Συνέντευξη προς τον Δημήτρη Μητσόπουλο (Οκτώβριος 2017)
Κύριε Κορνέτη, θα ήθελα να σας ρωτήσω αν η δεκαετία του ’60 υπήρξε «σύντομη» ή «μακρά», καθώς βλέπουμε ότι στο βιβλίο σας προτείνετε τη δεύτερη εκδοχή, γεγονός και ερμηνεία, που δεν είναι συνηθισμένη στην Ελλάδα
Ένα σημαντικό στοιχείο που προτείνω στο βιβλίο έχει να κάνει με αυτό που στην ιστορία ονομάζουμε περιοδολόγηση– κοινώς πώς αντιλαμβανόμαστε τον χρόνο. Το σχήμα που πρότειναν διάφοροι ιστορικοί για τη δεκαετία του ’60 και που πιστεύω ταιριάζει και στην ελληνική περίπτωση, είναι πως ο καλύτερος τρόπος προκειμένου να εξεταστεί, είναι να θεωρηθεί ως μια εκτενέστερη χρονολογικά περίοδος, η «μακρά δεκαετία του εξήντα», που ξεκινά το 1958 και φτάνει μέχρι τη διεθνή πετρελαϊκή κρίση του 1974. Ένα είδος χρονολόγησης τέτοιου τύπου θα είχε νόημα και για την Ελλάδα, παρά τις επίμονες αντιρρήσεις αρκετών πολιτικών επιστημόνων στη χώρα μας. Στην Αθήνα πραγματοποιήθηκε το 2005 ένα ολόκληρο συνέδριο αφιερωμένο σε αυτή την περίοδο, παρουσιάζοντας την ελληνική δεκαετία του εξήντα ως «σύντομη δεκαετία», επειδή η πορεία της διακόπηκε βίαια με την επιβολή της δικτατορίας των Συνταγματαρχών το 1967. Κατά την άποψή μου, όμως, η προδικτατορική περίοδος είναι αξεδιάλυτα συνυφασμένη με τα ίδια τα χρόνια της Δικτατορίας. Δεν πρέπει να κατανοηθεί μόνο με βάση τις τομές, αλλά επίσης με βάση τις συνέχειες, και πρέπει να μελετηθεί με αυτό τον τρόπο. Η Χούντα, τέλος δεν κατάφερε να κλείσει εντελώς την στρόφιγγα επικοινωνίας με τον έξω κόσμο, όπως θεωρείται λανθασμένα, παρότι το προσπάθησε και παρότι θέλησε να καλλιεργήσει την πλήρη απομόνωση από τις διεθνείς εξελίξεις· δεν τα κατάφερε ωστόσο.
Πως καταλήξατε στη πολύ ενδιαφέρουσα διάκριση μεταξύ της γενιάς των Λαμπράκηδων, τη γενιά του Ζήτα, όπως την αποκαλείτε και τη γενιά του Πολυτεχνείου;
Γενικά με ενδιαφέρει το ζήτημα της «γενιάς» – πώς ορίζεται, πώς διαμορφώνεται, ποια είναι τα στοιχεία που την καθορίζουν. Οι γενιές δεν είναι ορισμένες χρονικές περίοδοι, αλλά ηλικιακές ομάδες που υφίστανται εάν και μόνο εάν μοιράζονται μια κοινή ιστορική εμπειρία. Παρότι, λοιπόν, οι νέοι της «μακράς» δεκαετίας του 60 εντάσσονται στην ίδια βιολογική γενιά, αντέδρασαν με διαφορετικό τρόπο στα πολιτικά ερεθίσματα και τείνουν να αυτοαναπαριστάνονται διαφορετικά στις αφηγήσεις της ζωής τους. Το έτος κλειδί για την πολιτική δράση των νέων πριν από τη δικτατορία ήταν το 1963. Η δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη, τον Μάιο της ίδιας χρονιάς, αποτέλεσμα της ανάδυσης ενός εκτεταμένου «παρακρατικού» μηχανισμού που βασιζόταν στη βία και στην τρομοκράτηση των αριστερών, σημάδεψε τη γενιά αυτή των νέων ανθρώπων, λειτουργώντας ως ενοποιητικό γεγονός και καταλύτης για την πολιτικοποίησή της. Ο νεκρός Λαμπράκης αναδείχθηκε σχεδόν ακαριαία σε σύμβολο του πρωτοποριακού κινήματος που συγκροτήθηκε στις αρχές του Ιουνίου του 1963 και πήρε το όνομά του, δηλαδή της Δημοκρατικής Νεολαίας Λαμπράκη, που αργότερα ονομάστηκε «Νεολαία Λαμπράκη» ή απλά «Λαμπράκηδες». Επειδή ακριβώς ο Λαμπράκης αποτέλεσε καίρια φυσιογνωμία για τη συλλογική αναπαράσταση της αριστερής νεολαίας της εποχής, ονομάζω αυτή την ηλικιακή ομάδα «γενιά του Ζήτα», δανειζόμενος τον τίτλο του ομώνυμου βιβλίου του Βασιλικού.
Η γενιά του Ζήτα περιλάμβανε κυρίως νέους που γεννήθηκαν περίπου στο διάστημα από το 1944 μέχρι το 1949, με αποτέλεσμα η δεκαετία του 1940 να αποτελεί σημαντικό διαμορφωτικό άξονα για τις ιστορικές εμπειρίες της, το φαντασιακό και τη μνήμη των μελών της, που πολλές φορές αυτοπροσδιορίζονται ως άνθρωποι που δεν έζησαν ανέμελα νεανικά χρόνια. Ως εκ τούτου, τείνουν να αναπαριστούν τη δολοφονία του Λαμπράκη το 1963, αλλά και την επιβολή της δικτατορίας το 1967, ως γραμμική συνέχεια του ίδιου του Εμφυλίου Πολέμου. Σημείο-σταθμό για τη γενιά αυτή αποτελεί φυσικά η συνταγματική εκτροπή της 21ης Απριλίου. Η γενιά του Ζήτα έζησε τα πιο σκληρά χρόνια του καθεστώτος –τα πρώτα χρόνια της χούντας– με συνεχείς φυλακίσεις, λογοκρισία και στρατιωτικό νόμο σε πλήρη ισχύ. Με τα πανεπιστήμια να βρίσκονται υπό καθεστώς τρόμου, μετά τη βίαιη διάλυση όλων των φοιτητικών παρατάξεων και συλλόγων, προσπάθησε να αντισταθεί μέσα από υπόγεια δίκτυα –τις αντιδικτατορικές οργανώσεις- που πετούσαν τρικάκια, τοποθετούσαν εκρηκτικά και γενικά προσπαθούσαν να κάνουν αισθητή την ύπαρξη και διενέργεια αντίστασης. Έως το 1971 όμως, οργανώσεις όπως ο Ρήγας Φεραίος είχαν ήδη εντοπιστεί από το χουντικό καθεστώς και είχαν αποδεκατιστεί. Τα μέλη αυτής της «ιστορικής» γενιάς του φοιτητικού κινήματος βρέθηκαν από τα πρώτα στη φυλακή και βασανίστηκαν απάνθρωπα, αποκτώντας το κύρος εμβληματικών προσωπικοτήτων.
Ενόσω όμως η επιβολή της δικτατορίας και το σοκ που προκάλεσε καθόρισε τη φοιτητική και την εν γένει ζωή της πρώτης αυτής γενιάς, μια νεότερη γενιά βρισκόταν ακόμα στα εφηβικά της χρόνια. Οι έφηβοι αυτοί θα ενηλικιώνονταν κατά τη διάρκεια του δικτατορικού καθεστώτος και για τον λόγο αυτό θα κατανοούσαν καλύτερα τη λογική του και θα εκμεταλλεύονταν τις πολιτικές ευκαιρίες που πρόσφερε άθελά της η ίδια η δικτατορία, προκειμένου να βαθύνουν την πολιτική ρήξη. Εξαιρετικής σημασίας ήταν το γεγονός πως ένα μεγάλο κομμάτι της δεύτερης αυτής γενιάς προερχόταν από αστικές οικογένειες και από τον πολιτικό χώρο της Δεξιάς –ενίοτε και από στρατιωτικούς κύκλους, άρα χωρίς τα οικογενειακά βιώματα και τις μνήμες του Εμφυλίου και όσα αυτός κληροδότησε στη χώρα, κληρονομιά που κουβαλούσαν οι Λαμπράκηδες. Στις 21 Απριλίου 1967, η δεύτερη γενιά, που τη συνέθεταν κυρίως άτομα γεννημένα από το 1949 μέχρι το 1954, βρισκόταν ακόμα στην εφηβεία. Ήταν παιδιά που δεν διακατέχονταν από φόβο και δεν ήταν «στιγματισμένα», εφόσον δεν ανήκαν στους «επικίνδυνους πολίτες», για να δανειστώ τον δόκιμο όρο της ανθρωπολόγου Νένης Πανουργιά. Μια οργανωτική δομή καθοριστικής σημασίας, η Ελληνοευρωπαϊκή Κίνησις Νέων (ΕΚΙΝ), για παράδειγμα, ήταν απόρροια δικτύων που είχαν δημιουργηθεί σε περιβάλλοντα υπεράνω πάσης υποψίας, όπως τα ιδιωτικά σχολεία όπου είχαν φοιτήσει πολλά από τα πιο ενεργά στελέχη της, π.χ. η Λεόντειος Σχολή και το Αμερικάνικο Κολλέγιο Αθηνών.
Αυτές οι δύο υποομάδες, λοιπόν, παρότι εντάσσονται στην ίδια βιολογική γενιά, αντέδρασαν με διαφορετικό τρόπο στα πολιτικά ερεθίσματα που βρήκαν μπροστά τους. Όπως είναι φυσικό, τείνουν και να αυτοαναπαριστάνονται αλλιώτικα στις βιοαφηγήσεις τους σήμερα. Η γενιά του Ζήτα συχνά εκφράζει το παράπονο πως έχει επισκιαστεί σε επίπεδο μνήμης και δημόσιας ιστορίας από τη γενιά του Πολυτεχνείου. Ενώ ο κύκλος παράνομης δράσης, στον οποίο η ίδια συμμετείχε, δεν είχε απτά αποτελέσματα, μέλη της τονίζουν την καθοριστική συμβολική σημασία του στην ευαισθητοποίηση της επόμενης γενιάς μέσα από το παράδειγμά αλλά και τη μετάδοση της σκληρής βιωματικής εμπειρίας της.
Πως η «φιλελευθεροποίηση», που επιχείρησε η Δικτατορία, επηρέασε το φοιτητικό κίνημα; Υπήρξε η θρυαλλίδα των κατοπινών εξελίξεων;
Η προσπάθεια της Χούντας, στις αρχές της δεκαετίας του ’70, να εισαγάγει ένα είδος «ελεγχόμενης φιλελευθεροποίησης» προσέβλεπε στην αγωνιώδη ανεύρεση λαϊκού ερείσματος, στη σίγαση της κριτικής στο εξωτερικό και στην εξασφάλιση μακροζωίας για το καθεστώς, με δημοκρατικό πλέον προσωπείο. Η προσπάθεια ομαλοποίησης είναι καθοριστικής σημασίας για την κατανόηση των νέων πολιτικών ευκαιριών που προσφέρθηκαν στους αντικαθεστωτικούς φοιτητές της δεύτερης γενιάς, καθώς αυτές αποδείχτηκαν σημαντικές όσον αφορά τις κοινωνικές κινητοποιήσεις. Η προληπτική λογοκρισία ειδικά, εφαρμοζόταν μέχρι το 1969 και κανένα έντυπο δεν μπορούσε να κυκλοφορήσει δίχως την έγκριση της Υπηρεσίας Λογοκρισίας. Αυτό δημιουργούσε ένα κενό στους εναλλακτικούς διαύλους πληροφόρησης και πνευματικής καλλιέργειας, καθώς τα παράνομα έντυπα επιφορτίστηκαν με το βαρύ έργο να εκφράσουν την πολιτική αντίθεση. Αναπόφευκτα, μόλις το καθεστώς επέτρεψε ως ένα βαθμό την περιορισμένη ελευθερία της έκφρασης, ορισμένα τμήματα του τύπου άρχισαν να ασκούν μια ήπια κριτική στον τρόπο διακυβέρνησης, σπάζοντας το κυβερνητικό «μονοπώλιο πληροφορίας». Τόσο ο ημερήσιος όσο και ο περιοδικός τύπος συνέβαλαν καθοριστικά στη διάδοση της πληροφορίας και στη συνειδητοποίηση της πολιτικής κατάστασης στην Ελλάδα επί Χούντας. Εφόσον κάλυπτε εκτενώς την ακροαματική διαδικασία των στρατοδικείων και δημοσίευε τα πλήρη πρακτικά των δικών, έδινε στους φοιτητές της δευτερης γενιας την ευκαιρία να μάθουν για τις αντιστασιακές προσπάθειες. Οι απολογίες προσέφεραν στους κατηγορούμενους τη δυνατότητα να υπερασπιστούν τις πράξεις τους καταδικάζοντας το καθεστώς και αποκαλύπτοντας ότι είχαν υποστεί βασανιστήρια. Ο Τύπος πρόσφερε επίσης λεπτομερή, και πολλές φορές προκλητική, πλήρη κάλυψη των φοιτητικών κινητοποιήσεων. Άλλο τυπικό στοιχείο των εφημερίδων της εποχής ήταν πως παρουσίαζαν τις φοιτητικές ταραχές σε άλλες χώρες με πηχιαίους τίτλους, εκτενές φωτογραφικό υλικό και άμεσους υπαινιγμούς για την ελληνική κατάσταση, με τίτλους όπως «Νέες συγκρούσεις φοιτητών-αστυνομίας» ή «Η εξέγερσις των φοιτητών εξαπλούται», προσθέτοντας με μικρά γραμματάκια από κάτω «στην Ισπανία» ή «εις όλον τον κόσμον».
Η μερική άρση της προληπτικής λογοκρισίας επέτρεψε και την εισαγωγή πολύτιμων πολιτισμικών ερεθισμάτων, παρόμοιων με εκείνα της Γαλλίας, της Ιταλίας και της Γερμανίας. Από τα τέλη του 1970 μέχρι τα τέλη του 1971 άνοιξαν 150 νέοι εκδοτικοί οίκοι, και τυπώθηκαν 2.000 νέοι τίτλοι. Η υπερπαραγωγή εκδόσεων είχε ως στόχο να ενθαρρύνει την κριτική σκέψη των νεαρών αναγνωστών, βοηθώντας τους να κατανοήσουν την υφιστάμενη πραγματικότητα. Χρειάζονταν βιβλία που θα πρότειναν μια «πρακτική προσέγγιση» ή έναν τρόπο διαφυγής από το πολιτικό αδιέξοδο. Ο Βλαντιμίρ Ίλιτς Λένιν και ο Καρλ Μαρξ, μαζί με τον Μιχαήλ Μπακούνιν, τη Ρόζα Λούξεμπουργκ και τον Γκιόργκι Λούκατς εμφανίστηκαν για πρώτη φορά στις προθήκες των βιβλιοπωλείων.
Δεύτερο στοιχείο ήταν η επαναφορά του δικαιώματος του συνέρχεσθαι και συνεταιρίζεσθαι που παραχώρησε ζωτικό χώρο δράσης στο αναπτυσσόμενο φοιτητικό κίνημα, με τη δημιουργία της Ελληνοευρωπαϊκής Κίνησης Νέων (ΕΚΙΝ) που εξελίχθηκε σε σημείο αναφοράς και ζυμώσεων αλλά και των λεγόμενων τοπικών συλλόγων, που λειτούργησαν ως χώροι κινητοποίησης και επώασης ριζοσπαστισμού.
Ποια ήταν η σχέση της εμπειρίας της συμμετοχής στο αντιδικτατορικό κίνημα με τον αστικό χώρο; Ειδικότερα, πως επηρεάζει έναν φοιτητή, που συμμετέχει στον αντιδικτατορικό αγώνα, το αν κατοικεί στην Αθήνα ή στη Θεσσαλονίκη;
Ο αστικός χώρος πάντα διαμορφώνει τις συνθήκες εξέλιξης της κινηματικής δράσης, λόγω της ίδιας της δομής της πόλης, που ενίοτε ευνοεί ή δυσχεραίνει τις κινητοποιήσεις, παρέχει διεξόδους διαφυγής σε στιγμές αστυνομικής καταστολής κτλ. Θεμελιώδη ρόλο διαδραματίζει, φυσικά, το ίδιο το Πανεπιστήμιο, ο χώρος του, η τοποθεσία στην οποία βρίσκεται, κατά πόσο δηλαδή είναι ενταγμένο στον κεντρικό αστικό ιστό, ή εκτός πόλης. Στην περίπτωση της Αθήνας για παράδειγμα, καθοριστικό ρόλο έπαιξε το γεγονός ότι η Νομική Σχολή όπως και το Πολυτεχνείο βρίσκονται στον κεντρικό πυρήνα της πόλης. Ήταν αδύνατον να λάβει χώρα η κατάληψη της Νομικής στη Σόλωνος ή του Πολυτεχνείου στην Πατησίων χωρίς να γίνουν άμεσα αντιληπτές από χιλιάδες πολίτες. Ένα κεντρικό στοιχείο στο αφήγημα του βιβλίου έχει να κάνει με την κοινωνικοποίηση που αναπτύχθηκε και στους χώρους αναψυχής – εδώ κάνω λόγο για τη σημασία, των μπουάτ αρχικά, της ταβέρνας αργότερα, που έπαιξαν τεράστιο ρόλο για την αλληλοαναγνώριση των μελών του κινήματος, της σύναψης φιλικών και ερωτικών σχέσεων και μέσα από την οποία, εν τέλει, σφυρηλατήθηκε η ενότητα του κινήματος. Και πάλι λοιπόν ο αστικός χώρος έπαιξε ένα κεντρικό ρόλο. Τέλος, ένα σημαντικό ζήτημα είναι συνυφασμένο με την ίδια την κουλτούρα των πόλεων και το γεγονός πως η Θεσσαλονίκη – η λεγόμενη και «τραμπουκομάνα» – είχε εξελιχθεί σε μια συντηρητική και αστυνομοκρατούμενη πόλη, με έντονο παρελθόν πολιτικών δολοφονιών και ένα εκτεταμένο δίκτυο χαφιέδων και παρακρατικών, φαινόμενο, το οποίο μοιραία δυσχέραινε την όποια ανάληψη δράσης.
Τέλος, θα ήθελα να σας θέσω μια πιο γενική ερώτηση: ποιά η σύνδεση του Πολυτεχνείου το ’73 με τα διεθνή κινήματα, κυρίως του ’68, ή τις διεθνείς εξελίξεις, όπως οι αναφορές στον Αλιέντε. Ήταν οι Έλληνες φοιτητές, τα «Παιδιά του Μαρξ και της Κόκα-Κόλα;»
Μέσα από τον εκδοτικό οργασμό, στον οποίο αναφέρθηκα νωρίτερα, έχουμε τη δημιουργία μιας θεωρητικής εργαλειοθήκης για τον φοιτητικό ξεσηκωμό που είχε ως σημείο αναφορά τα γεγονότα του Μαΐου του ’68. Μια πλειάδα «αιρετικών» διανοητών με τα κριτήρια της παλιάς αριστεράς, όπως ο Κορνήλιος Καστοριάδης, ο Ρεζίς Ντεμπρέ, ο Γκυ Ντε Μπωρ και ο Χέρμπερτ Μαρκούζε–όλοι διανοητές που συνδιαμόρφωσαν με τη σκέψη τους το ’68, συγκαταλέγονταν στους πιο πολυμεταφρασμένους συγγραφείς στην Ελλάδα της εποχής εκείνης. Τα έργα τους, που αμφισβητούσαν την ορθόδοξη μαρξιστική προσέγγιση, έγιναν δημοφιλή στη Νέα Αριστερά και αποτέλεσαν πνευματικό ορόσημο για πολλούς φοιτητές. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί και ο συλλογικός τόμος Φοιτητική δύναμη (1973). Σύμφωνα με όσα λέγονται στην εισαγωγή του, «οι φοιτητές αρνούνται σήμερα να περιμένουν μια από τα έξω σωτηρία από την κατάστασή τους» και επομένως παιρνουν κατά κάποιο τρόπο τα πράγματα στα χέρια τους. Το ίδιο βέβαια συμβαίνει και με τον πολιτικό κινηματογράφο, ο οποίος μεταλαμπαδεύει τη ριζοσπαστική εμπειρία του ’68 μέσα από ταινίες ορόσημα, όπως οι Φράουλες και Αίμα σχετικά με την κατάληψη του αμερικανικού πανεπιστημίου Κολούμπια. Θεμελιώδη ρόλο επίσης έπαιξαν τα φοιτητικά δίκτυα και το γεγονός πως ένας μεγάλος αριθμός Ελλήνων φοιτητών στο Παρίσι, στη Ρώμη και το Δυτ. Βερολίνο πηγαινοερχόταν, μεταφέροντας την εμπειρία του από τα εκεί κινήματα.
Τέλος, ναι, εν μέρει ήταν τα «παιδιά του Μαρξ και της Κόκα-Κολα» στην Ελλάδα. Οι βασικοί πομποί της μαζικής κουλτούρας στον δυτικό κόσμο, δηλαδή οι τηλεοράσεις και τα πικάπ, έγιναν τυπικά καταναλωτικά αγαθά στη διάρκεια της Δικτατορίας. Ενώ στα τέλη της δεκαετίας του 1960 η τηλεόραση παρέμενε πολυτέλεια, μία μόλις πενταετία αργότερα αποτελούσε πλέον τυπικό εξοπλισμό στα μισά νοικοκυριά της Ελλάδας. Σε μια συνέντευξή του το 1970 ο Διονύσης Σαββόπουλος, ο κατ’εξοχήν ψυχογράφος της ελληνικής κοινωνίας, περιέγραψε τις ραγδαίες αλλαγές που επήλθαν στη μαζική κατανάλωση μετά την επιβολή της Δικτατορίας: «Έχω επτά χρόνια που έφυγα από τη Θεσσαλονίκη. […] Την τελευταία φορά που ανέβηκα, μου έκανε μεγάλη εντύπωση η αλλαγή. Ένα σωρό πράγματα, που ήταν απρόσιτα στις χαμηλότερες τάξεις, τώρα έχουν μπει παντού. Τα βρίσκεις να πουλιούνται σε κάθε γωνιά. Υπάρχουν σε ένα σωρό σπίτια: ψυγεία, τηλεοράσεις, κουζίνες. Άσε πια τι γίνεται από πολυκατοικίες. Και όλο και πληθαίνουν οι νέοι με τα μακριά μαλλιά, που ντύνονται σύμφωνα με την αμερικανική μόδα». Η ταχύτατη αύξηση της μαζικής κατανάλωσης υπήρξε, ως ένα ποσοστό, συνακόλουθο της εκρηκτικά αναπτυσσόμενης οικονομίας των πρώτων ετών της Δικτατορίας, αλλά και της τάσης των πρωτεργατών της να εξαγοράζουν την πολιτική αντίθεση στο καθεστώς με αυξήσεις των κρατικών επιδομάτων και βοηθημάτων – να το θυμηθούμε και αυτό. Είναι μέσα στη Χούντα που φτάνει στην Ελλάδα και αυτό το εμβληματικό καταναλωτικό προϊόν, η Κόκα Κόλα, κατόπιν συμφωνίας ανάμεσα στο καθεστώς και τον μεγιστάνα της εποχής Τομ Πάπας. Παρόλη, λοιπόν, την ύπαρξη του δικτατορικού καθεστώτος –ή ίσως και εξαιτίας του–, οι φοιτητές και οι φοιτήτριες που διακατέχονταν από αριστερές και μαρξιστικές ανησυχίες, είχαν και μια έντονη επαφή με τον καταναλωτισμό. Άρα έχουμε αυτή την ιδιάζουσα σύζευξη που αναφέρει ο Γκοντάρ στην εμβληματική του ταινία Αρσενικό-Θηλυκό (1966), ανάμεσα στον Μαρξ, την Κόκα-Κόλα, αλλά και τη Χούντα των Συνταγματαρχών, όσο περίεργο κι’ αν αυτό ακούγεται.