Το 1947, ο γνωστός Αμερικανός δημοσιογράφος Walter Lippmann εφηύρε τον όρο Ψυχρός Πόλεμος, περιγράφοντας τη διαρκώς κλιμακούμενη ένταση στις σχέσεις μεταξύ ΗΠΑ και ΕΣΣΔ καθώς και την ευρισκόμενη, ακόμα τότε, σε πρώιμο στάδιο αντιπαράθεση ανάμεσα στις δύο χώρες και τους αντίστοιχους συμμάχους τους. Μια επικίνδυνη ένταση και μια σκληρή αντιπαράθεση, κάτω, όμως, από το κατώφλι μιας στρατιωτικής σύγκρουσης.1 Παρόλο που χρησιμοποιείται εκτενώς ακόμη και σήμερα, ο όρος δεν είναι επαρκής. Ήδη από το 1950, ο πόλεμος της Κορέας με τα 2 εκατομμύρια νεκρούς, απέδειξε πως οι εξελίξεις είχαν διαψεύσει τις αρχικές εκτιμήσεις των ετών 1947-1949 και τις προβλέψεις της Δύσης περί περιορισμένης σε έκταση και διάρκεια έντασης.
Γενικότερα, η έννοια του Ψυχρού Πολέμου είναι υπέρμετρα ευρωκεντρική. Μπορεί μεν η Γηραιά Ήπειρος να μη γνώρισε κάποιον νέο πόλεμο μετά το 1945 (ας μη ξεχνάμε, παραταύτα, τη στρατιωτική παρέμβαση της ΕΣΣΔ το 1953, το 1956, το 1968 και το 1980 σε χώρες της Ανατολικής Ευρώπης), η Ασία, όμως, επλήγη σε μεγάλο βαθμό. Πέρα από τον πόλεμο της Κορέας, οι δύο πόλεμοι της Ινδοκίνας, εκείνος του Αφγανιστάν και οι ποικίλες παρενέργειές τους έχουν στιγματίσει ανεξίτηλα τις μνήμες όλων μας. Αλλά και η Αφρική πλήρωσε το δικό της αιματηρό τίμημα, ειδικότερα μέσα στις δεκαετίες του ’60 και, κυρίως, του ’70. Οι διάφορες εκφάνσεις του Μεσανατολικού, αν και δεν αποτελούν απόρροια του Ψυχρού Πολέμου, είναι αδύνατο να γίνουν κατανοητές δίχως αυτόν. Τέλος, οι δραματικές κρίσεις, τις οποίες βίωσαν οι χώρες της Λατινικής Αμερικής, είναι επίσης συνυφασμένες με την αντιπαράθεση Ανατολής-Δύσης. Ο Πόλεμος δεν υπήρξε Ψυχρός για όλο τον κόσμο.
Γι’ αυτό, προτιμώ να κάνω λόγο για αντιπαράθεση Ανατολής-Δύσης. Στη συγκεκριμένη έκφραση βρίσκω πως ενσωματώνεται καλύτερα ολόκληρη η πολυπλοκότητα των σχέσεων ανάμεσα στα δύο στρατόπεδα: η θεμελιώδης αντίθεσή τους, οι εκρήξεις βίας (έστω και αν παρέμειναν, ως επί το πλείστον, περιφερειακές), οι περίοδοι σχετικής ύφεσης, ακόμη και η μεταξύ τους συνεργασία. Ασφαλώς, καταληκτική στιγμή είναι το έτος 1990. Τα πράγματα είναι λιγότερο απλά ως προς την εναρκτήρια ημερομηνία. Πάντως, ήδη από το 1943 και τη συμμαχική συνδιάσκεψη κορυφής της Τεχεράνης, διαφαίνεται ξεκάθαρα πως τον πόλεμο ενάντια στη ναζιστική Γερμανία επρόκειτο να διαδεχθεί μια σοβαρή κρίση ανάμεσα στην ΕΣΣΔ και τον αγγλοσαξωνικό κόσμο.
Walter Lippmann, ο εμπνευστής του όρου “Ψυχρός Πόλεμος”.
Για το βιβλίο μου επέλεξα τον τίτλο: Ο Πεντηκονταετής Πόλεμος. Η ευθεία αναφορά στον Εκατονταετή και στον Τριακονταετή Πόλεμο είναι ηθελημένη. Όπως οι δύο αυτές μεγάλες συγκρούσεις, έτσι και ο Πεντηκονταετής Πόλεμος αποτελεί ένα πολύπλοκο ιστορικό σύνολο, με διαδοχικές και διαφορετικές, μεταξύ τους, φάσεις. Πρόκειται, επίσης, για μια αντιπαράθεση, η οποία σφυρηλάτησε μια ολόκληρη εποχή. Από τον Εκατονταετή Πόλεμο προέκυψε η δημιουργία, ή μάλλον, η εδραίωση των δύο πρώτων μεγάλων κρατών-εθνών, πάνω στα συντρίμμια του φεουδαρχισμού. Ο Τριακονταετής Πόλεμος συνόδευσε τη Μεταρρύθμιση και συμβολίζει το τέλος της ενότητας του Χριστιανικού κόσμου. Παράλληλα, άνοιξε τον δρόμο σε μια πρώτη σκιαγράφηση ενός ευρωπαϊκού πολιτικού και διπλωματικού συστήματος. Με τον Πεντηκονταετή Πόλεμο τίθεται τέλος, πέραν πάσης αμφιβολίας, στον κύκλο των μεγάλων ιδεολογικών αντιπαραθέσεων της περιόδου του Διαφωτισμού και του ευρωπαϊκού 19ου αιώνα, με την επικράτηση των φιλελεύθερων δημοκρατικών αρχών επί του κομμουνιστικού συγκεντρωτισμού και με τη θέση στα σκαριά μιας αρχιτεκτονικής συλλογικής ασφάλειας σε ευρωπαϊκή κλίμακα.2
Καλό είναι να θυμηθούμε τα διάφορα διακυβεύματα του Ψυχρού Πολέμου, μια που τείνουμε ήδη να τα ξεχάσουμε. Η ιστορική ιδιαιτερότητα του φαινομένου αποσυντίθεται μπροστά στα μάτια μας, αν κρίνουμε από την άγνοια, από την οποία διακατέχονται οι νέες γενιές. Εξαφανίζεται μέσα σε ένα κενό μνήμης, από κοινού με τον σοβιετικό κομμουνισμό.3 Κι όμως, ενεπλάκησαν άμεσα εκατοντάδες εκατομμύρια άτομα. Ο Ψυχρός Πόλεμος υπήρξε μια ολοκληρωτική σύγκρουση: ιδεολογική, πολιτική, γεωπολιτική, στρατιωτική, με σημαίνουσες επιπτώσεις και σε άλλους τομείς όπως η οικονομία, οι επιστήμες, ο πολιτισμός. Επιπροσθέτως, σε μεγαλύτερο, μάλιστα, βαθμό από όλες τις άλλες περιπτώσεις του απώτερου παρελθόντος, συσχέτισε άμεσα την εξέλιξη των διεθνών σχέσεων των ενεχομένων κρατών με την πορεία των εσωτερικών τους πραγμάτων. Στιγμάτισε αμετάκλητα την καθημερινή ζωή πολλών ανθρώπων, που, με σπαρακτικό τρόπο, αναγκάστηκαν να περάσουν από τον κοινό, με τους Σοβιετικούς, αγώνα κατά του ναζισμού, στην ευθεία αντιπαράθεση με την ΕΣΣΔ και την κομμουνιστική κοσμοαντίληψη. Ας τονισθεί, επίσης, ότι ο Ψυχρός Πόλεμος δεν ήταν, όπως πολλοί πιστεύουν, μια διμερής αμερικανο-σοβιετική διαφορά. Έφερε αντιμέτωπες μεταξύ τους τις “δύο Ευρώπες”, την ανατολική και τη δυτική. Επεκτάθηκε στο σύνολο, σχεδόν, του πλανήτη, επηρεάζοντας βαθύτατα τα τεκταινόμενα καθόλο το δεύτερο ήμισυ του 20ού αιώνα.
Γιατί, άραγε, ο Ψυχρός Πόλεμος δεν μετεξελίχθηκε σε θερμό ή, για να το προσδιορίσουμε καλύτερα, σε παγκόσμιο; Η συχνότερη αιτιολογία έχει να κάνει με την εκατέρωθεν ύπαρξη πυρηνικών όπλων, που απέτρεψε τις δύο πλευρές από το να διαβούν το κατώφλι μιας απευθείας ένοπλης αντιπαράθεσης. Το επιχείρημα δεν πείθει απόλυτα. Είναι γεγονός πως από τη δεκαετία του ’60, η αμερικανική πλευρά καλλιέργησε τη θεωρία της αμοιβαίας πυρηνικής αποτροπής ως παράγοντα εξισορρόπησης των σχέσεων μεταξύ Ανατολής και Δύσης αλλά και ως μέσου ανοικοδόμησης των διεθνών σχέσεων σε κάποια λογική βάση, παρά την ύπαρξη των όποιων διαφορών. Η πολιτική αυτή ευοδώθηκε με τη διενέργεια στρατηγικών διαπραγματεύσεων ανάμεσα στην Ουάσινγκτον και τη Μόσχα, οι οποίες κατέληξαν στην υπογραφή των Συμφωνιών SALT (Strategic Arms Limitation Talks) το 1972 και το 1979. Δεν είναι υπερβολή να υποστηρίξουμε πως από τη δεκαετία του ’70 και μετά, οι διαπραγματεύσεις για τον περιορισμό των πυρηνικών όπλων υπήρξαν θεμελιώδης παράμετρος της όλης εξέλιξης των διμερών σχέσεων.
Όμως, από τη δική τους πλευρά, οι Σοβιετικοί ουδέποτε προσχώρησαν πλήρως σε αυτή την εκλογικευμένη οπτική της λειτουργίας των πυρηνικών όπλων ως παράγοντα σταθερότητας και όχι αποσταθεροποίησης. Γι’ αυτούς, ένας πυρηνικός πόλεμος παρέμενε πάντοτε εφικτός. Τον αντιμετώπιζαν ως συνακόλουθη συνέπεια της διαμάχης μεταξύ κομμουνισμού και καπιταλισμού. Η παραπάνω πεποίθηση ήταν τόσο σφηνωμένη στο νου τους, ώστε καμιά αόριστη έννοια περί αμοιβαίας αποτροπής δεν αρκούσε προκειμένου να την ανατρέψει. Η σε βάθος μελέτη κορυφαίων κρίσεων της περιόδου του Ψυχρού Πολέμου (Βερολίνο 1948 και 1961, Κούβα 1962) έχει αποδείξει πως η ύπαρξη πυρηνικών όπλων και το ενδεχόμενο χρήσης των τελευταίων είχε καταστήσει τις εν λόγω κρίσεις ακόμα πιο επικίνδυνες. Η σκέψη και μόνο περί δυνατότητας καταφοράς ενός αστραπιαίου συντριπτικού πυρηνικού πλήγματος σε χρονικό διάστημα μικρότερο της μιας ώρας, πολλαπλασίαζε εντυπωσιακά την ένταση και περιόριζε δραστικά το πεδίο της διπλωματίας. Η μεγάλη, πλέον, σημασία του πυρηνικού διακυβεύματος (ακόμα και σε επιστημονικό και τεχνολογικό επίπεδο) μετεξελίχθηκε σε Ανατολή και Δύση σε πραγματική παράνοια.
Η πραγματική εξήγηση της διατήρησης του Ψυχρού Πολέμου κάτω από το κατώφλι ενός γενικευμένου πολέμου πρέπει να αναζητηθεί αλλού. Κατ’ αρχήν, η αντιπαράθεση μεταξύ Ανατολής και Δύσης υπήρξε πρωτίστως ιδεολογική και πολιτική. Το ζητούμενο δεν ήταν η εξουδετέρωση και καταστροφή του αντιπάλου. Ήταν η μετάλλαξή του εκ των έσω, ο εξαναγκασμός του να υιοθετήσει ένα διαφορετικό πολιτικό και κοινωνικό πρότυπο. Βρισκόμαστε πολύ μακριά από την πραγματικότητα του 1914 και από εκείνη του 1939. Τώρα, ο πόλεμος δεν ήταν πλέον το μοναδικό προσφερόμενο μέσο για την επίτευξη ενός τέτοιου στόχου. Η διαπίστωση είναι εμφανής στην περίπτωση της ΕΣΣΔ, που είχε προ πολλού επιδοθεί σε μια προσπάθεια εξαγωγής της επανάστασης εκτός των εθνικών της συνόρων. Πρόκειται για έναν αγώνα, ο οποίος προϋπέθετε ένα στενό συντονισμό ανάμεσα στη διεθνή δραστηριότητα της Μόσχας και εκείνη των ανά χώρες κομμουνιστικών κομμάτων. Ο Stalin θεωρούσε πιθανό έως βέβαιο έναν παγκόσμιο πόλεμο, που θα επέφερε το τέλος του καπιταλισμού. Αντίθετα, από το 1956 και μετά, ο Khrushchev προσμέτρησε προσεκτικότερα τις συνέπειες του πυρηνικού οπλοστασίου: το τίμημα ενός ολοκαυτώματος θα πλήρωνε, μεταξύ άλλων, και η εργατική τάξη. Ένας πόλεμος παρέμενε πιθανός, έπρεπε, ωστόσο, να προταχθεί ο πολιτικός και κοινωνικός αγώνας, να ενισχυθούν τα διάφορα ανά τον κόσμο απελευθερωτικά κινήματα, ειδικότερα εκείνα του Τρίτου Κόσμου κ.ο.κ. Πρόκειται για την πεμπτουσία του δόγματος της “ειρηνικής συνύπαρξης”, το οποίο εξαγγέλθηκε το 1956, στο πλαίσιο της διεξαγωγής των εργασιών του 20ού συνεδρίου του σοβιετικού κομμουνιστικού κόμματος. Το όλο δόγμα εφαρμόστηκε επιμελώς στη συνέχεια. Ενείχε κινδύνους, όπως αποδείχτηκε περίτρανα στην περίπτωση της κρίσης των πυραύλων της Κούβας το 1962 και σε εκείνη του πολέμου του Γιομ Κιπούρ το 1973. Ωστόσο, ακόμα και τότε, ο έλεγχος των εξελίξεων δεν ξέφυγε πέρα από το σημείο δίχως επιστροφή.
Στο δόγμα της “ειρηνικής συνύπαρξης”, η Δύση αντέταξε τη θεωρία της “ανάσχεσης” (containment), διαμορφωμένη ήδη από το 1947 από τον George Kennan. Με ελάχιστες παραλλαγές, η θεωρία αυτή υπήρξε σταθερά η βάση της στρατηγικής του δυτικού κόσμου: αντίσταση ενάντια στην ΕΣΣΔ, με στόχο την εξουδετέρωση των επαναστατικών της σχεδίων. Η τελευταία θα αναγκαζόταν σε βάθος χρόνου να αποποιηθεί τα σχέδια αυτά, στρεφόμενη προς την κατεύθυνση της επούλωσης των επαναλαμβανόμενων (οικονομικής φύσεως κυρίως) εσωτερικών της προβλημάτων. Στην περίπτωση αυτή, η εισαγωγή φιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων διαφαινόταν ως μονόδρομος. Επομένως και εδώ, ο ουσιαστικός στόχος είναι η εκ των έσω μετάλλαξη του αντιπάλου. Τα δύο στρατόπεδα είχαν υιοθετήσει από ένα μοντέλο: τη φιλελεύθερη δημοκρατία οι μεν, τη σοσιαλιστική δημοκρατία οι δε. Πρόκειται για το δίπτυχο της δημοκρατίας από την εποχή του Jean-Jacques Rousseau και της Γαλλικής Επανάστασης,4 αλλά και για το μεγάλο διακύβευμα του 20ού αιώνα, έτσι όπως διευθετήθηκε τελικά προς την κατεύθυνση της φιλελεύθερης δημοκρατίας από τη Χάρτα του Παρισιού, το 1990.
Πέρα από τις παραπάνω διαπιστώσεις, οι οποίες, παρόλη την κρισιμότητά τους, δεν ήταν απαραίτητα προορισμένες να προκαλέσουν μια παγκόσμια ανάφλεξη, ο Ψυχρός Πόλεμος κινήθηκε τελικά εντός ορισμένων πλαισίων και περιορισμών, με καταβολές στο παρελθόν, έστω και αν οι ασκούντες την εξουσία δεν είχαν πάντοτε απόλυτη συναίσθηση αυτής της παραμέτρου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν ορισμένες νομικού περιεχομένου δομές της μεταπολεμικής Ευρώπης. Συγκεκριμένα, άξιο μνείας είναι το Γερμανικό Ζήτημα, δηλαδή το μεγαλύτερο ίσως και ασφαλώς το πολυπλοκότερο και πλέον επικίνδυνο διακύβευμα ολόκληρης της περιόδου του Ψυχρού Πολέμου. Ήδη από τη στιγμή της συνομολόγησης των Συμφωνιών του Πότσνταμ, το 1945, το παραπάνω ζήτημα ουδέποτε εξετράπη από το συμπεφωνημένο αρχικό νομικό πλαίσιο, με άλλα λόγια από εκείνο της συλλογικής ευθύνης των Τεσσάρων (ΗΠΑ, ΕΣΣΔ, Μεγάλη Βρετανία, Γαλλία). Άλλωστε, το 1989-1990, το πνεύμα των Συμφωνιών του Πότσνταμ μεταφέρθηκε ακέραιο στη Συνθήκη “2+4” του 1990, το νομικό υπόβαθρο της γερμανικής ενοποίησης. Πρόκειται για ένα γεγονός, που διευκόλυνε τις μετέπειτα εξελίξεις καθώς, με τον τρόπο αυτό, κάμφθηκαν οι αντιδράσεις των πολεμίων του Gorbachev στη Μόσχα. Η ενωμένη Γερμανία δεσμευόταν να υιοθετήσει ορισμένα μέτρα (δημοκρατικές ελευθερίες, σεβασμός των συνόρων, στρατιωτικοί περιορισμοί), που συνέπιπταν απόλυτα με τις αρχές του Πότσνταμ, παρέχοντας τη δυνατότητα στον ηγέτη της ΕΣΣΔ να σώσει την τιμή των όπλων.
Στα παραπάνω, οφείλουμε να προσθέσουμε τη διαδικασία του Ελσίνκι, της πόλης όπου τo 1975 συνήλθε η Διάσκεψη για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη (ΔΑΣΕ – CSCE), καθώς και όλες τις ανά διετία διάδοχες συνδιασκέψεις. Μέσω του προαναφερθέντος μηχανισμού ξεκίνησε, έστω και με τρόπο σχετικό, η ενεργοποίηση ενός ευρωπαϊκού συστήματος ασφάλειας. Ακρογωνιαίος λίθος του συστήματος αυτού ήταν ο επονομαζόμενος Δεκάλογος, ένα κείμενο, το οποίο ήταν ενσωματωμένο στην τελική πράξη του Ελσίνκι και που έφερε την ονομασία Θεμελιώδεις αρχές που διέπουν τις σχέσεις των χωρών της Διάσκεψης. Το κείμενο επαγγελλόταν τη διασφάλιση της εθνικής κυριαρχίας, το απαραβίαστο των συνόρων, την αποφυγή βίας και την ειρηνική επίλυση των διαφορών, τον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και βασικών ανθρωπίνων ελευθεριών – ελευθερία της σκέψης, της συνείδησης, ανεξιθρησκία και ελευθερία της γνώμης – το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης των λαών και τη συνεργασία μεταξύ κρατών.
Πέρα από την εικόνα “καταλόγου καλών προθέσεων” που απέπνεε το παραπάνω κείμενο και παρά τις υπάρχουσες ακόμη ιδιοτελείς σκέψεις και υστεροβουλίες εκατέρωθεν, είμαστε μάρτυρες μιας πρώτης σκιαγράφησης του νομικού υποβάθρου μιας ευρωπαϊκής τάξης πραγμάτων. Άλλωστε, οι αρχές αυτές έμελλαν να τελειοποιηθούν στο πλαίσιο των επομένων διασκέψεων της ΔΑΣΕ. Η όλη διαδικασία διήρκησε έως τη Διάσκεψη Κορυφής του Παρισιού, το 1990. Αντικατοπτρίζοντας τις μεταβολές που είχαν συντελεσθεί και που εξακολουθούσαν να συντελούνται στην Ευρώπη και ανταποκρινόμενη στις νέες ανάγκες της μεταψυχροπολεμικής περιόδου, η Διάσκεψη Κορυφής του Παρισιού σήμανε την απαρχή της μεταβολής του φόρουμ των ΔΑΣΕ σε θεσμοθετημένο σώμα. Ταυτόχρονα, έθεσε, τρόπον τινά, επίσημα τέλος στον Ψυχρό Πόλεμο.
Να λοιπόν γιατί μπορούμε να υποστηρίξουμε πως η αποφυγή ενός γενικευμένου πολέμου οφείλεται σε μια σειρά ηθελημένων νομικών και ρεαλιστικών επιλογών στο πλαίσιο μιας παγκόσμιας πολιτικής και ιδεολογικής αντιπαράθεσης, απόρροιας των μεγάλων πολιτικών και κοινωνικών προβλημάτων του 19ου αιώνα. Αφετηρία της όλης διαδικασίας υπήρξε ο θάνατος του Stalin το 1953. Έκτοτε, η διαδικασία αυτή ακολουθήθηκε, δια μέσου πάμπολλων κρίσεων, έως το 1990. Σε ένα πρώτο στάδιο, αρχής γενομένης από το 1955, αποκαταστάθηκε ένα είδος πολιτικής και στρατιωτικής ισορροπίας ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση, με την προσχώρηση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας στο ΝΑΤΟ και με μια σχετική αποκλιμάκωση, κυρίως όμως, από το 1962 και κατόπιν, χάρη στα διδάγματα της μείζονος κρίσης των πυραύλων της Κούβας. Αποδείχτηκε στην πράξη πως μια κατάρρευση του δυτικού κόσμου, πραγματικός εφιάλτης των κυβερνώντων από την απαρχή, ήδη, του Ψυχρού Πολέμου, ήταν πλέον αδύνατη. Σε ένα δεύτερο στάδιο, από το 1975 και μετά, παρόλες τις σοβαρότατες κρίσεις που εξακολούθησαν να υφίστανται και παρόλες τις πάντοτε κατακτητικές προθέσεις της ΕΣΣΔ, ξεκίνησε μια σταδιακή οικοδόμηση ενός ευρωπαϊκού συστήματος και ενός διεθνούς πλαισίου, το οποίο διευκόλυνε τα μέγιστα τον τερματισμό της αντιπαράθεσης μεταξύ Ανατολής και Δύσης το 1989-1990. Με πολλά λάθη και στιγμές αδυναμίας, η Δύση κατάφερε να εξαναγκάσει την ΕΣΣΔ να αποκαλύψει τις αντιφάσεις της, χάρη σε ένα μείγμα διαπραγματεύσεων και πιέσεων που άσκησε εις βάρος της. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν ορισμένες δεσμεύσεις της τελευταίας προς την κατεύθυνση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, στο πλαίσιο της διαδικασίας του Ελσίνκι, ή ακόμα, η αναζήτηση, πάντοτε από πλευράς Μόσχας, μιας εξομάλυνσης των σχέσεων με τις ΗΠΑ, εξαιτίας του φοβήτρου της Κίνας. Οι δομικές εσωτερικές αδυναμίες του σοβιετικού συστήματος και οι φιλελεύθερες διεκδικήσεις των λαών της ανατολικής Ευρώπης, οι οποίες ουδέποτε κατεστάλησαν πλήρως, πήραν τη σκυτάλη έως το τέλος.
Άραγε, οι Δυτικοί μπορούσαν να ενεργήσουν αποτελεσματικότερα, ακόμα περισσότερο δε, νωρίτερα; Το ερώτημα τίθεται. Κατά καιρούς, ειδικότερα μέσα στη δεκαετία του ’70, έδειξαν έτοιμοι να εγκαταλείψουν τον αγώνα, αποδεχόμενοι ως μόνιμο τον διαχωρισμό της Ευρώπης, την ισορροπία ανάμεσα στα δύο συστήματα, κυρίως δε, την εξάπλωση του κομμουνισμού στις χώρες του Τρίτου Κόσμου. Δεν είναι τυχαίο πως την ίδια, ακριβώς, εποχή έκαναν την εμφάνισή τους ορισμένες θεωρίες περί σύγκλισης του καπιταλισμού με τον κομμουνισμό, περί ελαχιστοποίησης των αμοιβαίων διαφορών, περί απάλειψης των αρχών και αξιών της Δύσης και περί οριστικής εγκατάλειψης της απαίτησης για αποκατάσταση των ελευθεριών στο αντίπαλο στρατόπεδο, σύνθημα που λειτουργούσε ως αιχμή του δόρατος από το 1947. Όταν, στις αρχές της δεκαετίας του ’80, οι ΗΠΑ επαναβεβαίωσαν τις φιλελεύθερες αξίες τους και επιδόθηκαν σε μια προσπάθεια εξαναγκασμού της ΕΣΣΔ να εγκαταλείψει την αυτοκρατορία της και να μεταλλαχθεί, οι εξελίξεις έτρεξαν. Ταυτόχρονα, το 1989-1990, η Ουάσινγκτον προσέφερε στη Μόσχα μια εναλλακτική λύση εν είδει εξόδου: την ενσωμάτωση στο δυτικό οικονομικό σύστημα και την προσχώρηση σε ένα νέο συλλογικό σύστημα ασφάλειας, σε αντάλλαγμα της γερμανικής ενοποίησης και της απόσυρσης των σοβιετικών στρατευμάτων από την Ανατολική Ευρώπη.
Με την πάροδο του χρόνου, διαπιστώνουμε πως ήδη από τη δεκαετία του ’70, ο Ψυχρός Πόλεμος, με δραματικές κορυφώσεις και με αβέβαιη, ακόμα, έκβαση, μετεξελισσόταν ολοένα και περισσότερο σε έναν αγώνα οπισθοφυλακής. Επρόκειτο για την τελευταία έκφανση των ιδεολογικών αντιπαραθέσεων του 19ου αιώνα. Σήμερα, με το καταλάγιασμα των παθών, ο Ψυχρός Πόλεμος αποτελεί πλέον αντικείμενο ιστορικής έρευνας και μελέτης. Ασφαλώς, δεν διαθέτουμε ακόμα το σύνολο των αρχειακών πηγών. Εξίσου βέβαιο είναι πως θα προκύψουν μελλοντικά προβληματικές, την ύπαρξη των οποίων δεν είμαστε σήμερα σε θέση να διανοηθούμε ούτε και να προβλέψουμε. Δεν είναι δυνατό να υπάρξει ποτέ οριστική ιστορική αφήγηση, πόσο μάλλον στην προκειμένη περίπτωση.
Ωστόσο, μάς προσφέρονται ήδη σημαντικές πηγές. Τα αρχεία των δυτικών κρατών είναι, συνήθως, προσβάσιμα έπειτα από την πάροδο τριάντα ετών. Ακόμα και τα πρώην σοβιετικά αρχεία είναι εν μέρει διαθέσιμα. Συγκεκριμένα, υπάρχει επιλεκτική δυνατότητα μελέτης των αρχείων του υπουργείου Εξωτερικών, λιγότερο εκείνων της Κεντρικής Επιτροπής. Όσο δε για τα αρχεία του Politbureau (ανώτατου οργάνου σχεδιασμού και λήψης αποφάσεων) και των διατελεσάντων Γενικών Γραμματέων της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΣΕ, η πρόσβαση εξακολουθεί να παραμένει αδύνατη. Δυστυχώς, στους κόλπους του σοβιετικού συστήματος, οι αποφάσεις λαμβάνονταν σε επίπεδο κόμματος. Το υπουργείο Εξωτερικών, από κοινού με άλλους φορείς, εκτελούσε απλώς χρέη δεξαμενής σκέψης και μηχανισμού κάλυψης με νομική επίφαση των αποφάσεων και επιλογών του Politbureau, προκειμένου να καταστήσει τις τελευταίες αξιόπιστες σε διεθνή κλίμακα. Με άλλα λόγια, ήταν ένα εκτελεστικό όργανο και όχι ένα κέντρο εξουσίας. Μέχρι στιγμής, οι αναλύσεις με γνώμονα αποκλειστικά και μόνο τα αρχεία του υπουργείου Εξωτερικών, αλλοιώνουν την προοπτική των ερευνητών. Η μελέτη του σοβιετικού μηχανισμού λήψης αποφάσεων απαιτεί εξειδικευμένη μεθοδολογία, όπως ακριβώς πράττει το Cold War History Program του Woodrow Wilson Center, στην Ουάσινγκτον, του οποίου τα Bulletins και τα Working Papers αποτελούν απαραίτητα και χρήσιμα εργαλεία.
Για τον τερματισμό του Ψυχρού Πολέμου και των ετών 1989-1990 γενικότερα, διαθέτουμε πληθώρα μαρτυριών και πονημάτων, στηριζόμενων σε αμερικανικά και σοβιετικά τεκμήρια, τα οποία δημοσιοποιήθηκαν από ορισμένους εκ των πρωταγωνιστών της εποχής εκείνης. Επίσης, κυκλοφορεί μεγάλος αριθμός δημοσιεύσεων για το Γερμανικό Ζήτημα. Η συγκεκριμένη χρονική περίοδος καλύπτεται καλύτερα από προγενέστερες και μπορούμε, άφοβα, να γράψουμε την ιστορία της στο σύνολό της.
Ο Ψυχρός Πόλεμος ενέπνευσε ως θέμα έναν τεράστιο αριθμό εκδόσεων στις ΗΠΑ, στη Μεγ. Βρετανία, στη Γαλλία, στη Γερμανία, στην Ιταλία, λιγότερο δε, στη Ρωσία. Στο παρόν κείμενο δεν συμπεριέλαβα μια νέα ιστοριογραφική τάση: εκείνη του Ψυχρού Πολέμου από τη βάση προς την κορυφή. Με άλλα λόγια, την οπτική της κοινής γνώμης στο σύνολό της και όχι εκείνη των κυβερνώντων και των πάσης φύσεως χειριστών των κρατικών υποθέσεων. Περιορίζομαι μόνο στην πρωτοποριακή, για το είδος αυτό, πραγματεία των Philippe Buton, Olivier Büttner και Michel Hastings: La Guerre froide vue d’ en bas, (Παρίσι, Εκδόσεις του CNRS, 2014). Οφείλουμε, ωστόσο, να είμαστε συγκρατημένοι: ο Ψυχρός Πόλεμος δεν ενέπλεξε τα πλήθη στον βαθμό που το έπραξε ο Πρώτος ή ο Δεύτερος Παγκόσμιος. Βεβαίως, η διαμάχη ανάμεσα στους κομμουνιστές και τους αντιπάλους τους προσέλαβε μεγάλη έκταση σε χώρες όπως η Γαλλία και η Ιταλία. Όμως, θεωρήθηκε ως έκφανση μιας κλασσικής αντιπαράθεσης μεταξύ Αριστεράς και Δεξιάς, δίχως να συνδεθεί απαραιτήτως με τη διεξαγωγή του Ψυχρού Πολέμου. Η περίπτωση της Ελλάδας είναι διαφορετική, καθώς η διενέργεια ενός Εμφυλίου Πολέμου υπήρξε καθοριστικό διακριτικό γνώρισμα της αντιπαράθεσης Ανατολής – Δύσης κατά την αρχική φάση του Ψυχρού Πολέμου. Στις δε μεγάλες κρίσεις της άλλης πλευράς του παραπετάσματος (Βερολίνο το 1953, Βουδαπέστη το 1956, Πράγα το 1968, Βαρσοβία το 1980), σημειώθηκαν επικαλύψεις μεταξύ εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής με ενεργό εμπλοκή μεγάλου μέρους της κοινής γνώμης των ενδιαφερομένων χωρών.
Η εντυπωσιακή σε μέγεθος ιστοριογραφία του Ψυχρού Πολέμου ακολούθησε την κλασσική πορεία μιας εποχής βαθιάς και παρατεταμένης κρίσης. Σε ένα πρώτο στάδιο, η αναζήτηση και κατανομή των ευθυνών χρωματίστηκε από το βάρος της πολιτικής και ιδεολογικής αντιπαράθεσης. Την παραπάνω φάση διαδέχθηκε μια δεύτερη, λιγότερο φορτισμένη, όπου διαφάνηκαν ακριβέστερα η διαδικασία λήψης αποφάσεων, τα εκατέρωθεν κίνητρα, τα πάσης φύσεως διακυβεύματα. Ο κύκλος κλείνει με μια επαναπροσέγγιση των γεγονότων χάρη στη χρήση του πρωτογενούς υλικού, που προσδίδει στο φαινόμενο του Ψυχρού Πολέμου ιστορική χροιά και διάσταση. Σε αυτό, ακριβώς, το στάδιο βρισκόμαστε σήμερα, ασχέτως εάν υπολείπονται πολλά ακόμη να γίνουν. Ταυτόχρονα, έχει ξεκινήσει ένας στοχασμός σε βάθος χρόνου ως προς την έννοια του φαινομένου. Πρόκειται περί ιδεολογικής αντιπαράθεσης; Περί γεωπολιτικής σύγκρουσης; Περί πολιτισμικής κρίσης; Τέτοιας μορφής είναι τα ερωτήματα που θέτουν σήμερα οι ιστορικοί.
Οι πρώτες δυτικές αφηγήσεις των καταβολών του Ψυχρού Πολέμου αντανακλούν τα βιώματα των παρατηρητών της εποχής εκείνης. Ο Στάλιν υπήρξε ο μέγας υπαίτιος της διάσπασης του αντιχιτλερικού μετώπου, ήδη από τη στιγμή του τερματισμού του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Αρκεί να ανατρέξει κανείς στις πραγματείες του Herbert Feis, του Philip E. Mosely, του Jean Laloy, του Adam J. Ulam5 ή, ακόμα, στα τότε άρθρα του Raymond Aron στην εφημερίδα Le Figaro.6 Οι σημερινοί ερευνητές δεν εκφράζουν την παραμικρή επιφύλαξη ως προς αυτό το σημείο. Όμως, μια αντίδραση, ένα ρεύμα ιστορικού αναθεωρητισμού, παρατηρήθηκε κατά στη διάρκεια των δεκαετιών του ΄60 και του ΄70 στους κόλπους των αμερικανικών πανεπιστημίων. Για πρώτη φορά γινόταν λόγος περί ύπαρξης ενός αμερικανικού ιμπεριαλισμού και περί ευθυνών των ΗΠΑ ως προς τις καταβολές του Ψυχρού Πολέμου. Επρόκειτο για θέσεις, οι οποίες έρχονταν σε ευθεία αντίθεση με όλα όσα υποστηρίζονταν μέχρι τότε. Τον δρόμο άνοιξε, το 1959, το βιβλίο του William Appleman Williams The Tragedy of the American Diplomacy. Ακολούθησαν κι άλλες παρεμφερείς μελέτες, που υιοθέτησαν μια διφορούμενη μεθοδολογία κάνοντας, παράλληλα, χρήση πηγών, οι οποίες δεν ενέπνεαν εμπιστοσύνη.7 Θα λέγαμε πως η ρεβιζιονιστική αυτή αντίληψη αντανακλά την έλλειψη αυτοπεποίθησης, από την οποία διακατέχονταν οι Δυτικοί (ειδικότερα οι Αμερικανοί) στις δεκαετίες του ’60 και του ’70, ως απόρροια του τραύματος που είχε προκαλέσει τότε η διενέργεια του πολέμου του Βιετνάμ.
Εν συνεχεία, έκανε την εμφάνισή της μια “νεο-ρεβιζιονιστική” σχολή, κινούμενη πάνω σε ένα πιο αξιόπιστο μεθοδολογικό υπόβαθρο, παραμένοντας, ωστόσο, ιδιαίτερα καυστική έναντι της αμερικανικής πολιτικής. Η σχολή αυτή επικέντρωσε τις επικρίσεις της στη σταδιακή σκλήρυνση της στάσης των ΗΠΑ, στη μετάλλαξη των τελευταίων σε ένα είδος κράτους “εθνικής ασφάλειας” εις βάρος των ατομικών και συλλογικών ελευθεριών, καθώς και στην ενεργοποίηση και ανάπτυξη ενός τεράστιου μηχανισμού εξωτερικής πολιτικής, άμυνας και εσωτερικής ασφάλειας. Όλα τα παραπάνω δε, εν ονόματι του αγώνα κατά του κομμουνισμού. Χαρακτηριστικό δείγμα αποτελεί το γνωστό βιβλίο του Daniel Yergin Shattered Peace.8 Παράλληλα, η ίδια σχολή υποστήριζε πως είχε εντοπίσει στους κόλπους της σοβιετικής πολιτικής, κλασσικού τύπου γεωπολιτικές και όχι ιδεολογικές καταβολές, σε αντιδιαστολή με όλα όσα, ορθά, υποστήριζε η πλειοψηφία των ειδικών και των ιστορικών της δεκαετίας του ’50 και του πρώτου ημίσεος εκείνης του ΄60. Κατά συνέπεια, υπήρχαν, πλέον, δύο διαφορετικές σχολές, οι οποίες διασταύρωναν τα ξίφη τους. Μια πρώτη, περισσότερο πραγματιστική, η οποία αντιμετώπιζε την ΕΣΣΔ ως ένα ισχυρό κράτος και μια δεύτερη, η οποία επέμενε στην ιδεολογική διάσταση και στον ρόλο του κόμματος.
Τα πάντα ξεκίνησαν εκ νέου από μηδενική βάση, με την ευκαιρία της πτώσης της ΕΣΣΔ και της, μερικής έστω, πρόσβασης στο σοβιετικό αρχειακό υλικό. Εν τέλει, η πολιτική της Μόσχας αποδείχθηκε ακόμα πιο δέσμια της ιδεολογίας από όσο την είχαν φανταστεί οι πλέον αυστηροί δυτικοί επικριτές. Οι κοινότυπες εικασίες των διαφόρων μαθητευόμενων σοβιετολόγων (“η ΕΣΣΔ είναι μια μετενσάρκωση της αιώνιας Ρωσίας ή μήπως ένα κομματικό συγκεντρωτικού τύπου νέο σύστημα με παγκοσμίου βεληνεκούς επαναστατικές φιλοδοξίες;”) στερούνται, πλέον, κάθε ίχνους σοβαρότητας. Η ΕΣΣΔ αποτελούσε από μόνη της μια ιδεολογία σε τροχιά εξέλιξης, συχνά μάλιστα σε βάρος των καλώς εννοούμενων συμφερόντων του ρωσικού λαού.
Από την άλλη πλευρά, έχει αποδειχθεί πως πολλά από όσα οι Δυτικοί εκλάμβαναν ως προθέσεις κατακτητικής επιθετικότητας της Μόσχας, στην πραγματικότητα δεν ήταν παρά μια υπέρμετρη αμυντική παράνοια της τελευταίας, μια αντίδραση έναντι απειλών, οι οποίες προσλαμβάνονταν δια μέσου του παραμορφωτικού κατόπτρου της ιδεολογίας. Ασφαλώς υπήρξαν εκατέρωθεν στιγμές, όπου ένας συμβιβασμός φάνταζε κάτι το αδύνατο. Υπήρξαν, επίσης, υστεροβουλίες απαράδεκτες για τους Δυτικούς (το αντίστροφο φαινόμενο ήταν σπανιότερο). Όμως, σημειώθηκαν αμοιβαία και πολλές λανθασμένες εκτιμήσεις σχετικά με τον σχεδιασμό και την εφαρμογή της πολιτικής του αντιπάλου.
Τέλος, μπορεί η ΕΣΣΔ να ήταν ένα κόμμα και μια ιδεολογία. Ήταν όμως και ένα κράτος με γεωπολιτικές φιλοδοξίες, ορισμένες εκ των οποίων συμβάδιζαν με τους ιδεολογικούς στόχους και άλλες έρχονταν σε ευθεία αντίθεση μαζί τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η εξέλιξη των διμερών σχέσεων με την Κίνα, ή, μάλλον, η αντιπαράθεση ανάμεσα στις δύο χώρες μέσα στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου. Ιδεολογικές και γεωπολιτικές παράμετροι εμπλέκονται σε αυτή τη ρήξη, έστω και αν αρχικά, η όλη διαμάχη είχε προκύψει από μια βαθιά ιδεολογική απόκλιση ως προς τη μορφή και την επιδιωκόμενη εξέλιξη των σχέσεων μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Επομένως, το να επικαλείται κανείς τους γενικούς ιδεολογικούς στόχους της ΕΣΣΔ δεν αρκεί προκειμένου να κατανοήσει την εξωτερική πολιτική της τελευταίας. Οφείλει να την αναλύσει, κατά περίπτωση, με γνώμονα ένα πλέγμα πολύπλοκων παραμέτρων που χαρακτηρίζουν και διαμορφώνουν την άσκηση της σοβιετικής διπλωματίας. Με άλλα λόγια, οφείλει να ασπασθεί μια κλασσική ιστορική μεθοδολογία, η οποία να καλύπτει όλους τους παράγοντες: την ιδεολογική ιδιαιτερότητα του καθεστώτος αλλά και την πραγματικότητα της διεθνούς κατάστασης, εντός της οποίας το εν λόγω σοβιετικό καθεστώς λειτουργούσε και ήταν αναγκασμένο να λαμβάνει συνεχώς υπόψη. Στο εξής, η ιστοριογραφία του Ψυχρού Πολέμου εισέρχεται σε μια αμιγώς επιστημονική φάση. Η σε βάθος ανάλυση του φαινομένου και των θεμελιωδών πτυχών του είναι εφικτή. Όπως, πολύ εύστοχα, γράφει ο John Lewis Gaddis στο περίφημο βιβλίο του We Now Know,9 “Έστω και αν δεν τα ξέρουμε όλα, τουλάχιστον γνωρίζουμε αρκετά για να μπορέσουμε να δουλέψουμε με αξιώσεις”.10
Μετάφραση από το πρωτότυπο: Γιάννης Μουρέλος
Ενδεικτική βιβλιογραφία
Σημειώσεις
[Σημ. Μτφρ.] Το παρόν κείμενο είναι μια επικαιροποιημένη εκδοχή της εισαγωγής στην πραγματεία του Georges-Henri Soutou, La guerre de Cinquante Ans. Les relations Est-Ouest (1943-1990), Παρίσι, Fayard, 2001. Οι θέσεις του συγγραφέα αντικατοπτρίζουν τη χρονική συγκυρία δημοσίευσης της μελέτης και την ευφορία, που επικρατούσε πριν από τα γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου, εξαιτίας της πρόσφατης, ακόμα τότε, κατάρρευσης του υπαρκτού σοσιαλισμού. Είναι προφανές πως η κρίση της κοινωνίας της Παγκοσμιοποίησης, ως διάδοχο σχήμα του τερματισμού του Ψυχρού Πολέμου, τοποθετεί σήμερα το όλο πρόβλημα πάνω σε εντελώς διαφορετικές βάσεις. Ελλείψει αντιπάλου δέους (τουλάχιστον μέχρι πολύ πρόσφατα, καθότι ο Ουκρανικός Πόλεμος σηματοδοτεί την επάνοδο σε ένα διπολικό/πολυπολικό σύστημα παγκόσμιας ισορροπίας), ο καπιταλισμός προβάλλει απροκάλυπτα την πλέον απάνθρωπη, ανήθικη και αλαζονική του έκφανση. Μήπως πρόκειται για κατάλοιπο του Ψυχρού Πολέμου, του οποίου παρακολουθούμε τον επίλογο; Μήπως, αντίθετα, πρόκειται για απλή ανάπαυλα, καθώς ήδη βιώνουμε καταστάσεις Ψυχρού Πολέμου με δυναμική επανεμφάνιση της υπαρξιακής ψύχωσης μη τυχόν και αυτός μετεξελιχθεί σε θερμό; H β’ (επικαιροποιημένη) έκδοση της πραγματείας του Georges-Henri Soutou, η οποία κυκλοφόρησε το 2011 με τον τίτλο La Guerre froide (1943-1990), από τον εκδοτικό οίκο Pluriel, δεν πρόφτασε, όπως είναι επόμενο, να απαντήσει στο συγκεκριμένο ερώτημα.
- Walter Lippmann, The Cold War: A Study of the United States Foreign Policy, New York, 1947. ↩︎
- Jean Bérenger και Georges-Henri Soutou (επιμ.), L’ Ordre européen du XVIe au XXe siècle, Παρίσι, Presses de l’ Université de Paris-Sorbonne, 1998. ↩︎
- Anne Applebaum, “Quand une mémoire en cache une autre”, Commentaire, αρ. 78, καλοκαίρι 1997. Alain Besançon, Le Malheur du siècle: sur le communisme, le nazisme et l’ unicité de la Shoah, Παρίσι, Fayard, 1998. ↩︎
- J.-L. Talmon, Les Origines de la démocratie totalitaire, Παρίσι, Calman-Lévy, 1966. ↩︎
- Herbert Feis, Churchill, Roosevelt, Stalin, Princeton UP, 1957. Philip E. Mosely, The Kremlin and World Politics, New York, Vintage Books, 1960. Jean Laloy, Entre guerre et paix, Parie, Le Seuil, 1966. Adam J. Ulam, Expansion and Coexistence. The History of Soviet Foreign Policy, 1917-1967, London, Secker and Warburg, 1968. ↩︎
- Raymond Aron, Les Articles de politique internationale dans “Le Figaro” de 1947 à 1977, Τόμος Α΄
La Guerre froide (juin 1947 à mai 1955) (Εισαγωγή και υπομνηματισμός Georges-Henri Soutou), Paris, Éditions de Fallois, 1990. Ο Τόμος Β΄ La Coexistence (mai 1955 à février 1965) κυκλοφόρησε το 1994 και ο Τόμος Γ΄ Les Crises ( février 1965 à mars 1977) κυκλοφόρησε το 1997. ↩︎ - Για τις επικρίσεις σε βάρος της σχολής αυτής, στις οποίες πρωτοστάτησε ο Robert J. Maddox, βλ. The New Left and the Origins of the Cold War, Princeton, 1973. ↩︎
- Βοστώνη, εκδόσεις Houghton Mifflin, 1977. Ενδεικτικός είναι ο υπότιτλος: The Origins of the Cold War and the National Security State. ↩︎
- Rethinking Cold War History, Oxford, Clarendon Press, 1997. ↩︎
- Σχετικά βλ. Melvyn P. Leffler, “The Cold War: What Do “We Now Know”?”, American Historical Review, Απρίλιος 1999. ↩︎