Η απέλαση του Οικουμενικού Πατριάρχη Κωνσταντίνου ΣΤ΄και οι ελληνο-τουρκικές σχέσεις (1924-1925) (Μέρος Α΄)

Με την επικράτηση των Τούρκων εθνικιστών σε βάρος των Ελλήνων το φθινόπωρο του 1922 στη Μικρά Ασία, το Οικουμενικό Πατριαρχείο και η μεγάλη ελληνική κοινότητα της Κωνσταντινούπολης περιήλθαν, όπως ήταν επόμενο, σε ιδιαίτερα επισφαλή θέση. Αντιδρώντας στην κακοσχεδιασμένη ανάμειξη του Φαναρίου στην αντιπαράθεση των ετών 1919-1922, η κυβέρνηση της Άγκυρας προσέβλεπε και σε αυτή, ακόμα, την απέλαση του Πατριαρχείου. Κατά την αρχική φάση των διαπραγματεύσεων ειρήνης της Λωζάννης, η τουρκική αντιπροσωπεία έθεσε κατ’ επανάληψη και μετ’ επιτάσεως το όλο θέμα.1

Η επαναστατική κυβέρνηση της Αθήνας, η οποία μόλις είχε αναλάβει την εξουσία, εξέλαβε την πρόθεση των Τούρκων ως μια επιπλέον σοβαρή επιπλοκή στις σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών. Γι΄αυτό και αντιστάθηκε σθεναρά στην προοπτική μιας τέτοιας μεταφοράς. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, επικεφαλής της ελληνικής αντιπροσωπείας στη Λωζάννη, κατέστησε απόλυτα σαφές ότι η Ελλάδα δεν επρόκειτο να συναινέσει. Αξιόπιστες μαρτυρίες, μάλιστα, επιβεβαιώνουν πως η τελευταία ήταν αποφασισμένη να αντιδράσει με την ισχύ των όπλων.2 Πέραν αυτού, το αίτημα των Τούρκων προσέκρουσε στην κάθετη αντίδραση όχι μόνο των Ελλήνων, αλλά και των απανταχού Ορθοδόξων καθώς και της παντοδύναμης Αγγλικανικής Εκκλησίας. Ευρισκόμενη έναντι ενός ενιαίου μετώπου και με ενδείξεις σφυρηλάτησης ενός βαλκανικού συνασπισμού για ένα τόσο μεγάλο διακύβευμα, η τουρκική αντιπροσωπεία υποχώρησε ατάκτως. Στις 10 Ιανουαρίου 1923, ο επικεφαλής της τελευταίας Ισμέτ Πασάς (μετέπειτα Ινονού) υποσχέθηκε προφορικά ότι η κυβέρνησή του δεσμευόταν να διατηρήσει στην Κωνσταντινούπολη το Οικουμενικό Πατριαρχείο στο ποσοστό που εκείνο θα περιοριζόταν αυστηρά στην άσκηση των θρησκευτικών του καθηκόντων.3

Ωστόσο, όπως ορθά επισημαίνει ο Arnold Toynbee, ο συμβιβασμός της Λωζάννης δεν εξασφάλισε μια αρμονική συνύπαρξη ανάμεσα στον Σταυρό και την Ημισέληνο στην ίδια την Κωνσταντινούπολη.4 H περίφημη υπόσχεση του Ισμέτ ήταν γενικόλογη και, το κυριότερο, δεν συμπεριλήφθηκε στην τελική πράξη της Λωζάννης ούτε σε κάποιο από τα επιμέρους κείμενα. Καταχωρίστηκε απλώς στα Πρακτικά των συζητήσεων. Η αβεβαιότητα σχετικά με την τύχη του Πατριαρχείου ενισχύθηκε όταν η τουρκική κυβέρνηση, αν και εμφανιζόμενη πως επεδίωκε να τιμήσει τις δεσμεύσεις της, απέφευγε συστηματικά να ανανεώσει τις συμβατικές πράξεις ανάμεσα στο κράτος και την εκκλησία. Σε μια προσπάθεια να οριοθετήσουν το καθεστώς λειτουργίας τους στους κόλπους μιας κοσμικής Τουρκίας, οι αρχές του Πατριαρχείου προκάλεσαν, τον Νοέμβριο του 1923, την παραίτηση του μη αποδεκτού από την Άγκυρα Πατριάρχη Μελέτιου Μεταξάκη. Ένα μήνα αργότερα, έπειτα από οξύτατες αντιπαραθέσεις, η Σύνοδος του Φαναρίου εξέλεξε ως Πατριάρχη τον έως τότε αρχιεπίσκοπο Χαλκηδόνος Γρηγόριο Ζερβουδάκη. Εξέχων εκκλησιαστικός, ο Γρηγόριος εξέφρασε περιορισμένο ενδιαφέρον για τα πολιτικά δρώμενα.5 Στη διάρκεια της σύντομης θητείας του, που δεν ξεπέρασε το ένα έτος, οι τουρκικές αρχές έθεσαν σε λειτουργία ένα φιλόδοξο αντικληρικό πρόγραμμα. Στις 3 Μαρτίου 1924, καταργήθηκε το Χαλιφάτο και ο Χαλίφης Αμπτούλ Μετζίτ εκδιώχθηκε από τη χώρα.6 Εξελίξεις, οι οποίες οδήγησαν σε μια κατακραυγή για επιβολή ανάλογων μέτρων σε βάρος των επικεφαλής των μη μουσουλμανικών θρησκευτικών κοινοτήτων της Κωνσταντινούπολης. Μάλιστα, για κάποιο μικρό χρονικό διάστημα ήταν κοινή η αίσθηση πως επίκειτο απέλαση του Πατριαρχείου εκτός Τουρκίας. Παρά ταύτα, και παρά την ειλημμένη απόφαση μετατροπής της χώρας σε ενός δυτικού τύπου κοσμικό καθεστώς, η κυβέρνηση της Άγκυρας παρέμεινε συνεπής στις δεσμεύσεις της και συνέχισε να ανέχεται την παρουσία του Πατριαρχείου στο Φανάρι.

Στο μεταξύ είχαν ξεκινήσει οι διαπραγματεύσεις ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία για την αντιμετώπιση των προβλημάτων που εκ των πραγμάτων πήγαζαν από τη γιγάντια επιχείρηση της υποχρεωτικής ανταλλαγής των πληθυσμών. Η αποτελούμενη από εντεταλμένους Έλληνες, Τούρκους και υπήκοους ουδετέρων κρατών Μεικτή Επιτροπή Ανταλλαγής, καλείτο να διεκπεραιώσει τη μετακίνηση 1,5 εκατομμυρίου ανταλλαξίμων και την εκκαθάριση των περιουσιών τους. Όπως ήταν επόμενο, η πολυπλοκότητα της οικονομικής διάστασης του όλου φαινομένου υπήρξε αφορμή για τη δημιουργία αξεπέραστων εμποδίων.7 Μεταξύ άλλων πολλών, είχε προκύψει διχογνωμία ως προς την ερμηνεία του άρθρου 2 της Σύμβασης της 30ής Ιανουαρίου 1923 περί Ανταλλαγής. Το συγκεκριμένο άρθρο αναφερόταν στην κατηγορία των μη ανταλλαξίμων πληθυσμών, μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνονταν οι εγκατεστημένοι στην πόλη πριν από τις 30 Οκτωβρίου 1918 Έλληνες της Κωνσταντινούπολης. Αντίστοιχα, εξαιρούνταν του μέτρου της Ανταλλαγής όλοι οι Μουσουλμάνοι της Δυτικής Θράκης. Το επίκεντρο των διαφωνιών ήταν ο όρος “εγκατεστημένοι” (établis) και η κατηγορηματική άρνηση των τουρκικών αρχών να αναγνωρίσουν το παραπάνω νομικό καθεστώς σε μεγάλο αριθμό Ελληνων, οι οποίοι πληρούσαν τις προϋποθέσεις. Περί τα μέσα Οκτωβρίου του 1924, συνελήφθησαν 4.452 Έλληνες, τους οποίους οι τελευταίες θεωρούσαν ως ανταλλάξιμους. Στις 22 του ιδίου μήνα, η ελληνική κυβέρνηση προσέφυγε στην Κοινωνία των Εθνών. Καθώς δεν προέκυψε κάποια λύση, η όλη υπόθεση παραπέμφθηκε στο Διαρκές Δικαστήριο Διεθνούς Δικαιοσύνης της Χάγης στις 11 Νοεμβρίου 1924.8

Υπό αυτές τις συνθήκες, το ζήτημα των ανταλλάξιμων ή όχι κληρικών του Πατριαρχείου απασχόλησε τις εργασίες της Μεικτής Επιτροπής. Ήδη από τις αρχές Μαρτίου 1924, οι τουρκικές αρχές είχαν προχωρήσει σε λεπτομερή καταγραφή όλων των υπαλλήλων, κληρικών και μη. Την ίδια στιγμή, οι αστυνομικές αρχές της Κωνσταντινούπολης προετοίμασαν ειδικό κατάλογο των μελών της Ιεράς Συνόδου με γνώμονα τον τόπο γεννήσεως και την ημερομηνία άφιξης στην πόλη.9 Θορυβημένος, ο Πατριάρχης Γρηγόριος απηύθηνε στις 6 Ιουνίου 1924 επιστολή προς τον Έλληνα υπουργό Εξωτερικών Γεώργιο Ρούσσο, στην οποία εξέφραζε την εύλογη ανησυχία του σχετικά με την πρόθεση των τουρκικών αρχών να συμπεριλάβουν στην όλη διενέργεια της Ανταλλαγής και τους κληρικούς του Πατριαρχείου. Απελάσεις του είδους αυτού, κατέληγε στην επιστολή του, μπορούσαν να οδηγήσουν ακόμα και σε κατάλυση του ίδιου του θεσμού εάν ένας περιορισμένος μόνο αριθμός μητροπολιτών εθεωρείτο πως ανήκε στην κατηγορία των εγκατεστημένων. Ο Γρηγόριος καλούσε την ελληνική κυβέρνηση να ασκήσει ολόκληρη την επιροή της για την αποτροπή μιας τέτοιας εξέλιξης.10 Ο Έλληνας εντεταλμένος στους κόλπους της Μεικτής Επιτροπής Ανταλλαγής των Πληθυσμών, Γεώργιος Εξηντάρης, θεωρούσε επίσης πως η σοβαρή αυτή επιπλοκή έπρεπε να διευθετηθεί με απευθείας διαπραγματεύσεις μεταξύ των δύο συμβαλλομένων χωρών.11 Κινούμενος στο ίδιο μήκος κύματος, ο γενικός πρόξενος της Ελλάδας στην Κωνσταντινούπολη Κίμων Διαμαντόπουλος, προειδοποίησε την κυβέρνησή του πως μια ενδεχόμενη μαζική απέλαση κληρικών θα καθιστούσε ανενεργή την Ιερά Σύνοδο και, συνακόλουθα, θα έθετε μοιραία εκτός λειτουργίας το ίδιο το Οικουμενικό Πατριαρχείο.12

Στους αντίποδες, ο επιτετραμμένος στην Άγκυρα, Ιωάννης Πολίτης, παρότρυνε στις 18 Οκτωβρίου τους προϊσταμένους του στην Αθήνα να χειριστούν την υπόθεση με μεγάλη προσοχή. Υπενθύμισε πως στο συγκεκριμένο ζήτημα η Ελλάδα δεν διέθετε νομική κάλυψη, από τη στιγμή που στην προφορική δέσμευση της Λωζάννης, στην οποίαν είχαν προβεί οι Τούρκοι, δεν γινόταν μνεία περί εξαίρεσης των κληρικών από τον θεσμό της Ανταλλαγής.13 Ο ίδιος δεν συμμεριζόταν την άποψη των συναδέλφων του στην Κωνσταντινούπολη ότι υφίστατο θέμα αναστολής της λειτουργίας του Πατριαρχείου, από τη στιγμή που μόνο πέντε έως εννέα κληρικοί απειλούνταν με απέλαση. Πίστευε ότι ένα αυξανόμενο ενδιαφέρον της ελληνικης κυβέρνησης θα ανανέωνε την καχυποψία των Τούρκων έναντι του Φαναρίου εμποδίζοντας, ταυτόχρονα, την αποκατάσταση υγιών διπλωματικών σχέσεων με την Άγκυρα. Ευρισκόμενο ενώπιον αναμενόμενων απελάσεων, το Πατριαρχείο όφειλε, κατά τη γνώμη του, να προβεί σε δημιουργία νέων εδρών στις κατοικημένες από Έλληνες συνοικίες της Κωνσταντινούπολης και της ευρύτερης περιοχής όπως η Πρίγκηπος, το Πέρα, ο Γαλατάς, τα Ταταύλα, η Ίμβρος και η Τένεδος. Ο έμπειρος διπλωμάτης κατέληγε πως η άσκηση πίεσης προς την Τουρκία ήταν η ύστατη κίνηση, η οποία υπαγορευόταν μόνο σε περίπτωση που διακυβεύονταν “ζωτικά ελληνικά συμφέροντα”. Οι ελληνικές αρχές όφειλαν να σταματήσουν παραστάσεις προς την Άγκυρα για άτομα, τα οποία είχαν ξεκάθαρα καταφθάσει στην Κωνσταντινούπολη μετά τον Οκτώβριο του 1918.14

Αγνοώντας τις προτροπές για συμβιβασμό, οι δύο πλευρές εγκλωβίστηκαν σε μια πορεία σύγκρουσης γύρω από το συγκεκριμένο πρόβλημα. Στις 15 Νοεμβρίου, ο Ρούσσος γνωστοποίησε στον Πολίτη πως η ελληνική κυβέρνηση ήταν αντίθετη με κάθε προοπτική απέλασης ιερωμένων από το Φανάρι και ότι προτίθετο να φέρει το θέμα προς συζήτηση στο Συμβούλιο της Κοινωνίας των Εθνών.15 Στο ενδιάμεσο χρονικό διάστημα, στην Άγκυρα έλαβαν χώρα σημαντικές αλλαγές. Στις 11 Νοεμβρίου, ο πρωθυπουργός Ismet Inönü αντικαταστάθηκε από τον φιλελεύθερο Fethi Okyar, αρχηγό του νεοϊδρυθέντος Προοδευτικού Δημοκρατικού Κόμματος. Σύντομα, ωστόσο, ο νέος πρωθυπουργός, στην προσπάθειά του να ενισχύσει την αδύναμη θέση του στη Μεγάλη Εθνοσυνέλευση, αποδείχθηκε ευάλωτος στις πιέσεις των ριζοσπαστικών κεμαλικών, αναγκαζόμενος να υιοθετήσει ολοένα και περισσότερο αντιδυτικές θέσεις και επιλογές. Έτσι, στις 31 Δεκεμβρίου, η αγγλοφωνη ημερήσια εφημερίδα Orient News της Κωνσταντινούπολης υποχρεώθηκε να αναστείλει την κυκλοφορία της. Την ίδια στιγμή μια σφοδρή εκστρατεία του τύπου και ανάλογες συζητήσεις στο Κοινοβούλιο με αντικείμενο τη μεταχείριση των Μουσουλμάνων της Δυτικής Θράκης και των περιουσιών τους εκ μέρους των ελληνικών αρχών, κατέληξαν σε αντίποινα σε βάρος των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης.16

Η πίεση κατά του Φαναρίου κορυφώθηκε στα μέσα Δεκεμβρίου, οπότε η Ιερά Σύνοδος ανακοίνωσε την πρόθεσή της να εκλέξει στον πατριαρχικό θρόνο τον διάδοχο του Γρηγορίου Ζ΄, ο οποίος είχε εκδημήσει ένα μήνα νωρίτερα. Στις 16 Δεκεμβρίου, παραμονή της εκλογής, ο αρχιεπίσκοπος Δέρκου Κωνσταντίνος Αράμπογλου, ο επικρατέστερος εκ των υποψηφίων, μαζί με άλλους δύο μητροπολίτες οδηγήθηκαν από την αστυνομία στην έδρα της υποεπιτροπής Ανταλλαγής των Πληθυσμών. Οι αστυνομικοί κατέθεσαν μια επιστολή υπογεγραμμένη από τον κυβερνήτη της Κωνσταντινούπολης Süleiman Sami, η οποία ανέφερε πως ο διεκδικητής του ανώτατου θρησκευτικού αξιώματος ήταν γεννημένος στην Προύσσα και είχε έρθει στην Κωνσταντινούπολη το 1921. Ως εκ τούτου, ο κυβερνήτης ζητούσε από την Επιτροπή την έκδοση διαβατηρίου που θα επέτρεπε στον ιεράρχη να εγκαταλείψει την Τουρκία.17

Αν και αναγνωρίζοντας ότι είχε έρθει στην Κωνσταντινούπολη μετά τον Οκτώβριο του 1918, ο Κωνσταντίνος διαμαρτυρήθηκε έντονα κατά των μεθοδεύσεων των τουρκικών αρχών δηλώνοντας πως από το 1902 και έπειτα, οπότε και αναγορεύθηκε στο αξίωμα του αρχιεπισκόπου, η νόμιμη κατοικία του ήταν το Φανάρι. Συνέχισε υπενθυμίζοντας πως στη Λωζάννη είχε αποφασιστεί η παραμονή του Πατριαρχείου στην Κωνσταντινούπολη προσθέτοντας ότι η συμπερίληψη κληρικών στον θεσμό της Ανταλλαγής περιόριζε δραστικά την εύρυθμη λειτουργία του τελευταίου μέχρι πιθανής διάλυσης. Αναρμόδια να αποφανθεί επί του θέματος, η υποεπιτροπή παρέπεμψε το τελευταίο στη Μεικτή Επιτροπή.18 Εν αναμονή του αποτελέσματος και έπειτα από επίμονη πίεση του Αντωνίου Σιώτη, μέλους της υποεπιτροπής, ο ιεράρχης αφέθηκε ελεύθερος.

Η, έστω και πρόσκαιρη, σύλληψη του Κωνσταντίνου πλαισιώθηκε με υπαινιγμούς στον τουρκικό τύπο περί ακύρωσης τυχόν εκλογής του στο πατριαρχικό αξίωμα, ούτως ώστε η Ιερά Σύνοδος να μεταπειστεί και να μην προχωρήσει προς αυτή την κατεύθυνση. Ακόμα και ο γενικός πρόξενος Διαμαντόπουλος προέτρεψε το Φανάρι να αναβάλλει την εκλογή.19 Αγνοώντας την προειδοποίηση, η σύνοδος εξέλεξε τον Κωνσταντίνο στις 17 του μηνός.20 Πράττοντας ανάλογα, πιθανολογείται πως το Φανάρι θέλησε να θέσει τέλος στην ασάφεια, η οποία είχε προκύψει σχετικά με τη συμπερίληψη ή όχι των μελών της Ιεράς Συνόδου στην όλη επιχείρηση της Ανταλλαγής.

Η εκλογή του Κωνσταντίνου εξόργισε την τουρκική κοινή γνώμη. Ο τύπος, με αιχμή του δόρατος τις εφημερίδες Cumhuriyet και Tevhid-i Efkar, κατηγόρησε την Ιερά Σύνοδο πως, αν και γνώριζε το μη εκλέξιμο του νέου Πατριάρχη, διεκπεραίωσε την όλη διαδικασία θέλοντας να δυναμιτίσει τις διμερείς ελληνο-τουρκικές σχέσεις. Επρόκειτο για πολιτική ενέργεια, ευθεία παραβίαση των συμπεφωνηθέντων περί παραμονής του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην Κωνσταντινούπολη.21

Οι αρχές, έχοντας υπόψη πως η Μεικτή Επιτροπή ήταν το μόνο αρμόδιο όργανο να αποφανθεί κατά πόσο ο νεοεκλεγείς Πατριάρχης ήταν ανταλλάξιμος ή όχι, άσκησαν πίεση για μια όσο το δυνατόν ταχύτερη έκδοση του σχετικού πορίσματος.22 Ωστόσο, χάρη στην κωλυσιεργία του Έλληνα εντεταλμένου Μαυρίδη, η υπόθεση αναβλήθηκε για τις αρχές του 1925. Ο πρόεδρος της Επιτροπής, στρατηγός Don Manuel Manrique de Lara, μετέβη προσωπικά στη Χάγη, προκειμένου να εκθέσει την εκτίμησή του για το θέμα των “εγκατεστημένων” ενώπιον του Διαρκούς Δικαστηρίου. Όταν η υπόθεση συζητήθηκε στους κόλπους της Μεικτής Επιτροπής, τα δύο ενδιαφερόμενα μέρη ανέπτυξαν τις θέσεις τους. Οι Τούρκοι επέμεναν πως όλοι οι ιεράρχες του Φαναρίου, συμπεριλαμβανομένου του Πατριάρχη, που είχαν φτάσει στην Κωνσταντινούπολη μετά τον Οκτώβριο του 1918, υπόκειντο στις διατάξεις της Σύμβασης της Λωζάννης ως ανταλλάξιμοι. Όσο για την κυβέρνηση της Άγκυρας, παρά το γεγονός ότι για μια ακόμη φορά τοποθετήθηκε υπέρ της παραμονής του Πατριαρχείου στην έδρα του, υπενθύμισε πως η σχετική δέσμευση ήταν προφορική και δεν είχε καταγραφεί στην τελική πράξη της Λωζάννης ούτε σε κανένα από τα συνημμένα κείμενα, παρά μόνο στα πρακτικά των συζητήσεων. Ως εκ τούτου, η υπόθεση του Πατριαρχείου αποτελούσε ένα αυστηρά τουρκικό εσωτερικό ζήτημα.23

Η ελληνική πλευρά υπεραμύνθηκε δύο σημείων: 1) Σύμφωνα με το Εκκλησιαστικό Δίκαιο, όλοι οι κληρικοί του Πατριαρχείου ήταν παράλληλα μέλη της Ιεράς Μονής Αγίου Γεωργίου στο Φανάρι. Τα βεράτια (επίσημα δημόσια έγγραφα βάση των οποίων αναγνωριζόταν ή επικυρωνόταν υψηλόβαθμη διοικητική θέση καθώς και τα προνόμια που αποδίδονταν σε αυτήν) που εξέδιδε η οθωμανική διοίκηση για όλα τα μέλη της Ιεράς Συνόδου, αναγνώριζαν ως νόμιμο τόπο κατοικίας το Φανάρι, υπάγοντας μάλιστα τα τελευταία στη δικαιοδοσία των δικαστηρίων της Κωνσταντινούπολης ανεξάρτητα από την προέλευση του καθενός από αυτά. Ως επιπλέον απόδειξη της διαμονής τους στις εγκαταστάσεις του Πατριαρχείου μπορούσε να εκληφθεί το γεγονός ότι οι μόνιμα εγκατεστημένοι στο Φανάρι μητροπολίτες χαρακτηρίζονταν ως “ενδημούντες” σε αντιδιαστολή με όσους στέλνονταν εκτός Κωνσταντινούπολης, οι οποίοι αποκαλούνταν “αποδημούντες”.24 2) Της εγγενούς αδυναμίας του Πατριάρχη να ασκήσει τα καθήκοντά του ελλείψει των κυρίων στηριγμάτων του, δηλαδή των εκκλησιαστικών αξιωματούχων. Καθώς, μάλιστα σύμφωνα με τους ισχυρισμούς των Τούρκων τρεις μόνο μητροπολίτες πληρούσαν τις προδιαγραφές περί “εγκατεστημένων”, το Οικουμενικό Πατριαρχείο κινδύνευε στην πράξη με άμεσο εκτοπισμό, κάτι που θα αποτελούσε “κατάφορη αθέτηση της επίσημης δέσμευσης της 10ης Ιανουαρίου 1923 της τουρκικής αντιπροσωπείας στο πλαίσιο των εργασιών της Συνδιάσκεψης της Λωζάννης”.25 Αυτό ακριβώς το σημείο τα ουδέτερα μέλη της Μεικτής Επιτροπής αδυνατούσαν να αξιολογήσουν. Προβάλλοντας το επιχείρημα ότι ήταν εξουσιοδοτημένα να λάβουν απλώς γνώση του κειμένου της Σύμβασης περί Ανταλλαγής, όπου δεν γινόταν η παραμικρή αναφορά στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, θεώρησαν πως η υπόθεση έπρεπε να διευθετηθεί μεταξύ των κυβερνήσεων των Μεγάλων Δυνάμεων και της Τουρκίας.

Κατόπιν τούτου, στις 7 Ιανουαρίου 1925, κατόπιν πρωτοβουλίας του στρατηγού Manrique de Lara, η νομική υποεπιτροπή συνέταξε ένα σχέδιο, το οποίο επιβεβαίωνε από τεχνικής απόψεως την ανταλλαξιμότητα του Κωνσταντίνου, με γνώμονα πάντοτε τη Σύμβαση της Λωζάννης περί Ανταλλαγής. Ταυτόχρονα επισήμανε πως το ζήτημα της τουρκικής δέσμευσης περί παραμονής του Πατριαρχείου στο Φανάρι κινείτο εκτός της δικής της δικαιοδοσίας.26

Η ελληνική πλευρά εξοργίστηκε με την υπεκφυγή των ουδετέρων μελών της επιτροπής και κατηγόρησε τον στρατηγό de Lara για μεροληπτική συμπεριφορά και για εχθρική στάση σε βάρος του Πατριαρχείου όσον καιρό το όλο θέμα παρέμενε σε εκκρεμότητα. Η στάση του στρατηγού αποδιδόταν στις στενές σχέσεις, τις οποίες καλλιεργούσε με το Βατικανό καθώς και στην εν γένει αποστροφή που ένοιωθε κατά της Ορθοδοξίας.27 Σχολιάζοντας το σχέδιο κειμένου της 7ης Ιανουαρίου, ο Μαυρίσης ενημέρωσε την Αθήνα πως πρόθεση του προέδρου της Μεικτής Επιτροπής ήταν να καλύψει με έναν νομιμοφανή μανδύα την επικείμενη απέλαση του Πατριάρχη. Θεωρούσε ως αναπόφευκτο έναν επιπρόσθετο ερεθισμό της τουρκικής κοινής γνώμης σε βάρος του Κωνσταντίνου, οδηγώντας κατ’ επέκταση την κυβέρνηση της Άγκυρας στην εκδίωξη του τελευταίου, παρόλη την άρνηση της Μεικτής Επιτροπής να τού χορηγήσει βίζα εξόδου από τη χώρα.28

Ενόσω διαρκούσαν οι συζητήσεις στους κόλπους της Μεικτής Επιτροπής,29 η ελληνική πλευρά αναζήτησε μια διμερή συμφωνία με την τουρκική κυβέρνηση. Συγκεκριμένα, ςτις 26 Δεκεμβρίου 1924, ο επιτετραμμένος της πρεσβείας στην Άγκυρα, Ιωάννης Πολίτης, συναντήθηκε με τον Τούρκο υπουργό Εξωτερικών Sükrü Kaya, και συζήτησε μαζί του το πρόβλημα του Πατριαρχείου για πάνω από τέσσερις ώρες. Επέμεινε ιδιαίτερα στις δυσμενείς συνέπειες που μια απέλαση των περισσοτέρων κληρικών του Φαναρίου συμπεριλαμβανομένου και του Πατριάρχη θα είχε πάνω στην ομαλή εξέλιξη των ελληνο-τουρκικών σχέσεων. Μια ενέργεια του είδους αυτού θα οδηγούσε αν όχι θεωρητικά, τουλάχιστον πρακτικά, στη διάλυση του Πατριαρχείου.30 Μολονότι ο συνομιλητής του υποσχέθηκε να αφήσει απερίσπαστο τον Κωνσταντίνο στην άσκηση των πατριαρχικών του καθηκόντων έως ότου η Μεικτή Επιτροπή αποφανθεί για το νομικό σκέλος του ζητήματος, οι Τούρκοι εξακολούθησαν να πιέζουν για μια ταχεία λύση.31 Στις 27 Ιανουαρίου, ο επικεφαλής της ελληνικής αντιπροσωπείας στους κόλπους της Μεικτής Επιτροπής Γεώργιος Εξηντάρης, προσπάθησε να πείσει τον Τούρκο ομόλογό του, Hamdi, να ζητήσει αναστολή των συζητήσεων για το πατριαρχικό ζήτημα. Ως αντάλλαγμα, υποσχέθηκε επιπλέον παραχωρήσεις για τα κτήματα των Μουσουλμάνων της Δυτικής Θράκης.32 Μπροστά στην κατηγορηματική άρνηση του Τούρκου εντεταλμένου, ο Πολίτης προέβη σε διάβημα προς τον Sükrü Kaya, καταδικάζοντας την αδιαλλαξία των Τούρκων στους κόλπους της Μεικτής Επιτροπής.33

Η διαπίστωση πως η προσπάθεια διεθνοποίησης του όλου ζητήματος δεν είχε αποφέρει τα αναμενόμενα, ως αποτέλεσμα είχε την κορύφωση της απόγνωσης από ελληνικής πλευράς. Ήδη από τις 30 Απριλίου του προηγουμένου έτους, ο Δημήτριος Κακλαμάνος, πρέσβης της Ελλάδας στο Λονδίνο και εξέχον μέλος της ελληνικής αντιπροσωπείας στη Συνδιάσκεψη της Λωζάννης, ενημέρωσε το Foreign Office σχετικά με το Πατριαρχικό Ζήτημα. Χαρακτηρίζοντας ως ενοχλητικούς τους χειρισμούς από τουρκικής πλευράς, επισήμανε ότι οποιαδήποτε επέκταση του μέτρου της ανταλλαγής στα μέλη της Ιεράς Συνόδου θα ισοδυναμούσε με ωμή παραβίαση της απόφασης περί παραμονής του Πατριαρχείου στο Φανάρι, έτσι όπως αυτή είχε ληφθεί στη Λωζάννη.34 Στην προσπάθεια αυτή, ο Κακλαμάνος έχαιρε της ενθουσιώδους υποστήριξης του Αρχιεπισκόπου της Καντερβουρίας. Στις 6 Ιανουαρίου 1925, ο τελευταίος απηύθυνε επιστολή προς το Foreign Office ζητώντας από τη βρετανική κυβέρνηση να επιδείξει περισσότερη ενεργητικότητα υπέρ του Πατριαρχείου.35 Όμως, η τελευταία έκρινε ότι μια πρωτοβουλία του είδους αυτού ως μοναδική συνέπεια θα είχε να αυξηθεί ο ανταγωνισμός των Τούρκων.36 Εξίσου αντίθετη ήταν με την προοπτική παράστασης προς την Κοινωνία των Εθνών, ούτως ώστε εκείνη να υπενθυμίσει στη Μεικτή Επιτροπή την τουρκική υπόσχεση της Λωζάννης περί διατήρησης του Πατριαρχείου στην ιστορική του έδρα.37

Υπό αυτές τις συνθήκες δεν ήταν τυχαίο το ότι ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών, Austen Chamberlain, ουδεμία έδωσε συνέχεια στο αίτημα του Κακλαμάνου.38 Σε ανάλογο κενό έπεσαν και οι αλεπάλληλες προσπάθειες του γενικού προξένου στην Κωνσταντινούπολη, Κίμωνος Διαμαντόπουλου, για ευαισθητοποίηση των πρέσβεων των Μεγάλων Δυνάμεων. Χαρακτηριστικά, στις 11 Ιανουαρίου, ο τελευταίος ενημέρωσε την κυβέρνηση της Αθήνας ότι οι πρέσβεις της Μεγ. Βρετανίας και της Ιταλίας, το μόνο που μπορούσαν να προσφέρουν ήταν συμβουλές και μια αόριστη υπόσχεση για προφορική υπενθύμιση στους Τούρκους.39 Οι διπλωματικές ενέργειες της ελληνικής κυβέρνησης με αποδέκτες τα βαλκανικά κράτη δεν καρποφόρησαν. Ο πρέσβης στο Βουκουρέστι, Κόλλιας, δεν βρήκε πρόσφορο έδαφος ούτε στους κυβερνητικούς αλλά και ούτε στους εκκλησιαστικούς κύκλους.40 Ο ομόλογός του στο Βελιγράδι, Τσαμαδός, τηλεγραφούσε πως παρόλη την ανησυχία και το ενδιαφέρον της σερβικής κυβέρνησης σχετικά με το μέλλον του Πατριαρχείου, κάθε πιθανότητα περί διαμεσολάβησης έπρεπε εξ ορισμού να αποκλειστεί εξαιτίας του εύθραυστου χαρακτήρα των διμερών σερβο-τουρκικών σχέσεων.41

Αποθαρρυμένη από τις εξελίξεις, η ελληνική πλευρά παραιτήθηκε από την τακτική χρονοτριβής κάθε συζήτησης γύρω από το πατριαρχικό ζήτημα στους κόλπους της Μεικτής Επιτροπής. Έτσι, στις 28 Ιανουαρίου, στη συνέχεια δύο “θερμών και παρατεταμένων συνεδριάσεων”, η Μεικτή Επιτροπή, με αποχή των Ελλήνων εντεταλμένων, εξέδωσε την ακόλουθη ανακοίνωση: “Η Μεικτή Επιτροπή, παρότι έλαβε γνώση των γεγονότων, τα οποία περιέχονται στην έκθεση αρ. 2360 της 17ης Δεκεμβρίου 1924 της 6ης υποεπιτροπής σχετικά με το ζήτημα της ανταλλαξιμότητας του Σεβασμιωτάτου Κωνσταντίνου Αράμπογλου, πρώην Μητροπολίτη Δέρκου, σύμφωνα με την οποία ο Σεβασμιώτατος Κωνσταντίνος, γεννηθείς στη Μικρά Ασία και ερχόμενος στην Κωνσταντινούπολη σε ημερομηνία μεταγενέστερη της 30ής Οκτωβρίου 1918, πληροί τις προϋποθέσεις της Ανταλλαγής, κρίνει εαυτόν αναρμόδιο να αποφανθεί σχετικά με την περίπτωση του συγκεκριμένου ιεράρχη ως προς καθεστώς του ως Μητροπολίτη”.42

Επρόκειτο για μια τοποθέτηση, η οποία προδιέγραφε ουσιαστικά την μη ανάμειξη της Μεικτής Επιτροπής και των διαφόρων υπηρεσιών της στο ζήτημα της μεταφοράς του Πατριαρχείου. Έως τότε υπήρχαν ελπίδες περί του αντιθέτου, από τη στιγμή που αρμόδιο όργανο για την έκδοση διαβατηρίων για τους ανταλλάξιμους ήταν η ίδια. Στην περίπτωση του Κωνσταντίνου ούτε δέχθηκε αλλά και ούτε και αρνήθηκε να εκδώσει το σχετικό διαβατήριο. Η ετυμηγορία δεν ήταν μόνο ακαθόριστη. Ήταν και συγκεχυμένη. Δεν συμπεριλάμβανε την παραμικρή αναφορά στην πατριαρχική ιδιότητα του ενδιαφερομένου. Ο Κωνσταντίνος αναφερόταν αρχικά ως “πρώην Μητροπολίτης Δέρκου” ενώ εν συνεχεία γινόταν λόγος για το “καθεστώς του ως Μητροπολίτη”. Το μόνο, το οποίο κατάφεραν τελικά τα ουδέτερα μέλη της επιτροπής, ήταν να ρίξουν λάδι στις ήδη εύφλεκτες ελληνο-τουρκικές σχέσεις.43

Την ίδια στιγμή, η τουρκική κυβέρνηση τελούσε υπό πίεση να υιοθετήσει δραστικότερα μέτρα σε βάρος του Πατριάρχη. Το μουσουλμανικό θρησκευτικό αίσθημα είχε δεχτεί καίριο πλήγμα λόγω της πρόσφατης ακόμα κατάργησης του χαλιφάτου, η δε μέχρι στιγμής άρνηση της Άγκυρας να συμπεριφερθεί ανάλογα και στον θεσμό του Πατριαρχείου είχε ενισχύσει τις αντιδράσεις της κοινής γνώμης. Υπολογίζοντας τον παραπάνω παράγοντα, η κυβέρνηση Fethi Okyar προχώρησε στη δίχως εξήγηση βίαιη απέλαση του Κωνσταντίνου δύο μόλις ημέρες έπειτα από την έκδοση της ανακοίνωσης της Μεικτής Επιτροπής. Στην περίπτωση μάλιστα, δεν τηρήθηκε ούτε η τυπική δεκαήμερη προθεσμία που η επιτροπή χορηγούσε στους ανταλλάξιμους, προκειμένου να εγκαταλείψουν τη χώρα προέλευσης, αλλά ούτε καν η έκδοση, εκ μέρους της Μεικτής Επιτροπής, των σχετικών ταξιδιωτικών εγγράφων.44

Στην Αθήνα η ταραχή υπήρξε μεγάλη. Το ίδιο και στις ορθόδοξες χώρες όπως και στους κόλπους της Αγγλικανικής Εκκλησίας. Την ίδια στιγμή που ο Πατριάρχης γινόταν δεκτός με στρατιωτικές τιμές στον σιδηροδρομικό σταθμό της Θεσσαλονίκης, ογκώδεις διαδηλώσεις στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη απαιτούσαν εκδίκηση. Πόσο μάλλον που ο Κωνσταντίνος αποκάλυψε πως σε ολόκληρη τη διαδικασία της απέλασης, οι τουρκικές αρχές συμπεριφέρθηκαν προσβλητικά και με ιδιαίτερη τραχύτητα. Η αστυνομία, ουσιαστικά τον διέταξε να σηκωθεί από την κλίνη στις 6 τα ξημερώματα και να ντυθεί. Δεν του παραχωρήθηκε χρόνος για τις όποιες προετοιμασίες. Οδηγήθηκε πάραυτα στον σιδηροδρομικό σταθμό και επιβιβάστηκε σε συρμό με προορισμό τα ελληνικά σύνορα.45

Μόλις οι ταπεινωτικές αυτές ενέργειες έγιναν γνωστές, ο ερεθισμός της ελληνικής κοινής γνώμης κορυφώθηκε. Στο φύλλο της εφημερίδας Πολιτεία της 31ης Ιανουαρίου 1925, ο στρατηγός Ιωάννης Μεταξάς επεσήμανε ότι η περίφημη τουρκική δέσμευση της Τουρκίας στη Λωζάννη ήταν πλέον νεκρό γράμμα. Αναρωτήθηκε για ποιο λόγο δεν είχαν ληφθεί μέτρα για τη διασφάλιση της παραμονής των μητροπολιτών στο Φανάρι. Για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι κύριος υπεύθυνος για τροπή των πραγμάτων δεν ήταν άλλος από τον πρόεδρο της Μεικτής Επιτροπής, στρατηγό Manrique de Lara και η απέχθεια, την οποία ο ίδιος έτρεφε κατά του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Με ανάλογη αγανάκτηση αντέδρασε και ο δημοσιογράφος Κωνσταντίνος Σπανούδης, με καταγωγή από την Κωνσταντινούπολη εγκατεστημένος όμως στην Αθήνα. Υποστήριξε πως “η εγκατάλειψη του Πατριαρχείου στα χέρια των Τούρκων αντιστοιχεί με εθνική καταστροφή, μεγαλύτερου βεληνεκούς από εκείνη της ήττας στη Μικρά Ασία”.46 Την ίδια άποψη έδειχνε να συμμερίζεται και ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρυσόστομος, ο οποίος, σε συνομιλία που είχε με τον καταξιωμένο δημοσιογράφο και ακαδημαϊκό William Miller, περιέγραψε την απέλαση του Κωνσταντίνου ως “πιο σοβαρή ενέργεια ακόμα και από εκείνη του απαγχονισμού του Πατριάρχη Γρηγορίου του Ε΄ το 1821, επειδή στόχος δεν είναι η τρομοκράτηση των Ελλήνων, αλλά η εκρίζωση του Οικουμενικού Πατριαρχείου”.47 Οι ελληνόγλωσσες εφημερίδες της Κωνσταντινούπολης ευθυγραμμίστηκαν με το γενικότερο κλίμα διαμαρτυρίας και αγανάκτησης. Στο φύλλο της 31ης Ιανουαρίου, η εφημερίδα Ημερήσια Νέα απεικόνισε το Οικουμενικό Πατριαρχείο ως “ερείπιο” (rimadi) ασκώντας δριμεία κριτική όχι μόνο σε βάρος των ουδετέρων μελών της Μεικτής Επιτροπής αλλά και εναντίον αυτού ακόμα του Έλληνα εντεταλμένου Εξηντάρη, επειδή “άφησαν λυμένα τα χέρια των Τούρκων στη συγκεκριμένη περίπτωση”.

Το επεισόδιο της απέλασης έδωσε εκ νέου τροφή στη δημόσια συζήτηση περί διατήρησης του Πατριαρχείου στο Φανάρι, όπου ήταν καταδικασμένο να υφίσταται εχθρική αντιμετώπιση από τις τουρκικές αρχές, ή περί μεταφοράς του εκτός Τουρκίας. Μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης, συμπεριλαμβανομένων των απελαθέντων Πατριαρχών Μελέτιου Μεταξάκη και Κωνσταντίνου Αράμπογλου, τοποθετήθηκαν υπέρ της μεταφοράς στο Άγιον Όρος. Αφ’ ης στιγμής το Πατριαρχείο αδυνατούσε να εκπληρώσει την οικουμενική του αποστολή από το τουρκικό έδαφος, πρότειναν την οικειοθελή (sponte sua) αποχώρηση του Πατριάρχη και της Ιεράς Συνόδου και την παραμονή στην Κωνσταντινούπολη ενός Αρχιεπισκόπου, ο οποίος θα αναλάμβανε τη θρησκευτική εκπροσώπηση των 100.000 εναπομεινάντων εκεί Ελλήνων.48

Συμφωνώντας με την προοπτική μεταφοράς του Πατριαρχείου, μια μερίδα επιφανών Ελλήνων κατοίκων της Κωνσταντινούπολης υποστήριξαν ότι η έδρα της Ορθοδοξίας έπρεπε να μετακινηθεί σε ουδέτερο έδαφος (Κύπρος, Ιερουσαλήμ). Μόνο έτσι το Οικουμενικό Πατριαρχείο θα ήταν σε θέση να εκπληρώσει την αποστολή του απερίσπαστο, απαλλαγμένο από διώξεις των Τούρκων ή από πολιτικές παρεμβάσεις σε περίπτωση μεταφοράς του στην Ελλάδα.49 Η ίδια μερίδα αποδοκίμασε έντονα τη συνεχή χρήση του Πατριαρχείου ως πιονιού στο πλαίσιο του ελληνο-τουρκικού ανταγωνισμού. Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε ο Sir Ronald Lindsay, πρέσβης της Μεγ. Βρετανίας στην Άγκυρα: “Η Άγκυρα δεν επιθυμεί την εκρίζωση του Πατριαρχείου. Προτιμά μια υποβάθμισή του, η οποία να της εξασφαλίζει ορισμένα πλεονεκτήματα. Πρόθεσή της σήμερα, είναι η διατήρησή του στην Τουρκία, αποδυναμωμένου σε τέτοιο βαθμό ώστε να αποτελεί παρωδία του παλαιού του εαυτού και χρήσιμο εργαλείο στα χέρια των Τούρκων”.50

Ο Lindsay ανέφερε επίσης πως η επίσημη Ελλάδα τασσόταν υπέρ της διατήρησης του Πατριαρχείου για λόγους ιστορικής συνέχειας αλλά και ως κίνηση έμπρακτης στήριξης της πληγείσας ελληνικής κοινότητας της Κωνσταντινούπολης. Κάνοντας μνεία και για την τοποθέτηση μιας άλλης πλευράς, της Σοβιετικής Ένωσης, υπέρ της παραμονής του Πατριαρχείου για πολιτικούς λόγους κατέληγε στο εξής: “Προφανώς η Ρωσία, όπως και η Ελλάδα, έχει κίνητρα για τη διατήρηση του Πατριαρχείου εδώ. Ρωσία, Ελλάδα και Τουρκία επιθυμούν κάτι τέτοιο, η κάθε μία για τους δικούς της λόγους. Οι μεν Ρωσία και Ελλάδα επειδή ονειρεύονται κάποια μέρα να πατήσουν πόδι στην Κωνσταντινούπολη, η δε Τουρκία ξεσηκώνοντας τη μία κατά της άλλης”.51

Το παρόν κείμενο, με τίτλο “The Expulsion of Constantine VI: The Ecumenical Patriarchate and Greek-Turkish Relations, 1924-1925” δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στο περιοδικό Balkan Studies, αρ. 22/2, έκδοση του Ιδρύματος Μελετών Χερσονήσου του Αίμου, Θεσσαλονίκη, 1981, σ. 333-363. Μετάφραση από το πρωτότυπο: Γιάννης Μουρέλος. Στηρίζεται σε πρωτογενές υλικό, προερχόμενο από τα Βρετανικά Κρατικά Αρχεία με έμφαση σε εκείνα του Υπουργείου Εξωτερικών (συντομογραφία FO), καθώς και στο υλικό της Υπηρεσίας Διπλωματικού και Ιστορικού Αρχείου του Ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών (ΥΔΙΑ). Για τοπωνύμια στην τουρκική γλώσσα έχει επιλεγεί η σύγχρονη απόδοση. Σε ό,τι αφορά, ωστόσο στις επισκοπές και μητροπόλεις της Μικράς Ασίας και της Ανατολικής Θράκης, προκρίθηκαν τα ελληνικά ονόματα.

  1. Harry J. Psomiades, “The Ecumenical Patriarchate Under the Turkish Republic: The First Ten
    Years”, Balkan Studies, 11 (1961), σελ. 47-51. ↩︎
  2. Αυτό διαφαίνεται ανάγλυφα στο περιεχόμενο των τηλεγραφημάτων που ο υπουργός Εξωτερικών, Απόστολος Αλεξανδρής απηύθηνε προς τον Βενιζέλο στις 17/12/1922 (αρ. 14182) και 21/12/1922 (αρ. 14337), ΥΔΙΑ/Α/5. Το θέμα παρουσιάζεται αναλυτικά στη διδακτορική μου διατριβή The Greek Minority in Turkey, 1918-1956. An Aspect of Greek-Turkish Relations, London University, 1979 καθώς και στο πρώτο κεφάλαιο της εκδοθείσας μορφής με τίτλο The Greek Minority of Istanbul and Greek-Turkish Relations, Αθήνα, 1992. ↩︎
  3. Ibid. Βλ. επίσης Harry J. Psomiades, The Eastern Question. The Last Phase, Θεσσαλονίκη, 1968,
    σελ. 87-91. ↩︎
  4. Royal Institute of International Affairs, Survey of International Affairs (SIA), 2 (1925), σελ. 268-
    269. ↩︎
  5. Δημήτριος Μαυρόπουλος, Πατριαρχικές σελίδες, Αθήνα, 1960, σελ. 199-206. ↩︎
  6. Για την τελευταία φάση του Οθωμανικού Χαλιφάτου βλ. Gotthard Jäschke, “Das osmanische
    Scheinkhalifat von 1922”, Welt des Islam, 1 (1951), σελ. 251, 388. ↩︎
  7. Το άρθρο 11 της Σύμβασης περί Υποχρεωτικής Ανταλλαγής των Πληθυσμών προέβλεπε τη δημιουργία μιας Μεικτής Επιτροπής για την επίβλεψη της μετακίνησης των ανταλλαξίμων και την εκκαθάριση των κινητών και ακινήτων περιουσιών τους. Την επιτροπή στελέχωναν από τέσσερις Έλληνες και Τούρκοι εντεταλμένοι. Πλαισιώνονταν από άλλα τρία ουδέτερα μέλη, τα οποία είχε ορίσει η Κοινωνία των Εθνών. Η περισσότερο εμπεριστατωμένη πραγματεία σχετικά με το παραπάνω εγχείρημα είναι μακρόθεν εκείνη του Stephan Ladas, The Exchange of Minorities, Bulgaria, Greece and Turkey, Νέα Υόρκη, 1932. ↩︎
  8. Ibid. σελ.. 399-414. Βλ. επίσης το εξαίρετο άρθρο του Nihat Erim “Milletlerarasi Daimi Adalet
    Divani ve Türkiye: Rum ve Türk ahalinin mübadelesi (Etabli meselesi)” Ankara Üniversitesi Hukuk
    Fakültesi Dergisi
    , 2:1 (1944), σελ. 62-74. ↩︎
  9. Διαμαντόπουλος προς ΥΠΕΞ, αρ. 621, 7/3/1924. Tewfik Rüstü (Aras) προς Διεύθυνση
    Αστυνομίας, αρ. 610, 1/10/1924. Αμφότερα στο ΥΔΙΑ/Β/35. ↩︎
  10. Γρηγόριος Ζ΄ προς Γεώργιο Ρούσσο, αρ. 2208, 11/6/1924, ΥΔΙΑ/Β/35. ↩︎
  11. Εισηγήθηκε η υπόθεση να συμπεριληφθεί στο πλαίσιο μιας ευρύτερης συμφωνίας.
    Διαμαντόπουλος προς ΥΠΕΞ, αρ. 2641, 18/11/1924 με συνημμένο σχετικό τηλεγράφημα του
    Εξηντάρη, ΥΔΙΑ/Β/35. ↩︎
  12. Διαμαντόπουλος προς ΥΠΕΞ, αρ. 2328. 16/10/1924, ΥΔΙΑ/Β/35. ↩︎
  13. Πολίτης προς ΥΠΕΞ, αρ. 2700, 18/10/1924, ΥΔΙΑ/Β/35. ↩︎
  14. Πολίτης προς ΥΠΕΞ, αρ. 2939, 9/11/1924, ΥΔΙΑ/Β/35. ↩︎
  15. Ρούσσος προς πρεσβεία Άγκυρας, αρ. 9698, 15/11/1924, ΥΔΙΑ/Β/35. Μη δυνάμενη να προσπεράσει το αδιέξοδο, η Μεικτή Επιτροπή Ανταλλαγής των Πληθυσμών προσέφυγε στις 16 Νοεμβρίου στο Διαρκές Δικαστήριο Διεθνούς Δικαιοσύνης αιτούμενη ερμηνεία για το περίφημο άρθρο 2 της Σύμβασης περί Ανταλλαγής. Για περισότερες λεπτομέρειες βλ. Ladas, op. cit., σελ. 405-408. ↩︎
  16. Turkey: Annual Report, 1925, Hoare προς Chamberlain, 11/8/1926, FO/371/11556/Ε4798. The
    Times
    , 3/1/1925. ↩︎
  17. Αντίγραφο της επιστολής του Süleiman Sami προς τον πρόεδρο της Μεικτής Επιτροπής, αρ.
    12214, 16/12/1924, ΥΔΙΑ/Β/35. ↩︎
  18. Πρακτικά συνεδρίασης της υποεπιτροπής Ανταλλαγής των Πληθυσμών της 16/12/1924
    διαβιβασθέντα την επομένη στη Μεικτή Επιτροπή, ΥΔΙΑ/Β/35. ↩︎
  19. Διαμαντόπουλος προς ΥΠΕΞ, αρ. 2858, 17/12/1924, ΥΔΙΑ/Β/35. ↩︎
  20. Διαμαντόπουλος προς ΥΠΕΞ, αρ. 2859, 17/12/1924, ΥΔΙΑ/Β/35. ↩︎
  21. Διαμαντόπουλος προς ΥΠΕΞ, αρ. 2870, 18/12/1924. Πολίτης προς ΥΠΕΞ, αρ. 3456, 22/12/1924,
    αμφότερα στο ΥΔΙΑ/Β/35. ↩︎
  22. Μαυρίδης προς ΥΠΕΞ, αρ. 2942, 24/12/1924, ΥΔΙΑ/Β/35. ↩︎
  23. Η τουρκική θέση συμπεριλαμβάνεται και σε ανακοινωθέν που η τουρκική πρεσβεία Αθηνών
    εξέδωσε στις 30/12/1924. Βλ. σχετικά The Times, 31/12/1924. ↩︎
  24. Οι ελληνικές θέσεις αναπτύχθηκαν μακροσκελών από τον Κωνσταντινουπολίτη πρώην δικηγόρο Μιχαήλ Θεοτοκά, ο οποίος είχε διατελέσει και νομικός σύμβουλος της ελληνικής αντιπροσωπείας στη Λωζάννη. Βλ. σχετικά τα άρθρα του στην εφημερίδα Le Messager d’ Athènes “La nouvelle persécution du Patriarchat” (29/12/1924) και “La question du Patriarchat” (30/12/1924). Ανάλογα τοποθετήθηκε και ο Αλέξανδρος Πάλλης. Βλ. σχετικά The Times, 3/2/1925. ↩︎
  25. Παρέμβαση του Έλληνα εντεταλμένου της υποεπιτροπής Ανταλλαγής, Σουλίδας προς ΥΠΕΞ, αρ.
    3048, 9/1/1925, ΥΔΙΑ/Β/35. ↩︎
  26. Μαυρίδης προς ΥΠΕΞ, αρ. 2994, 3/1/1925 και 3028, 7/1/1925, αμφότερα στο ΥΔΙΑ/Β/35. ↩︎
  27. Μαυρίδης προς ΥΠΕΞ, αρ. 2947, 6/1/1925, Πολίτης προς ΥΠΕΞ, αρ. 101, 13/1/1925, αμφότερα στο ΥΔΙΑ/Β/35. Σχετικά με την ανεπάρκεια του de Lara, ο Βρετανός πρέσβης στην Άγκυρα εκφραζόταν ως εξής: “Η εξόφθαλμη ανικανότητα του Ισπανού στρατηγού θα καθυστερήσει την επίλυση του απλούστερου των προβλημάτων”, Turkey: Annual Report, 1927, Clark προς
    Chamberlain, 27/2/1928, FO/371/13096/E1149. ↩︎
  28. Μαυρίδης προς ΥΠΕΞ, αρ.2929, 6/1/1925. Λεπτομέρειες σχετικά με τις εργασίες της Μεικτής
    Επιτροπής περιέχονται στο Lindsay προς Chamberlain, 13/1/1925, FO/371/10859/E291. ↩︎
  29. Επρόκειτο για τακτική, η οποία εφαρμόστηκε κατόπιν εντολών από την Αθήνα. Βλ. σχετικά Ρούσσος προς ελληνική πρεσβεία Άγκυρας, αρ. 11157, 22/12/1924 και Ρούσσος προς γενικό προξενείο Κωνσταντινούπολης, αρ. 11313, 27/12/1924, αμφότερα στο ΥΔΙΑ/Β/35. ↩︎
  30. Πολίτης προς ΥΠΕΞ, αρ. 3494, 26/12/1924, ΥΔΙΑ/Β/35. ↩︎
  31. Υπόμνημα της ιταλικής πρεσβείας Άγκυρας προς τη βρετανική πρεσβεία, 22/1/1925,
    FO/371/10859/Ε412. ↩︎
  32. Εξηντάρης προς ΥΠΕΞ, αρ. 3202, 27/1/1925, ΥΔΙΑ/Β/35. ↩︎
  33. Πολίτης προς ΥΠΕΞ, α.α., 28/1/1925, ΥΔΙΑ/Β/35. ↩︎
  34. Κακλαμάνος προς ΥΠΕΞ, αρ. 1209, 30/4/1924, ΥΔΙΑ/Β/35. Πρακτικά συνομιλίας με τον
    Κακλαμάνο στο Southern Department του Foreign Office, 29/4/1924, FO/371/10191/E11716. ↩︎
  35. Αντίγραφα επιστολών του Αρχιεπισκόπου της Καντερβουρίας προς τον Κακλαμάνο, αρ. 148,
    6/1/1925 και αρ. 149, 7/1/1925, αμφότερα στο ΥΔΙΑ/Β/35. ↩︎
  36. Κακλαμάνος προς ΥΠΕΞ, αρ. 170, 5/1/1925, ΥΔΙΑ/Β/35. ↩︎
  37. Osborne προς Foreign Office, τηλεγρ. 21/1/1925, FO/371/10859/Ε415. ↩︎
  38. Κακλαμάνος προς Chamberlain, αρ. 223, 21/1/1925, ΥΔΙΑ/Β/35. “Minutes on the Greek request that the League of Nations be asked to remind the mixed commission of the Turkish pledge at Lausanne in regard to the mainenance of the Patriarchate”, 21/1/1925, FO/371/10859/Ε415. ↩︎
  39. Διαμαντόπουλος προς ΥΠΕΞ, αρ. 323 και 324, 11/1/1925. Σχετικά με την αντίστοιχη στάση των
    Γάλλων, Πολίτης προς Γαλλικό Υπουργείο Εξωτερικών, αρ. 323, 10/1/1925, άπαντα στο
    ΥΔΙΑ/Β/35. ↩︎
  40. Κόλλιας προς ΥΠΕΞ, αρ. 1713, 27/12/1924 και αρ. 18, 2/1/1925, αμφότερα στο ΥΔΙΑ/Β/35. ↩︎
  41. Τσαμαδός προς ΥΠΕΞ, αρ. 2271, 21/1/1925, ΥΔΙΑ/Β/35. ↩︎
  42. Η συγκεκριμένη ανακοίνωση στηρίσθηκε σε ένα σχέδιο κειμένου που είχε εκπονήσει η νομική υποεπιτροπή στις 7 Ιανουαρίου. Για το πρωτότυπο κείμενο στη γαλλική γλώσσα αλλά και για λεπτομέρειες της συνεδρίασης της Μεικτής Επιτροπής βλ. Εξηντάρης προς ΥΠΕΞ, αρ. 3220, 29/1/1925, ΥΔΙΑ/Β/35. ↩︎
  43. Σε τηλεγράφημα της 13/1/1925, ο Osborne ανέφερε: “Για μια ακόμα φορά, τα ουδέτερα μέλη της επιτροπής κάνουν επίδειξη της συστολής τους, όπως νωρίτερα στο ζήτημα των εγκατεστημένων… Δεν εκτιμούν πόσο πολύ θα μπορούσαν να συμβάλλουν στην αποκλιμάκωση της έντασης των ελληνο-τουρκικών σχέσεων λαμβάνοντας μια ξεκάθαρη απόφαση και υιοθετώντας μια σταθερή στάση στα προβλήματα που συναντούν στο διάβα τους”, FO/371/10859/E291. ↩︎
  44. Διαμαντόπουλος προς ΥΠΕΞ, αρ. 1262, 30/1/1925, ΥΔΙΑ/Β/35. The Times, 3/2/1925. ↩︎
  45. Crow, Βρετανός πρόξενος στη Θεσσαλονίκη, προς Chamberlain, 1/2/1925, FO/371/10859/E798. ↩︎
  46. Ελεύθερον Βήμα, 31/1/1925. ↩︎
  47. William Miller, Greece, Λονδίνο, 1928, σελ. 89-90. Ο Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος απέστειλε επίσης επιστολές διαμαρτυρίας προς τους επικεφαλής όλων των Χριστιανικών εκκλησιών ανά τον κόσμο. ↩︎
  48. William Miller, “The Changing Rôle of the Orthodox Church”, Foreign Affairs, 8 (1930) σελ. 78. ↩︎
  49. Lindsay, Βρετανός πρέσβης στην Άγκυρα, προς Chamberlain, 3/2/1925, FO/371/10859/E777. Το
    ενδεχόμενο μεταφοράς του Πατριαρχείου στην Ιερουσαλήμ υποστηρίχθηκε και από την ευρείας
    κυκλοφορίας γαλλική ημερήσια εφημερίδα Le Temps, στο φύλλο της 29/1/1925. ↩︎
  50. Lindsay, προς Chamberlain, 11/3/1925, FO/371/10859/ E1616. ↩︎
  51. Ibid ↩︎

Avatar photo
Αλέξης Αλεξανδρής

Ο Αλέξης Αλεξανδρής (Κωνσταντινούπολη 1950 - Αθήνα 2024), ιστορικός και διπλωμάτης αναγορεύθηκε Διδάκτωρ από το King’s College του Πανεπιστημίου του Λονδίνου με εξειδίκευση στα ελληνοτουρκικά και στο μειονοτικό ζήτημα. Ακολούθως, δίδαξε στο Πανεπιστήμιο McGill, στο Μοντρεάλ του Καναδά. Το 1982 εισήλθε στο διπλωματικό σώμα. Μεταξύ άλλων υπηρέτησε ως Γενικός Πρόξενος στο Τορόντο και στην Κωνσταντινούπολη, ως διευθυντής της Υπηρεσίας Πολιτικών Υποθέσεων Θράκης με έδρα την Ξάνθη, τέλος, ως Πρέσβης και Μόνιμος Αντιπρόσωπος της Ελλάδος στα Ηνωμένα Έθνη και στους λοιπούς Διεθνείς Οργανισμούς στη Γενεύη. Το 2016 χειροτονήθηκε Μέγας Ρήτωρ του Οικουμενικού Πατριαρχείου.

Άρθρα: 2