Συνέντευξη στον Χαράλαμπο Γάππα (19 Ιουνίου 2017)
Κύριε Καθηγητά, θα ήθελα να μας σκιαγραφήσετε το πλαίσιο εντός του οποίου εκδηλώθηκε το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 1974 στη Κύπρο.
Μετά την επιβολή της δικτατορίας της 21ης Απριλίου 1967 στην Ελλάδα υπήρχε ένταση στις σχέσεις μεταξύ Αθήνας και Λευκωσίας, δεδομένου ότι η Χούντα είχε ενεργοποιήσει δυναμικά τη στρατηγική της ένωσης. Η κυβέρνηση των Αθηνών πίστευε πως, λόγω του αναβαθμισμένου ρόλου της Ελλάδας στη Μεσόγειο και της ανοχής που επέδειξαν τελικά οι ΗΠΑ στο χουντικό καθεστώς, θα μπορούσε να επιβάλει τη λύση της ένωσης, με την εκχώρηση μιας στρατιωτικής βάσης στην Τουρκία. Ωστόσο, το σενάριο αυτό αποδείχθηκε ότι ήταν ανέφικτο. Το φιάσκο των συνομιλιών του Έβρου και η αποχώρηση της ελληνικής μεραρχίας από την Κύπρο (Δεκέμβριος 1967) ήταν τα θλιβερά αποτελέσματα. Έκτοτε ακολουθείται μια στάση αναμονής από τον Παπαδόπουλο και αρχίζουν ενδοκοινοτικές συνομιλίες στην Κύπρο για τη διευθέτηση του συνταγματικού ζητήματος στο πλαίσιο ενός ανεξάρτητου κράτους. Εν τούτοις, καταλύτης για τις εξελίξεις είναι το εξής γεγονός: Εντός της Χούντας των Αθηνών υπάρχουν διάφορες τάσεις. Η μετριοπαθής πολιτική του Παπαδόπουλου συγκρούεται με την σκληροπυρηνική πολιτική του Ιωαννίδη, του Λαδά, του Ασλανίδη και των άλλων, οι οποίοι εμμένουν στη λύση της ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα. Ως εκ τούτου παρατηρούμε μια μετριοπαθή στάση του Παπαδόπουλου, ο οποίος θέλει η Χούντα να προχωρήσει σε έναν «κοινοβουλευτισμό νέου τύπου», όπως τον αντιλαμβανόταν αυτός, και μια σκληρή στάση του Ιωαννίδη και άλλων που δεν θέλουν καμία αλλαγή του καθεστώτος της Χούντας και εμμένουν στην ένωση ως λύση του Κυπριακού.
Από το 1969 αρχίζει στην Κύπρο ένας εμφύλιος πόλεμος. Δραστηριοποιείται μια οργάνωση ενωτικών, το Εθνικό Μέτωπο, που είχε τη στήριξη της σκληροπυρηνικής ομάδας της Χούντας και κατηγορούσε τον Μακάριο για προδοσία του οράματος της ένωσης με τη μητροπολιτική Ελλάδα. Επίσης, ο Μακάριος κατηγορείται ότι υποθάλπει τον κομμουνισμό λόγω της συνεργασίας με το ΑΚΕΛ και της ένταξης της Κύπρου στο Κίνημα των Αδεσμεύτων. Οι εσωτερικές διαμάχες της Χούντας αντανακλώνταν και στην προσέγγιση του Κυπριακού. Ταυτόχρονα, γίνονταν διαπραγματεύσεις με Τουρκοκυπρίους για την επίλυση του συνταγματικού ζητήματος (1968-1971). Οι διαρκείς εσωτερικές αντιπαραθέσεις των Ελληνοκυπρίων δίνουν το πρόσχημα στους Τουρκοκύπριους να θέτουν μαξιμαλιστικά αιτήματα, τα οποία παρέπεμπαν στη λύση της διχοτόμησης.
Στην Αθήνα, ο Γεώργιος Παπαδόπουλος επί της ουσίας έχει αποδεχθεί την ανεξαρτησία της Κύπρου, με ουσιαστικές παραχωρήσεις στους Τουρκοκυπρίους , ώστε να μη δίνεται στη Τουρκία το δικαίωμα να ισχυρίζεται ότι καταπιέζεται η μειονότητα. Και ο Μακάριος, ο οποίος από το 1968 διέκρινε το ευκταίο (ένωση) από το εφικτό (ανεξαρτησία), ήταν υπέρ της παραχώρησης στους Τουρκοκυπρίους, που από το 1963/64 είχαν αυτοπεριχαρακωθεί σε μη βιώσιμους θυλάκους, ενός καθεστώτος πέραν μιας προστατευόμενης μειονότητας, αλλά χωρίς να μεταβληθεί ο ενιαίος χαρακτήρας του κράτους. Ακριβώς για τον βαθμό των προνομίων των Τουρκοκυπρίων συγκρούστηκε η Αθήνα με τη Λευκωσία το 1971. Ο Μακάριος απέρριψε την πρόταση του Παπαδόπουλου για δημιουργία κεντρικού φορέα τοπικής αυτοδιοίκησης με την παραχώρηση των σχετικών αρμοδιοτήτων σε Τουρκοκύπριο υπουργό ή υφυπουργό που θα ήταν αρμόδιος και σε θέματα της ελληνοκυπριακής κοινότητας, διότι αυτό κατά την γνώμη του θα οδηγούσε στη νομιμοποίηση των θυλάκων. Στον αντίποδα, η σκιώδης ομάδα του Ιωαννίδη εμμένει πεισματικά στη λύση της ένωσης και στη φυσική και πολιτική εξάλειψη του «Κάστρο της Μεσογείου». Σημειωτέον, θα πρέπει να τονίσουμε πως ο Ιωαννίδης και ο Σαμψών έχουν ένα βεβαρημένο παρελθόν συγκρούσεων με τον Πρόεδρο της Κύπρου, καθώς, όταν το 1963 εισηγήθηκαν στον Μακάριο τη σφαγή των Τουρκοκυπρίων ως λύση του Κυπριακού, ο Μακάριος τους απέπεμψε. Η σκληροπυρηνική ομάδα του Ιωαννίδη καπηλεύεται το ευαίσθητο ζήτημα της ένωσης. Μιλάμε για έναν αρρωστημένο πατριωτισμό. Συνεπώς, όταν πέφτει ο Παπαδόπουλος και ανεβαίνει ο Ιωαννίδης με την ομάδα του στην εξουσία, αυτή η μεταβολή αντανακλάται και στην Κύπρο, διότι ο Ιωαννίδης συνεχίζει τις προσπάθειες εξόντωσης του Μακαρίου. Είχαν ήδη πραγματοποιηθεί δολοφονικές απόπειρες εναντίον του Μακάριου το 1970 και το 1973 με ηθικό αυτουργό τον Ιωαννίδη.
Παρόλα αυτά, στο εσωτερικό ο Μακάριος φαίνεται να ελέγχει το παιχνίδι της εξουσίας. Όταν πέθανε ο Γρίβας τον Ιανουάριο του 1974, ο Μακάριος ακολούθησε πολιτική συμφιλίωσης, δίνοντας αμνηστία σε όλους τους Γριβικούς, στην ουσία στην ΕΟΚΑ Β´, που ως διάδοχη οργάνωση του Εθνικού Μετώπου υπέθαλπε εμφύλιο πόλεμο στην Κύπρο το 1973-74 κατά των Μακαριακών. Ωστόσο, η γραμμή του Ιωαννίδη, ο οποίος μετά τον θάνατο του Γρίβα ήλεγχε την ΕΟΚΑ Β’, παραμένει αμετάβλητη. Η Αθήνα επιθυμεί διακαώς την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, για να καταστεί η χώρα σημαντικός παράγοντας στη Μέση Ανατολή, προσφέροντας παράλληλα “υπηρεσίες στον δυτικό κόσμο’’, με την εξόντωση του Μακαρίου. Ταυτόχρονα, υπεισέρχεται και το ζήτημα των πετρελαίων στο Αιγαίο, η ανακάλυψη των οποίων πείθει τον Ιωαννίδη ότι η Ελλάδα θα ευημερήσει ως μια νέα δύναμη στη νοτιοανατολική Μεσόγειο. Η γραμμή της Χούντας του Ιωαννίδη είναι ξεκάθαρη: δύο πράγματα μπορούν να συμβούν στο Κυπριακό. Συγκεκριμένα, είτε θα πραγματοποιηθεί η ένωση της Ελλάδας με τη Κύπρο με πτώση του Μακαρίου, είτε η Κύπρος θα ‘’κουβανοποιηθεί’’.
Μετά τον θάνατο του Γρίβα, τον Ιανουάριο του 1974, ο Μακάριος μέσω της δικής του αστυνομίας, του Εφεδρικού, κατόρθωσε να αποδιοργανώσει την ΕΟΚΑ Β´, αλλά το παιχνίδι αρχίζει τώρα να παίζεται από την Εθνοφρουρά. Πρώην αντιμακαριακοί παίρνουν όπλα από αξιωματικούς της Εθνοφρουράς. Στο σημείο αυτό, ο Μακάριος θέτει το ζήτημα των ευθυνών που έχουν Ελλαδίτες αξιωματικοί. Καλεί την κυβέρνηση – μαριονέτα του Ανδρουτσόπουλου να ανακαλέσει από τη Κύπρο μια ομάδα αξιωματικών, που στρέφονταν εναντίον του. Από την ελληνική κυβέρνηση έρχονται αόριστες απαντήσεις. Στην πορεία τίθενται και άλλα ζητήματα, όπως για παράδειγμα, να επιλέγει ο Μακάριος τους μελλοντικούς Ελληνοκυπρίους αξιωματικούς που θα εκπαιδεύονταν στις παραγωγικές σχολές της Ελλάδας. Μάλιστα, αυτό προβλεπόταν από τις σχετικές συμφωνίες, αλλά επί της ουσίας αυτό δεν τηρούνταν. Με την επιστολή του προς τον Γκιζίκη, στις 2 Ιουλίου 1974, ζητούσε την αποχώρηση όλων των Ελλαδιτών αξιωματικών. Στην πραγματικότητα, αυτό που επιθυμούσε η Λευκωσία είναι η διαβεβαίωση της κυβέρνησης Ανδρουτσοπούλου, ότι δεν αποσκοπούσε στην πτώση του Μακαρίου. Στο Υπουργικό Συμβούλιο της 11ης Ιουλίου 1974 ο υπουργός Παιδείας και Θρησκευμάτων, Παναγιώτης Χρήστου, γνωρίζοντας καλά τα εκκλησιαστικά πράγματα και τον βυζαντινό τρόπο σκέψης του κλήρου, ερμήνευσε σωστά και νηφάλια τα κίνητρα του Μακαρίου. « Δεν αποδίδω μεγάλην σημασίαν εις την επιστολήν του Μακαρίου. Διότι εκφράζει μίαν κατάστασιν την οποίαν ήδη γνωρίζομεν. Το θέμα είναι εάν θέλωμεν ή όχι την πτώσιν του Μακαρίου. Εάν δεν την θέλωμεν, να καταστήσωμεν τούτο σαφές. Εν Κύπρω, την πλειονότητα την εκπροσωπεί ο Μακάριος, ο οποίος ακολουθεί γραμμήν μη συμφέρουσαν την Τουρκίαν, οι δε Τούρκοι ουδέποτε θα κάμψουν τον Μακάριον. Παρά τας ιδικάς μας αδυναμίας, ο Μακάριος κατώρθωσε να διατηρήσει την ανεξαρτησίαν. Ερωτάται τι θέλει ο Μακάριος. Πάντως όχι να έλθη θριαμβευτής εις Αθήνας, διότι το να πιστεύεται κάτι τέτοιο είναι γελοίο. Επίσης δεν επιθυμεί την δημιουργία κράτους κουβανικού τύπου. Εάν ημείς αναλαμβάνωμεν την ευθύνην ανακηρύξεως της Ενώσεως, τότε θα την πραγματοποιήσει την Ένωσιν, ως είπε. Η έντασις των σχέσεων εδημιουργήθη μάλλον από παρεξήγησιν, διότι ημείς έχομεν την τάσιν να τον θεωρούμε ‘’Διοικητήν’’ ενός ‘Τμήματος’’ Ελληνικού και εκείνος πιστεύει ότι είναι αρχηγός ανεξαρτήτου κράτους, ουσία και τύποις. Εις την περίοδον ταύτην, της στενοχωρίας μας, ο Μακάριος θέλει να τον διαβεβαιώσωμεν ότι δεν επιθυμούμε την απομάκρυσίν του και να διατάξωμεν τους Αξιωματικούς μας να μην υποστηρίζουν την ΕΟΚΑ Β´. Ασφαλώς επιθυμεί να τον προσκαλέσωμεν εις Αθήνας και να συζητήσωμεν».
Ωστόσο, πίσω από την επίσημη ελληνική κυβέρνηση βρίσκεται ο Ιωαννίδης, ο επονομαζόμενος «σκοτεινός δικτάτορας». Μάλιστα, ο Ιωαννίδης έχει επικοινωνία με πράκτορες της CIA και τους έχει εκμυστηρευθεί τα σχέδιά του και τους στόχους του. Τα παραπάνω τα γνωρίζει και ο πρέσβης των ΗΠΑ στην Αθήνα, Χένρυ Τάσκα. Η απομάκρυνση του Μακαρίου από την εξουσία μπορεί να γίνει είτε με δολοφονία, αλλά αυτό δεν πέτυχε- όπως έλεγε και ο Μακάριος: «Δεν με πιάνουν οι σφαίρες»- είτε με πραξικοπηματική ανατροπή. Σε αυτό ακριβώς αποσκοπεί ο Ιωαννίδης, με ανθρώπους που έχει μέσα στην Εθνοφρουρά. Ωστόσο, η ηγεσία της είναι αντίθετη, καθώς ο αντιστράτηγος Γ. Ντενίσης είναι εναντίον όλων αυτών των σχεδίων. Εδώ ο Ιωαννίδης λειτουργεί με την τακτική της παραπλάνησης και της συνωμοσίας, κάτι που ταιριάζει με τον χαρακτήρα του και το ήθος του, όπως θα δούμε. Συνεπώς, το σχέδιο ανατροπής του Μακαρίου προετοιμάζεται πριν ακόμα από τη γνωστή επιστολή της 2ας Ιουλίου προς τον Γκιζίκη, που δημοσιεύθηκε στον Τύπο. Με την επιστολή αυτή, ο Μακάριος ζητούσε την απομάκρυνση όλων των Ελλαδιτών αξιωματικών. ‘Ηταν μια κίνηση τακτικής στο πλαίσιο μιας αυτοάμυνας. Η επιστολή δεν ήταν ο καταλύτης για να εκδηλωθεί το πραξικόπημα, καθώς αυτό ήδη σχεδιάζονταν. Ο Μακάριος ήθελε μια επίσημη διαβεβαίωση ότι δεν υπάρχουν σχέδια ανατροπής του. Εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε πως μέσα στη κυβέρνηση Ανδρουτσοπούλου υπήρχαν και νηφάλια άτομα που καταλάβαιναν τι γίνεται και «έβλεπαν» την τουρκική εισβολή ως επακόλουθο, αλλά δεν εισακούονταν. Έτσι, παραιτείται ο Άγγελος Χωραφάς, ο Ιωάννης Τζούνης, ακόμα και ο υπουργός Εξωτερικών Σπυρίδων Τετενές. Όλοι καταλάβαιναν τις συνέπειες, και ο Μακάριος φυσικά. Άλλωστε, για τον λόγο αυτό το Εφεδρικό ήταν σε επιφυλακή τις νύχτες. Ταυτόχρονα, συνεχίζονταν ικανοποιητικά και οι ενισχυμένες ενδοκοινοτικές διαπραγματεύσεις για να λυθεί το Συνταγματικό. Στις ενισχυμένες ενδοκυπριακές συνομιλίες το δεύτερο εξάμηνο του 1972 σημειώθηκε πρόοδος. Η τουρκοκυπριακή πλευρά αποδέχθηκε ως κεντρικό φορέα της τοπικής αυτοδιοίκησης την τουρκοκυπριακή Βουλή και απέσυρε το αίτημά της για ομαδοποίηση χωριών. Τον Ιανουάριο του 1974 λύθηκαν δύο σημαντικά θέματα στις ενισχυμένες ενδοκοινοτικές συνομιλίες. Το πρώτο είχε σχέση με τις νομοθετικές εξουσίες των οργάνων της τοπικής αυτοδιοίκησης. Για τον συντονισμό και την εποπτεία των τοπικών υποθέσεων, το ελληνικό και το τουρκικό τμήμα της Βουλής θα εξέδιδε, το καθένα για την κοινότητά του, νομοθετικά διατάγματα, που θα απέρρεαν από τον Οργανικό Νόμο που θα ψήφιζε ενιαία η Βουλή, και από τους νόμους-πλαίσια του ενιαίου Κοινοβουλίου, όπου θα καθορίζονταν οι γενικές αρχές και τα κριτήρια ομοιομορφίας των τοπικών υποθέσεων. Το δεύτερο ζήτημα αφορούσε τον κρατικό έλεγχο της τοπικής αυτοδιοίκησης. Συμφωνήθηκε μια μορφή κρατικού ελέγχου, που θα διασφάλιζε τη συμμόρφωση των τοπικών Αρχών στο Σύνταγμα και στους νόμους του κράτους που προέβλεπαν τις γενικές αρχές και τα κριτήρια ομοιομορφίας. Η πολιτική φιλοσοφία του Κληρίδη και του Δεκλερή, που συμμετείχαν στις συνομιλίες, ήταν η διατήρηση του ενιαίου χαρακτήρα του κυπριακού κράτους σε μία εταιρική σχέση με τους Τουρκοκύπριους, που δεν θα δημιουργούσε πολυκεντρισμό. Μετά την λύση του Συνταγματικού, ο Μακάριος επεδίωκε και την κατάργηση των Συνθηκών Εγγυήσεως και Συμμαχίας- κάτι που σήμερα είναι επίκαιρο. Ωστόσο, η πρόοδος στο Συνταγματικό ζήτημα δεν είχε πλέον νόημα. Το σχέδιο του Ιωαννίδη ήταν και παρέμενε η Ένωση, η οποία αποτελούσε και μια καταστροφική επιλογή. Όπως σας ανέφερα, στο νησί μαίνεται ένας εμφύλιος το 1973 – 1974 με την ανάμειξη τώρα και αξιωματικών της Εθνοφρουράς. Κατά συνέπεια, όλοι καταλαβαίνουν ότι κάτι θα γίνει σε σχέση με τον Μακάριο.
Όσον αφορά τις ΗΠA, υπάρχουν δύο βασικές γραμμές. Δεν υφίσταται εξ αρχής μια συγκεκριμένη συνωμοτική αμερικανική στάση. Το 1974 η μια μετριοπαθής γραμμή εκφράζεται από στελέχη του State Department, που εισηγούνται να δοθεί ένα ισχυρό μήνυμα στον Ιωαννίδη, για να μην προβεί σε κινήσεις υπονόμευσης του Μακαρίου, γιατί κάτι τέτοιο θα έχει καταστρεπτικές συνέπειες για τη Κύπρο και την Ελλάδα. Μάλιστα, στις 29 Ιουνίου 1974 ο υφυπουργός Εξωτερικών Σίσκο καλεί τον Τάσκα να βρει τρόπο να επικοινωνήσει με τον Ιωαννίδη, για να τον ενημερώσει για τις συνέπειες που θα είχε η πράξη του, με την επισήμανση ότι οι Αμερικανοί θα αποδέχονταν οποιαδήποτε λύση προέκυπτε από τις διακοινοτικές συνομιλίες. Η άλλη γραμμή είναι του Κίσινγκερ και της CIA. Σύμφωνα με αυτή την σκληροπυρηνική γραμμή, οι ΗΠΑ δεν θα απέτρεπαν την εκδήλωση του πραξικοπήματος κατά του Μακάριου και την ακολουθούμενη τουρκική εισβολή, θα προωθούσαν μια λύση υπέρ των τουρκικών θέσεων. Έπρεπε όμως με κάθε τρόπο να αποτραπεί ελληνοτουρκικός πόλεμος. Ο Κίσινγκερ, υπουργός Εξωτερικών από το 1973, είναι κυρίαρχος παράγοντας στην εξωτερική πολιτική, καθώς τη συγκεκριμένη εκείνη στιγμή ο Πρόεδρος Νίξον είναι αποδυναμωμένος λόγω του σκανδάλου Watergate.
Επίσης, πολύ σημαντικός είναι και ο πόλεμος του Γιομ Κιπούρ (Οκτώβριος 1973), καθώς ο πόλεμος αυτός συνδέει τη λύση του Κυπριακού με το Μεσανατολικό. Οι ΗΠΑ μετά τον πόλεμο κέρδισαν την Αίγυπτο, η οποία απομακρύνεται από τη σφαίρα της σοβιετικής επιρροής. Τα σχέδια των Αμερικανών επικεντρώνονται στη συγκρότηση ενός τριγώνου στην περιοχή μέσω μιας στρατηγικής σχέσης Τουρκίας-Αιγύπτου-Ισραήλ. Στα νέα αυτά δεδομένα, η Τουρκία ήταν εξαιρετικά σημαντικός σύμμαχος των ΗΠΑ Μάλιστα, οι ΗΠΑ ξεκινούν μια εκστρατεία αντιστροφής του αντιαμερικανικού κλίματος που επικρατούσε στη Τουρκία. Κίσινγκερ και Ετζεβίτ γνωρίζονταν καλά, τουλάχιστο από το 1957, όταν ο τελευταίος ως υπότροφος παρακολουθούσε στο Χάρβαρντ τις πανεπιστημιακές παραδόσεις του πρώτου. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να σημειώσουμε πως αντιαμερικανικό κλίμα είχε καλλιεργηθεί στη χώρα λόγω της απομάκρυνσης των πυραύλων Jupiter μετά την κρίση της Κούβας το 1962. Επίσης, η Άγκυρα είχε δυσαρεστηθεί από την αρνητική στάση των ΗΠΑ στα σχέδια εισβολής στο νησί το 1964. Η Τουρκία εκείνη τη στιγμή ήταν πιο σημαντικός σύμμαχος από την Ελλάδα. Το κλειδί της υπόθεσης είναι η θέληση των ΗΠΑ να αποφευχθεί ο πόλεμος, ο οποίος θα αποδυνάμωνε αισθητά τη νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ.
Επιστρέφοντας στα τεκταινόμενα στην Αθήνα, το εν λόγω τηλεγράφημα με το αυστηρό μήνυμα του State Department δεν έφτασε στον Ιωαννίδη, καθώς, όταν ο Τάσκα έλαβε το τηλεγράφημα, με το πρόσχημα ότι ο ακριβοθώρητος Ιωαννίδης δεν εκπροσωπούσε την κυβέρνηση, δεν τον αναζήτησε, και μια πολιτική σύμβουλος της πρεσβείας μετέφερε υποτονικά ένα αόριστο μήνυμα για μη χρήση βίας στον Ανδρουτσόπουλο και στον Αρχιεπίσκοπο Σεραφείμ, με τον οποίο ο Ιωαννίδης διατηρούσε καλές σχέσεις. Αυστηρό μήνυμα ότι μετά την ανατροπή του Μακαρίου θα εισβάλει η Τουρκία και η Αμερική δεν θα βοηθήσει δεν στάλθηκε ποτέ στον Ιωαννίδη. Αλλά και ο Ιωαννίδης ήθελε να παραπλανήσει τη CIA. Όταν έλαβε το υποτονικό αυτό μήνυμα, στις 3 Ιουλίου, διέψευσε σε πράκτορες της CIA ότι είχε σχέδια να ανατρέψει τον Μακάριο. Δεν ήθελε να φανεί ότι το πραξικόπημα στη Λευκωσία ήταν εκπορευόμενο από την Αθήνα. Στόχος του ήταν να παρουσιαστεί ότι η Εθνική Φρουρά αντιδρά, επειδή ο Μακάριος θέλει να διώξει τους αξιωματικούς και να επεμβαίνει στον στρατό. Ο Ιωαννίδης καλεί στην Αθήνα δήθεν για διαβουλεύσεις τον πρέσβη Ευστάθιο Λαγάκο και τον αρχηγό της Εθνοφρουράς, αντιστράτηγο Ντενίση, για να μην είναι παρόντες, όταν εκδηλωθεί το πραξικόπημα, συγκαλύπτοντας την εμπλοκή της Αθήνας.
Μάλιστα, προχωρά ακόμα παραπέρα και στις 14 Ιουλίου στέλνει μήνυμα στη CIA ότι δεν έχει σχέδιο να ανατρέψει τον Μακάριο. Το τραγελαφικό είναι πως το επόμενο πρωί, ενώ το πραξικόπημα εξελίσσεται, το Υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ αξιολογεί την πληροφορία αυτή… Εν κατακλείδι, δεν ήταν πρωτίστως οι Αμερικανοί που μηχανορραφούσαν κατά του Μακαρίου, αλλά Ελλαδίτες αξιωματικοί της Χούντας. Η Αμερική δεν καταδίκασε το πραξικόπημα, δεν το χαρακτήρισε ως ανάμειξη στα εσωτερικά του κράτους, ενθαρρύνοντας έτσι τα σχέδια των Τούρκων. Σκοπός της αμερικανικής πολιτικής ήταν απλά η αποτροπή ελληνοτουρκικού πολέμου.
Κύριε Καθηγητά πως εξηγείτε το γεγονός πως το πραξικόπημα δεν εκδηλώθηκε εν τω μέσω της νυκτός ή τα ξημερώματα όπως είθισται σε τέτοιες ενέργειες αλλά το πρωί της 15ης Ιουλίου;
Το γεγονός αυτό εντάσσεται στην τακτική της παραπλάνησης. Ο Μακάριος είχε πληροφορίες ότι θα γίνει πραξικόπημα, αλλά δεν τις λάμβανε σοβαρά υπόψιν του διότι η ΕΟΚΑ Β´ είχε εξαρθρωθεί. Δεν πίστευε ότι οι αξιωματικοί της Εθνοφρουράς θα ήταν τόσο ανόητοι ώστε να τον ανατρέψουν πραξικοπηματικά, διότι η τουρκική εισβολή θα ήταν βέβαιη. Το πρωί εκείνο της 15ης Ιουλίου είχε επιστρέψει από τη Μονή Κίκου και πέρασε επιδεικτικά από το στρατόπεδο. Παρόλα αυτά, λάμβανε μέτρα προστασίας. Το ότι προετοιμαζόταν για πραξικόπημα καταδεικνύει το γεγονός πως είχε συγκροτήσει το λεγόμενο Εφεδρικό, μια μυστική αστυνομία, που κάθε βράδυ περιπολούσε. Έτσι, εφαρμόζεται και εδώ η τακτική της παραπλάνησης από τον Ιωαννίδη. Το πραξικόπημα γίνεται πρωί, καθώς το Εφεδρικό αναπαυόταν. Πιάστηκε στον ύπνο, όταν έγινε το πραξικόπημα. Η τακτική της παραπλάνησης του Ιωαννίδη οδήγησε στην αυτοκαταστροφή του χουντικού καθεστώτος που κατέρρευσε με μια εθνική τραγωδία, την οποία το ίδιο είχε προκαλέσει. Θεωρούσε ότι οι ΗΠΑ θα δεχτούν το πραξικόπημα ως προσφορά του στον δυτικό κόσμο, που απαλλάσσει την Κύπρο από τον Μακάριο και ότι οι Τούρκοι δεν θα εισβάλλουν. Μια προσφορά στον δυτικό κόσμο και στους Τούρκους, καθώς πίστευε ότι οι Τούρκοι δεν θέλουν τον Μακάριο. Αλλά τον προτιμούν τον Σαμψών; Ο Σαμψών είναι κόκκινο πανί για τους Τούρκους, η τοποθέτησή του ως ‘’Προέδρου’’ είναι βαθύτατη πρόκληση για την Τουρκία, άσχετα αν υποστήριξε ότι πολιτική του ήταν η ανεξαρτησία και η ολοκλήρωση των ενισχυμένων ενδοκοινοτικών συνομιλιών. Αλλά και με οποιονδήποτε νέο ‘’Πρόεδρο’’, η Τουρκία θα εισέβαλε. Σε περίπτωση εισβολής, ο Ιωαννίδης σχεδίαζε ελληνοτουρκικό πόλεμο-κάτι που οι Αμερικανοί ήθελαν διακαώς να αποτρέψουν – αλλά δεν είχε προβεί σε καμιά προετοιμασία με το Γενικό Επιτελείο.
Για την Τουρκία το Κυπριακό εκείνη την περίοδο συνδέεται άμεσα με το ζήτημα του Αιγαίου. Οι Τούρκοι έχουν ήδη θέσει ζήτημα υφαλοκρηπίδας, ζήτημα ‘’τουρκικής μειονότητας’’ στη Δυτική Θράκη, και οι διμερείς σχέσεις είναι οξυμένες. Ακόμη και όταν πήγε στην κηδεία του Ινονού ο υπουργός Πολιτισμού, Δημήτρης Τσάκωνας, ο Ιωαννίδης αντέδρασε. Πολιτικά πρόσωπα ήταν υπέρ των διμερών, έστω και προσχηματικών, συνομιλιών για τη συζήτηση διμερών θεμάτων, αλλά ο Ιωαννίδης δεν ασπαζόταν αυτή την τακτική. Πρόκειται για ένα πλέγμα ελληνοτουρκικών σχέσεων, στο οποίο περιλαμβάνεται και το Κυπριακό, αλλά σε εκείνη τη φάση για την Τουρκία κυρίαρχο είναι το ζήτημα της υφαλοκρηπίδας και του Αιγαίου. Το 1974 ο Ετζεβίτ έκανε λόγο για ομοσπονδιακή λύση στο Κυπριακό, για να εξαναγκάσει την Ελλάδα να συζητήσει το θέμα της υφαλοκρηπίδας. Αλλά η ομοσπονδιακή λύση ήταν ανέφικτη, διότι οι Τουρκοκύπριοι ήταν διάσπαρτοι στο νησί και δεν υπήρχε εκτενής γεωγραφικός διαχωρισμός παρά την ύπαρξη των θυλάκων, που δεν είχαν ανοικτή πρόσβαση στη θάλασσα, ώστε να υπάρξει προγεφύρωμα με την Τουρκία. Στις 29 Μαΐου 1974 (δεν είναι τυχαίος ο συμβολισμός), μετά από τουρκικά ναυτικά γυμνάσια, το υδρογραφικό-χαρτογραφικό τουρκικό σκάφος Τσανταρλί εξήλθε από τον Βόσπορο, κατευθυνόμενο προς το Αιγαίο, για να διεξαγάγει υποθαλάσσιες έρευνες, σύμφωνα με τις τουρκικές ανακοινώσεις .Όπως αποκαλύφθηκε σύντομα, το Τσανταρλί, που συνοδεύονταν από τουρκικά πολεμικά πλοία, δεν διέθετε εξοπλισμό για συλλέξει υποθαλάσσιες πληροφορίες, απαραίτητες για την ανόρυξη. Επρόκειτο για μια σκηνοθετημένη επιχείρηση για να δοκιμασθούν τα ελληνικά αντανακλαστικά. Ο ελληνικός στόλος εξήλθε στο Αιγαίο για να εμποδίσει τον πλού του χαρτογραφικού σκάφους στο Βόρειο Αιγαίο, ενώ τα ελληνικά αεροσκάφη παρακολουθούσαν τις κινήσεις του. Επρόκειτο για μια θεατρική παράσταση. Με άλλα λόγια, η Τουρκία το 1974 δεν ήταν σε θέση ούτε να εκβιάσει ομοσπονδιακή λύση του Κυπριακού, ούτε να προκαλέσει θερμό επεισόδιο στο Αιγαίο. Θα πρέπει να σημειώσουμε πως η Τουρκία εκείνη τη περίοδο αντιμετωπίζει οξεία οικονομική κρίση (επιτράπηκε η απαγορευμένη καλλιέργεια και εξαγωγή οπίου). Γίνεται κατανοητό ποια χρυσή ευκαιρία προσέφερε στην Τουρκία το πραξικόπημα κατά του Μακαρίου.
Τον Φεβρουάριο του 1972 υπήρξε συνεννόηση του Τούρκου πρωθυπουργού Νιχάτ Ερίμ και του Παπαδόπουλου για ανατροπή του Μακαρίου, την αποδιεθνοποίηση του Κυπριακού και τη λύση του σε νατοϊκά πλαίσια, όμως ο Μακάριος είχε πληροφορηθεί τα σχέδια, μέσω τηλεφωνικών υποκλοπών, τα δημοσιοποίησε, προκαλώντας την υποχώρηση του Παπαδόπουλου. Τότε υπήρξε και δυναμική παρέμβαση των Αμερικανών κατά της ανατροπής του Μακαρίου και της κατάλυσης του κυπριακού κράτους, για μην επωφεληθεί ο σοβιετικός παράγοντας. Έκτοτε, ο Παπαδόπουλος δεν στράφηκε ποτέ πια κατά του Μακαρίου. Μάλιστα, το καλοκαίρι του 1973 καταδίκασε δημόσια τον Γρίβα και την υπονομευτική δράση της ΕΟΚΑ Β´ στο όνομα της “ψευτοένωσης’’. Οι ενισχυμένες ενδοκοινοτικές συνομιλίες σημείωναν πρόοδο, αλλά από τα μέσα του 1972 η Τουρκία άρχισε να θέτει ζήτημα Αιγαίου, “τουρκικής” μειονότητας στη Δυτική Θράκη, επέβαλε την εκλογή του Οικουμενικού Πατριάρχη με το καθεστώς που ισχύει μέχρι σήμερα. Μετά την ανατροπή του Παπαδόπουλου (25.11.1973), ο Ιωαννίδης στηρίζει τον Γρίβα, την ΕΟΚΑ Β’ και σχεδιάζει το πραξικόπημα.
Ποια ήταν η στάση της ΕΣΣΔ στο Κυπριακό εκείνη την εποχή;
Η σοβιετική στάση γενικά ήταν υπέρ της κυριαρχίας και της ανεξαρτησίας της Κύπρου. Η Μόσχα δεν επιθυμούσε την ένταξη της Κύπρου στο ΝΑΤΟ και η προσχώρηση της Κύπρου στους Αδέσμευτους ικανοποιούσε τα σοβιετικά συμφέροντα στην περιοχή. Ακριβώς γι’ αυτό τον λόγο στο παρελθόν (1964) οι Σοβιετικοί είχαν διαδραματίσει αποτρεπτικό ρόλο στο ενδεχόμενο τουρκικής εισβολής στη νήσο. Όταν ο Μακάριος “έπαιζε το σοβιετικό χαρτί”, αυτό το έκανε λόγω του φόβου μιας τουρκικής εισβολής. Όταν ανατράπηκε ο Μακάριος, τα δεδομένα άλλαξαν για τη σοβιετική πολιτική. Το πραξικόπημα ερμηνεύθηκε από τη Μόσχα ως συνωμοσία με στόχο την ένταξη της Κύπρου στο ΝΑΤΟ.
Η τουρκική εισβολή δεν ήταν πλέον ανεπιθύμητη, καθώς προκαλούσε ρήγμα στο ΝΑΤΟ. H Τουρκία είχε ενημερώσει την ΕΣΣΔ για την εισβολή και αυτή δεν αντέδρασε. Είναι σημαντικό να καταλάβουμε, ότι βρισκόμαστε σε περίοδο ύφεσης στις σχέσεις Ηνωμένων Πολιτειών και Σοβιετικής Ένωσης, χωρίς αυτό να σημαίνει εξάλειψη των ανταγωνισμών. Η ΕΣΣΔ δεν θα διακινδύνευε το φιλικό κλίμα στις σχέσεις της με τις ΗΠΑ λόγω Κυπριακού. Εκείνη την περίοδο υπάρχει και αμερικανο-σοβιετική πρωτοβουλία για το Μεσανατολικό. Ουσιαστικά ζητήματα, όπως τα υψίπεδα του Γκολάν και η διάνοιξη της διώρυγας του Σουέζ, διεθνοποιούνται. Επίσης βρίσκεται σε εξέλιξη η Διάσκεψη για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη. Σε ένα χρόνο (1η Αυγούστου 1975) υπογράφεται η Τελική Πράξη του Ελσίνκι, κανείς δεν επιθυμούσε διεθνή κρίση για το Κυπριακό το 1974. Σοβιετική παρέμβαση για αποτροπή τουρκικής εισβολής ίσως θα υπήρχε, μόνο αν ήταν ο Μακάριος στην εξουσία. Γι’ αυτό και οι Σοβιετικοί αντέδρασαν σθεναρά το 1964, αποτρέποντας τουρκική εισβολή στην Κύπρο. Μάλιστα, μετά τα γεγονότα του 1963 και τη δημιουργία των τουρκοκυπριακών θυλάκων υπήρχε σχέδιο των Βρετανών και των Αμερικανών, αγνοώντας πλήρως την Κύπρο ως κράτος, για την εγκατάσταση εκεί νατοϊκών δυνάμεων. Προσπαθούν να επιβάλουν ένα νέο αποικιοκρατικό καθεστώς. Τότε ο Μακάριος αντιδρά και προσφεύγει στον ΟΗΕ, όπου σημειώνει αξιόλογες επιτυχίες.
Προτού εντάξει την Κύπρο στους Αδέσμευτους το 1961, από τους οποίους ανέμενε πολιτική και ηθική στήριξη, ο Μακάριος βολιδοσκόπησε τους Αμερικανούς αν είχαν τη βούληση να δεχτούν την Κύπρο στο ΝΑΤΟ. Η απάντηση δεν ήταν ενθαρρυντική, διότι ένα μικρό νησί δεν θα είχε να προσφέρει κάτι το ουσιαστικό στη Συμμαχία. Οι αγγλικές βάσεις παρέμειναν. Η Κύπρος ήταν αρχικά η φωνή της Δύσης στους Αδέσμευτους, κάτι που ικανοποιούσε τους Αμερικανούς. Μετά το 1963-64, με τη δημιουργία των τουρκοκυπριακών θυλάκων, νατοϊκή παρουσία στην Κύπρο, υπό οιανδήποτε μορφή, σήμαινε την είσοδο της Τουρκίας στο νησί και την εκ των έσω διχοτόμηση, με δεδομένη και τη σημασία που είχε η Τουρκία για το ΝΑΤΟ στη Μέση Ανατολή (Σύμφωνο της Βαγδάτης-CENTO).
Κατά την εκτίμησή μου, ίσως μια ευκαιρία υπήρχε για το Κυπριακό, το σχέδιο Γκάλο Πλάζα του 1965. Ωστόσο, η αποδοχή του σχεδίου αυτού συνεπαγόταν πως η Ελλάδα θα εγκατέλειπε το αίτημα της ένωσης και αποδεχόταν οριστικά την ανεξαρτησία με καλύτερους όρους από αυτούς που προέβλεπε το εκτρωματικό καθεστώς Ζυρίχης και Λονδίνου. Αυτό το σχέδιο μακροπρόθεσμα θα μπορούσε να λειτουργήσει, αλλά η Ελλάδα δεν το συζήτησε, λόγω της Ένωσης. Την Τουρκία την ενοχλούσε το αίτημα της ένωσης. To σχέδιο αυτό προέβλεπε ανεξαρτησία, με καλύτερους όρους. Μόνο ο Μακάριος δέχτηκε το σχέδιο. Η ανόθευτη ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα αποδείχτηκε ανέφικτη. Επιτακτική ήταν πλέον η ενότητα και η προώθηση της ανεξαρτησίας με σταδιακά καλύτερους όρους.Η ελληνική πλευρά έτρεφε την ψευδαίσθηση ότι το τίμημα της Ένωσης θα ήταν απλά η παραχώρηση μιας βάσης (νατοϊκής ή κατά κυριαρχία) στην Τουρκία και ότι εμπόδιο ήταν ο Μακάριος. Δεν υπήρχαν ενδείξεις ότι η Τουρκία συμφωνούσε με τη λύση αυτή. Αν η Τουρκία την αποδεχόταν, ο παραγκωνισμός του Μακαρίου θα ήταν εύκολη υπόθεση ήδη ακόμα από το 1964. Όσα λάθη και αν έκανε ο Μακάριος, δεν ήταν τέτοια ώστε να προκαλέσουν τουρκική εισβολή στην Κύπρο. Η Κύπρος δεν ήταν μια τυπική αδέσμευτη χώρα. Οι αγγλικές βάσεις διατηρήθηκαν και η Αμερική μπορούσε να ασκεί από εκεί κατασκοπεία. Δεν ήταν κατά συνέπεια η “αδέσμευτη’’ εξωτερική πολιτική της Κύπρου η βασική αιτία της κυπριακής τραγωδίας, αλλά η αποτυχία συνεννόησης Αθήνας-Λευκωσίας για μια σειρά από λόγους. Δεν ήταν πρωτίστως οι Αμερικανοί που μηχανορραφούσαν κατά του Μακαρίου, αλλά Ελλαδίτες αξιωματικοί της χούντας. Η Αμερική προσαρμόστηκε στα νέα δεδομένα στη Μέση Ανατολή το 1973-74, η δε Τουρκία εκμεταλλεύτηκε τη χρυσή ευκαιρία, την οποία τόσο απλόχερα προσέφερε το καθεστώς του Ιωαννίδη με την εγκληματική διενέργεια του πραξικοπήματος.