Οι πολεμικές καταστροφές και οι στρατιωτικές ήττες στη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 αποτέλεσαν θεμελιώδη συνιστώσα της προσπάθειας για την Ανεξαρτησία, καθώς καθόρισαν τις εξελίξεις σε στρατιωτικό, πολιτικό, διπλωματικό και κοινωνικό επίπεδο. Η ανάδειξη και η ερμηνεία αυτών των δύο γεγονότων, δηλαδή της Σφαγής της Χίου το 1822 και της εμβληματικής Εξόδου του Μεσολογγίου το 1826, αντικατοπτρίζει, πάνω απ’ όλα, την αποφασιστικότητα του ελληνικού στοιχείου για την επίτευξη της ελευθερίας, στόχος ο οποίος, κάποιες φορές, εκφράστηκε χωρίς πολιτικοστρατιωτικό ρεαλισμό, απέναντι σε μια παραπαίουσα αλλά στρατιωτικά ικανή Οθωμανική Αυτοκρατορία. Βεβαίως, τα δύο αυτά σημαντικά γεγονότα για την εξέλιξη της Επανάστασης, ούτως ή άλλως περικλείουν, χρονολογικά, ένα κοινό σύνολο στρατιωτικών και πολιτικών δεδομένων, που αφορούν ήττες και ανθρώπινες απώλειες[1].
Η διερεύνηση του αντίκτυπου των δύο συγκεκριμένων πολεμικών αυτών καταστροφών στις ευρωπαϊκές κοινωνίες, καταλήγει στην αναζωπύρωση του φιλελληνικού κινήματος, με θεμελιώδη άξονα τη λογοτεχνική και καλλιτεχνική δημιουργία, αλλά και τη γέννηση ενός κινήματος ιδεών που συνέβαλε στη θεσμική αναγνώριση της Επανάστασης. Οι στρατιωτικές ήττες, άλλωστε, συγκίνησαν σε μεγάλο βαθμό τους λαούς της Ευρώπης και επηρέασαν τις κυβερνήσεις τους όσον αφορά τη στάση τους έναντι της Ελληνικής Επανάστασης, η οποία αντιμετωπιζόταν με επιφυλακτικότητα. Θα έλεγε κανείς ότι ο αναπτυσσόμενος, εκείνη την περίοδο, Φιλελληνισμός, πολλαπλασίασε τις ανάλογες δραστηριότητες για την ενίσχυση των επαναστατημένων Ελλήνων, σε στιγμές που ο Αγώνας κινδύνευε ακόμη και με αποτυχία.
Η Σφαγή της Χίου
Επικεντρώνοντας στην περίπτωση της Σφαγής της Χίου, μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι στο βόρειο Αιγαίο, στις αρχές του 1821, επικρατούσε μια επαναστατική ευφορία, ιδιαίτερα έπειτα από την επιτυχία της Επανάστασης στη Σάμο τον Απρίλιο του 1821, υπό την αρχηγία του Λυκούργου Λογοθέτη[2].
Ωστόσο, το παράδειγμα της Σάμου υποκίνησε μια μερίδα του πληθυσμού της Χίου, κυρίως ασθενούς οικονομικής κατάστασης, σε επαναστατικό ενθουσιασμό, τον οποίο είχε ενισχύσει και η βαρύτατη φορολογία που είχε επιβάλει ο νέος Οθωμανός διοικητής Βαχίτ πασάς[3]. Με αυτά τα δεδομένα, Χιώτες επαναστάτες, υπό την αρχηγία του Χίου Αντώνη Μπουρνιά, απευθύνθηκαν στον Λυκούργο Λογοθέτη, τον οποίο επισκέφθηκαν στη Σάμο, ζητώντας τη βοήθειά του για την ανάληψη στρατιωτικής δράσης εναντίον της οθωμανικής φρουράς της Χίου. Η ανταπόκριση του Λογοθέτη υπήρξε θετική, παρά και την αντίρρηση του Δημητρίου Υψηλάντη σε μια προοπτική αυτού του είδους, όπως και την άρνηση των προκρίτων του νησιού[4].
Ο Λυκούργος Λογοθέτης έφθασε στη Χίο στις 10 Μαρτίου, έχοντας μαζί του περί τους 2.500 άνδρες, παρά το γεγονός ότι δεν είχε ενημερωθεί η προσωρινή ελληνική διοίκηση για την πράξη αυτή καθώς και για το ότι δεν είχε εξασφαλιστεί η υποστήριξη ναυτικής βοήθειας[5]. Έτσι, οι Σαμιακές δυνάμεις υποστηριζόμενες από τις εγχώριες του Μπουρνιά αλλά και από πλήθος χωρικών που προσέτρεξαν από διάφορες περιοχές της Χίου, πολιόρκησαν την οθωμανική φρουρά στο κάστρο της πόλης για περισσότερο από δύο εβδομάδες. Ακολούθως, οι Λογοθέτης και Μπουρνιάς, στις 16 Μαρτίου, κατήργησαν τη δημογεροντία του νησιού, ενώ παράλληλα οι άτακτοι στασιαστές λεηλατούσαν τις οικίες και τα μαγαζιά των Οθωμανών, όπως και των καθολικών[6]. Οι προύχοντες της Χίου παρακολούθησαν με ανησυχία την εξέλιξη των γεγονότων δίχως να συμμετέχουν σε αυτά, φοβούμενοι την αντίδραση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αλλά και την τύχη των εγκλεισμένων στο κάστρο[7]. Επρόκειτο, επί της ουσίας, για μία πρόχειρα οργανωμένη επιχείρηση, καθώς οι κάτοικοι της Χίου δεν ήταν κατάλληλα προετοιμασμένοι, αλλά και επειδή ο υπόλοιπος ελληνικός στόλος δεν ήταν σε θέση να συνδράμει.
Η μοναδική, ωστόσο, ναυτική υποστήριξη προήλθε μόνον από τα Ψαρά, τα οποία απέστειλαν έξι πλοία με πολεμοφόδια, καθώς η δύναμη των Σπετσών και της Ύδρας ήταν απασχολημένη στις ναυτικές επιχειρήσεις στο Ιόνιο Πέλαγος[8]. Από την αντίπαλη πλευρά, η αντίδραση του Σουλτάνου στα γεγονότα της Χίου υπήρξε άμεση. Αρχικά, διέταξε τον φόνο τριών προκρίτων ομήρων από τη Χίο που έτυχε να βρίσκονται στην Κωνσταντινούπολη, των Παντελή Ροδοκανάκη, Μιχαήλ Σκυλίτση και Θεόδωρου Ράλλη, καθώς και 60 περίπου εμπόρων, ενώ στη συνέχεια διέταξε τον ναύαρχο Καρά Αλή ν’ αποπλεύσει με τον οθωμανικό στόλο προς τη Χίο και να καταπνίξει την αντίσταση[9]. Έτσι, το απόγευμα της 30ής Μαρτίου 1922, ο οθωμανικός στόλος προσέγγισε το νησί, βομβάρδισε τις θέσεις των επαναστατών στην πόλη και αποβίβασε μεγάλες δυνάμεις, οι οποίες προσδιορίζονταν σε 7.000 ενόπλους[10].
Τα διαδραματιζόμενα στη Χίο από την απόβαση και μετά οδήγησαν στην καταστροφή του νησιού μέσα σε χρονικό διάστημα ενός μηνός. Συνυπολογίζεται, ωστόσο, ότι ο Λυκούργος Λογοθέτης και οι Σαμιώτες οπαδοί του αποχώρησαν από το νησί, καθώς η εξέγερση των προηγουμένων ημερών είχε πλέον καμφθεί. Ο Σπυρίδων Τρικούπης, πάντως, στηλιτεύει στην Ιστορία του την εν λόγω κίνηση των Σαμίων, ως ακολούθως: «…εγκατέλειψαν οι περί τον Λυκούργον όλην την νήσον, έπλευσαν εις Ψαρά, και εκείθεν επανήλθαν αβλαβείς εις τα ίδια, αφήσαντες τους δυστυχείς Χίους εις την γνωστήν απανθρωπίαν εχθρών, ους οι φεύγοντες ώπλισαν κατ’ αυτών…»[11].
Η σκληρότητα των οθωμανικών αντιποίνων οδήγησε σε χιλιάδες σφαγές του πληθυσμού και σε λεηλασίες ή εμπρησμούς οικιών[12]. Κατά συνέπεια, οι κάτοικοι απομακρύνθηκαν από την πόλη της Χίου καταφεύγοντας προς το εσωτερικό του νησιού, καταδιωκόμενοι, ωστόσο, από τα οθωμανικά στρατεύματα. Στις 2 Απριλίου, ανήμερα Πάσχα, οι οθωμανικές δυνάμεις κατευθύνθηκαν προς το Μοναστήρι του Αγίου Μηνά όπου είχαν καταφύγει περί τους 3.000 κάτοικοι. Εκεί, προέβησαν σε σφαγές του συνόλου σχεδόν των πολιορκούμενων, ενώ την επομένη ημέρα έκαναν επίθεση στο χωριό Άγιος Γεώργιος και ακολούθως κατευθύνθηκαν προς τα Μαστιχοχώρια[13]. Γενικά, μπορεί να ειπωθεί ότι ο Καρά Αλής και ο Βαχίτ Πασάς επέδειξαν υπερβάλλοντα ζήλο στην εκτέλεση της σουλτανικής εντολής, καθώς φονεύθηκαν ακόμη και μικρά παιδιά, γέροι και γυναίκες[14]. Είναι ενδεικτικό το γεγονός ότι ο Βρετανός πρέσβης στην Κωνσταντινούπολη, σε αναφορά του προς το Foreign Office ανέφερε ότι «η θηριωδία των Τούρκων εξήχθη μέχρι σημείου το οποίον αναγκάζει τον άνθρωπον να φρικιά»[15]. Ομοίως, ο Βρετανός πρόξενος στη Σμύρνη, Francis Werry, έγραφε προς την μεγάλη αγγλική εταιρεία της Ανατολής Levant Company: «Στον δρόμο των Φράγκων οδηγούνται πάνω – κάτω κοπάδια από παιδιά της Χίου για πούλημα»[16]. Σε κάθε περίπτωση, τα αιματηρά γεγονότα του 1822 προκάλεσαν δημογραφική καθίζηση στο νησί. Από τους 110.000 κατοίκους, οι νεκροί ανέρχονταν σε 30.000 με 40.000 περίπου, ενώ οι αιχμάλωτοι σε 40.000. Από το γενικό σύνολο επέζησαν και διεσώθησαν 15.000 με 20.000 άτομα, αλλά και από αυτούς παρέμειναν στο νησί περί τους 1.800[17].
Αποτιμώντας τις βασικές αιτίες της καταστροφής της Χίου, τονίζουμε την ευθύνη των επαναστατών Σαμίων και Χίων, προκύπτουσα από την επιπόλαιη εκτίμηση τους για τις ενδεχόμενες συνέπειες των ενεργειών τους. Βεβαίως, συνυπολογίζεται και το γεγονός ότι το μεγαλύτερο μέρος του χιακού πληθυσμού ήταν απροετοίμαστο για τη διεκδίκηση της ανεξαρτησίας του. Ευθύνες βαρύνουν και τη νεοσυσταθείσα κεντρική διοίκηση του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου, η οποία δεν απέστειλε εγκαίρως ναυτική βοήθεια. Η αδυναμία της κυβέρνησης να καθορίσει τα πολεμικά της σχέδια, η έλλειψη χρημάτων και οι έριδες μεταξύ των καπετάνιων της Ύδρας, των Σπετσών και των Ψαρών συνετέλεσαν στην αποτυχία της Επανάστασης στη Χίο[18].
Παρόλα αυτά, ο ελληνικός στόλος, υπό τον Ανδρέα Μιαούλη, εμφανίστηκε στις 30 Απριλίου μπροστά στη Χίο, αφού τις τελευταίες ημέρες διέσωζε φυγάδες από το νησί[19]. Χρησιμοποιώντας ως βάση τα Ψαρά εκείνη την περίοδο, τα ελληνικά πλοία παρενοχλούσαν τον οθωμανικό στόλο, ο οποίος ναυλοχούσε στο στενό μεταξύ Χίου και Τσεσμέ. Εντός του Μαΐου πραγματοποιήθηκαν τρεις αποτυχημένες επιθέσεις εναντίον του οθωμανικού στόλου, οι οποίες ενίσχυσαν τις έριδες μεταξύ Υδραίων και Σπετσιωτών, με αποτέλεσμα να αποχωρήσουν τα Σπετσιώτικα καράβια στις 31 του μήνα[20]. Πάντως, πραγματοποιήθηκε άλλη μία επίθεση κατά την διάρκεια της νύχτας 6 προς 7 Ιουνίου από δύο ελληνικά πυρπολικά, με αρχηγούς τον Υδραίο Ανδρέα Πιπίνο και τον Ψαριανό Κωνσταντίνο Κανάρη. Η επίθεση, η οποία προσέλαβε και τον χαρακτήρα των αντιποίνων για την σφαγή της Χίου, είχε νικηφόρα έκβαση για την ελληνική πλευρά, καθώς πυρπολήθηκε η οθωμανική ναυαρχίδα από τον Κωνσταντίνο Κανάρη[21]. Το πλήγμα ήταν μεγάλο για το οθωμανικό ναυτικό: η έκρηξη προκάλεσε τον θάνατο 2.000 ενόπλων καθώς και του ιδίου του ναυάρχου Καρά Αλή.
Σε κάθε περίπτωση, η εξέλιξη των γεγονότων σχετικά με την πυρπόληση της ναυαρχίδας, οδήγησε στην καταστροφή των Μαστιχοχωρίων της Χίου από τους Οθωμανούς στο πλαίσιο της εκδίκησής τους[22]. Από την άλλη πλευρά, ωστόσο, το πλήγμα οδήγησε στη μετακίνηση του οθωμανικού στόλου προς τα Μοσχονήσια και την Τένεδο[23]. Βέβαια, το κατόρθωμα του Κανάρη, παρά το γεγονός ότι ήταν ένα αντιστάθμισμα για την καταστροφή της Χίου, δεν είχε κάποια στρατιωτικά οφέλη για το νησί. Ωστόσο, καθυστέρησε τα σχέδια του οθωμανικού στόλου για την υποταγή και των υπολοίπων νησιών του Αιγαίου, η οποία έλαβε χώρα το 1824, με την καταστροφή των Ψαρών και της Κάσου. Σε ένα παράλληλο επίπεδο, όμως, η επιχείρηση εκδίκησης για τις σφαγές στη Χίο είχε διεθνή αντίκτυπο, καθώς ο Κανάρης έγινε γνωστός με τη δράση του, δεικνύοντας αφενός την αποφασιστικότητα ενός λαού που διεκδικούσε την ανεξαρτησία του και ενδυναμώνοντας αφετέρου την κίνηση του Φιλελληνισμού.
Σε τοπικό επίπεδο, τα γεγονότα της Σφαγής της Χίου, τα οποία ενείχαν και τον χαρακτήρα της εκδίκησης των Οθωμανών για τα γεγονότα του Σεπτεμβρίου του 1821 στην Τριπολιτσά, λειτούργησαν ανασταλτικά για άλλες άμεσες επαναστατικές ενέργειες στον νησιωτικό χώρο. Από την άλλη πλευρά, όμως, σε ένα διεθνές επίπεδο, το γεγονός συνετέλεσε, περισσότερο από κάθε άλλη πολεμική πράξη έως εκείνη την στιγμή, στην κινητοποίηση του ενδιαφέροντος της Ευρώπης για το Ελληνικό Ζήτημα[24]. Οι Ευρωπαίοι συνειδητοποίησαν το μέγεθος της σκληρής καταστολής που λάμβανε χώρα στο επαναστατημένο έδαφος από την οθωμανική διοίκηση. Ταυτόχρονα κατέστη ξεκάθαρο ότι ήταν πλέον αδύνατη η συνύπαρξη των Ελλήνων με τους Οθωμανούς στα επαναστατημένα μέρη και επομένως ανέφικτος και ο όποιος μεταξύ τους συμβιβασμός [25]. Οι σφαγές στη Χίο αποτέλεσαν την αιτία να δραστηριοποιηθεί η βρετανική γνώμη και να οργανωθεί σε ένα δραστήριο φιλελληνικό κίνημα[26]. Παράλληλα, μια πλούσια φιλελληνική αρθρογραφία που αναδείκνυε τα γεγονότα της Χίου κυκλοφόρησε στη Γαλλία και στη Γερμανία [27]. Ειδικότερα στη Γαλλία, πραγματοποιήθηκαν έρανοι για την παροχή βοήθειας στους διασωθέντες Χίους, ενώ ο ζωγράφος Eugène Delacroix συνέθεσε τον γνωστό πίνακα Η Σφαγή της Χίου, ο οποίος χαρακτηρίστηκε ως φιλελεύθερος και ριζοσπαστικός για την εποχή του[28].
Σε κάθε περίπτωση, λοιπόν, με τη Σφαγή της Χίου ενσαρκώθηκε η πρώτη μεγάλης έκτασης άσκηση βίας του οθωμανικού κράτους σε βάρος των επαναστατημένων Ελλήνων. Αντιστρόφως ανάλογα, μέσα από τη θυσία των Χίων ενεργοποιήθηκε ή και γεννήθηκε, σε κάποιες περιπτώσεις, το Φιλελληνικό κίνημα σε όλη την Ευρώπη, το οποίο γνώρισε την κορύφωσή του το 1826 με αφορμή την Έξοδο του Μεσολογγίου.
Η Έξοδος του Μεσολογγίου
Επεκτείνοντας, τώρα, τα προαναφερθέντα, επικεντρώνουμε την προσοχή μας στην Έξοδο του Μεσολογγίου το 1826. Χωρίς αμφιβολία, το τελευταίο διακύβευμα για την επιβίωση της Επανάστασης, μετά την επέλαση του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο, ήταν η τύχη της πόλης του Μεσολογγίου. Ο συμβολισμός της πόλης ήταν μεγάλος και η γεωγραφική στρατηγική σημασία της σημαντική, καθότι υπήρξε πόλος έλξης πολλών Φιλελλήνων, ενώ λειτουργούσε ταυτόχρονα και ως έδρα της «Γερουσίας της Δυτικής Χέρσου Ελλάδος»[29]. Επίσης, ήταν η μεγαλύτερη πόλη στη δυτική Ελλάδα, γεγονός που από μόνο του την καθιστούσε κέντρο πολιτικό και στρατηγικό, ενώ αποτελούσε και τον ενδιάμεσο σταθμό στη διακίνηση στρατευμάτων ανάμεσα στην Πελοπόννησο και την Ήπειρο[30].
Ως εκ τούτου, η κατάκτηση του Μεσολογγίου αποτελούσε κεντρικό στόχο της οθωμανικής διοίκησης. Η πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου ξεκίνησε τον Οκτώβριο του 1822 και ολοκληρώθηκε τον Δεκέμβριο του ιδίου έτους, χωρίς επιτυχία για τους πολιορκητές[31]. Ακολούθως, η δεύτερη πολιορκία εκδηλώθηκε τον Απρίλιο του 1825, με επικεφαλής τον Κιουταχή, παράλληλα με την εκστρατεία του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο.
Το αρχικό στάδιο αυτής της επιχείρησης ολοκληρώθηκε τον Δεκέμβριο του ιδίου έτους, εκ νέου δίχως επιτυχές αποτέλεσμα για τον οθωμανικό στρατό[32]. Γεγονός, το οποίο προκάλεσε δυσαρέσκεια στους Οθωμανούς και οδήγησε στην άφιξη του Ιμπραήμ στο Μεσολόγγι, με την ιδιότητα του ανώτατου διοικητή των στρατευμάτων της πολιορκίας. Στις 6 Νοεμβρίου του 1825, στα παράλια της δυτικής Στερεάς Ελλάδας έκαναν την εμφάνισή τους τα πρώτα πλοία του ενωμένου οθωμανικού και αιγυπτιακού στόλου, ενώ λίγες ημέρες αργότερα, στις 12 Δεκεμβρίου, τα αιγυπτιακά στρατεύματα αποβιβάστηκαν στο Κρυονέρι[33]. Επρόκειτο για 4.000 πεζούς και ιππείς, με επικεφαλής κυρίως Γάλλους αξιωματικούς, οι οποίοι έστησαν τις σκηνές τους αριστερά από εκείνες των στρατιωτών του Κιουταχή.
Συνεπώς, εκ των πραγμάτων το Μεσολόγγι εισήλθε πλέον στη δεύτερη και τελική φάση της πολιορκίας, που το οδήγησε τελικά στην πτώση του. Ο Ιμπραήμ κατέφθασε στις 18 Δεκεμβρίου συνοδευόμενος από άλλους 8.000 πολεμιστές και πλέον ο κλοιός γύρω από την πόλη άρχισε να σφίγγει ασφυκτικά[34]. Συνολικά, στις αρχές Ιανουαρίου του 1826, στο αιγυπτιακό στρατόπεδο υπήρχαν 9.000 άνδρες του τακτικού στρατού, 1.200 Αλβανοί ένοπλοι και αρκετές εκατοντάδες του μηχανικού, του ιππικού και του πυροβολικού[35].
Στο ελληνικό στρατόπεδο, στις αρχές Ιανουαρίου του 1826, 600 άνδρες από το στρατόπεδο της Δερκέβιστας ενίσχυσαν τη φρουρά του Μεσολογγίου, ενώ σημαντική τόσο για την ενίσχυση του ηθικού των πολιορκημένων όσο και για τον ανεφοδιασμό τους, υπήρξε η άφιξη του ελληνικού στόλου, υπό τον Ανδρέα Μιαούλη. Συγκεκριμένα, στις 5 Ιανουαρίου εμφανίστηκε ο ελληνικός στόλος, ο οποίος, αφού συμμετείχε σε αψιμαχίες στον Κορινθιακό κόλπο διασπώντας τον αποκλεισμό από τα αιγυπτιακά καράβια, μπόρεσε και αποβίβασε στη νησίδα Βασιλάδι της λιμνοθάλασσας λίγες ποσότητες τροφίμων και πολεμοφοδίων[36]. Ήταν η τελευταία παροχή βοήθειας προς το πολιορκημένο Μεσολόγγι, η οποία και παρέτεινε για μικρό χρονικό διάστημα την αντοχή των κατοίκων της πόλης[37].
Την ίδια περίοδο, οι εξελίξεις υποχρέωσαν τους πολιορκημένους να αποστείλουν εξαμελή επιτροπή στην κυβέρνηση για αίτηση βοήθειας. Έτσι, στις 17 Ιανουαρίου, δύο μέρες έπειτα από την απόρριψη της πρότασης του Ιμπραήμ για παράδοση της πόλης, η επιτροπή εγκατέλειψε το Μεσολόγγι με το πλοίο του Γ. Σαχτούρη.[38]. Ομοίως, ο πληρεξούσιος του Μεσολογγίου Σπυρίδων Τρικούπης πρότεινε να δοθούν στη φρουρά της πόλης 400.000 γρόσια και να γίνει ο σχετικός έρανος σε διάφορες επαρχίες. Ωστόσο, η γενικότερη δύσκολη κατάσταση προκάλεσε καθυστερήσεις στις ενέργειες της κυβέρνησης, η δε συγκέντρωση των χρημάτων, μετά από τρεις μήνες, δεν κατάφερε τελικά να προλάβει τα γεγονότα της πτώσης[39].
Η πτώση της νησίδας Βασιλάδι, στις 25 Φεβρουαρίου, σηματοδότησε την απαρχή για την πορεία προς την Έξοδο του Μεσολογγίου. Άλλωστε, η απώλεια του Βασιλαδίου έθεσε τέλος στη χαλαρή πολιορκία του Μεσολογγίου από την πλευρά της θάλασσας, την οποία τα ελληνικά πλοία, κατά καιρούς διασπούσαν[40]. Σχετικά, ο Αρτέμιος Μίχος στα Απομνημονεύματά του αναφέρει ότι «…Ούτω λοιπόν το χρησιμώτατον τούτο προπύργιον του Μεσολογγίου έπεσεν εις χείρας του εχθρού, και η απόκτησις αυτού, ως κατωτέρω ρηθήσεται, τα μέγιστα ωφέλησε τον πολιορκητήν…»[41]. Έτσι, οι δυνάμεις του Ιμπραήμ με την στρατιωτική αυτή ενέργεια κατέστησαν αδύνατο τον ανεφοδιασμό των Μεσολογγιτών. Ταυτόχρονα εξουδετέρωσαν δύναμη οπλοφόρων που υπήρχε στο Βασιλάδι[42]. Την ίδια ημέρα με το Βασιλάδι παραδόθηκε το Ανατολικό (σημερινό Αιτωλικό), ενώ, τρεις ημέρες αργότερα, στις 28 Φεβρουαρίου, ο Ιμπραήμ πραγματοποίησε νέες επιχειρήσεις κατά των νησιών Ντολμά και Πόρου, τα οποία κυρίευσε[43].
Το επόμενο διάστημα ο Ιμπραήμ περιορίστηκε σε βομβαρδισμό κατά του Μεσολογγίου με αποτέλεσμα, έως τις 20 Μαρτίου, οι νεκροί μεταξύ των πολιορκημένων να ανέρχονται σε 1.740, ενώ 100.000 οβίδες των Αιγυπτίων είχαν κατεδαφίσει τους προμαχώνες και τις περισσότερες οικίες της πόλης[44]. Μεταξύ των κατεστραμμένων κτιρίων ήταν και το οίκημα του τυπογραφείου της εφημερίδας Ελληνικά Χρονικά του Μάγερ, της οποίας το τελευταίο φύλλο εκδόθηκε στις 20 Φεβρουαρίου[45]. Μέσα σε αυτό το πολεμικό περιβάλλον, ο Ιμπραήμ, στις αρχές Μαρτίου, πρότεινε εκ νέου την παράδοση των αμυνομένων, δίχως αυτή να γίνει αποδεκτή από τους Μεσολογγίτες[46]. Εκτιμάται ότι οι τελευταίοι περίμεναν τη σωτηρία τους από την έλευση του ελληνικού στόλου, ο οποίος, όμως, αδυνατούσε, περί τα τέλη Μαρτίου, να διασπάσει τις αμυντικές γραμμές του εχθρού.
Ακολούθως, ο Ιμπραήμ, στις 25 Μαρτίου, αποφάσισε να επιτεθεί στο τελευταίο εναπομείναν νησί της λιμνοθάλασσας, την Κλείσοβα, με ένα μεικτό οθωμανικο – αιγυπτιακό σώμα, υπό τις διαταγές του Κιουταχή[47]. Την ευθύνη της υπεράσπισης της νησίδας είχε αναλάβει ο Παναγιώτης Σωτηρόπουλος μαζί με 130 πολεμιστές, οι οποίοι αντιστάθηκαν σθεναρά στους βομβαρδισμούς των εχθρικών πλοίων. Οι αιγυπτιακές δυνάμεις υπέστησαν μεγάλη ήττα, με περισσότερες από 1.200 σορούς Αιγυπτίων να ευρίσκονται μπροστά στα οχυρώματα της Κλείσοβας, όπως επίσης και πλήθος τουφεκιών, σπαθιών, πολεμοφοδίων και σημαιών[48]. Τη συγκεκριμένη νίκη για τους Μεσολογγίτες επισφράγισε ο θάνατος του Χουσεΐν μπέη, ο οποίος ενθάρρυνε, ψυχολογικά περισσότερο, τους πολιορκημένους.
Το κυρίαρχο πρόβλημα για το Μεσολόγγι, καθ’ όλη την πολιορκία, ήταν η σταδιακή γενική επιδείνωση των συνθηκών διαβίωσης[49]. Ήδη από τις αρχές Μαρτίου, πολλές οικογένειες είχαν αρχίσει να στερούνται το ψωμί και να τρέφονται με άλογα, μουλάρια, γαϊδούρια, σκύλους, γάτες ή ποντίκια. Στα τέλη Μαρτίου μάλιστα, αναγκάστηκαν να τρώνε αρμυρίκια, ενώ παρατηρήθηκαν και περιπτώσεις νεκροφαγίας[50]. Η πείνα, ο λιμός και η εξαθλίωση περιγράφηκαν σε πολλά κείμενα στρατιωτικών και Φιλελλήνων της εποχής, τα οποία προσέδωσαν στο Μεσολόγγι μια παγκόσμια διάσταση συμβόλου. Αξίζει, πάντως, να επισημανθεί ότι οι συγκεκριμένες συνθήκες δεν ελάττωσαν την άμυνα των πολιορκημένων, ούτε διατάραξαν την αλληλέγγυα σχέση αμάχων και ενόπλων. Χαρακτηριστική, ως προς αυτά, είναι η μαρτυρία του Σπυρομίλιου, ο οποίος σημείωνε ότι: «…Αλλά το χείριστον πάντων – προ πολλού είχον τελειώση αι θροφαί και είχον φάγη και τα χονδρά ζώα όλα, ώστε προ ενός μηνός ετρέφοντο με καβούρους και αλμιρίκια και η θροφή αύτη επροξένει βλάβην εις τους ανθρώπους, επειδή τους αδυνάτει τους πόδας, τους ησθένει, και μέχρι τέλους ετρελλαίνοντο διά ημέρας τινάς, ώστε σχεδόν όλη η φρουρά απέρασεν όλην την περιοδείαν της ασθενείας ταύτης…»[51].
Η Δεύτερη Πολιορκία του Μεσολογγίου
Οι συγκεκριμένες συνθήκες και αφού όλες οι προσπάθειες για διάσπαση του κλοιού του εχθρικού στόλου είχαν πλέον ναυαγήσει, οδήγησαν τις αρχές της πόλης να προχωρήσουν σε απελπισμένη έξοδο. Η τελευταία προγραμματίστηκε για την νύχτα της 10ης Απριλίου προς την 11η, Κυριακή των Βαΐων, ενώ οι πολιορκημένοι, παράλληλα, διεμήνυσαν στους Έλληνες του στρατοπέδου της Δερβέκιστας να τους βοηθήσουν με διενέργεια αντιπερισπασμού[52]. Το τελικό σχέδιο της Εξόδου, κατά τον Νικόλαο Κασομούλη, υπαγορεύθηκε στις 10 Απριλίου, από τον επίσκοπο Ρωγών Ιωσήφ, σε ειδική λειτουργία που τέλεσε το πρωινό της ημέρας εκείνης[53].
Ουσιαστικά, το σχέδιο προέβλεπε την έξοδο τόσο των ενόπλων σε δύο φάλαγγες, υπό τους Νότη Μπότσαρη και Δημήτρη Μακρή, όσο και των αμάχων, ως τρίτη ομάδα, με επικεφαλής τον Αθανάσιο Ραζηκότσικα. Στην οπισθοφυλακή είχε προγραμματιστεί να βρίσκεται ο Κίτσος Τζαβέλλας, ενώ για τους 600 ασθενείς και πληγωμένους στρατιώτες αποφασίστηκε να μεταφερθούν στα οχυρωμένα μεγάλα σπίτια και εκεί να πεθάνουν πολεμώντας[54]. Ωστόσο, η είδηση για την Έξοδο διέρρευσε στις αιγυπτιακές δυνάμεις και ο Ιμπραήμ ήταν στρατιωτικά έτοιμος για το ενδεχόμενο αυτό[55].
Το απόγευμα της τελευταίας ημέρας, προ της Εξόδου, οι πολιορκημένοι συγκεντρώθηκαν στις προσδιορισμένες θέσεις, ενώ όταν νύχτωσε, υπό πλήρη συννεφιά, πέρασαν τις γέφυρες πλησιάζοντας τους εχθρικούς προμαχώνες. Όταν, όμως, το σεληνόφως τους αποκάλυψε, οι αντίπαλες δυνάμεις έβαλαν εναντίον τους πυκνά πυρά τουφεκιών και πυροβόλων [56]. Έτσι, στο πεδίο της μάχης, το σώμα του Νότη Μπότσαρη άνοιγε το δρόμο προς το Μποχώρι, ο Κίτσος Τζαβέλλας είχε εισχωρήσει στις γραμμές του εχθρού και ο Μακρής προσπαθούσε να προσεγγίσει το δρόμο προς την Κλεισούρα, με αντικειμενικό στόχο να φθάσει στην ιερά μονή του Αγίου Συμεώνος, στην πλαγιά του Ζυγού[57]. Ωστόσο, εκείνες τις κρίσιμες στιγμές, μία κραυγή από το τρίτο σώμα των αμάχων «οπίσω, οπίσω!» είχε σαν συνέπεια αρκετοί να στραφούν, πάλι, προς την πόλη και να εξασθενίσει η ορμή της Εξόδου[58]. Μέσα στη σύγχυση που επακολούθησε, βρήκαν τραγικό θάνατο πολλοί επιφανείς πολεμιστές και Φιλέλληνες, όπως ο αρχηγός των Μεσολογγιτών Αθανάσιος Ραζηκότσικας.
Λίγο αργότερα, μέσα στη πόλη πλέον, ξεκίνησε από τις δυνάμεις του Ιμπραήμ η καταδίωξη των γυναικοπαίδων και των αμάχων παράλληλα με τις σφαγές, τις πυρπολήσεις και τις λεηλασίες. Ο Χρήστος Καψάλης, αφού είχε συγκεντρώσει κοντά του ασθενείς και τραυματίες, πυρπόλησε την πυριτιδαποθήκη[59]. Ομοίως, πραγματοποιήθηκε και η ανατίναξη του ανεμόμυλου από τον επίσκοπο Ρωγών Ιωσήφ, μετά από δύο ημέρες[60]. Τη νύχτα της Εξόδου, η μάχη συνεχίστηκε στους πρόποδες του Ζυγού, όπου κατόρθωσε να φθάσει ένα τμήμα της πρώτης φάλαγγας διασπώντας τις γραμμές των Αιγυπτίων[61].
Το ξημέρωμα της 11ης Απριλίου βρήκε το Μεσολόγγι και την ευρύτερη περιοχή γεμάτη σορούς. Από τους 3.000 πολεμιστές που έλαβαν μέρος στην Εξοδο, οι 1.700 έχασαν τη ζωή τους, ενώ μόνον 13 γυναίκες σώθηκαν και ελάχιστα από τα παιδιά. Μεταξύ των νεκρών συμπεριλαμβάνονταν οπλαρχηγοί όπως οι Αθ. Ραζηκότσικας, Ν. Στορνάρης, Α. Γριβογεώργης και Σιαδήμας, πρόκριτοι όπως οι Ι. Παπαδιαμαντόπουλος, Χ. Καψάλης, Αν. Παλαμάς, Γ. Φαράντος και Κ. Καρβούνης, ο μηχανικός Π. Κοκκίνης, ο επίσκοπος Ρωγών Ιωσήφ και αρκετοί Φιλέλληνες όπως ο εκδότης J. Μayer, ο Dittmar, ο Delaunay και ο βαρόνος Adolph von Lubtov[62]. Ακόμη, στις απώλειες συγκαταλέγονται και 6.000 γυναικόπαιδα, τα οποία κατέληξαν σε διάφορα σκλαβοπάζαρα της οθωμανικής επικράτειας[63].
Για την Έξοδο του Μεσολογγίου ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης σημειώνει, χαρακτηριστικά, στα Απομνημονεύματά του ότι «…μας ήλθε είδησις, μεγάλη Τετράδη, εις το δειλινό, που είχε παύσει η συνέλευσις, και είμεθα εις κάτι ίσκιους, μας ήλθε είδησις ότι το Μισολόγγι εχάθη· έτζι εβάλαμεν τα μαύρα όλοι, μισή ώρα εστάθη σιωπή που δεν έκρινε κανένας, αλλ’ εμέτραε καθένας με τον νούν του τον αφανισμόν μας· βλέποντας εγώ την σιωπήν εσηκώθηκα εις το πόδι, και τους ωμίλησα λόγια διά να εμψυχωθούν· τους είπα ότι το Μισολόγγι εχάθη ενδόξως, και θα μείνη αιώνας αιώνων η ανδρία·…»[64]. Αντίθετα, όπως ήταν φυσικό, στο αντίπαλο στρατόπεδο η είδηση προκάλεσε γενική ευφορία, καθώς επιτάχυνε τις στρατιωτικές διαδικασίες για την περαιτέρω οθωμανική κυριαρχία τόσο στη Ρούμελη όσο και στον Μοριά[65]. Ειδικότερα, ο Κιουταχής προχώρησε μέχρι την Αθήνα, την οποία κατέλαβε τον Αύγουστο του 1826, ο δε Ιμπραήμ λεηλάτησε άμεσα την Αχαΐα και εισέβαλε στην Τριπολιτσά στις 10 Μαΐου. Ως λογικό, η πτώση του Μεσολογγίου προκάλεσε και την πτώση της κυβέρνησης Κουντουριώτη καθώς επίσης και τη διάλυση της Γ΄ Εθνοσυνέλευσης, η οποία συνερχόταν από το Δεκέμβριο του 1825 στην Επίδαυρο[66].
Αξίζει, επίσης, να επισημανθεί ότι η συγκεκριμένη άμυνα των Μεσολογγιτών, περίπου επί ενάμισι έτος, καθυστέρησε σημαντικά την επίθεση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και ανέτρεψε τα σχέδια της, καθώς η αποτυχία του Κιουταχή, ανάγκασε τον Ιμπραήμ να εγκαταλείψει την Πελοπόννησο. Για την περίπτωση της Εξόδου του Μεσολογγίου, υπογραμμίζεται ότι δεν επρόκειτο για μια σαφή στρατιωτική νίκη των οθωμανο-αιγυπτίων, αλλά για μια έμμεση παράδοση των ελεύθερων πολιορκημένων, ως αποτέλεσμα της εξάντλησης και της βούλησής τους να μην κυριευθούν από τον εχθρό[67].
Κατά τα άλλα, εντάσσουμε την δοκιμασία των Μεσολογγιτών στην αναθέρμανση του γενικότερου φιλελληνικού κινήματος[68]. Ο αναπτυσσόμενος Φιλελληνισμός, μετά την Εξοδο του Μεσολογγίου, πολλαπλασίασε ταχύτατα τις ανάλογες δραστηριότητες για την ενίσχυση των επαναστατημένων Ελλήνων. Καθοριστική υπήρξε η οικονομική συμβολή των φιλελληνικών κομιτάτων της Ευρώπης και της Αμερικής κατά την τελευταία περίοδο του Αγώνα, καθώς, παντού διοργανώθηκαν έρανοι. Το Γαλλικό φιλελληνικό κομιτάτο κυριάρχησε στην οργάνωση των εράνων με συντονιστή τον Γαλλοελβετό τραπεζίτη Jean – Gabriel Eynard. Αντίστοιχα, στις ΗΠΑ, η είδηση της πτώσης του Μεσολογγίου έφθασε στα τέλη Ιουλίου του 1826 και την άνοιξη του 1827 απέπλευσαν με προορισμό την Ελλάδα δύο πλοία φορτωμένα με τρόφιμα και ρούχα αξίας 23.000 δολαρίων, που είχαν αγοραστεί με χρήματα των εράνων.
Επίσης, η πτώση του Μεσολογγίου κινητοποίησε τους ανθρώπους του πνεύματος και της τέχνης. Έτσι, οργανώθηκαν από τα διάφορα φιλελληνικά κομιτάτα εκθέσεις ζωγραφικής, διαλέξεις, παραστάσεις, απαγγελίες ποιημάτων και συναυλίες, με αποτέλεσμα να ενισχυθεί η «φιλελληνική φιλολογία και τέχνη». Κυρίως, κατά τα έτη 1827 και 1828, κυκλοφόρησαν στην Ευρώπη πολλά ποιήματα και άλλα λογοτεχνικά ή θεατρικά έργα, εμπνευσμένα από τον αντίκτυπο που είχε προκαλέσει η πτώση του Μεσολογγίου, ενώ δόθηκε μια νέα ώθηση στην τέχνη με θέματα από το Μεσολόγγι. Ανάμεσα στους ανθρώπους του πνεύματος και των τεχνών που ενέπνευσε το δράμα του Μεσολογγίου και δημιούργησαν εμπνευσμένοι από αυτό, συγκαταλέγονται οι Victor Hugo, Johann Wolfgang Goethe, Wilhelm Müller. Μάλιστα, ήδη, στην έκθεση της γκαλερί Lebrun «προς ενίσχυση των Ελλήνων» το 1826 ο Eugène Delacroix παρουσίασε το γνωστό πίνακά του Η Ελλάδα στα ερείπια του Μεσολογγίου[69].
Κατά συνέπεια, πιστώνεται στη συλλογική μας μνήμη ότι το Μεσολόγγι αποτελεί μια μοναδική εποποιία στο πλαίσιο της νεότερης ελληνικής ιστορίας[70]. Η θυσία του μετουσιώθηκε σε ένα σύμβολο ανθρώπινης πάλης για τα ιδανικά της ελευθερίας και της ανεξαρτησίας. Τα γεγονότα της πολιορκίας και ο απόηχος της Εξόδου κατέστησαν το Μεσολόγγι και την ιστορία του ως ένα διαχρονικό σημείο αναφοράς ιδανικών και πανανθρώπινων αξιών. Από τότε και εξής, το Μεσολόγγι στα μάτια των Ευρωπαίων άρχισε να ενσαρκώνει τον ίδιο τον απελευθερωτικό Αγώνα των Ελλήνων και ο προοδευτικός τύπος της Ευρώπης αρθρογραφούσε συστηματικά υπέρ της Ελληνικής Επανάστασης. Έτσι, όπως συνέβη μετά την καταστροφή της Χίου το 1822, έτσι και το έπος της Εξόδου του Μεσολογγίου προώθησε το Ελληνικό Ζήτημα, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, σε διεθνή κλίμακα.
Ενδεικτική Βιβλιογραφία
Σημειώσεις
[1] Νικόλαος Α. Αναστασόπουλος, Από τη σφαγή της Χίου στην Έξοδο του Μεσολογγίου. Οι πολεμικές αποτυχίες και οι επιπτώσεις τους, Αθήνα 2021, σσ. 25 – 31.
[2] Βασίλης Σφυρόερας, «Σταθεροποίηση της Επαναστάσεως 1822 – 1823», Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμ. ΙΒ΄, Αθήνα 1975, σ. 244, Κ. Α. Αλεξανδρής, Αι ναυτικαί επιχειρήσεις του υπέρ ανεξαρτησίας αγώνος 1821 – 29, Αθήνα 1930, σσ. 39 – 42, Douglas Dakin, Ο Αγώνας των Ελλήνων για την Ανεξαρτησία 1821 – 1833, Αθήνα 1983, σ. 84.
[3] Τάσος Βουρνάς, Σύντομη ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης, Αθήνα 1999, σσ. 129 – 130, Ειρήνη Καραβόλου, Συμβίωση Ελλήνων και Οθωμανών στη Χίο πριν από το 1822. Η τύχη των αιχμαλώτων και η εικόνα των Οθωμανών Τούρκων ως «άλλων» στις αφηγήσεις της καταστροφής και σε άλλες πηγές του 19ου αιώνα, Διδακτορική Διατριβή, Ιωάννινα 2018, σσ. 164 – 165,
[4] Γεώργιος Φίνλεϋ, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως (μτφ. Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης), τόμ. Α΄, Αθήνα 2020, σσ. 297 – 299, Διονύσιος Κόκκινος, Η Ελληνική Επανάστασις, τόμ. 2, Αθήνα 1974, σσ. 606 – 608.
[5] Βασίλης Σφυρόερας, «Σταθεροποίηση της Επαναστάσεως 1822 – 1823», ό. π., σ. 244, Διονύσης Τζάκης, «Τα πολεμικά γεγονότα. Α. Οι εξελίξεις στα μέτωπα του πολέμου (1822 – 1824)», Ιστορία του νέου Ελληνισμού 1770 – 2000, τόμ. 3, Αθήνα 2003, σ. 97.
[6] Απόστολος Ε. Βακαλόπουλος, Ιστορία του νέου Ελληνισμού, η μεγάλη Ελληνική Επανάσταση (1821 – 1829), τόμ. ΣΤ΄, Θεσσαλονίκη 1982, σσ. 68 – 69, Ειρήνη Καραβόλου, Συμβίωση Ελλήνων και Οθωμανών στη Χίο, ό. π., σσ. 171 – 176, Αλέξανδρος Μ. Βλαστός, Χιακά ήτοι Ιστορία της νήσου Χίου, τόμ. Β΄, εν Ερμουπόλει 1840, σσ. 193 – 197.
[7] Απόστολος Ε. Βακαλόπουλος, Ιστορία του νέου Ελληνισμού, ό. π., σσ. 68 – 70, Βαχίτ Πασάς, Απομνημονεύματα πολιτικά, εν Ερμουπόλει Σύρου 1861, σσ. 61 – 63.
[8] Νικόλαος Α. Αναστασόπουλος, Από τη σφαγή της Χίου στην Έξοδο του Μεσολογγίου, ό. π., σσ. 38 – 39, Διονύσης Τζάκης, «Τα πολεμικά γεγονότα. Α. Οι εξελίξεις στα μέτωπα του πολέμου (1822 – 1824)», ό. π., σ. 97.
[9] Απόστολος Ε. Βακαλόπουλος, Ιστορία του νέου Ελληνισμού, ό. π., σσ. 71 – 72, Διονύσιος Κόκκινος, Η Ελληνική Επανάστασις, ό. π., σσ. 611.
[10] Διονύσιος Κόκκινος, Η Ελληνική Επανάστασις, ό. π., σσ. 614 – 614, Γεώργιος Φίνλεϋ, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, ό. π., σσ. 300 – 301.
[11] Σπυρίδων Τρικούπης, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, τόμ. Β΄, εν Λονδίνω αωξα, σ. 196.
[12] Νικόλαος Α. Αναστασόπουλος, Από τη σφαγή της Χίου στην Έξοδο του Μεσολογγίου, ό. π., σσ. 40 – 45, Μαρία Χριστίνα Χατζηιωάννου, Στη δίνη της Χιακής Καταστροφής (1822). Διασταυρούμενες ιστορίες και συλλογική ταυτότητα, Αθήνα 2021, Κώστας Ε. Φραγκομίχαλος, Οι σφαγές της Χίου το 1822: ποιός ο ακριβής αριθμός των θυμάτων τους, Χίος 1999, Γ. Μακριδάκης (επιμ.), Η Χίος κατά την Ελληνική Επανάσταση και τη σφαγή, Μαρτυρίες και ιστορικά κείμενα, Χίος 2005, Μαρία Γιατράκου, «Αναλυτική βιβλιογραφία περί της επαναστάσεως και καταστροφής της Χίου (1822)», Δελτίον της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας της Ελλάδος, τόμ. 21, Αθήναι 1978, σσ. 273 – 316, Ν. Δ. Σωτηράκης, Η ματωμένη Χίος του 1822. Τρία χρονικά της Επανάστασης, Αθήνα 1991.
[13] Διονύσιος Κόκκινος, Η Ελληνική Επανάστασις, ό. π., σσ. 615 -618.
[14] Ειρήνη Καραβόλου, Συμβίωση Ελλήνων και Οθωμανών στη Χίο, ό. π., σσ. 185 – 186, Απόστολος Ε. Βακαλόπουλος, Ιστορία του νέου Ελληνισμού, ό. π., σσ. 74 – 76.
[15] Θάνος Μ. Βερέμης, Γιάννης Σ. Κολιόπουλος, Ιάκωβος Δ. Μιχαηλίδης,, 1821 η δημιουργία ενός έθνους – κράτους, Αθήνα 2018, σσ. 168 – 169.
[16] Κυριάκος Σιμόπουλος, Πως είδαν οι ξένοι την Ελλάδα του 21, Αθήνα 2004, σσ. 134 – 135.
[17]Κώστας Κόμης, «Η Χίος στη δεκαετία του 1820. Ένα υπόμνημα (1828) από το στατιστικό έργο της καποδιστριακής εποχής», Δωδώνη τεύχ. 1 (1993), Ιωάννινα σσ. 5 – 17, Κώστας Κόμης, Νησιωτικά, Ιωάννινα 2004, σσ. 217 – 220, Κώστας Ε. Φραγκομίχαλος, Οι σφαγές της Χίου το 1822, ό. π., σ. 55.
[18] Νικόλαος Α. Αναστασόπουλος, Από τη σφαγή της Χίου στην Έξοδο του Μεσολογγίου, ό. π., σσ. 43 – 45, Διονύσης Τζάκης, «Τα πολεμικά γεγονότα. Α. Οι εξελίξεις στα μέτωπα του πολέμου (1822 – 1824)», ό. π., σ. 97 – 98, Διονύσιος Κόκκινος, Η Ελληνική Επανάστασις, ό. π., σσ. 624 – 625.
[19] Αναστάσιος Κ. Ορλάνδος, Ναυτικά ήτοι Ιστορία των κατά τον υπέρ Ανεξαρτησίας της Ελλάδος Αγώνα πεπραγμένων υπό των τριών Ναυτικών νήσων ιδίως δε των Σπετσών, τόμ. Α΄, εν Αθήναις 1869, σσ. 258 – 260.
[20] Διονύσης Τζάκης, «Τα πολεμικά γεγονότα. Α. Οι εξελίξεις στα μέτωπα του πολέμου (1822 – 1824)», ό. π., σσ. 97 – 98, Διονύσιος Κόκκινος, Η Ελληνική Επανάστασις, ό. π., σσ. 630 – 634.
[21] Βασίλης Σφυρόερας, «Σταθεροποίηση της Επαναστάσεως 1822 – 1823», ό. π., σσ. 247 – 249, Διονύσης Τζάκης, «Τα πολεμικά γεγονότα. Α. Οι εξελίξεις στα μέτωπα του πολέμου (1822 – 1824)», ό. π., σσ. 97 – 98, Ed. Jurien de la Gravière, Ιστορία του Αγώνα των Ελλήνων για την Ανεξαρτησία 1821 – 1833, κυρίως του Ναυτικού, Αθήνα 1988, σσ. 103 – 105, Αναστάσιος Κ. Ορλάνδος, Ναυτικά ήτοι Ιστορία, ό. π., σσ. 266 – 269, Κ. Α. Αλεξανδρής, Αι ναυτικαί επιχειρήσεις, ό. π., σσ. 42 – 44.
[22] Βασίλης Σφυρόερας, «Σταθεροποίηση της Επαναστάσεως 1822 – 1823», ό. π., σ. 249, Διονύσιος Κόκκινος, Η Ελληνική Επανάστασις, ό. π., σσ. 646 – 647.
[23] Διονύσης Τζάκης, «Τα πολεμικά γεγονότα. Α. Οι εξελίξεις στα μέτωπα του πολέμου (1822 – 1824)», ό. π., σ. 98.
[24] Νικόλαος Α. Αναστασόπουλος, Από τη Σφαγή της Χίου στην Έξοδο του Μεσολογγίου, ό. π., σσ. 47 – 49, C. M. Woodhouse, Ο πόλεμος της Ελληνικής Ανεξαρτησίας (μτφ. Α. Σ. Βλάχος), Αθήναι 1978, σσ. 126 – 127.
[25] Απόστολος Ε. Βακαλόπουλος, Ιστορία του νέου Ελληνισμού, ό. π., σ. 85.
[26] Douglas Dakin, Ο Αγώνας των Ελλήνων, ό. π., σσ. 141 – 142.
[27] Βασίλης Σφυρόερας, «Σταθεροποίηση της Επαναστάσεως 1822 – 1823», ό. π., σ. 249.
[28] Διονύσιος Κόκκινος, Η Ελληνική Επανάστασις, ό. π., σσ. 622 – 624.
[29] Χρήστος Λούκος, Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, Αθήνα 2010, σσ. 23 – 24.
[30] Θάνος Μ. Βερέμης, Γιάννης Σ. Κολιόπουλος, Ιάκωβος Δ. Μιχαηλίδης,, 1821 η δημιουργία ενός έθνους – κράτους, ό. π., σ. 197.
[31] Αντώνης Διακάκης, Το Μεσολόγγι στο 1821, Αθήνα 2019, σσ. 76 – 104, Βασίλης Σφυρόερας, «Σταθεροποίηση της Επαναστάσεως 1822 – 1823», Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμ. ΙΒ΄, Αθήνα 1975, σσ. 272 – 275, Απόστολος Ε. Βακαλόπουλος, Ιστορία του νέου Ελληνισμού, η μεγάλη Ελληνική Επανάσταση (1821 – 1829), τόμ. ΣΤ΄, Θεσσαλονίκη 1982, σσ. 310 – 329.
[32] Αντώνης Διακάκης, Το Μεσολόγγι στο 1821, ό. π., σσ. 251 – 328, Διονύσιος Κόκκινος, Η Ελληνική Επανάστασις, τόμ. 5, Αθήνα 1974, σσ.182 – 227, Απόστολος Ε. Βακαλόπουλος, «Η Επανάσταση κατά το 1825», Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμ. ΙΒ΄, Αθήνα 1975, σσ. 393 – 397.
[33] Απόστολος Ε. Βακαλόπουλος, Ιστορία του νέου Ελληνισμού, η μεγάλη Ελληνική Επανάσταση (1821 – 1829), τόμ. Ζ΄, Θεσσαλονίκη 1986, σσ. 430 – 435.
[34] Νικόλαος Α. Αναστασόπουλος, Από τη σφαγή της Χίου στην Έξοδο του Μεσολογγίου, ό. π., σσ. 160 – 162, Απόστολος Ε. Βακαλόπουλος, «Η Επανάσταση κατά το 1825», ό. π., σ. 397.
[35] Αντώνης Διακάκης, Το Μεσολόγγι στο 1821, ό. π., σ. 329.
[36] Κ. Α. Αλεξανδρής, Αι ναυτικαί επιχειρήσεις, ό. π., σσ. 107 – 109, Αναστάσιος Κ. Ορλάνδος, Ναυτικά ήτοι Ιστορία, ό. π., σσ. 309 – 310.
[37] Διονύσιος Κόκκινος, Η Ελληνική Επανάστασις, ό. π., σ.244.
[38] Σπυρομίλιος, Απομνημονεύματα της Δευτέρας πολιορκίας του Μεσολογγίου 1825 – 1826, Αθήναι 1926, σσ. 109 – 122.
[39] Απόστολος Ε. Βακαλόπουλος, «Η Επανάσταση κατά το 1826», Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμ. ΙΒ΄, Αθήνα 1975, σσ. 408 – 409.
[40] Τάσος Βουρνάς, Σύντομη ιστορία, ό. π., σ. 193
[41] Αρτέμιος Ν. Μίχος, Απομνημονεύματα της δευτέρας πολιορκίας του Μεσολογγίου (1825 – 1826), εν Αθήναις 1883, σ. 50.
[42] Νικόλαος Κ. Κασομούλης, Ενθυμήματα στρατιωτικά της Επαναστάσεως των Ελλήνων 1821 – 1833, τόμ. Β΄, Αθήναι 1941, σσ. 202 – 203, Απόστολος Ε. Βακαλόπουλος, Ιστορία του νέου Ελληνισμού, ό. π., σ. 450, Διονύσιος Κόκκινος, Η Ελληνική Επανάστασις, ό. π., σσ. 253 – 256, Νικόλαος Μακρής, Ιστορία του Μεσολογγίου, Μεσολόγγιον 1908, σσ. 49 – 54, Νικόλαος Αθ. Κολόμβας, Βασιλάδι, οι Ανδρείοι Υπερασπιστές του, Αθήνα 2010, σσ. 103 – 114.
[43] Σπυρομίλιος, Απομνημονεύματα, ό. π., σσ. 128 – 129.
[44] Νικόλαος Α. Αναστασόπουλος, Από τη σφαγή της Χίου στην Έξοδο του Μεσολογγίου, ό. π., σσ. 165 – 167, Απόστολος Ε. Βακαλόπουλος, Ιστορία του νέου Ελληνισμού, ό. π., σ. 453.
[45] Διονύσιος Κόκκινος, Η Ελληνική Επανάστασις, ό. π., σσ. 262 – 264.
[46] Τάσος Βουρνάς, Σύντομη ιστορία, ό. π., σ. 194, Αρτέμιος Ν. Μίχος, Απομνημονεύματα, ό. π., σσ. 58 – 61.
[47] Διονύσιος Κόκκινος, Η Ελληνική Επανάστασις, ό. π., σσ. 265 – 270, Νικόλαος Α. Κολόμβας, Η εποποιΐα της Κλείσοβας (25 Μαρτίου 1826), Αθήνα 1994, Νικόλαος Κ. Κασομούλης, Ενθυμήματα στρατιωτικά, ό. π., σ. 230 – 237.
[48] Απόστολος Ε. Βακαλόπουλος, Ιστορία του νέου Ελληνισμού, ό. π., σσ. 454 – 458.
[49] Νικόλαος Α. Αναστασόπουλος, Από τη σφαγή της Χίου στην Έξοδο του Μεσολογγίου, ό. π., σσ. 168 – 171, Θάνος Μ. Βερέμης, Γιάννης Σ. Κολιόπουλος, Ιάκωβος Δ. Μιχαηλίδης,, 1821 η δημιουργία ενός έθνους – κράτους, ό. π., σσ. 198 – 203, Σπυρίδων Τρικούπης, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, τόμ. Γ΄, εν Λονδίνω αωξβ΄, σσ.335 – 336.
[50] Απόστολος Ε. Βακαλόπουλος, Ιστορία του νέου Ελληνισμού, ό. π., σσ. 457 – 458.
[51] Σπυρομίλιος, Απομνημονεύματα, ό. π., σ. 132.
[52] Απόστολος Ε. Βακαλόπουλος, «Η Επανάσταση κατά το 1826», ό. π., σσ. 412 – 413, Alphonse Nuzzo Mauro, La catastrophe di Mesolongi avvenuta nel giorno 22 Aprile 1826, Napoli 1830,σσ. 9 – 15.
[53] Θάνος Μ. Βερέμης (επιμ.), 1821 Τριπολιτσά Μεσολόγγι – Πολιορκία και Άλωση – Μέσα από τις μαρτυρίες των αγωνιστών, Αθήνα 2019, σσ. 187 – 193, Αντώνης Διακάκης, Το Μεσολόγγι στο 1821, ό. π., σσ. 356 – 363.
[54] Νικόλαος Α. Αναστασόπουλος, Από τη σφαγή της Χίου στην Έξοδο του Μεσολογγίου, ό. π., σσ. 171 – 175, Απόστολος Ε. Βακαλόπουλος, Ιστορία του νέου Ελληνισμού, ό. π., σσ. 462 – 463.
[55] Απόστολος Ε. Βακαλόπουλος, «Η Επανάσταση κατά το 1826», ό. π., σσ. 412 – 413.
[56] Διονύσιος Κόκκινος, Η Ελληνική Επανάστασις, ό. π., σσ. 276 – 280.
[57] Τάσος Βουρνάς, Σύντομη ιστορία, ό. π., σ. 200.
[58] Αρτέμιος Ν. Μίχος, Απομνημονεύματα, ό. π., σ. 82.
[59] Διονύσιος Κόκκινος, Η Ελληνική Επανάστασις, ό. π., σ. 285.
[60] Ιωάννης Κατσαβός, «Ο Επίσκοπος Ρωγών και Κοζύλης Ιωσήφ και η ανεκτίμητη προσφορά του στις πολιορκίες του Μεσολογγίου», Τα Αιτωλικά, τεύχ. 15 (Ιούλιος – Δεκέμβριος 2010), Αθήνα, σσ. 271 – 274.
[61] Αντώνης Διακάκης, Το Μεσολόγγι στο 1821, ό. π., σσ. 357 – 358.
[62] Νικόλαος Α. Αναστασόπουλος, Από τη σφαγή της Χίου στην Έξοδο του Μεσολογγίου, ό. π., σσ. 178 – 179, Αντώνης Διακάκης, Το Μεσολόγγι στο 1821, ό. π., σ. 361, Απόστολος Ε. Βακαλόπουλος, Ιστορία του νέου Ελληνισμού, ό. π., σσ. 468 – 469.
[63] Νικόλαος Αθ. Κολόμβας, Μεσολόγγι, Η τραγική μοίρα των αμάχων κατά την τελευταία πολιορκία, Αθήνα 2019, σσ. 73 – 82, Αντώνης Διακάκης, Το Μεσολόγγι στο 1821, ό. π., σσ. 381 – 386.
[64] Διήγησις συμβάντων της ελληνικής φυλής από τα 1770 έως τα 1836, Υπαγόρευσε Θεόδωρος Κωνσταντίνου Κολοκοτρώνης (εισ. – σχολ. Ιάκωβος Δ. Μιχαηλίδης), Αθήνα 2020,σσ. 199 – 200.
[65] Douglas Dakin, Η ενοποίηση της Ελλάδας 1770 – 1923, Αθήνα 2005, σσ. 235 – 237.
[66] Θάνος Μ. Βερέμης (επιμ.), 1821 Τριπολιτσά Μεσολόγγι, ό. π., σσ. 79 – 80, Απόστολος Ε. Βακαλόπουλος, «Η Επανάσταση κατά το 1826», ό. π., σσ. 434 – 435, C. M. Woodhouse, Ο πόλεμος της Ελληνικής Ανεξαρτησίας, ό. π., σσ. 167 – 168.
[67] Νικόλαος Α. Αναστασόπουλος, Από τη σφαγή της Χίου στην Έξοδο του Μεσολογγίου, ό. π., σσ. 182 – 184.
[68] Στέφανος Ι. Παπαδόπουλος, Το Μεσολόγγι και ο φιλελληνισμός, Ιωάννινα 1971, Απόστολος Ε. Βακαλόπουλος, Ιστορία του νέου Ελληνισμού, ό. π., σσ. 481 – 525.
[69] Λουκία Δρούλια, «Ο Φιλελληνισμός, φιλελεύθερο και ριζοσπαστικό πολιτικό κίνημα», Ιστορία του νέου Ελληνισμού 1770 – 2000, τόμ. 3, Αθήνα 2003, σ. 284, Walter Puchner, Το 1821 και το θέατρο, από τη μυθποίηση στην απομυθποίηση, Αθήνα 2020, σσ. 58 – 132, Χαράλαμπος Ν. Μπαμπούνης, Η Γραμματεία «των Εκκλησιαστικών και της Δημοσίου Εκπαιδεύσεως» και η εκπαιδευτική πραγματικότητα κατά την καποδιστριακή περίοδο, Διδακτορική Διατριβή, Αθήνα 1998, σσ. 65 – 67.
[70] Νικόλαος Α. Αναστασόπουλος, Από τη σφαγή της Χίου στην Έξοδο του Μεσολογγίου, ό. π., σσ. 184 – 186.