Max von Oppenheim: Ο θεωρητικός της επαναστατικής πολιτικής
Το μουσείο για την αρχαία Εγγύς Ανατολή βρίσκεται στο Νησί των Μουσείων στο Βερολίνο και περιλαμβάνει περίπου 500.000 εκθέματα που το καθιστούν ένα από τα μεγαλύτερα του είδους του παγκοσμίως. Ανάμεσα στις συλλογές του ανήκουν τα εκθέματα που έχουν προέλθει από τις ανασκαφές στο Tell Halaf της βορειοανατολικής Συρίας, όπου μεταξύ 1911-1913 η αρχαιολογική σκαπάνη έφερε στο φως ένα μικρό βασίλειο της αραμαϊκής εποχής με τον ναό, το ανάκτορο, τους τάφους και μοναδικά ταφικά κτερίσματα και αγάλματα. Η ανασκαφή επαναλήφθηκε μόλις το 2006 για να διακοπεί εξαιτίας του πολέμου στη Συρία. Σε ποιον οφείλει το κρατικό μουσείο του Βερολίνου τη συλλογή από το Tell Halaf;
Αν και το όνομά του μνημονεύεται, περισσότερες ωστόσο πληροφορίες μπορεί κανείς να αντλήσει από το Ίδρυμα που φέρει το όνομα του πρώτου ανασκαφέα. Η ιστοσελίδα του «Ιδρύματος Max von Oppenheim» (Max Freiherr von Oppenheim Stiftung, Orient-Forschungs-Institut) δεν κρύβει κάποια ιδιαίτερη έκπληξη για εκείνον που αφιέρωσε τη ζωή του στην ανασκαφή χωρίς να είναι αρχαιολόγος, στην έρευνα και στην ίδρυση του πρώτου μουσείου για το Tell Halaf στο Βερολίνο για να το δει αργότερα να καταστρέφεται από τους συμμαχικούς βομβαρδισμούς. Τόσο από το βιογραφικό του σημείωμα όσο και από άλλες αναφορές για την περιπετειώδη ζωή του προκύπτει ότι αυτή η πολυσχιδής προσωπικότητα δεν έδρασε αποκλειστικά ως ιδιώτης και χρηματοδότης του μεγάλου πάθους του αλλά ότι κατά τη διάρκεια του Μεγάλου Πολέμου άνοιξε και ο ίδιος μία μεγάλη παρένθεση στη ζωή του και βρέθηκε να υπηρετεί στους κόλπους του υπουργείου Εξωτερικών την υπόθεση της γερμανικής προπαγάνδας ως ειδήμων οριενταλιστής.
O Max von Oppenheim σε φωτογραφία του 1929.
O Max (Freiherr) von Oppenheim γεννήθηκε στις 15 Ιουλίου 1860 στην Κολωνία. Ο πατέρας του Albert ήταν διευθυντής τρίτης γενιάς του παλαιού τραπεζικού Οίκου (με έτος ίδρυσης το 1789) Salomon Oppenheim jr. & Cie., που συγκαταλεγόταν (και συνεχίζει έως σήμερα) στα πιο φημισμένα ιδιωτικά τραπεζικά ιδρύματα της Ευρώπης. Όπως ήταν αναμενόμενο, η οικογένειά του τον προόριζε για συνεχιστή της επιχειρηματικής κληρονομιάς αλλά το μυαλό του νεαρού Max ταξίδευε σε μέρη εξωτικά και ακολουθούσε νοερά τις διαδρομές των διασήμων την εποχή εκείνη γερμανικών εξερευνητικών-επιστημονικών αποστολών ανά τον κόσμο. Μετά από έναν έντιμο συμβιβασμό με τις απαιτήσεις του οικογενειακού περιβάλλοντος και αφού αφιέρωσε χρόνο στις σπουδές, ξεκίνησε από το 1892 το ερευνητικό ταξίδι του που έμελλε να διαρκέσει έως το τέλος της ζωής του.
Την ίδια περίοδο που παρατηρούσε τους βεδουίνους και κάλυπτε την απόσταση από τη Μεσόγειο μέχρι τον Περσικό Κόλπο, φλέρταρε ταυτόχρονα με την πολιτική αλλά και οι πολιτικοί μαζί του. Η εκκολαπτόμενη προσέγγισή του ότι δυνητικά το Ισλάμ θα μπορούσε να αποτελέσει όχημα για την προώθηση των γερμανικών συμφερόντων στην Εγγύς Ανατολή σε βάρος των ανταγωνιστικών μεγάλων αποικιοκρατικών δυνάμεων ενσωματώθηκε στον γνωστό λόγο που εκφώνησε ο Γουλιέλμος Β΄ κατά την επίσκεψή του στη Δαμασκό τον Νοέμβριο του 1898. Το υπουργείο Εξωτερικών δεν άργησε να αντιληφθεί ότι ο ιδιώτης αυτός θα μπορούσε να αποτελέσει τα «μάτια και τα αυτιά» στον μουσουλμανικό κόσμο για λογαριασμό του, παρακάμπτοντας κάποιες ενοχλητικές λεπτομέρειες για τους διπλωμάτες, όπως το ότι είχε εβραϊκή και πλούσια καταγωγή.
Faszination Orient – Das Leben des Max von Oppenheim- Teil 1
Μεταξύ των ετών 1896-1909 βρέθηκε να υπηρετεί στο γενικό προξενείο του Καΐρου. Είχε φτάσει πάρα πολύ κοντά στο να εκπληρώσει τα παιδικά όνειρά του και να ζήσει μία συναρπαστική ζωή. Άρχισε να συλλέγει μανιωδώς αντίκες και αρχαία αντικείμενα, συνδυάζοντας τη δουλειά στο προξενείο με την ευχαρίστηση που του πρόσφεραν οι πολύωρες επισκέψεις στα παζάρια, ο συγχρωτισμός με τους απλούς ανθρώπους και τα ερευνητικά ταξίδια. Κατά τη διάρκεια ενός τέτοιου έγινε αποδέκτης πληροφορίας ότι κοντά σε ένα μικρό χωριό, σε τοποθεσία γνωστή ως Tell Halaf, πιθανόν κρύβονταν θησαυροί. Αμέσως την αξιοποίησε και με κύριο χρηματοδότη την οικογένειά του ξεκίνησε την ανασκαφή που έφερε στο φως πλούσια ευρήματα, με την είδηση να φτάνει γρήγορα μέχρι τα γερμανικά ανάκτορα. Τη στιγμή που ήταν έτοιμος να εξαργυρώσει με τη δόξα τη μεγάλη του ανακάλυψη ξέσπασε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Μπροστά στον Oppenheim διανοιγόταν ένα νέο πεδίο δράσης γιατί το υπουργείο Εξωτερικών χρειαζόταν γνώστες της Εγγύς Ανατολής, καθώς και τα δίκτυά τους για να σπείρει τη σπίθα της επανάστασης μεταξύ των μουσουλμάνων υπηκόων των Αγγλογάλλων. Ως κτήτορας περίπου της ιδέας ο Oppenheim κλήθηκε να τη συγκεκριμενοποιήσει, να τη μετατρέψει σε πρόγραμμα και να την υλοποιήσει.
Μέσα στον Αύγουστο του 1914 υπέβαλε στον καγκελάριο Bethmann-Hollweg δύο προπαρασκευαστικές εκθέσεις που συνοψίζονταν στον εξαναγκασμό της Μεγάλης Βρετανίας στην υπογραφή ξεχωριστής συνθήκης ειρήνης ως αποτέλεσμα της αδυναμίας της να αντιμετωπίσει τις εξεγέρσεις στις αποικίες της, ιδιαίτερα δε στην Ινδία, συνεπακόλουθα την κατάρρευση του μετώπου στο εσωτερικό της ως απόρροια των αντιδράσεων της κοινής γνώμης. Για να συμβούν τα παραπάνω απαιτούνταν η οργάνωση ενός συντονιστικού κέντρου με έδρα το Βερολίνο και φυσικά η στρατολόγηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ενόσω ο Oppenheim επιφορτίστηκε με το οργανόγραμμα και τη στελέχωση μίας μεταφραστικής υπηρεσίας και ενός γραφείου πληροφοριών που θα στόχευε απευθείας στον κόσμο του Ισλάμ, προετοίμαζε το κυρίως κείμενο με βάση το οποίο επρόκειτο να συντομευθεί η διάρκεια του πολέμου. Στα τέλη Οκτωβρίου 1914 η πολιτική και στρατιωτική ηγεσία παραλάμβανε το πολυσέλιδο υπόμνημα του Oppenheim που έφερε τον δηλωτικό του περιεχομένου τίτλο «Η εξέγερση στα ισλαμικά εδάφη των εχθρών μας». Παρά το γεγονός πως συνέχισε να το επεξεργάζεται, η υποβολή του άνοιξε τον δρόμο όχι μόνο για την παρέμβαση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στον πόλεμο αλλά κυρίως για την απόφαση της κήρυξης ιερού πολέμου στις 14 Νοεμβρίου από τον Σουλτάνο-Χαλίφη. Στο προοίμιο του υπομνήματος ο συγγραφέας περιέλαβε συνοπτικά τη βασική στοχοθεσία και στη συνέχεια προχώρησε στην εξειδίκευση των μέτρων για την επιτυχία αυτού που μήνες αργότερα ονομάστηκε «γερμανικό τζιχάντ». Σημείωνε ο Oppenheim:
«Η κύρια προϋπόθεση για την υποδαύλιση της εξέγερσης στα ισλαμικά εδάφη των εχθρών μας είναι η ενεργή σύμπραξη της Τουρκίας υπό τη σημαία του Σουλτάνου Χαλίφη, και μάλιστα στο πλαίσιο οικοδόμησης μίας συστηματικής οργανωτικής δομής. Η επιχείρηση θα λάβει χώρα σχεδόν σε όλα τα κράτη, λαμβανομένων υπόψη των ιδιαίτερων συνθηκών, ως ακολούθως. Πρώτον, Προπαγάνδα: Καταπολέμηση της συστηματικής διάδοσης από τους εχθρούς μας των ψευδών ειδήσεων αναφορικά με την εξέλιξη του πολέμου και στον αντίποδα η σωστή ενημέρωση γύρω από τον πόλεμο, όπως επίσης και η εκπόνηση συγκεκριμένων εντολών προς τους εξεγερμένους εναντίον των εχθρών μας, καθώς και η υποστήριξή τους. Δεύτερον, πολεμική εμπλοκή της Τουρκίας: Χωρίς αυτή την τελευταία προϋπόθεση δεν θα μπορούμε να υπολογίζουμε στην πρόκληση εξέγερσης –σε πρώτη φάση– σε συγκεκριμένες χώρες, όπως στην Αίγυπτο και στις ισλαμικές περιοχές της Ρωσίας.
Είναι βέβαιο ότι, η επιδιωκόμενη τουρκική σύμπραξη και η απαραίτητη οργανωτική δομή δεν θα ευοδωθούν χωρίς τη βοήθειά μας. Χρειάζεται να διαθέσουμε στην Τουρκία ανθρώπους, χρήματα και υλικά μέσα σε επαρκείς ποσότητες. Ημίμετρα δεν πρόκειται να έχουν κανένα αποτέλεσμα. Η προσδοκώμενη επιτυχία θα είναι πολλαπλώς πολύτιμη μόνο αν η Τουρκία επιτεθεί εναντίον της Αιγύπτου και φουντώσει η εξέγερση στην Ινδία, γεγονότα που θα κάμψουν την Αγγλία. Στην περίπτωση αυτή η κοινή γνώμη ως υπέρμαχος της «μεγάλης Αγγλίας» θα πιέσει την κυβέρνηση του Λονδίνου […] είτε να στείλει στην Ινδία το μεγαλύτερο μέρος του στόλου της, ίσως τον μισό, για να διασώσει τους πολυπληθείς εκεί διαμένοντες Άγγλους, τα δισεκατομμύρια των επενδυμένων κεφαλαίων και τη βρετανική παγκόσμια θέση, ή ακόμα και αν δεν είναι πιθανόν σε θέση η Αγγλία να προχωρήσει στις παραπάνω κινήσεις, να επιζητήσει την υπογραφή μιας συμφέρουσας για εμάς ειρήνης. Οι διαμορφωθείσες τότε συνθήκες θα υποδείξουν το είδος της ειρήνης που θα αποφασίσουμε να αποδεχτούμε. Στο μεταξύ, ο γενναίος στρατός μας θα έχει καταφέρει στο μέτρο του δυνατού να νικήσει τη Γαλλία και σε συνεργασία με τους Αυστριακούς συμμάχους μας να επιβάλλει τον έλεγχο στη Ρωσία. Όμως, θα πρέπει να υπολογίζουμε στην ναυτική ενδυνάμωση της δόλιας Αλβιώνος με άλλα εχθρικά πλοία, η οποία και παρά την παγκόσμια νίκη μας και την κατάρρευση των συμμάχων της δεν θα εγκαταλείψει αμαχητί τον στόχο της να παρατείνει τη διάρκεια του πολέμου για να μας καταστρέψει οικονομικά.
Για την Αγγλία οι αποικίες της αποτελούν και το τρωτό σημείο της. Από την έκρηξη ακόμα του πολέμου ο Άγγλος πρωθυπουργός ισχυρίστηκε ότι επιδιώκουμε να κινητοποιήσουμε στρατιωτικά τις μουσουλμανικές αποικίες, πολύ πριν δηλαδή (δυστυχώς!) εκδηλωθεί από μέρους μας ανάλογη πρωτοβουλία. Ο τρόπος της συνολικής διεξαγωγής του πολέμου από τους εχθρούς μας παρέχει σε εμάς το δικαίωμα να μην αφήσουμε αναξιοποίητα τα τόσο χρήσιμα όπλα για την επίτευξη του τελικού στόχου κατά τον αναλαμβανόμενο αγώνα. Ταυτόχρονα, καθήκον μας είναι να διασφαλίσουμε την ύπαρξή μας ως κράτους.
Οι επιχειρήσεις εναντίον της Αιγύπτου και της Ινδίας είναι από τις σημαντικότερες και ίσως καταστούν αποφασιστικής σημασίας. Κατά τον ίδιο τρόπο η καταστροφή του ρωσικού στόλου της Μαύρης Θάλασσας αποτελεί έναν από τους βασικούς στόχους. Σε ένα δεύτερο επίπεδο θα εξεταστεί σοβαρά, χωρίς καθόλου να υποτιμηθεί, το ενδεχόμενο της κατά ξηρά σύγκρουσης μεταξύ Τουρκίας και Ρωσίας στον Καύκασο, μετά την είσοδο της πρώτης στον πόλεμο. Αντίθετα, δεν εξετάζεται η εμπλοκή της Τουρκίας στο ευρωπαϊκό θέατρο των επιχειρήσεων. Στην τρίτη θέση τοποθετείται η επιδίωξη της πρόκλησης εξέγερσης στα γαλλικά εδάφη της Τυνησίας, Αλγερίας και Μαρόκου, εξυπηρετώντας τη συνολική διεξαγωγή του πολέμου».
Faszination Orient – Das Leben des Max von Oppenheim- Teil 2
Το υπόμνημα έγινε δεκτό με ενθουσιασμό, σύμφωνα με σύγχρονες και μεταπολεμικές μαρτυρίες, και χαιρετίστηκε ως ένας παράλληλος πόλεμος που θα οδηγούσε σύντομα τους αντιπάλους στην υπογραφή της δικής τους «υπαγορευμένης» συνθήκης ειρήνης, καθώς θα αδυνατούσαν να ανταπεξέλθουν σε έναν πολυμέτωπο αγώνα. Πριν καν αρχίσει να υλοποιείται, το μείζον ερώτημα είχε απαντηθεί από τους Γερμανούς για λογαριασμό των εχθρών τους. Πρωτίστως η Αγγλία θα ήταν αναγκασμένη να μεταφέρει δυνάμεις από το κύριο μέτωπο του πολέμου για να αντιμετωπίσει την εξέγερση στους πυλώνες της αυτοκρατορίας της, στην Αίγυπτο και στην Ινδία, οπότε η κλονισμένη Γηραιά Αλβιώνα θα προσερχόταν αναγκαστικά στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Και τότε όλα συνηγορούσαν στην επιβολή σκληρών όρων εκ μέρους των νικητών. Εδώ σταματούσαν τα γερμανικά όνειρα και έδιναν τη θέση τους στην υλοποίηση αυτού του φιλόδοξου σχεδίου με αιχμή του δόρατος και πολιορκητικό κριό την Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Χρήματα, άνθρωποι και δίκτυα, πρεσβείες και προξενεία, προπαγάνδα, στρατιωτικό και προπαγανδιστικό υλικό, διείσδυση στον κόσμο του Ισλάμ με οποιονδήποτε τρόπο, καταδρομικές επιχειρήσεις και δολιοφθορές, συμμαχίες και πολλά άλλα ήταν έτοιμο να κινητοποιήσει, να οργανώσει και να χρηματοδοτήσει το υπουργείο Εξωτερικών –σε συντονισμό με τους στρατιωτικούς– για να φτάσουν Γερμανοί ή έστω το επαναστατικό τους μήνυμα από τη Βόρεια Αφρική μέχρι τον Περσικό Κόλπο αλλά και για να προσεγγίσουν τα ινδικά σύνορα μέσω Αφγανιστάν. Οι αποστολές που ανέλαβαν να κάνουν πράξη τη θεωρία του Oppenheim προδιέγραψαν τα όρια των γερμανικών αντοχών και δυνατοτήτων και επομένως οριοθέτησαν με σχετικά μεγάλη ακρίβεια την απόσταση μεταξύ επιθυμητού και ρεαλιστικού, μεταξύ ονείρου και αναπόδραστης πραγματικότητας.
Faszination Orient – Das Leben des Max von Oppenheim-Teil 3
Οι Γερμανοί «Λώρενς της Αραβίας»
Εξαρχής οι δυσκολίες ήταν πολλές και οι προκλήσεις ακόμη περισσότερες. Έπρεπε να επιλεγούν οι καταλληλότεροι άνθρωποι και αυτό από μόνο του ήταν ένα ιδιαίτερα απαιτητικό εγχείρημα γιατί δεν αρκούσε μόνο η προηγούμενη εμπειρία από τον χώρο και η σχετική δικτύωση αλλά απαιτούνταν και ειδικές δεξιότητες. Με άλλα λόγια, η δεξαμενή των επιστημόνων, εξερευνητών, μισιονάριων, οριενταλιστών ακαδημαϊκών, διπλωματών, εμπόρων ήταν η πρώτη που θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς με την προϋπόθεση πως οι άνθρωποι αυτοί καλούνταν να δράσουν σε αφιλόξενα μέρη και σε συνθήκες πολέμου, πράγμα που σήμαινε πως χρειάζονταν να μπουν στο πνεύμα της αποστολής τους και να αποκτήσουν ξαφνικά στρατιωτική εμπειρία και διαπραγματευτική ευστροφία. Επίσης, η μετακίνησή τους στις περιοχές ενδιαφέροντος προϋπέθετε καλή οργάνωση, διοικητική υποστήριξη και φυσικά τύχη για να μην πέσουν άνθρωποι και υλικά στα χέρια των εχθρών ή στην καλύτερη περίπτωση ουδετέρων, όταν θα μεταφέρονταν από τη Γερμανία στην Εγγύς Ανατολή και μέχρι να βρεθούν μεταξύ των Τούρκων συμμάχων. Οι τελευταίοι πάλι δεν παρουσιάζονταν πρόθυμοι να συνεργαστούν σε όλα με τους εκπροσώπους των Κεντρικών Αυτοκρατοριών και να παραδώσουν «γη και ύδωρ», αφήνοντάς τους να αλωνίζουν και να προπαγανδίζουν ανεξέλεγκτα. Και μπορεί να ήταν σύμμαχοι αλλά η ατζέντα των πολεμικών στόχων και των μεταπολεμικών βλέψεων παρουσίαζε αποκλίσεις που καθιστούσαν δυσχερέστερη και καθόλου αυτονόητη τη συνεργασία επί του πεδίου.
Ακόμα και αν υποτεθεί ότι τα παραπάνω ήταν καλά οργανωμένα και συντονισμένα, η συμπόρευση μεταξύ του υπουργείου Εξωτερικών και του Γενικού Επιτελείου αποτελούσε μία πρόκληση από μόνη της, στην οποία οι εμπλεκόμενοι καλούνταν να απαντήσουν με πειστικό τρόπο. Η πράξη απέδειξε πολύ γρήγορα ότι το καλό της πατρίδας δεν λειτουργούσε ως πανάκεια για την άρση χρόνιων προστριβών και για την περιθωριοποίηση άκρως ανταγωνιστικών σχέσεων μεταξύ επαγγελματιών διπλωματών και στρατιωτικών. Υπήρχε όμως ένα συντονιστικό κέντρο που θα κατεύθυνε όλο το φάσμα των εργασιών και θα ομαδοποιούσε το έργο της προπαγάνδας, ώστε να μην υφίσταται πολυφωνία μεταξύ των εμπλεκομένων υπηρεσιών; Μέχρι το τέλος του πολέμου η γερμανική πλευρά μακάριζε την αντίπαλη στον τομέα αυτό και προφανώς οι Αγγλογάλοι τους Γερμανούς για τον ίδιο ακριβώς λόγο.
Τέλος, αν υποτεθεί και πάλι ότι άνθρωποι και υλικά έφταναν στον προορισμό τους, αντέχοντας την καταπόνηση και την απήνη καταδίωξη των εχθρών, χρειαζόταν να πείσουν τους πληθυσμούς να συνεργαστούν μαζί τους ή διαφορετικά να πειστούν οι ντόπιοι ότι οι Γερμανοί θα κέρδιζαν τον πόλεμο, οπότε η απελευθέρωσή τους από τους αποικιοκράτες-δυνάστες τους ήταν διασφαλισμένη. Για να συμβεί αυτό οι ενδείξεις ότι ο πόλεμος έγερνε υπέρ των Γερμανών αναμενόταν κάποια στιγμή να μετουσιωθούν σε αποδείξεις με την αναγγελία αποφασιστικών νικών στα κύρια μέτωπα, ώστε να παρακινηθούν και οι πλέον δύσπιστοι που μέχρι τότε άκουγαν λόγια και λάμβαναν μόνο υποσχέσεις. Όπως επισήμαιναν γερμανικοί κύκλοι, για να θυσιαστεί κανείς για λογαριασμό άλλου ήταν προαπαιτούμενο να πειστεί ότι άξιζε αυτή τη θυσία, κυριότερα ότι η αποτίναξη του αγγλικο-γαλλικού ζυγού ήταν προ των πυλών και ασφαλώς δεν θα οδηγούσε σε μία απλή αλλαγή του επικυρίαρχου.
Εδώ ακριβώς έγκειται η προβληματική και κριτική αναφορικά με τη λειτουργικότητα του σχεδίου του Oppenheim για την πρόκληση εξέγερσης στις αποικίες των εχθρών. Για παράδειγμα, δεν αρκούσαν σε καμία περίπτωση οι διαβεβαιώσεις ότι η Αίγυπτος βρισκόταν στον προθάλαμο μίας εξέγερσης, ακόμα και οι αναφλέξεων τοπικού χαρακτήρα, αν τα οθωμανικά στρατεύματα δεν περνούσαν το Σινά για να φτάσουν στη Διώρυγα και να κλονίσουν συθέμελα την αγγλική διοίκηση. Κατά τον ίδιο τρόπο δεν αρκούσε τόσο η στρατολόγηση μουσουλμάνων/Ινδών αιχμαλώτων πολέμου όσο και η υπόθαλψη εθνικιστών αν και πάλι οι στρατιωτικές επιτυχίες στο μέτωπο της Εγγύς Ανατολής δεν συμπαρέσυραν συνολικά την αγγλική παρουσία και μετέτρεπαν τη μακρινή και απρόσβλητη Ινδία σε μεταβλητή της πολεμικής εξίσωσης. Χωρίς να συντρέχουν όλες ή κάποιες έστω κρίσιμες από τις παραπάνω προϋποθέσεις η κήρυξη Ιερού Πολέμου από τον Σουλτάνο- Χαλίφη κινδύνευε να παραμείνει στα χαρτιά και το γερμανικό τζιχάντ για τη συνοδοιπορία με τριακόσια εκατομμύρια μουσουλμάνους ανά τον κόσμο μία χίμαιρα.
Αφού είχαν τελειώσει όλα για το Β΄ Ράιχ εξακολουθούσε κάτι να ταράζει τον ύπνο αρκετών από όσους μόχθησαν για την επιτυχία του εγχειρήματος και γεμάτοι απογοήτευση είχαν πλέον επιστρέψει στην ηττημένη πατρίδα. Τι παραπάνω διέθετε αυτός ο Λώρενς που είχε καταφέρει να συγκινήσει τους Άραβες και να τους παρασύρει σε εξέγερση σε βάρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας; Υπήρχαν Γερμανοί που ξεχώρισαν κατά την επιτέλεση του καθήκοντός τους, δεν είχαν παρασυρθεί από το κύμα των αποτυχιών και του πεσιμισμού και θα ήθελαν πολύ να λάβουν τον τιμητικό τίτλο του Λώρενς στη γερμανική εκδοχή του και μία θέση στο πάνθεον της εθνικής ιστορίας του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου;
Το υπουργείο Εξωτερικών επανειλημμένως είχε βρεθεί υπόλογο για μεγάλες αποτυχίες κατά την οργάνωση και εκτέλεση αποστολών σε εχθρικές και αφιλόξενες περιοχές είτε γιατί απλώς επένδυε σε τελείως ακατάλληλους είτε γιατί κατά βάση η αισιοδοξία ότι εκατομμύρια περίμεναν την πρώτη αφορμή για να εξεγερθούν δεν επιβεβαιωνόταν στην πράξη. Αν έστω και μία φορά μπορούσε να νιώθει υπερήφανο ότι είχε κάνει το καλύτερο δυνατό, παρά και πάλι το γεγονός ότι τα αποτελέσματα δεν ήταν τα επιθυμητά, ήταν στην περίπτωση των Niedermayer/Hentig που ανέλαβαν να φτάσουν εκεί όπου δεν είχε πατήσει γερμανικό πόδι. Με την ιδέα να ανήκει στον Enver Pascha τελικός προορισμός της μεικτής γερμανο-τουρκικής ομάδας ήταν η Καμπούλ, όπου ο εμίρης Habibullah είχε υποσχεθεί να προσφέρει 60.000 άντρες εναντίον των Άγγλων. Σε γενικές γραμμές, ο αξιωματικός Oskar von Niedermayer και οι ομότεχνοί του επιφορτίστηκαν με το στρατιωτικό επιχειρησιακό σκέλος και ο Werner Otto von Hentig με τη διεξαγωγή των διαπραγματεύσεων για τη σύναψη συμμαχίας με την αφγανική πλευρά.
Εξαρχής διαφάνηκε ότι από μόνη της η άφιξη στην αφγανική πρωτεύουσα συνιστούσε έναν άθλο γιατί τα εμπόδια φάνταζαν ανυπέρβλητα. Για να μετασταθμεύσουν στην Κωνσταντινούπολη χρειάστηκε να μεταμφιεστούν αυτοί και η ολιγομελής συνοδευτική ομάδα των Αράβων, Περσών, Αφγανών και Ινδών σε μέλη θιάσου για να εξαπατήσουν τους ουδέτερους ακόμα Ρουμάνους. Από εκεί και πέρα παρέμειναν αδρανείς για μεγάλο χρονικό διάστημα και όταν επιτέλους ξεκίνησαν στα τέλη Σεπτεμβρίου 1914 με προορισμό το άγνωστο Αφγανιστάν χρειάστηκαν κοντά στους έντεκα μήνες για να προσεγγίσουν τα σύνορα, έχοντας προηγουμένως απολέσει την τουρκική συμμετοχή και υποστήριξη. Από τους αρχικά 150 συμμετέχοντες και τα 236 ζώα πέρασαν τα αφγανικά σύνορα μόλις 37 άντρες με 79 ζώα.
Όταν τελικά μετά κόπων και βασάνων έγιναν δεκτοί από τον εμίρη, είδαν τα όνειρά τους να γκρεμίζονται γιατί ο τελευταίος είχε υπαναχωρήσει από τις αρχικές δεσμεύσεις του. Και μπορεί ο θεμέλιος λίθος των γερμανο-αφγανικών διπλωματικών σχέσεων να τέθηκε το 1916 αλλά η πολυπόθητη στρατιωτική συνεργασία δεν ευοδώθηκε γιατί ο εμίρης είχε θέσει τον πήχη πολύ ψηλά απαιτώντας η έξοδος της χώρας του στον πόλεμο να συνοδευτεί από μία γερμανο-τουρκική επίθεση στο Βαλουχιστάν εναντίον των βρετανικών θέσεων και φυσικά από μία γενικευμένη εξέγερση στην Ινδία. Ο Hentig μάταια είχε προσπαθήσει να πείσει τον εμίρη να συνδράμει παντοιοτρόπως στο έργο της την Ινδική Επιτροπή που είχε συγκροτήσει στο Βερολίνο ο Oppenheim με επικεφαλής τον έκπτωτο Ινδό (εκκεντρικό και αιθεροβάμονα) πρίγκιπα Raja Mahendra Pratap.
Ενόσω ο Hentig επέστρεφε στη Γερμανία μέσω της Κίνας και των ΗΠΑ και ο Niedermayer στην Περσία, δύο άλλοι άντρες παρέμεναν επί των επάλξεων σχεδόν μέχρι το τέλος του πολέμου. Ο λοχαγός Fritz Klein (πρώην στρατιωτικός ακόλουθος στην πρεσβεία της Τεχεράνης) είχε αποσπαστεί νωρίτερα από το μεγάλο κομβόι και κατευθύνθηκε στην Karbala, όπου εξασφάλισε την έκδοση φετφά από τη σιιτική ηγεσία για την κήρυξη ενός «δεύτερου» ιερού πολέμου. Από την πλευρά του, ο Wilhelm Waßmuß πέρασε με τους τρεις Ινδούς του στη νότια Περσία και εκεί ξεκίνησε τον δικό του ανταρτοπόλεμο στην προσπάθειά του να παρασύρει σε εξέγερση τους μουσουλμάνους Ινδούς στρατιώτες των βρετανικών δυνάμεων, να σαμποτάρει με τους άντρες του την προμήθεια πετρελαίου για το βρετανικό ναυτικό και να εξαναγκάσει το Λονδίνο στην απόφαση της μετακίνησης στρατευμάτων από το κύριο μέτωπο της Μεσοποταμίας. Η δράση του δεν πέρασε απαρατήρητη από τους Άγγλους και σύντομα ο Waßmuß κέρδισε το προσωνύμιο «Ο Γερμανός Λώρενς».
Αναμφίβολα, οι προαναφερόμενοι είχαν διασωθεί μέσα στο γενικευμένο μεταπολεμικό κλίμα της αμφισβήτησης και της εκατέρωθεν απόδοσης ευθυνών που κατέτρυχε τις γερμανικές ελίτ μέχρι να «αποφασίσουν» ότι τελικά η Γερμανία δεν είχε ηττηθεί στα πεδία των μαχών αλλά ότι είχε δεχτεί «πισώπλατη μαχαιριά», δύο μύθοι που ενίσχυσαν τη ρεβανσιστική διάθεση παράλληλα με τη δαιμονοποίηση της συνθήκης των Βερσαλλιών. Από την σκληρή κριτική δεν είχε γλιτώσει η γερμανική ανατολική πολιτική που είχε χρησιμοποιήσει ως ρομφαία τον ιερό πόλεμο για να ξεσηκώσει τους καταπιεσμένους λαούς και να τους υποσχεθεί την αυτοδιάθεση ως αντάλλαγμα για τη συμμαχία τους. Όταν η Γερμανία θα επανακτούσε την ισχύ της, δεν θα πόνταρε στους άλλους στον δρόμο για την παγκόσμια κυριαρχία, πόσο μάλλον όταν οι άλλοι ήταν φυλετικά κατώτεροι. Μήπως όμως τελικά δεν είχε αντλήσει τίποτε από τα λάθη του πρόσφατου παρελθόντος γιατί ποτέ δεν είχε ασκήσει μία συνεπή πολιτική για την Εγγύς Ανατολή;
Το τέλος των γερμανικών ψευδαισθήσεων και η απαρχή νέων
“-No more ‘Monsieur’, no more ‘Mister’
– God in heaven, in earth Hitler!“
Στο Mein Kampf ο Adolf Hitler είχε αναστοχαστεί αναφορικά με την εργαλειοποίηση του ιερού πολέμου, αποφασίζοντας να τον θέσει οριστικά στο χρονοντούλαπο της Ιστορίας μαζί με διαφόρους εκπροσώπους από καταπιεσμένα έθνη που συνέρρεαν στο Βερολίνο μετά την άνοδο των εθνικοσοσιαλιστών στην εξουσία. Πεπεισμένος ότι η Βρετανική Αυτοκρατορία δεν θα κατέρρεε επειδή απλώς θα έπεφταν μερικές τουφεκιές στις αποικίες της, θεωρούσε χρέος του αφενός να απομακρυνθεί από τέτοιου είδους αυταπάτες και να μην επαναλάβει λάθη του παρελθόντος και αφετέρου να προστατέψει τη γερμανική φυλή από την επαφή με «κατώτερους». Όταν θα ερχόταν το πλήρωμα του χρόνου και το Γ΄ Ράιχ εξαπέλυε τον πόλεμο στον κόσμο για να καταλάβει τη θέση που του άρμοζε στον θρόνο του παντοκράτορος, τότε και μόνο τότε οι παλαιές και παρηκμασμένες δημοκρατίες θα παραχωρούσαν τη θέση τους στον ισχυρότερο και θα αφήνονταν απλώς να πεθάνουν στην περίπτωση που δεν αποδέχονταν ως ύστατη ευκαιρία τη γερμανική χείρα φιλίας.
Ματαίως ισχυρές φωνές από το υπουργείο Εξωτερικών αλλά και εκ μέρους του στρατού διέβλεπαν τη χρυσή ευκαιρία και γι’ αυτό πρότειναν μία αυτοτελή περιφερειακή πολιτική, προορισμένη να εκμεταλλευτεί στο έπακρο το κύμα συμπάθειας που καταγραφόταν στον αραβικό κόσμο γιατί από τη μία οι «ειρηνοποιοί» είχαν διευθετήσει με τον χειρότερο τρόπο –για τους άλλους– τα πράγματα στην Εγγύς Ανατολή μετά τη λήξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και από την άλλη η αντισημιτική Γερμανία παρουσιαζόταν πλέον ως ο φανατικότερος εχθρός του εχθρού των Αράβων και άρα ως δυνητικά διπλά φίλος. Για τον Hitler η Εγγύς Ανατολή δεν αποτελούσε παρά ένα χρήσιμο πιόνι στην ευρωπαϊκή διπλωματική σκακιέρα του Μεσοπολέμου, στο οποίο προσέφυγε περιστασιακά και εγκατέλειψε οριστικά όταν ξέσπασε ο πόλεμος. Συνολικά η περιοχή θα περιερχόταν στα γερμανικά χέρια με βάση το σκεπτικό του «ώριμου φρούτου», τη στιγμή δηλαδή που θα κατέρρεε η Βρετανική Αυτοκρατορία από τα καίρια χτυπήματα του Γ΄ Ράιχ και όχι γιατί είχε βαρύτητα ως ένα περιφερειακό πεδίο σύγκρουσης με τη δική του δυναμική και τα συνοδευτικά αξιοποιήσιμα αποτελέσματα. Ο κύκλος της γερμανικής ενδοσκόπησης –αν ο όρος είναι δόκιμος στην περίπτωση του δόγματος του ενός– έκλεισε με πάταγο όταν οι εισηγητές της εναλλακτικής πολιτικής πληροφορήθηκαν την απόφαση του Φύρερ για την εισβολή στη Σοβιετική Ένωση. Και τότε άρχισαν να παράγονται νέες ψευδαισθήσεις ότι λίαν συντόμως ο αγκυλωτός σταυρός θα κυμάτιζε στην έρημο. Μέχρι ένα χρονικό σημείο η εξέλιξη του πολέμου έδειχνε να δικαιώνει αυτές τις φιλόδοξες προσδοκίες και να περιθωριοποιεί τον τρόμο στα μάτια κάποιων που είχαν την ευκαιρία να αντικρύσουν από αέρος τη ρωσική απεραντοσύνη.
Η διάσημη –συνάμα υπερτιμημένη στρατιωτικά– γερμανική λαβίδα αναμενόταν για μία ακόμη φορά να αποβεί μοιραία για τους αντιπάλους, με συνέπεια η Wehrmacht και τα SS να πλημμυρίσουν την Εγγύς Ανατολή από την Αίγυπτο και τον Καύκασο, οι πετρελαιοπηγές του Περσικού Κόλπου να αλλάξουν χέρια, στρατιώτες της Βρετανικής Κοινοπολιτείας να πιαστούν στην παγίδα και μαζί τους 700.000 Εβραίοι να προστεθούν στον μηχανισμό της εξόντωσης. Με τα όνειρα του Hitler να φτάνουν μέχρι την Ινδία, το «χιλιόχρονο» Ράιχ θα διέθετε τότε ανεξάντλητους πόρους για να λύσει τους λογαριασμούς του μια δια παντός με τις ΗΠΑ σε μία αναμέτρηση γιγάντων. Η κατάληξη του παγκοσμίου πολέμου ήταν η οικοδόμηση μίας παγκόσμιας αυτοκρατορίας και για τη βοήθειά τους σε αυτό άξιζε στην Ιταλία να αποκτήσει το προβάδισμα στην Εγγύς Ανατολή και στην Ιαπωνία στην Ασία, παρά το «τσίμπημα στην καρδιά» που προκαλούσε κάθε παραχώρηση του ευρωπαϊκού πολιτισμού για χάρη των «Άλλων» από την Άπω Ανατολή.
Με την απεραντοσύνη των ρωσικών στεπών να καταπίνει τελικά τη Wehrmacht/SS και την Αλεπού της Ερήμου να ηττάται στο Έλ Αλαμέιν, ήταν αργά για να προστρέξει κανείς στη συμμαχία των μουσουλμάνων, παραγνωρίζοντας λόγω ανάγκης το γεγονός ότι αυτοί οι εθελοντές δεν είχαν θέση στους φυλετικά ελιτίστικους κόλπους των SS. Αυτό δεν αφορούσε μόνο τον Himmler αλλά και τον Hitler που είχε εγκρίνει υπό την πίεση των δυσμενών γεγονότων τη στρατολόγηση των συγκεκριμένων εθελοντών, αλλά και τις επίσημες συζητήσεις με θρησκευτικούς-πολιτικούς εκπροσώπους των «καταπιεσμένων εθνών» που είχαν βρει νωρίτερα καταφύγιο στο Βερολίνο. Λίγο πριν από την οριστική πτώση του Γ΄ Ράιχ ο Hitler θα αναγνώριζε ότι είχε σφάλει με τον μουσουλμανικό κόσμο σε μία από τις ελαχιστότατες εξάρσεις αυτοκριτικής. Έγκλειστος πλέον στο καταφύγιο, είχε αποδράσει από την σκληρή για τον ίδιο και το έθνος του πραγματικότητα του πολέμου, παγιδευμένος σε νέες χίμαιρες ότι (ανύπαρκτες) στρατιές θα έσπευδαν να αναχαιτίσουν τη ρωσική προέλαση. Και τότε όλα θα ήταν ξανά δυνατά, ακόμα και να ξαναστήσουν οι Γερμανοί τα αντίσκηνά τους με τον αγκυλωτό σταυρό στην έρημο…
Το κείμενο βασίζεται στη μονογραφία που ετοιμάζει ο γράφων με τίτλο: Ο Γερμανός “Λώρενς της Αραβίας” και το τζιχάντ “made in Germany”: Από τον Max Von Oppenheim στον αγκυλωτό σταυρό (1914-1945).