Στην Ελλάδα, τα περιθώρια αντίδρασης της εύθραυστης κυβέρνησης υπό τον Ανδρέα Μιχαλακόπουλο στο ζήτημα της απέλασης του Πατριάρχη ήταν περιορισμένα. Πόσο μάλλον η δυνατότητα μακρόπνοων χειρισμών. Από τη δική της πλευρά, η βρετανική κυβέρνηση δεν έδειχνε διατεθειμένη να φιλοξενήσει την έδρα του Πατριαρχείου σε κάποια από τις αποικίες της.1 Στην Κωνσταντινούπολη, μια ισχυρή ομάδα συντηρητικών ελληνορθόδοξων, υποστήριξε πως μια απομάκρυνση του Πατριαρχείου συνιστούσε “κανονιστικό ανέφικτο”, παρά το προηγούμενο του ΙΓ΄ αιώνα, οπότε το Οικουμενικό Πατριαρχείο είχε προσωρινά μετακινηθεί στη Νίκαια της Βιθυνίας για ένα χρονικό διάστημα εξήντα περίπου ετών.
Η κυβέρνηση Μιχαλακόπουλου κατέβαλε ειλικρινείς προσπάθειες να διαχειριστεί την κρίση στο μέτρο του δυνατού. Το ίδιο το γεγονός, ωστόσο, πέρα από τη ζημιά που προκάλεσε στις διμερείς ελληνοτουρκικές σχέσεις, απείλησε την ήδη λεπτή ισορροπία των πραγμάτων εντός των ελληνικών συνόρων. Ο πρωθυπουργός δήλωσε στον Βρετανό πρέσβη Sir Milne Cheetam, ότι ο ερεθισμός και η οργή της κοινής γνώμης ήταν δυνατόν να προσφέρουν απλόχερα σε ακραίους στρατιωτικούς αξιωματούχους, με επικρατέστερο τον Πάγκαλο, το πρόσχημα για την κατάλυση της δημοκρατίας και την επιβολή δικτατορικού καθεστώτος.2 Άλλωστε, ο τελευταίος, όχι μόνο είχε προβεί σε πολεμοχαρείς δηλώσεις, αλλά έφτασε μέχρι σημείου να εκστομίσει την απειλή ότι τα μέλη της κυβέρνησης θα είχαν την ίδια μοίρα με τους έξι εκτελεσθέντες του Νοεμβρίου 1922, στο ποσοστό που θα απεμπολούσαν “ζωτικά εθνικά συμφέροντα”.3
Αντιμέτωπη με ένα τόσο έκρυθμο κλίμα στο εσωτερικό, η ελληνική κυβέρνηση κατέβαλε υπεράνθρωπες προσπάθειες προκειμένου να διατηρήσει υπό έλεγχο μια ασυνήθιστα εκρηκτική κατάσταση. Στις 30 Ιανουαρίου, ημέρα της απέλασης, ο Μιχαλακόπουλος εξέφρασε ενώπιον του Κοινοβουλίου την αγανάκτησή του ενάντια στην “αυθαίρετη πράξη της Τουρκίας”. Τόνισε μάλιστα ότι η Ελλάδα δεν επρόκειτο να μείνει αδρανής μπροστά στον διαφαινόμενο αφανισμό του Πατριαρχείου. Παρά το πατριωτικό πνεύμα της ομιλίας του, ο Έλληνας πρωθυπουργός δεσμεύτηκε να εξαντλήσει κάθε ειρηνικό μέσο προτού προχωρήσει στη διακοπή των σχέσεων με την Τουρκία.4 Ως εκ τούτου, η κυβέρνηση προέβη σε διαβήματα διαμαρτυρίας προς όλα τα συμβαλλόμενα κράτη της Συνθήκης της Λωζάννης προσδοκώντας παρέμβασή τους υπέρ του απελαθέντος Πατριάρχη. Γαλλία και Μεγάλη Βρετανία απάντησαν με συστάσεις για επίδειξη μετριοπάθειας. Το Foreign Office ανταποκρίθηκε μεν στο ελληνικό αίτημα λέγοντας ότι θα στήριζε μια προσφυγή στην Κοινωνία των Εθνών, ωστόσο εξέφρασε ισχυρή αμφιβολία κατά πόσο μια πρωτοβουλία του είδους αυτού θα καρποφορούσε.5 Τα βαλκανικά κράτη, αντίθετα, έδειχναν ταπεινωμένα και ανάστατα από τη συμπεριφορά των Τούρκων. Ο Σέρβος πρέσβης στην Αθήνα, δήλωσε δημόσια πως το πρόσωπο του Πατριάρχη ήταν ιερό. Πρόσθεσε ότι η απέλασή του ισοδυναμούσε με βεβήλωση των λειψάνων ενός Αγίου. Ως προς τη στάση που σκόπευε να τηρήσει η χώρα του, εξέφρασε την εκτίμηση ότι τόσο η Σερβία όσο και η Ρουμανία επρόκειτο να καταστήσουν σαφές προς την Άγκυρα πως η πρόσφατη πρωτοβουλία της αποτελούσε πλήγμα για ολόκληρη την Ορθοδοξία. Την ίδια ακριβώς στιγμή, ο ομόλογός του στη Βέρνη πληροφόρησε τον Έλληνα πρέσβη Δενδραμή, ότι οι κυβερνήσεις του Βελιγραδίου και του Βουκουρεστίου ήταν έτοιμες να παράσχουν πλήρη διπλωματική υποστήριξη.6
Στις 31 Ιανουαρίου, ο Μιχαλακόπουλος συνέστησε στην Ιερά Σύνοδο να παραμείνει ψύχραιμη και να συνεχίσει κανονικά το έργο της έτσι ακριβώς όπως θα έπραττε εάν ο Πατριάρχης Κωνσταντίνος απείχε των καθηκόντων του με προσωρινή άδεια.7 Την προηγουμένη, ο Γεώργιος Εξηντάρης παραιτήθηκε από τη Μεικτή Επιτροπή συμμορφούμενος με σχετικές οδηγίες της κυβέρνησης.8 Σε δήλωσή του προς τον Τύπο, εξέφρασε την πλήρη αντίθεσή του στην όλη μεταχείριση του Πατριάρχη από τις τουρκικές αρχές και την πεποίθηση ότι η Ελλάδα επρόκειτο να προσφύγει στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης.9
Την 1η Φεβρουαρίου, η ελληνική πρεσβεία στην Άγκυρα απηύθυνε προς το τουρκικό υπουργείο Εξωτερικών Ρηματική Διακοίνωση, όπου γινόταν υπενθύμιση δύο παραμέτρων: α) της δέσμευσης Ινονού της Λωζάννης και β) του γεγονότος ότι αρμόδιο όργανο για την αξιολόγηση της ανταλλαξιμότητας ήταν η Μεικτή Επιτροπή και μόνο. Στο ίδιο κείμενο υπήρχε και υπαινιγμός για την απόφαση που η Κοινωνία των Εθνών είχε λάβει στις 13 Δεκεμβρίου 1924 στη Ρώμη, βάσει της οποίας η κυβέρνηση της Άγκυρας καλείτο να αποφύγει κάθε είδους ενέργεια σε βάρος των νομίμων δικαιωμάτων της ελληνικής κοινότητας της Κωνσταντινούπολης. Τέλος, υπήρχε ευθεία διαμαρτυρία για την απέλαση της κεφαλής της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ως επίμετρο, το κείμενο προέτρεπε για παραπομπή της όλης υπόθεσης στο Διαρκές Δικαστήριο Διαρκούς Δικαιοσύνης μέσω της ενεργοποίησης του άρθρου 44 της Συνθήκης της Λωζάννης.10
Αμέσως μετά το ελληνικό διάβημα συνήλθε εκτάκτως η Μεγάλη Εθνοσυνέλευση της Άγκυρας. Μάλιστα, ο Μουσταφά Κεμάλ διέκοψε περιοδεία του στην επαρχία προκειμένου να μπορέσει να παραστεί. Τρεις μέρες αργότερα, στις 4 Φεβρουαρίου, ο πρωθυπουργός Fethi Okyar εκφώνησε έναν μακροσκελή λόγο ενώπιον των βουλευτών. Για μια ακόμη φορά, η τουρκική πλευρά δεν αγνόησε την ύπαρξη της δέσμευσης της Λωζάννης. Υπενθύμισε όμως εκ νέου πως η τελευταία είχε ενσωματωθεί στα πρακτικά των συνεδριάσεων και όχι στο κείμενο της τελικής πράξης. Αυτό συνέβη, όπως υποστήριξε, λόγω του εσωτερικού (και όχι διεθνούς) χαρακτήρα του Πατριαρχικού Ζητήματος. Από κανένα κείμενο διεθνούς συνθήκης δεν απέρρεε ότι η Τουρκία είχε δεσμευθεί έναντι κάποιου τρίτου. Συνεπώς, οποιαδήποτε διεθνής παρέμβαση ήταν άκυρη εκ των πραγμάτων. Αναφερόμενος ειδικότερα στο επεισόδιο της απέλασης του Πατριάρχη Κωνσταντίνου, ο Τούρκος πρωθυπουργός υποστήριξε πως η Μεικτή Επιτροπή είχε αποφανθεί επί της ανταλλαξιμότητας του ιεράρχη προτού εκείνος εκλεγεί από την Ιερά Σύνοδο. Απελαύνοντάς τον, οι τουρκικές αρχές είχαν απλώς εκτελέσει την απόφαση της Μεικτής Επιτροπής. Δεν θα ετίθετο κανένα ζήτημα, συνέχισε, εάν το Φανάρι είχε επιλέξει στη θέση του έναν υποψήφιο που να πληροί τις προϋποθέσεις περί μη ανταλλαξιμότητας. Καταδίκασε την όλη στάση της ελληνικής κυβέρνησης, ειδικότερα δε εκείνη όσων υποστήριζαν ότι η απέλαση του Κωνσταντίνου αποτελούσε πλήγμα κατά της Ορθοδοξίας. Για να καταλήξει ως εξής: “Σε περίπτωση διεθνούς ανάμειξης, η τουρκική κυβέρνηση επιφυλάσσεται να ενεργοποιήσει όλα τα απαραίτητα μέσα για την προάσπιση της άμυνας, της τιμής και των δικαιωμάτων της Δημοκρατίας”.11
Η επίσημη απάντηση της τουρκικής κυβέρνησης στο ελληνικό διάβημα επιδόθηκε στις 5 Φεβρουαρίου στην πρεσβεία της Άγκυρας. Καταρρίπτοντας την ελληνική επιχειρηματολογία, υποστήριζε ότι οι τουρκικές αρχές, απελαύνοντας τον Πατριάρχη, είχαν απλώς υλοποιήσει την απόφαση της Μεικτής Επιτροπής της 28ης Ιανουαρίου και πως η απέλαση ενός ανταλλάξιμου ατόμου ήταν ασύμβατη με τη δέσμευση της Λωζάννης. Από τη στιγμή που η τελική πράξη της Λωζάννης και όλα τα σχετικά παραρτήματα δεν περιείχαν την παραμικρή μνεία στο Πατριαρχείο και η υπόθεση ήταν ένα καθαρά τουρκικό εσωτερικό ζήτημα, η κυβέρνηση της Άγκυρας δεν ήταν διατεθειμένη να ανεχθεί την παραμικρή παρέμβαση ξένου κράτους. Το επιχείρημα, βάσει του οποίου η Μεικτή Επιτροπή αποτελούσε το μοναδικό όργανο, αρμόδιο για την έκδοση των ταξιδιωτικών εγγράφων των ανταλλαξίμων, ήταν έωλο, καθότι επρόκειτο για απλή θεώρηση που δεν είχε πρακτική εφαρμογή στη συγκεκριμένη περίπτωση του Κωνσταντίνου. Ακόμα και αν στην όλη διαδικασία της απέλασης είχε παρεισφρήσει κάποια λανθασμένη κίνηση, επαφιόταν στη Μεικτή Επιτροπή να την επιδιορθώσει. Η τελευταία δεν είχε υποβάλει παρόμοια καταγγελία. Η ενεργοποίηση του άρθρου 44 της Συνθήκης της Λωζάννης δεν είχε κανένα νόημα, εφόσον αφορούσε μόνο στην προστασία των μη ανταλλαξίμων, οι οποίοι, επιπρόσθετα, ήταν Τούρκοι υπήκοοι.12 Το κείμενο κατέληγε: “Η τουρκική κυβέρνηση εκφράζει τη λύπη της επειδή όλες οι κινήσεις καλής θελήσεως, στις οποίες προέβη για την αποκατάσταση φιλικών σχέσεων με την Ελλάδα, δεν εκτιμήθηκαν δεόντως από την τελευταία”.13
Οι παραπάνω θέσεις εμπεριέχονταν σε πληθώρα δελτίων Τύπου που εξέδωσαν οι τουρκικές πρεσβείες ανά τον κόσμο.14 Στον Τύπο κυριαρχούσε το θέμα της μη ανοχής σε παρεμβάσεις τρίτων. Στο φύλλο της Tevhid-i Efkar της 1ης Φεβρουαρίου, ο Velid Ebüzziya επικροτούσε σθεναρά την απέλαση του Πατριάρχη, προειδοποιώντας ταυτόχρονα τους Έλληνες της Κωνσταντινούπολης “να απεμπολήσουν κάθε σκέψη για δημιουργία προβλημάτων” καθότι η νέα Τουρκία δεν επρόκειτο στο εξής να ανεχθεί τις δολοπλοκίες και τις πολιτικές τους φιλοδοξίες.15 Άλλα έντυπα υποστήριξαν πως μοναδική λύση προκειμένου να αποτραπεί ενδεχόμενη ελληνική κινητοποίηση για την επιστροφή του Πατριάρχη ήταν η συμπερίληψη των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης και των Μουσουλμάνων της Δυτικής Θράκης στο μέτρο της Ανταλλαγής. Ο Yunus Nadi Abalioğlu, εκδότης της δημοφιλούς Cumhuriyet, ένθερμος οπαδός της παραπάνω προοπτικής, υποστήριξε πως κάτι τέτοιο θα εξουδετέρωνε ουσιαστικά τον λόγο ύπαρξης του Πατριαρχείου. Όλες οι εφημερίδες τάχθηκαν υπέρ της απαγόρευσης κυκλοφορίας των ελληνόγλωσσων εντύπων της Κωνσταντινούπολης, που, κατά την άποψή τους, δολοπλοκούσαν εις βάρος της Τουρκίας.16
Ο κομβικός ρόλος που η καχυποψία ενάντια στο Φανάρι διαδραμάτισε στην απόφαση της Άγκυρας να απελάσει τον Κωνσταντίνο με τόσο απότομο τρόπο, διαφαίνεται ανάγλυφα σε ένα άρθρο του Τούρκου διανοούμενου A. Rüştem στο περιοδικό Foreign Affairs: “Ο όλος προσανατολισμός της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής αποδεικνύει ότι ο ελληνικός ιμπεριαλισμός δεν έχει αφοπλιστεί, τουλάχιστον σε ότι αφορά την Κωνσταντινούπολη και τη στενή λωρίδα γης που τη χωρίζει από το ελληνικό βασίλειο. Η δε διατήρηση της Κωνσταντινούπολης ως έδρας του Πατριαρχείου, με την απρόθυμη, έστω, ανταπόκριση της Τουρκίας στην παθιασμένη επιμονή της Ελλάδας, των Συμμάχων και των ΗΠΑ στη Λωζάννη, ως σκοπό είχε την εξυπηρέτηση των στόχων του ελληνικού επεκτατισμού. Είναι εμφανές ότι το απώτερο κίνητρο για την επιβίωση του Πατριαρχείου ήταν η πρόθεση να χρησιμοποιηθεί ο εν λόγω θεσμός όπως στο παρελθόν αλλά και μελλοντικά, ως προπύργιο της ελληνικής επιρροής και ως πράκτορας της πολιτικής που η ελληνική κυβέρνηση εφαρμόζει σε βάρος της Τουρκίας…Είναι σαφές ότι το μόνο που απομένει ώστε να πάψει το Πατριαρχείο να αποτελεί πηγή αναστατώσεων και κινδύνων για την Τουρκία, είναι να άρει η τελευταία τη φιλοξενία της”.17
Στις 10 Φεβρουαρίου, η ελληνική κυβέρνηση ανταπάντησε, τονίζοντας ότι η τουρκική αντιπροσωπεία στη Συνδιάσκεψη της Λωζάννης πρώτη είχε θέσει ζήτημα Οικουμενικού Πατριαρχείου. Η δέσμευση Ινονού ενώπιον των αντιπροσωπειών των Μεγάλων Δυνάμεων ήταν απλά το καταληκτικό σημείο μακροχρόνιων συζητήσεων. Ως εκ τούτου, η ελληνική πλευρά εξέφραζε την έκπληξή της βλέποντας την Άγκυρα να αμφισβητεί επίμονα τη διεθνή υπόσταση του όλου προβλήματος. Σχετικά με την απέλαση του Κωνσταντίνου, επανέλαβε την πρόθεσή της να προσφύγει στην Κοινωνία των Εθνών.18
Οι αλλεπάλληλες διπλωματικές ενέργειες της Αθήνας ενίσχυσαν την αποφασιστικότητα των Τούρκων να μη θέσουν ζήτημα απομάκρυνσης του Πατριαρχείου από το Φανάρι. Στις 19 Φεβρουαρίου, ο υπουργός Εξωτερικών Şükrü Kaya ενημέρωσε τη Μεγάλη Εθνοσυνέλευση σχετικά με τη δεύτερη Ρηματική Διακοίνωση της ελληνικής πρεσβείας, λέγοντας ότι η τουρκική κυβέρνηση όχι μόνο είχε αποφασίσει να την αγνοήσει, αλλά και ότι δεν προτίθετο να παραστεί ενώπιον της Κοινωνίας των Εθνών, από τη στιγμή που ο συγκεκριμένος “σεβάσμιος διεθνής οργανισμός ήταν επιφορτισμένος με τη διατήρηση της ειρήνης ανάμεσα στα κράτη”. Με άλλα λόγια, ο υπουργός Εξωτερικών αρνείτο να παραστεί σε οποιουδήποτε είδους συζήτηση. Ταυτόχρονα, απέστειλε προς πάσα κατεύθυνση αποτρεπτική προειδοποίηση. Τέλος, προανήγγειλε την επικείμενη απέλαση των ανταλλαξίμων μητροπολιτών, καθώς, όπως χαρακτηριστικά δήλωσε, η Ανταλλαγή των Πληθυσμών ήταν “δεδομένη και απόλυτη”.19 Η παρέμβαση του Şükrü Kaya επικροτήθηκε από το σύνολο της τουρκικής κοινής γνώμης. Αναφερόμενος στη δεύτερη ελληνική Ρηματική Διακοίνωση, ο Hüseyin Cahit Yalçin υποστήριξε από τις στήλες της εφημερίδας Tanin, πως έπρεπε να επιστραφεί ως είχε με την ένδειξη “άγνωστος παραλήπτης”. Η επιλογή της Αθήνας περί προσφυγής στην Κοινωνία των Εθνών χαρακτηρίστηκε από τον Yakup Kadri Karaosmanoğlu στην Hakimiyet-i Milliye της 11ης Φεβρουαρίου ως “ατόπημα”.20
Η ένταση στις διμερείς ελληνο-τουρκικές σχέσεις αυξήθηκε έπειτα από το αδιέξοδο των συνομιλιών και το ναυάγιο της μεσολαβητικής προσπάθειας της Μεγάλης Βρετανίας και της Γαλλίας. Γινόταν πολύς λόγος για επικείμενη στρατιωτική αντιπαράθεση, αμφότερες δε οι πλευρές κατηγορούσαν η μια την άλλη για πολεμική προπαρασκευή. Η κυβέρνηση της Αθήνας δεν επιθυμούσε ουσιαστικά περεταίρω κλιμάκωση. Για τον λόγο αυτό αναλώθηκε σε μια προσπάθεια αναζήτησης τρόπων διεθνοποίησης του Πατριαρχικού Ζητήματος. Ο πρέσβης στο Παρίσι, Νικόλαος Πολίτης, πρότεινε προσφυγή στην Κοινωνία των Εθνών εφόσον η τουρκική πλευρά αρνείτο προκαταβολικά να αξιολογήσει οποιαδήποτε συμβουλή προερχόμενη από το Διαρκές Δικαστήριο Διεθνούς Δικαιοσύνης της Χάγης. Κατά την εκτίμησή του, η Κοινωνία των Εθνών ήταν εκ των πραγμάτων αναγκασμένη να επιβάλλει τις αποφάσεις της στην Τουρκία, διαφορετικά κινδύνευε να απωλέσει μεγάλο μέρος από το κύρος της.21
Την παραπάνω τοποθέτηση υιοθέτησε τελικά και η κυβέρνηση της Αθήνας. Στις 11 Φεβρουαρίου, ο πρωθυπουργός Ανδρέας Μιχαλακόπουλος απηύθηνε ένα τηλεγράφημα προς τον Γενικό Γραμματέα της ΚτΕ, αναδεικνύοντας το ζήτημα της απέλασης του Πατριάρχη: “Η Ελληνική Κυβέρνηση, θεωρεί ότι η παρούσα απέλαση αποτελεί σοβαρή παραβίαση των συμφωνιών της Λωζάννης σχετικά με την ύπαρξη του Πατριαρχείου και των δραστηριοτήτων του. Θεωρεί ότι αποτελεί παραβίαση του Άρθρου 12 της Σύμβασης περί Ανταλλαγής ελληνο-τουρκικών Πληθυσμών. Θεωρεί ότι αποτελεί παραβίαση της απόφασης της Μεικτής Επιτροπής της 28ης Ιανουαρίου 1925 και της απόφασης των Βρυξελλών της 31ης Οκτωβρίου 1924, σύμφωνα με την οποία η Τουρκία δεσμεύτηκε να εφαρμόζει πιστά κάθε απόφαση κατά πλειοψηφία της Μεικτής Επιτροπής. Θεωρεί ότι η κατάσταση, έτσι όπως προέκυψε, απειλεί να πλήξει τις σχέσεις μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Για όλους τους παραπάνω λόγους, η Ελλάδα αισθάνεται υποχρεωμένη να προσφύγει στην Κοινωνία των Εθνών με γνώμονα το άρθρο 11, παράγραφος 2 του Καταστατικού Χάρτη και παρακαλεί τον Γενικό Γραμματέα να θέσει τη διαμάχη ενώπιον του Συμβουλίου της Κοινωνίας των Εθνών το ταχύτερο δυνατόν”.22
Μια εβδομάδα νωρίτερα, ο Μιχαλακόπουλος, σε επιστολή του προς τον διαμένοντα στο Λονδίνο Ελευθέριο Βενιζέλο, αποκάλυψε ότι η πολιτική της κυβέρνησής του υπέρ της επίδειξης μετριοπάθειας κέρδιζε έδαφος. Δεν απέκρυψε, ωστόσο, ότι αντιμετώπιζε ισχυρή αντίδραση στο εσωτερικό. Ειδικότερα η στάση του Φαναρίου στην όλη υπόθεση τον είχε πικράνει. Η κυβέρνηση της Αθήνας, διαισθανόμενη την επερχόμενη κρίση, είχε συμβουλέψει τον Δεκέμβριο του 1924 την Ιερά Σύνοδο να εκλέξει στον Πατριαρχικό θρόνο μια μη ανταλλάξιμη προσωπικότητα. Οι συμβουλές δεν εισακούστηκαν με αποτέλεσμα την εκλογή του Κωνσταντίνου. Την επομένη της απέλασης, οι ελληνικές αρχές άσκησαν πίεση επί του τελευταίου να αποσυρθεί προσωρινά στο Άγιον Όρος έως ότου η κρίση διευθετηθεί. Αντ’ αυτού, ο Κωνσταντίνος όχι μόνο παρέμεινε στη Θεσσαλονίκη, αλλά οργάνωσε ακόμα και δημόσιες εκδηλώσεις, οι οποίες λειτούργησαν εμπρηστικά σε επίπεδο κοινής γνώμης. Καταλήγοντας, ο πρωθυπουργός απηύθυνε έκκληση προς τον Βενιζέλο να ασκήσει την επιροή του και να προαγάγει τις επίσημες θέσεις της Ελλάδας στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες.23
Ο Βενιζέλος προθυμοποιήθηκε να προβάλει δημόσια τις ελληνικές θέσεις.24 Αρνήθηκε, ωστόσο, να εκπροσωπήσει την ελληνική κυβέρνηση ενώπιον της Κοινωνίας των Εθνών.25 Αιτιολογώντας στις 12 Φεβρουαρίου την απόφασή του, εξήγησε ότι τού ήταν αδύνατον να επωμιστεί παρόμοια ευθύνη εξαιτίας της “κατακριτέας συμπεριφοράς” της Ιεράς Συνόδου, η οποία προχώρησε στην εκλογή ενός ανταλλάξιμου Πατριάρχη παρά τις προειδοποιήσεις των κυβερνήσεων Ελλάδας και Τουρκίας. Ταυτόχρονα με τη μεταφορά της ευθύνης στους ώμους της Ιεράς Συνόδου, ο Βενιζέλος δεν παρέλειψε να εξάρει την προσπάθεια διεθνοποίησης της “παρούσας σοβαρότατης κρίσης” εκ μέρους της ελληνικής κυβέρνησης. Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η τελευταία, ευρισκόμενη ενώπιον μιας αλληλουχίας ταπεινωτικών τετελεσμένων γεγονότων, δεν είχε άλλη επιλογή πέραν της προσφυγής στην Κοινωνία των Εθνών.26
Όταν τελικά στις 14 Μαρτίου 1925 το όλο ζήτημα συζητήθηκε ενώπιον της Κοινωνίας των Εθνών, η Ελλάδα εκπροσωπήθηκε από τους Δημήτριο Κακλαμάνο, πρέσβη στο Λονδίνο, Βασίλειο Δενδραμή, πρέσβη στη Βέρνη, Ραφήλ Ραφαήλ, επικεφαλής της Διεύθυνσης Τουρκίας/Βαλκανίων της Κεντρικής Υπηρεσίας και Γεώργιο Εξηντάρη, μέχρι πρότινος εντεταλμένο στους κόλπους της Μεικτής Επιτροπής. Εκθέτοντας τις ελληνικές θέσεις, ο Κακλαμάνος υπογράμμισε πως η κυβέρνησή του δεν αμφισβητούσε τον εσωτερικό χαρακτήρα του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Η διατήρηση, όμως, του τελευταίου στην Κωνσταντινούπολη υπαγόταν σε επιταγές διεθνών συμφωνιών. Οποιαδήποτε απόκκλιση από τα συμπεφωνημένα αποτελούσε πλέον διεθνές πρόβλημα και ζωτικό συμφέρον της Ελλάδας, εκ των συμβαλλομένων μερών της Συνθήκης της Λωζάννης. H Αθήνα δεν θα είχε κανένα λόγο να εγείρει Πατριαρχικό ζήτημα εάν οι διατάξεις της Συνθήκης εφαρμόζονταν κατά γράμμα.27
Η ελληνική πλευρά βρήκε έναν ανέλπιστο υποστηρικτή στο πρόσωπο του έγκριτου Γερμανού καθηγητή του Δημοσίου Δικαίου Karl Strupp. Ο τελευταίος, σε ένα σημαντικό άρθρο το οποίο δημοσίευσε την 1η Μαρτίου, αναγνώρισε τη διεθνή υπόσταση του Οικουμενικού Πατριαρχείου υποστηρίζοντας πως: “Οι δηλώσεις των δύο πλευρών σχετικά με τη διατήρηση του Πατριαρχείου στην Κωνσταντινούπολη, αποτελούν από νομικής απόψεως συμβατική υποχρέωση της οθωμανικής κυβέρνησης. Η υποχρέωση αυτή οφείλει ως ειδικός νόμος (vel potius: conventio) να υπερισχύει όλων των υπολοίπων γενικών διατάξεων όπως εκείνων που απορρέουν από τη Σύμβαση της 30ής Ιανουαρίου 1923 περί Υποχρεωτικής Ανταλλαγής των Πληθυσμών”.28 Επισημαίνοντας ότι η Τουρκία, έχοντας αποδεχτεί την παραμονή του Πατριαρχείου, όφειλε να επιτρέψει και την παραμονή όλων των λειτουργών του τελευταίου, κατέληγε ως εξής: “Η Τουρκία, με το να απελάσει εκτός συνόρων τον Σεβασμιώτατο Κωνσταντίνο Αράμπογλου παρά την απόφαση της 28ης Ιανουαρίου 1925 της Μεικτής Επιτροπής, παραβίασε τη συμβατική της υποχρέωση της 10ης Ιανουαρίου 1923, τα άρθρα 12 και 16 της Σύμβασης της 30ής Ιανουαρίου 1923 και τα άρθρα 37 και 40 της Συνθήκης Ειρήνης της 24ης Ιουλίου 1923. Επιπρόσθετα, παραβίασε τα άρθρα 37 και 44 της ίδιας Συνθήκης Ειρήνης με την άρνησή της να υποβάλει προς διευθέτηση τη διαφορά στο Δικαστήριο της Χάγης. Συμπεριφερόμενη με αυτόν τον τρόπο, διέπραξε ένα διεθνές αδίκημα εις βάρος των συμβαλλομένων μερών των προαναφερθέντων διεθνών κειμένων. Ως εκ τούτου, οφείλει να προχωρήσει στην ανάκληση της απέλασης του Πατριάρχη”.29 Ανάλογη άποψη υποστήριξε και ο σημαίνων καθηγητής Δικαίου του πανεπιστημίου Παρισίων C. G. Ténékidès.30 Νωρίτερα, στις 23 Φεβρουαρίου, ο απελαθείς Πατριάρχης είχε με τη σειρά του υποβάλει στην Κοινωνία των Εθνών τη δική του έκθεση, εστιάζοντας στην κανονιστική διάσταση της όλης υπόθεσης.31
Η προσπάθεια διεθνοποίησης προσέκρουσε σε ανυπέρβλητα εμπόδια. Οι Τούρκοι, εκλαμβάνοντας τις επιλογές της ελληνικής διπλωματίας ως παρέμβαση στα εσωτερικά ζητήματα της χώρας τους, κατέστησαν σαφές ότι δεν ήταν διατεθειμένοι να περιοριστούν μόνο στην απέλαση των ανταλλαξίμων Μητροπολιτών. Διατυμπάνιζαν προς πάσα κατεύθυνση ότι το μέλλον των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης έπρεπε να διευθετηθεί κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μην προκαλεί πλέον περισπασμούς στην κυβέρνηση της Άγκυρας.32 Η τελευταία, απευθυνόμενη την 1η Μαρτίου προς την Κοινωνία των Εθνών, ζήτησε να μη ληφθεί υπόψη η ελληνική προσφυγή. Απέκρουσε επίσης την κατηγορία ότι είχε παραβιάσει τη δέσμευση της Λωζάννης από τη στιγμή που τοποθετήθηκε υπέρ της παραμονής του Πατριαρχείου στο Φανάρι. Κατά την άποψή της, το Οικουμενικό Πατριαρχείο ήταν ένας τουρκικός εσωτερικός θεσμός. Η ίδια του η ύπαρξη και διοίκηση υπάγονταν στην τουρκική νομοθεσία, στα δε κείμενα των διεθνών Συνθηκών δεν γινόταν η παραμικρή μνεία περί του αντιθέτου. Δεν υπήρχε πρόβλεψη, η οποία να επιτρέπει την παρέμβαση ξένων κρατών. Γενικότερα, η Ελλάδα κατηγορείτο ότι προσπαθούσε να εκμεταλλευτεί προς όφελός της τη συγκυρία, με στόχο να μεταλλάξει το Πατριαρχείο σε διεθνή θεσμό και κατ’ επέκταση, να παρεμβαίνει στα τουρκικά εσωτερικά πράγματα. Τέλος, σχετικά με την απέλαση του Κωνσταντίνου, η Μεικτή Επιτροπή, το μόνο όργανο αρμόδιο να αποφανθεί, είχε επιβεβαιώσει την ανταλλαξιμότητα του ιεράρχη, επιτρέποντας στις αρχές της Κωνσταντινούπολης να πράξουν το καθήκον τους.33
Η κυβέρνηση της Άγκυρας έφτασε μέχρι σημείου να αμφισβητήσει την αρμοδιότητα της Κοινωνίας των Εθνών σε αυτό το ζήτημα. Το Συμβούλιο του διεθνούς οργανισμού όφειλε να απέχει οικειοθελώς από κάθε διαδικασία. Το καθεστώς του Πατριαρχείου ενέπιπτε αποκλειστικά στη δικαιοδοσία της τουρκικής νομοθεσίας. Όσο δε για τη Μεικτή Επιτροπή, δεν είχε καταθέσει κανένα αίτημα περί διαμεσολάβησης της Κοινωνίας των Εθνών.34 Το όλο ζήτημα συζητήθηκε στις 14 Μαρτίου ενώπιον του Συμβουλίου της ΚτΕ δίχως την παρουσία Τούρκου εντεταλμένου. Το τελευταίο, αφού άκουσε με προσοχή την αναλυτική τοποθέτηση του Κακλαμάνου, έκρινε σκόπιμο να ζητήσει τη γνωμοδότηση του Διεθνούς Δικαστηρίου Διαρκούς Δικαιοσύνης.35 Ταυτόχρονα κάλεσε τα δύο αντιμαχόμενα μέρη να επιλύσουν την εκκρεμότητα κατ’ ιδίαν, εν ανάγκη δε με τη συμβολή των ουδετέρων μελών της Μεικτής Επιτροπής.36
Η αλήθεια είναι ότι ανάμεσα στην Αθήνα και την Άγκυρα βρίσκονταν σε εξέλιξη μυστικές διαπραγματεύσεις από την επομένη κιόλας της απέλασης του Πατριάρχη. Τις διεξήγαγαν οι Γεώργιος Εξηντάρης και Tewfik Rüstü (Aras).37 Είχαν εξ ολοκλήρου ανεπίσημο χαρακτήρα δίχως βάσιμες ελπίδες να καταλήξουν σε κάποιας μορφής modus vivendi.38 Ο Έλληνας επιτεραμμένος στην Άγκυρα Ιωάννης Πολίτης τις περιέγραψε με μελανά χρώματα, καθότι η ασθενής θέση της Ελλάδας σε αυτές δεν προδιέγραφε μονομερείς παραχωρήσεις από πλευράς Τουρκίας στο Πατριαρχικό Ζήτημα.39 Η διάγνωσή του αποδείχθηκε ορθή. Ο Rüstü φάνηκε διατεθειμένος να δείξει μεγαλύτερη διαλλακτικότητα στο ποσοστό μόνο που η ελληνική πλευρά υποχωρούσε στο ζήτημα των κτημάτων των Μουσουλμάνων της Δυτικής Θράκης. Ενώ η Αθήνα φαινόταν απρόθυμη να συμβιβαστεί, ο Εξηντάρης επισήμανε ότι μια άρνηση να ανταποκριθεί στα παράπονα των τελευταίων, ισοδυναμούσε πιθανότατα με μεγαλύτερη ακαμψία των Τούρκων έναντι του Πατριαρχείου.40
Την ίδια στιγμή έλαβαν χώρα σημαντικές διεργασίες προς την κατεύθυνση της επίτευξης συμβιβασμού. Λίγο μετά την απέλαση του Πατριάρχη, ο κυβερνήτης της Κωνσταντινούπολης Süleyman Sami ζήτησε από τη Μεικτή Επιτροπή την έκδοση διαβατηρίων για άλλους τρεις μητροπολίτες.41 Ωστόσο, λίγο πριν από την προσφυγή της Ελλάδας στην Κοινωνία των Εθνών, η τουρκική πλευρά έδειξε σημάδια διαλλακτικότητας. Ο Süleyman Sami διαβεβαίωσε την Ιερά Σύνοδο ότι δεν επρόκειτο να τεθεί ζήτημα περεταίρω απελάσεων σε περίπτωση που ο Κωνσταντίνος απεμπολούσε το Πατριαρχικό αξίωμα.42 Ο Τούρκος επιτετραμμένος στο Λονδίνο ενημέρωσε το Foreign Office ότι η εκλογή ενός μη ανταλλάξιμου Πατριάρχη θα εξέτρεπε την εκκρεμότητα από το πολιτικό πεδίο και συνάμα θα ενδυνάμωνε τη θέση του Οικουμενικού Πατριαρχείου.43 Αυτήν ακριβώς τη λύση έθεσε επί τάπητος και ο Rüstü στις 25 Φεβρουαρίου. Τη συνέδεσε όμως με την ανάκληση της ελληνικής προσφυγής στην Κοινωνία των Εθνών.44
Η ετοιμότητα των Τούρκων πήγαζε από μια σειρά παραμέτρων, όπως ήταν οι εξεγέρσεις των Κούρδων στην ανατολική Μικρά Ασία, το πρόβλημα των μεταρρυθμίσεων στο εσωτερικό, τέλος, μια γενικότερη αίσθηση ότι η Κοινωνία των Εθνών και η Δύση γενικότερα ήταν αρνητικές στα ζητήματα της Μοσούλης και της Αλεξανδρέττας. Ένας πρώτος στόχος είχε επιτευχθεί με την απέλαση του Πατριάρχη, το ταπεινωτικό πλήγμα σε βάρος του Φαναρίου και την ικανοποίηση των απαιτήσεων της κοινής γνώμης. Από τη στιγμή, όμως, που δεν ετίθετο ουσιαστικά θέμα άμεσης, τουλάχιστον, μεταφοράς του Πατριαρχείου, η τουρκική κυβέρνηση προσανατολιζόταν προς την κατεύθυνση ανεύρεσης μιας συμβιβαστικής λύσης που με τη σειρά της θα εξευμένιζε τις αντιδράσεις της διεθνούς κοινότητας.
Από τη δική τους πλευρά, οι Έλληνες ήταν άκρως καχύποπτοι. Ο Μιχαλακόπουλος έθεσε ως προϋπόθεση για ανάκληση της προσφυγής μια επίσημη και ξεκάθαρη διαβεβαίωση ότι όλοι οι αξιωματούχοι του Φαναρίου θα εξαιρούνταν της Ανταλλαγής. Ανάλογη στάση όφειλε να υιοθετήσει και ο πρόεδρος της Μεικτής Επιτροπής. Ούτε η Ελλάδα δεν ήταν διατεθειμένη να προσφέρει εγγυήσεις για την παραίτηση του Κωνσταντίνου. Δεν είχε ανάμειξη στην εκλογή του τελευταίου λίγους μήνες νωρίτερα και δεν σκόπευε να πράξει κάτι άλλο τώρα.45 Όσο για την Ιερά Σύνοδο, δεν επρόκειτο να αρκεστεί σε προφορικές διαβεβαιώσεις. Στις επαφές που είχε με τον Süleyman Sami επέδειξε αξιομνημόνευτη αποφασιστικότητα, αρνούμενη να ζητήσει την παραίτηση του Πατριάρχη δίχως γραπτές εγγυήσεις σχετικά με το μέλλον της στην Κωνσταντινούπολη. Για τον ίδιο λόγο πάγωσαν τις συνομιλίες με τον κυβερνήτη της πόλης εν αναμονή της απόφασης της Κοινωνίας των Εθνών.46
Οι Τούρκοι δεν σκόπευαν να προβούν σε επίσημες διαβεβαιώσεις και γραπτές εγγυήσεις. Ενέργειες του είδους αυτού, όπως χαρακτηριστικά δήλωσε ο Rüstü, θα προκαλούσαν την εντύπωση εκχώρησης κυριαρχικών δικαιωμάτων επιτρέποντας σε τρίτους να παρεμβαίνουν στα εσωτερικά τους πράγματα. Η αβεβαιότητα επανήλθε στις 3 Μαρτίου, όταν πέντε Μητροπολίτες και επτά ιερείς παραπέμφθηκαν ενώπιον της Μεικτής Επιτροπής.47 Παρά ταύτα, οι διαπραγματεύσεις ανάμεσα στον Εξηντάρη και τον Rüstü συνεχίστηκαν ολόκληρο τον Μάρτιο. Το ίδιο και οι επαφές μεταξύ της Ιεράς Συνόδου και του Süleyman Sami.48 Το κυριότερο εμπόδιο ήταν μια υποβόσκουσα αίσθηση αμοιβαίας καχυποψίας και δυσπιστίας.
Η επίτευξη συμφωνίας καθυστέρησε και εξαιτίας της άρνησης του Κωνσταντίνου να παραιτηθεί, υποστηριζόμενου από μερίδα του κλήρου που επιθυμούσε τη μεταφορά του Πατριαρχείου στο Άγιον Όρος και την τοποθέτηση ενός Αρχιεπισκόπου στην Κωνσταντινούπολη. Όταν ο απελαθείς Πατριάρχης ενημερώθηκε ότι το Φανάρι ήταν έτοιμο να έρθει σε συμβιβασμό, απηύθυνε στις 14 Μαρτίου ένα αυστηρό τηλεγράφημα προς την Ιερά Σύνοδο θυμίζοντας στην τελευταία ότι αποτελούσε απλώς ένα τμήμα της ιεραρχίας του Πατριαρχείου και ότι δεν διέθετε την απαιτούμενη εξουσιοδότηση προκειμένου να δύναται να διαπραγματεύεται με τους Τούρκους την εκλογή νέου Πατριάρχη.49 Στις 13 Μαρτίου, σε επιστολή του με αποδέκτη τον πρωθυπουργό Ανδρέα Μιχαλακόπουλο, ο Κωνσταντίνος επέστησε την προσοχή του τελευταίου στο γεγονός ότι μια παραίτηση υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες, θα περνούσε το μήνυμα προς την απέναντι πλευρά πως εφεξής, η Άγκυρα θα μπορούσε κατά το δοκούν να εκβιάσει την εκθρόνιση οιουδήποτε Πατριάρχη. Το Εκκλησιαστικό Δίκαιο προέβλεπε, όπως χαρακτηριστικά υποστήριξε, ότι μια παραίτηση αποφασιζόταν από την Ορθόδοξη ιεραρχία και κοινοποίησε την πρόθεσή του να συγκαλέσει μια τέτοια σύνοδο υψηλών εκκλησιαστικών αξιωματούχων. Ταυτόχρονα, οι υποστηρικτές του μέσα στο Φανάρι επιδόθηκαν σε μια τακτική κωλυσιεργίας, στοχεύοντας στην παρεμπόδιση ενός συμβιβασμού με τις τουρκικές αρχές.50
Η άρνηση του Κωνσταντίνου να παραιτηθεί είχε ως συνέπεια να βαλτώσουν οι διαπραγματεύσεις κατά τους μήνες Απρίλιο και Μάιο. Μια συμφωνία θα επέτρεπε στην ελληνική κυβέρνηση να αποσύρει την προσφυγή της στην Κοινωνία των Εθνών. Για τον παραπάνω λόγο, η τελευταία άσκησε ισχυρή ηθική πίεση στον Πατριάρχη προκειμένου να τον μεταπείσει. Στην προσπάθειά της έχαιρε και της αμέριστης συμπαράστασης του Τύπου. Αντιμέτωπος με καθολική, σχεδόν, πίεση, ο Κωνσταντίνος υπέβαλε τελικά την παραίτησή του στις 22 Μαΐου του 1925. Τέσσερις μέρες αργότερα, η Ιερά Σύνοδος σε έκτακτη συνεδρία, έκανε την παραίτηση αποδεκτή και όρισε τον Μητροπολίτη Καισαρείας Νικόλαο ως Τοποτηρητή του Οικουμενικού Θρόνου.51
Στις 4 Μαρτίου, στην Άγκυρα, πρωθυπουργός ανέλαβε ο Ισμέτ Ινονού. Η αλλαγή κυβέρνησης είχε θετικό αντίκτυπο στην εξέλιξη του ελληνο-τουρκικού διαλόγου. Ο νέος πρωθυπουργός, σε αντιδιαστολή με τον προκάτοχό του, ήταν πρόθυμος να συζητήσει σφαιρικά το Πατριαρχικό Ζήτημα.52 Τρεις μόλις ημέρες έπειτα από την παραίτηση του Κωνσταντίνου, η τουρκική κυβέρνηση διαβεβαίωσε τον Εξηντάρη πως η εκλογή του νέου Πατριάρχη θα πληρούσε τις απαραίτητες προϋποθέσεις. Η ελληνική πλευρά θα αναγνώριζε με τη σειρά της ότι ο νέος κάτοχος του Πατριαρχικού Θρόνου θα ήταν peronna grata έναντι των Τούρκων.53 Λίγο νωρίτερα, στους κόλπους της Μεικτής Επιτροπής, η τουρκική αντιπροσωπεία είχε αποσύρει το αίτημά της περί ανταλλαξιμότητας των μελών της Ιεράς Συνόδου.54 Δεν απέμενε παρά να ανακαλέσει και η Αθήνα την προσφυγή της στην Κοινωνία των Εθνών.
Πράγματι, την 1η Ιουνίου, η ελληνική κυβέρνηση ενημέρωσε τον Γενικό Γραμματέα σχετικά με την ευόδωση του ελληνο-τουρκικού διαλόγου και την απόσυρση της προσφυγής. 55Μια εβδομάδα αργότερα, η Κοινωνία των Εθνών απέσυρε με τη σειρά της το αίτημα για γνωμοδότηση σχετικά με τον διεθνή χαρακτήρα του Οικουμενικού Πατριαρχείου, το οποίο είχε υποβάλει στο Διαρκές Δικαστήριο Διεθνούς Δικαιοσύνης.56
Την 1η Ιουνίου πάντοτε, ο Süleyman Sami υπενθύμισε στο Φανάρι τις προϋποθέσεις για την εκλογή του διαδόχου του Κωνσταντίνου ΣΤ΄. Μόνο Τούρκοι υπήκοοι και μη ανταλλάξιμοι μπορούσαν να είναι υποψήφιοι. Ο επικρατέστερος από αυτούς, Ιωακείμ Χαλκηδόνος, θεωρήθηκε εκ των προτέρων μη αποδεκτός επειδή δεν πληρούσε τις παραπάνω προδιαγραφές.57 Το Πατριαρχείο εξέφρασε ανησυχία για τον αποκλεισμό από το εκλεκτορικό σώμα όλων των επισκοπών εκείνων που είχαν προσαρτηθεί στο ελληνικό κράτος μετά το 1912, οι οποίες παρέμεναν παραταύτα υπό την δικαιοδοσία του Φαναρίου. Οι τουρκικές αρχές επισήμαιναν πως δεν επρόκειτο για Τούρκους υπήκοους για να λάβουν την απάντηση ότι η διαδικασία, υπό αυτή τη μορφή, ήταν αντικανονιστική. Στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων με τον κυβερνήτη της Κωνσταντινούπολης, οι οποίες συνέχισαν να διεξάγονται ανελλιπώς, συμφωνήθηκε τελικά πως μόνο οι Τούρκοι υπήκοοι Μητροπολίτες ήταν εκλέξιμοι. Τα υπόλοιπα μέλη της Ιεράς Συνόδου θα επιδοκίμαζαν αυτομάτως το όποιο αποτέλεσμα.58
Η θέση του Πατριαρχείου ενισχύθηκε στις 21 Ιουνίου, με την υπογραφή ενός ελληνο-τουρκικού Συμφώνου μεταξύ Εξηντάρη και Rüstü. Η εν λόγω προσέγγιση θεωρήθηκε από κοινού ως απαρχή μιας περιόδου στενής πολιτικής συνεργασίας.59 Λίγες εβδομάδες αργότερα, η Ιερά Σύνοδος εξέλεξε ως Πατριάρχη τον Βασίλειο Γεωργιάδη, μέχρι τότε Μητροπολίτη Νικαίας. Ο τελευταίος ενθρονίστηκε στις 13 Ιουλίου.60
Με αφορμή το επεισόδιο της απέλασης του Κωνσταντίου ΣΤ΄, η Ελλάδα επιχείρησε να αναδείξει τη διεθνή υπόσταση του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Σε αυτή την προσπάθεια προσέκρουσε στη σθεναρή αντίθεση της τουρκικής κυβέρνησης, η οποία κατάφερε, σε τελική ανάλυση, να το απεικονίσει σαν έναν αμιγώς τουρκικό θεσμό δίχως να προκύψει αντίδραση εκ μέρους της διεθνούς κοινότητας. Μη δυνάμενη να εξασφαλίσει την υποστήριξη ακόμα και των υπολοίπων ορθοδόξων εθνών, η Αθήνα αναγκάστηκε εκ των πραγμάτων να συμβιβαστεί. Υπό αυτό το πρίσμα, η ανάκληση της προσφυγής στην Κοινωνία των Εθνών προσλαμβάνει συμβολικές διαστάσεις. Οι Έλληνες απώλεσαν μοναδική ευκαιρία να επιλύσουν στους κόλπους ενός διεθνούς οργανισμού το ακριβές καθεστώς του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Αντίθετα, με γνώμονα το διμερές Σύμφωνο του 1925, η τουρκική κυβέρνηση συνέχισε τις προκλήσεις σε βάρος της οικουμενικής διάστασης του Πατριαρχείου, εμφανίζοντας τον Πατριάρχη ως απλό αρχιερέα (Baspapaz) της ελληνορθόδοξης κοινότητας της Τουρκίας. Μεταξύ των ετών 1925-1930, το Πατριαρχείο βίωσε μια περίοδο συνεχούς παρακμής και διεθνούς απομόνωσης.
Το Σύμφωνο του 1925 άφησε αναπάντητο και το ερώτημα κατά πόσο η δέσμευση Ινονού της Λωζάννης υπήρξε τελικά μια προφορική συμφωνία και ως τέτοια, υποκείμενη στο Διεθνές Δίκαιο. Δεκαετίες ολόκληρες αργότερα, η υπόθεση εξακολουθεί να παραμένει νεφελώδης. Μια ομάδα ειδικών υποστηρίζει πως οι Συνθήκες Παρισίων (Μάρτιος 1836 – άρθρο IX) και Βερολίνου (Ιούλιος 1878 – άρθρο LXII) είναι ακόμη ενεργές και εγγυώνται τη διεθνή υπόσταση του Οικουμενικού Πατριαρχείου ακόμα και έπειτα από τη συνομολόγηση της Συνθήκης της Λωζάννης, ακριβώς επειδή στην τελευταία δεν συμπεριλαμβάνεται σχετική αναφορά. Επιπρόσθετα, τα άρθρα 40 και 41 παραχωρούν στις μη μουσουλμανικές μειονότητες εντός της Τουρκίας το δικαίωμα να ιδρύουν και λειτουργούν δικούς τους θρησκευτικούς, κοινωνικούς και εκπαιδευτικούς θεσμούς. Η δε μοίρα του Πατριαρχείου είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με εκείνη των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης. Παρά μια σειρά παραχωρήσεων, οι οποίες έλαβαν χώρα επί Πατριάρχη Αθηναγόρα Α΄ Σπύρου (1948 – 1972), η τουρκική κυβέρνηση εξακολουθεί να υποτιμά τον σημαίνοντα διεθνή θρησκευτικό ρόλο που αναλογεί στον Οικουμενικό Πατριάρχη.
Ενδεικτική Βιβλιογραφία Α΄ και Β΄ Μέρους
Σημειώσεις Β΄ Μέρους
Το παρόν κείμενο, με τίτλο “The Expulsion of Constantine VI: The Ecumenical Patriarchate and Greek-Turkish Relations, 1924-1925” δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στο περιοδικό Balkan Studies, αρ. 22,2, έκδοση του Ιδρύματος Μελετών Χερσονήσου του Αίμου, Θεσσαλονίκη, 1981, σ. 333-363. Μετάφραση από το πρωτότυπο: Γιάννης Μουρέλος.
- Σχετικά με την προοπτική μεταφοράς του Πατριαρχείου στην Κύπρο βλ. Colonial Office προς FO, 20/2/1925, FO/371/10859/Ε1059, και για την προοπτική μεταφοράς στην Ιερουσαλήμ, Μελάς προς ΥΠΕΞ, αρ. 517, 11/2/1925, ΥΔΙΑ/Β/35. ↩︎
- Greece: Annual Report, 1925, Cheetam προς Chamberlain, 6/5/1926, FO/371/11357/C5755. ↩︎
- Ο Πάγκαλος αναφερόταν στα μέλη της κυβέρνησης Δημητρίου Γούναρη, τα οποία εκτελέστηκαν με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας με συνοπτικές και διαβλητές διαδικασίες την επομένη της Μικρασιατικής Καταστροφής. Μάλιστα, ο ίδιος ο Πάγκαλος είχε αναλάβει καθήκοντα δημόσιου κατήγορου στους κόλπους του εκτάκτου στρατοδικείου. Σχετικά βλ. Michael Llewellyn Smith, Ionian Vision, Λονδίνο, 1973, σελ. 313 ff. ↩︎
- Cheetam προς FO, 31/1/1925, FO/371/10859/E560. Βλ. επίσης, Δ. Γατόπουλος, Ανδρέας Μιχαλακόπουλος, Αθήνα, 1947, σελ. 183, 228. ↩︎
- Κακλαμάνος προς ΥΠΕΞ, αρ. 361, 31/1/1925, ΥΔΙΑ/Β/35. ↩︎
- Δενδραμής προς ΥΠΕΞ, αρ. 1367, 30/1/1925, ΥΔΙΑ/Β/35. ↩︎
- Μιχαλακόπουλος προς Πολίτη, αρ. 1361, 31/1/1925, ΥΔΙΑ/Β/35. ↩︎
- Μιχαλακόπουλος προς Εξηντάρη, αρ. 1317, 30/1/1925, Εξηντάρης προς ΥΠΕΞ, αρ. 3248, 31/1/1925, αμφότερα στο ΥΔΙΑ/Β/35. Ήδη από τις 30 Ιανουαρίου, ο Εξηντάρης είχε απευθύνει επιστολή διαμαρτυρίας σε έντονο ύφος προς τον πρόεδρο της επιτροπής Manrique de Lara. Αντίγραφο της επιστολής αρ. 3235 στο ΥΔΙΑ/Β/35. ↩︎
- The Times, 2/2/1925. Harry J. Psomiades, The Eastern Question. The Last Phase. A Study in Greek-Turkish Diplomacy, Θεσσαλονίκη, 1968, σελ. 98-101. ↩︎
- Αντίγραφο της Ρηματικής Διακοίνωσης αρ. 293 της 1/2/1925, Πολίτης προς ΥΠΕΞ, αρ. 301, 1/2/1925, αμφότερα στο ΥΔΙΑ/Β/35. ↩︎
- Πολίτης προς ΥΠΕΞ, αρ. 328, 4/2/1025, αρ. 439, 5/2/1925, αμφότερα στο ΥΔΙΑ/Β/35. Lindsay προς Chamberlain, 5/2/1925, FO/371/10859/E712. The Times, 6/2/1925 ↩︎
- Ρηματική Διακοίνωση αρ. 27521, 5/2/1925, Πολίτης προς ΥΠΕΞ, αρ. 350, 5/2/1925, αμφότερα στο ΥΔΙΑ/Β/35. ↩︎
- Ibid. ↩︎
- Graham προς Chamberlain, 3/2/1925, FO/371/10859/E714, Cheetam προς Chamberlain, 4/2/1925, FO/371/10859/E668. ↩︎
- Tevhid-i Efkar, 1/2/1925 (ΥΔΙΑ/C/68/Αποκόμματα Τύπου). ↩︎
- Βλ. επίσης τα φύλλα της Hakimiyyet-i Milliye των 2, 4 και 5/2/1925 με συντάκτη τον επιφανή δημοσιογράφο και βουλευτή Mahmut Esat Bozkurt. ↩︎
- A. Rüştem Bey, “The Future of the Oecumenical Patriarchate”, Foreign Affairs, 3 (1925), σελ. 607. ↩︎
- Ρηματική Διακοίνωση της ελληνικής πρεσβείας Άγκυρας προς το τουρκικό υπουργείο Εξωτερικών, 10/2/1925, ΥΔΙΑ/Β/35. ↩︎
- Πρακτικά συζητήσεων της 19/2/1925 της Μεγάλης Εθνοσυνέλευσης, ΥΔΙΑ/C/68/Αποκόμματα Τύπου. Πολίτης προς ΥΠΕΞ, αρ. 527, 20/2/1925, ΥΔΙΑ/Β/35. ↩︎
- Βλ. το άρθρο “Η τελευταία ενέργεια της ελληνικής κυβέρνησης” (στην τουρκική γλώσσα) στο φύλλο της 11/2/1925 της Hakimiyet-i Milliye, ΥΔΙΑ/C/68/Αποκόμματα Τύπου. ↩︎
- Πολίτης (Παρίσι) προς Δενδραμή (Βέρνη), αρ. 1628, 7/2/1925, ΥΔΙΑ/Β/35. ↩︎
- LN/Doc.C.57.M.30.1925.VII στο LNOJ (League of Nations Official Journal), Απρίλιος 1925, 579. ↩︎
- Μιχαλακόπουλος προς Βενιζέλο, αρ. 1674, 6/2/1925, ΥΔΙΑ/Β/35. ↩︎
- Στις 3 Φεβρουαρίου 1925, σε ομιλία του στο Ινστιτούτο Διεθνών Σχέσεων του Λονδίνου, ο Βενιζέλος καταδίκασε την απέλαση του Πατριάρχη. Περίληψη της διάλεξης στο FO/371/10859/E638. Τις ίδιες θέσεις υποστήριξε την ίδια ημέρα ενώπιον του Harold Nicholson, FO/371/10859/E637. ↩︎
- Επιστολή του Βενιζέλου διαβιβασθείσα στο ΥΠΕΞ από τον Νικόλαο Πολίτη, αρ. 1092, 26/2/1925, ΥΔΙΑ/Β/35. ↩︎
- Επιστολή του Βενιζέλου διαβιβασθείσα στο ΥΠΕΞ από τον Γεώργιο Μελά, αρ. 821, 12/2/1925, ΥΔΙΑ/Β/35. ↩︎
- LNOJ, Απρίλιος 1925, σελ. 482-484. ↩︎
- Karl Strupp, “Le différent gréco-turc sur l’ éloignement du patriarche de Constantinople”, Revue du Droit International de Sciences Diplomatiques, Politiques et Sociales, 3 (1925), σελ. 15. ↩︎
- Ibid., σελ. 18. ↩︎
- C. G. Ténékidès, “L’ expulsion du Patriarche oecuménique et le conflit gréco-turc”, Revue Générale de Droit International Public, 32 (1925), σελ. 102-111. ↩︎
- Πατριάρχης Κωνσταντίνος Αράμπογλου προς την Κοινωνία των Εθνών, 23/2/1925, LN/Doc. C.129.1925.VII. ↩︎
- The Times, 23/2/1925. ↩︎
- “The Expulsion of the Ecumenical Patriarch from Constantinople”, επιστολή του Τούρκου υπουργού Εξωτερικών Şükrü Kaya προς τον Γενικό Γραμματέα της Κοινωνίας των Εθνών, 1/3/1925, LN/Doc.C.160.1925,VII, LNOJ, Απρίλιος 1925, σελ. 579-581. Σε απάντηση της παραπάνω επιστολής, η ελληνική κυβέρνηση απηύθυνε προς την Κοινωνία των Εθνών σχετικό υπόμνημα, 14/3/1925, LN/Doc.C.211.M.70.1925.VII, LNOJ, Μάιος 1925, σελ. 637-639. ↩︎
- Έκθεση του Γενικού Γραμματέα της ΚτΕ, κόμη Ishii, υιοθετηθείσα από το Συμβούλιο του Οργανισμού στις 14/3/1925, LN/Doc.C.183.1925.VII., LNOJ, Απρίλιος 1925, σελ. 578-579. ↩︎
- Ibid., σελ. 482-488. ↩︎
- Ibid., σελ. 488. ↩︎
- Εξηντάρης προς ΥΠΕΞ, αρ. 3314, 7/2/1925 και αρ.3315, 8/2/1925, αμφότερα στο ΥΔΙΑ/Β/35. ↩︎
- Δηλώσεις Rüstü προς τον Τύπο, The Times, 12/2/1925. ↩︎
- Πολίτης προς ΥΠΕΞ, αρ. 386, 9/2/1925, ΥΔΙΑ/Β/35. ↩︎
- Μιχαλακόπουλος προς Εξηντάρη, αρ. 1848, 10/2/1925, Εξηντάρης προς ΥΠΕΞ, αρ. 3354, 11/2/1925, αμφότερα στο ΥΔΙΑ/Β/35. ↩︎
- Σύμφωνα με πληροφορίες προερχόμενες από τη Μεικτή Επιτροπή, οι ημερομηνίες άφιξης των μελών της Ιεράς Συνόδου στην Κωνσταντινούπολη είχαν ως ακολούθως: Βασίλειος Νικαίας (1921), Καλλίνικος Κυζίκου (1921), Αγαθάγγελος Πριγκήπου (1919) Κύριλλος Ροδοπόλεως (1923), Φώτιος Δέρκων (1919), Ιωακείμ Χαλκηδόνος (1913), Θωμάς Ανέων (1905), Ευγένιος Σηλυβρίας (1916), Νικόδημος Προύσης (1910), Νικόλαος Καισαρείας (1916), Αμβρόσιος Νεοκαισαρείας (1914), Γερμανός Σάρδεων (1912). Από τους παραπάμω, οι πέντε πρώτοι ήταν ανταλλάξιμοι. Βλ. Εξηντάρης προς ΥΠΕΞ, αρ. 3372, 15/2/1925, ΥΔΙΑ/Β/35. ↩︎
- Διαμαντόπουλος προς ΥΠΕΞ, αρ. 818, 10/2/1925, ΥΔΙΑ/Β/35. ↩︎
- Πρακτικά συζητήσεων Osborne με τον Τούρκο επιτεραμμένο στο Λονδίνο, 13/2/1925, FO/371/10859/E878. ↩︎
- Εξηντάρης προς ΥΠΕΞ, αρ. 3468, 25/2/1925, Διαμαντόπουλος προς ΥΠΕΞ, αρ. 1148, 24/2/1925, αμφότερα στο ΥΔΙΑ/Β/35. Lindsay προς FO, 24/2/1925, FO/371/10859/E1189. The Times, 27/2/1925. ↩︎
- Μιχαλακόπουλος προς Εξηντάρη, αρ. 2765, 26/2/1925, ΥΔΙΑ/Β/35. ↩︎
- Διαμαντόπουλος προς ΥΠΕΞ, αρ. 1199 και Εξηντάρης προς ΥΠΕΞ, αρ. 3488, 26/2/1925, αμφότερα στο ΥΔΙΑ/Β/35. ↩︎
- Εξηντάρης προς ΥΠΕΞ, αρ.3501, 27/2/1925, αρ. 3511, 28/2/1925, αρ. 3562, 3/3/1925, άπαντα στο ΥΔΙΑ/Β/35. Lindsay προς FO, 4/3/1925, FO/371/10859/E1392. ↩︎
- Μαυρίδης προς ΥΠΕΞ, αρ. 3759, 15/3/1925, Εξηντάρης προς ΥΠΕΞ, αρ. 3520, 31/3/1925, αμφότερα στο ΥΔΙΑ/Β/35. ↩︎
- Keeling (Αθήνα) προς Chamberlain, 27/5/1925, FO/371/10860/E3299. The Times, 16/3/1925. ↩︎
- Κωνσταντίνος ΣΤ΄ προς Μιχαλακόπουλο, επιστολή 13/4/1925, ΥΔΙΑ/Β/35. ↩︎
- Διαμαντόπουλος προς ΥΠΕΞ, αρ. 7285, 30/5/1925, ΥΔΙΑ/Β/35. Lindsay προς Chamberlain, 29/5/1925, FO/371/10860/E3345. ↩︎
- Συνομιλία με τον Ιωάννη Πολίτη, Lindsay προς Chamberlain, 23/3/1925, FO/371/10860/E1927. ↩︎
- Harry J. Psomiades, The Eastern Question…, σελ. 103. ↩︎
- Σουίδας προς ΥΠΕΞ, αρ. 3802 και 3811, 11/4/1925, αμφότερα στο ΥΔΙΑ/Β/35. ↩︎
- Δενδραμής προς τον ΓΓ, 1/6/1925, LN/Doc.C.306.1925.VII, LNOJ, Ιούλιος 1925, σελ. 895. ↩︎
- Ibid., σελ. 854-855. ↩︎
- Διαμαντόπουλος προς ΥΠΕΞ, αρ. 3331, 2/6/1925, ΥΔΙΑ/Β/35. ↩︎
- Διαμαντόπουλος προς ΥΠΕΞ, αρ. 3769, 22/6/1925, ΥΔΙΑ/Β/35. ↩︎
- Εξαιρετική ανάλυση στο S. Ladas, op.cit., σελ. 513 ff. ↩︎
- Διαμαντόπουλος προς ΥΠΕΞ, αρ. 4226, 13/7/1925, ΥΔΙΑ/Β/35. Hoare προς Chamberlain, 15/7/1925, FO/371/10860/E4233. ↩︎