«Γιατί θυμόμαστε τον Λώρενς και ξεχνάμε τον Νογάλες;» αναρωτήθηκε ο αργεντινός λογοτέχνης και δημοσιογράφος Roberto Arlt (1900 – 1942), σε άρθρο του με τίτλο «Ο Λώρενς 500.000 δολάρια. Και ο Ραφαέλ ντε Νογάλες;»,1 που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “El Mundo” του Μπουένος Άιρες στις 15 Δεκεμβρίου του 1937 και αναδημοσιεύτηκε δύο εβδομάδες μετά στην εφημερίδα “El Nacional” της πόλης του Μεξικού. Το άρθρο αναφέρεται στους παράλληλους βίους δύο εξαιρετικά σημαντικών προσωπικοτήτων, που έδρασαν στα πεδία μαχών των περιφερειακών μετώπων του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, στα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.2
Στις γραμμές της Τριπλής Συνεννόησης (Entente) ο πρώτος, είναι o παγκοσμίως γνωστός Βρετανός συνταγματάρχης Thomas Lawrence (1888-1935), γνωστός ως Λώρενς της Αραβίας, ο οποίος οργάνωσε την αραβική εξέγερση (1916-1918) και συμμετείχε σε αυτήν διευθύνοντας επιχειρήσεις ομάδων ατάκτων Αράβων κατά του οθωμανικού στρατού, ως απεσταλμένος της ανωτάτης βρετανικής διοίκησης της Μέσης Ανατολής. Μετά το τέλος του πολέμου δημοσίευσε τις εμπειρίες του στο αυτοβιογραφικό βιβλίο “Seven Pillars of Wisdom” (Επτά Στύλοι της Σοφίας), που εκδόθηκε το 1926, γνώρισε παγκόσμια προβολή και δημοσιότητα και εξασφάλισε την υστεροφημία του συγγραφέα, χάρη στην επική ταινία του David Lean.
Ο Λώρενς με αραβική κελεμπία και ο Νογάλες με στολή Οθωμανού αξιωματικού και μετάλλια ανδρείας που του απονεμήθηκαν για τις υπηρεσίες του στις Κεντρικές Δυνάμεις.
Στις γραμμές του αντίπαλου συνασπισμού, της Τριπλής Συμμαχίας των Κεντρικών Δυνάμεων, ο δεύτερος, είναι ο άγνωστος Βενεζουελανός μπέης Rafael de Nogales Méndez (1877-1937), που την ίδια περίοδο με το Λώρενς πολέμησε εθελοντικά ως αξιωματικός στις τάξεις του οθωμανικού στρατού κατά των ρωσικών και βρετανικών δυνάμεων, καθώς και κατά των Αρμενίων στη πολιορκία του Βαν. Το 1924 εξέδωσε το αυτοβιογραφικό βιβλίο “Cuatro años bajo la Media Luna” (Τέσσερα χρόνια στην υπηρεσία της Ημισελήνου), όπου καταγράφει τις συκλονιστικές του εμπειρίες, καθώς και εκτιμήσεις, εντυπώσεις, και σκέψεις από την τετραετή θητεία του στον οθωμανικό στρατό, δίνοντας παράλληλα το χρονικό της κατάρρευσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Στις 463 πυκνογραμμένες σελίδες του βιβλίου του που φέρει τον επεξηγηματικό υπότιτλο “Su diario e impresiones durante la guerra mundial en los diversos frentes de Europa y Asia” (το ημερολόγιο και οι εντυπώσεις του από τα διάφορα μέτωπα σε Ευρώπη και Ασία κατά τον παγκόσμιο πόλεμο), διατυπώνει με ακρίβεια λεπτομέρειες στρατιωτικού, πολιτικού, διπλωματικού και εθνογραφικού χαρακτήρα, περιγράφει το πολύχρωμο πολιτιστικό μωσαϊκό της Ανατολίας και δίνει ανεκτίμητες μαρτυρίες για την οργάνωση και εκτέλεση της γενοκτονίας των Αρμενίων, τη δράση των Νεότουρκων και το ρόλο των Γερμανών, καθώς και τις σχέσεις μεταξύ τους.
Τόσο οι Οθωμανοί, όσο και οι Γερμανοί τίμησαν το Νογάλες για τις υπηρεσίες του, απονέμοντάς του οκτώ συνολικά παράσημα ανδρείας. Στο ίδιο άρθρο, ο Roberto Arlt αναφέρει ότι ο Τύπος του Βερολίνου στις 15 Σεπτεμβρίου 1918 τον εξυμνεί ως εξής: «Θα πρέπει να αποτελεί πραγματική ικανοποίηση για όλους τους Λατινοαμερικανούς ότι είναι ο μοναδικός ουδέτερος αξιωματικός που πολεμά με αυτήν ακριβώς την ιδιότητα στις γραμμές των Κεντρικών Δυνάμεων και εδώ και τριάμισι χρόνια, μαχόμενος υπό τη σημαία του Προφήτη, έχει καταφέρει να δρέψει δάφνες, που θα γέμιζαν αναμφισβήτητα με ικανοποίηση και περηφάνια, όχι μόνο την πατρίδα του τη Βενεζουέλα, αλλά όλες τις λατινοαμερικανικές δημοκρατίες».
Αναφερόμενος στις ομοιότητες των δύο ανδρών, ο Arlt σημειώνει: «είναι και οι δύο εξαιρετικά ριψοκίνδυνοι τυχοδιώκτες, έχουν τα χέρια τους βαμμένα με αίμα… είναι συγγραφείς… είναι επαγγελματίες στρατιωτικοί, ωστόσο απογυμνώνουν τόσο ανηλεώς τους επαγγελματίες στρατιωτικούς, ώστε τελικά μας προκαλούν φρίκη».
Ο Arlt θεωρεί ότι τα βιβλία που έγραψαν και οι δύο, βασισμένα στις περιπέτειές τους, «έχουν το ίδιο ζοφερό μεγαλείο» και καταλήγει: «Θεωρώ ότι όφειλα, ως πράξη δικαιοσύνης, να ανακαλέσω στη μνήμη το βιβλίο του τυχοδιώκτη Νογάλες, σε αυτή ακριβώς τη στιγμή που θυμόμαστε τόσο ζωντανά το έργο του Λώρενς.»
Ο Arlt διατύπωσε το ερώτημα, ωστόσο δεν έδωσε με το άρθρο του την απάντηση, δηλαδή για πιο λόγο ξεχάστηκε ο Νογάλες και το τόσο σημαντικό ντοκουμέντο που μας άφησε, 13 μόλις χρόνια μετά την αρχική του έκδοση στα ισπανικά και ενώ εκδόθηκε στη συνέχεια στα γερμανικά(1925),στα αγγλικά(1926) και στα γαλλικά(1934). Επιπλέον, το 1931 έκανε την εμφάνισή της μία λογοκριμένη έκδοση στα τουρκικά, από την οποία είχαν αφαιρεθεί τα κεφάλαια που αφορούσαν στην αρμενική γενοκτονία.
Το γεγονός ότι ο Λώρενς πολέμησε στο στρατόπεδο των νικητών, προσέφερε πολύτιμες υπηρεσίες στη πατρίδα του, διασφαλίζοντας τα συμφέροντά της στη Μέση Ανατολή, ηρωποιήθηκε και χαρακτηρίστηκε ως ο “πρίγκιπας της Μέκκας” ή ο “βασιλιάς δίχως στέμμα της Αραβίας”, ενώ αντίθετα ο Νογάλες πολέμησε στο στρατόπεδο των νικημένων, υπηρετώντας ξένη σημαία, η πατρίδα του τον αντιμετώπισε ως μαύρο πρόβατο και του αποδόθηκαν αφενός οι ρομαντικοί χαρακτηρισμοί “ντ’ Αρτανιάν του 20 αιώνα” ή “στρατιώτης Δον Κιχώτης” αλλά παράλληλα κατηγορήθηκε ως o “δήμιος της Αρμενίας” από τον πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών Woodrow Wilson, θα μπορούσε ίσως να εξηγήσει εν μέρει τη δημοσιότητα που είχε το έργο του πρώτου και την λήθη στην οποία περιέπεσε το έργο του δεύτερου. Η Ιστορία δε γράφεται μόνο από τους νικητές, αλλά σίγουρα προβάλει τους άθλους τους, κυρίως όταν αυτοί αποτελούν μέσο εσωτερικής προπαγάνδας αλλά και προβολής της εξωτερικής πολιτικής μιας παραπαίουσας αυτοκρατορίας, όπως η Βρετανική, μετά το Μεγάλο Πόλεμο.
Αλλά ποιός πραγματικά ήταν ο αμφιλεγόμενος Νογάλες, που αυτοχαρακτηρίστηκε “περιπλανώμενος ιππότης” ή “πολίτης του κόσμου” και κάτω από ποιές συνθήκες βρέθηκε να υπηρετεί την Ημισέληνο;
Οι αυτοβιογραφικές πραγματείες των Λώρενς και Νογάλες. Η δεύτερη είναι τιμητική έκδοση για τη συμπλήρωση 100 χρόνων από την έναρξη του Μεγάλου Πολέμου, Almuzara, 2015.
Οι περιπέτειες στις πέντε ηπείρους ενός κοσμοπολίτη-στρατιώτη3
Στις 14 Οκτωβρίου 1877 στο San Cristóbal, της επαρχίας Táchira στη δυτική Βενεζουέλα, ήρθε στον κόσμο ο Rafael Ramón Inchauspe Méndez, γόνος εύπορης οικογένειας κρεολών, η οποία μετανάστευσε στη Γερμανία τον Απρίλιο του 1886. O νεαρός Ραφαέλ μετά από τις βασικές σπουδές στη Γερμανία, πήγε στο Βέλγιο για στρατιωτικές σπουδές και στην Ισπανία, όπου παρακολούθησε μαθήματα φιλοσοφίας και φιλολογίας.
Μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του, άλλαξε το βασκικής προέλευσης επίθετο Inchauspe, επιλέγοντας την αντίστοιχη ισπανική λέξη Nogales (καρυδιές), και έχοντας ως θεμελιώδη αρχή, όπως λέει ο ίδιος, «δράση ή θάνατος», επιδόθηκε σε ένα ξέφρενο κυνήγι περιπετειών και εθίστηκε σε αυτές σε τέτοιο βαθμό, ώστε κάθε φορά επιζητούσε ως κίνητρο τις πλέον ριψοκίνδυνες, που του προσέφεραν όλο και μεγαλύτερες συγκινήσεις.
Η καριέρα του ως επαγγελματία στρατιωτικού εγκαινιάστηκε στην Κούβα στις 15 Φεβρουαρίου 1898, όπου πήρε το βάπτισμα του πυρός στον ισπανο-αμερικανικό πόλεμο, πολεμώντας στο πλευρό των Ισπανών για τη διατήρηση της αποικιοκρατικής κατοχής του νησιού. Μετά την ήττα της Ισπανίας περιπλανήθηκε για δύο χρόνια σε Αφρική και Ασία παίρνοντας μέρος σε επικίνδυνες στρατιωτικές αποστολές, ικανοποιώντας παράλληλα ένα άλλο μεγάλο πάθος: την περιέργειά του να γνωρίσει τόπους άγνωστους και μακρινούς. Το 1890 επέστρεψε στην πατρίδα του, αλλά ήρθε σε αντιπαράθεση με το αυταρχικό καθεστώς με συνέπεια τη φυλάκισή του. Κατάφερε να δραπετεύσει την άνοιξη του 1901 και μετά από απίστευτες τυχοδιωκτικές περιπέτειες στα νησιά της Καραϊβικής, στην Κεντρική Αμερική και στο Μεξικό, βρέθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες για να εργαστεί ως αγελαδοτρόφος στη Νεβάδα και την Αριζόνα.
Στα τέλη του 1903 αναχώρησε για την Κίνα, που λόγω του επερχόμενου ρωσο-ιαπωνικού πολέμου (1904-1905) είχε μετατραπεί σε μήλο της έριδος, μεταξύ Ρωσίας, Ιαπωνίας και Βρετανίας, καθώς και πρόσφορο πεδίο για νέες περιπέτειες. Εκεί έδρασε ως διπλός κατάσκοπος υπέρ της Κορέας και της Ιαπωνίας, αλλά αποκαλύφθηκε και διέφυγε στην Αλάσκα τον Μάιο του 1904, όπου παρέμεινε για ενάμιση χρόνο κυνηγώντας φάλαινες με τους Εσκιμώους.
Η τυχοδιωκτική του φύση, αλλά και ο πυρετός του χρυσού τον οδήγησαν και πάλι στη Νεβάδα, και την Καλιφόρνια, όπου από το 1906 έως το 1907 άσκησε δύο άκρως κερδοφόρα επαγγέλματα: του χρυσοθήρα και του ζωοκλέφτη. Παράλληλα ήρθε σε επαφή με εξόριστους Μεξικανούς και επηρεάστηκε από τις ιδέες τους σε τέτοιο βαθμό ώστε να μετατραπεί από ζωοκλέφτης σε φλογερό επαναστάτη. Πήγε στο Μεξικό και πήρε μέρος στην πρώτη μεγάλη κοινωνικο-πολιτική επανάσταση του 20ου αιώνα.
Από το 1909 μέχρι το 1914 προσπάθησε επανειλημμένα, αλλά χωρίς επιτυχία, να ανατρέψει το δικτατορικό καθεστώς της πατρίδας του, με άρθρα, αλλά και με ένοπλη δράση, γεγονός που του στέρησε τη δυνατότητα στρατιωτικής καριέρας στη Βενεζουέλα. Γι αυτό θεώρησε την έκρηξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου ως ευκαιρία να δράσει ως επαγγελματίας στρατιωτικός.
Από την Καραϊβική στη Μικρά Ασία
Ο Νογάλες βρισκόταν στις Αντίλλες όταν πληροφορήθηκε ότι στις 2 Αυγούστου 1914 είχε ξεσπάσει ο Μεγάλος Πόλεμος και αμέσως πήρε την απόφαση να πάει στην Ευρώπη για να στρατευτεί στο πλευρό της Entente. Ωστόσο, η προσφορά του αρχικά προς τον βελγικό στρατό και στη συνέχεια προς τον γαλλικό απορρίφθηκε. Απτόητος, συνέχισε τη προσπάθεια απευθυνόμενος στο στρατό του Μαυροβουνίου και της Σερβίας για να εισπράξει αρνητικές απαντήσεις, λόγω της ουδετερότητας της Βενεζουέλας. Αποφάσισε να πάει στη Σόφια για να υποβάλει το αίτημά του στο Ρώσο πρέσβη, αλλά εισέπραξε ακόμα μία αρνητική απάντηση.
Τον απογοητευμένο Λατινοαμερικανό έσπευσε να παρηγορήσει ο στρατιωτικός ακόλουθος της γερμανικής πρεσβείας στη Σόφια, von der Goltz4 και ο Οθωμανός πρέσβης Fethi μπέη, οι οποίοι του πρότειναν να πολεμήσει για τις Κεντρικές Δυνάμεις και του προσέφεραν μία θέση στον οθωμανικό στρατό. Αν και δεν ήταν η πρώτη του επιλογή, ο Νογάλες, ως επαγγελματίας στρατιώτης, αποδέχτηκε την πρόταση και αναχώρησε για την Κωνσταντινούπολη, όπου αρχικά συναντήθηκε με υψηλόβαθμους Γερμανούς, όπως αφηγείται: «Μόλις έφτασα στην Κωνσταντινούπολη έγινα αμέσως δεκτός από τον αρχιστράτηγο Liman von Sanders, αρχηγό της γερμανικής στρατιωτικής αποστολής στην Τουρκία και ήρωα της εκστρατείας των Δαρδανελίων, ο οποίος μαζί με το στρατηγό Bronsart von Schellendorf πασά, αρχηγό του τουρκικού Γενικού Επιτελείου Στρατού, με παρουσίασαν στον υπουργό Στρατιωτικών Enver πασά, που με τίμησε με τη φιλία του. Μου προσέφερε μία θέση ανώτατου αξιωματικού στον τακτικό τουρκικό στρατό, δίνοντας το λόγο της τιμής μου ως άνδρας και ως στρατιώτης ότι θα υπερασπιζόμουν και θα τιμούσα τη σημαία αυτής της χώρας, για όσο θα την υπηρετούσα. Αυτόν τον όρκο τον εκπλήρωσα πιστά μέχρι το τέλος του πολέμου».5 Ως Νογάλες μπέης πλέον, αναχώρησε στις 12 Φεβρουαρίου 1915 για το ρωσο-τουρκικόμέτωπο του Καυκάσου. Ο ίδιος σχολιάζει με αυτοσαρκαστική διάθεση: «Μέσα σε λίγους μήνες από αρχηγός των ανταρτών που μάχονταν τη δικτατορία του Gómez στη Βενεζουέλα, έγινα αξιωματικός της Ημισελήνου και πολεμούσα κατά των στρατευμάτων των χωρών που είχαν αρνηθεί τις υπηρεσίες μου μερικές μέρες πριν» και συνεχίζει αναφερόμενος στις αιτίες αυτής της μεταστροφής: «Αλλά μια αιτία είναι απλά μια αιτία, λίγο ή πολύ δίκαια. Αυτό που θα έλεγα προς υπεράσπισή της θα μπορούσε να είναι λιγότερο ή περισσότερο αληθινό. Αλλά ποιός μπορεί να έχει δίκαιο στον πόλεμο; Όπως λένε οι Γάλλοι “o πόλεμος είναι πόλεμος”. Εγώ ως επαγγελματίας στρατιωτικός φυσικά και έπρεπε να συμμετάσχω σε αυτόν τον πόλεμο».6
Στο μέτωπο του Καυκάσου οι επιχειρήσεις βρίσκονταν σε ύφεση μετά από τη συντριπτική ήττα της Τρίτης Στρατιάς από τις ρωσικές δυνάμεις στο Σαρίκαμισκ. Ο Νογάλες, διψασμένος για δράση, ζήτησε να ενταχθεί στη Μεραρχία της Χωροφυλακής και αναχώρησε για το Βαν τον Απρίλιο του 1915, όταν η οθωμανική κυβέρνηση άρχισε να θέτει σε εφαρμογή το σχέδιο εξόντωσης του αρμενικού πληθυσμού. Βρέθηκε στο μάτι του κυκλώνα και κατέγραψε με λεπτομέρειες όσα είδε, χωρίς να αποκρύψει τη δική του συμμετοχή στην επιχείρηση αφανισμού αυτού του λαού με τον πανάρχαιο πολιτισμό.
Η πολιορκία του Βαν
Μετά την ήττα στο Σαρίκαμισκ, η περιφέρεια του Βαν, με το μεγαλύτερο ποσοστό Αρμενίων όλης της Ανατολίας, μετατράπηκε σε κρανίου τόπο. Οι διώξεις άρχισαν όταν ο Enver πασάς, Υπουργός Στρατιωτικών και επικεφαλής της Τρίτης Στρατιάς, επιστρέφοντας στην Κωνσταντινούπολη απέδωσε την ήττα στην προσχώρηση Αρμενίων στο ρωσικό στρατό. Στις 20 Απριλίου 1915 η πόλη Βαν, όπου είχαν καταφύγει πολλοί άμαχοι, πολιορκήθηκε από οθωμανικά στρατεύματα. Στην περιτειχισμένη αρχαία ακρόπολη οχυρώθηκαν 1.300 ένοπλοι Αρμένιοι για να προστατέψουν 30.000 αμάχους. Επί σχεδόν ένα μήνα αντιστάθηκαν στις επιθέσεις των οθωμανικών δυνάμεων, μέχρι την έλευση του ρωσικού στρατού.7
Στις 20 Απριλίου ο Νογάλες έφτασε στη λίμνη του Βαν. Στην παραλίμνια πόλη Αντίλτζεβας έγινε μάρτυρας της επίθεσης κατά του αρμενικού πληθυσμού της πόλης, την οποία περιγράφει λεπτομερώς: «οι πολιτικές αρχές της πόλης υποστηριζόμενες από Κούρδους και ντόπιους εγκληματίες είχαν εφορμήσει και λεηλατούσαν την αρμενική συνοικία…. Γκρέμιζαν τις πόρτες και εισέβαλαν στα σπίτια των ανυπεράσπιστων θυμάτων τους, μαχαίρωναν τους άνδρες και εξανάγκαζαν τις μητέρες, αδελφές και κόρες να σύρουν τα πτώματά τους στο δρόμο. Εκεί άλλοι παλιάνθρωποι από αυτόν το συρφετό τους αποτελείωναν, στη συνέχεια τους αφαιρούσαν τα ενδύματά τους και εγκατέλειπαν τα γυμνά τους πτώματα για να γίνουν βορά των τσακαλιών και των κορακιών.»8 Το αποτρόπαιο θέαμα του προκάλεσε οργή και αγανακτισμένος ζήτησε από το δήμαρχο, ο οποίος διεύθυνε, όπως λέει, την επιχείρηση, να σταματήσει τη σφαγή. Έκπληκτος, άκουσε την απάντηση ότι εκτελούσε γραπτή και κατηγορηματική διαταγή του γενικού κυβερνήτη της περιφέρειας να εξολοθρέψει όλο τον άρρενα αρμενικό πληθυσμό, άνω των δώδεκα ετών και αντιλήφθηκε ότι οι πολιτικές αρχές είχαν διατάξει και οργανώσει τις σφαγές, τις οποίες αυτός ως στρατιωτικός δεν είχε τη δικαιοδοσία να αποτρέψει.
Την επόμενη μέρα, όταν αποβιβάστηκε στο Ερντεμίντ, το επίνειο του Βαν, διαπίστωσε ότι είχε πυρποληθεί. Απομακρύνθηκε γρήγορα, επειδή δεν μπορούσε να υποφέρει την έντονη μυρωδιά καμένης σάρκας, η οποία αναδυόταν από τα πτώματα των Αρμενίων που είχαν καταφύγει στο εσωτερικό της φλεγόμενης εκκλησίας. Οργανωμένες ομάδες Κούρδων και Τούρκων ατάκτων ερευνούσαν τα μουσουλμανικά σπίτια και τα πηγάδια για να εκτελέσουν όσους Αρμένιους είχαν καταφύγει σε αυτά. Η βαρβαρότητα του τρόπου εκτέλεσης, το ψυχορράγημα και η επιθανάτια αγωνία των θυμάτων σχολιάστηκε με αποτροπιασμό από το Νογάλες, ο οποίος ήταν αναγκασμένος να παρίσταται όπως λέει «με το χαμόγελο στα χείλη σε αυτό το όργιο βαρβαρότητας, βλέποντας τα αιμόφυρτα σώματα των θυμάτων να σφαδάζουν».9
Με τη συνοδεία έφιππων χωροφυλάκων έφτασε στο Βαν και ανέλαβε τη στρατιωτική διοίκηση των δυνάμεων της χωροφυλακής που συμμετείχαν στη πολιορκία της πόλης, ενώ τη γενική διοίκηση είχε ο κυβερνήτης της επαρχίας του Βαν Djevded μπέης. Η άφιξή του επιβεβαιώνεται από ένα κωδικοποιημένο τηλεγράφημα με ημερομηνία 22/23 Απριλίου 1915, υπογεγραμμένο από τον Djeved μπέη, όπου αναφέρεται ότι ο Νογάλες συμμετείχε στην πολιορκία του Βαν. Μεταξύ άλλων, λέει:
«Επείγον
Σήμερα συνεχίστηκαν οι βίαιες συγκρούσεις… Εκείνη τη στιγμή έφτασε ο Nokalis (Νογάλες) αφέντη για να ασκήσει τα καθήκοντά του. Θα παραμείνει εδώ για μερικές μέρες για να αντιταχτεί στους επαναστάτες …»10
Οι συνεχείς έφοδοι που έκανε ο Νογάλες με τους άντρες του στην προσπάθειά τους να διεισδύσουν στην πόλη, αποτύγχαναν κυρίως εξ αιτίας της γενναίας αντίστασης των Αρμενίων υπερασπιστών της, την οποία περιγράφει με θαυμασμό και παράλληλα δίνει αναλυτικές λεπτομέρειες σχετικά με την οργάνωση της πολιορκίας, των επιθέσεων και των μεθόδων κάμψης της αντίστασης των πολιορκημένων. Παραθέτει αυτούσιους διαλόγους και επεισόδια μεταξύ αντιπάλων, επαίρεται για το ζήλο και την ορμή των στρατιωτών του, αλλά αναγνωρίζει και τη γενναιότητα των Αρμενίων που, όπως λέει χαρακτηριστικά, «υπερασπίζονταν απεγνωσμένα, μαχόμενοι μέχρι θανάτου για μία Αρμενία ελεύθερη και για τον θρίαμβο του Αγίου Σταυρού…. ενώ εγώ καταριόμουν την ώρα και τη στιγμή που η κακή μου τύχη με είχε μετατρέψει σε δήμιο των ομοθρήσκων μου».11
Καθώς ο ρωσικός στρατός πλησίαζε στο Βαν οι οθωμανικές δυνάμεις έλυσαν τη πολιορκία και υποχώρησαν. Ο Νογάλες κατευθύνθηκε προς τα τουρκο-ιρανικά σύνορα, αφού πρώτα αντιμετώπισε τις ραδιουργίες του Djevded, ο οποίος προσπάθησε να τον εξοντώσει για να απαλλαγεί από το μόνο χριστιανό αξιωματικό του οθωμανικού στρατού και αυτόπτη μάρτυρα των θηριωδιών που διέπραξε. Ο Νογάλες τον χαρακτηρίζει ως ένα «πάνθηρα με ανθρώπινη μορφή, ντυμένο με την τελευταία λέξη της παρισινής μόδας, που παρόλη την εκλεπτυσμένη του συμπεριφορά, δεν διστάζει να βγάλει από τη μέση οποιονδήποτε σταθεί εμπόδιο στο δρόμο του ή γνωρίζει περισσότερα από όσα θα έπρεπε».12
Από το Βαν στη Μεσοποταμία– Οδοιπορικό φρίκης
Στην πορεία του προς τα νοτιο-ανατολικά του Βαν ήρθε αντιμέτωπος αρκετές φορές με το ρωσικό στρατό. Κατέφυγε στο Μπάσκαλε, αλλά η προέλαση των Ρώσων τον εξανάγκασε να εγκαταλείψει τη πόλη, αφού πρώτα την πυρπόλησε για να μην πέσουν οι προμήθειες σε εχθρικά χέρια. Οι συμπλοκές με τους Ρώσους συνεχίστηκαν, καθώς ο οθωμανικός στρατός υποχωρούσε. Ο Νογάλες κατευθύνθηκε δυτικά, ξεκινώντας ένα οδοιπορικό φρίκης μέσα από περιοχές με αρμενικό πληθυσμό, όπου η συστηματική εξόντωσή του ήταν σε εξέλιξη. Λίγο πριν την άφιξή του στο Μπιτλίς, αγανακτισμένος από τις σφαγές αμάχων χριστιανών, παραιτήθηκε από αρχηγός του προσωρινού επιτελείου της μεραρχίας της χωροφυλακής του Βαν, επειδή θεώρησε ότι υπεύθυνος της εξόντωσης όχι μόνο των Αρμενίων, αλλά και άλλων χριστιανών αμάχων στις πόλεις Σερτ, Μπιτλίς, στην κοιλάδα του Μους και τα βουνά του Σασούν, ήταν ο Halil, γενικός αρχηγός του εκστρατευτικού σώματος στο οποίο υπηρετούσε. Ως συνεργό του Halil κατονομάζει τον Djevded και καταγγέλλει ότι οι τοπικές αρχές του Μπιτλίς είχαν ετοιμάσει το σχέδιο εξολόθρευσης του χριστιανικού πληθυσμού και οι ομάδες των εθελοντών περίμεναν εντολή του Halil για να αναλάβουν δράση. Επίσης καταγγέλλει ότι ο Djevded μοιράστηκε με τον Halil πέντε χιλιάδες λίβρες χρυσού, που απέσπασε με δόλο από τους Αρμένιους του Μπιτλίς. Περιγράφει με λεπτομέρειες την εξόντωση των αρρένων κατοίκων άνω των 12 ετών του Μπιτλίς και υπολογίζει ότι μόνο σε μία μέρα, την 25η Ιουνίου 1915, σφαγιάστηκαν 15.000 χριστιανοί του Μπιτλίς και των περιχώρων, όχι μόνο Αρμένιοι, αλλά και Νεστοριανοί, Γρηγοριανοί, Χαλδαίοι και Σύριοι καθολικοί.13 Ο Νογάλες αναφέρει ότι «οι νέες γυναίκες δόθηκαν ως λάφυρα στους εκτελεστές, οι ηλικιωμένες και τα παιδιά εκτοπίστηκαν… Γύρω στις 30.000 διέφυγαν από ο Μπιτλίς και άλλες πόλεις και κατέφυγαν διωκόμενοι στην οροσειρά του Αντίταυρου. Εκεί αυτοκτόνησαν ομαδικά, καθώς προτίμησαν να πηδήξουν στο κενό παρά να πέσουν στα χέρια των διωκτών τους»14.
Καταγγέλλει ότι «στο Σερτ ο ίδιος ο Djevded είχε σχεδιάσει τις σφαγές, την εκτέλεση των οποίων διεύθυνε προσωπικά ο Nasim Effendi, αρχηγός της τοπικής αστυνομίας».15 Περιγράφει με φρικιαστικές λεπτομέρειες τις σφαγές στο Σερτ και την εικόνα της λεηλατημένης πόλης. Αποφάσισε να φύγει κρυφά όταν πληροφορήθηκε ότι ο Halil είχε δώσει εντολή να δολοφονηθεί «για να μη μαρτυρήσει όσα μάτια χριστιανού δεν έπρεπε να δουν».16 Ο Djevded τον έψαχνε μανιωδώς για να εκτελέσει την εντολή, αλλά γλίτωσε την τελευταία στιγμή από απόπειρα να δολοφονήσουν αυτόν και τους συνοδούς του.
Αναφέρει ότι στο Μους σφαγιάστηκαν 50.000 χριστιανοί μέσα σε 15 ημέρες. Την ίδια τύχη είχαν στο Ντιγιαρμπακίρ και στα Άδανα, καθώς και οι εκτοπισμένοι στη βόρεια Συρία από την κεντρική και βόρεια Ανατολία. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του από το Σερτ προς το Ντιγιάρμπακιρ έγινε μάρτυρας πολλών θηριωδιών τις οποίες περιγράφει με φρίκη και αποτροπιασμό. Είδε εκατοντάδες πτώματα στις όχθες του Ευφράτη να έχουν γίνει τροφή τσακαλιών και ορνέων και υποστηρίζει ότι το 90 – 95% των εκτοπισμένων άφησε την τελευταία του πνοή στην έρημο, καθώς εξοντώνονταν συστηματικά κατά τη διάρκεια της πορείας. Διατυπώνει την άποψη ότι οι σφαγές και οι εκτοπίσεις ήταν ένα καλά οργανωμένο σχέδιο του ίδιου του Υπουργού Εσωτερικών Talaat πασά και των συνεργατών του, με στόχο να απαλλαγούν πρώτα από τους Αρμένιους, μετά από τους Έλληνες και τους άλλους χριστιανούς.
Ως εμπνευστή και οργανωτή της σφαγής στο Ντιγιάρμπακιρ, ο Νογάλες κατονομάζει τον κυβερνήτη Reshid μπέη και ως εκτελεστή τον αστυνομικό διοικητή Mehmed Asim μπέη, τον οποίο αποκαλεί ύαινα. Ως πρόφαση επικαλέστηκαν την κατοχή όπλων, τα οποία ο Mehmed Asim του είπε ότι βρέθηκαν κρυμμένα σε σπίτια και εκκλησίες και του έδειξε φωτογραφίες με όσα είχε κατασχέσει. Ο Νογάλες, παρατηρώντας τις προσεκτικά, ανακάλυψε ότι ήταν σωροί κυνηγετικών όπλων που είχαν καλυφτεί από πολεμικά όπλα, αλλά όχι αρκετά προσεκτικά. Αντιλήφτηκε ότι επρόκειτο για τέχνασμα του Mehmed Asim και θεώρησε ότι αποσκοπούσε στην παραπλάνηση της κοινής γνώμης.
Σύμφωνα με μαρτυρία του γενικού κυβερνήτη της περιφέρειας Reshid μπέη στον ίδιο τον Νογάλες, ο Talaat έστειλε με τηλεγράφημα την εντολή εξόντωσης του χριστιανικού πληθυσμού: «κάψε, κατάστρεψε, σκότωσε».17 Αυτή η πληροφορία του Νογάλες είναι βαρύνουσας σημασίας, καθώς η αυθεντικότητά τεκμηρίων, που υπαινίσσονται ότι η κυβέρνηση είχε αποφασίσει να εξολοθρεύσει τους Αρμένιους και είχε εκδώσει σχετικές διαταγές, έχει αμφισβητηθεί από την τουρκική πλευρά. Ο Νογάλες, ως απόδειξη της αυθεντικότητας αυτού του τηλεγραφήματος, επικαλείται τον τύπο της Κωνσταντινούπολης, ο οποίος μετά την πτώση των Νεότουρκων δημοσίευσε παρόμοιο τηλεγράφημα, που ο Talaat έστειλε στον κυβερνήτη της Μαλάτιας, με το οποίο επιπλέον αναλάμβανε κάθε ηθική και υλική ευθύνη.
Ο φόβος ότι ο Halil και ο Djevded θα τον δολοφονήσουν για να του κλείσουν το στόμα, ανάγκασε το Νογάλες να εγκαταλείψει το Ντιγιάρμπακιρ στις 27 Ιουνίου. Περνώντας από τα Άδανα, το καλοκαίρι του 1915, έγινε μάρτυρας της εκτόπισης των Αρμενίων στη Συρία. Περιγράφει με λεπτομέρειες τις κακουχίες των καραβανιών των εξαθλιωμένων εκτοπισμένων, που αποδεκατίστηκαν από την πείνα, τα τσακάλια και τους λύκους, αλλά κυρίως τη βάναυση συμπεριφορά και την απληστία των φρουρών τους.
Στις 20 Νοεμβρίου 1915, ενώ βρισκόταν στην Ιερουσαλήμ, πληροφορήθηκε ότι ο Colmar von der Goltz, διοικητής της Έκτης Στρατιάς και επικεφαλής των επιχειρήσεων στο μέτωπο της Μεσοποταμίας, είχε ζητήσει να τεθεί στην υπηρεσία του. Έτσι στα τέλη Δεκεμβρίου του 1915 εντάχθηκε στην Έκτη Οθωμανική Στρατιά.
Οι πληροφορίες του Νογάλες ως προς την έκβαση των επιχειρήσεων στο μέτωπο της Μεσοποταμίας και οι εκτιμήσεις του γι αυτές επιβεβαιώνονται σε γενικές γραμμές από τη βιβλιογραφία. Η νικηφόρα προέλαση των βρετανο-ινδικών δυνάμεων, που είχαν αποβιβαστεί στις 6 Νοεμβρίου 1914 στο μυχό του Περσικού Κόλπου και προήλαυναν προς το εσωτερικό της Μεσοποταμίας ανακόπηκε από την Έκτη Στρατιά στην Κτησιφώνα, 22 χιλιόμετρα πριν τη Βαγδάτη, στις 21 Νοεμβρίου 1915 με τεράστιες απώλειες και από τις δύο πλευρές. Ο επικεφαλής των βρετανο-ινδικών δυνάμεων Townshend οπισθοχώρησε με τα υπολείμματα του στρατού του στην πόλη Κουτ, στον Τίγρη ποταμό, στο κάστρο της οποίας οχυρώθηκαν οι βρετανικές δυνάμεις, αλλά αναγκάστηκαν να παραδοθούν μετά από 147 ημέρες πολιορκίας, στις 29 Απριλίου 1916.18 Το γόητρο των Βρετανών δέχτηκε μεγάλο πλήγμα, καθώς ποτέ μέχρι τότε δεν είχε υπάρξει παράδοση παρομοίου μεγέθους στην ιστορία του βρετανικού στρατού.19
Ο von der Goltz στις 12 Ιανουαρίου 1916 διόρισε τον τολμηρό Βενεζουελανό επιθεωρητή της έφιππης ταξιαρχίας του Maghmud Fasel πασά, καθώς και εκπρόσωπό του σε αυτήν, με καθήκον να τον ενημερώνει προσωπικά για τις επιχειρήσεις της. Με αυτήν την ιδιότητα ο Νογάλες συνόδευσε τον von der Goltz στην Κουτ, όπου ο γερμανός στρατάρχης ηγήθηκε της πολιορκίας αλλά και των επιχειρήσεων κατά των Βρετανών που προσπάθησαν να βοηθήσουν τους πολιορκημένους. Ο Νογάλες συμμετείχε σε μάχες στο Σεϊχ Σαάντ, ανατολικά της Κουτ-αλ-Αμάρα κατά των βρετανικών δυνάμεων που στάλθηκαν προς ενίσχυση του Townshend.
Δύο προσπάθειες του Halil να θέσει τον Νογάλες υπό τις διαταγές του, για να μπορέσει να εξαφανίσει έναν επικίνδυνο μάρτυρα των εγκλημάτων κατά του χριστιανικού πληθυσμού, απέτυχαν. Για να ξεφύγει υπέβαλε την παραίτησή του στο von der Goltz, ο οποίος αποχαιρετώντας τον του απένειμε το γερμανικό παράσημο του σιδερένιου σταυρού, το πρώτο από τα οκτώ παράσημα που πήρε στη διάρκεια του πολέμου.
Μετά την αποχώρηση του Νογάλες, η κατάσταση στο μέτωπο της Μεσοποταμίας παρέμεινε σταθερή μέχρι τις αρχές του 1917. Τα βρετανο-ινδικά στρατεύματα ανακατέλαβαν την Κουτ στις 24 Φεβρουαρίου 1917 και τρεις ημέρες αργότερα κατέλαβαν την Κτησιφώνα, θέτοντας οριστικά τέλος στα γερμανικά σχέδια για κατάκτηση της Εγγύς Ανατολής. Στις 11 Μαρτίου ο Βρετανός στρατηγός Maude, με τη βοήθεια των εξεγερμένων Αράβων υπό την καθοδήγηση του Λώρενς, κατόρθωσε να καταλάβει τη Βαγδάτη σχεδόν ταυτόχρονα με την προέλαση του Allenby προς την Ιερουσαλήμ.20
Από το μέτωπο της Μεσοποταμίας στο μέτωπο της Παλαιστίνης
Αποφασισμένος να εγκαταλείψει οριστικά τον οθωμανικό στρατό, ο Νογάλες επιχείρησε να μεταβεί στην Κωνσταντινούπολη. Ενδιάμεσος σταθμός ήταν η Μοσούλη, από την οποία αναχωρώντας παρουσιάστηκε η ευκαιρία να αποδείξει τη γενναιότητα και τον αλτρουισμό του. Πληροφορήθηκε ότι μόλις αναχώρησαν με προορισμό το Χαλέπι Βρετανοί αιχμάλωτοι, αλλά είχε δοθεί μυστική εντολή σε μια ομάδα Κιρκάσιων εθελοντών να τους δολοφονήσουν κατά τη μεταφορά. Αποφάσισε να εμποδίσει τη διάπραξη αυτού του εγκλήματος και έσπευσε να συναντήσει την ομάδα των 200-300 αιχμαλώτων. Μπλοφάροντας, παραπλάνησε τον επικεφαλής της φρουράς και ανέλαβε εκείνος την ευθύνη της αποστολής, διακινδυνεύοντας να αποκαλυφτεί. Στη διάρκεια της πορείας προς το Χαλέπι, κέρδισε την εμπιστοσύνη των αιχμαλώτων αξιωματικών, φροντίζοντας για τον επισιτισμό και την ασφάλειά τους. Δύο εξ αυτών έγραψαν αργότερα τα απομνημονεύματά τους και αναφέρθηκαν θετικά στον Νογάλες και στη βοήθεια που τους προσέφερε. Ο ένας είναι ο Αυστραλός πιλότος Thomas Walter White (1888-1957), πολιτικός και διπλωμάτης, ο οποίος στα απομνημονεύματά του, που δημοσιεύτηκαν με τίτλο Guests of the unspeakable: The odessey of an Australian airman (Λονδίνο 1928) αναφέρεται στον Νογάλες, «ίσως τον πιο γραφικό τυχοδιώκτη του εικοστού αιώνα». Τον περιγράφει ως ένα άνδρα μικρόσωμο και γεροδεμένο, ο οποίος φρόντισε να προμηθεύσει με εκλεκτή τροφή και ποτό τους αιχμαλώτους και επαγρυπνούσε για την ασφάλειά τους.21
Ένας άλλος αιχμάλωτος, ο Βρετανός Francis Yeats-Brown (1886-1944), στα απομνημονεύματά του, που δημοσιεύτηκαν το 1932 με τίτλο Golden Horn, αποκαλεί τον Νογάλες «σκληροτράχηλο τυχοδιώκτη, που ενώ ήταν αδιάφορος για τη δική του μοίρα, έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τους αιχμαλώτους αξιωματικούς». Ωστόσο, παραμένοντας πιστός στις αρχές και στο καθήκον του, τους προειδοποίησε ότι βρισκόταν εκεί για να τους βοηθήσει να επιβιώσουν και όχι για να τους αφήσει να δραπετεύσουν, απειλώντας τους ότι αν το επιχειρήσουν δεν θα δίσταζε να τους πυροβολήσει. Ο Yeats-Brown επισημαίνει τον αντιφατικό του χαρακτήρα, σημειώνοντας ότι «οι εμπειρίες του χάραξαν βαθιά το ευαίσθητο και ρομαντικό του πνεύμα, που παραδόξως βρίσκεται σε αντίθεση με τον τρόπο ζωής του».22
Όταν ο Νογάλες έφτασε στο Χαλέπι ήρθε διαταγή του Enver πασά να μη του επιτραπεί σε καμία περίπτωση η μετάβαση στην Κωνσταντινούπολη, αλλά να καταταγεί αμέσως στην Τέταρτη Στρατιά, που έδρευε στη Συρία με διοικητή τον Djemal πασά, ένα από τα τρία μέλη της Κυβερνητικής Επιτροπής των Νεότουρκων. Σε επίσκεψη του στο Χαλέπι ο Enver πασάς συνάντησε το Νογάλες, του ζήτησε επιτακτικά να παραμείνει στον οθωμανικό στρατό και την άνοιξη του 1916 τον διόρισε στρατιωτικό διοικητή και υπεύθυνο των εγκαταστάσεων του στρατού της περιφέρειας της Ραμάλα. Με αυτήν την ιδιότητα επέβλεπε την άφιξη του πολεμικού υλικού και τα κινητά νοσοκομεία που μετέφεραν οι Γερμανοί με τρένο στο γενικό στρατόπεδο της Τελ-ες- Σέρια.
Η υπομονή και η ανοχή του έντιμου Λατινοαμερικανού δοκιμάστηκαν όταν δέχτηκε εντολή του Djemal να επιτάξει την ισπανική μονή, στην οποία φιλοξενούταν και ήταν περιουσία της ισπανικής κυβέρνησης: «Γνωρίζοντας ότι στόχος του Djemal ήταν η λεηλασία της μονής, αρνήθηκα να συμπράξω σε αυτήν την ατιμία και υπέβαλα την παραίτησή μου, όπως όφειλα ως χριστιανός και έντιμος άνθρωπος».23
Στο μέτωπο της Παλαιστίνης (1917)
Ενώ βρισκόταν στην Ιερουσαλήμ, ήρθε η εντολή τοποθέτησής του στην τρίτη μεραρχία του αυτοκρατορικού ιππικού, που στρατοπέδευε στη Μπιρσέμπα, την αριστερή πτέρυγα του μετώπου του Σινά. Γενικός διοικητής των δυνάμεων της Μπιρσέμπα ήταν ο Αλβανός πρίγκιπας Essad μπέης, τον οποίο αποκαλεί «προσωποποίηση του πολιτισμού και της ιπποσύνης».24 Σύντομα κέρδισε την απόλυτη εμπιστοσύνη του Essad και έγινε το δεξί του χέρι.
Αρχές Μαρτίου του 1917 πήγε στο γενικό στρατόπεδο της Τελ-ες-Σέρια, όπου ο γερμανός συνταγματάρχης von Kress, του ανέθεσε την επικίνδυνη αποστολή της καταστροφής του κεντρικού υδραγωγείου των βρετανικών εγκαταστάσεων στο Σεϊχ-Ζουεϊντ. Κατάφερε να διεισδύσει στις βρετανικές θέσεις, αλλά έγινε αντιληπτός και αναγκάστηκε να επιστρέψει, χωρίς να εκπληρώσει την αποστολή του.
Όταν επέστρεψε στο στρατόπεδο της Μπιρσέμπα, όλες οι δυνάμεις αναχωρούσαν για να πάρουν μέρος στην πρώτη μάχη της Γάζας (26-27 Μαρτίου) κατά των Βρετανών, που είχαν εισβάλει στην πόλη. Οι οθωμανικές δυνάμεις κατέλαβαν θέσεις βόρεια της Γάζας, προκειμένου να εμποδίσουν την προέλαση του βρετανικού ιππικού. Αντιλαμβανόμενος ο von Kress ότι το βρετανικό ιππικό δεν σκόπευε να προελάσει, έδωσε εντολή να εγκαταλείψουν τις θέσεις τους και να επιτεθούν στο κέντρο και την αριστερή πτέρυγα της οπισθοφυλακής των βρετανικών δυνάμεων. Ο Νογάλες επαινεί τη στρατιωτική ευφυΐα του Γερμανού αξιωματικού, που με αυτό το τέχνασμα επεδίωξε, και κατά τη γνώμη του πέτυχε, να φοβίσει τους Βρετανούς ότι είναι εκτεθειμένα τα νώτα τους και να εγκαταλείψουν τη Γάζα. Από την πλευρά τους οι Βρετανοί αποδίδουν την ήττα στην ανεπάρκεια των αξιωματικών που διηύθυναν την επίθεση και στην έλλειψη ανεφοδιασμού τους σε νερό.25
Η δεύτερη απόπειρα των Βρετανών να καταλάβουν τη Γάζα στις 19 Απριλίου 1917 κατέληξε σε βαρύτερη ήττα. Η συμμετοχή του Νογάλες σε αυτήν την μάχη ήταν περισσότερο ενεργή από ότι στην πρώτη, με αποτέλεσμα να τραυματιστεί ελαφρά, κατά τη διάρκεια μιας παράτολμης επιχείρησης. Περιγράφει με λεπτομέρειες την εξέλιξη της μάχης, επισημαίνοντας τις αιτίες της βρετανικής ήττας, καθώς και τα λάθη που οδήγησαν σε αυτήν.
Μετά τη μάχη, ο Νογάλες έφυγε με ομάδα εθελοντών Αράβων ιππέων για την αιγυπτιακή περιοχή του Σινά, με αποστολή να ανοίξουν δίοδο δια μέσου της δεξιάς πτέρυγας των βρετανικών δυνάμεων, να εγκατασταθούν στο αιγυπτιακό έδαφος και από τα μετόπισθεν να επιχειρήσουν δολιοφθορές στις επικοινωνίες του εχθρικού μετώπου. Επειδή ήταν ο επικεφαλής της οργάνωσης και εκτέλεσης αυτής της μυστικής επιχείρησης, του δόθηκε στις 8 Μαΐου 1917, δύο μέρες πριν την αναχώρησή του, ο τίτλος του στρατιωτικού διοικητή των επιχειρήσεων στο αιγυπτιακό Σινά. Κατάφερε να εισχωρήσει στο αιγυπτιακό έδαφος, να συναντήσει ομάδες Βεδουίνων και να αποκαταστήσει την επαφή τους με την οθωμανική κυβέρνηση, ολοκληρώνοντας επιτυχώς το πρώτο σκέλος της αποστολής του.26 Επιπλέον, έχοντας διεισδύσει 80 χιλιόμετρα πίσω από τις βρετανικές γραμμές, ανατίναξε τα πηγάδια της Μαγκντάμπα, από τα οποία υδροδοτούνταν τα βρετανικά στρατόπεδα, και οι εγκαταστάσεις του βρετανικού σιδηροδρομικού σταθμού στα περίχωρα του Ελ-Αρίς.
Δεύτερο σκέλος της αποστολής του ήταν να παρασύρει το βρετανικό ιππικό στην έρημο του Σινά, με σκοπό να αποτρέψει άλλη βρετανική επίθεση στη Γάζα, η οποία θα μπορούσε να αποβεί ολέθρια για τις οθωμανικές δυνάμεις. Ωστόσο, έγινε αντιληπτός από τους Βρετανούς, που τον καταδίωξαν, αλλά διέφυγε. Πριν ολοκληρώσει την αποστολή του, ήρθε διαταγή από τον von Kress να επιστρέψει στη βάση του, μετά από παραμονή τεσσάρων εβδομάδων στο αιγυπτιακό έδαφος. Επισημαίνει ότι με την αναχώρησή του «έπαψε οριστικά να ανεμίζει η τουρκική σημαία στο αιγυπτιακό έδαφος» και σχολιάζει με ειρωνεία, αλλά και αυτοσαρκασμό, ότι αυτός «ένας Βενεζουελανός, πιστός χριστιανός, με το σήμα της ημισελήνου να λάμπει στο μέτωπό του, έτυχε να είναι ο τελευταίος εκπρόσωπος του Χαλίφη και του οθωμανικού στρατού στην Αίγυπτο».27
Η αποτυχία του στρατηγού Archibald Murray, επικεφαλής τω βρετανικών δυνάμεων στις δύο πρώτες μάχες της Γάζας είχε ως συνέπεια την αντικατάστασή του, στις 11 Ιουνίου 1917, από το στρατηγό Edmund Allenby, ο οποίος εκπόνησε ένα σχέδιο απλό, αλλά ευφυές για την κατάκτηση της Γάζας: να συγκεντρώσει τη μεγαλύτερη δύναμη εναντίον της αριστερής πτέρυγας του εχθρικού μετώπου, στη Μπιρσέμπα, ενώ θα προσποιούταν ότι θα χτυπούσε και πάλι στη Γάζα, στη δεξιά πτέρυγα. Η μπλόφα πέτυχε και την 31η Οκτωβρίου η Μπιρσέμπα καταλήφθηκε, με αποτέλεσμα να καταρρεύσει όλο το μέτωπο, γεγονός που σήμανε την απαρχή της νικηφόρας εκστρατείας του Allenby σε Παλαιστίνη και Συρία, η οποία, μετά την κατάληψη της Ιερουσαλήμ, χαρακτηρίστηκε από τους Βρετανούς ως η τελευταία σταυροφορία και ο ίδιος ο Allenby ως ο σύγχρονος Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος.28
Μολονότι οι Βρετανοί αποδίδουν τη νίκη στην στρατιωτική ευφυΐα του Allenby, δεν παραλείπουν να επισημάνουν τις παραλείψεις του επικεφαλής των αντιπάλων, του στρατηγού Erich von Falkenhayn, στον οποίο καταλογίζουν αδυναμία να αντιληφτεί την πραγματικότητα και να εκτιμήσει την αποδιοργάνωση των οθωμανικών δυνάμεων, οι οποίες είχαν κυριολεκτικά εξουθενωθεί από τις κακουχίες.29 Οι εκτιμήσεις τους ταυτίζονται απόλυτα με αυτές του Νογάλες. Ο von Falkenhayn ήταν ο μοναδικός Γερμανός αξιωματικός, τον οποίο ο φιλογερμανός Βενεζουελανός έκρινε αρνητικά, θεωρώντας ότι οι λανθασμένοι χειρισμοί του οδήγησαν τις Κεντρικές Δυνάμεις στην ήττα της τρίτης μάχης της Γάζας.
Το καλοκαίρι του 1917 ο Νογάλες αναχώρησε από το μέτωπο του Σινά για να μεταβεί στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί συνάντησε τον Enver, ο οποίος του έδωσε την άδεια να παραμείνει για δύο μήνες, προκειμένου να ξεκουραστεί, μετά τις πολύτιμες υπηρεσίες που προσέφερε στον οθωμανικό στρατό.
Εξορία στο μέτωπο του Καυκάσου – Τέλος πολέμου (1918)
Κατά την παραμονή του στην Κωνσταντινούπολη, ο Νογάλες ενημερώθηκε από τον von Dommes, στέλεχος του επιτελείου του στρατηγού von Falkenhayn, ότι ο στρατηγός είχε ζητήσει από το υπουργείο Πολέμου να τοποθετηθεί στο επιτελείο του, αλλά πήρε αρνητική απάντηση, με τη δικαιολογία ότι ήδη είχε αποφασιστεί η τοποθέτησή του στο επιτελείο της Δεύτερης Στρατιάς του Καυκάσου. Ο Νογάλες θεώρησε ότι αυτό έγινε για να τον εμποδίσουν να αποκαλύψει στον von Falkenhayn το ρόλο του Djevded και του Halil, γαμπρού και θείου αντίστοιχα του Enver, στις σφαγές του Μπιτλίς και του Βαν. Υποστηρίζει ότι αποφάσισαν να τον εξορίσουν στον Καύκασο για να μπορέσουν να τον εξοντώσουν ευκολότερα, χωρίς μάρτυρες.
Μετά την άφιξή του στο Ντιγιάρμπακιρ και τη συνάντηση με τον γενικό διοικητή της Δεύτερης Στρατιάς του Καυκάσου Nihat πασά, οι υποψίες τους επιβεβαιώθηκαν, καθώς ενημερώθηκε από τον ίδιο ότι ο Enver, με επιστολή του, ζητούσε έμμεσα το θάνατό του, καθώς τόνιζε σε αυτήν ότι «δεν θα έπρεπε να φύγει ποτέ ξανά από εκείνη την περιοχή».30 Ο Νογάλες τον έπεισε ότι πρόκειται για μια κατάφωρη αδικία σε βάρος του και ο Nihat τον αποδέσμευσε από τα καθήκοντά του και του έδωσε την άδεια να αναχωρήσει για την Κωνσταντινούπολη, όπου έφτασε μία ημέρα πριν την Κυριακή των Βαΐων του 1918. Παρακολούθησε ένα σεμινάριο ανωτάτου επιπέδου της οθωμανικής Στρατιωτικής Ακαδημίας, που απευθυνόταν σε υψηλόβαθμους αξιωματικούς και την 1η Ιουλίου διορίστηκε επιθεωρητής και υπαρχηγός του πρώτου συντάγματος του ιππικού, του οποίου η τέταρτη ίλη φρουρούσε τα ανάκτορα του Ντολμά Μπαξέ. Τον Ιούλιο του 1918 απεβίωσε ο σουλτάνος Gasi-Mehmed Ε΄ και τον διαδέχτηκε ο Mehmed ΣΤ΄, ο οποίος πήρε μέτρα κατά των Νεότουρκων. Έτσι ο Νογάλες απαλλάχτηκε από τους διώκτες του και απέκτησε εύνοια στο παλάτι. Πήρε άδεια από τη νέα ηγεσία του υπουργείου Στρατιωτικών να πάει στη Γερμανία για λόγους υγείας και να επισκεφτεί τις αδελφές του που ζούσαν εκεί, παντρεμένες με Γερμανούς αριστοκράτες. Στο Βερολίνο πληροφορήθηκε την καταστροφική ήττα του von Sanders στην Παλαιστίνη και την ήττα των Κεντρικών Δυνάμεων στα Βαλκάνια.
Λόγω της έκρυθμης κατάστασης, οι Γερμανοί του πρότειναν να παραμείνει στη Γερμανία και να μη διακινδυνεύσει, επιστρέφοντας στην Κωνσταντινούπολη, αλλά εκείνος αρνήθηκε επικαλούμενος λόγους συνείδησης, αλλά και υστεροφημίας: «δεν ήθελα να πουν ότι εγκατέλειψα τη θέση μου την ώρα του κινδύνου για να αποφύγω τις συνέπειες του πολέμου».31
Έφτασε στην Κωνσταντινούπολη στις 31 Οκτωβρίου, μία ημέρα μετά την υπογραφή της ανακωχής του Μούδρου. Εφόσον συνθηκολόγησε ο στρατός που υπηρέτησε ευσυνείδητα, υπέβαλε την παραίτησή του στο υπουργείο Στρατιωτικών, η οποία έγινε δεκτή, αφού πρώτα του απονεμήθηκε το αστέρι του ιππότη του τάγματος Mecidiye, η ανώτατη πολεμική διάκριση που μπορούσε να του απονείμει ο σουλτάνος για τις υπηρεσίες που προσέφερε στον οθωμανικό στρατό.
Μία ανέλπιστη βοήθεια ήρθε από τους Βρετανούς αξιωματικούς που είχε βοηθήσει κατά την μεταφορά τους από την Μοσούλη στο Χαλέπι, το Μάρτιο του 1916. Οι ρόλοι πλέον είχαν αλλάξει, οι πρώην αιχμάλωτοι ήταν οι νικητές του πολέμου, οι οποίοι για να εκφράσουν την ευγνωμοσύνη τους στον Λατινοαμερικανό ευεργέτη τους, μεσολάβησαν ώστε να του δοθεί άδεια επιστροφής στην Αμερική, μαζί με μία ειδική σφραγίδα στο διαβατήριό του, η οποία τον διευκόλυνε σε κάθε του μετακίνηση.32 Τον Απρίλιο του 1919 αναχώρησε για την αμερικανική ήπειρο, θέτοντας τέλος στην τετραετή περιπετειώδη δράση του, σε όλη την επικράτεια της παραπαίουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Συγγραφέας και μαχόμενος δημοσιογράφος (1919-1937)
Μετά τη λήξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου αφοσιώθηκε στη συγγραφή του πρώτου του βιβλίου “Cuatro años bajo la Media Luna” και εργάστηκε ως δημοσιογράφος σε Η.Π.Α. και Μεγάλη Βρετανία. Με αυτή την ιδιότητα πήγε στη Νικαράγουα, όπου ήρθε σε επαφή με τον ηγέτη των ανταρτών Augusto César Sandino και έζησε μαζί του συγκλονιστικές στιγμές της επανάστασης, καθώς και την αγριότητα της κατάπνιξής της από τον κυβερνητικό στρατό και το ναυτικό των ΗΠΑ. Με αφορμή τις εμπειρίες του έγραψε το δεύτερο βιβλίο του “The Looting of Nicaragua” (Ν. Υόρκη, 1928), όπου κατήγγειλε με δριμύτητα την παρέμβαση των Ηνωμένων Πολιτειών, καθώς και τη ληστρική εκμετάλλευση στην οποία είχαν υποβάλει τη μικρή αυτή κεντροαμερικανική χώρα. Η πρώτη έκδοση αυτού του βιβλίου κατασχέθηκε από τη κυβέρνηση των ΗΠΑ και επιβλήθηκε υψηλό πρόστιμο στον εκδοτικό οίκο.
Μετά από διάφορες τυχοδιωκτικές περιπέτειες στην Κεντρική Αμερική, αφοσιώθηκε και πάλι στην αρθρογραφία στον διεθνή Τύπο και τη συγγραφή των νέων του βιβλίων. Εξέδωσε στα αγγλικά ακόμη δύο αυτοβιογραφικά βιβλία, το “Memoirs of a Soldier of Fortune” (Λονδίνο, 1932) και το “Silk Hat and Spurs” (Λονδίνο, 1934). Στα άρθρα και στις συνεντεύξεις του Νογάλες για την πολιτική κατάσταση στη Βενεζουέλα και τη Νικαράγουα που δημοσιεύτηκαν στον διεθνή Τύπο διατυπώνεται ξεκάθαρα η πολιτική του σκέψη και αποκαλύπτεται η πολυπλοκότητα του χαρακτήρα του.
Ο περιπλανώμενος τυχοδιώκτης, που αναζητούσε ριψοκίνδυνες περιπέτειες ανά την υφήλιο, έφυγε άδοξα κατά τη διάρκεια μιας χειρουργικής επέμβασης στον Παναμά, στις 10 Ιουλίου 1937. Μετά το θάνατό του ξεχάστηκε. Οι πρώτες απόπειρες για να ανασυρθεί από την αφάνεια και να διασωθεί από τη λήθη έγιναν τη δεκαετία του 70 στη Βενεζουέλα, όπου αργά αλλά σταθερά από μαύρο πρόβατο άρχισε να μετατρέπεται σε εθνικό ήρωα, όταν άρχισε να αναζωπυρώνεται το ενδιαφέρον των ιστορικών για το μοναδικό Λατινοαμερικανό που πολέμησε στο πλευρό των Οθωμανών. Από το 2000 επικεφαλής της έρευνας της ζωής και του έργου του Νογάλες έχει τεθεί το Ίδρυμα Fundación General de Nogales Méndez με έδρα το Καράκας και σκοπό τη μελέτη και επαλήθευση των πηγών, καθώς και την προώθηση και διάδοση του έργου του.34 Σημαντικό ρόλο στην ίδρυσή του έχει διαδραματίσει ο Βενεζουελανός καθηγητής και διπλωμάτης Kaldone Nweihed, ερευνητής της ζωής και του έργου του Νογάλες, ο οποίος έχει δημοσιεύσει μελέτες, άρθρα και βιβλία γι αυτόν, με τελευταίο το βιβλίο “Reencuentro con Nogales: La historia de una investigación” (Επανασυνάντηση με το Νογάλες: ιστορία μιας έρευνας), που εκδόθηκε το 2012 και συγκεντρώνει τα αποτελέσματα της 20ετούς της δικής του έρευνας, αλλά και των πιο σημαντικών ερευνών που έχουν διεξαχθεί σε διεθνές επίπεδο, οι οποίες επιχειρούν την επιστημονική προσέγγιση αυτής της αντιφατικής και πολυσχιδούς προσωπικότητας και διασταυρώνουν τις μαρτυρίες του.
Η συσχέτιση του Νογάλες με τον Λώρενς εξακολουθεί να κεντρίζει το ενδιαφέρον των ερευνητών, όπως φαίνεται από τη δημοσίευση μίας συγκριτικής μελέτης, με τίτλο “The Real and Assumed Personalities of Famous Men: Rafael De Nogales, T.E. Lawrence, and the Birth of the Modern Era, 1914-1937” (Λονδίνο, 2010). Σε αυτό το βιβλίο ο αμερικανός συγγραφέας και ακαδημαϊκός Kim McQuaid συγκρίνει και αντιδιαστέλλει τη δράση των δύο ανδρών, προκειμένου να ρίξει φως σε διαφορές και ομοιότητες που παρουσιάζει η ιστορική αφήγηση και ανάλυση εκείνης της περιόδου, που υπήρξε καθοριστική για τις παγκόσμιες εξελίξεις.35
Εκτός από τις όποιες ομοιότητες ή διαφορές έχει ο πολύπαθος Βενεζουελανός με σημαντικές προσωπικότητες της ιστορίας ή της μυθιστοριογραφίας, η δράση του παρουσιάζει πολλά σκοτεινά σημεία, που διχάζουν όσους ερευνούν τη ζωή του. Ο στρατιώτης-συγγραφέας Rafael de Nogales Méndez διαπράττει αρκετά από τα «αμαρτήματα» που χαρακτηρίζουν τα απομνημονεύματα των στρατιωτικών και πολιτικών, καθώς συχνά υπερβάλει και κομπορρημονεί, και παρά τις φιλότιμες προσπάθειές του, δεν καταφέρνει πάντα να είναι αντικειμενικός, αλλά είναι έντιμος και δε φοβάται να αποκαλύψει την αλήθεια. Αφηγείται άγνωστα συμβάντα, αξιολογεί πρόσωπα, πολεμικές και πολιτικές πράξεις και κρίνει αποστασιοποιημένα, από την οπτική γωνία ενός κριτικού παρατηρητή, χωρίς ιδιοτελείς σκοπιμότητες. Επαινεί τους Οθωμανούς στρατιώτες για την ανδρεία τους, αλλά κατηγορεί τους αξιωματικούς για ανικανότητα και διαφθορά. Υποστηρίζει κατηγορηματικά ότι ο τακτικός στρατός δεν συμμετείχε στις σφαγές του αρμενικού πληθυσμού, τις οποίες αποδίδει σε ομάδες παραστρατιωτικών, που δρούσαν με εντολές της πολιτικής ηγεσίας. Καταδίκασε τις φρικαλεότητες, κατονόμασε τους υπεύθυνους και υπέβαλε την παραίτησή του για λόγους συνείδησης, ωστόσο θεωρούσε ότι οι Αρμένιοι προκάλεσαν αυτές τις εξελίξεις, επειδή επαναστάτησαν, συμπαρατάχθηκαν με τον εχθρό, το ρωσικό στρατό, και διέπραξαν και αυτοί σφαγές, επιτιθέμενοι σε χωριά με μουσουλμανικό πληθυσμό, άποψη που ταυτίζεται με αυτή των οθωμανικών αρχών και την επίσημη άποψη της σύγχρονης Τουρκίας.36 Ωστόσο, αναγνωρίζει ότι η επαναστατική δραστηριότητα των Αρμενίων απετέλεσε την αφορμή, καθώς τα πραγματικά αίτια της γενοκτονίας ήταν οικονομικά και τα αποδίδει στη συστηματική προσπάθεια των Νεότουρκων να ισχυροποιήσουν την εξουσία τους, αποκτώντας τον πλήρη έλεγχο της οικονομίας της χώρας: «Οι Αρμένιοι χάρη στη δραστηριότητά και στα χαρίσματά τους είχαν προοδεύσει σε τομείς νευραλγικούς, όπως η βιομηχανία, και αποτελούσαν μια αληθινή απειλή για τους Νεότουρκους».37
Αυτή η ιδιαιτερότητα, ότι δηλαδή επιχειρηματολογεί με στοιχεία υπέρ και κατά και των δύο πλευρών, κρατώντας ίσες αποστάσεις, έχει ως αποτέλεσμα τόσο η τουρκική όσο και η αρμενική πλευρά να επικαλούνται τις μαρτυρίες του για να επιχειρηματολογήσουν υπέρ των θέσεών τους, αποκρύπτοντας η κάθε μία τα αναφερόμενα εις βάρος της. Οι Αρμένιοι αναφέρονται στις αποκαλυπτικές μαρτυρίες του για την αγριότητα των επιχειρήσεων αφανισμού τους, καθώς και για τους υπεύθυνους αυτών, για το το ρόλο και την ευθύνη των οποίων ο Νογάλες παραθέτει στοιχεία. Αποδίδουν τα αρνητικά σχόλια του Νογάλες στη σχέση του με υψηλά ιστάμενους Οθωμανούς και Γερμανούς. Στον αντίποδα βρίσκονται οι Τούρκοι, που ενώ αναφέρονται αναλυτικά στα θετικά σχόλια του Νογάλες για τον ηρωισμό και την αυταπάρνηση των απλών στρατιωτών, “ξεχνούν” τις αρνητικές κρίσεις του για τη στρατιωτική και πολιτική ηγεσία. Ως προς το αρμενικό ζήτημα, επικαλούνται τη θέση του Νογάλες ότι «οι Αρμένιοι προκάλεσαν τη τύχη τους», παραθέτοντας αναλυτικά αποσπάσματα με τους λόγους που αυτός χαρακτηρίζει ως πρόκληση, αλλά αγνοούν τις πολυσέλιδες περιγραφές του για τις θηριωδίες κατά αμάχων ή τις αποδίδουν σε μεροληψία, λόγω της συναισθηματικής ταύτισης του Νογάλες με τα ομόθρησκα θύματα, χωρίς όμως να παραθέτουν ούτε ένα απόσπασμα από αυτές τις «μεροληπτικές» κρίσεις. Από αυτήν την επιλεκτική εκτίμηση ή απαξίωση των μαρτυριών του δεν εξαιρούνται ούτε οι δημοσιεύσεις ακαδημαϊκών που ερευνούν το έργο του.38
Μολονότι ο Νογάλες εξακολουθεί μέχρι σήμερα να προκαλεί αμηχανία σε Αρμενίους και Τούρκους, κατάφερε να κερδίσει την εκτίμηση και αποδοχή των αντιπάλων του Βρετανών, όχι μόνον των αιχμαλώτων που βοήθησε, οι οποίοι τον αποκάλεσαν σωτήρα τους,39 αλλά και αυτών που αντιμετώπισε σε μάχες, όπως ο αντίπαλός του λόρδος Edmund Allenby (1861-1936), επικεφαλής των βρετανικών δυνάμεων στο μέτωπο της Παλαιστίνης, ο οποίος προλόγισε το βιβλίο του Νογάλες “Silk Hat and Spurs” αποκαλώντας τον «γενναίο πρώην εχθρό και νυν αληθινό φίλο, που συνδυάζει τον μη εγωιστικό πατριωτισμό με την αλτρουιστική ιπποσύνη».40
Ο Νογάλες ήταν ταυτόχρονα τυχοδιώκτης, περιηγητής, στρατιώτης, επαναστάτης, πολιτικός, δημοσιογράφος, συγγραφέας και διανοούμενος, που, όπως πολύ εύστοχα σχολιάζει ο Allenby, «από την Κίνα ως τη Λατινική Αμερική ήταν παντού όπου εκπυρσοκροτούσαν τα όπλα και διασταυρώνονταν τα ξίφη».41 Τα βιβλία του θυμίζουν τα μεσαιωνικά ιπποτικά μυθιστορήματα, όπου η πολεμική δράση των ηρώων εξιδανικεύεται, αλλά παράλληλα διαθέτουν και όλα τα στοιχεία της σύγχρονης κατασκοπευτικής λογοτεχνίας: προδοσίες, στρατηγικές, κρατικά μυστικά, ίντριγκες, καταδιώξεις, αποδράσεις τη τελευταία στιγμή, συνεχείς φόνοι, πολεμικά κατορθώματα απίστευτης ανδρείας.42 Είναι δύσκολο να πιστέψει κάποιος ότι βίωσε τόσες πολλές και έντονες εμπειρίες σε μία και μόνο ζωή, η οποία υπήρξε τόσο συναρπαστική που θα μπορούσε να αποτελέσει θέμα πολλών ταινιών και όχι μόνο μίας, όπως συνέβη με τον Λώρενς. Ωστόσο επισκιάστηκε από τον Λώρενς, ξεχάστηκε και τα βιβλία του αγνοήθηκαν παρόλο που βρίθουν στοιχείων τα οποία συμβάλλουν στην πληρέστερη κατανόηση της σύγχρονης ιστορίας και στην ακριβέστερη αποτίμηση γεγονότων που επηρέασαν τις τύχες εκατομμυρίων ανθρώπων, καθόρισαν την έκβαση του πολέμου και οδήγησαν στην κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Συμπτωματικά, τόσο στην έναρξη όσο και στη λήξη της επαγγελματικής στρατιωτικής του καριέρας, ο Νογάλες πολέμησε υπέρ δύο αυτοκρατοριών που ηττήθηκαν και αμέσως μετά διαλύθηκαν. Μετά την ταπεινωτική ήττα της στον ισπανο-αμερικανικό πόλεμο που σήμανε την ανεξαρτησία της Κούβας, της τελευταίας αποικίας που της είχε απομείνει στο Νέο Κόσμο, η Ισπανία περιορίστηκε σχεδόν στα εθνικά της σύνορα. Το ίδιο συνέβη και με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, που μετά τη συνθηκολόγησή και την απώλεια μέρους της επικράτειάς της, μετασχηματίστηκε σε εθνικό κράτος.
Ο στρατιώτης Δον Κιχώτης που περιπλανήθηκε όπως ό ίδιος λέει «πολεμώντας για ξένες σημαίες» δεν είχε μόνο την ατυχία ως στρατιωτικός να βρεθεί στο πλευρό των ηττημένων, αλλά είχε και ένα μεγάλο “ελάττωμα” ως συγγραφέας: δεν «απογύμνωσε ανηλεώς», όπως αναφέρει ο Arlt, μόνο τους στρατιωτικούς, αλλά και τους πολιτικούς, ακόμη και τον ίδιο τον πόλεμο, που τόσο επεδίωξε σε όλη του τη ζωή. Επιπλέον, ως συγγραφέας τόλμησε να «απογυμνώσει ανηλεώς» μια νέα, ανερχόμενη “αυτοκρατορία” – υπερδύναμη, αυτή των Ηνωμένων Πολιτειών με το βιβλίο του “The Looting of Nicaragua”, καθώς και με τα πύρινα άρθρα του στον παγκόσμιο Τύπο. Αυτή η “αποκοτιά” του να μάχεται ηρωικά για τις πεποιθήσεις του, με το σπαθί ή την πένα, τον κατέστησε, δεδομένων των συγκυριών, αντι-ήρωα, και τον οδήγησε στην αφάνεια, τη λήθη, αλλά κυρίως την απαξίωση. Ίσως οι ομοιότητες που έχει με τον “τρελό” αντι-ήρωα του Θερβάντες, τον ρομαντικό περιπλανώμενο ιππότη Δον Κιχώτη, που έκανε αιχμηρή κριτική στα κακώς κείμενα της εποχής του και έδινε ηρωικές αλλά μάταιες μάχες, να προσφέρονται περισσότερο για παραλληλισμό από ότι αυτές με τον ήρωα – πρότυπο και πρωταγωνιστή επικών ταινιών Λώρενς.
Ενδεικτική Βιβλιογραφία
Allenby, Edmund, “Silk hat and spurs – prólogo”, Nogales Méndez visto por propios y extraños, επιμ. Kaldone Nweihed, Fundación General de Nogales Méndez, Caracas 2003, 51-52
Brenchley, Fred & Elizabeth, White’s Flight: An Australian Pilot’s Epic Escape from Turkish Prison Camp to Russia’s Revolution, John Wiley & Sons, Australia 2004
Bullock, L. David, Allenby’s War. The Palestine-Arabian campains, 1916-1918, Blandford Press, London 1988
Burne, H. Alfred, Mesopotamia. The Last Phase, Gale & Polden Ltd, London 1936
Candler, Edmund, The Long Road to Baghdad, τόμοι 1-2, Cassel and Company Ltd, London 1919
Gilbert, Martin, The First World War: a complete history, Henry Holt, New York 1996
Emin, Ahmed, Turkey in the World War, New Haven: Yale University press, London 1930
Ferro, Marc, The Great War 1914-1918, Routledge, London 1973
Kutlu Necati, Mehmet, “Nogales Méndez: un caballero andante en Turquía – Concluciones”, Nogales Méndez visto por propios y extraños, επιμ. K. Nweihed, Fundación General de Nogales Méndez, Caracas 2003, 341-343
Moberly, J. Frederick, History of the Great War based on official documents. The campaign in Mesopotamia, τόμοι 1-4, His Majesty’s Stationery Office, London 1923-1927
Nogales Méndez, Rafael de, Cuatro años bajo la media luna, Fundación Editorial el perro y la rana, Caracas 2006
Nogales Méndez, Rafael de, Memorias (e-book), Red Ediciones, Barcelona 2017
Quero de Trinca, Mirela, Rafael de Nogales Méndez (1877-1937), Biblioteca Biográfica Venezolana, Caracas 2005
Strachan, Hew, The First World War, “To Arms”, τόμος 1ος, Oxford University Press, New York 2001
Yeats-Brown, Francis, Golden Horn, V. Gollancz, London 1932
Wavell, Archibald, Allenby, a Study in Greatness: The Biography of Field-Marshal Viscount Allenby of Megiddo and Felixstowe, George G. Harrap, London 1941
Woodward, R. David, Hell in the Holy Land. World War I in the Meddle East, The University Press of Kentucky, Kentucky 2006
Άρθρα στο διαδίκτυο
Jäckel de Aldana, Jasmina, ¿Del aventurero trotamundos al héroe nacional venezolano?, http://www.redalyc.org/pdf/586/58635105.pdf
Rojo, Violeta, “Memorias de un aventurero venezolano: Rafael de Nogales Méndez”, Contexto, 6/8, (Καράκας, 2002): http://www.saber.ula.ve/bitstream/123456789/ 18898/1/violeta_rojo.pdf
Arlt Roberto, “Lawrence 500.000 dólares.- ¿Y Rafael de Nogales?, http://www.revistadelauniversidad.unam.mx/ojs_rum/files/journals/1/articles/9868/public/9868-15266-1-PB.pdf
ŞAHİN, Hüseyin Güngör, OSMANLI ORDUSUNDA VENEZUELALI BİR GEZGİN ŞÖVALYE: RAFAEL DE NOGALES MÉNDEZ, http://www.turkishstudies.net/Makaleler/1964617505_33%C5%9EahinH%C3%BCseyinG%C3%BCng%C3%B6r-563-598.pdf
ŞAHİN, Hüseyin Güngör, “Algunos puntos importantes sobre la vida de Rafael de Nogales Méndez, http://www.1915imperiootomano.org/site/o/69763/2016/08/d31dd5b2c38a68fe341dd6c8e153656b.pdf Kutlu Necati, Mehmet, “Período Otomano del ilustre Caballero Venezolano Rafael de Nogales Méndez, http://www.1915imperiootomano.org/site/o/69763/2017/02/5048b10f8c6acb65dd336d74d0fe9961.pdf?759870
Σημειώσεις
- http://www.revistadelauniversidad.unam.mx/ojs_rum/files/journals/1/articles/9868/public/9868-15266-1-PB.pdf ↩︎
- Η παρούσα δημοσίευση βασίζεται σε αποσπάσματα της διπλωματικής εργασίας με τίτλο «Rafael de Nogales Méndez(1877-1937). Ένας Λατινοαμερικανος στην υπηρεσία της Ημισελήνου», που εκπονήθηκε το 2009 στα πλαίσια του μεταπτυχιακού προγράμματος Σπουδών στη Νεότερη και Σύγχρονη Ελληνική και Παγκόσμια Ιστορία του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του ΑΠΘ, με επιβλέποντα τον Καθηγητή κ. Ιωάννη Μουρέλο. βλ. http://ikee.lib.auth.gr/record/122601/files/GRI-2010-4889.pdf ↩︎
- Τα βιογραφικά στοιχεία αντλήθηκαν από: M. Quero de Trinca, Rafael de Nogales Méndez (1877-1937), Caracas 2005. ↩︎
- Πρόκειται για το Fritz von der Goltz, γιο του στρατηγού Colmar Freiherr von der Goltz, διοικητή της 6ης οθωμανικής στρατιάς, υπό τις εντολές του οποίου πολέμησε ο Νογάλες στο μέτωπο της Μεσοποταμίας. Βλ. www.1915imperiootomano.org/site/o/69763/2016/08/d31dd5b2c38a68fe341dd6c8e153656b.pdf ↩︎
- R.de Nogales Méndez, Memorias, Barcelona 2017(e-book), σσ. 80- 81. ↩︎
- Στο ίδιο, σ.81. ↩︎
- Martin Gilbert, The First World War: a complete history, Henry Holt, New York 1996, σ. 143. ↩︎
- R.de Nogales Méndez, Cuatro años bajo la Media Luna, Caracas 2006, σσ. 81-82. ↩︎
- Στο ίδιο, σ. 85. ↩︎
- http://www.turkishstudies.net/Makaleler/1964617505_33%C5%9EahinH%C3%BCseyinG%C3%BCng%C3%B6r-563-598.pdf ↩︎
- Nogales Méndez, ό.π., σ. 89. ↩︎
- Στο ίδιο, σ. 93. ↩︎
- Οι αριθμοί των θυμάτων που αναφέρει ο Νογάλες ανταποκρίνονται πλήρως στην πραγματικότητα. Οι σφαγές στο Μπιτλίς άρχισαν στις 17 Ιουνίου και μέσα σε οκτώ ημέρες σφαγιάσθηκαν 15.000 Αρμένιοι. Στο γειτονικό Σερτ εκατοντάδες Αρμενίων Νεστοριανών και Ιακωβιτών είχαν την ίδια τύχη. Βλ. Gilbert, ό.π., σ. 167 ↩︎
- Nogales Méndez, ό.π., σ. 139 ↩︎
- Στο ίδιο, σ. 133 ↩︎
- Στο ίδιο, σ. 133 ↩︎
- Στο ίδιο, σ. 150 ↩︎
- A.H. Burne, Mesopotamia. The Last Phase, London 1936, σ. 2· F. J. Moberly, History of the Great War based on official documents. The campaign in Mesopotamia, London 1923, τ.2ος, σ. 157 ↩︎
- 3.000 Βρετανοί και 6.000 Ινδοί, εκτός των μη μαχίμων, παραδόθηκαν στην Kut. Η συντριπτική ήττα προκάλεσε κύμα αντιδράσεων στη Βρετανία κατά της πολιτικής ηγεσίας, η οποία δεν έλαβε υπόψη τις αντιρρήσεις των στρατιωτικών, που επισήμαναν τον κίνδυνο να υπάρξουν πολλές απώλειες σε άνδρες και εξοπλισμό, επειδή οι δυνάμεις που διέθεταν ήταν ανεπαρκείς. Βλ. E. Candler, The Long Road to Baghdad, London 1919, τ. 1ος, σσ. 211-212 ↩︎
- M. Ferro, The Great War 1914-1918, London 1973, σ. 67· Gilbert,ό.π., σ. 312 ↩︎
- . F.& E. Brenchley, White’s Flight: An Australian Pilot’s Epic Escape from Turkish Prison Camp to Russia’s Revolution, Australia, 2004, σσ. 76, 82 ↩︎
- F.Yeats-Brown, Golden Horn, London 1932, σσ. 143-144. ↩︎
- Nogales Méndez, ό.π., σ. 273. ↩︎
- Στο ίδιο, σ. 307. ↩︎
- D.R.Woodward, Hell in the Holy Land. World War I in the Meddle East, Kentucky 2006, σσ. 63-64. ↩︎
- Η αποστολή του Νογάλες έχει άμεση σχέση με τα αρχικά σχέδια των Γερμανών για αποστολή πρακτόρων, οι οποίοι θα διείσδυαν στην Αίγυπτο για να στρατολογήσουν εθελοντές πρόθυμους να πλήξουν τα βρετανικά συμφέροντα, διαπράττοντας φόνους και δολιοφθορές. Επιπλέον, τόσο οι Γερμανοί όσο και οι Τούρκοι ήλπιζαν σε μία λαϊκή εξέγερση κατά των Βρετανών. Τις ελπίδες τους τροφοδοτούσαν οι εξόριστοι εθνικιστές, αλλά πιο ρεαλιστική ήταν η προσφορά βοήθειας των Βεδουίνων της Ερήμου του Σινά. Βλ. H. Strachan, The First World War, v.1 “To Arms”, New York 2001, σσ. 701, 732. ↩︎
- Nogales Méndez, ό.π., σ. 370. ↩︎
- A.Wavell, Allenby, a Study in Greatness: The Biography of Field-Marshal Viscount Allenby of Megiddo and Felixstowe, London 1941, τ.1ος, σσ. 188-189, 201, 207, 210, 213· . D.L.Bullock, Allenby’s War. The Palestine-Arabian campains, 1916-1918, London 1988, σ. 7. ↩︎
- A.Wavell, , ό.π., σσ. 221-222. ↩︎
- Nogales Méndez, ό.π., σ. 445. ↩︎
- Στο ίδιο, σ. 460. ↩︎
- Ο Fulton και άλλοι αξιωματικοί από την ομάδα των αιχμάλωτων που είχε προστατέψει από βέβαιο θάνατο, μίλησαν για το Νογάλες με τα καλύτερα λόγια γι αυτόν στις βρετανικές αρχές, όταν κατέρρευσε η κυβέρνηση των Νεότουρκων. Βλ. Brenchley, ό.π., σ. 241. ↩︎
- http://www.turkishstudies.net/Makaleler/1964617505_33%C5%9EahinH%C3%BCseyinG%C3%BCng%C3%B6r-563-598.pdf ↩︎
- J.- J. de Aldana, ¿Del aventurero trotamundos al héroe nacional venezolano?, Βλ. http://www.redalyc.org/pdf/586/58635105.pdf ↩︎
- http://www.gomidas.org/books/show/33 ↩︎
- A. Emin, Turkey in the World War, London 1930, σ. 216. ↩︎
- Nogales Méndez, ό.π., σ. 146. ↩︎
- M.Necati Kutlu, “Nogales Méndez: un caballero andante en Turquía – Concluciones”, Nogales Méndez visto por propios y extraños, επιμ. K. Nweihed, Caracas 2003, σσ. 341-342» και “Período Otomano del ilustre Caballero Venezolano Rafael de Nogales Méndez, βλ. http://www.1915imperiootomano.org/site/o/69763/2017/02/5048b10f8c6acb65dd336d74d0fe9961.pdf?759870 ↩︎
- Yeats-Brown, ό.π., σ.143· Brenchley, ό.π., σ. 81. ↩︎
- E. Allenby, “Silk hat and spurs – prólogo”, Nogales Méndez visto por propios y extraños, επιμ. K. Nweihed, Caracas 2003, σσ. 51-52. ↩︎
- E. Allenby, ό.π., σ. 52. ↩︎
- V. Rojo, “Memorias de un aventurero venezolano: Rafael de Nogales Méndez”, βλ. http://www.saber.ula.ve/bitstream/123456789/18898/1/violeta_rojo.pdf ↩︎