Η ιστορική αναμέτρηση Καρχηδόνας και Συρακουσών με έπαθλο τη Σικελία.O Β΄ Σικελικός Πόλεμος (409-404 π.Χ.)

Ύστερα από τη συντριπτική ήττα στη Μάχη της Ιμέρας το 480 π.Χ. και για εβδομήντα ολόκληρα χρόνια οι Καρχηδόνιοι δεν απείλησαν τις ελληνικές αποικίες της Σικελίας, ωσότου η δεύτερη Σικελική Εκστρατεία των Αθηναίων εναντίον των Συρακουσών (415-413 π.Χ.) οδηγήσει σε διαρκή και μόνιμη αποσταθεροποίηση τη γεωπολιτική κατάσταση στη μεγαλόνησο1.

Επρόκειτο για άστοχη και αστόχαστη εμφύλια σύγκρουση μεταξύ Ελλήνων με υπαιτιότητα των Αθηναίων. Ουσιαστικά, η δημοκρατική Αθήνα επιτέθηκε με ιμπεριαλιστική πρόθεση –χωρίς να προκληθεί ούτε καν να απειληθεί– σε μια άλλη απομακρυσμένη και ακμάζουσα ελληνική δημοκρατία εκείνης της εποχής, τις Συρακούσες, που, όμως, διέθεταν παρεμφερή ισχύ σε όλα τα επίπεδα, σε πολιτική και κοινωνία, δημογραφία και οικονομία, στρατό ξηράς και ναυτικό. Παράλληλα, οι Συρακούσες είχαν τηρήσει ως τότε στάση ουδετερότητας μεταξύ των εμπολέμων στον

Πελοποννησιακό Πόλεμο (431-404 π.Χ.), μολονότι η απώτερη καταγωγή των πολιτών τους επέτρεπε δικαιολογημένα να υποστηρίξουν την Πελοποννησιακή Συμμαχία.2 Το οξύμωρο της υπόθεσης είναι ότι ενώ η απόφαση των Αθηναίων για την Σικελική εκστρατεία ελήφθη αρχικά στη βάση της επέμβασης υπέρ της Έγεστας και κατά του Σελινούντα (Θουκυδίδης 6.8.2), ο πόλεμος τελικά διεξήχθη εναντίον των Συρακουσών! Η εκτροπή των πολεμικών επιχειρήσεων αποδεικνύει ότι η συμπαράσταση στους Εγεσταίους λειτούργησε για τους Αθηναίους αποκλειστικά και μόνον ως πρόφαση στην κατεύθυνση επίτευξης του κυρίου αντικειμενικού σκοπού, δηλαδή της κατάληψης και υποταγής των Συρακουσών, της ισχυρότερης τότε σικελικής πόλης-κράτους. Οι Αθηναίοι πολίτες υπέκυψαν στον πειρασμό και υπέπεσαν στο σφάλμα της υπερεπέκτασης (overexpansion), με τραγικές επιπτώσεις για τους ίδιους και την πόλη τους, όπως άλλωστε έπαθαν τόσες άλλες ηγεμονικές δυνάμεις και υπερφίαλοι ηγέτες παγκοσμίως στον ρου της Ιστορίας.

Από την άλλη πλευρά βεβαίως, η έκκληση των Εγεσταίων για επικουρία από τη μακρινή Αθήνα και όχι από την κοντινή Καρχηδόνα, με τις σικελικές κτήσεις με τις οποίες, άλλωστε, συνόρευαν, αποκαλύπτει έστω και εμμέσως το κύρος της αθηναϊκής ηγεμονίας και τη φήμη της σε ολόκληρη τη Μεσόγειο, σε αντιπαραβολή με το μειωμένο κύρος της καρχηδονιακής ισχύος που τελούσε ακόμη σε αδράνεια, προφανώς υπό την επήρεια της προηγούμενης συντριβής στη Μάχη της Ιμέρας. Εντούτοις, τη μεγάλη αλλά αποτυχημένη Σικελική Εκστρατεία των Αθηναίων ακολούθησε σύντομα και παρ’ ελπίδα δυναμική επέμβαση και εισβολή των Καρχηδονίων στη Σικελία. Έκτοτε, οι Καρχηδόνιοι συνεχώς θα απειλούν σοβαρά την αυτονομία και ανεξαρτησία των ελληνικών πόλεων, καθώς και την ασφάλεια και ευημερία όλων των ελληνικών πληθυσμών της Σικελίας.

Ποια ήταν όμως η κατάσταση στη Σικελία στις παραμονές της καρχηδονιακής εξόρμησης και ποια η ισορροπία δυνάμεων μεταξύ Καρχηδονίων Φοινίκων και Σικελιωτών Ελλήνων; Οι τελευταίοι με επικεφαλής τις Συρακούσες είχαν μόλις εξέλθει διαιρεμένοι και εξαντλημένοι από τις συνέπειες της Σικελικής Εκστρατείας, παρά την εξολόθρευση του αθηναϊκού εκστρατευτικού σώματος και των άτυχων συμμάχων τους. Επιπλέον, σε ανταπόδοση της πολύτιμης βοήθειας που είχαν δεχτεί από τους Πελοποννήσιους με επικεφαλής τον Σπαρτιάτη στρατηγό Γύλιππο, οι Συρακούσιοι ενεπλάκησαν στην τελική φάση του Πελοποννησιακού Πολέμου με αποστολή ναυτικής μοίρας στην Ελλάδα και το Αιγαίο υπό τον Ερμοκράτη3. Ο Συρακούσιος λαϊκιστής δημοκράτης, πολιτικός και στρατηγός, Ερμοκράτης είχε πρωτοστατήσει στη συσπείρωση Συρακούσιων και Σικελιωτών Ελλήνων και είχε εμπνεύσει την αντίσταση κατά των Αθηναίων και την απόκρουση της αθηναϊκής απειλής τόσο στην περιορισμένη «αναγνωριστική» επέμβαση το 427-424 π.Χ., όσο και στην ευρεία «κατακτητική» εκστρατεία το 415-413 π.Χ.

Αντιθέτως, οι Καρχηδόνιοι είχαν εντωμεταξύ αναπτύξει συνολικά τις δυνάμεις τους καθ’ όλη τη διάρκεια ενός μάλλον ειρηνικού και επικερδούς για εκείνους αιώνα. Στο εσωτερικό, οι Καρχηδόνιοι τροποποίησαν και σταθεροποίησαν το πολίτευμά τους, ούτως ώστε η πόλη να βρει πολιτική και κοινωνική γαλήνη, να προοδεύσει εμπορικά και οικονομικά. Στο εξωτερικό, η Καρχηδόνα είχε στραφεί στην επέκταση της κυριαρχικής σφαίρας επιρροής ιδίως στα παράλια της Βόρειας Αφρικής και στην ενδοχώρα της σημερινής Τυνησίας. Ενσωμάτωσε στον κορμό του καρχηδονιακού κράτους τις μικρότερες τοπικές φοινικικές αποικίες όπως την Υτίκη και το Αδρύμητο/Αδρυμητό, ενώ παράλληλα εξαπλώθηκε εις βάρος των τοπικών φύλων και λαών, Νουμιδών, Λίβυων κ.ά. Την ίδια εποχή επεκτάθηκε επιπλέον στη νότια Ιβηρική χερσόνησο4.                           

Η επιτυχημένη εξάπλωση της Καρχηδόνας σε τόσες εκτάσεις, από όπου μπορούσε να προσβλέπει σε οικονομικό όφελος μέσω της συστηματικής εκμετάλλευσης των τοπικών πλουτοπαραγωγικών πηγών, καθώς και σε αύξηση της πληθυσμιακής βάσης και ασφαλώς της παρατακτέας και επιστρατευόμενης στρατιωτικής δύναμης (ναυτικής και πεζικής/ιππικής), σε αντιδιαστολή με τη φθορά και κόπωση των Συρακουσών, του αντιπάλου δέους στη Σικελία, εξαιτίας της ανάλωσης και τριβής με την απόκρουση της σφοδρής επίθεσης των Αθηναίων, λειτούργησε προφανώς ως γενεσιουργό αίτιο της αντεπίθεσης των Καρχηδονίων στη Σικελία. Μόνον η αφορμή έμεινε, την οποία προσέφερε η συνεχιζόμενη εδαφική διαμάχη και παρατεταμένη σύγκρουση μεταξύ της ελληνικής πόλης-κράτους του Σελινούντα και της ελυμικής πόλης-κράτους της Έγεστας στη δυτική Σικελία, ακριβώς στα όρια των έως τότε περιορισμένων ακόμη σικελικών κτήσεων της Καρχηδόνας.

Κατά μία περίεργη και επαναλαμβανόμενη σύμπτωση, η μάλλον διαχρονική αντιπαράθεση μεταξύ Σελινούντα και Έγεστας λειτούργησε ως έναυσμα ιστορικών εξελίξεων στην αρχαία Σικελία. Οι Εγεσταίοι μπορεί να μη διέπρεψαν ιδιαίτερα ως πόλη-κράτος, αλλά σίγουρα γοήτευσαν και δελέασαν μεγάλες μεσογειακές δυνάμεις ώστε να τους υποστηρίξουν κατά καιρούς στη διαμάχη τους με τους Σελινούντιους. Όπως ακριβώς προ(σ)κάλεσαν την επέμβαση των Καρχηδονίων γύρω στο 580 π.Χ. και την εκστρατεία των Αθηναίων το 416/15 π.Χ., έτσι πέτυχαν πάλι να προκαλέσουν τη μεγάλη εισβολή των Καρχηδονίων το 410/09 π.Χ. Η μεγάλη και σε δύο ισχυρές δόσεις καρχηδονιακή εισβολή του 409 και 406/05 π.Χ. θα οδηγήσει έκτοτε σε μόνιμη μεταβολή την ισορροπία δυνάμεων στη Σικελία και θα εμπεδώσει την κυριαρχική επιρροή των Καρχηδονίων στη μεγαλόνησο.

Έπειτα από τη συμφορά των Αθηναίων, η επικράτηση του Σελινούντα εις βάρος της Έγεστας διαφαινόταν δεδομένη. Στην απελπισία τους, οι Εγεσταίοι στράφηκαν στην Καρχηδόνα και αιτήθηκαν επιτακτικά την υπέρ τους παρέμβαση. Η ηγεσία των Καρχηδονίων ζύγισε την κατάσταση και ύστερα από δισταγμούς αποφάσισε τελικά την επέμβαση στη Σικελία, εβδομήντα ακριβώς χρόνια μετά από τη συντριπτική ήττα στην Ιμέρα. Σε ανάλογη κίνηση προέβησαν, ωστόσο, και οι Σελινούντιοι, οι οποίοι ζήτησαν και πέτυχαν τη συνδρομή των αρχικά αδιάφορων Συρακούσιων στον αγώνα τους. Ουσιαστικά, ο Β΄ Σικελικός Πόλεμος είχε μόλις ξεκινήσει (410/09 π.Χ.)5.

1. Πολιορκία και πτώση του Σελινούντα (409 π.Χ.)

Ο Μαγωνίδης Αννίβας, γιος του Γίσκωνα και εγγονός του περιβόητου Αμίλκα που χάθηκε στη Μάχη της Ιμέρας, ανέλαβε από πλευράς Καρχηδονίων την προετοιμασία και τη διενέργεια της εισβολής στη Σικελία. Όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων, δύο υπήρξαν οι κύριοι στρατηγικοί στόχοι εκείνης της καρχηδονιακής εκστρατείας: η καταστροφή και υποταγή πρώτα του Σελινούντα στον νότο και ύστερα της Ιμέρας στον βορρά της δυτικής Σικελίας, δηλαδή των δύο μεγαλύτερων και ισχυρότερων ελληνικών αποικιών στην περιοχή. Ο Σελινούντας αποτέλεσε τον πρώτο στόχο, διότι η στρατιωτική επέμβαση των Καρχηδονίων στη Σικελία έγινε τελικά με αφορμή την εμπλοκή τους στη χρόνια διένεξη Σελινούντιων και Εγεσταίων υπέρ των δευτέρων. Υποστηρίζοντας την Έγεστα, η Καρχηδόνα φιλοδοξούσε παράλληλα να τιμωρήσει τον Σελινούντα, παλιό της σύμμαχο στην περιοχή, που είχε από καιρό αποσκιρτήσει και αυτονομηθεί πλήρως από κάθε καρχηδονιακή επιρροή. Με τον δεύτερο στόχο, προφανώς οι Καρχηδόνιοι επεδίωκαν επιτέλους να ξεπλύνουν το όνειδος της Μάχης της Ιμέρας το 480 π.Χ. Ούτως ή άλλως, από στρατηγικής σκοπιάς δεν χωρά αμφιβολία ότι με αυτούς τους δύο αντικειμενικούς σκοπούς η Καρχηδόνα σκόπευε να εξασφαλίσει και να επεκτείνει τη ζώνη επικυριαρχίας της στη Σικελία.

Παράλληλα, ο Αννίβας κυνήγησε δύο φιλόδοξους στόχους ταυτόχρονα, έναν συλλογικό και έναν προσωπικό: αφενός να επαυξήσει και να κατοχυρώσει την καρχηδονιακή επικράτεια στο νησί, ενώ αφετέρου να εκδικηθεί τον θάνατο του παππού του. Καταρχάς, κατόρθωσε να παραπλανήσει και να αποκοιμίσει τους Έλληνες για τις ενδόμυχες, επικίνδυνες προθέσεις του. Αποβιβάστηκε, λοιπόν, το 409 π.Χ. στη δυτική ακτή της Σικελίας επικεφαλής τεράστιου στρατού και στόλου, τον οποίον λέγεται πως επάνδρωναν 100.000 περίπου Καρχηδόνιοι, Λίβυες, Ίβηρες και Καμπανοί, και πλαισίωναν 60 πολεμικές τριήρεις και 1.500 μεταγωγικά πλοία.

Στη συνέχεια, ο Αννίβας προέλασε αμέσως εναντίον του Σελινούντα, της μεγάλης και ακμάζουσας, αλλά απομονωμένης στις νοτιοδυτικές ακτές ελληνικής αποικίας. Γρήγορα απέκλεισε και πολιόρκησε την πόλη με υπερμεγέθεις πολιορκητικούς πύργους. Οι Σελινούντιοι αιφνιδιάστηκαν από τη σφοδρή και απροσδόκητη επίθεση. Τα τείχη της πόλης ήταν μάλλον ανίσχυρα για να αντέξουν τις ισχυρές πολιορκητικές μηχανές που έφεραν μαζί τους οι Καρχηδόνιοι, και τις οποίες ανέπτυξαν ταχέως ώστε να προσβάλουν αποτελεσματικά τα τείχη της πόλης. Επιπλέον, η ικανή απόσταση που χώριζε τον Σελινούντα από τις υπόλοιπες ελληνικές αποικίες ήταν δυσοίωνος παράγοντας από γεωστρατηγικής άποψης ως προς τη δυνατότητα προβολής ανθεκτικής άμυνας ή έγκαιρης αποστολής στρατιωτικής επικουρίας. Ούτως ή άλλως, βοήθεια τελικά δεν φάνηκε από πουθενά· οι Συρακούσιοι αδράνησαν χαρακτηριστικά, όντας απορροφημένοι με την καθυπόταξη των ιωνικών-χαλκιδικών πόλεων Νάξου, Κατάνης και Λεοντίνων στην ανατολική Σικελία που είχαν συνταχθεί παλαιότερα με τους Αθηναίους. Η αδράνεια των Συρακουσών εμπόδισε επίσης τον Ακράγαντα και τη Γέλα από το να συνεργαστούν και να σπεύσουν σε βοήθεια των χειμαζόμενων Σελινούντιων, μολονότι ασφαλώς διέθεταν τη δυνατότητα· ίσως μάλιστα λειτούργησαν ως επιτήδειοι ουδέτεροι ώστε να μην προκαλέσουν τη μήνη της Καρχηδόνας. Έτσι, ύστερα από μόλις δέκα ημέρες ηρωικής αλλά απέλπιδας αντίστασης, οι Καρχηδόνιοι διέσπασαν τείχη και άμυνες, ξεχύθηκαν βιαίως στην αλωμένη πόλη και την παρέδωσαν στη λεηλασία και την καταστροφή. Από τους 30.000 περίπου κατοίκους του Σελινούντα, μόλις οι 2.600 κατόρθωσαν να διαφύγουν σε άθλια κατάσταση προς τον Ακράγαντα. Οι υπόλοιποι μαζί με άγνωστο αριθμό δούλων είτε εξοντώθηκαν είτε πωλήθηκαν ως δούλοι6.

2. Πολιορκία και πτώση της Ιμέρας (409 π.Χ.)

Αμέσως μετά, ο δραστήριος και ικανός Καρχηδόνιος στρατηγός στράφηκε βόρεια εναντίον της Ιμέρας. Προηγουμένως, είχε απορρίψει προτάσεις διπλωματικής συνδιαλλαγής και ειρήνευσης που του απηύθυναν ανάστατοι οι Συρακούσιοι. Ο ισχυρός στρατός του Αννίβα ενισχύθηκε στην πορεία του από χιλιάδες Ελύμους και Σικανούς, οι οποίοι θεώρησαν ότι είχε έρθει επιτέλους η ώρα να αποτινάξουν τον ζυγό των Ελλήνων. Όλοι μαζί προσέγγισαν τα τείχη της Ιμέρας, μιας μεγάλης ελληνικής πόλης με πληθυσμό περίπου 60.000 κατοίκων. Άρχισαν τάχιστα την υπονόμευση των τειχών και τις επιθέσεις με πολιορκητικούς κριούς και πύργους. Εκτός των Ιμεραίων, την πόλη υπερασπίζονταν άλλοι 16.000 Σικελιώτες Έλληνες που είχαν ήδη σπεύσει για βοήθεια υπό την ηγεσία του Συρακούσιου στρατηγού Διοκλή. Οι Συρακούσες είχαν επιτέλους αφυπνιστεί ενώπιον του εθνικού κινδύνου. Τα τείχη υπέστησαν ωστόσο σοβαρές ζημιές και η ελληνική ηγεσία αποφάσισε τη διενέργεια μαζικής εξόδου για να αντεπιτεθεί και να εκδιώξει τους πολιορκητές, στο πρότυπο της προηγούμενης ένδοξης νίκης. Εντούτοις, στη Δεύτερη Μάχη της Ιμέρας που ακολούθησε, ενώ φάνηκε αρχικά πως οι Έλληνες θα νικούσαν, τελικά ο δαιμόνιος Αννίβας επικράτησε και οι δυνάμεις του έτρεψαν τους ηττημένους σε φυγή πίσω στα ρημαγμένα τείχη της πόλης.

Ο Έλληνες κατάλαβαν το στρατηγικό αδιέξοδο στο οποίο είχαν περιπέσει. Θέλησαν, λοιπόν, να αποφύγουν τη σφαγή όπως στην περίπτωση των Σελινούντιων και αποφάσισαν να εγκαταλείψουν σχεδόν όλοι, ένοπλοι και άμαχοι, την αδύναμη πλέον πόλη. Άφησαν πίσω τους μονάχα ένα μικρό τμήμα για να καλύψει την υποχώρηση και να καθυστερήσει την προέλαση των Καρχηδονίων. Οι τελευταίοι εισήλθαν τελικά μαχόμενοι στην Ιμέρα, τη λεηλάτησαν και την κατέστρεψαν, ενώ ισοπέδωσαν το σπουδαίο μνημείο της νίκης, αφιερωμένο στην ένδοξη μάχη του 480 π.Χ. Επρόκειτο για τον μεγαλοπρεπή δωρικό ναό που αφιέρωσαν οι Έλληνες θριαμβευτές στη θεά Νίκη και τον οποίον κατασκεύασαν με καταναγκαστική εργασία πολυάριθμοι Καρχηδόνιοι αιχμάλωτοι πολέμου. Μάλιστα, ο Αννίβας οδήγησε τους εναπομείναντες 3.000 περίπου Έλληνες αιχμαλώτους στην ακτή όπου είχε βρει τον θάνατο ο παππούς του. Εκεί, τους βασάνισε και τους εκτέλεσε όλους έναν προς ένα ως αντίποινα και εκδίκηση για εκείνη την πανωλεθρία. Έχοντας πετύχει τους αντικειμενικούς του σκοπούς, ο Αννίβας επανήλθε θριαμβευτής και τροπαιούχος στην Καρχηδόνα7.

      Η αρχαία πόλη της Ιμέρας/Himera VR 360. A Virtual Reality Trailer

3. Το εκκρεμές μεταξύ των Μαχών της Ιμέρας και του Ακράγαντα

Με την άλωση Σελινούντα και Ιμέρας από τους Καρχηδονίους έληξε η πρώτη φάση του Β΄ Σικελικού Πολέμου· σύντομα ωστόσο θα υπήρχε δραματική συνέχεια. Δυστυχώς, για τον Ελληνισμό της Σικελίας η δεύτερη φάση του πολέμου θα εξελιχθεί ακόμη χειρότερα και τραγικότερα, διότι η Ιστορία απέδειξε πως ό,τι συνέβη «δεν ήταν το τέλος, ούτε καν η αρχή του τέλους, παρά μόνον το τέλος της αρχής», για να παραφράσουμε την περίφημη ρήση του Τσόρτσιλ τον Νοέμβριο του 1942, ενόσω ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος λυσσομανούσε παγκοσμίως και ταλάνιζε την ανθρωπότητα8. Το σκηνικό της Ιμέρας με την εγκατάλειψη της πόλης και την προσφυγιά των κατοίκων έμελλε να επαναληφθεί ως μοτίβο σε ακόμη μεγαλύτερη και μάλλον αδιανόητη κλίμακα για τα έως τότε δεδομένα της στρατιωτικής ιστορίας της Μεσογείου.

Στο μεταξύ, οι Συρακούσες είχαν βυθιστεί σε πολιτική αστάθεια εξαιτίας του δεινού πλήγματος. Ο Διοκλής εξορίστηκε, ενώ ο αντίπαλός του Ερμοκράτης, δημοκράτης πολιτικός και στρατηγός, επιχείρησε αλλά απέτυχε να αναλάβει πραξικοπηματικά την εξουσία. Προηγουμένως, είχε προλάβει να αποστείλει ένοπλα τμήματα στη δυτική Σικελία, τα οποία αφενός οχύρωσαν ξανά τον Σελινούντα ώστε να αξιοποιηθεί ως προπύργιο των Συρακουσών, ενώ αφετέρου διενήργησαν επιδρομές εναντίον της Μοτύης και της Πανόρμου. Τα αντίποινα της μητρόπολης Καρχηδόνας απέναντι σε τούτες τις προκλήσεις αναμένονταν σφοδρά.

Πράγματι, το 406 π.Χ. ανατέθηκε εκ νέου στον γηραιό Αννίβα με την επικουρία του νεαρότερου Ιμίλκα να εισβάλουν ξανά στη Σικελία. Κρίνοντας από την κατεύθυνση της προέλασης, απώτερος στόχος τούτης της καρχηδονιακής εκστρατείας υπήρξε η καθυπόταξη ή καταστροφή των ισχυρών ελληνικών πόλεων-κρατών του Ακράγαντα, της Γέλας και των Συρακουσών, οι οποίες παλαιότερα είχαν συστήσει τον «νότιο δωρικό άξονα» που είχε αντιπαρατεθεί επιτυχημένα στην Καρχηδόνα. Ο αντικειμενικός σκοπός, ταυτόχρονα τιμωρητικός και επεκτατικός, ήταν υπερβολικά φιλόδοξος· γι’ αυτό διατέθηκαν στους επικεφαλής στρατηγούς οι ισχυρότερες και εκλεκτότερες στρατιωτικές και ναυτικές δυνάμεις που είχε ποτέ συγκεντρώσει και παρατάξει η Καρχηδόνα, ισχύος περίπου 120.000 αντρών και πολλών εκατοντάδων πολεμικών και μεταγωγικών πλοίων.

4. Πολιορκία και πτώση του Ακράγαντα (406 π.Χ.)

Σε μια πρώτη Ναυμαχία του Έρυκα στη δυτική Σικελία, ο ελληνικός στόλος (κυρίως Συρακούσιων) που περιπολούσε στα ανοιχτά νίκησε τμήμα του αντίπαλου καρχηδονιακού· τελικά όμως, οι Σικελιώτες δεν κατόρθωσαν να αναχαιτίσουν και να εμποδίσουν την απόβαση. Όπως αποδείχτηκε εκ των υστέρων, οι Καρχηδόνιοι εφάρμοσαν πάλι επιτυχή τακτική αντιπερισπασμού, γιατί η αποστολή μέρος του στόλου τους στις δυτικές ακτές αποδείχτηκε προκάλυμμα. Έτσι, αποκρύφθηκε επιμελώς η έλευση του κύριου και μέγιστου τμήματος του καρχηδονιακού στόλου που μετέφερε τον στρατό εισβολής στις νότιες ακτές της Σικελίας. Από στρατηγικής άποψης, ο στόχος επετεύχθη· η εκστρατευτική στρατιά υπό τους Αννίβα και Ιμίλκα αποβιβάστηκε στις νότιες σικελικές ακτές ανενόχλητη· στη συνέχεια, προέλασε εναντίον του Ακράγαντα, της δεύτερης μεγαλύτερης και ισχυρότερης ελληνίδας πόλης της Σικελίας μετά από τις Συρακούσες, με πληθυσμό που φημολογείται πως προσέγγιζε τους 200.000 κατοίκους, εκ των οποίων οι 18.000-20.000 άρρενες πολίτες. Το εγχείρημα ήταν όντως υπερβολικά φιλόδοξο, αλλά τελικά αποδείχτηκε πως η τύχη ήταν και πάλι με το μέρος των Καρχηδονίων.

Αρχικά, η ισχυρή οχύρωση του Ακράγαντα σε συνδυασμό με λοιμό που ενέσκηψε αιφνιδίως στο καρχηδονιακό στρατόπεδο και αφαίρεσε τη ζωή του ίδιου του Αννίβα, προκάλεσαν δεινά στους πολιορκητές Καρχηδονίους οδηγώντας τους σε τέλμα. Οι ανεπτυγμένες πολιορκητικές τους μέθοδοι δεν απέδωσαν, τα τείχη του Ακράγαντα αποδείχτηκαν πολύ ανθεκτικά για να καταρρεύσουν, ενώ η αδιέξοδη πολιορκία τραβούσε σε μάκρος.

        Τα τείχη του Ακράγαντα/Archivio Ente Parco Valle Dei Templi: Le mura di AKRAGAS

 

Ακόμη χειρότερα, οι Έλληνες αντεπιτέθηκαν· εκστράτευσαν με 35.000 στρατιώτες (15.000 Συρακούσιους και άλλους 20.000 Σικελιώτες και Ιταλιώτες) υπό τον Συρακούσιο στρατηγό Δαφναίο, με αντικειμενικό σκοπό την ανακούφιση των πολιορκημένων Ακραγαντίνων και τη λύση της πολιορκίας. Όταν ο Ιμίλκας πληροφορήθηκε την αποστολή του, απέσπασε με τη σειρά του 40.000 στρατιώτες, που ακόμη διατηρούσε ως εφεδρεία της κύριας δύναμης, και τους απέστειλε να αναχαιτίσουν τους ενωμένους Έλληνες σε Μάχη στον ποταμό Νότιο Ιμέρα (Salso ή Imera Meridionale) ανατολικά του Ακράγαντα. Οι ενωμένοι Έλληνες του Δαφναίου υπερίσχυσαν και έτρεψαν σε φυγή τους Καρχηδόνιους προς την ασφάλεια του στρατοπέδου εκστρατείας στα δυτικά του Ακράγαντα. Τότε ακριβώς η ελληνική πλευρά έχασε τη μεγαλύτερη ευκαιρία να συντρίψει και να εξολοθρεύσει τους καταπτοημένους Καρχηδονίους. Οι Ακραγαντίνοι στρατηγοί δίστασαν ή δείλιασαν να επιχειρήσουν έξοδο ώστε να κατακόψουν μαζί με τους υπόλοιπους Έλληνες που προήλαυναν νικητές τους υποχωρούντες Καρχηδόνιους και μαζί με αυτούς να ανατρέψουν ολόκληρη την καρχηδονιακή παράταξη, ακόμα και να κυριεύσουν το οχυρό στρατόπεδο των πολιορκητών. Έτσι, δεν επαναλήφθηκε το σκηνικό της Μάχης της Ιμέρας το 480 π.Χ., ενώ οι Καρχηδόνιοι διασώθηκαν από την καταστροφή και συνέχισαν να πολιορκούν τον Ακράγαντα διατηρώντας παράλληλα τον στενότατο αποκλεισμό της πόλης. Εξοργισμένοι από την αβελτηρία και αδράνεια, οι κάτοικοι του Ακράγαντα θανάτωσαν με λιθοβολισμό τους άτυχους συμπατριώτες στρατηγούς!

Οι Έλληνες υπερασπιστές της πόλης επιχείρησαν με έξοδο να λύσουν την πολιορκία, αλλά ο πανούργος Ιμίλκας τους εξανάγκασε με τέχνασμα να υποχωρήσουν πίσω στην ασφάλεια των ανθεκτικών οχυρώσεων. Το αδιέξοδο για πολιορκημένους και πολιορκητές επανήλθε, ωσότου οι Καρχηδόνιοι συνέλαβαν έναν ολόκληρο, αλλά αφύλακτο από συνοδά πολεμικά πλοία, στόλο με προμήθειες που είχαν αποστείλει οι Συρακούσιοι προς ανακούφιση των Ακραγαντίνων. Τότε η κατάσταση μέσα στην πόλη χειροτέρευσε περαιτέρω, διότι οι προμήθειες εξαντλούνταν με ταχύ ρυθμό, ενώ οι δεκάδες χιλιάδες συνωστισμένοι άμαχοι και ένοπλοι δυσφορούσαν λόγω της παράτασης της στενής πολιορκίας από τους Καρχηδόνιους. Παράλληλα, οι εγκλωβισμένοι στον Ακράγαντα Ιταλιώτες σύμμαχοι πίεζαν με κάθε τρόπο για απεμπλοκή και αποχώρησή τους, επειδή έλειπαν πολύ καιρό πλέον από τις πόλεις τους που τους χρειάζονταν.

Το στρατηγικό αδιέξοδο έγινε εμφανές σε σύσκεψη των Ελλήνων στρατηγών με επικεφαλής τον Δαφναίο. Γι’ αυτό, παρ’ όλες τις εντονότατες διαμαρτυρίες και δραματικές ικεσίες των Ακραγαντίνων, αποφασίστηκε τελικά η εγκατάλειψη του Ακράγαντα από όλον τον άμαχο και μαχόμενο πληθυσμό, όπως ακριβώς συνέβη τρία χρόνια νωρίτερα στην περίπτωση της Ιμέρας. Η εκκένωση της λαμπρής πόλης εκτελέστηκε βέβαια με επιτυχία, εντούτοις πολλές δεκάδες χιλιάδες Έλληνες ξαναπήραν τον δρόμο της προσφυγιάς προς τη Γέλα και τις Συρακούσες. Οι Καρχηδόνιοι εισέβαλαν στην έρημη και άδεια πόλη τροπαιούχοι, τη λεηλάτησαν απηνώς και έσφαξαν τους εναπομείναντες και ανήμπορους να φύγουν κατοίκους. Τα πλουσιότατα λάφυρα από τον Ακράγαντα κόσμησαν την Καρχηδόνα σε τέτοιο βαθμό και προκάλεσαν τόσο θάμβος στον λαό της, ώστε έκτοτε συνέβαλαν κατά κάποιον τρόπο στον σταδιακό πολιτιστικό και καλλιτεχνικό εξελληνισμό της φοινικικής μητρόπολης της Βόρειας Αφρικής9.

Η αρχαία πόλη του Ακράγαντα/Agrigento – Agrakas

5. Πολιορκία και πτώση της Γέλας – εκκένωση Καμάρινας (405 π.Χ.)

Η απώλεια του Ακράγαντα, μιας από τις μεγαλύτερες πόλεις ολόκληρου του Ελληνισμού, προκάλεσε δέος στους Έλληνες της Μεγάλης Ελλάδας. Ολόκληρα καραβάνια από αναρίθμητους πρόσφυγες συνέρρεαν με απόγνωση στις εναπομείνασες ελεύθερες πόλεις της Σικελίας. Μέσα στον πανικό τους άλλοι Σικελιώτες Έλληνες διέφευγαν μέσω των Στενών της Μεσσήνης ακόμη και στην Κάτω Ιταλία. Το πολιτικό σκηνικό στην ηγέτιδα πόλη των Συρακουσών ήταν εξίσου έκρυθμο και ζοφερό. Την τεταμένη πολιτική ατμόσφαιρα και την οργίλη αγανάκτηση των Συρακούσιων πολιτών εξαιτίας των αλλεπάλληλων συμφορών εκμεταλλεύτηκε ένας νεαρός αξιωματικός προερχόμενος από τις τάξεις των παλαιών οπαδών του λαϊκιστή Ερμοκράτη. Ήταν ο περιβόητος Διονύσιος, ο οποίος πλάνεψε τον δήμο και εξουδετέρωσε τους πολιτικούς αντιπάλους. Στο τέλος πέτυχε να αναγορευτεί από την εκκλησία του δήμου των Συρακούσιων «στρατηγὸς αὐτοκράτωρ» και γρήγορα συγκέντρωσε στα χέρια όλη την εξουσία λόγω της τρέχουσας έκτακτης και επείγουσας ανάγκης. Μετά από τους Διοκλή και Δαφναίο, ακόμη ένας Συρακούσιος πολέμαρχος του οποίου το όνομα άρχιζε σημαδιακά επίσης από δέλτα (Δ) αναλάμβανε την αποστολή να αποκρούσει τους Καρχηδόνιους!

Η αρχαία πόλη της Γέλας/ Greek Gela 3D Reconstruction

Εντωμεταξύ, οι Καρχηδόνιοι συνέχισαν με φρενίτιδα την προέλασή τους. Το 405 π.Χ. επιτέθηκαν και έθεσαν σε στενή πολιορκία τη Γέλα, μια μεγάλη πόλη περίπου 80.000 έως 100.000 κατοίκων, παλαιά μητρόπολη του Ακράγαντα και πατρίδα της ένδοξης αριστοκρατικής δυναστείας των Δεινομενιδών, που είχε δώσει παλαιότερα τυράννους και στις Συρακούσες. Ο συμβολισμός τούτης της προκλητικής ενέργειας ήταν πρόδηλος και πασιφανής· γι’ αυτό η αντίδραση των Συρακούσιων αναμενόταν ιδιαιτέρως σφοδρή. Πράγματι, ο νέος ηγέτης των Συρακουσών, ο Διονύσιος, έσπευσε επικεφαλής ισχυρότατου στρατού, αποτελούμενου πάλι από Σικελιώτες, Ιταλιώτες και άλλους μισθοφόρους και επικουρούμενου από ισχυρή μοίρα πολεμικού στόλου, να εμπλακεί με τους Καρχηδόνιους και να ανακουφίσει τους πολιορκημένους Γελώους. Έλαβε γρήγορα θέσεις μάχης και συγκρούστηκε αμέσως με τους εισβολείς και πολιορκητές διενεργώντας μια πολύ φιλόδοξη –όπως αποδείχτηκε εκ των υστέρων– ολομέτωπη επίθεση με τρία ανεξάρτητα σκέλη, εκατέρωθεν και διαμέσου της πόλης της Γέλας. Τελικά, λόγω ελλιπούς συντονισμού των τριών πτερύγων –ειδικά του κέντρου που διοικούσε προσωπικά ο Διονύσιος, ο οποίος απέτυχε να διασχίσει τροχάδην τη Γέλα και εγκλωβίστηκε άπραγος μέσα στους επιμήκεις δρόμους της πόλης εξαιτίας κυκλοφοριακής συμφόρησης– οι πολυάριθμοι Έλληνες έχασαν τη Μάχη της Γέλας και περιχαρακώθηκαν εντός των μάλλον ανίσχυρων τειχών της. Όπως ακριβώς στην περίπτωση της Ιμέρας και του Ακράγαντα, το γνώριμο τέλος κατέστη προδιαγεγραμμένο και αναπόφευκτο. Στο πολεμικό συμβούλιο που διενεργήθηκε, ο Διονύσιος, αφού πρώτα κατηγόρησε τους υπόλοιπους στρατηγούς για ολιγωρία αντιστρέφοντας την πραγματικότητα και διαστρεβλώνοντας τα γεγονότα, στη συνέχεια τους έθεσε προ του γνωστού στρατηγικού διλήμματος «ή εγκαταλείπουμε (και) τη Γέλα ή αλλιώς χανόμαστε»· έτσι πέτυχε να περάσει ο εκβιασμός του.

Την άλωση και άγρια λεηλασία της Γέλας από τους Καρχηδόνιους ακολούθησε η αντίστοιχη εκκένωση και λεηλασία της Καμάρινας χωρίς μάχη. Οπότε, η μόνη –μεγάλη και ισχυρή για προβολή αντίστασης– πόλη που πλέον απέμενε στην κατοχή των Ελλήνων μεταξύ του καρχηδονιακού στρατού εισβολής του Ιμίλκα και της θάλασσας του Ιονίου ήταν οι Συρακούσες! Ο Ιμίλκας καταδίωξε ανεπιτυχώς τον υποχωρούντα Διονύσιο· ο τελευταίος κατέφυγε πίσω στην ασφάλεια των τειχών των Συρακουσών, μόνο για να διαπιστώσει ότι είχε εντωμεταξύ εκδηλωθεί εξέγερση μερίδας των Συρακούσιων την οποία αντιμετώπισε αποφασιστικά και κατέπνιξε γρήγορα στο αίμα. Τότε, ο Ιμίλκας κατέφτασε μπροστά στα τείχη των Συρακουσών με τις εξασθενημένες στρατιωτικές του δυνάμεις, λόγω των αλλεπάλληλων αιματηρών συγκρούσεων και ενός ακόμα λοιμού.

Πλέον, είχαν δημιουργηθεί βάσιμες υποψίες και είχαν διαδοθεί ευρύτερα φήμες μεταξύ των Ελλήνων ότι μάλλον ενδιέφερε τον Διονύσιο περισσότερο η εξυπηρέτηση πολιτικών φιλοδοξιών παρά η υπεράσπιση του Ελληνισμού της Σικελίας, ή ακόμη χειρότερα ότι είχε έλθει σε συνεννόηση με τον εχθρό παραχωρώντας «γη και ύδωρ» στον Ιμίλκα με αντάλλαγμα την αναγνώριση από την Καρχηδόνα της νεόκοπης εξουσίας του επί των Συρακούσιων. Δηλαδή, ο Διονύσιος κατηγορήθηκε ότι επιδίωξε τον προσπορισμό προσωπικού οφέλους αντί του κοινού καλού, και επομένως ότι σκοπίμως και υστερόβουλα ακολούθησε στρατηγική εκκένωσης (και απώλειας) πόλεων και οπισθοχώρησης. Αυτό το ενδεχόμενο είναι λογικό και παραμένει ισχυρή πιθανότητα10.

Από την άλλη πλευρά, μελετώντας κανείς τη ροή των πολεμικών εξελίξεων δύναται να αναρωτηθεί –γιατί είναι όντως άξιο απορίας– τι παραπάνω μπορούσε να επιτύχει τη δεδομένη χρονική στιγμή ο Διονύσιος πέρα από την τακτική της υποχώρησης, μέσα στο χαοτικό πανδαιμόνιο της στρατιωτικής διάλυσης και της σαρωτικής προέλασης των Καρχηδονίων, της γενικής αναταραχής και της λαϊκής κατακραυγής, μέσα στην κλαγγή των όπλων και τον αχό των μαχών, τον ορυμαγδό των αλώσεων και τον πάταγο των ερειπίων, την επέλαση του θανάτου, τον θρήνο και την εξαθλίωση αναρίθμητων προσφύγων. Μάλλον τίποτε αξιόλογο! Άραγε, ήταν εφικτό να αναχαιτιστεί η προέλαση των Καρχηδονίων και να αντιστραφούν οι τύχες του πολέμου εν μέσω κρίσης, τραγωδίας και χάους στις Συρακούσες; Μάλλον όχι! Επομένως, εκείνο που επειγόντως επιβαλλόταν ήταν ο τερματισμός των εχθροπραξιών και η ανασύνταξη δυνάμεων. Ασφαλώς, η κατάθεση των όπλων και η σύναψη ειρήνης θα αποδεικνυόταν επώδυνη διαδικασία· επίσης, φαινομενικά θα εξυπηρετούσε –σύμφωνα ενδεχομένως και με την προσδοκία του ίδιου του Διονυσίου– πρωτίστως τις προσωπικές επιδιώξεις και φιλοδοξίες του νέου Συρακούσιου ηγέτη. Παρ’ όλα αυτά, κατά τη γνώμη μας, αυτή ήταν πρακτικά η μοναδική εναλλακτική επιλογή που θα μπορούσε να επαναφέρει τις Συρακούσες σε τροχιά επιτυχιών, η λυδία λίθος για μελλοντική απόπειρα ανατροπής της καρχηδονιακής ηγεμονικής ισχύος στη Σικελία.

6. Τέλος του πολέμου, συνθήκη ειρήνης Καρχηδόνας-Συρακουσών (405/04 π.Χ.)

Εκείνη την περίοδο, οι Συρακούσες είχαν γιγαντωθεί και μετατραπεί σε μητρόπολη του Ελληνισμού της Σικελίας εξαιτίας της συρροής και του συνωστισμού πολλών δεκάδων χιλιάδων προσφύγων από την υπόλοιπη μεγαλόνησο που είχε παραδοθεί στη διάκριση των Καρχηδονίων. Υπολογίζεται ότι τις Συρακούσες και τα περίχωρα ενδέχεται να είχαν κατακλύσει συνολικά 500.000 ως 600.000 Έλληνες! Αυτή ακριβώς η τερατώδης γιγάντωση των Συρακουσών σε συνδυασμό με την οχυρότητά της, απέτρεψε τον φρόνιμο και προνοητικό Καρχηδόνιο στρατηγό από το να επιτεθεί και να θέσει σε πολιορκία την πόλη. Ούτως ή άλλως, οι δυνατότητες του καρχηδονιακού εκστρατευτικού σώματος δεν είχαν απλώς φτάσει αλλά ήδη υπερβεί κατά πολύ τα όρια τους από τη διεξαγωγή τόσο επίπονων στρατιωτικών επιχειρήσεων με υψηλό δείκτη απωλειών. Το μόνο, λοιπόν, που μπορούσε να κάνει ο Ιμίλκας μπροστά στα τείχη των Συρακουσών ήταν να εκβιάσει τη σύναψη συμφωνίας ειρήνευσης μέσω της απειλητικής παρουσίας των καρχηδονιακών στρατευμάτων που στρατοπέδευαν ante portas.

Η αρχαία πόλη των Συρακουσών/flipped prof: The eternal Syracuse (3d reconstruction)

Τελικά, το 405/04 υπογράφτηκε συνθήκη ειρήνης μεταξύ Καρχηδόνας και Συρακουσών· ο ηττημένος Διονύσιος και οι Συρακούσιοι αποδέχτηκαν τους δυσμενέστατους όρους των νικητών Καρχηδονίων: 1. επικυρώθηκε η καρχηδονιακή (επι)κυριαρχία στα εδάφη των Ελύμων και των Σικανών στη δυτική και κεντρική Σικελία. 2. περιορίστηκε η κυριαρχία των Συρακουσών στα παραθαλάσσια εδάφη της νοτιοανατολικής Σικελίας. 3. επετράπη η ανοικοδόμηση και κατοίκηση των κατεστραμμένων και εγκαταλελειμμένων ελληνικών αποικιών Σελινούντα, Ιμέρας, Ακράγαντα, Γέλας και Καμάρινας υπό τον όρο όμως να μείνουν ατείχιστες και να πληρώνουν έκτοτε φόρο υποτέλειας στην Καρχηδόνα. 4. οι Λεοντίνοι και η Μεσσήνη παρέμεναν αυτόνομες πόλεις-κράτη, ενώ παρομοίως αυτόνομο ορίστηκε το έθνος των Σικελών. 5. Τέλος, αναγνωρίστηκε από την Καρχηδόνα η τυραννική εξουσία του Διονύσιου, ενώ επεστράφησαν εκατέρωθεν οι αιχμάλωτοι πολέμου και τα κυριευμένα πολεμικά πλοία. Οι Καρχηδόνιοι επιβλήθηκαν σε όλους τους Έλληνες αντιπάλους τους, κέρδισαν μέγιστο στρατηγικό βάθος και απέκτησαν την εκτενέστερη ζώνη επικυριαρχίας στη Σικελία· ήταν η σικελική τους «ἐπικράτεια», όπως συχνά την αναφέρει ο ιστορικός Διόδωρος στα γραπτά του11. Η σφαίρα επιρροής και ισχύος της Καρχηδόνας στη Σικελία δεν θα διευρυνθεί ποτέ ξανά τόσο πολύ, παρά μόνο την 25ετία μεταξύ του θανάτου του Συρακούσιου τυράννου Αγαθοκλή (289 π.Χ.) και της έκρηξης του Α΄ Καρχηδονιακού Πολέμου με τη Ρώμη (264 π.Χ.).

Κατά μία περίεργη σύμπτωση της Ιστορίας, την ίδια ακριβώς περίοδο ο Πελοποννησιακός Πόλεμος στην κυρίως Ελλάδα έβαινε επίσης προς πέρας: οι Σπαρτιάτες είχαν κατανικήσει τους Αθηναίους στους Αιγός Ποταμούς και είχαν καταλάβει αμαχητί ολόκληρο τον πολεμικό στόλο των τελευταίων, δηλαδή την ύψιστη έως τότε πηγή της αθηναϊκής ισχύος και υπεροχής! Είχαν θέσει σε πολιορκία την Αθήνα από ξηράς και θαλάσσης, εξαναγκάζοντας τους απελπισμένους Αθηναίους σε άνευ όρων συνθηκολόγηση. Η τύχη των Συρακούσιων θα μπορούσε να είναι το ίδιο άδοξη με των Αθηναίων, που μόλις πριν από λίγα χρόνια είχαν αποκρούσει, και μάλιστα ακόμη χειρότερη, αφού κινδύνεψαν να καταστραφούν από ξένο, «βάρβαρο», εχθρό. Ευτυχώς για τον Ελληνισμό της Σικελίας και ολόκληρης της Δυτικής Μεσογείου κάτι τέτοιο δεν συνέβη, ειδάλλως οι συνέπειες θα ήταν ολοκληρωτικά καταστρεπτικές. Η Καρχηδόνα μόλις είχε απωλέσει μια εκπληκτική ευκαιρία να υποτάξει τις Συρακούσες, το μέγιστο αντίπαλο δέος εκείνη την περίοδο.

Τουναντίον, οι Συρακούσες υπό την ηγεσία χαρισματικών τυράννων, ηγετών και βασιλέων θα επιχειρήσουν να ανακόψουν ή και να ανατρέψουν την τάση επέκτασης της Καρχηδόνας στη Σικελία. Βρισκόμαστε, λοιπόν, ακόμη στην αρχή και έπεται συνέχεια: άλλοι έξι Σικελικοί Πόλεμοι (τρεις επί τυράννου Διονυσίου Α΄, και από ένας επί ηγεσίας Τιμολέοντα, τυράννου/βασιλέως Αγαθοκλή και βασιλέως Πύρρου) επρόκειτο να ξεσπάσουν στο μέλλον. Θα μελετήσουμε, λοιπόν, τους επόμενους πολέμους σε προσεχή σειρά άλλων δύο συνεχόμενων άρθρων.

1.Παρατηρήσεις για τη διενέργεια και τις συνέπειες του πολέμου

Κύρια γεγονότα του επονομαζόμενου «Δεύτερου Σικελικού Πολέμου» υπήρξαν αναμφίβολα οι αλώσεις μεγάλων ελληνικών πόλεων της Σικελίας από τους Καρχηδόνιους μετά από αλλεπάλληλες κρούσεις και αποστολές ισχυρών καρχηδονιακών ναυτικών και πεζικών σωμάτων εκστρατείας12. Σελινούντας, Ιμέρα, Ακράγαντας, Γέλα και Καμάρινα καταστράφηκαν ολοσχερώς μαζί με αμέτρητους οικισμούς, χωριά και υποστατικά. Η δραματικότητα του συγκεκριμένου πολέμου εξαιτίας της άλωσης και καταστροφής τόσο σπουδαίων αρχαίων ελληνικών πόλεων είχε συγκλονίσει τον γράφοντα ήδη από νεαρή ηλικία χάρη στις εκφραστικές περιγραφές στην Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, αποτελώντας έτσι σε τελική ανάλυση την απώτερη έμπνευση και το κύριο έναυσμα για τη συγγραφή τούτης της σειράς κειμένων.

Αρχαίοι ελληνικοί ναοί Ακράγαντα, Σελινούντα και Έγεστας/Cities and Monuments: The Temples of Agrigento, Selinunte & Segesta in Sicily, 4K

Οι Καρχηδόνιοι κατάφεραν να φέρουν τον πόλεμο στα μέτρα τους. Απέφυγαν όπου μπορούσαν τις μάχες εκ παρατάξεως σε αναπεπταμένο πεδίο, όπου οι Έλληνες εξαιτίας του ανώτερου εξοπλισμού και της τακτικής τους παραδοσιακά υπερτερούσαν. Αντιθέτως, περιόρισαν στοχευμένα τις στρατιωτικές τους επιχειρήσεις κυρίως σε αποκλεισμούς πόλεων και σε πολιορκίες, ούτως ώστε να εκμεταλλευτούν το παραδοσιακό σημείο υπεροχής των Ανατολιτών, την ανεπτυγμένη πολιορκητική τεχνολογία. Είχαν βέβαια την τύχη με το μέρος τους, διότι συχνά βρέθηκαν με την πλάτη στον τοίχο (στις Μάχες της Ιμέρας, του Νότιου Ιμέρα/Ακράγαντα και της Γέλας) έπειτα από ορμητικές αντεπιθέσεις των Συρακούσιων και άλλων Ελλήνων της Μεγάλης Ελλάδας. Ωστόσο, οι Καρχηδόνιοι αντεπεξήλθαν, περισσότερο εξαιτίας της αποτυχίας των Ελλήνων διοικητών να εκμεταλλευτούν την αρχική τους επικράτηση στα τρία πεδία μαχών και να τις μετατρέψουν σε τελικές νίκες. Εντέλει, οι πολεμικές επιχειρήσεις εκφυλίστηκαν σε σκληρές πολιορκίες πόλεων, στις οποίες οι Καρχηδόνιοι κατείχαν και διατηρούσαν την υπεροχή και οι οποίες τους χάρισαν τέτοιους θριάμβους13.

Παρατηρούμε πως οι κάτοικοι των διαφόρων ελληνικών αποικιών της Σικελίας επέλεγαν συχνά και εφόσον ήταν δυνατόν να σώζουν τις ζωές τους και να διαφεύγουν από τις απειλούμενες πόλεις τους προτού εκείνες καταληφθούν από τους Καρχηδόνιους. Επομένως, αναγκάστηκαν εκ των πραγμάτων να εφαρμόσουν μια περίεργη «τακτική» όχι τόσο κλασικής «καμένης γης» αλλά μάλλον «καμένων πόλεων». Αυτό σίγουρα οφείλεται στο γεγονός ότι εξαρχής οι πόλεις-αποικίες αποτελούσαν τους πυρήνες εγκατάστασης των Ελλήνων στη Σικελία, καθιστώντας έτσι τον τοπικό Ελληνισμό από τους πιο αστικοποιημένους πληθυσμούς στην περιοχή. Επομένως, μπροστά στον θανάσιμο «βαρβαρικό» κίνδυνο οι Έλληνες εγκατέλειπαν στην κυριολεξία ό,τι πολυτιμότερο διέθεταν: τα άστη και το υψηλό βιοτικό επίπεδο της αστικής «πολιτισμένης» ζωής.

Σε τελική ανάλυση, οι πιεζόμενοι και καταδιωκόμενοι από τους Καρχηδόνιους Σικελιώτες Έλληνες είχαν την πηγαία τάση να αναζητούν καταφύγιο κατευθυνόμενοι προς τις Συρακούσες. Παραδόξως, η συγκεκριμένη επιλογή απέδωσε, διότι οι Συρακούσιοι είχαν ιδία πείρα λόγω της επίμονης πολιορκίας των Αθηναίων (που θεωρούνταν τότε ως οι καλύτεροι πολιορκητές στον ελληνικό κόσμο) λίγα μόλις χρόνια νωρίτερα, την οποία με καρτερία και επινοητικότητα απέκρουσαν. Συνεπώς, είχαν τη δυνατότητα και την εμπειρία να αντισταθούν αποτελεσματικά στην προέλαση των Καρχηδονίων. Όντως, οι Συρακούσες θα διασώσουν επανειλημμένα τον Ελληνισμό της Σικελίας, λειτουργώντας ως το «ύστατο, πανελλήνιο, οχυρό» των Σικελιωτών Ελλήνων. Εκτός των άλλων, αυτό θα αποδειχτεί περίτρανα στη σκληρή πολιορκία των Συρακουσών από τους Καρχηδόνιους το 397/96 π.Χ.

Βέβαια, δεν αποκλείεται από την πλευρά τους οι πολιορκητές Καρχηδόνιοι να ενθάρρυναν σκοπίμως την καταναγκαστική προσφυγική τάση των Σικελιωτών Ελλήνων, επιτρέποντας την εγκατάλειψη των πολιορκημένων πόλεων και παρέχοντας ατιμωρητί διαδρόμους διαφυγής. Τοιουτοτρόπως, οι Καρχηδόνιοι προφανώς εξυπηρετούσαν δύο στρατηγικούς στόχους ταυτόχρονα: αφενός την αμαχητί άλωση των πόλεων χωρίς πολλές επιπλέον απώλειες για τους ίδιους, αφετέρου την περαιτέρω κάμψη του ηθικού, καθώς και την κατάρρευση της θέλησης και ικανότητας των αντιπάλων για προβολή πείσμονος αντίστασης και αποτελεσματικής άμυνας, ώστε αμφότερες «να πνιγούν» τελικά μέσα σε ένα ανθρώπινο «ποτάμι» ενδεών και πανικόβλητων προσφύγων, αμάχων και ενόπλων.

Πάντως, η μέγιστη στρατηγική πίεση που άσκησε σε εκείνον τον πόλεμο η Καρχηδόνα τελικά δεν απέδωσε τον τελικό αντικειμενικό της σκοπό, δηλαδή την υποταγή όλων των μεγάλων ελληνικών πόλεων-κρατών της Σικελίας, συμπεριλαμβανομένων των Συρακουσών, για δύο λόγους: πρώτον, διότι προφανώς η ισχύς της Καρχηδόνας δεν επέτρεπε την επίτευξη ενός τόσο ριζικού στρατηγικού στόχου, μολονότι αυτό δεν μπορούμε να το επαληθεύσουμε σήμερα από τα διαθέσιμα ιστορικά δεδομένα. Τεκμαίρεται, ωστόσο, με ασφάλεια από την πορεία και το πέρας των πολεμικών επιχειρήσεων. Παρ’ όλες τις νικηφόρες εκστρατείες τους κατά μήκος της νότιας ακτής κυριεύοντας ορισμένες από τις ακμαιότερες ελληνικές αποικίες και πόλεις-κράτη της Σικελίας, οι Καρχηδόνιοι προέλασαν ως τα τείχη των πολυάνθρωπων Συρακουσών έχοντας υποστεί εντωμεταξύ βαριές απώλειες σωρευτικά από τις αδυσώπητες αναμετρήσεις με τους Έλληνες. Εξαντλητικές πορείες, πολυαίμακτες μάχες και ανηλεείς πολιορκίες, πάμπολλοι τραυματισμοί και θάνατοι, κακουχίες και λοιμός ταλαιπωρούσαν τα στρατεύματα των Καρχηδονίων και απομείωναν έτσι σοβαρά τη μαχητική τους ικανότητα και αξία. Κοντολογίς, τη δεδομένη στιγμή, αλλά και εξαρχής συνολικά, τα μέσα και οι πόροι βρέθηκαν σε χτυπητή αναντιστοιχία με τους σκοπούς. Δεύτερον, η συμπίεση των Ελλήνων, ένοπλων και αμάχων, προς την ανατολική άκρη της Σικελίας, στις Συρακούσες, λειτούργησε αντιστρόφως ανάλογα προς τις επιδιώξεις των Καρχηδονίων: δεν διασκόρπισε αλλά κατά έναν περίεργο τρόπο συμπύκνωσε την ελληνική ισχύ όσο αυτή περιοριζόταν και στριμωχνόταν γεωγραφικά προς τις Συρακούσες. Λειτούργησε δηλαδή ως ελατήριο: όσο περισσότερο πιέζεται και συμμαζεύεται προς τη μία πλευρά, τόσο περισσότερη ενέργεια συσσωρεύει ώστε να εκτιναχθεί πάλι με δύναμη προς την αντίθετη, ενάντια, κατεύθυνση!

2.Διδακτικοί ιστορικοί παραλληλισμοί με αφορμή τον Β΄ Σικελικό Πόλεμο

Βέβαια, καθίσταται έκδηλη η εκ διαμέτρου αντίθετη αντίδραση των Ελλήνων στις αποικίες της Σικελίας ενόψει της συγκεκριμένης εισβολής των Καρχηδονίων σε σύγκριση με τους συμπατριώτες τους στις μητροπόλεις της αρχαίας Ελλάδας ενόψει των εισβολών των Περσών. Καθώς ο περσικός «οδοστρωτήρας» σάρωνε τους Έλληνες της μητροπολιτικής Ελλάδας εκατέρωθεν του Αιγαίου από τα μέσα του 6ου ως τις αρχές του 5ου αιώνα π.Χ., οι περισσότεροι συνήθως έσπευδαν να μηδίσουν, ενώ λιγότεροι αλλά πιο ψυχωμένοι αποφάσιζαν να αντισταθούν χωρίς να εγκαταλείψουν εντωμεταξύ τις πατρίδες και τις πόλεις τους· σχεδόν όλοι όμως παρέμειναν στις εστίες τους14. Άλλωστε, η αρχέγονη κοιτίδα του Ελληνισμού κείτεται γύρω από το Αιγαίο. Κάθε διαστολή ή συστολή του Ελληνισμού κατά τη μακραίωνη ιστορία του γίνεται με κέντρο βάρους και σημείο αναφοράς τη «Γαλανόλευκη Πατρίδα», αυτήν ακριβώς που σήμερα επιβουλεύονται με περισσή ιταμότητα οι Τούρκοι άσπονδοι και επεκτατικοί γείτονες.

Αντιθέτως, η απεγνωσμένη συμπεριφορά των Σικελιωτών ενόψει της ασυγκράτητης προέλασης των Καρχηδονίων περιέργως διαφέρει, αλλά εξηγείται από ιστορικής και ψυχολογικής άποψης. Φαίνεται πως λειτούργησαν περισσότερο ως άποικοι/έποικοι που μπροστά στον κίνδυνο τράπηκαν σε φυγή από τον τόπο τους, παρά ως γηγενείς κάτοικοι ώστε να υπερασπιστούν σθεναρά τα εδάφη και τις περιουσίες τους ανεξαρτήτως αποτελέσματος. Άλλωστε, στη συνείδηση των συμπατριωτών τους στη μητροπολιτική Ελλάδα, οι Έλληνες της Μεγάλης Ελλάδας (Magna Grecia) –Σικελιώτες και Ιταλιώτες– θεωρούνταν περισσότερο κοσμοπολίτες παρά φιλοπάτριδες, περισσότερο τρυφηλοί και φιλήδονοι παρά ανδρείοι και εγκρατείς. Αυτό ακριβώς το στερεότυπο για το (χαμηλό, υποτίθεται) φρόνημα των κατοίκων της Σικελίας μετέδωσε ο Αλκιβιάδης στους Αθηναίους, ώστε να διαλύσει τους ενδοιασμούς και να τους εξωθήσει να εκστρατεύσουν εναντίον τους, με τα γνωστά ολέθρια αποτελέσματα15.

Πάντως, τα προσφυγικά καραβάνια των Σικελιωτών Ελλήνων την τελευταία δεκαετία του 5ου αι. π.Χ. προσομοιάζουν χαρακτηριστικά με τον διωγμό των Μικρασιατών Ελλήνων και την καταφυγή τους στη σωτήρια αγκάλη της μητέρας-Ελλάδας, ώστε να γλυτώσουν από τη φωτιά και το τσεκούρι των Τούρκων μεταξύ 1914-1923, καθώς και με τον ξεριζωμό των Ελληνοκυπρίων εξαιτίας της βάρβαρης τουρκικής εισβολής του 1974. Και στις τρεις περιπτώσεις, οι Έλληνες πρόσφυγες της Σικελίας, της Μικρασίας και της Κύπρου αντέδρασαν με παρόμοιο τρόπο: όταν μια ισχυρότερη ξένη δύναμη τούς επιτέθηκε για να τους εκδιώξει από τις εστίες τους, τότε προσφυγοποιήθηκαν ακουσίως ή εκουσίως ώστε να γλυτώσουν τη βέβαιη υποδούλωση, τον όλεθρο, τη σφαγή ή τη γενοκτονία. Μάλιστα, οι ανάστατοι Σικελιώτες πρόσφυγες υποχωρούσαν προς την ασφάλεια που προσέφεραν συνειρμικά οι ανατολικές ακτές της Σικελίας και ειδικά οι Συρακούσες για έναν επιπλέον ενδόμυχο –αλλά κατανοητό ψυχολογικά– λόγο: διότι οι Συρακούσες ήταν προσανατολισμένες προς την αρχέγονη εθνική κοιτίδα! Το ίδιο συνέβη πολύ πρόσφατα, το 1922 και το 1974, οπότε Μικρασιάτες και Κύπριοι πρόσφυγες κατευθύνθηκαν αντιθέτως προς τη Δύση, δηλαδή συνειρμικά προς την πλευρά πάλι της μητέρας-πατρίδας, προς το κέντρο βάρους του Ελληνισμού!

Δυστυχώς, ένας επιπλέον παραλληλισμός καθίσταται έκδηλος και εκφράζεται εδώ ευθαρσώς: δεν είναι τυχαίο ότι και οι τρεις βίαιες προσφυγοποιήσεις ελληνικών πληθυσμών συνέβησαν ενόσω η μητέρα-πατρίδα ήταν βυθισμένη στο άγος διχασμού και εμφυλίων συγκρούσεων! Σε τελική ανάλυση, οι δραματικές για τον Ελληνισμό της Σικελίας καρχηδονιακές εισβολές μεταξύ των ετών 409-405/04 π.Χ. και οι αποκρουστικές πληγές που προξένησαν, αποτελούν μία ακόμη τραγική υπόμνηση των φοβερών δεινών που «παραδοσιακά» επιφέρουν στον Ελληνισμό οι εμφύλιες διαμάχες και συρράξεις. Αυτό το διαλυτικό για το έθνος σαράκι έχει κατά κόρον εμφιλοχωρήσει και καταδυναστεύσει τη μακραίωνη ελληνική ιστορία, αφού οι Έλληνες συχνά-πυκνά εντρυφούμε στην εξάσκηση της αδιέξοδης και εμπαθούς διαίρεσης με ολέθρια για το έθνος αποτελέσματα (πρβ. τις περσικές κατακτήσεις, την καρχηδονιακή επικράτηση, τη ρωμαϊκή κατάκτηση, τη Φραγκοκρατία και Τουρκοκρατία, τη Μικρασιατική Καταστροφή και την Κυπριακή Τραγωδία)!

Εντέλει, ο Δεύτερος Σικελικός Πόλεμος συνιστούσε κατά τη γνώμη μας έμμεση αντανάκλαση του εμφυλίου σπαραγμού στην κυρίως Ελλάδα. Αποτέλεσε, έτσι, παράγωγο υποπροϊόν του περιβόητου Πελοποννησιακού Πολέμου (431-404 π.Χ.). Ειδάλλως η μητρόπολη θα μπορούσε να στέρξει σε βοήθεια των χειμαζόμενων υπερπόντιων αδελφών της, όπως συνέβη αργότερα, το 396 π.Χ. και το 344 π.Χ. Τότε, Σπάρτη και Κόρινθος ανταποκρίθηκαν στις αγωνιώδεις εκκλήσεις των Συρακούσιων και απέστειλαν στρατιωτική βοήθεια υπό τους Φαρακίδα και Τιμολέοντα αντίστοιχα, ώστε να απαλλάξουν και στις δύο περιπτώσεις τους Συρακούσιους από την απειλή των καρχηδονιακών όπλων.

Το ίδιο όμως δεν συνέβη καθόλου μεταξύ 409-405/04 π.Χ., γιατί οι Έλληνες ήταν ολωσδιόλου απορροφημένοι από την τελευταία φάση του Πελοποννησιακού Πολέμου (413-404 π.Χ., Δεκελεικός και Ιωνικός Πόλεμος). Τελούσαν δηλαδή βουτηγμένοι στον βούρκο εκείνης της παρατεταμένης εμφύλιας ανθρωποσφαγής. Ο διχαστικός και σχεδόν πανεθνικός εμφυλιοπολεμικός «πυρετός» ασφαλώς επέδρασε –έστω ακούσια αλλά εμμέσως πλην σαφώς– στην έκρηξη και δυστυχή έκβαση του Β΄ Σικελικού Πολέμου. Συμπίπτει, άλλωστε, σε ανατριχιαστικό βαθμό με την δυσοίωνη ρήση του Σπαρτιάτη απεσταλμένου Μελήσιππου καθώς έφευγε άπρακτος από την Αττική λίγο προτού εισβάλουν οι Λακεδαιμόνιοι και οι σύμμαχοί τους εκείνη την αποφράδα άνοιξη του 431 π.Χ.: «ἥδε ἡ ἡμέρα τοῖς Ἕλλησι μεγάλων κακῶν ἄρξει»16. Τα τραγικά για τον Ελληνισμό αποτελέσματα του αδελφοκτόνου αλληλοσπαραγμού δεν περιορίστηκαν στην κυρίως Ελλάδα, αλλά εξαπλώθηκαν στη Σικελία με άμεσο ή έμμεσο τρόπο, λαμβάνοντας αντίστοιχα υπόψη ότι αφενός ο καταστροφικός Β΄ Σικελικός Πόλεμος ακολούθησε την εκστρατεία των Αθηναίων, ενώ αφετέρου οι Σικελιώτες Έλληνες υπέμειναν αβοήθητοι τις ανελέητες επιθέσεις των Καρχηδονίων!

Diodorus of Sicily, vol. IV: Books IX–XII.40, vol. V: Books XII.41-XIII, vol. VI: Books XIV-XV.19, vol. VII: Books XV.20-XVI.65, vol. VIII: Books XVI.66-17, eds.-transl. C.H. Oldfather/Ch.L. Sherman/C. Bradford Welles, [LCL] London/Cambridge MA 1946, 1950, 1954, 1952, 1963, 1957 [https://penelope.uchicago.edu/Thayer/e/roman/texts/diodorus_siculus/home.htmlhttps://www.theoi.com/Text/DiodorusSiculus4A.html (μόνο αγγλ. μτφ.)]

Ephoros von Kyme, F. Jacoby (ed.), Die Fragmente der griechischen Historiker (FGrHist), II.A, 70, Leiden 1986, σ. 37-109

Frontinus The Stratagems and Aqueducts of Rome, ed.-transl. C.E. Bennett, [LCL] London/New York 1925 [https://penelope.uchicago.edu/Thayer/E/Roman/Texts/Frontinus/Strategemata/home.html]

Polyaeni Strategematon Libri VIII, edd. E. Woelfflin/J. Melber, [BT] Stuttgart 21970 [http://www.attalus.org/info/polyaenus.html]

Polybius The Histories in six volumes, Vol. IV (Books IX-XV), ed.-transl. W.R. Paton, [LCL] London/New York 1925 [https://penelope.uchicago.edu/Thayer/e/roman/texts/polybius/home.html]

Thucydidis historiae, vol. II: Libri V-VIII, eds. H.S. Jones/J.E. Powell, [OCT] Oxford 21967 [αρχαιοελλ. κείμενο και νεοελλ. απόδοση: Α.Σ. Βλάχος (2008). «Μνημοσύνη» ΚΕΓ: https://www.greeklanguage.gr/digitalResources/ancient_greek/library/index.html?author_id=160]

Timaios, F. Jacoby (ed.), Die Fragmente der griechischen Historiker (FrGrHist), III.B, 566, Leiden 1986, σ. 581-658

Xenophon Hellenica I, Books I–V, ed.-transl. C.L. Brownson, [LCL] London/New York 1918 [αρχαιοελλ. κείμενο και νεοελλ. απόδοση: Ρ. Ρούφος (2012). «Μνημοσύνη» ΚΕΓ: https://www.greeklanguage.gr/digitalResources/ancient_greek/library/index.html?author_id=191]

  1. Γεγονότα μεταξύ Μάχης Ιμέρας και Σικελικής Εκστρατείας (480-413 π.Χ.): Θουκυδίδης 3.86, 88, 90, 103 και 115-116· 4.1, 5.2, 24-25, 48.6 και 58-65 (α΄ αθηναϊκή επέμβαση – συνέλευση Γέλας όπου λόγος Ερμοκράτη για αδέσμευτη Σικελία, 427-424 π.Χ.)· βιβλ. 6-7 (Σικελική Εκστρατεία). – Τίμαιος F.22 : Πολύβιος 12.25k (συνέλευση Γέλας). – Διόδωρος 11.66-68, 72-73, 76 και 86-92· 12.8 και 29 (γεγονότα προ 431 π.Χ.)· 12.53-54 (α΄ αθηναϊκή επέμβαση), 12.82-84, 13.1-34 (Σικελική Εκστρατεία). ‖ Δεσποτόπουλος 1972. – Πελεκίδης 1972. – Caven 1990: 7-26. – Harrison 2000. – Benjamin 2006: 59-64. – Μοράκης 2006: 207-219. – Παπαδόπουλος 2006: 137-142. – Fields 2008. – Dummett 2010: 13-37. – Champion 2010: 74-148, 165-185. – Matyszak 2012: 71 κ.ε. – Evans 2016: 57-145. – Δρόκαλος 2017: 57-63. – Steinbock 2020. ↩︎
  2. Davis Hanson 1999: 79, 116-117, και 2010: 100, 111. ↩︎
  3. Ξενοφών Ελλ. 1.1.18 και 26-31· 1.2.8-9, 12 και 14. ↩︎
  4. Warmington 1960: 48-73. – Hoyos 2019: 52-56. ↩︎
  5. Διόδωρος 13.43-44. ‖ Χατζόπουλος/Κολιόπουλος 1972: 98-101. – Caven 1990: 27-29. – Champion 2010: 186-194. – Δρόκαλος 2017: 63-64. – Hoyos 2019: 56-57. ↩︎
  6. Έφορος F.201 και Τίμαιος F.103 : Διόδωρος 13.54.5. – Διόδωρος 13.54-58. ‖ Warmington 1960: 75-77. – Χατζόπουλος/Κολιόπουλος 1972: 101-102. – Caven 1990: 30-34. – Champion 2010: 195-200. – Δρόκαλος 2017: 64-68. – Hoyos 2019: 57-58. Πρβ. Ward/Marconi 2020. – Baitinger 2020 (αρχαιολογικά τεκμήρια για πολιορκία και ύστερη κατοχή Σελινούντα). ↩︎
  7. Έφορος F.202 και Τίμαιος F.104 : Διόδωρος 13.60.5. – Διόδωρος 13.59-62. – Frontinus Strat. 3.10.3. ‖ Warmington 1960: 77-78. – Χατζόπουλος/Κολιόπουλος 1972: 102-103. – Caven 1990: 34-38. – Champion 2010: 201-203. – Δρόκαλος 2017: 68-71. – Hoyos 2019: 58. Πρβ. Vassallo 2020: 41-48 (ομαδικός τάφος, στρώματα καταστροφής που συνδέονται με τη Μάχη της Ιμέρας το 409 π.Χ.). ↩︎
  8. «Now this is not the end; it is not even the beginning of the end; but it is, perhaps, the end of the beginning»: θυμόσοφο σχόλιο του Τσόρτσιλ σε δηλώσεις για τον θρίαμβο των Συμμάχων στη Δεύτερη Μάχη του Ελ Αλαμέιν (Νοε. 1942) εναντίον των δυνάμεων του Άξονα. ↩︎
  9. Γεγονότα 409-406 π.Χ.: Έφορος F.203 και Τίμαιος F.25, F.26a, F.27 : Διόδωρος 13.80-85. – Ξενοφών Ελλ. 2.2.24. – Διόδωρος 13.63, 75, 79.8-90. – Frontinus Strat. 2.9.6, 3.10.5 (πρβ. Πολύαινος Στρατ. 5.10.4). – Πολύαινος Στρατ. 5.7, 5.10.5. ‖ Warmington 1960: 81-83. – Χατζόπουλος/Κολιόπουλος 1972: 103-106. – Caven 1990: 39-49. – Μοράκης 2006: 222-223. – Champion 2010: 203-216. – Δρόκαλος 2017: 71-82. – Hoyos 2019: 59-62. ↩︎
  10. Γεγονότα 405 π.Χ.: Ξενοφών Ελλ. 2.3.5. – Τίμαιος F.106-107 : Διόδωρος 13.108-109. – Διόδωρος 13.91-96, 108-113. ‖ Warmington 1960: 83-86. – Χατζόπουλος/Κολιόπουλος 1972: 106-108. – Caven 1990: 50-74. – Μοράκης 2006: 223-224. – Champion 2010: 217-235. – Δρόκαλος 2017: 82-92. – Hoyos 2019: 63. ↩︎
  11. Όροι συνθήκης ειρήνης 405/04 π.Χ.: Διόδωρος 13.114. Καρχηδονιακή «ἐπικράτεια» στη Σικελία: Διόδωρος 13.81.3, 13.109.4, 14.8.5, 14.41.1 και 3, 14.47.5, 14.54.2, 15.73.1, 16.69.5, 16.73.1, 16.78.1, 16.82.3. ‖ Warmington 1960: 86-87. – Χατζόπουλος/Κολιόπουλος 1972: 108-109. – Caven 1990: 74-79. – Μοράκης 2006: 224. – Champion 2010: 235-236. – Miles 2011: 51-52. – Steinby 2014: 43-44. – Evans 2016: 150-160. – Μοράκης 2016: 105-106. – Δρόκαλος 2017: 92. – Hoyos 2019: 63. – Hoyos 2021: 55-56. ↩︎
  12. Wilcken 1976: 262. – Lloyd 1977: 74-81. – Braudel 2000: 303. – Benjamin 2006: 66-71. – Μοράκης 2006: 220-224. – Dummett 2010: 42-46. – Sulosky Weaver 2015: 56-57. – DeSantis 2016: 51. ↩︎
  13. Campbell 2003: 4. – Lee 2010: 139. – Γρηγορόπουλος 2017: 86. ↩︎
  14. Ενόψει του περσικού κινδύνου υπήρξαν εξαιρέσεις που απλώς επιβεβαίωσαν τον κανόνα: η φυγή των Μικρασιατών Φωκαέων προς Χίο και Δύση (Κορσική, Μεγάλη Ελλάδα) στις απαρχές της περσικής κατοχής το 545-540 π.Χ., και η εκκένωση της Αθήνας κατά τη μεγάλη περσική εισβολή το 480/79 π.Χ ↩︎
  15. Θουκυδίδης 6.17.2-4. Βλ. Ξυδόπουλος 2007 [2022]: 12-13. ↩︎
  16. Θουκυδίδης 2.12.3: «αυτή εδώ η μέρα θα γίνει αρχή μεγάλων συμφορών για τους Έλληνες». Τούτη η θρυλική ρήση μού φέρνει αυθόρμητα στον νου την προφητική δήλωση του Σεφέρη για την επαίσχυντη χούντα (ΒΒC, 28/03/1969): «στις δικτατορικές καταστάσεις…η τραγωδία περιμένει αναπότρεπτη στο τέλος. Το δράμα αυτού του τέλους μάς βασανίζει, συνειδητά ή ασυνείδητα…όσο μένει η ανωμαλία, τόσο προχωρεί το κακό…βλέπω μπροστά μου τον γκρεμό», έχοντας κατά νου και την Κύπρο που παράφορα αγάπησε. Πράγματι, πέντε μόλις χρόνια αργότερα, το 1974, ο Ελληνισμός ακρωτηριάστηκε εκ νέου χάνοντας τη βόρεια Κύπρο από τους Τούρκους. ↩︎
Avatar photo
Γεώργιος Καλαφίκης

Ο Γεώργιος Καλαφίκης είναι Διδάκτωρ Βυζαντινής Ιστορίας, φιλόλογος Δ.Ε. στο Μουσικό Σχολείο Θεσσαλονίκης, επιστημονικός συνεργάτης αποσπασμένος στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.

Άρθρα: 2