαρέσκειά της. Πώς ήταν δυνατόν, ισχυρίστηκε, να αιτιολογηθούν η καταδίωξη των Ιαπώνων εγκληματιών πολέμου και η διάλυση του στρατιωτικού μηχανισμού εάν, την ίδια στιγμή, ο ανώτατος διοικητής ανεχόταν τη διενέργεια τελετών όπως εκείνη του Νοεμβρίου; Μέσα στη γενικότερη σύγχυση που επικράτησε, σημειώθηκαν επαφές με τον στρατηγό Arisue Seizô, σύνδεσμο των ιαπωνικών ενόπλων δυνάμεων με τις αρχές κατοχής. Συμφωνήθηκε όπως ο Kishimoto [βλ. Μέρος Α΄] αναλάβει να υπαγορεύσει στους οργανωτές της εκδήλωσης τους όρους, υπό τους οποίους η τελευταία θα ήταν ανεκτή: παντελής απουσία διαφήμισης, καμία αποστολή επίσημης πρόσκλησης, καμία οικονομική επιχορήγηση στους επιζώντες συγγενείς για τη μετακίνησή τους στην πρωτεύουσα, απαγόρευση συνοδευτικών εκδηλώσεων (παρελάσεις, μουσική, τουρνουά πάλης sumo, ανθοστολισμός, λειτουργία περιπτέρων για πώληση αναμνηστικών αντικειμένων, θεατρικές παραστάσεις Νô, ρίψη πυροτεχνημάτων, ιπποδρομίες κλπ.), απαγόρευση εισόδου σε άτομα ενδεδυμένα με στρατιωτική στολή. Ο αυτοκράτορας προσήλθε στις 20 Νοεμβρίου, συνοδευόμενος από τον πρωθυπουργό Shidehara Kijûrô. Φορούσε πολιτική περιβολή δίχως να κάνει χρήση της ιδιότητάς του ως ανώτατου αρχηγού των ενόπλων δυνάμεων3. Παρόντες ήταν και εκπρόσωποι της Ανώτατης Συμμαχικής Διοίκησης: ο συνταγματάρχης Kenneth R. Dyke, o Kenneth W. Bunce, υπεύθυνος της Διεύθυνσης Θρησκευτικών Υποθέσεων καθώς και ο αναπληρωτής του, George Sharp. Εν τέλει, οι εκδηλώσεις του είδους αυτού επιτρέπονταν μόνο εφόσον πραγματοποιούνταν διακριτικά, με περιορισμένο στρατιωτικό χαρακτήρα και υπό την επιτήρηση των υπηρεσιών της Ανώτατης Συμμαχικής Διοίκησης. Το υπουργείο Στρατιωτικών αναγκάστηκε να αποδεχτεί με βαριά καρδιά τον συμβιβασμό προκειμένου να καταφέρει το Yasukuni να επιζήσει. Ο Kishimoto επιστράτευσε όλες του τις δυνάμεις για τον σκοπό αυτό. Όπως και να έχει πάντως το ζήτημα, η τελετή του Νοεμβρίου υπήρξε η τελευταία που το μαυσωλείο οργάνωσε ως δημόσιο ίδρυμα. Ουδόλως δε απέτρεψε τις αρχές κατοχής από την απόφασή τους να θέσουν τέλος στον κρατικό Σιντοϊσμό4.

Εν συνεχεία, η αβεβαιότητα γύρω από το καθεστώς του Yasukuni αναδύθηκε ανάγλυφα μέσα από τις ίδιες τις τελετές αποθέωσης. Η πρώτη από αυτές πραγματοποίθηκε μεταξύ της 29ης Απριλίου και της 1ης Μαΐου 1946, στο πλαίσιο των εαρινών εορτασμών του μαυσωλείου. Αφορούσε την υποδοχή 29.969 ψυχών παρουσία ενός σχετικά ενισχυμένου κοινού. Ωστόσο, ο αυτοκράτορας απείχε και, όπως συνέβαινε σε παρόμοιες περιπτώσεις, δεν αναγνώστηκε μήνυμά του. Παρόντες ήταν οι δύο αδελφοί του, πρίγκιπες Mikasa και Takamatsu. Εικάζεται πως οι αρχές κατοχής ήταν εκείνες που θεώρησαν ως ανάρμοστη την παρουσία του Hirοhito στην τελετή5. Δύο λόγοι συνηγορούν υπέρ της εκτίμησης αυτής. Τις ημέρες εκείνες επίκειτο η έναρξη της Δίκης του Τόκιο εις βάρος των εγκληματιών πολέμου. Μια μετάβαση του αυτοκράτορα στο Yasukuni υπό αυτές τις συνθήκες ήταν δεδομένο ότι θα εξαγρίωνε χώρες όπως η Αυστραλία, η Νέα Ζηλανδία και η ΕΣΣΔ, οι οποίες επιθυμούσαν τη συμπερίληψη του τελευταίου στον κατάλογο των κατηγορουμένων. Κατά δεύτερο λόγο, τα δύο υπουργεία Αποστράτευσης είχαν ανακτήσει την αρμοδιότητα του διοικητικού ελέγχου που προηγείτο της αποθέωσης, παρά την έκδοση της οδηγίας του Δεκεμβρίου 1945 σχετικά με την απάλειψη του κρατικού Σιντοϊσμού. Υφίστατο, συνεπώς, ο κίνδυνος ο αυτοκράτορας να επικυρώσει με την παρουσία του μια νομικά αμφισβητίσιμη τελετή. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι ο Hirohito έκανε την επανεμφάνισή του στο Yasukuni τον Οκτώβριο του 1952, ένα έτος μετά την εκπνοή του καθεστώτος της Συμμαχικής κατοχής. Όλα τα παραπάνω αποτελούν απόδειξη πως, μέχρι τέλους, η Ανώτατη Συμμαχική Διοίκηση ήταν αποφασισμένη να ασκεί έλεγχο επί της εν γένει διαδικασίας θεοποίησης. Επέτρεπε την παρουσία περιορισμένου κοινού, οι δε τελετές όφειλαν να πραγματοποιούνται μόνο εντός του περιβόλου του ναού, μακριά από τα βλέμματα των συγγενών. Ναι μεν ο προκαταρκτικός διοικητικός έλεγχος παρέμεινε στη δικαιοδοσία των υπουργείων Αποστράτευσης, ωστόσο διεκπεραιωνόταν στο όνομα της ταυτοποίησης των θυμάτων του πολέμου, δίχως την παραμικρή μνεία στο Yasukuni ή στη συνακόλουθη αποθέωση. Τον Απρίλιο του 1947 μάλιστα, το Συμμαχικό Γενικό Στρατηγείο ανακοίνωσε την απαγόρευση των αποθεώσεων. Κατόπιν τούτου, η διοίκηση του ναού, θέλοντας “να παρηγορήσει τους συγγενείς και να καθησυχάσει τα πνεύματα των ηρώων” προχώρησε σε εμπιστευτικές διαδικασίες θεοποίησης κάτω από τον μανδύα της ταυτοποίησης των θυμάτων. Οι εμπιστευτικές αυτές διαδικασίες δεν προέβλεπαν την παρουσία κοινού. Τέλος, η απουσία του αυτοκράτορα από αυτές, αφαιρούσε μεγάλο μέρος από το κύρος τους. Έως τον Οκτώβριο του 1951 έλαβαν χώρα τελετές αυτού του είδους (Reiji hôansai). Οι υπηρεσίες του MacArthur ήταν προφανώς ενήμερες για τα παραπάνω. Επέδειξαν, ωστόσο, ανοχή, καθώς η προκύψασα ισορροπία ικανοποιούσε αμφότερα τα μέρη6.

Όπως ήταν επόμενο, η διεκπεραίωση της θεοποίησης άνω των 2 εκατομμυρίων ψυχών δεν μπορούσε παρά να αποβεί χρονοβόρα. Σε ένα πρώτο στάδιο, τα υπουργεία Αποστράτευσης ανέθεσαν στην τοπική αυτοδιοίκηση τη μέριμνα κατάρτισης των καταλόγων. Οι τελευταίοι διαβιβάζονταν στα δύο υπουργεία, τα οποία με τη σειρά τους ενημέρωναν το Yasukuni. Κατόπιν, η διοίκηση του ναού ήταν εκκείνη που ερχόταν σε επαφή με τις οικογένειες των πεσόντων. Δυσλειτουργίες προέκυψαν ευθύς εξαρχής. Από τη μία πλευρά, τα προαναφερθέντα υπουργεία έγιναν αποδέκτες μεγάλου αριθμού αιτήσεων των συγγενών, οι οποίες δεν πληρούσαν τις προϋποθέσεις. Από την άλλη, οι υπηρεσίες της τοπικής αυτοδιοίκησης ήταν απασχολημένες με περισσότερο επείγουσες προτεραιότητες και δεν επαρκούσαν για μια ομαλή ροή της όλης διαδικασίας. Ως εκ τούτου, τον Σεπτέμβριο του 1946 την ευθύνη ανέλαβε η Υπηρεσία Αποστράτευσης, η οποία είχε στο μεταξύ διαδεχθεί τα δύο ομώνυμα υπουργεία. Πέρα από τη βούληση να περιοριστεί ο φόρτος εργασίας της τοπικής αυτοδιοίκησης, το νέο σχήμα ανταποκρινόταν και σε πολιτικές επιταγές. Η κεντρική εξουσία ανακτούσε το δικαίωμα της ταυτοποίησης όσων είχαν προσφέρει τη ζωή τους για την πατρίδα, καθώς και της κατάρτισης των σχετικών ονομαστικών καταστάσεων7. Έπρεπε, ωστόσο, να βρεθεί τρόπος παράκαμψης των οδηγιών που είχαν εκδώσει οι αρχές κατοχής, και οι οποίες απαγόρευαν ρητά κάθε είδους απευθείας επαφές ανάμεσα στην κεντρική διοίκηση και το Yasukuni. Έχοντας αυτό κατά νου, ξεκίνησε γύρος ανεπίσημων συζητήσεων ανάμεσα στη διοίκηση του ναού και το υπουργείο Υγείας, το οποίο είχε στο ενδιάμεσο χρονικό διάστημα επιφορτιστεί με τον επίμαχο φάκελο. Τον Νοέμβριο του 1948 αποφασίστηκε από κοινού να μεταφερθεί στο μαυσωλείο η αρμοδιότητα της ταυτοποίησης, δίχως οποιαδήποτε οικονομική επιχορήγηση ή ενίσχυση προσωπικού προς αυτό.

Επί του πρακτέου, οι διοικητικές έρευνες για τον καταρτισμό των ονομαστικών καταστάσεων έκαναν χρήση της προϋπάρχουσας σχετικής τεχνογνωσίας. Όμως, τα πράγματα είχαν αλλάξει. Οι στρατηγικοί αεροπορικοί βομβαρδισμοί στους οποίους οι Σύμμαχοι είχαν επιδοθεί την άνοιξη του 1945 και οι συνακόλουθες καταστροφές, η διάχυτη σε ολόκληρο το Αρχιπέλαγος αίσθηση αβεβαιότητας που είχε διαδεχθεί τον τερματισμό του πολέμου, ορισμένες διαταγές αμέσως έπειτα από την αποδοχή της Διακοίνωσης του Πότσνταμ, είχαν οδηγήσει στη σκόπιμη καταστροφή και ακούσια διασπορά μεγάλου μέρους των ιαπωνικών στρατιωτικών αρχείων. Οι συνέπειες των παραπάνω υπήρξαν αισθητές σε βάρος της διαδικασίας ταυτοποίησης και κατάρτισης των καταλόγων. Σε πάμπολλες περιπτώσεις ο έλεγχος της υπηρεσιακής κατάστασης, του ακριβούς τόπου, ημερομηνίας και συνθηκών θανάτου των θυμάτων αποδείχθηκε ατελής. Υπήρξαν φορές που η κοινοποίηση του τραγικού συμβάντος προς τους συγγενείς δεν είχε επισήμως επιβεβαιωθεί. Αιτήσεις για αποθέωση αποσύρθηκαν στην πορεία, καθώς ο ενδιαφερόμενος είχε στο μεταξύ επανεμφανιστεί. Άλλοτε, η ειδοποίηση προς τους συγγενείς περί “θανάτου οφειλομένου σε ασθένεια εν ώρα υπηρεσίας στην πρώτη γραμμή του μετώπου”, αφορούσε στην πραγματικότητα άτομα, τα οποία είχαν εκτελεστεί με την κατηγορία της κλοπής τροφίμων ή εξαιτίας κάποιας άλλης παραβατικής συμπεριφοράς. Η διατύπωση “θανών εν ώρα υπηρεσίας” έδινε λαβή για σωρεία παρερμηνειών και καταχρήσεων, ικανών να θέσουν υπό αμφισβήτηση την εγκυρότητα της ταυτοποίησης. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση αξιωματικών, οι οποίοι δολοφονήθηκαν από τους υφισταμένους τους επειδή είχαν απαγορεύσει στους τελευταίους την πρόσβαση στα αποθέματα τροφίμων8. Μια αυστηρή εφαρμογή των κριτηρίων επιλογής είναι βέβαιο πως θα οδηγούσε είτε στην απόρριψη πολλών φακέλων, είτε στη διενέργεια συμπληρωματικών ελέγχων, για τους οποίους η διοίκηση δεν διέθετε τα απαραίτητα μέσα, σε μια στιγμή, μάλιστα, που οι οικογένειες είχαν κουραστεί από την καθυστέρηση και την πολυπλοκότητα της όλης διαδικασίας. Έτσι, στις 20 Νοεμβρίου 1946, η Υπηρεσία Αποστράτευσης εξέδωσε μια οδηγία, βάσει της οποίας οι λόγοι απόρριψης των υποψηφιοτήτων (horyû), από δεκαπέντε συρρικνώνονταν σε μόλις τρεις: 1) στρατιωτικοί θανόντες σε ημερομηνία μεταγενέστερη εκείνης της επίσημης υπογραφής της παράδοσης της χώρας, 2) πεσόντες εν ώρα υπηρεσίας εντός του μητροπολιτικού εδάφους (naich) μακριά από τις εμπόλεμες ζώνες, 3) όσοι, για τους οποίους δεν ήταν εξακριβωμένη η ταυτότητα, η υπηρεσιακή κατάσταση και οι συνθήκες θανάτου. Παρά ταύτα, πολλές ήταν οι ασάφειες που συνέχισαν να υφίστανται.

Το ζήτημα του Yasukuni στιγματίστηκε σαφέστατα από την εν γένει συγκυρία της ήττας του 1945. Αυτό συνέβη τουλάχιστον σε τέσσερα επίπεδα: τις ψυχολογικές συνέπειες της παράδοσης, τη συναίνεση των συγγενών στις διάφορες ενέργειες θεοποίησης, τον κομβικό ρόλο του αυτοκράτορα, τέλος, την άθλια οικονομική κατάσταση των οικογενειών που είχαν επιζήσει.

Προ του 1945, το να χάσει κανείς τη ζωή του στο πεδίο της μάχης εθεωρείτο ως ένας έντιμος θάνατος. Οι οικογένειες, οι οποίες είχαν πληγεί από την απώλεια ενός πατέρα, ενός συζύγου ή ενός γιού, αναζητούσαν στο Yasukuni ένα λιμάνι παρηγοριάς και μια δημόσια αναγνώριση που τους διευκόλυναν να βιώσουν το πένθος. Οι τελετές αποθέωσης συχνά εξελίσσονταν σε εξυψωτικές διηγήσεις τύπου “μάνας-κουράγιο”, λειτουργούσαν ως μηχανισμοί μεγαλοπρεπούς εξύμνησης της οδύνης των συγγενών εκ μέρους του κράτους, εκτρέποντας μοιραία την προσοχή από κάθε είδους προβληματισμό γύρω από τον πόλεμο και τις ευθύνες των κυβερνώντων. Δεν υπήρχαν περιθώρια για αμφισβήτιση. Οι συγγενείς που διακατέχονταν από τέτοιου είδους συναισθήματα απλούστατα απέφευγαν την μετακίνηση στην πρωτεύουσα. Σε αντίθετη περίπτωση, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης είχαν σαφείς εντολές να πνίξουν την είδηση9.

Veterans visit Yasukuni shrine on 65th anniversary of Japan’s WWII surrender

To ψυχολογικό και πνευματικό κενό που προέκυψε από την ήττα του 1945 ήταν αναμενόμενο να προκαλέσει ένα συναίσθημα πίκρας σε βάρος του κράτους αλλά και του Yasukuni. Υπήρξε, πράγματι, μια περιρρέουσα ατμόσφαιρα κριτικής αποστασιοποίησης έως και ειρωνείας έναντι του μαυσωλείου10. Το τελευταίο περιήλθε σε μια κατάσταση αποξένωσης έναντι της κοινωνίας ενόσω διαρκούσε η Συμμαχική κατοχή. Ο αριθμός των επισκεπτών μειώθηκε από 1.920.000 το 1944 σε 250.000 τέσσερα χρόνια αργότερα, εξαιτίας των διαφόρων περιορισμών που επιβλήθηκαν σχετικά με την πρόσβαση, την επικοινωνία, τις δυνατότητες στέγασης και γενικότερα ενός αντιμιλιταριστικού τροπισμού, ο οποίος εξαπλώθηκε σε σημαντικό μέρος της ιαπωνικής κοινής γνώμης. Παρά ταύτα, δεν εκδηλώθηκε κάποια λαϊκή κινητοποίηση προς την κατεύθυνση της κατάργησης. Αντίθετα, καταγράφηκε μια στάση αναμονής μεταξύ των ενδιαφερομένων. Μάλιστα, η απόφαση του φθινοπώρου του 1946 περί αποκλεισμού των συγγενών των θυμάτων από τις τελετές προκάλεσε δυσαρέσκεια, αν κρίνει κανείς από τον μεγάλο αριθμό επιστολών διαμαρτυρίας με αποδέκτη τις αρχές κατοχής. Οι αλλαγές, οι οποίες ίσχυσαν σχετικά με τη συναίνεση των οικογενειών ως προς την όλη διαδικασία της αποθέωσης ήταν, θεωρητικά τουλάχιστον, σημαντικές. Προ του 1945, η απόφαση ενσωμάτωσης στο Yasukuni δεν εξαρτάτο ούτε από τον ενδιαφερόμενο, ο οποίος είχε εν ζωή εκφράσει ανάλογη επιθυμία, αλλά ούτε και από τους συγγενείς. Ανήκε αποκλειστικά στην δικαιοδοσία του κράτους, κατόπιν εισήγησης των στρατιωτικών αρχών. Οι τελευταίες ήταν οι μόνες που διέθεταν το μονοπώλιο απονομής του χαρακτηρισμού “θύμα πολέμου”, ανεξαρτήτως των θρησκευτικών πεποιθήσεων του καθενός εκ των πεσόντων. Υπό αυτές τις συνθήκες όχι μόνο η συναίνεση των οικογενειών είχε καταστεί άσκοπη, αλλά οποιαδήποτε αντίθεση στη διαδικασία θεοποίησης για πολιτικούς ή θρησκευτικούς λόγους οδηγούσε αυτομάτως σε κοινωνική απομόνωση. Δεν υφίστατο καμία απολύτως αιτία αμφισβήτησης από την στιγμή, κατά την οποία το μεν κράτος αναλάμβανε την ευθύνη να τιμήσει τους πεσόντες, ο δε ένδοξος θάνατος λειτουργούσε από μόνος του ως σημείο αναφοράς. Το εκπαιδευτικό σύστημα, η πολεμική προπαγάνδα και το καθεστώς παρακολούθησης των πολιτών δεν άφηναν περιθώρια να διανοηθεί κανείς ότι το κράτος προέβαινε σε παραβίαση των ατομικών και θρησκευτικών ελευθεριών των υπηκόων. Βέβαια, διαρκούντος του πολέμου, ορισμένες χριστιανικές οικογένειες διαμαρτυρήθηκαν κατά της αναγκαστικής αποθέωσης, επρόκειτο όμως για μεμονωμένες περιπτώσεις, οι οποίες ουδόλως αλλοίωσαν την γενική εικόνα.

Μετά το 1945 και καθ’ όλη την διάρκεια της Συμμαχικής κατοχής, ήταν σαφώς πιο δύσκολο να μπορέσει να ενεργοποιηθεί η διαδικασία θεοποίησης δίχως την προηγούμενη συγκατάθεση των συγγενών. Ωστόσο, συχνά η εν λόγω συγκατάθεση δεν αποτυπωνόταν σε κάποιο σχετικό έγγραφο. Πολλές φορές, η απλή απάντηση στην κοινοποίηση της είδησης του θανάτου ερμηνευόταν αυθαίρετα ως αποδοχή. Σε κάθε περίπτωση πάντως, η ενσωμάτωση των πνευμάτων στο μαυσωλείο είχε μετεξελιχθεί πλέον σε ένα είδος ρουτίνας που αφορούσε ως επί το πλείστον τους γηγενείς και λιγότερο τους καταγόμενους από την Ταϋλάνδη, την Κορέα και τη νήσο Οκινάουα. Όσο δε για τη συμβολή του αυτοκράτορα στην όλη διαδικασία, αναφέρθηκε ήδη ότι κατά την συγκεκριμένη περίοδο οι επισκέψεις του στο Yasukuni ήταν αραιές. Επιπρόσθετα, τού είχε αφαιρεθεί το δικαίωμα επικύρωσης των ονομαστικών καταστάσεων. Βέβαια, οι δεσμοί ανάμεσα στο μαυσωλείο και τον αυτοκρατορικό θεσμό διατηρήθηκαν μετά το πέρας της κατοχής το 1952, σε πολύ μικρότερο βαθμό όμως, κάτι που, μεταξύ άλλων, οφείλεται και στην αισθητή πτώση του ρυθμού των ενσωματώσεων από τον Απρίλιο του 1959 και κατόπιν.

Πέραν τούτου, από τον Νοέμβριο του 1946 και έπειτα, τα υπουργεία Εσωτερικών και Παιδείας εξέδωσαν ολόκληρη σειρά οδηγιών και εγκυκλίων που απαγόρευαν στις τοπικές αρχές να επιχορηγούν ή να προβαίνουν στην οργάνωση δημοσίων μνημοσύνων με τη σύμπραξη σε αυτά κρατικών λειτουργών. Επρόκειτο για ευθεία συνέπεια του διαχωρισμού μεταξύ κράτους και θρησκείας. Στα μάτια πολλών συγγενών, η κατάσταση αυτή φάνταζε ως εγκατάλειψη εκ μέρους των επισήμων αρχών. Με το ίδιο πνεύμα ερμηνεύθηκε και η οδηγία της Ανώτατης Διοίκησης (24 Νοεμβρίου 1945), σύμφωνα με την οποία καταργήθηκε η χρηματική βοήθεια που συνόδευε την ολοκλήρωση της διαδικασίας ενσωμάτωσης των ψυχών στο Yasukuni. Το ποσό αυτό εισέπρατταν οι οικογένειες προκειμένου να μπορέσουν να επιβιώσουν αλλά και να αφομοιώσουν καλύτερα το νόημα της υπέρτατης θυσίας. Η κατάργηση του μέτρου εντασσόταν στην ευρύτερη πολιτική της Ανώτατης Συμμαχικής Διοίκησης περί αποστρατικοποίησης και επικυρώθηκε με την έκδοση αυτοκρατορικής οδηγίας την 1η Φεβρουαρίου 194611. Για μια ακόμη φορά, οι επιζώντες συγγενείς (περί τα 7-8 εκατομμύρια) συνέδεσαν το φάσμα της δικής τους οικονομικής εξαθλίωσης με το φαινόμενο της εκρίζωσης του κρατικού Σιντοϊσμού.

Η κατάσταση αποδείχτηκε ιδιαίτερα λεπτή για 564.505 χήρες, οι οποίες ταυτοποιήθηκαν τον Μάιο του 1947. Έξι μήνες αργότερα, τον Νοέμβριο του ιδίου έτους, άρχισαν να οργανώνονται τόσο σε τοπική όσο και σε εθνική κλίμακα. Συγκεκριμένα, προχώρησαν στην ίδρυση ενός “Συνδέσμου για την ευημερία των επιζησάντων συγγενών” (Nihon izoku kôsei renmei). Ως έδρα της επιτροπής διασύνδεσης επιλέχθηκε ούτε λίγο ούτε πολύ το ίδιο το Yasukuni! Άλλωστε, από τότε δρομολογήθηκε μια πολιτική προσέγγισης των διαφόρων συνδέσμων υποστήριξης των συγγενών με το μαυσωλείο. Όλα τα μέρη άρχισαν να συστρατεύονται υπέρ μιας επανόδου του τελευταίου στις αγκάλες του κράτους. Όπως ήταν επόμενο, η όλη κίνηση παρακολουθήθηκε εκ του σύνεγγυς από τις αρχές κατοχής. Οι τελευταίες απαίτησαν την διεύρυνση του κύκλου των θανόντων και πέραν των πεσόντων στο πεδίο των μαχών και απαγόρευσαν τη συμμετοχή τέως και εν ενεργεία στρατιωτικών στα διοικητικά όργανα του συνδέσμου. Όταν όμως η κατάσταση άρχισε να αλλάζει και η Ιαπωνία να μετεξελίσσεται σε ανάχωμα κατά της εξάπλωσης του κομμουνισμού στην Άπω Ανατολή, έκαναν την εμφάνισή τους οι πρώτες ρωγμές στο ζήτημα του διαχωρισμού μεταξύ κράτους και θρησκείας. Συγκεκριμένα, επιτράπηκε η παρουσία κρατικών λειτουργών στις τελετές μνήμης των πεσόντων, υπό τη μορφή όμως προσωπικής επιλογής και όχι επίσημης εκπροσώπησης. Στις 10 Σεπτεμβρίου 1951, δύο μόλις εικοσιτετράωρα μετά την συνομολόγηση της συνθήκης του Σαν Φρανσίσκο και το συνακόλουθο πέρας της Συμμαχικής κατοχής, το ιαπωνικό υπουργείο Παιδείας αποφάσισε μια περεταίρω χαλάρωση ως προς την παρουσία κρατικών λειτουργών στα διάφορα μνημόσυνα. Έτσι, στις 18 και 19 Οκτωβρίου, για πρώτη φορά από την εποχή του πολέμου, το Yasukuni μαζί με όλα τα υπόλοιπα gokoku jinja, τίμησε με την προσήκουσα μεγαλοπρέπεια τους νεκρούς ήρωες. Η τελετή της 18ης “υπέρ της ανάπαυσης των ψυχών των πεσόντων στρατιωτικών”, προσέλαβε μεγαλύτερη επισημότητα χάρη στην προσέλευση του πρωθυπουργού Yoshida Shigeru, γεγονός μάλλον ασυνήθιστο, και μέσα σε ένα κλίμα πατριωτικής ανάτασης και υπερηφάνειας, το οποίο ενστερνίστηκε με έμφαση και ο Τύπος12. Ο τελευταίος, μάλιστα, διατυμπάνιζε προς πάσα κατεύθυνση την αποκατάσταση της φήμης του μαυσωλείου, δίχως ωστόσο να θίγει τον νέο του ρόλο στην ανοικοδόμηση της μνήμης στην Ιαπωνία της μεταπολεμικής εποχής.

⁂  ⁂  ⁂

Η στάση των αρχών κατοχής έναντι του Υasukuni δεν υπήρξε απόρροια προκαταλήψεων αλλά, αντίθετα, προϊόν μιας πραγματιστικής θεώρησης της εν γένει κατάστασης, συμπεριλαμβανομένων και των πολλών αντιφατικών απόψεων γύρω από τον ρόλο και την αποστολή του ναού μέσα στο μεταπολεμικό γίγνεσθαι. Η σκέψη ότι ο κοσμικός και πατριωτικός του χαρακτήρας αρκούσε προκειμένου να αιτιολογήσει μια αναστολή λειτουργίας δίχως να προσβληθεί η ελευθερία συνείδησης των Ιαπώνων, υπήρξε το κυρίαρχο σύνθημα των οπαδών της αποκαθήλωσης του μαυσωλείου. Το παράξενο είναι πως το ίδιο περίπου επιχείρημα χρησιμοποιήθηκε, με αντίστροφο βέβαια τρόπο, και από τους οπαδούς της διατήρησης, στο όνομα μιας οικουμενικής, βλέπε διαπολιτισμικής, οπτικής με γνώμονα τη διαχείριση της μνήμης των πεσόντων ηρώων. Παρά το γεγονός ότι οι αρχές κατοχής προχώρησαν στην κατάργηση του κρατικού Σιντοϊσμού, δίστασαν τελικά να συγκρουστούν μετωπικά με το μαυσωλείο. Ούτε και ήταν εξ ορισμού αντίθετες με την πρακτική της δημόσιας απονομής σεβασμού προς τα θύματα του πολέμου μέσα στο πλαίσιο ενός ριζικά μεταποιημένου Yasukuni. Από δισταγμούς διακατεχόταν και η ιαπωνική πλευρά. Σε ολόκληρη τη διάρκεια της Συμμαχικής κατοχής, το θέμα δεν εγγράφηκε ούτε μια φορά στην ημερήσια διάταξη των εργασιών της Δίαιτας13. Από τη στιγμή που μια σύγκρουση με την Ανώτατη Συμμαχική Διοίκηση φάνταζε ανέφικτη, δύο ήταν οι επιλογές, οι οποίες προσφέρονταν: 1) αποφυγή των αλλαγών, κάτι εξαιρετικά δύσκολο εξαιτίας της αδυναμίας αποκρυπτογράφησης των προθέσεων των αρχών κατοχής παρόλες τις επανειλημμένες προσπάθειες μεσαζόντων όπως ο Kishimoto και 2) προσαρμογή στις νέες συνθήκες εν αναμονή της έλευσης καλύτερων ημερών. Αυτή η δεύτερη στρατηγική εφαρμόστηκε με αξιομνημόνευτη επιτυχία την επομένη της έκδοσης της οδηγίας του Δεκεμβρίου 1945 σχετικά με την κατάργηση του κρατικού Σιντοϊσμού. Το Yasukuni εφοδιάστηκε με κανονισμούς και διοικητικά εργαλεία που του προσέφεραν οι αρχές κατοχής – δεν μπορούσε άλλωστε να πράξει κάτι το διαφορετικό – ούτως ώστε να εξασφαλίσει την επιβίωσή του με τίμημα ακόμα και την ίδια την απώλεια της ταυτότητάς του. Εμφανιζόταν πλέον ως θρησκευτικός οργανισμός, τη στιγμή που τα πραγματικά του πιστεύω πρέσβευαν το ακριβώς αντίθετο. Θυσιάζοντας συνειδητά τον δημόσιο χαρακτήρα του μπόρεσε να διατηρήσει το σιντοϊστικό του προφίλ.

Σε καθαρά τακτικό επίπεδο, η παραπάνω επιλογή δεν είχε να επιδείξει μόνο μειονεκτήματα καθώς οι υπηρεσίες του MacArthur δεν μπορούσαν να αντιταχθούν δίχως να παραβιάσουν την αρχή της ελεύθερης άσκησης της θρησκείας, την οποία υπερασπίζονταν με σθένος. Ωστόσο, η εμμονή του Yasukuni για επιβίωση με κάθε κόστος λειτούργησε ως γενεσιουργός αιτία δύο διεστραμμένων και άρρηκτα συνδεδεμένων μεταξύ τους φαινομένων: 1) μιας, αμφισβητίσιμης ιστορικά, θυματοποιημένης συνείδησης, που με τη σειρά της τροφοδότησε μια βούληση για πλήρη αποκατάσταση του παλαιού καθεστώτος λειτουργίας και 2) μιας έλλειψης προβληματισμού γύρω από τις ευθύνες του μαυσωλείου ως προς τη διαμόρφωση και εξάπλωση μιας επιθετικής και συγκρουσιακής ιδεολογίας, η οποία με την παρουσία της σφράγισε την αυτοκρατορική περίοδο σχεδόν στο σύνολό της. Πρόκειται για μια κατάσταση που λειτούργησε ως μπούμερανγκ σε βάθος χρόνου. Η σταδιακή διεθνοποίηση των διακυβευμάτων του Yasukuni, πηγή συχνών επιπλοκών στον χώρο των διπλωματικών σχέσεων με τα γειτονικά κυρίως κράτη (Κίνα, Κορέα, Φιλιππίνες), υπήρξε μια πρώτη αναμενόμενη συνέπεια. Κατά δεύτερο λόγο, εντός των συνόρων της χώρας αναπτύχθηκε ένας προβληματισμός περί αποκλειστικότητας ή όχι του μαυσωλείου στον τομέα της διαχείρισης της μνήμης με συνακόλουθη την ανάγκη θέσπισης εναλλακτικών τόπων λατρείας, απαλλαγμένων οριστικά από τα φαντάσματα του παρελθόντος. Ο εν λόγω προβληματισμός δεν έχει για την ώρα καταλήξει σε κάποιο χειροπιαστό αποτέλεσμα.

Why is Japan’s Yasukuni Shrine so controversial?
  1. Η διπλή κατάργηση των υπουργείων Στρατιωτικών και Ναυτικών έλαβε χώρα λίγες μόλις ημέρες αργότερα, την 1η Δεκεμβρίου 1945. Αντικαταστάθηκαν από τα υπουργεία Αποστράτευσης αρ.1 και αρ.2, που ανέλαβαν προσωρινά την εποπτεία του Yasukuni. ↩︎
  2. Akazawa Shirô, οπ.π. Συλλογή εγγράφων σχετικών με το Yasukuni, Tokyo, Kokuritsu kokkai toshokan, σειρά 76-2, 1976, σ. 104-106 (στα ιαπωνικά). Συλλογή εγγράφων σχετικών με το Yasukuni, νέα έκδοση, Tokyo, Kokuritsu kokkai toshokan, 2007, σ. 126 (στα ιαπωνικά). ↩︎
  3. Νωρίτερα, μεταξύ των ετών 1929 και 1945, ο αυτοκράτορας συμμετείχε με στρατιωτική περιβολή σε είκοσι τελετές αποθέωσης στο Yasukuni. Ο αριθμός αυτός είναι εντυπωσιακά μεγαλύτερος εκείνου των δύο προκατόχων του, αποδεικνύοντας την ύπαρξη ενός έντονου μιλιταριστικού κλίματος, αλλά και τον πολλαπλασιασμό των απωλειών στα πεδία των μαχών. Tanaka Nobumasa, οπ.π., σ. 9-10. Σύμφωνα με τα επίσημα στατιστικά στοιχεία του μαυσωλείου, ενσωματώθηκαν 2.466.532 πνεύματα εκ των οποίων 2.123.915 (ποσοστό 86,1%) αφορούσε τους θανόντες της τετραετίας 1941-1945. ↩︎
  4. Nakamura, οπ.π., σ. 152-153. Woodard, οπ.π., σ. 159-160. Ôhara, οπ.π., σ. 231. Ο Bunce, σε συνέντευξη, την οποία παραχώρησε στις 18 Μαρτίου 1980 δήλωσε ότι οι στρατιωτικοί ήταν παρόντες “in full uniform”, https://prangecollection.files.wordpress.com/2016/10/buncekenneth.pdf. ↩︎
  5. Η απαγόρευση δεν ίσχυε σε περίπτωση πιθανών επισκέψεων κατά τις καθημερινές. ↩︎
  6. Ôhara, οπ.π., σ. 256. Nakamura, οπ.π., σ. 235. Υπολογίζεται ότι καθ’ όλη τη διάρκεια της Συμμαχικής κατοχής (1946 – 1951), μόνο 341.358 πνεύματα ενσωματώθηκαν στο Yasukuni. ↩︎
  7. Akiko Takanaka, οπ.π., σ. 140. ↩︎
  8. Σύμφωνα με εκτιμήσεις της Διεύθυνσης Γενικών Υποθέσεων του υπουργείου Αποστράτευσης αρ.1, μέχρι τον Ιούνιο του 1946 είχαν εντοπιστεί άνω των 2.000 περιπτώσεις του είδους αυτού. Ωστόσο, μόλις 139 υπήρξαν εκείνες, για τις οποίες διακόπηκε τελικά η διαδικασία αποθέωσης. ↩︎
  9. Araki Sadanobu, Η διάρθρωση της χειραγώγησης των μαζών, Tokyo, Sekai shisôsha, 1976, σ. 80 (στα ιαπωνικά). ↩︎
  10. John W. Dower, Embracing Defeat. Japan in the Wake of World War II, New York, W.W. Norton & Company, 1999, σ. 341. ↩︎
  11. SCAPIN-338, https://dl.ndl.go.jp/info:ndljp/pid/9885-402. ↩︎
  12. Τôkyô shinbun, 18 Οκτωβρίου 1951. Asahi shinbun, 7 Οκτωβρίου 1951. ↩︎
  13. Τη στιγμή της επιβολής του καθεστώτος κατοχής, ο πρωθυπουργός δήλωσε ενώπιον του Κοινοβουλίου ότι οι διαδικασίες θεοποίησης διατηρούνταν ως είχαν. Προς το τέλος της κατοχής, η κυβέρνηση ενημέρωσε πως τής ήταν αδύνατο να ζητήσει από το Yasukuni την επιτάχυνση του ρυθμού εξαιτίας του διαχωρισμού μεταξύ κράτους και θρησκείας, ο οποίος είχε στο μεταξύ επέλθει. Αυτές υπήρξαν οι δύο μοναδικές αναφορές στο όλο ζήτημα. Βλ. σχετικά Shidehara Kijûrô, Βουλή των Αντιπροσώπων, επιτροπή προϋπολογισμού, 11 Δεκεμβρίου 1945 αρ. 9 και Ogino Tsutomu, Βουλή των Αντιπροσώπων, επιτροπή εξωτερικών υποθέσεων, 2 Νοεμβρίου 1951, αρ.3. ↩︎

Το παρόν άρθρο δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στο τεύχος αρ. 283 του περιοδικού Guerres mondiales et Conflits contemporains, Παρίσι, Presses Universitaires de France, Ιούλιος – Σεπτέμβριος 2021, σσ. 115-133, υπό τον τίτλο “Aux racines du problème du sanctuaire Yasukuni dans le Japon d’ après-guerre: L’ apothéose des esprits des soldats tués durant la guerre du Pacifique”.

© PUF/Humensis, 2021

Μετάφραση από το πρωτότυπο: Γιάννης Μουρέλος

Avatar photo
Éric Seizelet

Ο Éric Seizelet είναι Ομότιμος Καθηγητής Ιαπωνικής Γλώσσας και Πολιτισμού του Πανεπιστημίου του Παρισιού (Université de Paris VII - Diderot).

Άρθρα: 2