Η άφιξη του Κολόμβου στην Αμερική το 1492 και η σταδιακή υπαγωγή του Νέου Κόσμου στην ευρωπαϊκή αποικιοκρατία οδήγησαν στον αποδεκατισμό των ιθαγενών πληθυσμών της αμερικανικής ηπείρου και στη μετατροπή τους σε απλούς «ινδιάνους», σε λαούς χωρίς ιστορία, καθώς αυτή έγινε προνόμιο της ευρωπαϊκής νεωτερικότητας.1 Πριν την άφιξη των Ευρωπαίων, υπήρχαν στην Αμερική πάνω από εκατό διαφορετικοί πολιτισμοί, οι οποίοι είχαν ακολουθήσει τη δική τους, ξεχωριστή, ιστορική πορεία. Πλάι στις νομαδικές κοινότητες που περιορίζονταν σε απλές τροφοπαραγωγικές δραστηριότητες, είχαν ανθίσει, στην Κεντρική Αμερική και στις Άνδεις, πολιτισμοί με σπουδαία πολιτισμικά επιτεύγματα, όπως οι Μάγια. Άλλοι λαοί, όπως οι Ίνκας και οι Αζτέκοι, είχαν συγκροτήσει αυτοκρατορίες και διαχειρίζονταν με μεγάλη ικανότητα τα διοικητικά, οικονομικά και κοινωνικά συστήματα που είχαν οργανώσει στα εκτενή εδάφη τους. Αυτά τα συστήματα θα αποτελούσαν τον πυρήνα για την οργάνωση της Ισπανικής Αυτοκρατορίας στην Κεντρική και Νότια Αμερική από τις αρχές του 16ου αιώνα.
Από την άφιξη των πρώτων Ευρωπαίων και κατά τη διάρκεια της αποικιακής περιόδου, η δημογραφική μείωση του ιθαγενούς πληθυσμού στα εδάφη της Ισπανικής Αυτοκρατορίας ήταν δραματική: από τουλάχιστον 50 εκατομμύρια που αριθμούσαν την εποχή της «Κατάκτησης», οι αυτόχθονες μειώθηκαν σε λιγότερο από έξι εκατομμύρια στα μέσα του 17ου αιώνα.2 Η συρρίκνωση των ιθαγενών κοινοτήτων δεν ήταν ομοιόμορφη γεωγραφικά, καθώς υπήρξε πιο έντονη στις παράκτιες ζώνες σε σχέση με τις ορεινές περιοχές. Οι αιτίες αυτής της δημογραφικής καταστροφής ποικίλουν: η μαζική εξόντωση των ιθαγενών κατά τους κατακτητικούς πολέμους, οι ασθένειες που μετέφεραν από την Ευρώπη οι Ισπανοί, για τις οποίες το ανοσοποιητικό σύστημα των κατοίκων της Αμερικής δεν ήταν προετοιμασμένο, η σκληρή εργασία στην οποία υποβλήθηκαν, η διάλυση του κοινωνικού τους ιστού και οι αναγκαστικές μετακινήσεις πληθυσμών είναι μερικές από αυτές.3
Η θέση των ιθαγενών στην Ισπανική Αυτοκρατορία
Η έναρξη της κατακτητικής διαδικασίας στα νησιά της Καραϊβικής και εν συνεχεία στην Κεντρική Αμερική, σηματοδοτήθηκε από την επιβολή, έπειτα από πίεση των κονκισταδόρων και συναίνεση του ισπανικού Στέμματος, του θεσμού της «ανάθεσης». Επρόκειτο για το πρώτο φορολογικό σύστημα που επέβαλαν οι Ισπανοί στον αυτόχθονα πληθυσμό και συνίστατο στην ανάθεση μιας κοινότητας ιθαγενών σε έναν κονκισταδόρ, ως ανταμοιβή για τις υπηρεσίες που αυτός προσέφερε στη μοναρχία της Ισπανίας. Βάσει αυτού του θεσμού, οι ιθαγενείς που είχαν «ανατεθεί» σε κάθε κατακτητή, ήταν υποχρεωμένοι να προσφέρουν εργασία στη γη που τους είχε παραχωρηθεί στα κατακτημένα εδάφη και να πληρώνουν φόρο σε είδος ή χρήμα, έναντι της υποχρέωσης του κονκισταδόρ να μεριμνά για την ασφάλεια και τον ευαγγελισμό τους.
Ο θεσμός της ανάθεσης, που ευθύνεται για τη συστηματική εκμετάλλευση, την κακοποίηση και εν τέλει τον αποδεκατισμό του ιθαγενούς πληθυσμού, ιδίως στην Καραϊβική (αυτή αποτέλεσε το πειραματικό εργαστήρι της ισπανικής κατάκτησης), έφερε από νωρίς αντιμέτωπους τους τρεις πόλους εξουσίας, ανάμεσα στους οποίους βρέθηκαν οι ιθαγενείς πληθυσμοί: το ισπανικό Στέμμα, τους κονκισταδόρες και την Καθολική Εκκλησία, η οποία μέσω των μοναχικών ταγμάτων συμμετείχε εξαρχής στην κατάκτηση της Αμερικής. Ενώ οι κονκισταδόρες επεδίωκαν να μετατραπούν σε ένα είδος κληρονομικής αριστοκρατίας και να διασφαλίσουν το δικαίωμα της οικογενειακής διαδοχής επί των ιθαγενών υποτελών τους, το ισπανικό Στέμμα ήθελε να αποφύγει τη δημιουργία, επιτόπου, μιας κληρονομικής αριστοκρατικής τάξης του είδους αυτού και προσπάθησε να προστατεύσει νομοθετικά τους ιθαγενείς. Μάλιστα, προκειμένου να θέσει φραγμούς στη δημιουργία μιας φεουδαρχικής τάξης γαιοκτημόνων στις αμερικανικές αποικίες της, η ισπανική μοναρχία αναγνώρισε το συλλογικό ιδιοκτησιακό δικαίωμα των ιθαγενών κοινοτήτων επί της γης τους.
Προς την ίδια κατεύθυνση της υπεράσπισης των ιθαγενών κινήθηκε και η Εκκλησία, η οποία, μέσω των μοναχικών ταγμάτων, ανέλαβε πατερναλιστικό ρόλο σε σχέση με τις αυτόχθονες κοινότητες. Είναι γνωστή η καταγγελτική φωνή του Βαρθολομαίου ντε Λας Κάσας, μέλους του τάγματος των Δομηνικανών, που συμμετείχε στον προσηλυτισμό των αυτοχθόνων των λεγόμενων Δυτικών Ινδιών. Στη Σύντομη αναφορά για την καταστροφή των Ινδιών, που συνέταξε το 1542 για να ενημερώσει τον διάδοχο του ισπανικού θρόνου Φίλιππο, περιέγραψε με σκληρό λόγο και μεγάλη ωμότητα τις ακρότητες που διέπραξαν οι κονκισταδόρες σε βάρος των ιθαγενών από τις απαρχές, ήδη, της κατάκτησης. Ο Λας Κάσας αναφέρεται σε αναρίθμητες σφαγές και ασύλληπτα βασανιστήρια, στην υποδούλωση, στην ερήμωση ολόκληρων περιοχών και στην τεράστια λεηλασία που έλαβε χώρα στις «Ινδίες» λόγω της «ακόρεστης απληστίας» των Ισπανών κατακτητών.4
Bartolomé de las Casas: ¿héroe o farsante?
Την ίδια κιόλας χρονιά, τον Νοέμβριο του 1542, θεσπίστηκαν οι “Νέοι Νόμοι” που αφορούσαν τη μεταχείριση των ιθαγενών και επέφεραν αλλαγές στον θεσμό της «ανάθεσης». Βάσει των Νέων Νόμων, η γη και οι ιθαγενείς που είχαν παραχωρηθεί σε έναν κατακτητή, επέστρεφαν στο Στέμμα με τον θάνατό του και απαγορευόταν το δικαίωμα της κληρονομικής διαδοχής. Επιπλέον, οι ιθαγενείς ορίζονταν ως ελεύθεροι εργάτες που έπρεπε να αμείβονται, τουλάχιστον για τις βαριές εργασίες. Είχαν προηγηθεί το 1512 οι πιο μετριοπαθείς “Νόμοι του Μπούργκος”, οι οποίοι εκδόθηκαν μετά την καταγγελία ενός άλλου δομηνικανού μοναχού, του Αντόνιο ντε Μοντεσίνος. Παράλληλα, οι Νέοι Νόμοι θεσμοθέτησαν, στις δύο Αντιβασιλείες που δημιουργήθηκαν στα κατακτημένα εδάφη, την εξουσία των αξιωματούχων του ισπανικού γραφειοκρατικού μηχανισμού, σε βάρος των πολιτικών και οικονομικών προνομίων που μέχρι τότε απολάμβαναν οι κονκισταδόρες.
Παρά ταύτα, η επιβολή της ισπανικής αποικιοκρατίας οδήγησε στη διάλυση των αυτόχθονων πολιτισμών ως συγκροτημένων κοινωνικών και πολιτισμικών συστημάτων. Το ισπανικό Στέμμα προώθησε τη συγκέντρωση των ιθαγενών, μέσω αναγκαστικών μετατοπίσεων, σε ξεχωριστούς οικισμούς, προκειμένου να τους ελέγχει ευκολότερα και για να διευκολυνθεί ο εκχριστιανισμός τους καθώς και η είσπραξη των φόρων. Να σημειωθεί ότι οι ιθαγενείς, παρόλο που τυπικά έγιναν υπήκοοι του ισπανικού θρόνου ως μέλη της λεγόμενης «Πολιτείας των Ινδιάνων», ιδιότητα που τους εξασφάλιζε ειδικό νομικό καθεστώς, ήταν υποχρεωμένοι να πληρώνουν τον «φόρο επί των ιθαγενών», ο οποίος συμβόλιζε την υποταγή τους στους Ισπανούς, αλλά και να προσφέρουν υποχρεωτική εργασία, μέσω του θεσμού της «μίτα», σε μεταλλεία, αγροκτήματα και δημόσια έργα. Η εφαρμογή αυτού του θεσμού οδήγησε σε αναγκαστικές μαζικές μετακινήσεις ιθαγενών κοινοτήτων, ανάλογα με τις εργασιακές ανάγκες του αποικιακού συστήματος.
Παρόλο που το Στέμμα επεδίωξε, ευθύς εξαρχής, τη δημιουργία μιας διττής κοινωνικής οργάνωσης, όπου Ισπανοί και ιθαγενείς θα ζούσαν ουσιαστικά διαχωρισμένοι, η ισπανική αποικιακή κοινωνία υπέστη φυλετική και πολιτισμική πρόσμιξη. Η πολύ περιορισμένη παρουσία γυναικείου ισπανικού πληθυσμού σε σχέση με τον αντίστοιχο ανδρικό, οδήγησε, από τα πρώτα στάδια της αποικιακής διοίκησης, στη φυλετική διασταύρωση, με αποτέλεσμα να προκύψει ο τύπος του μιγά «μεστίσο», από πατέρα Ισπανό και μητέρα ιθαγενή. Άλλος παράγοντας που ευνόησε το ίδιο φαινόμενο ήταν η προσφορά ιθαγενών γυναικών στους Ισπανούς ως λαφύρων, κατά την εποχή των κατακτητικών πολέμων. Γενικά, οι αυτόχθονες γυναίκες υποχρεώνονταν με διάφορους τρόπους να έχουν σχέσεις με τους κατακτητές, αν και υπάρχουν και περιπτώσεις οικειοθελούς παράδοσης σε Ισπανούς, κυρίως λόγω της προσδοκίας ανταλλαγμάτων που θα βελτίωναν την κοινωνική κατάσταση των οικογενειών τους.
Πολύ σύντομα η ελεύθερη συμβίωση μικτών, φυλετικά, ζευγαριών εξελίχθηκε σε συνηθισμένο φαινόμενο, γεγονός που προκάλεσε την ανησυχία της Καθολικής Εκκλησίας, με αποτέλεσμα, από τις αρχές του 16ου αιώνα, τόσο η Εκκλησία, όσο και το Στέμμα, να επιτρέψουν τους μικτούς γάμους Ισπανών με ιθαγενείς γυναίκες, ούτως ώστε να μπορέσουν νομιμοποιηθούν τα ζευγάρια που έως τότε συμβίωναν ελεύθερα. Από την άλλη, βέβαια, πλευρά, προκειμένου να διατηρηθεί η φυλετική καθαρότητα, η ισπανική μοναρχία προώθησε την επανασύνδεση των οικογενειών των παντρεμένων Ισπανών που είχαν μεταβεί στις αποικίες, ενίσχυσε τη γυναικεία μετανάστευση με προέλευση τη μητρόπολη και αναγνώρισε προνόμια στους παντρεμένους αποίκους. Παρά τα μέτρα αυτά, η φυλετική πρόσμιξη εξελίχθηκε σε μέρος της νέας κοινωνικής πραγματικότητας και σύντομα διαμορφώθηκαν διάφοροι τύποι μιγάδων. Στη φυλετική ποικιλία συνέβαλαν βέβαια και οι μαύροι, οι οποίοι ήταν στην πλειονότητά τους σκλάβοι, και που άρχισαν να καταφθάνουν ολοένα και περισσότερο λόγω της έλλειψης εργατικών χεριών στις ισπανικές αποικίες.
Στην αποικιακή κοινωνία οι φυλετικές διαφορές έγιναν η βάση της κοινωνικής διαστρωμάτωσης και μετατράπηκαν σε ταξικά σύνορα. Ο έλεγχος των πιο κερδοφόρων οικονομικών δραστηριοτήτων και των διοικητικών και θρησκευτικών αξιωμάτων βρισκόταν, βέβαια, στα χέρια των Ισπανών και των απογόνων τους που είχαν γεννηθεί στην Αμερική, των κρεολών. Οι ιθαγενείς οδηγήθηκαν σε περιθωριοποίηση, ενώ ξεχωριστή ήταν η θέση των μεστίσος. Αρχικά, οι μιγάδες αυτοί ήταν κοινωνικά αποδεκτοί και κατείχαν μια ενδιάμεση θέση μεταξύ των Ισπανών και των ιθαγενών. Μάλιστα, αν ο μιγάς ανατρεφόταν από Ισπανούς, θεωρούνταν και οι ίδιος Ισπανός, ενώ θεωρούνταν ιθαγενής εφόσον μεγάλωνε μέσα στις κοινότητες των αυτοχθόνων κατοίκων. Σταδιακά, όμως, και ιδιαίτερα κατά τον 18ο αιώνα, οι κοινωνικές διακρίσεις με βάση φυλετικά κριτήρια έγιναν πιο αυστηρές και άκαμπτες, με αποτέλεσμα να επιδεινωθεί σημαντικά η κοινωνική θέση όχι μόνο των ιθαγενών, αλλά και των μιγάδων.5
Η εκμετάλλευση και η περιθωριοποίηση των ιθαγενών οδήγησαν σε διάφορες μορφές αντίστασης από την πλευρά των τελευταίων. Εκδηλώθηκαν από τα πρώτα στάδια της κατάκτησης και συνεχίστηκαν σε ολόκληρη τη διάρκεια της αποικιακής περιόδου. Κατά καιρούς, η αντίσταση των ιθαγενών προσλάμβανε ιδιαίτερα μαχητικό χαρακτήρα και μεγάλες διαστάσεις. Η πιο γνωστή περίπτωση αντίστασης κατά την ύστερη αποικιακή περίοδο είναι οι εξεγέρσεις που ξέσπασαν στην ευρύτερη περιοχή των Άνδεων το 1780, με αφορμή την επιβολή νέων φόρων στο πλαίσιο των μεταρρυθμίσεων που επέβαλε η δυναστεία των Βουρβόνων, η οποία είχε στο μεταξύ ανέλθει στον ισπανικό θρόνο. Από εκείνο το κύμα εξεγέρσεων, τον μεγαλύτερο αντίκτυπο είχε αυτή του Τουπάκ Αμάρου, απογόνου της βασιλικής οικογένειας των Ίνκας, που ξέσπασε το 1780 στο Περού. Το κίνημα του Τουπάκ Αμάρου, με κάλεσμα προς όλους τους καταπιεσμένους, ζητούσε την κατάργηση της αναγκαστικής εργασίας στα μεταλλεία και του φόρου που πλήρωναν οι ιθαγενείς, κατήγγελλε τις αυθαιρεσίες των τοπικών πολιτικών αρχών, ενώ παράλληλα επικαλούνταν τους προγόνους Ίνκας.6 Το κίνημα προκάλεσε την αντίδραση των ισπανικών αρχών αλλά και των κρεολών: η εξέγερση κατεστάλη βίαια το 1782 με απώλειες άνω των 100.000 νεκρών, στην πλειονότητα ιθαγενών.
Ο ρόλος των ιθαγενών στις επαναστάσεις για την ανεξαρτησία της Λατινικής Αμερικής
Τα επαναστατικά κινήματα για την ανεξαρτησία της Λατινικής Αμερικής ξεκίνησαν το 1810 ως αποτέλεσμα της κρίσης που προκάλεσε η κατάληψη της Ιβηρικής χερσονήσου από τον Ναπολέοντα. Το κενό εξουσίας που δημιουργήθηκε το 1808 από την αναγκαστική παραίτηση του βασιλιά της Ισπανίας Φερδινάνδου VII, κινητοποίησε μια φιλελεύθερη επανάσταση και οδήγησε τους λαούς της μητρόπολης και των αποικιών στην αναζήτηση μιας νέας πολιτικής νομιμότητας, που ως κατάληξη είχε τον διαχωρισμό τους.
Οι εμπνευστές και κύριοι πρωταγωνιστές αυτών των επαναστάσεων ήταν ομάδες μορφωμένων και εύπορων κρεολών, ενώ αντίθετα, ο ρόλος των ιθαγενών στην υπόθεση της ανεξαρτησίας ήταν γενικά περιορισμένος. Εξαίρεση αποτελούν οι σημαντικές λαϊκές εξεγέρσεις που σημειώθηκαν στο διάστημα 1810-1815 στην αντιβασιλεία της Νέας Ισπανίας (το σημερινό Μεξικό). Τις εξεγέρσεις αυτές υποκίνησαν και διηύθυναν δύο ιερείς, πρώτα ο Μιγκέλ Ιδάλγο και στη συνέχεια ο μιγάς Χοσέ Μαρία Μορέλος. Ο Ιδάλγο, τα ξημερώματα της 16ης Σεπτεμβρίου του 1810, συγκέντρωσε εκατοντάδες πιστούς στην εκκλησία της Ντολόρες, στην επαρχία Γουαναχουάτο του Μεξικού, και τους προσκάλεσε να αγωνιστούν ενάντια στους υψηλούς φόρους και στην καταπίεση. Ήταν η αρχή ενός ισχυρού λαϊκού κινήματος που κινητοποίησε χιλιάδες άνδρες και γυναίκες, κυρίως ιθαγενείς. Γεωγραφική βάση του ήταν οι επαρχίες όπου βρίσκονταν τα μεγάλα μεταλλεία αργύρου του Μεξικού, στα οποία πολλοί ιθαγενείς εργάζονταν ως ελεύθερη εργατική δύναμη.
Η παρακμή των μεταλλείων της περιοχής, η μεγάλη άνοδος της ανεργίας, οι κακές σοδειές των ετών 1808 και 1809 και οι συνεχείς διαμάχες που τις τελευταίες δεκαετίες είχαν οι ιθαγενείς κοινότητες με τους λευκούς γαιοκτήμονες, οι οποίοι επεδίωκαν να απορροφήσουν τα εδάφη των ιθαγενών, υπήρξαν παράγοντες που συνέβαλαν στη μαζική κινητοποίηση της μεξικανικής υπαίθρου. Το χαρακτηριστικό της εξέγερσης του Ιδάλγο ήταν ότι συνδύαζε το αίτημα της απόσχισης του Μεξικού με τις κοινωνικές διεκδικήσεις των ιθαγενών.
Μετά την εκτέλεση του Ιδάλγο το 1811, την ηγεσία της επανάστασης ανέλαβε ο Χοσέ Μαρία Μορέλος. Ήταν μιγάς, από άπορη οικογένεια, και είχε καταφέρει να γίνει ιερέας σε ενορίες φτωχών ιθαγενών στο Μιτσοακάν. Στη φάση αυτή, οι πολιτικοί στόχοι της επανάστασης έγιναν πιο ξεκάθαροι: συγκεκριμένα, το 1813 το κογκρέσο του Τσιλπανσίνγκο κήρυξε την ανεξαρτησία της Κεντρικής Αμερικής, ενώ το 1814 προχώρησε στην ψήφιση φιλελεύθερου συντάγματος που αναγνώριζε την λαϊκή κυριαρχία.7 Μεταξύ των κοινωνικών μεταρρυθμίσεων που αποφασίστηκαν ήταν η κατάργηση του φόρου των ιθαγενών, της δουλείας και του συστήματος των καστών, ενώ σε ένα αμφισβητούμενο κείμενο ο Μορέλος εμφανιζόταν να ζητά την κατάσχεση και αναδιανομή της περιουσίας των πλουσίων. Παρά τη μεγάλη κινητοποίηση των ιθαγενών, το 1815 η λαϊκή επανάσταση του Μεξικού είχε ουσιαστικά αποτύχει, τον δε Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς, ο Μορέλος συνελήφθη και εκτελέστηκε.
Αν και η συμμετοχή των ιθαγενών στις υπόλοιπες επαναστάσεις για την ανεξαρτησία της Λατινικής Αμερικής ήταν γενικά περιορισμένη, πολλά επαναστατικά προγράμματα περιείχαν αναφορές στους αυτόχθονες αγροτικούς πληθυσμούς προβλέποντας αναδασμό της γης και άλλα ευνοϊκά γι’ αυτούς μέτρα, σε συνάρτηση με το φιλελεύθερο πνεύμα της εποχής. Επιπλέον, στη φιλελεύθερη επαναστατική σκέψη ενσωματώθηκε ευθύς εξαρχής η ιδέα της νομικής ισότητας των ιθαγενών και της παραχώρησης σε εκείνους πλήρων πολιτικών δικαιωμάτων. Όλα τα συνταγματικά κείμενα που ψηφίστηκαν κατά την επαναστατική περίοδο έκαναν λόγο περί νομικής ισότητας όλων των ελεύθερων κατοίκων των επαναστατημένων περιοχών, ανεξάρτητα από φυλετικά κριτήρια. Με τον τρόπο αυτό, η νέα νομική τάξη εγκατέλειπε έναν θεμελιώδη άξονα της αποικιακής θεσμικής λογικής, που είχε δημιουργήσει δύο παράλληλες «πολιτείες», αυτή των Ισπανών και εκείνη των ιθαγενών.
Ενδιαφέρον επίσης παρουσιάζουν οι αναφορές των επαναστατημένων πατριωτών στους ιθαγενείς σε σχέση με τη διαμορφούμενη εθνική ιδεολογία των λατινοαμερικανικών λαών. Στη συγκεκριμένη συγκυρία, η ταυτότητα των νέων εθνών στηρίχθηκε στην ιδέα της ενότητας μεταξύ των ιθαγενών πληθυσμών και των επαναστατημένων κρεολών: σύμφωνα με την επαναστατική ρητορική, οι πρώτοι είχαν κατακτηθεί βίαια και μεταμορφωθεί σε μάρτυρες της διάλυσης των πολιτισμών τους, ενώ οι δεύτεροι είχαν υποστεί επί αιώνες τις αυθαιρεσίες του αποικιακού καθεστώτος που τους είχε παραγκωνίσει σε σχέση με τους προερχόμενους από τη μητρόπολη Ισπανούς.8 Αυτή η ιδέα της ιστορικής συνέχειας αποτυπώθηκε στην επανάκτηση στοιχείων των αυτόχθονων πολιτισμών. Για παράδειγμα, ορισμένα από τα πρώτα επαναστατικά συντάγματα επανέφεραν τοπωνύμια που χρησιμοποιούνταν στις γλώσσες των ιθαγενών, ενώ δεκάδες πατριωτικά τραγούδια εξυμνούσαν βασιλείς των Ίνκας και των Αζτέκων.9
Ωστόσο, αυτό το ιδεολόγημα της ιστορικής συνέχειας δεν θα ξεπερνούσε το επίπεδο της ρητορικής και σύντομα θα εγκαταλειπόταν όταν θα ερχόταν η ώρα της εθνικής συγκρότησης και της θέσπισης θεσμών και δομών εξουσίας. Στη φάση αυτή, οι κρεολοί που ηγήθηκαν των επαναστάσεων για την ανεξαρτησία, θεώρησαν αυτονόητη την υπεροχή τους σε σχέση με τους ιθαγενείς και παρόλο που οι περισσότεροι πίστευαν στις φιλελεύθερες αξίες, υπερασπίστηκαν τις καθιερωμένες κοινωνικές ιεραρχίες και έδειξαν ότι με κανένα τρόπο δεν επιθυμούσαν να θέσουν σε κίνδυνο την ισχύουσα κοινωνική σταθερότητα. Τελικά, ο φιλελευθερισμός των κρεολών έγινε το μέσο για τη νομιμοποίηση της κυριαρχίας τους επί των ιθαγενών πληθυσμών, οι οποίοι αποτελούσαν, ωστόσο, το μεγαλύτερο αριθμητικά τμήμα του πληθυσμού των νεοσύστατων κρατών της Λατινικής Αμερικής.
Δημιουργώντας τον πολίτη: το «πρόβλημα» των ιθαγενών
Κεντρική πτυχή της εθνικής συγκρότησης στη Λατινική Αμερική ήταν η διαμόρφωση του πολίτη. Οι φιλελεύθερες, γενικά, ηγετικές ομάδες που ανέλαβαν την εξουσία στα νεοσύστατα κράτη, αντιλαμβάνονταν αυτή τη διαδικασία ως πρόγραμμα διαπαιδαγώγησης και «εκπολιτισμού» των αμερικανικών κοινωνιών και κυρίως των αυτόχθονων λαών τους.10 Ειδικότερα στις χώρες εκείνες όπου οι ιθαγενείς αποτελούσαν μεγάλο μέρος ή την πλειονότητα του πληθυσμού, η συγκρότηση της έννοιας του πολίτη συνδέθηκε άρρηκτα με το λεγόμενο «ιθαγενικό ζήτημα».
Η αρχή της νομικής ισότητας των ιθαγενών που επιβλήθηκε από την επαναστατική περίοδο, εφαρμόστηκε, στα νεοσύστατα κράτη, στο θέμα της ψήφου: η συγκρότηση των εκλογικών καταλόγων δεν βασίστηκε σε φυλετικές διακρίσεις αλλά στηρίχθηκε σε άλλα κριτήρια, οικονομικά και μορφωτικά, τα οποία τυπικά εξίσωναν νομικά όλες τις φυλετικές ομάδες. Στην πράξη, βέβαια, το κριτήριο της ικανότητας γραφής και ανάγνωσης που επιβλήθηκε σε πολλές νεοσύστατες δημοκρατίες, απέκλειε από το δικαίωμα ψήφου τις κοινότητες των ιθαγενών.
Αν η παραχώρηση πολιτικών δικαιωμάτων στους ιθαγενείς είχε περιορισμένη έμπρακτη αξία, υπήρξαν άλλα θεσμικά ζητήματα, τα οποία επέφεραν ριζικές αλλαγές στις κοινότητες των τελευταίων. Δύο ήταν τα κυρίαρχα θέματα, τα οποία έπρεπε να διαχειριστούν οι φιλελεύθερες ηγετικές ομάδες των νέων κρατών της Λατινικής Αμερικής: το ζήτημα του φόρου των ιθαγενών και αυτό των συλλογικών γαιών των κοινοτήτων τους. Όπως προαναφέρθηκε, ο φόρος των ιθαγενών είχε επιβληθεί από τα πρώτα χρόνια της ισπανικής κατάκτησης και συμβόλιζε, από τη μια πλευρά, την υποταγή τους στο ισπανικό Στέμμα και από την άλλη, το καθεστώς κηδεμονίας στο οποίο υπήχθησαν. Την ίδια περίοδο αναγνωρίστηκαν και οι προστατευόμενες συλλογικές γαίες των ιθαγενών. Στη θεσμική λογική της αποικιοκρατίας, ο φόρος των ιθαγενών και οι δεσμευμένες κοινοτικές γαίες τους ήταν συνδεδεμένα μεταξύ τους, από τη στιγμή που ο φόρος, τον οποίον πλήρωναν οι ιθαγενείς, αποτελούσε προϋπόθεση του δικαιώματός τους να διατηρούν τη συλλογική τους γη και να απολαμβάνουν την προστασία του ισπανικού Στέμματος.
Από τα πρώτα χρόνια της επανάστασης, οι νέες φιλελεύθερες ηγεσίες προσανατολίστηκαν προς την κατεύθυνση της κατάργησης του φόρου των ιθαγενών, καθώς η διατήρησή του σήμαινε τη συνύπαρξη δύο διαφορετικών νομικών καθεστώτων και καταργούσε τη νομική ισότητα των πολιτών. Η κατάργηση του φόρου συνεπαγόταν, όμως, και την κατάργηση των συλλογικών γαιών των ιθαγενών, για την προστασία των οποίων καταβαλλόταν. Ούτως ή άλλως, ο φιλελευθερισμός δεν αναγνώριζε τη συλλογική μορφή ιδιοκτησίας ούτε οποιοδήποτε καθεστώς δεσμευμένων γαιών, οπότε οι ιθαγενείς έπρεπε να μετατραπούν σε ιδιοκτήτες γης ή ελεύθερους παραγωγούς. Η διαχείριση αυτών των δύο μεγάλων ζητημάτων χαρακτηρίστηκε από συνεχείς παλινωδίες. Ο Σιμόν Μπολίβαρ, για παράδειγμα, σε όλες τις περιοχές της Νοτίου Αμερικής που απελευθέρωσε, προώθησε μια φιλελεύθερη πολιτική γύρω από τη γη, η οποία συνεπαγόταν τόσο την κατάργηση του φόρου όσο και των κοινοτικών γαιών των ιθαγενών. Ωστόσο, το 1828 επανέφερε στην Κολομβία τον φόρο επί των ιθαγενών, με το σκεπτικό ότι οι αυτόχθονες δεν ήταν ακόμη ώριμοι, ως πολίτες, να ασκήσουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους. Ανάλογες αποφάσεις έλαβε και στο Περού, το οποίο κυβέρνησε τα πρώτα χρόνια μετά την απελευθέρωσή του: αρχικά κατάργησε τον φόρο των ιθαγενών και αποδέσμευσε τις συλλογικές γαίες τους, ωστόσο, λόγω των επεκτατικών διαθέσεων των μεγάλων γαιοκτημόνων, επανήλθε το 1825 με νέο διάταγμα, το οποίο απαγόρευε μέχρι το 1850 την πώληση της γης των ιθαγενών. Επιπλέον, το 1826 επανήλθε ο φόρος των ιθαγενών, κάτι που ίσχυσε μέχρι το 1854.11
Γενικότερα, μετά την Ανεξαρτησία, οι νέες ηγεσίες των λατινοαμερικανικών κρατών ταλαντεύτηκαν για μεγάλο διάστημα, ανάμεσα στα σημαντικά έσοδα που σήμαινε για τα κρατικά ταμεία η είσπραξη του καθιερωμένου φόρου των ιθαγενών και στα κέρδη που προσδοκούνταν από την απελευθέρωση της αγοράς της γης και την είσπραξη φόρων επί της ιδιοκτησίας.
Από τα μέσα του 19ου αιώνα, η διαδικασία της προώθησης μεταρρυθμίσεων σε σχέση με το καθεστώς των ιθαγενών συστηματοποιήθηκε, γεγονός που είχε αρνητικές συνέπειες για τις κοινότητες των αυτοχθόνων. Στο Μεξικό, ο νόμος Λέρδο του 1856, θέλοντας να εξαλείψει τις κορπορατιστικές δομές και να ενισχύσει την παραγωγικότητα της γης, κατάργησε τη συλλογική έγγεια ιδιοκτησία και άνοιξε τον δρόμο για την πώληση των δεσμευμένων γαιών που ανήκαν στις ιθαγενείς κοινότητες. Η νομοθεσία παραχωρούσε προτεραιότητα στους ιθαγενείς για την αγορά των γαιών που παραδοσιακά ανήκαν στις κοινότητές τους. Πράγματι, σε ορισμένες περιπτώσεις οι τεμαχισμένοι κλήροι όντως αποκτήθηκαν από ιθαγενείς, κυρίως από τους σχετικά εύπορους αρχηγούς τους, οι οποίοι συνέλεγαν και τους φόρους, ενώ άλλοι μετατράπηκαν σε εκμισθωτές αγροτεμαχίων. Ωστόσο, οι περισσότεροι ιθαγενείς είτε δεν είχαν τη δυνατότητα να καταβάλουν το αντίτιμο για την αγορά της γης τους, είτε μπορούσαν να αποκτήσουν πολύ μικρά και μη βιώσιμα κτήματα. Αρκετοί από αυτούς ουδέποτε εισήλθαν στη διαδικασία διεκδίκησης των γαιών τους, με αποτέλεσμα οι κλήροι τους να πωληθούν σε δημόσιους πλειστηριασμούς και να καταλήξουν, μέσω διαδικασιών αμφίβολης νομιμότητας, στα χέρια κερδοσκόπων και μεγάλων γαιοκτημόνων. Τελικά, παρά την αισιοδοξία των φιλελεύθερων ηγεσιών ως προς τη μετατροπή των ιθαγενών σε πολίτες με πλήρη ιδιοκτησιακά δικαιώματα πάνω στη γη τους, οι ιθαγενείς κοινότητες, στις περισσότερες περιπτώσεις, δεν κατάφεραν να ενταχθούν με επιτυχία στο νέο σύστημα της αγοράς.12
Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι οι ιθαγενείς αντιτάχθηκαν σθεναρά στην κατάργηση του ειδικού νομικού καθεστώτος τους και του φόρου που πλήρωναν, καθότι θεωρούσαν την καταβολή του ως κατοχύρωση του δικαιώματός τους να διατηρούν τις πατρογονικές συλλογικές γαίες τους. Αρχικά κατέφυγαν σε ένδικα μέσα διεκδίκησης, αλλά λόγω αποτυχίας αυτής της οδού, οδηγήθηκαν στην εξέγερση. Σε ολόκληρη τη διάρκεια του 19ου αιώνα και κυρίως στο δεύτερο μισό του, σημειώθηκαν, σε αρκετές χώρες της Λατινικής Αμερικής, σημαντικές εξεγέρσεις ιθαγενών, οι οποίες συνδέονταν με το θέμα της απελευθέρωσης της αγοράς της γης.13
Τελικά, η φιλελεύθερη νομική ισότητα των ιθαγενών επέβαλε στην πράξη την κοινωνική και οικονομική ανισότητά τους, καθώς καταργήθηκαν όλοι οι προστατευτικοί θεσμικοί μηχανισμοί του αποικιακού καθεστώτος. Η απώλεια της συλλογικής γης μετέτρεψε τους ιθαγενείς σε φθηνή ή δεσμευμένη από χρέη εργατική δύναμη. Αυτό συνέβαλε σημαντικά στην ανάπτυξη του αγροτοεξαγωγικού μοντέλου, το οποίο άρχισε να κυριαρχεί στις λατινοαμερικανικές χώρες από τα μέσα του 19ου αιώνα. Στην Κολομβία και στις χώρες της Κεντρικής Αμερικής, για παράδειγμα, η επέκταση της καλλιέργειας του καφέ και άλλων τροπικών προϊόντων, διευκολύνθηκε πολύ από τη διεύρυνση της αγοράς ελεύθερων ή ημι-ελεύθερων εργατικών χεριών, τα οποία απορροφούνταν γρήγορα από τα μεγάλα αγροκτήματα και τις φυτείες.
Διαφορετικό περιεχόμενο απέκτησε το ιθαγενικό ζήτημα στις χώρες εκείνες όπου σημαντικές νομαδικές κοινότητες αυτοχθόνων παρέμεναν ανυπόταχτες και ζούσαν σε περιοχές που δεν ελέγχονταν ακόμη από τον κρατικό μηχανισμό. Σε αυτές τις χώρες, η σταδιακή επέκταση του κρατικού ελέγχου στο σύνολο του εθνικού εδάφους θεωρήθηκε, από τις νέες πολιτικές ηγεσίες, ως απαραίτητη προϋπόθεση για την νίκη του «πολιτισμού» επί της «βαρβαρότητας». Στην Αργεντινή, για παράδειγμα, η σταθεροποίηση της νότιας εσωτερικής συνοριακής γραμμής και η αντιμετώπιση των συνεχών επιδρομών των ιθαγενών αποτέλεσαν βασικό μέλημα των νέων πολιτικών ηγεσιών ήδη από τη δεκαετία του 1820. Η λεγόμενη «Εκστρατεία της ερήμου», το 1833, επέτρεψε την επέκταση της επαρχίας του Μπουένος Άιρες χάρη στην απόσπαση μεγάλων εκτάσεων από τον έλεγχο των ιθαγενών λαών και εξασφάλισε σημαντικές και άμεσα εκμεταλλεύσιμες εκτάσεις που ενίσχυσαν την εξαγωγική κτηνοτροφία. Το νότιο σύνορο της Αργεντινής επεκτάθηκε πολύ κατά τη λεγόμενη «Κατάκτηση της ερήμου», που πραγματοποιήθηκε το 1878-1879, με σκοπό να λυθεί οριστικά το ζήτημα των ανυπόταχτων ιθαγενών λαών.
Από την περιθωριοποίηση στην επαναστατική δράση
Από τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα, αντίθετα με τις αρχικές φιλοδοξίες των ηγετικών ομάδων των λατινοαμερικανικών κρατών για τη μετατροπή των ιθαγενών σε ενσωματωμένους πολίτες, οι κοινότητές τους αποκλείστηκαν ουσιαστικά από τα οφέλη του εκσυγχρονισμού και αποτέλεσαν εθνοτικούς θύλακες στο εσωτερικό των νέων εθνών. Από το 1880 μέχρι τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Λατινική Αμερική μπήκε σε μια μακρά φάση εκσυγχρονισμού και γνώρισε βαθείς οικονομικούς και κοινωνικούς μετασχηματισμούς, οι οποίοι κατέληξαν σε περαιτέρω περιθωριοποίηση των ιθαγενών. Το άνοιγμα των λατινοαμερικανικών οικονομιών στο παγκόσμιο laissez – faire και η μετατροπή των χωρών της περιοχής σε εξαγωγείς πρώτων υλών και προϊόντων του πρωτογενούς τομέα, απαιτούσαν τη δημιουργία έργων υποδομής και την επέκταση της καλλιεργήσιμης γης, σε βάρος των γαιών των ιθαγενών κοινοτήτων. Ορισμένες χώρες της Νότιας Αμερικής όπως η Αργεντινή, η Ουρουγουάη, η Βραζιλία και σε μικρότερο βαθμό η Χιλή, που την ίδια περίοδο εφάρμοσαν ενεργητική πολιτική προσέλκυσης της ευρωπαϊκής μετανάστευσης, προώθησαν τη δημιουργία αγροτικών οικισμών σε εδάφη που άλλοτε έλεγχαν οι «αδρανείς» αυτόχθονες πληθυσμοί. Γενικά, αυτή η φάση εκσυγχρονισμού των λατινοαμερικανικών κοινωνιών συνοδεύτηκε από μεγάλες πολιτισμικές αλλαγές και από την κυριαρχία μιας θετικιστικής ιδεολογίας, με στοιχεία κοινωνικού δαρβινισμού, η οποία ταύτιζε τον ιθαγενή με την οπισθοδρομικότητα.
Την ίδια περίοδο έγιναν ορατά τα κοινωνικά προβλήματα του εκσυγχρονισμού και οι αρνητικές συνέπειες της αστικοποίησης που έφερε φτώχεια, άνοδο της εγκληματικότητας και ξέσπασμα επιδημιών με αφετηρία τις λαϊκές συνοικίες. Παράλληλα, με την είσοδο του 20ού αιώνα ενισχύθηκε η εργατική διαμαρτυρία με τη δραστηριοποίηση του εργατικού κινήματος και την επιρροή που άρχισαν να ασκούν στα λαϊκά στρώματα ιδεολογίες όπως ο αναρχισμός, ο σοσιαλισμός και αργότερα ο επαναστατικός συνδικαλισμός. Όλες αυτές οι εκδηλώσεις συνέθεσαν το λεγόμενο «κοινωνικό ζήτημα», μέρος του οποίου έγιναν και τα προβλήματα των ιθαγενών. Ως απάντηση, ορισμένες κυβερνήσεις δοκίμασαν μεταρρυθμιστικές πρωτοβουλίες, επιχειρώντας να κατευνάσουν τις αντιδράσεις των λαϊκών στρωμάτων.
Αντίθετα, στο Μεξικό, η συσσώρευση των λαϊκών αιτημάτων οδήγησε σε ένα επικό επαναστατικό κίνημα, τη Μεξικανική Επανάσταση του 1910. Επρόκειτο για μια πολυταξική επανάσταση, με αστικά και αγροτικά χαρακτηριστικά, στην οποία οι ιθαγενείς κοινότητες του νότιου Μεξικού, κινητοποιημένες από τον θρυλικό Εμιλιάνο Ζαπάτα, διαδραμάτισαν πρωταγωνιστικό ρόλο. Ο Ζαπάτα, ινδιάνικης καταγωγής και ο ίδιος, απαιτούσε την άμεση ανάκτηση της γης των ιθαγενών κοινοτήτων, η οποία είχε υφαρπαγεί από τα μεγάλα αγροκτήματα, με την ανοχή των τοπικών αρχών, κατά την εποχή του «Πορφιριάτου», όπως είναι γνωστό το καθεστώς του Πορφίριο Ντίας, που άσκησε την εξουσία στο Μεξικό επί τριάντα πέντε ολόκληρα χρόνια. Το «Σχέδιο Αγιάλα» του Ζαπάτα, προέβλεπε για την πολιτεία Μορέλος όπου κυριαρχούσαν πληθυσμιακά οι ιθαγενείς, ένα είδος αγροτικής δημοκρατίας, η οποία θα βασιζόταν στην αυτοκυβέρνηση των οικισμών των ιθαγενών, σε μορφές λαϊκής εξουσίας, στην εθνικοποίηση των λατιφούντιων και των αποστακτηρίων ζάχαρης, τέλος, στη συλλογική ιδιοκτησία της γης.14 Παρόλο που τα ριζοσπαστικά αυτά σχέδια τελικά παραμερίστηκαν, ειδικά μετά τη δολοφονία του Ζαπάτα το 1919, ο ζαπατισμός σφράγισε τη Μεξικανική Επανάσταση και τη μετέπειτα πορεία του Μεξικού, ασκώντας μεγάλη επίδραση σε όλες τις χώρες της Λατινικής Αμερικής, κυρίως σε ό,τι αφορούσε το αίτημα του αναδασμού της γης.
The storm that swept Mexico: Zapata
Παράλληλα, από τη δεκαετία του 1920 άρχισε να αναπτύσσεται σε αρκετές λατινοαμερικανικές χώρες ένας ριζοσπαστικός εθνικισμός, που είχε ως θεμελιώδεις αρχές τον αντιιμπεριαλισμό και τον ιθαγενισμό, δηλαδή την ενσωμάτωση στοιχείων και αξιών των ιθαγενών σε ένα πολιτικό πρόγραμμα. Εμπνευστές τέτοιων πολιτικών προγραμμάτων ήταν, για παράδειγμα, ο Αουγούστο Σαντίνο στη Νικαράγουα ή ο Βίκτωρ Άγια ντε λα Τόρρε που το 1924 ίδρυσε στο Περού την Αμερικανική Επαναστατική Λαϊκή Συμμαχία (APRA). Στις επόμενες δεκαετίες, αρκετές φιλολαϊκές λατινοαμερικανικές κυβερνήσεις συμπεριέλαβαν τους ιθαγενείς στα πολιτικά προγράμματά τους, αν και τα αποτελέσματα των όποιων αγροτικών μεταρρυθμίσεων – που ήταν το κύριο αίτημα των ιθαγενών – υπήρξαν τελικά πενιχρά.
Στη δεκαετία του 1960, οι λατινοαμερικανικές κοινωνίες εισήλθαν σε μια περίοδο έντονης ριζοσπαστικοποίησης. Η αποτυχία των μεταρρυθμιστικών και αναπτυξιακών πολιτικών των προηγούμενων δεκαετιών, αλλά και το παράδειγμα της Κουβανικής Επανάστασης του 1959, οδήγησαν στην ανάδυση δεκάδων αντάρτικων οργανώσεων στο σύνολο της Λατινική Αμερικής. Αρκετές από αυτές τις οργανώσεις διακρίνονταν για τον ριζοσπαστικό ιθαγενισμό τους, καθώς προσέδωσαν επαναστατικό περιεχόμενο στα χρόνια αιτήματα και στις παραδοσιακές αξίες των ιθαγενών κοινοτήτων. Ειδικά στη δεκαετία του 1970, κυρίως στην Κεντρική Αμερική, αναδύθηκε μια νέα γενιά αντάρτικων κινημάτων, όπου οι οργανωμένες πολιτικά ιθαγενείς κοινότητες διαδραμάτιζαν σημαίνοντα ρόλο. Η πιο χαρακτηριστική περίπτωση τέτοιων οργανώσεων ήταν ο «Αντάρτικος Στρατός των Φτωχών», που σχηματίστηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1970 στη Γουατεμάλα. Οι κοινότητες των Μάγια, που κυριαρχούσαν πληθυσμιακά στα υψίπεδα της χώρας και αποτελούσαν το 40% του συνολικού πληθυσμού της, αποτέλεσαν την κοινωνική βάση των παραπάνω οργανώσεων.15
Εξάλλου, εκείνη την εποχή σημαντικό μέρος των ιθαγενών της Γουατεμάλας συμμετείχε στο δυναμικό συνεταιριστικό αγροτικό κίνημα που άρχισε να αναπτύσσεται στη χώρα από τη δεκαετία του 1960 και έγινε το σημαντικότερο σε ολόκληρη την Κεντρική Αμερική. Αυτή η κινητοποίηση των ιθαγενών, που κατέληξε σε μαζικές απεργίες το 1980, καθώς και η γενικότερη ριζοσπαστικοποίησή τους, τούς έφεραν σε μετωπική σύγκρουση με το στρατιωτικό καθεστώς, το οποίο κυβερνούσε τη χώρα και αντιμετώπιζε τις ιθαγενείς κοινότητες ως ανατρεπτικές εστίες και σοβαρή απειλή για την καθιερωμένη κοινωνική και οικονομική τάξη. Στις αρχές της δεκαετίας του 1980, στο πλαίσιο του λεγόμενου «αντιανατρεπτικού πολέμου» που εκτυλισσόταν στην Κεντρική Αμερική, έλαβε χώρα στη Γουατεμάλα ένας συστηματικός αφανισμός των πολυπληθών ιθαγενών κοινοτήτων που είχε ως αποτέλεσμα 200.000 νεκρούς και ένα εκατομμύριο εκτοπισμένους και πρόσφυγες.16
Το σύγχρονο ιθαγενικό κίνημα
Ο σκληρές νεοφιλελεύθερες πολιτικές που εφαρμόστηκαν στη Λατινική Αμερικής στις δεκαετίες 1980 και 1990 οδήγησαν σε νέες μορφές κοινωνικής διαμαρτυρίας, στο πλαίσιο των οποίων οι οργανώσεις των ιθαγενών ανέπτυξαν πρωταγωνιστικό ρόλο. Το νέο ιθαγενικό κίνημα, που αυτοπροσδιορίζεται ως «ινδιανισμός» για να διαχωριστεί από τον πιο παραδοσιακό ιθαγενισμό, που καθοδηγούνταν από λευκούς προοδευτικούς διανοούμενους, απέκτησε πρωταγωνιστικό πολιτικό ρόλο στις χώρες των Άνδεων και σε ορισμένες άλλες της Κεντρικής Αμερικής.
Το νέο ιθαγενικό κίνημα άρχισε να συγκροτείται κυρίως μετά τον ξεσηκωμό των ιθαγενών του Ισημερινού, οι οποίοι συγκρότησαν μια δυναμική Συνομοσπονδία (Confederación de Nacionalidades Indígenas del Ecuador, CONAIE) ήδη από το 1986. Τον Ιούλιο του 1990 η CONAIE έκανε εντυπωσιακή είσοδο στην πολιτική σκηνή όταν εκατοντάδες χιλιάδες ιθαγενείς απέκλεισαν τους δρόμους γύρω από τις Άνδεις και προχώρησαν προς το Κίτο, υποστηρίζοντας τα αιτήματά τους για αναδιανομή της γης, ύδρευση, πολιτικές προστασίας των αγροτικών προϊόντων αλλά και για την αναγνώριση του πολυεθνικού χαρακτήρα του Ισημερινού. Σταδιακά η CONAIE έδωσε στη διαμαρτυρία της ευρύτερο χαρακτήρα και πρωταγωνίστησε σε δυναμικές κινητοποιήσεις ενάντια στις νεοφιλελεύθερες πολιτικές, μέσα στη δεκαετία του 1990.17
Οι εορτασμοί του Οκτωβρίου του 1992 για την πεντακοσιοστή επέτειο της άφιξης του Κολόμβου στην Αμερική, άνοιξαν τον δρόμο σε μια νέα ισχυρή πολιτική παρέμβαση του ιθαγενικού κινήματος σε ό,τι αφορά την ιστορική μνήμη και τις ερμηνείες του παρελθόντος. Οι οργανωμένοι ιθαγενείς της Λατινικής Αμερικής πρόβαλλαν τότε δυναμικά την ανάγνωση της ισπανικής κατάκτησης μέσα από τη δική τους οπτική. Σε μια αρχική φάση, οι δημόσιες παρεμβάσεις τους στηρίζονταν στην προβολή της καταπίεσης που είχαν υποστεί οι αυτόχθονες και στην προσπάθεια αναγνώρισης της ευρωπαϊκής εισβολής στην Αμερική ως «γενοκτονίας». Σε μια δεύτερη φάση, ο λόγος των οργανωμένων ιθαγενών πληθυσμών εστίασε στο αφήγημα της αντίστασής τους: άρχισε να δίνει έμφαση στις στρατηγικές επιβίωσής τους και να προβάλει το ότι οι ιθαγενείς πληθυσμοί δεν «αποικιοποιήθηκαν», παρόλη την εκμετάλλευση, την αρπαγή της γης τους και την περιθωριοποίησή τους. Σε τελευταία ανάλυση, το νέο ιθαγενικό κίνημα επιχείρησε να μετατρέψει τη λεγόμενη «μαύρη επέτειο» σε μια αισιόδοξη ημέρα διεκδίκησης του δικαιώματός τους στη γη τους, στη γλώσσα τους, στην πολιτισμική τους ταυτότητα, στην αυτοδιάθεση και στο δικό τους μοντέλο ανάπτυξης.18
Επόμενη εντυπωσιακή εκδήλωση του νέου ιθαγενικού κινήματος υπήρξε η ανάδυση του αντάρτικου κινήματος των Ζαπατίστας στο Μεξικό, το οποίο έκανε τη δημόσια εμφάνισή του την 1η Ιανουαρίου του 1994, ταυτόχρονα με τη θέση σε ισχύ της Βορειοαμερικανικής Συμφωνίας Ελεύθερου Εμπορίου, που συμβόλιζε την πλήρη ένταξη του Μεξικού στην παγκοσμιοποιημένη οικονομία. Οι Ζαπατίστας, με τη ριζοσπαστική ρητορική τους, την εντυπωσιακή χρήση των σύγχρονων μέσων επικοινωνίας από τον αρχηγό τους Μάρκος, τις πρωτότυπες κινητοποιήσεις τους και τη συγκρότηση πρωτοποριακών μορφών κοινοτικής οργάνωσης στην αυτοδιαχειριζόμενη περιοχή της επαρχίας Τσιάπας που ελέγχουν στο νότιο Μεξικό, κατέστησαν τους ιθαγενείς ορατούς όχι μόνο στο Μεξικό αλλά και σε ολόκληρο τον κόσμο.19
Οι μεγάλες πολιτικές συγκρούσεις της δεκαετίας του 1990 και η λεγόμενη «αριστερή στροφή» που σημειώθηκε στη Λατινική Αμερική στην αυγή του 21ου αιώνα, ανέδειξαν ακόμη εντονότερα τα αιτήματα του σύγχρονου ιθαγενικού κινήματος και τα μετέτρεψαν σε εναλλακτικά προγράμματα διακυβέρνησης. Μια σειρά από κυβερνήσεις που ανέλαβαν την εξουσία κατά την πρώτη δεκαετία του νέου αιώνα, εμπνεόμενες από το ιθαγενικό κίνημα, άρχισαν να πειραματίζονται με μια νέα δημοκρατική θεσμικότητα που επιχειρούσε να θεμελιώσει μια διαφορετική σχέση Κράτους και κοινωνίας, με άξονα τον πλουραλισμό και νέες μορφές πολιτικής συμμετοχής.20 Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η Βολιβία, όπου οι μεγάλες συγκρούσεις και εξεγέρσεις της δεκαετίας του 1990 που κορυφώθηκαν, μετά το 2000, με τους λεγόμενους «πολέμους» για το νερό και για το φυσικό αέριο ενάντια στις πολυεθνικές που εκμεταλλεύονταν αυτά τα βασικά αγαθά, άνοιξαν τον δρόμο για τη συγκρότηση ισχυρών κοινωνικών κινημάτων και οδήγησαν το 2006 τον ιθαγενή Έβο Μοράλες στην εξουσία. Ήταν ο πρώτος ιθαγενής πρόεδρος μιας χώρας, της οποίας πάνω από το 60% του πληθυσμού είναι αυτόχθονες. Τόσο η κυβέρνηση του Μοράλες, όσο και άλλες λατινοαμερικανικές ριζοσπαστικές ομόλογές τους εκείνης της εποχής, όπως του Ισημερινού, αναγόρευσαν σε κεντρικό άξονα της πολιτικής ατζέντας τους την ενίσχυση της κοινοτικής και συνεταιριστικής οικονομίας και την προώθηση μιας νέας αντίληψης της ανάπτυξης, σύμφωνης με τις αρχές του οικοσοσιαλισμού και εκείνων του αξιακού κώδικα του «ευ ζην» που ορίζει τα πολιτισμικά συστήματα των ιθαγενών κοινοτήτων.
Παρόλο που τα περισσότερα από τα παραπάνω προγράμματα δεν γνώρισαν ουσιαστική εφαρμογή, η επίδρασή τους στην πολιτική ζωή της Λατινικής Αμερικής υπήρξε καταλυτική. Εξάλλου, θα πρέπει να σημειωθεί ότι ορισμένες χώρες όπως η Βολιβία, ο Ισημερινός και η Βενεζουέλα, προχώρησαν, μέσω της ριζικής αναθεώρησης των συνταγμάτων τους, στην «επανίδρυση» των εθνών τους. Το νέο Σύνταγμα της Βολιβίας, για παράδειγμα, που ψηφίστηκε μέσω διενέργειας δημοψηφίσματος το 2009, έπειτα από μια μακροχρόνια και συγκρουσιακή διαδικασία, προχώρησε στην ίδρυση ενός πολυεθνικού κράτους, με άξονα την αναγνώριση της αυτονομίας των ιθαγενών κοινοτήτων και την αυτοδιαχείριση των εδαφών τους, ενώ έθεσε και τα θεμέλια μιας νέας θεσμικής οργάνωσης που κινείται ανάμεσα στην αντιπροσωπευτική και στην αποκεντρωμένη «κοινοτική» δημοκρατία.21 Ο πλουραλιστικός χαρακτήρας του «μετανεωτερικού», θα λέγαμε, κράτους της Βολιβίας, διακρίνεται στη συνύπαρξη διαφορετικών συστημάτων δικαιοσύνης, μορφών ιδιοκτησίας και ιατρικών λογικών, που πηγάζουν από τα δυτικά και τα ιθαγενή αντίστοιχα πολιτισμικά συστήματα.
Παρά τις επιτυχίες αυτές, οι αγώνες των ιθαγενών ακόμα συνεχίζονται, ειδικά σε περιοχές όπως η Αμαζονία, όπου η ανεξέλεγκτη επέκταση της εξορυκτικής βιομηχανίας και της υλοτομίας απειλεί τα εδάφη των κοινοτήτων τους. Παρόλο που η πρόοδος που έχει σημειωθεί, τις τελευταίες δεκαετίες, σε σχέση με τη θέση των ιθαγενών στις λατινοαμερικανικές κοινωνίες είναι σημαντική, τόσο σε πρακτικό όσο και σε συμβολικό επίπεδο, ο δρόμος για την εξασφάλιση μιας ισότιμης διαπραγματευτικής ικανότητας, της ουσιαστικής κατοχύρωσης των δικαιωμάτων τους και, βέβαια, της κοινωνικής ισότητας φαντάζει ακόμα μακρύς.
Ενδεικτική Βιβλιογραφία
Andolina, Robert, “The values of water: Development Cultures and Indigenous Cultures in Highland Ecuador, LARR, Vol. 47, No 2, 2012, 5-26.
Breña, Roberto, “Peculiaridades de la revolución hispánica: el proceso emancipador de la Nueva España (1808-1821), στο Marco Palacios, (επιμ.), Las independencias hispanoamericanas. Interpretaciones 200 años después, Μπογκοτά, Norma, 2009, σ. 294-295.
Caballero, Jesús Díaz, “El incaismo como primera ficción orientadora en la formación de la nación criolla en las Provincias Unidas del Río de la Plata”, A Contracorriente 3 (1), 2005, σ. 67-113.
Chávez, Daniel, César Rodríguez Garavito, Patrick Barrett, “¿Utopía revivida? Introducción al estudio de la nueva izquierda latinoamericana”, στο D. Chávez, C. Rodríguez Garavito, Patrick Barrett (ed.), La nueva izquierda en América Latina, Μαδρίτη, Catarata, 2008, σ. 31-77.
De Las Casas, Bartolomé, Brevísima relación de la destrucción de las Indias, Universidad de Antioquia, Medellín, 2011.
Escobar Ohmstede, Antonio (επιμ.), Los pueblos indios en tiempos de Benito Juárez (1847-1872),
Μεξικό, Universidad Autónoma Benito Juárez de Oaxaca, 2007.
Flores Galindo, Alberto, “La revolución tupamarista y los pueblos andinos”, στο A. F. Galindo, Buscando un Inca. Identidad y utopía en los Andes, Λίμα, Instituto de Apoyo Agrario, 1987, σ. 109- 143.
Gotkowitz, Laura, A Revolution for Our Rights: Indigenous Struggles for Land and Justice in Bolivia, 1880-1952, Durham – Λονδίνο, Duke University Press, 2007, σ. 20-30.
Halperín-Donghi, Tulio, Historia contemporánea de América Latina, Μπουένος Άιρες, Alianza,1998.
Henck, Nick, Subcommander Marcos: The Man behind the Mask, Durham, Duke University Press, 2007.
Le Bot, Yvon, La Guerre en Terre Maya. Communauté, violence et modernité au Guatemala (1970- 1982), Paris, Karthala, 1992.
Le Bot, Yvon, Subcomandante Marcos. El sueño Zapatista, Μεξικό, Plaza y Janés, 1997.
Mamani, Pablo, “Entre lo liberal y lo comunitario. ¿Un estado realmente plurinacional?”, Le Monde Diplomatique, Λα Πας, Δεκέμβριος 2008.
Manz, Beatriz, Refugees of a Hidden War: The Aftermath of Counterinsurgency in Guatemala,
Albany, State University of New York Press, 1988.
Mignolo, Walter, La idea de América Latina. La herida colonial y la opción decolonial,
Βαρκελώνη, Gedisa, 2007.
Newson, Linda, “The Demographic Impact of Colonization”, στο Víctor Bulmer-Thomas, John Coatsworth, Roberto Cortés Conde (επιμ.), The Cambridge Economic History of Latin America, Vol. I: The Colonial Era and the Short Nineteenth Century, Cambridge, Cambridge University Press, 2006, σ. 143-184.
Peralta, Víctor, “Comunidades, hacendados y burócratas en el Cusco, Perú, 1826-1854”, στο Leticia Reina (επιμ.), La Reindianización de América, siglo XIX, Μεξικό, Siglo XXI, 1997, σ. 53-69.
Portillo-Valdés, José M., Crisis Atlántica. Autonomía e independencia en la crisis de la monarquía española, Μαδρίτη, Fundación Carolina/Centro de Estudios Hispánicos e Iberoamericanos Marcial Pons, 2006.
Sánchez-Albornoz, Nicolás, La población de América Latina, Μαδρίτη, Alianza, 1977.
Scavino, Dardo, Narraciones de la independencia. Arqueología de un fervor contradictorio, Μπουένος Άιρες, Eterna Cadencia, 2010.
Womack, John, Zapata y la revolución mexicana, Μεξικό, Siglo XXI, 1969.
Βαρθολομαίος ντε Λας Κάζας, Η καταστροφή των Ινδιάνων, μτφ. Πηνελόπη Μαξίμου, Αθήνα, Στοχαστής, 2003.
Δαμηλάκου, Μαρία, «Η ιστορική μνήμη ως πολιτικό διακύβευμα: η ιστορία της “Ημέρας της φυλής” στη Λατινική Αμερική και το αφήγημα της ισπανικής “κατάκτησης”», Ιόνιος Λόγος 2 (2010) 187-220.
Δαμηλάκου, Μαρία, Ιστορία της Λατινικής Αμερικής από το τέλος της αποικιοκρατίας μέχρι σήμερα,
Αθήνα, Αιώρα, 2014 (2η έκδοση 2015).
Σημειώσεις
- Walter Mignolo, La idea de América Latina. La herida colonial y la opción decolonial, Βαρκελώνη, Gedisa, 2007, σ. 16 και 19. ↩︎
- Οι σχετικές εκτιμήσεις στις οποίες έχουν καταλήξει οι μελετητές του θέματος παρουσιάζουν σημαντικές αποκλίσεις μεταξύ τους: Nicolás Sánchez-Albornoz, La población de América Latina, Μαδρίτη, Alianza, 1977. ↩︎
- Linda Newson, “The Demographic Impact of Colonization”, στο Víctor Bulmer-Thomas, John Coatsworth, Roberto Cortés Conde (επιμ.), The Cambridge Economic History of Latin America, Vol. I: The Colonial Era and the Short Nineteenth Century, Cambridge, Cambridge University Press, 2006, σ. 143-184. ↩︎
- Bartolomé de Las Casas, Brevísima relación de la destrucción de las Indias, Universidad de Antioquia, Medellín, 2011 (ελληνική έκδοση του έργου: Βαρθολομαίος ντε Λας Κάζας, Η καταστροφή των Ινδιάνων, μτφ. Πηνελόπη Μαξίμου, Αθήνα, Στοχαστής, 2003. ↩︎
- Tulio Halperín Donghi, Historia contemporánea de América Latina, Μπουένος Άιρες, Alianza,1998, σ. 46. ↩︎
- Alberto Flores Galindo, “La revolución tupamarista y los pueblos andinos”, στο A. F. Galindo, Buscando un Inca. Identidad y utopía en los Andes, Λίμα, Instituto de Apoyo Agrario, 1987, σ. 109-143. ↩︎
- Roberto Breña, “Peculiaridades de la revolución hispánica: el proceso emancipador de la Nueva España (1808-1821), στο Marco Palacios, (επιμ.), Las independencias hispanoamericanas. Interpretaciones 200 años después, Μπογκοτά, Norma, 2009, σ. σ. 294-295. ↩︎
- Dardo Scavino, Narraciones de la independencia. Arqueología de un fervor contradictorio, Μπουένος Άιρες, Eterna Cadencia, 2010. ↩︎
- Jesús Díaz Caballero, “El incaismo como primera ficción orientadora en la formación de la nación criolla en las Provincias Unidas del Río de la Plata”, A Contracorriente 3 (1), 2005, σ. 67-113. ↩︎
- José M. Portillo Valdés, Crisis Atlántica. Autonomía e independencia en la crisis de la monarquía española, Μαδρίτη, Fundación Carolina/Centro de Estudios Hispánicos e Iberoamericanos Marcial Pons, 2006, σ. 211-256. ↩︎
- Víctor Peralta, “Comunidades, hacendados y burócratas en el Cusco, Perú, 1826-1854”, στο Leticia Reina (επιμ.), La Reindianización de América, siglo XIX, Μεξικό, Siglo XXI, 1997, σ. 53-69. ↩︎
- Antonio Escobar Ohmstede (επιμ.), Los pueblos indios en tiempos de Benito Juárez (1847-1872), Μεξικό, Universidad Autónoma Benito Juárez de Oaxaca, 2007. ↩︎
- Laura Gotkowitz, A Revolution for Our Rights: Indigenous Struggles for Land and Justice in Bolivia, 1880-1952, Durham – Λονδίνο, Duke University Press, 2007, σ. 20-30. ↩︎
- John Womack, Zapata y la revolución mexicana, Μεξικό, Siglo XXI, 1969. ↩︎
- Yvon Le Bot, La Guerre en Terre Maya. Communauté, violence et modernité au Guatemala (1970-1982), Paris, Karthala, 1992. ↩︎
- Beatriz Manz, Refugees of a Hidden War: The Aftermath of Counterinsurgency in Guatemala, Albany, State University of New York Press, 1988, σ. 7. ↩︎
- Robert Andolina, “The values of water: Development Cultures and Indigenous Cultures in Highland Ecuador”, LARR, Vol. 47, No 2, 2012, 5-26. ↩︎
- Μαρία Δαμηλάκου, «Η ιστορική μνήμη ως πολιτικό διακύβευμα: η ιστορία της “Ημέρας της φυλής” στη Λατινική Αμερική και το αφήγημα της ισπανικής “κατάκτησης”», Ιόνιος Λόγος 2 (2010) 187-220. ↩︎
- Yvon Le Bot, Subcomandante Marcos. El sueño Zapatista, Μεξικό, Plaza y Janés, 1997. Nick Henck, Subcommander Marcos: The Man behind the Mask, Durham, Duke University Press, 2007. ↩︎
- Daniel Chávez – César Rodríguez Garavito – Patrick Barrett, “¿Utopía revivida? Introducción al estudio de la nueva izquierda latinoamericana”, στο D. Chávez – C. Rodríguez Garavito – Patrick Barrett (εκδ.), La nueva izquierda en América Latina, Μαδρίτη, Catarata, 2008, σ. 31-77. ↩︎
- Pablo Mamani, “Entre lo liberal y lo comunitario. ¿Un estado realmente plurinacional?”, Le Monde Diplomatique, Λα Πας, Δεκέμβριος 2008. ↩︎