Η Αγγλοκρατία στην Κύπρο,1878-1960: αναζητώντας ερμηνείες

Θέμα αρκετά καλά ερευνημένο, με μελέτες που έχουν εμφανιστεί στο διάστημα των σχεδόν πενήντα τελευταίων ετών, η Αγγλοκρατία στην Κύπρο αποτελεί μια καθοριστική περίοδο για τη θεσμική, πολιτική και κοινωνική ανάπτυξη της μεγαλονήσου. Στο άρθρο αυτό δεν θα παρατεθεί μια λεπτομερής, γεγονοτολογική εξιστόρηση των ετών 1878-1960. Πρωτίστως, θα επιχειρηθεί η ερμηνεία των τάσεων που αποκαλύπτει και των επιπτώσεων που είχε η Αγγλοκρατία στην πορεία της Κύπρου, λαμβάνοντας υπ’ όψιν επίσης τις περιφερειακές εξελίξεις και τις διεθνείς δυναμικές. Θα υποστηριχθεί ότι η Αγγλοκρατία επέφερε τον εκσυγχρονισμό της κυπριακής κοινωνίας σε πολλά επίπεδα, αλλά στην πορεία του χρόνου προκάλεσε μια επώδυνη αποκοπή της νήσου από τις ευρωπαϊκές εξελίξεις, στις οποίες η Κύπρος επανήλθε μόλις το 2004 με την ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Η απόφαση των Βρετανών να αποκτήσουν το 1878 τη διοίκηση της Κύπρου (όχι την κυριαρχία, η οποία παρέμενε στον σουλτάνο) έχει συζητηθεί εκτενώς. Οπωσδήποτε, η προσοχή εστιάστηκε στην περίφημη δήλωση του Βρετανού πρωθυπουργού, Μπέντζαμιν Ντισραέλι (λόρδου Μπήκονσφηλντ) στη Βουλή των Κοινοτήτων ότι «[σ]την πρόσκτηση της Κύπρου, η κίνηση δεν είναι μεσογειακή· είναι ινδική», καθώς και ότι η νήσος ήταν «το κλειδί για τη Δυτική Ασία». Έτσι, φαινόταν ότι επρόκειτο για μια κίνηση στο πλαίσιο της μακράς προσπάθειας των Βρετανών να ελέγξουν τον «δρόμο προς τις Ινδίες», και παράλληλα να αποκτήσουν μια αξιόπιστη βάση, ένα «οπλοστάσιο» (place d’armes) που θα τους επέτρεπε να αντισταθμίσουν όποια ρωσική προσπάθεια επέκτασης προς τα Στενά των Δαρδανελλίων.1

Σύγχρονοι μελετητές, πάντως, πηγαίνουν πιο πέρα από αυτή την ερμηνεία. Η Κύπρος δεν ήταν κατάλληλη για χρήση από το Βασιλικό Ναυτικό για τον απλούστατο λόγο ότι δεν διέθετε λιμένες με επαρκές βάθος υδάτων ώστε να ελλιμενίζονται εκεί τα μεγάλα βρετανικά πολεμικά πλοία. Ακόμη και στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1930, όταν οι Βρετανοί έπρεπε να μετακινήσουν τον Στόλο της Μεσογείου από τη Μάλτα (όπου γινόταν ευάλωτος στις επιθέσεις της ιταλικής αεροπορίας), το μείζον πρόβλημα της Κύπρου και ο λόγος για τον οποίο απορρίφθηκε η μετακίνηση του Στόλου εκεί ήταν αυτός.2 Αντίθετα, με νέα έρευνα που εισέφερε πρόσθετα στοιχεία, οι Robert Holland και Diana Markides προτείνουν ότι ο βασικός στόχος των Βρετανών το 1878, εκτός της ορατής παρουσίας τους στην περιοχή, δεν ήταν τόσο η διαφύλαξη του «δρόμου προς την Ινδία», αλλά η φιλοδοξία τους να αποτελέσει η πολιτική και κοινωνική αναδιοργάνωση της Κύπρου ένα πρότυπο για πιθανές μεταρρυθμίσεις στην ίδια την Οθωμανική Αυτοκρατορία.3 Η άποψη αυτή δεν υποτιμά τη γεωπολιτική διάσταση της κίνησης: θεωρεί την απόκτηση της Κύπρου ως μια πρωτοβουλία που θα συνέβαλε στην ενίσχυση της βρετανικής επιρροής στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και υπό αυτή την έννοια δικαιολογεί ίσως πολύ καλύτερα τη φράση του Ντισραέλι για το «κλειδί της Δυτικής Ασίας». Σε κάθε περίπτωση, ο στόχος αυτός δεν επιτεύχθηκε, ενώ η επιβολή του βρετανικού ελέγχου στην Αίγυπτο το 1882 μείωσε έτσι και αλλιώς τη στρατιωτική αξία της νήσου για τους Βρετανούς. Δεν τους ώθησε πάντως να την εγκαταλείψουν: παρέμειναν εκεί ώστε να μην αποκτήσει άλλος την Κύπρο, μια πολιτική άρνησης (denial) του κρίσιμου αυτού χώρου σε πιθανούς ανταγωνιστές.

Κατά συνήθη τακτική τους στην αποικιακή τους πολιτική, οι Βρετανοί δεν πήγαν στην Κύπρο με σκοπό να αλλάξουν την κοινωνία, πόσο μάλλον αφού η κυριαρχία της νήσου παρέμενε οθωμανική και η διοίκησή της μπορούσε, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να επιστρέψει στον σουλτάνο (αν και το ενδεχόμενο αυτό φαινόταν μάλλον θεωρητικό). Οι ιδέες ότι οι Βρετανοί έσφαλαν επειδή με το φιλελεύθερο πνεύμα τους «επέτρεψαν» στον ελληνικό εθνικισμό να ανθίσει στη νήσο4 τείνει να συγχέει τον φιλελεύθερο ιμπεριαλισμό του Λονδίνου με τον φασισμό: η Βρετανική Αυτοκρατορία δεν ήταν και δεν ήθελε να γίνει ένα ολοκληρωτικό κράτος (άλλωστε, ο ολοκληρωτισμός ως μέθοδος διακυβέρνησης δεν είχε ακόμη εμφανιστεί). Το αντίθετο ακριβώς συνέβη: οι Βρετανοί πήγαν στην Κύπρο γνωρίζοντας ότι θα αντιμετώπιζαν ένα στιβαρό ενωτικό κίνημα (το οποίο είχαν ήδη αντιμετωπίσει στα Επτάνησα) και μάλιστα ο πρώτος κυβερνήτης, σερ Γκάρνετ Γούλσυ, εξέτασε το ενδεχόμενο να μετακινήσει εκεί καθολικό πληθυσμό από τη Μάλτα ή και τουρκικό από την Ανατολία για να αντισταθμίσει την ορθόδοξη πλειοψηφία.5 Η ιδέα τελικά εγκαταλείφθηκε, αλλά παράλληλα αποτελεί ένδειξη για το ότι οι Βρετανοί πήγαν στην Κύπρο για να μείνουν.

Άλλωστε ο Γούλσυ, μεγάλη προσωπικότητα της βρετανικής αποικιακής πολιτικής, εμφανίζεται πάντοτε αυτή την εποχή να διοικεί στρατιωτικές επιχειρήσεις ή/και τις νέες προσκτήσεις της Αυτοκρατορίας τις οποίες το Λονδίνο θεωρούσε «μόνιμα» αποκτήματα, π.χ. διοίκησε τη Νότια Αφρική το 1879 μετά τη συντριβή των Ζουλού και κατέκτησε την Αίγυπτο το 1882. Με άλλα λόγια, η ελπίδα των Ελλήνων Κυπρίων ότι η «μεγάλη φιλελευθέρα δύναμις» θα απέδιδε την Κύπρο στην Ελλάδα όπως είχε μόλις 14 χρόνια πριν κάνει με τα Επτάνησα,6 ήταν λανθασμένη. Το «ιόνιο» πρότυπο του ενωτικού αγώνα, μετριοπαθές και βασισμένο στη συνεργασία με τους Βρετανούς, το οποίο θα κυριαρχήσει στις ελληνικές κυπριακές στρατηγικές έως το 1931, βασιζόταν σε επισφαλείς υποθέσεις.

Σε κάθε περίπτωση, οι Βρετανοί, είτε επειδή δεν ήθελαν είτε επειδή αισθάνονταν ότι δεν τους επιτρεπόταν καθώς δεν διέθεταν την κυριαρχία είτε για όλους αυτούς τους λόγους μαζί, δεν άλλαξαν ριζικά την οθωμανική δικοινοτική οργάνωση της Κύπρου, δηλαδή τη διαίρεση του πληθυσμού σε «μουσουλμάνους» και «μη μουσουλμάνους». Κατά προσφιλή συνήθειά τους, όμως, δεν θέλησαν να διοικήσουν τη νήσο χωρίς κάποια, έστω, συμμετοχή των κατοίκων της. Αρχικά, το 1878, δημιουργήθηκε ένα Νομοθετικό Συμβούλιο που απαρτιζόταν εξ ολοκλήρου από διορισμένα μέλη (τέσσερις Βρετανούς αξιωματούχους και έως τέσσερις Κυπρίους, αλλά και αυτούς διορισμένους). Το 1882, με νέα Διατάγματα εν Συμβουλίω (Orders in Council) εισήχθη ένα νέο, ευρωπαϊκό, δίκαιο και δικαστικό σύστημα – στοιχείο εκσυγχρονισμού – ενώ δημιουργήθηκε ένα νέο Νομοθετικό Συμβούλιο που σε πολλά προσομοίαζε με μια νεωτερική Βουλή, αν και με μεγάλα ελλείμματα. Απαρτιζόταν από δεκαοκτώ μέλη, από τα οποία έξι ήταν Βρετανοί αξιωματούχοι που διορίζονταν από τον ύπατο αρμοστή, εννέα εκλέγονταν από τους Έλληνες και τρία από τους Τούρκους του νησιού. Οι εκλογές γίνονταν από δύο διαφορετικά εκλογικά σώματα των δύο κοινοτήτων. Αν και εν μέρει έστω βασισμένο σε διενέργεια εκλογών, το Νομοθετικό Συμβούλιο δεν είχε ουσιαστικές αρμοδιότητες (η διοίκηση ασκείτο πάντοτε από το Εκτελεστικό Συμβούλιο του ύπατου αρμοστή), αλλά έπασχε από κάτι σημαντικότερο: παρά το ότι υπήρχε πλειοψηφία εκλεγμένων μελών (Ελλήνων και Τούρκων) ο αριθμός των εκλεγμένων Ελλήνων Κυπρίων μελών ήταν αριθμητικά ίσος με το άθροισμα των εκλεγμένων Τούρκων Κυπρίων και των διορισμένων Βρετανών. Οι Βρετανοί αξιωματούχοι και οι Τούρκοι Κύπριοι βουλευτές πάντοτε συντάσσονταν εναντίον των προτάσεων των Ελλήνων Κυπρίων εκλεγμένων μελών, και σε περίπτωση ισοψηφίας ο ύπατος αρμοστής διέθετε τη νικώσα ψήφο. Με άλλα λόγια, η σύνθεση του Νομοθετικού Συμβουλίου ήταν κατά τέτοιο τρόπο σχεδιασμένη, ώστε οι εκπρόσωποι των Ελλήνων Κυπρίων – της πλειοψηφίας δηλαδή του γηγενούς πληθυσμού – να βρίσκονται πάντοτε σε θέση κοινοβουλευτικής μειοψηφίας. Αυτό υπήρξε δηλητηριώδες για την πολιτική ανάπτυξη της Κύπρου, καθώς το σύστημα ευνοούσε τη σύγκρουση μεταξύ των δύο κοινοτήτων και έδινε την αίσθηση ενός «ψευδοκοινοβουλευτισμού». Η ίδρυση, διατήρηση και επανεπιβεβαίωση του συστήματος αυτού (το 1925, όπως θα δούμε) αποτέλεσε τη βάση, αργότερα για την σχεδόν αυτόματη ροπή μεγάλων τμημάτων της ελληνικής κυπριακής κοινωνίας να απορρίπτουν βρετανικές συνταγματικές προτάσεις ως «ψευδοσυντάγματα».7 Μαζί με την επιμονή των Βρετανών να λαμβάνουν τον περίφημο «φόρο υποτέλειας» (με τον οποίο, ως το 1927, οι Κύπριοι αποπλήρωναν παλαιότερα οθωμανικά χρέη)8 τελικά δυναμίτισε τις προοπτικές συνεννόησης.

Παρ’ όλα αυτά, θα ήταν άδικο να μην επισημανθεί ότι η έλευση των Βρετανών προκάλεσε τον εκσυγχρονισμό και της διοίκησης (μαζί με το δικαστικό σύστημα), ενώ δημιούργησε κλίμα ελευθερίας, στο οποίο μπόρεσε να αναπτυχθεί περαιτέρω το ενωτικό κίνημα. Είναι γεγονός ότι, αργότερα, Βρετανοί αξιωματούχοι (και στις ημέρες μας αρκετοί σχολιαστές και συγγραφείς) εξέφρασαν αμφιβολίες για την ελληνική ταυτότητα των ορθόδοξων χριστιανών κατοίκων της Κύπρου. Ο γράφων δεν θα ασχοληθεί με αυτές τις θεωρήσεις, προϊόντα πολιτικών επιθυμιών παρά επιστημονικής έρευνας. Θα σημειώσει απλώς ότι εμείς σήμερα μπορεί να υποκρινόμαστε ότι δεν ξέρουμε εάν το 1821 οι Έλληνες Κύπριοι ήταν Έλληνες, αλλά οι Τούρκοι, το 1821, την ώρα της Ελληνικής Επανάστασης, ήξεραν πολύ καλά γιατί τους έσφαξαν, και μάλιστα προληπτικά.

Η ανάπτυξη του ενωτικού κινήματος έγινε σε πολλά επίπεδα: με τη δράση πολιτικών προσωπικοτήτων, την ανάπτυξη του ελληνικού Τύπου, τις δραστηριότητες της Εθναρχίας υπό την ηγεσία της Εκκλησίας της Κύπρου. Ωστόσο, το πλέον σημαντικό είναι ο εθελοντισμός των Ελλήνων Κυπρίων, οι οποίοι μετείχαν σε σημαντικούς αριθμούς σε όλα τα ελληνικά πολεμικά εγχειρήματα, με αποκορύφωμα τους Βαλκανικούς Πολέμους· μετείχαν, αξίζει να σημειωθεί, παρά τις απαγορεύσεις των Βρετανών και παρά το γεγονός ότι η συμμετοχή τους αυτή αποτελούσε, τυπικά, μορφή εσχάτης προδοσίας, αφού εξακολουθούσαν να είναι υπήκοοι του σουλτάνου. Αυτό το φαινόμενο καταδεικνύει την ορμή, το μέγεθος και τη δυναμική του ενωτικού κινήματος όχι από «πάνω», υπό την ηγεσία μιας «ελληνοποιημένης» ελίτ, αλλά κατ’ εξοχήν από «κάτω».9

Η κατάσταση δεν εξελισσόταν πάντοτε ομαλά (απόδειξη, η πολιτική κρίση του 1912 με αφορμή την πολιτική εκπροσώπηση και τον φόρο υποτέλειας), αλλά ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος δρομολόγησε ριζικές αλλαγές. Η κήρυξη πολέμου μεταξύ της Βρετανίας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας τον Νοέμβριο του 1914 συνεπαγόταν την παύση της ισχύος των προγενέστερων μεταξύ τους συμφωνιών, άρα και της Σύμβασης Κύπρου του 1878. Έτσι τώρα η Βρετανία προσάρτησε τη νήσο και έκτοτε φέρθηκε ως κυρίαρχός της. Το 1915 οι Βρετανοί προσέφεραν τη νήσο στην (αντιβενιζελική) ελληνική κυβέρνηση με αντάλλαγμα την έξοδο της τελευταίας στον πόλεμο. Η πρόταση απορρίφθηκε, αλλά έμεινε στη μνήμη ως αναγνώριση της ελληνικότητας της νήσου.10

Η προσφορά του 1915 αξίζει να σχολιαστεί για πολλούς λόγους. Πρώτον, επειδή, επιπρόσθετα, καταδεικνύει την αναγνώριση από τους Βρετανούς του εθναρχικού/πολιτικού ρόλου του αρχιεπισκόπου Κύπρου, τον οποίο ήταν έτοιμοι να μετακινήσουν στην Αθήνα ώστε να αντιταχθεί στην άρνηση της αντιβενιζελικής κυβέρνησης και να προκαλέσει την πτώση της. Με άλλα λόγια, όταν τη δεκαετία του 1950 οι Βρετανοί διερρήγνυαν τα ιμάτιά τους για το ότι «δεν καταλάβαιναν» τον πολιτικό ρόλο ενός ιεράρχη, του αρχιεπισκόπου Μακαρίου, ήταν ανειλικρινείς. Τον καταλάβαιναν μια χαρά το 1915 όταν θα χρησιμοποιούσαν αυτόν τον πολιτικό ρόλο επειδή τους συνέφερε· απλώς το 1955 δεν τους συνέφερε…

Δεύτερον, πρέπει να διευκρινιστεί ποιο ήταν το υπόβαθρο της προσφοράς του 1915 (ή της προγενέστερης συζήτησης με τον Ε. Βενιζέλο μιας τέτοιας προοπτικής στα τέλη του 1912).11 Έως το 1947, η Βρετανία επιδίωκε σθεναρά τον έλεγχο της Μεσογείου.12 Πάντοτε, εκτός από τα χρόνια από το 1913 έως το 1918: τότε, η έγερση της μεγάλης απειλής του γερμανικού Στόλου Ανοικτής Θαλάσσης ανάγκασε τους Βρετανούς να συγκεντρώσουν τις ναυτικές δυνάμεις τους στη Βόρεια Θάλασσα, παραχωρώντας για μια και μοναδική φορά τα μεσογειακά πρωτεία στη Γαλλία. Τότε, και αποκλειστικά τότε, έγιναν οι δύο «προσφορές» της Κύπρου προς την Ελλάδα, η ανολοκλήρωτη του 1912-13 και η ουσιαστική του 1915. Ποτέ πριν και ποτέ μετά.13 Αντίθετα, μετά το τέλος του Μεγάλου Πολέμου, η Βρετανία επιδίωξε και πάλι τον έλεγχο της Μεσογείου και επανέκαμψε στη θέση ότι η Κύπρος αποτελούσε απαραίτητο τμήμα της περιφερειακής της πολιτικής το οποίο δεν μπορούσε να χάσει. Έστω και εάν πράγματι δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί από τον Στόλο της Μεσογείου, η νήσος είχε εξαίρετες δυνατότητες να υποστηρίξει το νέο αεροπορικό όπλο, η σημασία του οποίου είχε διαφανεί κατά τον Μεγάλο Πόλεμο.14

Η βρετανική αυτή απόφαση δημιούργησε μια σειρά από εντάσεις που θα έβρισκαν τις εκβολές τους και αργότερα. Πρώτον, κατά τη διάρκεια των εργασιών της Διάσκεψης της Ειρήνης, οι Έλληνες Κύπριοι έστειλαν μια αποστολή που απαιτούσε από τον Βενιζέλο να διεκδικήσει την Κύπρο. Αυτό ήταν η πρώτη εκδήλωση, στο πρακτικό επίπεδο, μιας βασικής πραγματικότητας: το ενωτικό κίνημα ήταν στιβαρά οργανωμένο σε κοινωνικό επίπεδο μέσα στην Κύπρο, αλλά ούτε το ίδιο ούτε η θεσμική του έκφραση της Εθναρχίας διέθεταν διπλωματική υπηρεσία ή εμπειρία διεθνών σχέσεων. Η Εθναρχία δεν αντιλαμβανόταν ότι ο Βενιζέλος δεν μπορούσε το 1919-20 να διεκδικήσει την Κύπρο από τη Βρετανία, την οποία χρειαζόταν για την υποστήριξη εδαφικών διεκδικήσεων αλλού. Η Αθήνα αισθανόταν ότι όφειλε να μεριμνήσει για την επιβίωση ελληνικών κοινοτήτων σε περιοχές όπου απειλούνταν με εξόντωση (και εκεί ήταν αναγκαία η βρετανική βοήθεια), ενώ έβλεπε την Κύπρο ως μια περιοχή μικρότερης προτεραιότητας καθώς, υπό την διοίκηση μιας κατ’ εξοχήν φιλελεύθερης δύναμης, ο ελληνισμός της δεν κινδύνευε. Το σημαντικότερο: η Εθναρχία δεν αντιλαμβανόταν – στοιχείο που καταδεικνύει τη διεθνή απειρία της η οποία θα παραμείνει έντονη και στις επόμενες δεκαετίες – ότι στη Διάσκεψη των Παρισίων ετοιμάζονταν Συνθήκες Ειρήνης με τους ηττημένους του Μεγάλου Πολέμου· όχι με τη Βρετανία, μία από τις νικήτριες δυνάμεις. Η Ελλάδα δεν είχε νικήσει τη Βρετανία στον Μεγάλο Πόλεμο για να προβάλει εδαφικές αξιώσεις σε βάρος της. Έτσι, ο Βενιζέλος συμβούλευσε την ελληνική κυπριακή αντιπροσωπεία να θέσει το ζήτημα στις βρετανικές αρχές, όχι στο Συνέδριο της Ειρήνης· και παρ’ όλο που η αντίδρασή του ήταν δικαιολογημένη, τούτο δεν γινόταν αντιληπτό από τους ίδιους τους Έλληνες Κυπρίους, φαινόμενο που έμελε να επαναληφθεί πολλές φορές στο μέλλον.15 Πάντως, μετά από έναν παγκόσμιο πόλεμο, ήταν φανερό ότι έχαναν την υπομονή και την πίστη τους στις βρετανικές καλές προθέσεις. Η άρνηση, αντίστοιχα, των Ελλήνων Κυπρίων να μετάσχουν στις εκλογές για το Νομοθετικό Συμβούλιο το 1921-22 προδίκαζε μια μορφή αναμέτρησης που δεν ήταν ακόμη σαφές πώς θα σχηματοποιούνταν.

Έτσι όμως, η επίσημη μεταβίβαση της Κύπρου στη βρετανική κυριαρχία με τη σύναψη της Συνθήκης της Λωζάννης δημιούργησε μια ρήξη στη ροή της κυπριακής ιστορίας η έκταση της οποίας δεν γίνεται, ίσως, πάντοτε αντιληπτή. Έως το 1923, η Κύπρος, έστω υπό την οιονεί αποικιακή εξουσία των Βρετανών, αποτελούσε τμήμα της «Εγγύς Ανατολής» και των ευρωπαϊκών τάσεων. Ήταν μέρος της ανόδου του εθνικισμού και της διεκδίκησης για την εφαρμογή της αρχής των εθνοτήτων στην Ευρώπη. Η αρχή της αυτοδιάθεσης εφαρμόστηκε στην Ανατολική Ευρώπη το 1919-20, αλλά όχι στην Κύπρο, που εντάχθηκε πλέον ορατά σε μια «εξω-ευρωπαϊκή» διευθέτηση της αποικιακής (πλέον) Ανατολικής Μεσογείου και Μέσης Ανατολής. Με άλλα λόγια, επήλθε μια επώδυνη αποκοπή της Κύπρου από τις ευρωπαϊκές εξελίξεις. Από το 1923-25 και μετά, η εξέλιξη της Κύπρου δεν είναι (αμιγώς) ευρωπαϊκή, αλλά μοιραία εντάσσεται σε μια ιδιαίτερη κατηγορία, ως ένα ζήτημα που ήταν ταυτόχρονα αλυτρωτικό και αντιαποικιακό, δηλαδή – δυνητικά, με μεταπολεμικούς όρους – τριτοκοσμικό. Οι συνέπειες αυτής της αποκοπής θα διατηρηθούν για πολλές δεκαετίες.16

Το 1925 η Κύπρος ανακηρύχθηκε σε Αποικία του Στέμματος και ο ύπατος αρμοστής μετονομάστηκε σε κυβερνήτη. Επιπλέον, έγινε μια αναμόρφωση του εσωτερικού καθεστώτος, η οποία επίσης επιβάρυνε την κατάσταση. Αν και πλέον η Βρετανία διέθετε την κυριαρχία (επομένως δεν είχε υποχρεώσεις προς την Τουρκία), η μεταρρύθμιση του Νομοθετικού Συμβουλίου διατήρησε, με έναν εξαιρετικά προκλητικό τρόπο, τους Έλληνες Κυπρίους στη θέση της μόνιμης κοινοβουλευτικής μειοψηφίας. Οι Έλληνες Κύπριοι αποτελούσαν πλέον το 80% του πληθυσμού, και άρα οι εκλεγμένοι βουλευτές τους έπρεπε να αυξηθούν. Και πράγματι, αυξήθηκαν από εννέα σε δώδεκα, οι Τούρκοι Κύπριοι εκλεγμένοι βουλευτές παρέμειναν τρεις, αλλά αυξήθηκε και ο αριθμός των διορισμένων μελών σε εννέα, ακριβώς τόσοι ώστε να μην υφίσταται πλειοψηφία εκλεγμένων Ελλήνων βουλευτών.17 Η μεταρρύθμιση του 1925 έπεισε το ενωτικό κίνημα ότι η οδός για την εκπλήρωση των αιτημάτων του δεν θα μπορούσε να περάσει από τέτοιες διαδικασίες «ψευδοσυνταγμάτων».

Δεν έγιναν αυτά αμέσως ορατά. Μετά την ήττα της Ελλάδας το 1922, η ορμή του ενωτικού κινήματος αναπόφευκτα μειώθηκε, και επιζητήθηκε ακόμη και ένας βαθμός συνεργασίας με τις βρετανικές αρχές, οι οποίες δεν εκτίμησαν την ευκαιρία που τους δινόταν. Επιπλέον, η βρετανική διοίκηση εμπόδισε τη μαζική μετανάστευση των Τούρκων Κυπρίων στην Τουρκία, την οποία ευνοούσε η Άγκυρα, με το επιχείρημα ότι «η παρουσία της τουρκικής κοινότητας είναι ένα πλεονέκτημα από πολιτική άποψη».18 Αυτό ήταν η αναγνώριση μιας πολιτικής του «διαίρει και βασίλευε» μεταξύ των δύο κοινοτήτων.

Στο πλαίσιο αυτό, η εξέγερση του 1931 ολοκλήρωσε το πρώτο στάδιο της Αγγλοκρατίας και οδήγησε σε ένα επόμενο. Η σκληρή καταστολή της συνοδεύθηκε από την εκτόπιση εκτός Κύπρου των βασικών πρωτεργατών της, αλλά και της ηγεσίας του νεόκοπου Κομμουνιστικού Κόμματος Κύπρου που τέθηκε εκτός νόμου.19

Μετά το 1931, το εσωτερικό καθεστώς της νήσου έγινε εξαιρετικά καταπιεστικό: το Νομοθετικό Συμβούλιο καταργήθηκε, η Κύπρος διοικήθηκε για πολλά χρόνια (υπό τον κυβερνήτη σερ Ρίτσμοντ Πάλμερ) αυταρχικά, και έτσι έμειναν στην κυπριακή μνήμη οι όροι «Παλμεροκρατία» και «δικτατορία». Δεν επιτράπηκαν δημοτικές εκλογές έως τα χρόνια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Δεν επιτράπηκαν ακόμη και οι αρχιεπισκοπικές ή οι εκλογές μητροπολιτών με αποτέλεσμα η Εκκλησία της Κύπρου (ιεράρχης της οποίας, ο Κιτίου Νικόδημος, είχε πρωτοστατήσει στην εξέγερση) να αποψιλωθεί από την ηγεσία της. Η δημοτική εκπαίδευση ελέγχθηκε από τους Βρετανούς, οι οποίοι προσπάθησαν να την «αποκαθάρουν» από το ελληνικό φρόνημα, δημιουργώντας αντιδράσεις των Ελλήνων Κυπρίων για προσπάθεια «αφελληνισμού» των παιδιών τους. Ακόμη και οι καμπάνες των εκκλησιών απαγορεύθηκε να χτυπούν, καθώς οι καμπάνες της Παναγίας Φανερωμένης στο κέντρο της Λευκωσίας είχαν ξεκινήσει την εξέγερση.

Το χειρότερο, όμως, ήταν ότι την εποχή αυτή πλέον εμφανίστηκε μια τάση των Βρετανών αποικιακών ιθυνόντων να λειτουργήσουν ως «κοινωνικοί μηχανικοί», που αποτελούσε ροπή προς τον ολοκληρωτισμό και επηρεάστηκε από τις ανάλογες πολιτικές των Ιταλών φασιστών στη Δωδεκάνησο. Έτσι, προσπαθώντας να «κατασκευάσουν» αυτό που θεωρούσαν ως «καλούς Βρετανούς υπηκόους» στην Κύπρο, θεώρησαν, εμφανώς λανθασμένα, ότι υπήρχε μια «φιλοβρετανική» πλειοψηφία στην ελληνική κυπριακή κοινότητα που καταπιεζόταν από τους εθνικιστές ενωτικούς ηγέτες της, την οποία όφειλαν να «απελευθερώσουν»· με αυτή τη λογική, π.χ., απαγόρευσαν την έκφραση του ελληνικού αισθήματος, και αφαίρεσαν τα ελληνικά στοιχεία από την εκπαίδευση (και αποκρύβοντάς τα, τα έκαναν πιο γοητευτικά για τους νέους Έλληνες Κυπρίους).20 Είναι ενδεικτικό ότι όλα ανεξαιρέτως τα στελέχη της ΕΟΚΑ το 1955-59, πλην του ίδιου του Γεωργίου Γρίβα, είχαν αποφοιτήσει από το «αποεθνικοποιημένο» δημοτικό σχολείο που επέβαλαν οι Βρετανοί μετά το 1931. Οι απόφοιτοι του ελληνικού δημοτικού σχολείου – που υπήρχε πριν τη δεκαετία του 1930 – δεν πυροβόλησαν τους Βρετανούς. Οι απόφοιτοι του «δικού τους» αποεθνικοποιημένου σχολείου το έκαναν, γιατί αυτοί είχαν ριζοσπαστικοποιηθεί ακριβώς επειδή η ελληνική τους ιστορία τους απεκρύβη και την «ανακάλυψαν» ως απαγορευμένη.

Το δεύτερο επίπεδο των αλλαγών αφορούσε τη στρατηγική του ενωτικού κινήματος. Το 1931 και η άκριτη καταπίεση που ακολούθησε σηματοδότησαν το τέλος του «ιονίου» προτύπου του ενωτικού αγώνα, και νομιμοποίησαν ένα άλλο πρότυπο, το «κρητικό»/επαναστατικό.21 Στο πλαίσιο αυτό, η απουσία παγκύπριας ή έστω τοπικής (σε δημοτικό επίπεδο) εκλεγμένης πολιτικής ηγεσίας επίσης έτεινε να αναβιβάζει την Εκκλησία της Κύπρου και την Εθναρχία ως τον βασικό πολιτικό εκπρόσωπο της ελληνικής κοινότητας, και τούτο παρά την αποψίλωση, που αποδείχθηκε πάντως προσωρινή, της ηγεσίας της Εκκλησίας.

Τρίτον, η εμφανής ενθάρρυνση της εξέγερσης από τον γενικό πρόξενο της Ελλάδας, Αλέξη Κύρου, και η ανοικτή αποδοκιμασία του από τον ίδιο τον Ελευθέριο Βενιζέλο που συμβούλευσε τους Έλληνες Κυπρίους να συνεργαστούν με τους αποικιακούς τους κυριάρχους22 επέφερε, διστακτικά στην αρχή αλλά αργότερα το φαινόμενο θα κορυφωνόταν, μια διάρρηξη της πίστης των Ελλήνων Κυπρίων στο «εθνικό κέντρο» της Αθήνας. Οι Έλληνες Κύπριοι θεώρησαν πλέον ότι η Αθήνα «ελεγχόταν» με διάφορους τρόπους από το Λονδίνο, και θα ήταν στο μέλλον πολύ πιο έτοιμοι να διεκδικήσουν την ελευθερία τους, στην ανάγκη ακόμη και σε αντιπαράθεση με την Αθήνα. Αυτό θα γίνει εμφανές στη δεκαετία του 1950.

Ενώ εξελίσσονταν αυτές οι διεργασίες, ξέσπασε ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, στον οποίο οι τάσεις διαφάνηκαν ανάγλυφα. Μετά την είσοδο της Ελλάδας στον πόλεμο, το 1940-45, οι Βρετανοί – ατύπως βέβαια, αλλά ορατά – ενθάρρυναν τους Έλληνες Κυπρίους να πολεμήσουν όχι «for King and country», αλλά «για την Ελλάδα και την ελευθερία». Ήταν ένα είδος έμμεσης υπόσχεσης, όσο και εάν το αρνήθηκε (ή το αγνόησε) εκ των υστέρων το Λονδίνο. Για μια ακόμη φορά, ο ελληνικός κυπριακός εθελοντισμός αποτέλεσε ένα βασικό μετρητή των εθνικών ελπίδων των Ελλήνων της Κύπρου.23 Στην Κύπρο, στα χρόνια του πολέμου, το εσωτερικό καθεστώς χαλάρωσε, με αποτέλεσμα την ίδρυση ενός νέου αριστερού κόμματος, του Ανορθωτικού Κόμματος Εργαζομενου Λαού (ΑΚΕΛ) και τη διενέργεια, επιτέλους ξανά, δημοτικών εκλογών, στις οποίες επιβεβαιωνόταν η σημαντική επιρροή του ΑΚΕΛ.24

Αλλά και πάλι, το τέλος ενός παγκοσμίου πολέμου δεν έφερε την Ένωση. Το ελληνικό κυπριακό ενωτικό κίνημα, που είχε υποστεί την καταπίεση του 1931-43, και κατόπιν τού είχε ζητηθεί να πολεμήσει «για την Ελλάδα και την ελευθερία», έφθανε στα όριά του. Εάν ακόμη και μετά από έναν δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο στον οποίο ο ελληνισμός είχε εκ νέου συνταχθεί με τη Βρετανία, δεν επερχόταν η Ένωση, πότε επιτέλους θα επερχόταν; Εάν η Ελλάδα, εξαρτημένη τόσο πολύ από τη βρετανική στήριξη, δεν μπορούσε να θέσει το θέμα ως τμήμα των εθνικών της διεκδικήσεων, πότε θα το έκανε; Μήπως πλέον δεν μπορούσε το ενωτικό κίνημα να βασίζεται στην Αθήνα; Το «κρητικό» μοντέλο του ενωτικού αγώνα ήδη σχηματιζόταν.

Μετά το 1945-47, η Βρετανία αποφάσισε ότι, με δεδομένη την απώλεια της Ινδίας και της Νότιας Ασίας, η επιβίωση του Λονδίνου ως μέλους της χορείας των μεγάλων δυνάμεων απαιτούσε τον έλεγχο μιας άλλης στρατηγικά σημαντικής περιοχής της υφηλίου, της Μέσης Ανατολής, στην οποία η Κύπρος απέμενε η μόνη εδαφική επικράτεια υπό βρετανική κυριαρχία. Οι σχετικές, επαναλαμβανόμενες εισηγήσεις των αρχηγών των (βρετανικών) Επιτελείων υπήρξαν καθοριστικές.25 Η Βρετανία δεν θα προσπαθούσε να διατηρήσει την Κύπρο απλώς λόγω αποικιοκρατικών εμμονών, αλλά επειδή θεωρούσε ότι της ήταν απαραίτητο για λόγους υπαρξιακούς: για την ίδια την επιβίωσή της ως μεγάλη δύναμη.26

Το στοιχείο αυτό δεν έγινε αντιληπτό από τη Εθναρχία Κύπρου που διαχειριζόταν ένα κίνημα το οποίο, από τη δική του πλευρά, είχε φθάσει στα όρια της υπομονής του. Τώρα, γίνεται ακόμη πιο έντονα ορατό το χαρακτηριστικό αυτό της Εθναρχίας, ότι δηλαδή συγκροτούσε την ηγεσία ενός στιβαρού κινήματος, με εξαίρετη οργάνωση – ειδικά υπό την ηγεσία του αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ΄ από το 1950 και μετά – αλλά, μη διαθέτοντας διπλωματική υπηρεσία, συχνά δεν αντιλαμβανόταν τις κυνικές αλλά αδήριτες επιταγές του διεθνούς συστήματος. Η δε Ελλάδα, που είχε δώσει στην Εθναρχία την εικόνα του «ελεγχόμενου παίκτη» από το 1931 υπό τον Βενιζέλο και πολύ περισσότερο στα χρόνια της εξάρτησης το 1941-52, δεν είχε πλέον τη δυνατότητα να λειτουργήσει ως σύμβουλος της Εθναρχίας, που λάμβανε χαρακτηριστικά ενός οιονεί αυτόνομου κέντρου, το οποίο θα ενεργούσε ανεξάρτητα από την Αθήνα.27

Οι πρώτες ενδείξεις όλων αυτών φάνηκαν στη βρετανική συνταγματική πρόταση το 1947-48 που συνδέθηκε με το όνομα του κυβερνήτη, λόρδου Ουίνστερ. Οι Βρετανοί συνεκάλεσαν τη Διασκεπτική, μια συμβουλευτική συνέλευση, στην οποία αρνήθηκε να μετάσχει η Εθναρχία, αλλά πήρε μέρος το ΑΚΕΛ. Οι Βρετανοί πρότειναν την επαναφορά της συνταγματικής διακυβέρνησης, με πρόβλεψη για μια Βουλή στην οποία μάλιστα οι εκλεγμένοι Έλληνες Κύπριοι βουλευτές θα διέθεταν απόλυτη πλειοψηφία (18 αιρετοί Έλληνες Κύπριοι, 4 Τούρκοι Κύπριοι και 4 διορισμένοι Βρετανοί αξιωματούχοι). Ωστόσο, οι Βρετανοί δεν ικανοποίησαν τις ελληνικές κυπριακές εκκλήσεις να παραχωρηθεί ένας βαθμός αυτοκυβέρνησης, δηλαδή πρόβλεψη για Κυπρίους υπουργούς, ακριβώς επειδή η αποχώρησή τους από την Παλαιστίνη καθιστούσε ακόμη πιο αναγκαία τη διατήρηση πλήρους ελέγχου στην Κύπρο. Η αδυναμία αυτή προκάλεσε τελικά την απόρριψη της πρότασης και από το ΑΚΕΛ. Έτσι χάθηκε μια μεγάλη ευκαιρία να συσταθεί μια ουσιαστικά ελληνική κυπριακή διοίκηση στη νήσο. Το σχέδιο Ουίνστερ ήταν το μόνο μεταπολεμικό που συνετάχθη χωρίς οι Βρετανοί να αλλοιώσουν (τουλάχιστον όχι πολύ) τις διατάξεις του λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις στρατηγικές τους ανάγκες στην ευρύτερη περιοχή. Παράλληλα, στη διάρκεια αυτών των διαβουλεύσεων διαφάνηκε και η άνοδος νέων τάσεων, πολύ περισσότερο εθνικιστικών, και στους κόλπους των Τούρκων Κυπρίων υπό μια νέα ηγεσία στην οποία σύντομα θα ξεχώριζε ο Ραούφ Ντενκτάς.28

Η δεκαετία του 1950, εξαιρετικά πυκνή σε γεγονότα, αποτελεί παράλληλα και την καλύτερα ερευνημένη υποπερίοδο της Αγγλοκρατίας.29 Για τούτο, εδώ θα γίνουν ορισμένες επισημάνσεις για τις βασικές ροπές που αποκαλύπτει και οι οποίες θα εμφανιστούν, με μεταλλαγμένη μορφή, και σε επόμενα στάδια της ιστορίας της Κύπρου και του Κυπριακού.

Πρώτον, στη δεκαετία αυτή εξελίχθηκε μια κυπριακή επανάσταση που δεν περιλάμβανε μόνον τον ένοπλο αγώνα, από το 1955, αλλά και μορφές μαζικής κινητοποίησης/εξέγερσης ήδη από το 1953, σίγουρα το 1954. Ηγέτης αυτού του αγώνα υπήρξε ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος. Στρατιωτικός αρχηγός του αγώνα από το 1955 ήταν ο Γεώργιος Γρίβας, κυπριακής καταγωγής συνταγματάρχης ε.α. του ελληνικού στρατού, ο οποίος ηγήθηκε της Εθνικής Οργάνωσης Κυπρίων Αγωνιστών (ΕΟΚΑ). Η ΕΟΚΑ με τη σειρά της στελεχώθηκε από νέους Έλληνες Κυπρίους και προκάλεσε την αντίδραση των βρετανικών αρχών, οι οποίες διεξήγαγαν έναν σκληρό αγώνα καταστολής της (counterinsurgency) που περιέλαβε εκτελέσεις μελών της, με πρώτους τους Μιχαλάκη Καραολή και Ανδρέα Δημητρίου τον Μάιο του 1956, βασανιστήρια, φυλακίσεις, καταπιεστικά μέτρα απαγορεύσεων, αλλά και έντονη εξάρτηση των υπηρεσιών τους ασφαλείας από στρατολόγηση Τούρκων Κυπρίων.

Η κυπριακή επανάσταση ήταν μια ιδιότυπη περίπτωση της μεταπολεμικής εποχής: ένας αγώνας ταυτόχρονα αλυτρωτικός και αντιαποικιακός,30 που έφερνε την Κύπρο, για μια ακόμη φορά, ψυχικά κοντύτερα στις διεργασίες του αναδυόμενου Τρίτου Κόσμου παρά του φυσικού της χώρου, της Ευρώπης. Παρ’ όλα αυτά, η επανάσταση και ο ίδιος ο ένοπλος αγώνας είχαν πιθανότητες επιτυχίας, υπό την προϋπόθεση ότι θα παρέμεναν ήπιου χαρακτήρα, χωρίς νεκρούς (έστω, χωρίς πολλούς νεκρούς) και θα κρατούσαν λίγο, τόσο δηλαδή όσο θα χρειαζόταν για να μετακινήσουν τους Βρετανούς από την απαράδεκτη θέση ότι η Κύπρος «ουδέποτε» θα αποκτούσε την ελευθερία της, ανοίγοντας τον δρόμο προς (αλλά όχι άμεσα επιφέροντας) την Ένωση. Υπό αυτή την έννοια, η κορύφωση της επιτυχίας του ένοπλου αγώνα υπήρξαν οι διαπραγματεύσεις του Μακαρίου με τον κυβερνήτη σερ Τζων Χάρντινγκ το 1955-56. Αλλά τότε ο αρχιεπίσκοπος δίστασε να αποδεχθεί τις βρετανικές προτάσεις και η ευκαιρία χάθηκε.31

Η δεύτερη επισήμανση αφορά τη θέση της Ελλάδας. Οι κεντρώες κυβερνήσεις του 1950-52 αντέστησαν στην πίεση του Μακαρίου, ο οποίος δεν δίστασε να τις καταγγείλει επειδή δεν προσέφευγαν στον ΟΗΕ απαιτώντας την εφαρμογή στην Κύπρο της αρχής της αυτοδιάθεσης των λαών. Οι κυβερνήσεις Νικολάου Πλαστήρα και Σοφοκλή Βενιζέλου επισήμαναν στον αρχιεπίσκοπο ότι η Ελλάδα δεν διέθετε τις δυνάμεις να αντιπαρατεθεί με τη Βρετανία στον ΟΗΕ και επομένως μια τέτοια αντιπαράθεση θα ήταν αντιπαραγωγική. Κατά τούτο, ακολουθούσαν την πολιτική που είχε χαράξει ο Ελευθέριος Βενιζέλος πολύ νωρίτερα.32 Η πολιτική της Αθήνας όμως άλλαξε όταν ανέλαβε την εξουσία ο Αλέξανδρος Παπάγος το 1952, με βασικό διπλωματικό του σύμβουλο τον Αλέξη Κύρου, δηλαδή τον διπλωμάτη που είχε ενθαρρύνει την εξέγερση του 1931. Ο Παπάγος τελικά προσέφυγε στον ΟΗΕ το καλοκαίρι του 1954. Αυτό υπήρξε το μεγαλύτερο λάθος της ελληνικής πλευράς στο Κυπριακό. Σε αντίθεση με τον ένοπλο αγώνα (ο οποίος με συγκεκριμένες προϋποθέσεις, που παρατέθηκαν παραπάνω, είχε πιθανότητες επιτυχίας), η διεθνοποίηση στον ΟΗΕ δεν είχε καμία, καθώς δεν υπήρχε καμία δυνατότητα για την ελληνική διπλωματία να επικρατήσει έναντι των συνδυασμένων δυνάμεων της βρετανικής και της τουρκικής. Η απόφαση για τη διεθνοποίηση αγνοούσε τη φύση του ΟΗΕ που δεν είναι «δικαστήριο» αλλά ένας πολιτικός οργανισμός ο οποίος αποφασίζει βάσει των συμφερόντων των μελών του. Επιπλέον, η απόφαση υποτίμησε την σχεδόν βέβαιη τουρκική ανάμιξη στο ζήτημα: η Τουρκία δεν εισήλθε στο σκηνικό του Κυπριακού, όπως συχνά λέγεται, χάρη στη Βρετανία με την Τριμερή του Λονδίνου το 1955, αλλά χάρη στην ελληνική προσφυγή στον ΟΗΕ στην οποία έντονα αντιτάχθηκε από το βήμα της Γενικής Συνέλευσης. Από εκείνη τη στιγμή, η Τουρκία ήταν, με όρους διεθνούς πολιτικής, τμήμα του Κυπριακού ζητήματος στο διεθνές πεδίο, ό,τι και εάν έλεγε η ελληνική πλευρά. Τέλος, αποφασίζοντας την προσφυγή, ο Παπάγος αγνόησε τις επανειλημμένες και ρητές αμερικανικές προειδοποιήσεις ότι η Ουάσινγκτον δεν θα την ευνοούσε καθώς θα διευκόλυνε την παρέμβαση του σοβιετικού συνασπισμού σε μια διαμάχη μεταξύ μελών του ΝΑΤΟ. Η διεθνοποίηση δεν απέφερε αποτελέσματα: έως το 1958 η Ελλάδα άσκησε πέντε προσφυγές στον ΟΗΕ και δεν κέρδισε καμία.33

Πάντως, διαφορετική πολιτική ακολούθησε η κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή από το 1955, με υπουργό Εξωτερικών (από τον Μάιο του 1956) τον Ευάγγελο Αβέρωφ-Τοσίτσα. Αν και δεν μπορούσε παρά να συνεχίσει τις προσφυγές στον ΟΗΕ, προσπάθησε να χαμηλώσει τους τόνους, να ελέγξει τη δράση του Γρίβα στην Κύπρο, και κατάφερε να διατηρήσει ένα μέτρο αμερικανικής υποστήριξης ή ανοχής έως την παρουσίαση του καταστροφικού σχεδίου Μακμίλλαν το 1958. Η κυβέρνηση Καραμανλή απομακρύνθηκε από τις λογικές «εθνικού κέντρου» που ακολούθησαν οι προηγούμενες κυβερνήσεις: θεωρούσε εαυτήν αρμόδια να χειριστεί τις διεθνείς πτυχές του, αλλά στην διαμόρφωση του εσωτερικού καθεστώτος της Κύπρου αντιμετώπιζε τις ελληνικές κυπριακές θέσεις ως δεσμευτικές, και αυτό έως το τέλος και τη σύναψη των συμφωνιών Ζυρίχης και Λονδίνου.34

Στο πλαίσιο, όμως, μιας περιόδου «Αγγλοκρατίας», η βρετανική πολιτική δεν μπορούσε παρά να έχει τη μέγιστη βαρύτητα. Στην παρούσα ανάλυση, θα διαχωριστούν δύο επίπεδα: η πολιτική της Βρετανίας για το εσωτερικό καθεστώς της Κύπρου και για τις διεθνείς διαστάσεις του ζητήματος – αν και αυτά τα δύο δεν ήταν στεγανά.

Οι Βρετανοί ιθύνοντες, από τη δεκαετία του 1930, φαντάζονταν ότι υπήρχε μια σημαντική ομάδα Ελλήνων Κυπρίων που προτιμούσε τη δική τους εξουσία και όχι την Ένωση. Οι πρώτες τους σκέψεις για το εσωτερικό καθεστώς της Κύπρου στη δεκαετία του 1950 καθορίστηκαν από αυτή την υπόθεση εργασίας. Το καλοκαίρι του 1954 παρουσιάστηκε ένα βρετανικό συνταγματικό σχέδιο (στην παρουσίασή του λέχθηκε το περιβόητο «ουδέποτε» του υφυπουργού Αποικιών, Χένρυ Χόπκινσον) το οποίο προέβλεπε πλειοψηφία «επίσημων» (δηλαδή Βρετανών) και διορισμένων Κυπρίων βουλευτών στη Βουλή. Αυτό ήταν εμφανώς μια ριζική οπισθοδρόμηση όχι μόνον σε σύγκριση με το σχέδιο Ουίνστερ, αλλά ακόμη και με τα Νομοθετικά Συμβούλια του 1882-1931. Την άνοιξη του επομένου έτους, οι Βρετανοί εξέτασαν ένα νέο σχέδιο που θα προέβλεπε μεν πλειοψηφία εκλεγμένων βουλευτών (Ελλήνων και Τούρκων), αλλά ο συνδυασμός των Τούρκων Κυπρίων αιρετών, των «επίσημων» και των διορισμένων Κυπρίων θα υπερίσχυε των Ελλήνων Κυπρίων αιρετών βουλευτών. Γα μια ακόμη φορά, γινόταν σαφής η υπόθεση των Βρετανών ότι υπήρχε στην Κύπρο μια κρίσιμη κοινότητα γηγενών, και μάλιστα Ελλήνων Κυπρίων, διατεθειμένη να αποδεχθεί τέτοιους διορισμούς και να στηρίξει την εξουσία τους. Οι σκέψεις αυτές εγκαταλείφθηκαν αμέσως μετά το ξέσπασμα του ένοπλου αγώνα. Τότε, για πρώτη φορά, άρχισαν να καταλαβαίνουν οι Βρετανοί αποικιακοί ιθύνοντες ότι οι Έλληνες Κύπριοι ήθελαν όντως, στη συντριπτική πλειοψηφία τους, Ένωση και ήταν διατεθειμένοι να πολεμήσουν για αυτήν. Έως τον Απρίλιο του 1955, οι αποικιακοί αξιωματούχοι δεν θεωρούσαν ότι οι Έλληνες Κύπριοι θα πολεμούσαν, αντίθετα φοβούνταν ότι θα έρχονταν Ελλαδίτες («Κρητικοί») για να το κάνουν.35

Μετά τον Απρίλιο του 1955, οι Βρετανοί δεν έκαναν συνταγματική πρόταση – ίσως με μια αμφιλεγόμενη εξαίρεση στις αρχές του 1956 – στην οποία να μην νόθευαν με απροκάλυπτο τρόπο τις βασικές αρχές ενός φιλελεύθερου, δημοκρατικού καθεστώτος, και η οποία να μπορεί να γίνει αποδεκτή από την ελληνική πλευρά. Υπήρχε πάντοτε ένα κρίσιμο στοιχείο που θα την καθιστούσε απαράδεκτη. Τον Σεπτέμβριο του 1955, στην Τριμερή του Λονδίνου, ο υπουργός Εξωτερικών, Χάρολντ Μακμίλλαν, πρότεινε ένα Σύνταγμα με Βουλή που θα είχε ελληνική κυπριακή αιρετή πλειοψηφία (ενός μέλους) αλλά το συνδύασε με ένα σχέδιο «συνεταιρισμού» της Ελλάδας και της Τουρκίας στη διοίκηση της νήσου, που θα σήμαινε ότι στο πραγματικό κέντρο της εξουσίας η ελληνική πλευρά θα βρισκόταν διαρκώς σε μειοψηφία έναντι Βρετανίας και Τουρκίας. Τον Δεκέμβριο του 1956 παρουσίασαν ένα πράγματι φιλελεύθερο σχέδιο Συντάγματος (Σύνταγμα Ράντκλιφ) που προέβλεπε Βουλή με επαρκή ελληνική αιρετή πλειοψηφία, αλλά το συνδύασαν με τη δήλωση περί διπλής αυτοδιάθεσης που έφερνε στο προσκήνιο την προοπτική της διχοτόμησης και το καθιστούσε απαράδεκτο. Το 1957, το σχέδιο του νέου κυβερνήτη, σερ Χιου Φουτ, προέβλεπε πάλι ένα σχετικά φιλελεύθερο εσωτερικό πλαίσιο αλλά διατηρούσε εν ισχύ τη δήλωση της διπλής αυτοδιάθεσης/διχοτόμησης.

Το 1958 το σχέδιο Μακμίλλαν ήταν μια πολλαπλά καταστροφική ιδέα: δεν προέβλεπε καν κοινή Βουλή, προωθούσε τον διαχωρισμό σε όλα τα επίπεδα, έφερνε επισήμως την ελληνική και την τουρκική κρατική εξουσία στη νήσο σε ένα σχήμα τριμερούς διοίκησης στο οποίο η Ελλάδα θα αντιμετώπιζε πάντοτε τη βρετανοτουρκική σύμπραξη, και τέλος – εάν αποτύγχαναν όλα αυτά – διατηρούσε και πάλι σε ισχύ τη δήλωση της διπλής αυτοδιάθεσης/διχοτόμησης. Μόνον οι προτάσεις Χάρντινγκ στις αρχές του 1956 ήταν απαλλαγμένες, και όχι απολύτως, από τέτοια στοιχεία: τότε ο Χάρντινγκ αρνήθηκε να δεσμευθεί ότι θα υπήρχε αιρετή ελληνική πλειοψηφία στη Βουλή, αλλά φαινόταν ότι μάλλον θα υπήρχε· ήταν περισσότερο οι διατάξεις περί αμνηστίας, που έδειχναν ότι οι Βρετανοί θα κυνηγούσαν τα μέλη της ΕΟΚΑ μετά την παύση της δράσης της, που έκαναν τον Μακάριο σκεπτικό για την αποδοχή του σχεδίου.36

Όταν, από την άλλη πλευρά, συνειδητοποίησαν οι Βρετανοί πως οι Έλληνες Κύπριοι ήθελαν πράγματι την εκβολή τους, σχεδόν αυτόματα άρχισαν να στηρίζονται ακόμη περισσότερο στη στρατολόγηση Τούρκων Κυπρίων στις υπηρεσίες ασφαλείας. Η βρετανική πολιτική του «διαίρει και βασίλευε» μεταξύ των δύο κοινοτήτων, τακτική προσφιλής σε όλες τις κλονιζόμενες αυτοκρατορίες, έγινε σαφής στην Κύπρο του 1956-59. Αλλά οι Τούρκοι Κύπριοι δεν ήταν μια απομονωμένη μειονότητα, πλήρως εξαρτημένη από τον αποικιακό κυρίαρχο: διέθεταν τη στήριξη μιας περιφερειακής δύναμης, της Τουρκίας, την οποία μάλιστα οι Βρετανοί αισθάνονταν ότι χρειάζονταν για την ευρύτερη περιφερειακή πολιτική τους. Το αποτέλεσμα ήταν ότι, στο τέλος, οι Βρετανοί ανακάλυψαν ότι, αντί να είναι οι Τούρκοι Κύπριοι εξαρτημένοι από αυτούς, έγινε το αντίστροφο. Π.χ. κατά την έναρξη της τουρκοκυπριακής διακοινοτικής βίας το καλοκαίρι του 1958, οι Βρετανοί αντέδρασαν όχι καταστέλλοντάς την, αλλά συλλαμβάνοντας 1200 Έλληνες και ελάχιστους Τούρκους Κυπρίους, καθώς δεν αισθάνονταν ότι μπορούσαν να «χάσουν» τους τελευταίους και την Τουρκία.

Ήταν, όμως, στο διεθνές πεδίο όπου τα πράγματα επιβαρύνθηκαν περισσότερο για την ελληνική υπόθεση – και αποτελεί ειρωνεία το ότι ήταν η ελληνική πλευρά αυτή που ώθησε το Κυπριακό να εξελιχθεί στο διεθνές πεδίο με την προσφυγή της στον ΟΗΕ το 1954, υπό την μεγάλη πίεση του ίδιου του Μακαρίου. Ο γράφων έχει και αλλού υποστηρίξει τη θέση ότι η ευνοϊκή για την ελληνική πλευρά επίλυση του Κυπριακού μπορούσε να επιτευχθεί μόνον σε ένα πλαίσιο «αποικιακής» λύσης, δηλαδή μέσα στην Κύπρο, όπου η πληθυσμιακή και οικονομική υπεροχή των Ελλήνων Κυπρίων αναπόφευκτα θα έπαιζε καθοριστικό ρόλο στις όποιες διευθετήσεις. Αλλά ευνοϊκή λύση ήταν εξαιρετικά δύσκολο να επιτευχθεί στο διεθνές πεδίο, όπου θα επικρατούσαν οι θέσεις του ισχυρότερου κράτους, της Τουρκίας, και όχι της ισχυρότερης κοινότητας μέσα στην Κύπρο, δηλαδή της ελληνικής. Από τη στιγμή που το Λονδίνο θεωρούσε πως η διατήρηση της θέσης του στη Μέση Ανατολή ήταν αναγκαία για την ίδια την επιβίωσή του όχι απλώς ως «αποικιοκρατικής» αλλά ως μεγάλης δύναμης (δηλαδή είχε υπαρξιακή διάσταση για το ίδιο), και επίσης θεωρούσε ότι η διατήρηση της θέσης του στη Μέση Ανατολή εξαρτάτο από την πολιτική της Τουρκίας, έγινε σύντομα σαφές – σίγουρα πάντως από το 1956 – ότι το Λονδίνο αισθανόταν πως δεν μπορούσε να δυσαρεστήσει την Τουρκία λόγω Κύπρου, χωρίς να διακυβεύσει τους ίδιους τους υπαρξιακούς στόχους του. Έτσι η Βρετανία κατέστη όμηρος της Άγκυρας στο Κυπριακό, και τούτο έγινε επώδυνα σαφές σε πολλές στιγμές: για να δοθούν δύο μόνον ενδεικτικά παραδείγματα, πρώτα στην τερατώδη, από νομική και πολιτική άποψη, υιοθέτηση από τους Βρετανούς της «διπλής αυτοδιάθεσης» τον Δεκέμβριο του 1956 (που θα οδηγούσε σε διχοτόμηση και αναγκαστική μετακίνηση πληθυσμών με απόφαση της μειοψηφίας του πληθυσμού)· και στο σχέδιο Μακμίλλαν του 1958 που θα έφερνε πλήρη διαχωρισμό των δύο κοινοτήτων και μια «τριμερή» διοίκηση της Κύπρου από τη Βρετανία, την Ελλάδα και την Τουρκία (δηλαδή, στην πράξη, από μια βρετανοτουρκική σύμπραξη), ενώ αν αποτύγχανε θα εφαρμοζόταν η δήλωση της διπλής αυτοδιάθεσης, δηλαδή η διχοτόμηση. Η Βρετανία δεν προσπάθησε να παίξει ένα παιχνίδι «διαίρει και βασίλευε» μεταξύ της Ελλάδας και της Τουρκίας· αυτό το έκανε πράγματι, αλλά μεταξύ των δύο κοινοτήτων της νήσου· στο διεθνές επίπεδο, το Λονδίνο πάντοτε, αλλά κυρίως από το 1956 και την εξέλιξη της κρίσης του Σουέζ που καταδείκνυε τις περιφερειακές του αδυναμίες, προέκρινε ανεπιφύλακτα το ένα από τα δύο κράτη, την Τουρκία. Η εισβολή των διεθνοπολιτικών προτεραιοτήτων του Λονδίνου αλλοίωσε τη διαμόρφωση του κυπριακού καθεστώτος και τελικά επέφερε το παράλογο αποτέλεσμα να διαμορφώνονται συνταγματικά σχέδια ή πολιτικές μέσα στην Κύπρο, που καλούνταν να εξυπηρετήσουν όχι την κοινωνία την οποία ήθελαν να ρυθμίσουν, αλλά τις απαιτήσεις ενός τρίτου κράτους, της Τουρκίας ή τις γεωπολιτικές αναγκαιότητες της κατέχουσας δύναμης (με κλονιζόμενη ισχύ) στην ευρύτερη περιοχή. Όλα τούτα δημιουργούσαν τετελεσμένα τα οποία τελικά δεν μπορούσαν να μην αντικατοπτριστούν, έστω έως ένα μέτρο, και στην τελική διευθέτηση του 1959, δηλαδή στις Συνθήκες Ζυρίχης και Λονδίνου.37

Τέλος, στις μεγάλες υποθήκες που έφερε η Αγγλοκρατία θα πρέπει να συγκαταλεχθεί η διακοινοτική σύγκρουση. Το καλοκαίρι του 1958, οι Τούρκοι Κύπριοι επιτέθηκαν εναντίον των Ελλήνων Κυπρίων και προκάλεσαν αιματηρά επεισόδια μεταξύ των οποίων ξεχωρίζει η σφαγή Ελλήνων Κυπρίων στο χωριό Κιόνελι. Αυτό έγινε με εντολές της Άγκυρας και το γνώριζαν όλοι. Οι επιθέσεις άρχισαν μετά την έκρηξη βόμβας στο τουρκικό Γενικό Προξενείο, την οποία όμως είχαν τοποθετήσει οι ίδιοι οι Τούρκοι (ώστε να δοθεί το πρόσχημα για τη βία) οι οποίοι είχαν μάλιστα μετακινήσει από το κτήριο τα έπιπλα (για να μην καταστραφούν) ακόμη και τη γάτα! Η ΕΟΚΑ δεν απάντησε παρά μόνον ενάμισι μήνα αργότερα (η Αθήνα και ο Μακάριος εξόρκισαν τον Γρίβα να μην κλιμακώσει τη σύγκρουση που θα αποδείκνυε το «αναπόφευκτο» της διχοτόμησης). Ωστόσο, η τουρκική κυπριακή βία του 1958 υποθήκευσε με πολλούς τρόπους το μέλλον. Επειδή, έστω και εάν ήταν μειονότητα, οι Τούρκοι Κύπριοι επικράτησαν σε εκείνη τη σύγκρουση, με αποτέλεσμα να προκαλούν και στα επόμενα χρόνια φόβο στους Έλληνες συνοίκους τους. Αυτό, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι, ακόμη και μετά τη σύναψη των Συμφωνιών του 1959 οι Τούρκοι Κύπριοι εξακολούθησαν να εξοπλίζονται (κάτι που φάνηκε στο περίφημο επεισόδιο της σύλληψης του πλοίου Ντενίζ το φθινόπωρο του 1959), έπαιξε ένα μεγάλο ρόλο στην αποτυχία των δύο πλευρών να αποκαταστήσουν ένα κλίμα αμοιβαίας εμπιστοσύνης (στη οποία αποτυχία συνέβαλαν βέβαια και αστοχίες των Ελλήνων Κυπρίων). Η εφαρμογή του εξ ορισμού δύσκολου πολιτεύματος της ανεξάρτητης Κύπρου έμελε δηλαδή να υποθηκευθεί πρωτίστως από την τουρκική βία του 1958, κάτι που είχε τις δικές του επιβαρυντικές συνέπειες αργότερα.38

Η έλευση των Βρετανών έφερε στην Κύπρο μια σύγχρονη διοίκηση και ένα ευρωπαϊκό δικαστικό σύστημα, στοιχεία μεγάλου εκσυγχρονισμού στην ιστορία του τόπου. Ωστόσο, οι βρετανικοί τακτικισμοί στο πολιτικό και θεσμικό επίπεδο υποθήκευσαν την πορεία, διέψευσαν τις εύλογες ελπίδες των Ελλήνων Κυπρίων ειδικά μετά τους δύο παγκοσμίους πολέμους και συνέβαλαν σε μια μετωπική σύγκρουση στη δεκαετία του 1950.

Είναι ίσως εύκολο, τόσα χρόνια μετά, να διαπιστώνονται τα λάθη της ελληνικής πλευράς στο Κυπριακό· αν και, αξίζει να σημειωθεί, τούτα επισημάνθηκαν και τότε, όταν δηλαδή η επισήμανσή τους επέσειε και σοβαρές συνέπειες σε βάρος όσων τα επισήμαιναν. Ο συνεπής μελετητής θα πρέπει όμως να συνυπολογίσει και το εάν ήταν δυνατόν – και για πόσο θα ήταν δυνατόν – ένας λαός που αποτελούσε το 80% του πληθυσμού του τόπου του, να δεχθεί να παραμείνει υπό μια παρωχημένη αποικιακή εξουσία σε μια εποχή αποαποικιοποίησης, επειδή το Λονδίνο είχε εμμονές με τον έλεγχο της Μέσης Ανατολής που συνιστούσαν πλέον (λόγω της δικής του παρακμής) ψευδαισθήσεις μεγαλείου. Τα «ουδέποτε» ίσως ήταν πειστικά – πάντως εκφοβιστικά – έως το μεσοπόλεμο· όχι το 1954. Πρέπει δηλαδή να μπορεί ο μελετητής να κατανοήσει την απώλεια της υπομονής των Ελλήνων Κυπρίων κατά τη δεκαετία του 1950. Πάντως, ακόμη και όταν γίνει η διαπίστωση αυτή, δεν αναιρεί μια θεμελιώδη πραγματικότητα: το ελληνικό λάθος της διεθνοποίησης του 1954 ήταν μεγάλο· και η ελληνική πλευρά φρόντισε να το συνεχίσει και μετά το 1960, υποσκάπτοντας τις Συνθήκες Ζυρίχης και Λονδίνου που σχεδιάστηκαν ώστε να επαναφέρουν το κέντρο βάρους των εξελίξεων στο εσωτερικό της Κύπρου, σταματώντας έτσι, στο μέτρο του δυνατού, την εισβολή των γεωπολιτικών πραγματικοτήτων στην εσωτερική διακυβέρνηση της νήσου και τις αλλοιώσεις που αυτές επέφεραν.

Αλλά η σημαντικότερη, ίσως, διαπίστωση για την περίοδο της Αγγλοκρατίας είναι εκείνη που αφορά τη μακρά διάρκεια. Η απόφαση των Βρετανών να διατηρήσουν την Κύπρο μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, σε μια εποχή δηλαδή κατά την οποία εφαρμοζόταν η αρχή της αυτοδιάθεσης στην υπόλοιπη Ανατολική Ευρώπη, προκάλεσε μια επώδυνη, τεράστιας κλίμακας, αποκοπή της νήσου από την πορεία της υπόλοιπης Ευρώπης. Δημιούργησε δυναμικές που έφερναν την Κύπρο στον αποικιακό χώρο του παγκόσμιου Νότου, παρά στον φυσικό της χώρο, τον ευρωπαϊκό. Και η νέα απόφαση του Λονδίνου να διατηρήσει την Κύπρο ακόμη και μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο προκάλεσε μια αντιαποικιακή επανάσταση που ενέτεινε ακόμη περισσότερο αυτές τις τάσεις. Στις Συμφωνίες Ζυρίχης και Λονδίνου έγινε μια αποφασισμένη απόπειρα από τους Κωνσταντίνο Καραμανλή και Ευάγγελο Αβέρωφ-Τοσίτσα να επανέλθει η Κύπρος στη φυσική, δυτική της πορεία, αφ’ ενός με την πρόβλεψη για ένταξή της στο ΝΑΤΟ (για την οποία οι Καραμανλής και Αβέρωφ κατηγορήθηκαν για προδοσία…) και αφ’ ετέρου με την ενθάρρυνσή τους η Κύπρος να συνδεθεί με τη νεόκοπη Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα. Αλλά δεν εισακούσθηκαν, ίσως επειδή έως ένα μέτρο ο Μακάριος έβλεπε «πλεονεκτήματα» στην ένταξη στους Αδεσμεύτους, στον παγκόσμιο Νότο – κάτι που επίσης είχε τις ρίζες του στην επαύριον του Μεγάλου Πολέμου και την αποκοπή της Κύπρου από την Ευρώπη την οποία αυτή είχε επιφέρει. Η Κύπρος όμως ήταν πολύ μικρή, και βρισκόταν σε μια πολύ ταραγμένη περιοχή, για να προσπαθεί να ισορροπεί μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Αυτό ήταν ένας από τους παράγοντες που επέτρεψαν ή έστω διευκόλυναν και την τουρκική εισβολή το 1974. Η αποκοπή από την Ευρώπη υπήρξε σε πολλά επίπεδα επιβαρυντική, ίσως και χειρότερα. Αναιρέθηκε βέβαια με την ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αλλά τούτο έγινε πολύ αργότερα και μόνον μετά από μια εισβολή και μια βίαιη διχοτόμηση.

Cyprus-Britains grim Legacy – The Full Documentary

  1. Diana Markides, «Bailed In: Strategy, Finance and the Acquisition of Cyprus, 1878», και Klearchos A. Kyriakides, «Disraeli, the “Key of Western Asia” and the Echoes of History in the Levant», στο Anastasia Yiangou, George Kazamias and Robert Holland (επιμ.), The Greeks and the British in the Levant, 1800-1960s: Between Empires and Nations(London: Routledge, 2016), 83-96 και 97-110 αντίστοιχα. ↩︎
  2. Manolis Koumas, «Patterns of the Future? British Mediterranean Strategy and the Choice between Alexandria and Cyprus, 1935-1938», International History Review 33/3 (2011), 489-500. ↩︎
  3. Robert Holland και Diana Markides, Οι Βρετανοί και οι Έλληνες: αγώνες εξουσίας στην ανατολική Μεσόγειο, 1850-1960 (Αθήνα: Εκδόσεις Πατάκη, 2007), 301-303. ↩︎
  4. Βλ. μεταξύ άλλων, Andrekos Varnava, British Imperialism in Cyprus, 1878-1915: the Inconsequential Possession (Manchester: Manchester University Press, 2009). ↩︎
  5. G.S. Georghallides, A Political and Administrative History of Cyprus, 1918-1926. With a Survey of the Foundations of British rule, (Nicosia: Cyprus Research Centre, 1979), 39-50. ↩︎
  6. Γιώργος Γεωργής, «Ο αντίκτυπος της Ένωσης της Επτανήσου με την Ελλάδα στην Κύπρο», στο Ιωάννης Θεοχαρίδης (επιμ.), , Πρακτικά του Τρίτου Διεθνούς Κυπρολογικού Συνεδρίου, τ. Γ΄ (Λευκωσία: Εταιρεία Κυπριακών Σπουδών, 2001) ↩︎
  7. Evanthis Hatzivassiliou, The Cyprus Question, 1878-1960: the Constitutional Aspect (Minneapolis: Minnesota Mediterranean and East European Monographs, 2002), 23-28· Κύπρος Χρυσοστομίδης, Το Κράτος της Κύπρου στο Διεθνές Δίκαιο (Αθήνα, 1994), 44. Michael A. Attalides, Cyprus: Nationalism and International Politics (New York, 1979), 23. ↩︎
  8. Georghallides, Political and Administrative History, 15-36. ↩︎
  9. Βλ. ιδιαίτερα, από τα έργα του Πέτρου Παπαπολυβίου, μεταξύ άλλων τα: Σπινθήρ γλυκυτάτων ελπίδων: ο απόηχος του Μακεδονικού Αγώνα (1904-1908) στην Κύπρο (Λευκωσία: Αιγαίον, 1996)· Η Κύπρος και οι Βαλκανικοί Πόλεμοι: συμβολή στην ιστορία του κυπριακού εθελοντισμού (Λευκωσία: Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών, 1997)· Υπόδουλοι ελευθερωταί αδελφών αλυτρώτων: επιστολές, πολεμικά ημερολόγια και ανταποκρίσεις Κυπρίων εθελοντών από την Ήπειρο και τη Μακεδονία του 1912-1913 (Λευκωσία: Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών, 1999)· Φαεινόν Σημείον Ατυχούς Πολέμου: η Συμμετοχή των Κυπρίων στον Ελληνοτουρκικό Πόλεμο του 1897 Λευκωσία: Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών, 2002). ↩︎
  10. Γιάννης Π. Πικρός, Ο Βενιζέλος και το Κυπριακό (Αθήνα: Φιλιππότης, 1980), 19-21· C. M. Woodhouse, «The Offer of Cyprus, 1915», στο Greece and Great Britain during World War I, (Thessaloniki, 1985), 175-195. ↩︎
  11. Ελένη Γαρδίκα-Κατσιαδάκη, «Βενιζέλος και Τσώρτσιλ: οι βάσεις της αγγλοελληνικής συνεννόησης», στο Θάνος Βερέμης και Οδυσσέας Δημητρακόπουλος (επιμ.), Μελετήματα γύρω από τον Βενιζέλο και την εποχή του (Αθήνα: Φιλιππότης, 1980), 87-100. ↩︎
  12. Robert Holland, Blue Water Empire. The British in the Mediterranean since 1800 (London: Allen Lane, 2012). ↩︎
  13. Ευάνθης Χατζηβασιλείου, «Βρετανική ναυτική ισχύς στη Μεσόγειο, 1882-1945: μία βιβλιογραφική αναζήτηση στο ζήτημα της στρατηγικής αξίας της Κύπρου», Επιστημονική Επετηρίς της Κυπριακής Εταιρείας Ιστορικών σπουδών, 8 (2008), 187-209. ↩︎
  14. Klearchos A. Kyriakides, «The Island of Cyprus and the Projection of Sea Power by the Royal Navy since 1878», στο Carmel Vassallo & Michela D’Angelo (επιμ.), Anglo-Saxons in the Mediterranean: Commerce, Politics and Ideas (XVII-XX Centuries), (Valetta: Malta University Press, 2007), 219-236. ↩︎
  15. Χριστίνα-Έβελυν Χριστοδουλίδου, «Η κυπριακή πρεσβεία στη διάσκεψη της Ειρήνης, 1918-1920, στο Γιώργος Καζαμίας και Πέτρος Παπαπολυβίου (επιμ.), Ο Ελευθέριος Βενιζέλος και η Κύπρος (Αθήνα: Εκδόσεις Καστανιώτη, 2008), 129-153. ↩︎
  16. Βλ. Evanthis Hatzivassiliou, «Return to Europe: EU Accession as a Turning Point in Cypriot History», Hellenic Studies/Études Helléniques (Κεμπέκ), 11/2 (2003), 21-34. ↩︎
  17. Georghallides, Political and Administrative History, 334-338. ↩︎
  18. G. S. Georgallides, «Turkish and British Reactions to the Emigration of the Cypriot Turks to Anatolia, 1924-1927», Balkan Studies, 18 (1977), 43-52 ↩︎
  19. G. S. Georghallides, Cyprus and the Governorship of Sir Ronald Storrs: The Causes of the 1931 Crisis (Nicosia:Cyprus Research Centre, 1985) ↩︎
  20. Alexis Rappas, Cyprus in the 1930s: British Colonial Rule and the Roots of the Cyprus Conflict (London: I.B. Tauris, 2014). ↩︎
  21. Γεωργής, «Ο αντίκτυπος της Ένωσης της Επτανήσου» ↩︎
  22. Πικρός, Ο Βενιζέλος και το Κυπριακό, 95-114· Κωνσταντίνος Σβολόπουλος, «Η στάση της ελληνικής κυβερνήσεως κατά την κυπριακή κρίση του 1931», Επιστημονική Επετηρίδα ΠΑΣΠΕ, (1976-1977), 485-511· Μανόλης Κούμας, «Ο αντίλογος στον Βενιζέλο: μια επιστολή του Αλέξη Κύρου για τα Οκτωβριανά», Επετηρίδα Κέντρου Μελετών Ιεράς Μονής Κύκκου 7 (2006), 559-571· Μανόλης Κούμας, «Αλέξανδρος Ρίζος-Ραγκαβής και Αλέξης Κύρου: αλληλογραφία για το Κυπριακό, 1952-1960», Κυπριακαί Σπουδαί 67-68 (2005), 411-446· Ευάγγελος Καραγιάννης, «Ο Ελ. Βενιζέλος και η κυπριακή εξέγερση του Οκτωβρίου του 1931: η στάση του αθηναϊκού Τύπου», Κλειώ 2 (2006), 79-111· Ευάνθης Χατζηβασιλείου, «Μνήμες του ’31: παρατηρήσεις για τη ρήξη μεταξύ του ενωτικού κινήματος και του βενιζελισμού», στο Γιώργος Καζαμίας και Πέτρος Παπαπολυβίου (επιμ.), Ο Ελευθέριος Βενιζέλος και η Κύπρος (Αθήνα: Εκδόσεις Καστανιώτη, 2008), 180-192. ↩︎
  23. Πέτρος Παπαπολυβίου, Οι Κύπριοι εθελοντές του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου: Τα Μητρώα, οι Κατάλογοι και ο φόροςτου αίματος (Λευκωσία: Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού, 2012). ↩︎
  24. Anastasia Yiangou, Cyprus in World War II: Politics and Conflict in the Eastern Mediterranean (London: I.B. Tauris, 2012) ↩︎
  25. George M. Alexander, «British Policy on the Question of Enosis, 1945-1946», Κυπριακαί Σπουδαί, 43 (1979), 79-94· George Horton Kelling, Countdown to Rebellion: British Policy in Cyprus, 1939-1955 (New York: Greenwood Press, 1990). ↩︎
  26. Βλ. μεταξύ άλλων, Evanthis Htzivassiliou, «Cold War Pressures, Regional Strategies and Relative Decline: British Military and Strategic Planning for Cyprus, 1950-1960», Journal of Military History, 73/4 (2009), 1143-1166. ↩︎
  27. Ευάνθης Χατζηβασιλείου, Στρατηγικές του Κυπριακού: η δεκαετία του 1950 (Αθήνα: Εκδόσεις Πατάκη, 2005), 325-341. ↩︎
  28. Kelling, Countdown to Rebellion, 72-79· Ρολάνδος Κατσιαούνης, Η Διασκεπτική, 1946-1948: με ανασκόπηση της περιόδου 1878-1945 (Λευκωσία, 2000)· Yiorghos Leventis, Cyprus: the Struggle for Self-determination in the 1940s (Frankfurt am Main, 2002)· Νίκος Χριστοδουλίδης, Οι γεωπολιτικές πραγματικότητες στα σχέδια λύσης του Κυπριακού (1948-1978) (Αθήνα: Ι. Σιδέρης, 2021), 39-66. ↩︎
  29. Βλ. μεταξύ άλλων, Evanthis Hatzivassiliou, Britain and the International Status of Cyprus, 1955-59, (Minneapolis: Minnesota Mediterranean and East European Monographs, 1997)· Robert Holland, Britain and the Revolt in Cyprus, 1954-1959 (Oxford: Clarendon Press, 1998)· Ioannis D. Stefanidis, Isle of Discord: Nationalism, Imperialism and the Making of the Cyprus Problem (London: Hurst, 1999)· Ioannis D. Stefanidis. Stirring the Greek Nation: Political Culture, Irredentism and Anti-Americanism in Post-war Greece, 1945-1967 (Aldershot: Ashgate, 2007)· David French, Fighting EOKA: the British Counter-insurgency Campaign on Cyprus, 1955-1959 (Oxford: Oxford University Press, 2015) ↩︎
  30. Για μια συνολική αποτίμηση, βλ. Γεώργιος Καζαμίας και Πέτρος Παπαπολυβίου (επιμ.), Πενήντα χρόνια μετά τον απελευθερωτικό αγώνα της ΕΟΚΑ: μια ιστορική αποτίμηση (Λευκωσία: Ίδρυμα Απελευθερωτικού Αγώνα ΕΟΚΑ 1955-1959 και Πανεπιστήμιο Κύπρου, 2006). ↩︎
  31. Χατζηβασιλείου, Στρατηγικές του Κυπριακού, 262-270. ↩︎
  32. Το καλύτερο σχετικό έργο είναι το Stefanidis, Isle of Discord. ↩︎
  33. Βλ. ιδίως, Μενέλαος Αλεξανδράκης, Βύρων Θεοδωρόπουλος, Ευστάθιος Λαγάκος, Το Κυπριακό, 1950-1974: μια ενδοσκόπηση, (Αθήνα: Ελληνική Ευρωεκδοτική, 1987). Για τις ελληνικές προσφυγές στον ΟΗΕ βλ. ιδίως, Stephen G. Xydis, Cyprus: Conflict and Conciliation, 1954-1958 (Columbus, Ohio: Ohio State University Press, 1967). ↩︎
  34. Χατζηβασιλείου, Στρατηγικές του Κυπριακού, 341-358. ↩︎
  35. Για τη βρετανική πολιτική ως προς τη θεσμική οργάνωση της Κύπρου, βλ. Hatzivassiliou, The Cyprus Question: the Constitutional Aspect· Χριστοδουλίδης, Οι γεωπολιτικές πραγματικότητες. ↩︎
  36. Ό.π. ↩︎
  37. Hatzivassiliou, The Cyprus Question: the Constitutional Aspect, 96-98· Hatzivassiliou, Britain and the
    International Status of Cyprus
    · Holland, Britain and the Revolt in Cyprus. ↩︎
  38. Evanthis Hatzivassiliou, «Post-Zurich Cyprus, 1959: Arms Smuggling and Confidence Building», Storia delle Relazioni Internazionali, 9/1 (1993), σσ. 71-93. ↩︎

Avatar photo
Ευάνθης Χατζηβασιλείου

Ο Ευάνθης Χατζηβασιλείου είναι Καθηγητής της Ιστορίας του Μεταπολεμικού Κόσμου στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και Γενικός Γραμματέας του Ιδρύματος της Βουλής των Ελλήνων.

Άρθρα: 1