Το αρχείο του Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού (1917 – 1928)

Η διεύρυνση του φάσματος των ερευνητικών προσανατολισμών της Ιστορίας τα τελευταία χρόνια, η αποδοχή της διεπιστημονικότητας και της θέσης ότι η Ιστορία δεν είναι στατική αλλά διαμορφώνεται απαντώντας στους προβληματισμούς και τα ερωτήματα που θέτουν κάθε φορά οι κοινωνίες, οδήγησαν στη συνεχή αναζήτηση νέων ιστορικών πηγών ή στην ερμηνεία των ήδη γνωστών με διαφορετική όμως οπτική. Νέες ιστορικές πηγές συνεχώς αναδύονται από τη σκόνη και τη μούχλα δημόσιων υπηρεσιών ή ιδιωτικών αποθηκών ανανεώνοντας στοιχεία και ερμηνείες ακόμη και για περιόδους, για τις οποίες θεωρούνταν –αδίκως– ότι οι γνώσεις είναι παγιωμένες. Μια τέτοια ιστορική πηγή είναι και το αρχείο του Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού που αφορά τη χρονική περίοδο 1917-1928 και φυλάσσεται στην Κεντρική Υπηρεσία των Γενικών Αρχείων του Κράτους (ΓΑΚ), στην Αθήνα. Το αρχείο έχει ταξινομηθεί από τον γράφοντα, είναι προσβάσιμο στους ερευνητές, ενώ έχει εκδοθεί από τα ΓΑΚ και το σχετικό ευρετήριο με αναλυτική περιγραφή των φακέλων και με ευρετήριο όρων και ονομάτων.1

Αν θα θέλαμε να οριοθετήσουμε την περίοδο που καλύπτει χρονικά το αρχείο του Πολιτικού Γραφείου αυτή ξεκινά από την επάνοδο του Βενιζέλου στην Αθήνα το καλοκαίρι του 1917 και τη συγκρότηση της «Βουλής των Λαζάρων» και καταλήγει στη Β΄ Ελληνική Δημοκρατία και στη θητεία της Oικουμενικής Kυβέρνησης του Αλέξανδρου Ζαΐμη. Η περίοδος 1917-1928 συμπυκνώνει γεγονότα-σταθμούς στην πορεία της εξωτερικής πολιτικής, του πολιτικού βίου, της κοινωνικής και ιδεολογικής συγκρότησης του νεοελληνικού κράτους. Ο Εθνικός Διχασμός, οι προσδοκίες και οι προκλήσεις που γέννησε η προοπτική της υλοποίησης της Μεγάλης Ιδέας με τη Μικρασιατική Εκστρατεία, η οδυνηρή Καταστροφή του 1922, η προσπάθεια αποκατάστασης των προσφύγων, η ανακήρυξη του δημοκρατικού πολιτεύματος, η αστάθεια του πολιτικού συστήματος από τις επεμβάσεις του στρατού, η ενίσχυση του εργατικού κινήματος, η διείσδυση σοσιαλιστικών και κομμουνιστικών ιδεών και οι κοινωνικές εντάσεις του Μεσοπολέμου κυριαρχούν στα τεκμήρια του αρχείου του Πολιτικού Γραφείου που, εκ των πραγμάτων, αποτελεί εξαιρετική πηγή για τη μελέτη της προαναφερθείσας περιόδου.

Η σημασία του αρχείου του Πολιτικού Γραφείου και η ιδιαιτερότητά του σε σχέση με τα άλλες διασωθείσες αρχειακές ενότητες της ίδιας περιόδου συνίσταται κυρίως στο γεγονός ότι, λόγω αρμοδιοτήτων, το Πολιτικό Γραφείο Πρωθυπουργού ασχολούνταν σχεδόν με όλες τις πτυχές της ελληνικής εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής, ενώ η υπηρεσία και ιδίως το Ιδιαίτερο Γραφείου Πρωθυπουργού και οι φάκελοι του Αντιπροέδρου της Κυβέρνησης περιέχουν έγγραφα που δύσκολα εντοπίζονται στην τυπική υπηρεσιακή αλληλογραφία μιας δημόσιας υπηρεσίας. Για να γίνει αντιληπτή η ιδιαιτερότητα του αρχείου είναι χρήσιμη μια συνοπτική παρουσίαση της διοικητικής ιστορίας του Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού και του νομικού πλαισίου βάσει του οποίου ασκούνταν οι αρμοδιότητές του.

Η υπηρεσία του Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού ιδρύθηκε τον Σεπτέμβριο του 1917 με τον Νόμο 866 «Περί συστάσεως Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού».2 Το Πολιτικό Γραφείο αποτελούσε στην ουσία συνέχεια του Πολιτικού Γραφείου της Προσωρινής Κυβέρνησης Θεσσαλονίκης που συστάθηκε με το Νομοθετικό Διάταγμα 232 τον Οκτώβριο του 1916.3 Για τη στέγαση της υπηρεσίας μισθώθηκε μέχρι τον Οκτώβριο του 1922 οικία επί της οδού Ηπίτου 15, όπου σήμερα στεγάζεται το 1ο Ενιαίο Πειραματικό Λύκειο Αθηνών.4

Το Πολιτικό Γραφείο Πρωθυπουργού, σύμφωνα με τον ιδρυτικό του νόμο, ήταν: «αυτοτελής υπηρεσία υπαγομένη εις τας αμέσους διαταγάς του Προέδρου του Υπουργικού Συμβουλίου». Σκοπός της σύστασης του Πολιτικού Γραφείου, σύμφωνα με το άρθρο 2 του Νόμου 866, ήταν: α) η τήρηση της αλληλογραφίας του προέδρου του Υπουργικού Συμβουλίου, β) η αποδοχή και εξέταση των αιτήσεων, αναφορών ή παραπόνων των πολιτών και η μέριμνα για τη νόμιμη ικανοποίησή τους, γ) η εισήγηση στον πρόεδρο του Υπουργικού Συμβουλίου των απαραίτητων στοιχείων για τη διεκπεραίωση υποθέσεων στις οποίες κρίνονταν αναγκαία η παρέμβασή του.

Η οργάνωση και λειτουργία της υπηρεσίας καθορίστηκαν από το οργανόγραμμα και τον εσωτερικό κανονισμό που συντάχθηκαν από τον πρώτο γενικό διευθυντή του Πολιτικού Γραφείου, Αναστάσιο Αδοσίδη. Σύμφωνα με αυτά, το Πολιτικό Γραφείο διαιρέθηκε σε δύο Τμήματα και οκτώ Γραφεία. Κάθε Γραφείο αναλάμβανε τη διεκπεραίωση αιτημάτων και υποθέσεων που εντάσσονταν στην αρμοδιότητα συγκεκριμένων υπουργείων, ενώ το Γ΄ Γραφείο ήταν αρμόδιο για τη διεκπεραίωση ζητημάτων που αφορούσαν τις εισφορές προς τον πρόεδρο της Κυβέρνησης υπέρ του Εθνικού Αγώνα, για τις απαντήσεις συγχαρητηρίων τηλεγραφημάτων και επιστολών, καθώς και για την πολιτική οργάνωση. Ξεχωριστή υπηρεσία στο πλαίσιο του Πολιτικού Γραφείου που τηρούσε ιδιαίτερο πρωτόκολλο και δική της σφραγίδα αποτελούσε το Στρατιωτικό Γραφείο του Πρωθυπουργού, στην αρμοδιότητα του οποίου ενέπιπταν τα στρατιωτικά ζητήματα και τα αντίστοιχα των υπουργείων Στρατιωτικών και Ναυτικών. Μάλιστα, το προσωπικό του Στρατιωτικού Γραφείου, σε αντίθεση με το υπόλοιπο προσωπικό της υπηρεσίας, αποτελούνταν από αποσπασμένους στρατιωτικούς. Επιπλέον, το Πολιτικό Γραφείο τηρούσε σε ξεχωριστούς φακέλους τα έγγραφα που χαρακτηρίζονταν εμπιστευτικά και τα οποία έφεραν ειδική σφραγίδα και αριθμό πρωτοκόλλου.

Στα επόμενα έτη, η πληθώρα των υποθέσεων που διαχειριζόταν το Πολιτικό Γραφείο οδήγησε σε συνεχείς αλλαγές στο οργανόγραμμα της υπηρεσίας με πολλαπλασιασμό των Τμημάτων και των Γραφείων, μεγαλύτερο επιμερισμό των αρμοδιοτήτων και αύξηση, βεβαίως, του προσωπικού του. Με το κίνημα των ελληνικών στρατιωτικών δυνάμεων στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου τον Σεπτέμβριο του 1922 και την εγκαθίδρυση της κυβέρνησης της «Επαναστατικής Επιτροπής-Επανάστασις 1922» μέρος των αρμοδιοτήτων του Πολιτικού Γραφείου, που συνέχιζε κανονικά τη λειτουργία του, μεταβιβάστηκε στο Υπουργείο Στρατιωτικών και συγκεκριμένα στο ΙΙ Γραφείο της Επανάστασης.

Τον Δεκέμβριο του 1923, μετά τις εκλογές στην Ελλάδα που σηματοδοτούν την επαναφορά στην κοινοβουλευτική άσκηση της εξουσίας, το ΙΙ Γραφείο της Επανάστασης μεταβίβασε τις αρμοδιότητές του στα Υπουργεία Στρατιωτικών, Εξωτερικών και στο Πολιτικό Γραφείο Πρωθυπουργού. Σύμφωνα με τηλεγράφημα του Αρχηγού της Επανάστασης Νικολάου Πλαστήρα, το ΙΙ Γραφείο της Επανάστασης μεταβίβασε στο Πολιτικό Γραφείο την αρμοδιότητα για τις υποθέσεις αντικατασκοπείας και για όλα τα άλλα ζητήματα, εκτός από εκείνα που αφορούσαν τη δράση της κομμουνιστικής προπαγάνδας στο στράτευμα, την κατασκοπεία εις βάρος του στρατεύματος και τις ενέργειες της εξωτερικής προπαγάνδας, για τα οποία αρμόδια ήταν τα Υπουργεία Στρατιωτικών και Εξωτερικών. Επίσης, με ψήφισμα της Δ΄ Συντακτικής Συνέλευσης τον Μάιο του 1924, συστάθηκε Επιτροπή Οικονομιών5 με αρμοδιότητα τον περιορισμό των δαπανών και του προσωπικού των δημόσιων υπηρεσιών, η οποία υπαγόταν στο Πολιτικό Γραφείο Πρωθυπουργού. Σημειώνεται, επίσης, ότι η υπηρεσία του Πολιτικού Γραφείου μεταστεγάστηκε τον Οκτώβριο του 1922 στο Μέγαρο Συγγρού επί της λεωφόρου Κηφισίας (σημερινή Βασιλίσσης Σοφίας), στο κτήριο, δηλαδή, όπου σήμερα στεγάζεται το Υπουργείο Εξωτερικών.

Νέες αλλαγές στη διοικητική διάρθρωση του Πολιτικού Γραφείου πραγματοποιήθηκαν την περίοδο της δικτατορίας του Θεόδωρου Πάγκαλου. Σύμφωνα με ημερήσια διαταγή του τότε γενικού διευθυντή Μιλτιάδη Μανιατόπουλου, η δομή της υπηρεσίας αλλάζει, ενώ προστίθενται δύο νέα Γραφεία: το Γραφείο του Γενικού Διευθυντή και το Ιδιαίτερο Γραφείο του Πρωθυπουργού. Το Γραφείο Γενικού Διευθυντή είχε ως αρμοδιότητα την παρακολούθηση του ελληνικού και ξένου Τύπου και τη συλλογή πληροφοριών του ΙΙ Γραφείου του Γενικού Επιτελείου Στρατού καθώς και του Υπουργείου Εσωτερικών, ενώ το Ιδιαίτερο Γραφείο τηρούσε την ατομική αλληλογραφία του Πρωθυπουργού και απαντούσε επ’ αυτής σύμφωνα με τις οδηγίες του. Σημαντική προσθήκη στις αρμοδιότητες του Πολιτικού Γραφείου υπήρξε η συγκρότηση, τον Ιούλιο του 1925, του ΙΙ Γραφείου Πληροφοριών και Κατασκοπείας με τον τίτλο «Γραφείον Πληροφοριών του Πολιτικού Γραφείου του Πρωθυπουργού». Το Γραφείο Πληροφοριών αναλάμβανε την αλληλογραφία με τις στρατιωτικές, αστυνομικές και πολιτικές αρχές για ζητήματα πληροφοριών, κατασκοπείας και προπαγάνδας, τηρούσε ανεξάρτητο αρχείο και δική του σφραγίδα με τον τίτλο «Πολιτικόν Γραφείον Πρωθυπουργού ΙΙ Γραφείον». Το ΙΙ Γραφείο, αποτελώντας στην ουσία τον πρόδρομο της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών, είχε στην αρμοδιότητά του τα ζητήματα που αφορούσαν τον κομμουνισμό, τον μπολσεβικισμό, τους κομμουνιστικούς συλλόγους, το Εργατικό Κέντρο, τους Παλαιούς Πολεμιστές, τα θύματα πολέμου «ΜΟΠΡ»6 και τις απεργίες, τα ζητήματα που αφορούσαν τις εφεδρικές οργανώσεις και τα αιτήματά τους, την παρακολούθηση του ελληνικού και ξένου Τύπου και της κίνησης των διαφόρων πολιτικών ομάδων καθώς και την παρακολούθηση της ξένης προπαγάνδας στην Ελλάδα και της δραστηριότητας των πρακτόρων. Το Γραφείο Πληροφοριών του Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού συνέχισε να υφίσταται μέχρι και τις αρχές του 1926, οπότε και αντικαταστάθηκε από την Υπηρεσία Γενικής Ασφάλειας του Κράτους. Σύμφωνα με το Νομοθετικό Διάταγμα της 29ης Ιανουαρίου 1926 «Περί συστάσεως Υπηρεσίας Γενικής Ασφαλείας του Κράτους»7 η νέα υπηρεσία υπαγόταν στον πρόεδρο της Κυβέρνησης, αναλαμβάνοντας ουσιαστικά τις αρμοδιότητες του Γραφείου Πληροφοριών του Πολιτικού Γραφείου. Το 1927 η Υπηρεσία Γενικής Ασφάλειας του Κράτους καταργήθηκε και οι αρμοδιότητές της μεταβιβάστηκαν στο Υπουργείο Εσωτερικών.

Εκτός από την ανάδειξη της ποικιλομορφίας των πληροφοριών που περιλαμβάνει το αρχείο του Πολιτικού Γραφείου, η παρουσίαση της διοικητικής του ιστορίας είναι απαραίτητη και προκειμένου να κατανοηθεί η σημασία για την ιστορική έρευνα της επιστημονικά ορθής ταξινόμησης ενός αρχείου που διασώζει όλα αυτά τα στοιχεία που συγκροτούν το πλαίσιο παραγωγής μιας αρχειακής ενότητας. Το πλαίσιο παραγωγής είναι όλες αυτές οι πληροφορίες για τη διοικητική ιστορία της υπηρεσίας που παρήγαγε το αρχείο, για το νομικό πλαίσιο βάσει του οποίου ασκούσε τις αρμοδιότητές της, για τον τρόπο που ταξινομούσε το αρχείο της και συγκροτούσε τους φακέλους των εγγράφων. Συνήθως, οι πληροφορίες αυτές θυσιάζονται στον βωμό μαζικών ψηφιοποιήσεων και επιλεκτικών αναπαραγωγών τεκμηρίων. Ωστόσο, μη γνωρίζοντας το πλαίσιο παραγωγής ενός αρχείου, ο ιστορικός δεν μπορεί να ερμηνεύσει σωστά τις πηγές του, κινδυνεύοντας να «πνιγεί» στα θολά νερά ενός ψηφιακού χυλού εγγράφων.

Επιστρέφοντας από τα αρχειονομικά ζητήματα στο περιεχόμενο του αρχείου του Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, είναι προφανές από τη διοικητική του ιστορία ότι η θεμελιώδης λειτουργία του ήταν, κυρίως, η διευκόλυνση της επικοινωνίας των πολιτών με τους φορείς της δημόσιας διοίκησης και η προώθηση των υποθέσεών τους. Κατά συνέπεια, ο κύριος όγκος του υλικού αποτελείται από αιτήσεις πολιτών, συλλόγων, σωματείων, ενώσεων, κοινοτήτων κ.λπ., οι οποίες διεκπεραιώνονταν από το Πολιτικό Γραφείο στα αρμόδια υπουργεία και στις υπηρεσίες που, με τη σειρά τους, έστελναν τις σχετικές απαντήσεις στα παραπάνω αιτήματα και καταγγελίες. Τα αιτήματα αφορούσαν, κυρίως, διορισμούς, μεταθέσεις και προαγωγές δημοσίων υπαλλήλων και στρατιωτικών, πληρωμή αποζημιώσεων, διευκολύνσεις σε εμπόρους, εταιρείες και ιδιώτες, ενώ συχνές ήταν οι καταγγελίες για υπερβάσεις εκπροσώπων των αρχών. Ανάλογος ήταν και ο ρόλος του Γραφείου στις σχέσεις κεντρικής και τοπικής εξουσίας. Πρόεδροι κοινοτήτων, νομάρχες και γενικοί διοικητές απευθύνονταν στο Πολιτικό Γραφείο, ώστε να ασκήσουν πιέσεις στα διάφορα υπουργεία για την επίλυση των προβλημάτων των περιοχών δικαιοδοσίας τους.

Βέβαια, το Πολιτικό Γραφείο αποτελούσε και τμήμα του κομματικού μηχανισμού της εκάστοτε πολιτικής παράταξης που βρισκόταν στην εξουσία, προωθώντας τις υποθέσεις των «ημετέρων» ή φροντίζοντας για την εκκαθάριση των αντιφρονούντων από τη δημόσια διοίκηση και το στράτευμα. Άλλωστε, το Πολιτικό Γραφείο ιδρύθηκε σε μια περίοδο που ο Εθνικός Διχασμός βρισκόταν στο απόγειό του. Τον Σεπτέμβριο του 1917, οπότε και ψηφίστηκε ο ιδρυτικός νόμος της υπηρεσίας, ο Ελευθέριος Βενιζέλος μόλις είχε εγκατασταθεί στην Αθήνα από τη Θεσσαλονίκη επιτυγχάνοντας –με την απαραίτητη βοήθεια των συμμαχικών στρατευμάτων– την ενοποίηση του ελληνικού κράτους. Οι οπαδοί των Φιλελευθέρων ζητούσαν πλέον εκδίκηση και αποκατάσταση για τις διώξεις που υπέστησαν κατά τα «Νοεμβριανά» από τις φιλοβασιλικές οργανώσεις των Επιστράτων. Με τις εκλογές του Νοεμβρίου του 1920 και την ήττα του Βενιζέλου, οι ρόλοι θύτη και θύματος αντιστράφηκαν. Οι φάκελοι του αρχείου αντανακλούν απόλυτα το κλίμα του Εθνικού Διχασμού στη χώρα. Μπορούν, συνεπώς, να αντληθούν στοιχεία για διώξεις, εκτοπίσεις και εκκαθαρίσεις «αντιδραστικών» βενιζελικών ή βασιλοφρόνων πολιτών, υπαλλήλων, εκπαιδευτικών, στρατιωτικών κ.ά., για καταγγελίες συμμετοχής αντιβενιζελικών στο ανάθεμα κατά του Βενιζέλου, για αποζημιώσεις πολιτών που οι περιουσίες τους καταστράφηκαν κατά τα «Νοεμβριανά» ή από ενέργειες των συμμαχικών στρατευμάτων.

Τα έγγραφα του αρχείου, είτε αφορούν διώξεις εκπαιδευτικών και μαθητών επειδή σε σχολική εκδρομή στη Λευκάδα τραγουδούσαν «του αετού ο γιός» είτε είναι αναφορές της Χωροφυλακής για το κλίμα στην κηδεία του αντιβενιζελικού Σπ. Λάμπρου και στους εορτασμούς για την ονομαστική εορτή του βασιλιά Αλέξανδρου είτε, τέλος, πρόκειται για το υπόμνημα που έστειλε ο εξόριστος στην Κορσική Δημήτριος Γούναρης στον πρωθυπουργό της Γαλλίας, παρέχουν μια ακτινογραφία της σύγκρουσης του Διχασμού, κυρίως, σε τοπικό επίπεδο και σε επίπεδο δημόσιας διοίκησης και στρατεύματος.

Παράλληλα, το Πολιτικό Γραφείο λειτουργούσε και ως ένα είδος μηχανισμού στήριξης της εκάστοτε κυβέρνησης και του κυβερνώντος πολιτικού κόμματος. Υπό αυτό το πρίσμα, πολίτες, σύλλογοι και σωματεία έστελναν τηλεγραφήματα και ψηφίσματα με τα οποία εξέφραζαν την επιδοκιμασία τους σε ενέργειες της κυβέρνησης, τη στήριξή τους στο πρόσωπο του πρωθυπουργού και του εκάστοτε καθεστώτος, αλλά και την αποδοκιμασία τους με αφορμή ενέργειες πολιτικών αντιπάλων. Χαρακτηριστικές είναι οι περιπτώσεις των φακέλων του αρχείου με τα τηλεγραφήματα καταδίκης του «κινήματος» της Λαμίας το 1918 και της απόπειρας δολοφονίας του Βενιζέλου στο Παρίσι δύο χρόνια αργότερα ή με τα τηλεγραφήματα στρατιωτικών σωμάτων, με τα οποία εκφράζουν την αφοσίωσή τους στον βασιλιά Κωνσταντίνο και στην κυβέρνηση που σχηματίστηκε μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου του 1920.

Μάλιστα, για την τριετία 1917-1920, οι φάκελοι του Πολιτικού Γραφείου παρέχουν πληροφορίες για τη συγκρότηση των πολιτικών συλλόγων των Φιλελευθέρων, ενώ υπάρχει φάκελος και για το πρώτο πανελλήνιο συνέδριο των πολιτικών συλλόγων Φιλελευθέρων. Η ίδια λειτουργία του Πολιτικού Γραφείου συνεχίστηκε και μετά το 1922, συνεπώς, εντοπίζονται έγγραφα με τα οποία πολίτες, σύλλογοι και σωματεία εκφράζουν τη στήριξή τους στην Επανάσταση του 1922, την καταδίκη του κινήματος Λεοναρδόπουλου-Γαργαλίδη, τη στήριξη τoυ καθεστώτος Παγκάλου κ.ά. Υπάρχουν, ακόμη, φάκελοι με τηλεγραφήματα υπέρ της αβασίλευτης δημοκρατίας, συγχαρητηρίων για το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος για το πολιτειακό τον Απρίλιο του 1924 καθώς και με τα αποτελέσματα του δημοψηφίσματος. Οι εκκαθαρίσεις, βεβαίως, σε κρατικό μηχανισμό και στράτευμα συνεχίστηκαν και κατά τα έτη 1922-1928, σε μία περίοδο συνεχών στρατιωτικών κινημάτων και κυβερνητικών εναλλαγών, γεγονός που αποτυπώνεται και στο υλικό του αρχείου. Άλλωστε, οι εκκαθαρίσεις στον κρατικό μηχανισμό αφορούσαν και το προσωπικό του Πολιτικού Γραφείου.

Επιπλέον, το Πολιτικό Γραφείο, λειτουργώντας επικουρικά στο έργο του πρωθυπουργού, διεκπεραίωνε και υποθέσεις που σχετίζονταν με την εξωτερική πολιτική του ελληνικού κράτους. Έτσι, στο αρχείο έχουν διασωθεί σημαντικά έγγραφα που σκιαγραφούν τις ενέργειες της ελληνικής διπλωματίας, ιδιαίτερα της περιόδου 1917-1923, όπως ο φάκελος με υποστηρικτικά στοιχεία των εθνικών διεκδικήσεων που χρησιμοποίησε η ελληνική αντιπροσωπεία στις διαπραγματεύσεις τη Συνδιάσκεψης Ειρήνης του Παρισιού.

Το Πολιτικό Γραφείο αποτελούσε, επίσης, μέρος του μηχανισμού στήριξης των διεκδικήσεων της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Στο πλαίσιο αυτό εντάσσονται φάκελοι του αρχείου, όπως για παράδειγμα, εκείνοι που συγκεντρώνουν αναφορές και ψηφίσματα μητροπόλεων, κοινοτήτων, συλλόγων, του Εθνικού Συμβούλιου του Πόντου κ.ά. που προσφέρουν σημαντικά στατιστικά στοιχεία για τον ελληνικό πληθυσμό της Μικράς Ασίας, του Πόντου και της Θράκης, καταγράφουν τους διωγμούς του ελληνικού πληθυσμού από τον Κεμάλ και τους Τούρκους εθνικιστές και εκφράζουν την επιθυμία της ένωσης με την Ελλάδα. Υπάρχουν, ακόμη, φάκελοι με τηλεγραφήματα διαμαρτυρίας για τον βομβαρδισμό της Κέρκυρας από τους Ιταλούς τον Αύγουστο του 1923 ή την απέλαση του Οικουμενικού Πατριάρχη από την τουρκική κυβέρνηση το 1925.

Η υπηρεσία του Πολιτικού Γραφείου συγκέντρωνε και πληροφορίες που σχετίζονταν με τις επιχειρήσεις και την οργάνωση του ελληνικού στρατεύματος, αλλά και την εσωτερική ασφάλεια της χώρας. Έτσι, υπάρχουν φάκελοι με πληροφορίες για τις επιχειρήσεις των ελληνικών δυνάμεων στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και στη Μικρασιατική Εκστρατεία με χάρτες διάταξης των ελληνικών, συμμαχικών και εχθρικών στρατευμάτων, με πληροφορίες για τα προβλήματα επιμελητείας και τις επαφές με τους Συμμάχους για την αναδιοργάνωση του ελληνικού Στρατού. Βέβαια, ο κύριος όγκος του υλικού δεν αφορά τις στρατιωτικές επιχειρήσεις αλλά λιγότερο ένδοξα ζητήματα, όπως επιστολές συγγενών αγνοουμένων στρατιωτών, τα κρούσματα λιποταξίας και τις δυσκολίες διενέργειας επιστράτευσης από τη βενιζελική κυβέρνηση, για τις στρατιωτικές επιτάξεις κ.λπ.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι φάκελοι εκείνοι που συγκεντρώνουν πληροφορίες για τη δράση κομμουνιστικών ομάδων, αντιφρονούντων, μειονοτικών πληθυσμών και κάθε είδους προπαγάνδας στο εσωτερικό της χώρας. Άλλωστε, όπως ήδη αναφέρθηκε, μετά το 1923 στους κόλπους του Πολιτικού Γραφείου λειτουργούσαν υπηρεσίες που αποτελούσαν στην ουσία τους προδρόμους της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών, όπως η Υπηρεσία Πληροφοριών του Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού και η Υπηρεσία Γενικής Ασφάλειας του Κράτους. Η ενασχόληση με ζητήματα εσωτερικής ασφάλειας και η προσπάθεια προάσπισης του κοινωνικού καθεστώτος από τον κομμουνισμό και τα εργατικά κινήματα διασώζουν στα έγγραφα του αρχείου σημαντικά στοιχεία για τη δράση και την πολιτική σοσιαλιστικών και κομμουνιστικών ομάδων, εργατικών ενώσεων και συνδικάτων, ενώ αποτυπώνουν μια εικόνα για το εργατικό κίνημα στην Ελλάδα και για την πολιτική των ελληνικών κυβερνήσεων έναντι της εργατικής τάξης και της πολιτικής της εκπροσώπησης. Στο αρχείο περιλαμβάνονται σοσιαλιστικά και κομμουνιστικά έντυπα, προκηρύξεις του ΚΚΕ, ψηφίσματα και υπομνήματα της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδος, εργατικών κέντρων, συνδικάτων, σωματείων και άλλο παρεμφερές υλικό. Βέβαια, το μεγαλύτερο μέρος του υλικού αυτού συγκεντρωνόταν από τις αρχές ασφαλείας με σκοπό την αντιμετώπιση του «κομμουνιστικού κινδύνου» και στο πλαίσιο αυτό οι σχετικοί φάκελοι περιλαμβάνουν έγγραφα με λίστες επικίνδυνων κομμουνιστών, σχέδια αντιμετώπισης του κομμουνισμού, απεργοσπαστικά σχέδια κ.λπ.

Για την περίοδο 1917-1920 το αρχείο περιλαμβάνει στοιχεία για τη βενιζελική πολιτική έναντι της εργατικής τάξης και την αντίδραση της τελευταίας, αλλά και έγγραφα για την προσπάθεια του Βενιζέλου να προσεγγίσει τους Έλληνες σοσιαλιστές με σκοπό την υποστήριξη της εξωτερικής του πολιτικής στα διεθνή φόρουμ, όπως στο Διεθνές Εργατικό και Σοσιαλιστικό Συνέδριο στο Λονδίνο. Αξίζει να σημειωθεί ότι το Πολιτικό Γραφείο, ως δέκτης διεκδικήσεων δικαιωμάτων και ελευθεριών από διάφορες ομάδες πολιτών, διασώζει στους φακέλους του αρχείου του πληροφορίες για το φεμινιστικό κίνημα του Μεσοπολέμου στην Ελλάδα, όπως ψηφίσματα του 1928 του «Συνδέσμου Ελληνίδων υπέρ των Δικαιωμάτων της Γυναικός».

Στα μάτια του κρατικού μηχανισμού, η εσωτερική ασφάλεια των ετών 1917-1928 δεν απειλούνταν μόνο από την κομμουνιστική ιδεολογία και τις εργατικές κινητοποιήσεις, αλλά και από την ύπαρξη και δράση μειονοτικών ομάδων εντός της ελληνικής επικράτειας. Συνεπώς, οι φάκελοι του αρχείου περιλαμβάνουν υπηρεσιακές αναφορές διοικητικών, στρατιωτικών και αστυνομικών αρχών, αλλά και υπομνήματα μειονοτικών κοινοτήτων ή βουλευτών που φωτίζουν την πολιτική των ελληνικών κυβερνήσεων απέναντι σε μουσουλμάνους, σλαβόφωνους, βλαχόφωνους και Εβραίους. Από το υπόλοιπο υλικό του αρχείου, σημαντικά στοιχεία μπορούν να αντληθούν, επίσης, για το προσφυγικό ζήτημα τόσο πριν όσο και μετά το 1922. Για την πριν από το 1922 περίοδο οι φάκελοι του Πολιτικού Γραφείου αποτυπώνουν τις προσπάθειες του συσταθέντος το 1917 Υπουργείου Περιθάλψεως για τη στέγαση, περίθαλψη και παλιννόστηση του προσφυγικού πληθυσμού. Ανάμεσα στα υπηρεσιακά έγγραφα και στις αιτήσεις των προσφύγων υπάρχουν και εκθέσεις του γενικού διευθυντή του Υπουργείου Περιθάλψεως Νίκου Καζαντζάκη σχετικά με την κατάσταση του ελληνικού πληθυσμού στον Καύκασο και την οργάνωση της περίθαλψης και αποκατάστασης των προσφύγων σε Μικρά Ασία, Θράκη και Πόντο. Για την περίοδο μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, το έργο της αγροτικής ή αστικής αποκατάστασης των προσφύγων, ο πόνος του χαμού των συγγενών τους και η εχθρική διάθεση των ντόπιων απέναντί τους είναι ζητήματα που διαπερνούν το υλικό του αρχείου, όπως φαίνεται από τους φακέλους της Επιτροπής Αποκατάστασης Προσφύγων ή της Ανώτατης Διεύθυνσης Προσφύγων, την πληθώρα υπομνημάτων προσφυγικών οργανώσεων ή τον φάκελο αναφορικά με την αιματηρή σύγκρουση προσφύγων και ντόπιων στο Κιούπ Κιοΐ (Πρώτη) Σερρών το 1924. Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει στους φακέλους με αιτήσεις συγγενών Ελλήνων στρατιωτών και προσφύγων. με τις οποίες ζητούσαν πληροφορίες για την τύχη των δικών τους που δεν είχαν επιστρέψει από τη Μικρά Ασία.8

Όπως αναφέρθηκε, το Πολιτικό Γραφείο Πρωθυπουργού περιλαμβάνει στους φακέλους του υλικό σχεδόν για όλες τις πτυχές της εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής της χώρας την περίοδο 1917-1928. Στους φακέλους του αρχείου υπάρχουν πληροφορίες για την αγροτική πολιτική και τις απαλλοτριώσεις τσιφλικιών, για τα ζητήματα που σχετίζονται με το εμπόριο, τη βιομηχανία, την ανάπτυξη των μεταφορών, τους δασμούς, για την οικονομική πολιτική της κυβέρνησης, τους σχεδιασμούς στην εκπαίδευση, τις ελληνικές κοινότητες του εξωτερικού και για πλήθος άλλα ζητήματα πολιτικής, κοινωνικής, οικονομικής και τοπικής ιστορίας.

Εκείνο, σίγουρα, που χαρακτηρίζει το σύνολο του αρχείου είναι η σχέση του Έλληνα πολίτη με τους πολιτικούς, από την οπτική όμως του πολίτη που καταφεύγει στο Πολιτικό Γραφείο του Πρωθυπουργού για να βρει λύση στα προβλήματά του. Ο πολίτης, μη έχοντας εμπιστοσύνη στη λειτουργία του κρατικού μηχανισμού, αναζητεί «μεσάζοντες», διαμεσολαβητές για να προωθήσει την υπόθεσή του απευθυνόμενος στον πρωθυπουργό, στους υπουργούς ή στους βουλευτές αναγνωρίζοντας τους τον ρόλο του πάτρωνα και διαχωρίζοντάς τους – κατά περίεργο τρόπο – από το «ανάλγητο» κράτος. Ίσως, ο κόσμος αυτός των αιτήσεων και των υπομνημάτων να είναι μία σημαντική πηγή για την ιστορία του πολιτικού πολιτισμού μας.9

Το αρχείο του Πολιτικού Γραφείου είναι ανοικτό σε κάθε ερευνητική αναδίφηση, σε κάθε ερευνητικό ενδιαφέρον, σε κάθε οπτική για τις οποίες δεν δόθηκαν πληροφορίες στο άρθρο αυτό –και ούτε θα ήταν δυνατόν να δοθούν. Ωστόσο, ας σημειωθεί ότι το αρχείο και το έγγραφο από μόνα τους δεν γράφουν Ιστορία, Χρειάζονται να τεθούν και οι ερμηνευτικές προσεγγίσεις, οι διαφορετικές οπτικές, το γενικότερο πλαίσιο, με βάση, πάντοτε, τους κανόνες της επιστημονικής δεοντολογίας.

  1. Γιάννης Γκλαβίνας, Αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού (1917-1928). Αναλυτικό ευρετήριο [Βιβλιοθήκη Γενικών Αρχείων του Κράτους 35], Αθήνα 2009. ↩︎
  2. ΦΕΚ/τ. Α΄/191/6 Σεπτεμβρίου 1917. Σημειώνεται ότι με το Νόμο 5580 της 24ης Αυγούστου 1932 «Περί καταργήσεως του Ν. 866 περί ιδρύσεως Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού και συστάσεως Γραφείου Πρωθυπουργού» καταργείται η υπηρεσία του Πολιτικού Γραφείου του Πρωθυπουργού και στη θέση της συστάθηκε νέα υπηρεσία με τον τίτλο «Γραφείον Πρωθυπουργού». ↩︎
  3. Νομοθετικό Διάταγμα 232 της 19ης Οκτωβρίου 1916 «Περί συστάσεως Πολιτικού Γραφείου της Προσωρινής Κυβερνήσεως», ΦΕΚ Προσωρινής Κυβέρνησης/22/22 Οκτωβρίου 1916. Πρώτος αρχιγραμματέας του Πολιτικού Γραφείου της Προσωρινής Κυβέρνησης διορίστηκε ο Γεώργιος Φιλάρετος, βλ. Νομοθετικό Διάταγμα της 19ης Οκτωβρίου 1916 «Περί διορισμού του κ. Γεωργίου Ν. Φιλαρέτου ως Αρχιγραμματέως του Πολιτικού Γραφείου της Προσωρινής Κυβερνήσεως», ΦΕΚ Προσωρινής Κυβέρνησης/22/22 Οκτωβρίου 1916. ↩︎
  4. Τα σχετικά με την επίταξη ή ενοικίαση οικημάτων για την εγκατάσταση του Πολιτικού Γραφείου του Πρωθυπουργού ρυθμίζονται από το Νόμο 932 «Περί εγκαταστάσεως εν οικήματι του Πολιτικού Γραφείου του Πρωθυπουργού», ΦΕΚ/τ. Α΄/220/9 Οκτωβρίου 1917. ↩︎
  5. Δ΄ Συντακτική των Ελλήνων Συνέλευσις, ψήφισμα «περί καταρτισμού Επιτροπής Οικονομιών», 24 Μαΐου 1924. ↩︎
  6. Διεθνής Ένωση για την Περίθαλψη των Επαναστατών, αρχικά στη ρωσική. ↩︎
  7. ΦΕΚ/τ. Α΄/34/29 Ιανουαρίου 1926. ↩︎
  8. Γιάννης Γκλαβίνας, «“Μέχρι σήμερον δεν επανέκαμψεν εκ Μ. Ασίας αγνοουμένης της τύχης του”: Οι αγνοούμενοι Έλληνες στρατιώτες και πολίτες της Μικρασιατικής Καταστροφής μέσα από τις αιτήσεις των συγγενών τους στο Πολιτικό Γραφείο Πρωθυπουργού (1922-1924)», Μικρασιατικά Χρονικά, 24(2011), 195-228. ↩︎
  9. Η σχέση αυτή πολίτη κα πολιτικού αποτέλεσε το θέμα έκθεσης που διοργάνωσαν το 2013 τα Γενικά Αρχεία του Κράτους με τίτλο «Αρχεία, πολίτες και πολιτικοί. Μία αντίστροφη ανάγνωση της πολιτικής». ↩︎
Avatar photo
Γιάννης Γκλαβίνας

Ο Γιάννης Γκλαβίνας είναι Διδάκτωρ του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Α.Π.Θ. και Αρχειονόμος της Κεντρικής Υπηρεσίας των Γενικών Αρχείων του Κράτους.

Άρθρα: 1