26 Οκτωβρίου 1912: όταν ο πασάς παρέδωσε τη Νύμφη στον κουμπάρο. Η συνθηκολόγηση μέσα από τα μάτια του ηττημένου

Η ενσωμάτωση της Θεσσαλονίκης στον εθνικό κορμό, για λόγους ιστορικού δικαίου και με την ασφάλεια της a posteriori γνώσης, εύκολα μπορεί να εκλαμβάνεται σήμερα ως αυτονόητη. Το χάσμα είναι μεγάλο, αν σκεφτεί κανείς πως η επικράτηση στα πεδία των μαχών μόνο εγγυημένη δεν ήταν. Και η πρόσφατη, τότε, πολεμική εμπειρία «έδειχνε» μάλλον προς δυσοίωνες προβλέψεις. Γιατί πώς ήταν δυνατόν το Ελληνικό Βασίλειο, μία δεκαπενταετία μετά τον όλεθρο του 1897, να αποτολμήσει εκ νέου δυναμική εμπλοκή στο χρονίζον Κρητικό Ζήτημα και να αξιώνει με κάποιο κύρος επέκταση στην Ήπειρο, τη Μακεδονία και τα νησιά του Αιγαίου;

Όμως, οι ταχύτατες διεθνείς εξελίξεις υπαγόρευαν άμεσες οργανωτικές και στρατηγικές τομές. Και το 1912 σηματοδοτεί πράγματι μια επανάσταση στις διπλωματικές σχέσεις των βαλκανικών κρατών, καθότι για πρώτη φορά, χωρίς σαφή ποδηγέτηση από κάποια Μ. Δύναμη, αυτά κινήθηκαν από κοινού προς την κατεύθυνση της ανοικτής σύγκρουσης με την Οθωμανική Αυτοκρατορία.1 Πληθώρα μελετών έχει αναλύσει τις συνθήκες που ευνόησαν τη Βαλκανική Συμμαχία, η οποία ανέτρεψε το επιβεβλημένο status quo στην ευρωπαϊκή Τουρκία.2

Βεβαίως, το βάρος του πολέμου, το οποίο κλήθηκε να επωμιστεί η Βουλγαρία, ρίχτηκε στη Θράκη,3 μολονότι ουδόλως αμελητέα υπήρξε η συμβολή του ελληνικού στόλου. Το μοναδικό βαλκανικό κράτος με αξιόλογη παρουσία στη θάλασσα δεν ήταν δυνατόν να αποκλειστεί από τη εξυφαινόμενη συμμαχία. Το ναυτικό αποτέλεσε τη βάση της ελληνο-βουλγαρικής συνεννόησης, γεγονός που αποτυπώθηκε και στη σχετική στρατιωτική σύμβαση, με το Ελληνικό Βασίλειο να αναλαμβάνει τη δέσμευση για πλήρη κυριαρχία στο Αιγαίο. Αυτή εξασφάλισε την ανακούφιση του ανατολικού μετώπου -και κατ’ επέκταση των Συμμάχων συλλήβδην- από εκατοντάδες χιλιάδες οθωμανικών εφεδρειών της ασιατικής ενδοχώρας.4

Όπως επίσης, είναι προφανές πως οι δυνάμεις των Οθωμανών στα δυτικά Βαλκάνια ήταν υπονομευμένες, εξαιτίας της υποστελέχωσης που συνεπάγετο η έμφαση στην αντιμετώπιση της Βουλγαρίας και η απόσπαση μονάδων στα απομακρυσμένα μέτωπα της Λιβύης και της Υεμένης. Ταυτόχρονα, τα δυτικά βιλαέτια συνταράσσονταν από τις αλβανικές εξεγέρσεις που έφτασαν μέχρι και την κατάληψη των Σκοπίων (14 Αυγούστου, ν.η.). Οπωσδήποτε, οι Οθωμανοί ήταν απροετοίμαστοι για έναν διμέτωπο αγώνα σε Βορρά και Νότο, γι’ αυτό και την τελευταία στιγμή επέδειξαν διάθεση διακανονισμού με την Ελλάδα στην υπόθεση της Κρήτης, εις μάτην βέβαια, καθώς οι πολεμικές εξελίξεις είχαν δρομολογηθεί.

Στο υπόλοιπο του αφιερώματος θα εκτεθεί η εμπειρία του μοιραίου στρατηγού που κλήθηκε να αντιμετωπίσει ευθύς εξαρχής το κύριο όγκο των ελληνικών δυνάμεων, από την ελληνο-οθωμανική μεθόριο στη Θεσσαλία μέχρι την καρδιά του βιλαετιού της Θεσσαλονίκης, σε συνέπεια, πάντοτε, με τις διαπιστώσεις της διεθνούς ιστοριογραφίας για τους Βαλκανικούς Πολέμους.

Η παράδοση της Θεσσαλονίκης δεν αποτελεί παρά σταθμό μιας συστηματικής προώθησης του ελληνικού στρατού στη Μακεδονία. Αντίστοιχα, για τους Οθωμανούς συνεπάγετο μια μακρά πορεία τακτικής, ως επί το πλείστον, υποχώρησης. Αυτή η αγωνιώδης πορεία αποτυπώνεται στα Απομνημονεύματα του οθωμανού στρατηγού Χασάν Ταχσίν πασά. Σε μια προσπάθεια να υπερασπιστεί τον εαυτό του και προκειμένου να διαφυλάξει την υστεροφημία του, ο εξόριστος Ταχσίν, από τη Γενεύη της Ελβετίας, άρχισε να καταγράφει τις προσωπικές του εκτιμήσεις για τα γεγονότα που τον σημάδεψαν. Το ξέσπασμα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, ωστόσο, ανέτρεψε τα σχέδια για άμεση δημοσίευσή τους.

Αποσπάσματα στα γαλλικά κυκλοφόρησαν χάρη στη συμβολή του φίλου του και πρώην αρχισυντάκτη της Journal de Salonique, Σαμ Λεβή, ενώ μέρος της γαλλικής μετάφρασης έχει εντοπιστεί στο Αρχείο του εκδότη της εφημερίδας Messager d’ Athènes, Αντώνιου Στεφανόπολι. Στην ολότητά του το γαλλικό κείμενο εκτέθηκε τμηματικά στο συλλεκτικό περιοδικό Collectio την περίοδο 1991-1993. Σήμερα, η σειρά του Collectio διασώζεται στο Αρχείο του συλλέκτη Γιάννη Μέγα, το οποίο ενεχείρισε στη Βιβλιοθήκη και Κέντρο Πληροφόρησης του ΑΠΘ.

Η ελληνική εκδοχή των Απομνημονευμάτων οφείλεται στην επιμέλεια του Κενάν Μεσαρέ, γιού του Ταχσίν, ο οποίος αρκετά χρόνια μετά τον θάνατο του πατέρα του (1918) και συγκεκριμένα κατά τη δεκαετία του 1950 μετέφρασε στα ελληνικά και δακτυλογράφησε τις σημειώσεις που είχε στη διάθεσή του. Τις εξέδωσε τμηματικά δια της εφημερίδας Ελληνικός Βορράς το φθινόπωρο του 1961.5 Το κείμενό του είναι εκτενέστερο σε σχέση με εκείνο της γαλλικής μετάφρασης, εμπεριέχει περισσότερα στρατιωτικά έγγραφα και αποκτά ιδιαίτερη αξία χάρη στην προσθήκη ενός ευσύνοπτου πρόλογου, όπου παρατίθενται ακροθιγώς στοιχεία από τη ζωή του Ταχσίν. Επιπλέον, περιλαμβάνει τρία παραρτήματα που αφορούν περιστατικά από τις κρίσιμές εκείνες μέρες για τη Θεσσαλονίκη, αλλά και την οικογένεια Μεσαρέ, η οποία διέμενε στην πόλη.

Το δακτυλογραφημένο κείμενο των Απομνημονευμάτων με τις εξόχως ενδιαφέρουσες συμπληρώσεις του Κενάν παρέδωσαν με τη σειρά τους οι γιοί του επιμελητή στον ιστοριοδίφη συνταγματάρχη Βασίλη Νικόλτσιο,6 ως ανέκδοτο κείμενο, αγνοώντας προφανώς την παλαιότερη δημοσίευση στον Ελληνικό Βορρά. Το κείμενο του Κενάν γνώρισε μια απλή ανατύπωση από το Γ΄ Σώμα Στρατού (2001), αλλά και μια πλούσια σε πραγματολογικά στοιχεία κριτική έκδοση υπό την ερευνητική επιμέλεια του Βασίλειου Κ. Γούναρη (2002). Η έκδοση αυτή θεωρείται η πληρέστερη και αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα για τον πρόσθετο λόγο ότι ο επιμελητής της, έχοντας υπόψη το περιεχόμενο της σειράς του Collectio, προέβη σε μια συγκριτική μελέτη της γαλλικής και της ελληνικής παραλλαγής. Ως εκ τούτου, η εν λόγω συμβολή καθίσταται ιδανικό ερευνητικό βοήθημα.7

Βέβαια, δεν πρέπει να λησμονείται ότι η εικόνα των πρωτόγραφων Απομνημονευμάτων που παρέλαβε ο Κενάν θα πρέπει να ήταν αυτή των σκόρπιων σημειώσεων, γεμάτων με επαναλήψεις και «δύσβατα» σημεία. Το τελικό κείμενο το οποίο παραδόθηκε, μοιραία σημαδεύτηκε από την προσπάθεια προσαρμογής στα ελληνικά δεδομένα (τοπωνύμια, ημερολόγιο, ώρα) και οπωσδήποτε στο πνεύμα της διατήρησης του κύρους του Ταχσίν στα μάτια των Ελλήνων. Έτσι, η ρητορική είναι ανέλπιστα «ήπια» όταν γίνεται αναφορά στους Έλληνες. Εκεί προτιμάται ο όρος «αντίπαλος» αντί του «εχθρός», όπως επίσης το «χάρη» αντί του «εξαιτίας». Επίσης, εντύπωση προκαλεί η παρουσίαση του ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897 ως «ατυχήματος», η μνημόνευση «Μακεδονικού Αγώνα», αλλά και η κολακευτική διάθεση έναντι των ελληνικών ένοπλων δυνάμεων. Έτι πιο απροκάλυπτα, οι δεκαοκτώ αναφορές στον πρίγκιπα-διάδοχο Κωνσταντίνο, σύμφωνα με τον Γούναρη, απουσιάζουν πλήρως από την εκδοχή της γαλλικής μετάφρασης. Βεβαίως, η φερόμενη εκτίμηση του Ταχσίν στο πρόσωπο των πριγκίπων και δη του Κωνσταντίνου είναι εκπεφρασμένη σε συνεντεύξεις που είχε παραχωρήσει και ο ίδιος.8 Εντούτοις, με βάση τις εκθέσεις του ελληνικού, τουλάχιστον, ΓΕΣ είναι γνωστό πως η στρατιωτική τάξη υπαγορεύει αφενός τη γενικευτική μνεία σε «εχθρό» και αφετέρου την αποφυγή προσωπικών αναφορών. Σημαντικές παρεμβάσεις έχουν συντελεστεί και στο περιεχόμενο των στρατιωτικών εγγράφων, ιδιαίτερα στο ζήτημα της κριτικής που ασκήθηκε στον Ταχσίν από τον διοικητή της Δυτικής Στρατιάς, Αλή Ριζά πασά, για την καταστρατήγηση του επιτελικού σχεδίου στις φάσεις υποχώρησής του, ενώ ενδεικτική παραμένει η χρήση της καθαρεύουσας κατά την απόδοση του περιεχομένου των εγγράφων, παραπέμποντας στο ύφος των αντίστοιχων ελληνικών στη δεκαετία του 1950. Σε κάθε περίπτωση, κρίνεται σκόπιμο να τονιστεί ότι οι παρεμβάσεις του Κενάν δεν αλλοιώνουν τον πυρήνα της σκέψης του συγγραφέα.9

Ο αλβανικής καταγωγής Χασάν Ταχσίν πασάς ήταν ένας ευσυνείδητος, πλην όμως προχωρημένης ηλικίας, στρατιωτικός αξιωματούχος, ο οποίος ξεκίνησε ουσιαστικά τη σταδιοδρομία του στη χωροφυλακή των Ιωαννίνων το 1881.10 Έκτοτε μετατέθηκε σε διάφορες περιοχές και θέσεις. Ιδιαίτερα επιτυχημένο θεωρείται το πέρασμά του από την Κρήτη (1889-1896), μολονότι ο πλέον εντυπωσιακός, ίσως, σταθμός στην καριέρα του υπήρξε ο διορισμός του σε βαλή της ακριτικής Υεμένης (1908-1910). Λίγους μήνες πριν το ξέσπασμα του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου και παρά το γεγονός ότι κατά την στρατιωτική τάξη όφειλε να αποστρατευτεί λόγω ηλικίας, διορίστηκε βαλής Ιωαννίνων, προφανώς με τη σκοπιμότητα της τοποθέτησης αλβανού διοικητή στην περιοχή προς ικανοποίηση των ομοφύλων του εθνικιστών.11

Υπό αντίστοιχα πιεστικές συνθήκες, στο ξέσπασα του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου δύο μήνες αργότερα, του έλαχε η διοίκηση του Η΄ Σώματος Στρατού στη Θεσσαλία. Προς υπεράσπισή του, στα Απομνημονεύματα ο Ταχσίν υπερθεματίζει ως προς τη γενικευμένη απροθυμία επιφανέστερων αξιωματούχων να εμπλακούν στο ελληνο-οθωμανικό μέτωπο εξαιτίας της επιχειρησιακής ανεπάρκειας του εκεί συγκροτηθέντος στρατεύματος, καθιστώντας σαφές πως εν γνώσει του αποδέχτηκε μια αποστολή a priori υπονομευμένη. 12Αυτή του η απόφαση και η σύνδεση, εντέλει, με τη Θεσσαλονίκη σημάδεψε ανεπιστρεπτί τα τελευταία χρόνια της ζωής, αλλά και τη μετά θάνατον πρόσληψη του Ταχσίν. Η επιλογή της παράδοσης στους Έλληνες ήταν αρκετή για τον εξιλεώσει στα μάτια τους και ταυτόχρονα να τον καταβαραθρώσει στο βουλγαρικό και τουρκικό αφήγημα. Όμως, συχνά λησμονείται ότι ο Ταχσίν βρέθηκε συστηματικά απέναντι από τον ελληνικό στρατό, στις μάχες του Σαρανταπόρου (9 Οκτωβρίου) και των Γιαννιτσών (19-20 Οκτωβρίου), ενώ μέχρι και την τελευταία στιγμή απέρριπτε τη συνθηκολόγηση.

Γι’ αυτό και τα Απομνημονεύματα του Ταχσίν επικεντρώνουν ακριβώς στους λόγους για τους οποίους α) αδυνατούσε να αντιμετωπίσει τον εχθρό στο πεδίο της μάχης και β) εξωθήθηκε σε συνθηκολόγηση, όταν τα πράγματα έφτασαν στο απροχώρητο. Για το μεν πρώτο, έστω και μεταθανάτια, φαίνεται πως βρήκε δικαίωση, καθότι η έκθεσή του διασταυρώνεται με τα δεδομένα της έρευνας. Ως προς το δεύτερο, γίνεται μεν παραδεκτή η επίκληση της σκοπιμότητας να αποφευχθεί η αιματοχυσία στη Θεσσαλονίκη, εντούτοις θα παραμείνουν διφορούμενες οι προθέσεις του, εφόσον προτίμησε να μην εμπλέξει καθόλου τους Βούλγαρους και να παραδοθεί στους Έλληνες.

Αναφορικά με το πρώτο σκέλος, όλες οι παραλείψεις και αστοχίες του οθωμανικού κράτους ενόψει της παμβαλκανικής σύρραξης, τις οποίες προλογίζοντας θίγει ο συγγραφέας, επιβεβαιώνονται από τους μελετητές. Μεγαλύτερη, ίσως, βαρύτητα έχει η αδυναμία διαχρονικά των Οθωμανών να αντιληφθούν τους Χριστιανούς γείτονές τους ως αυθύπαρκτες πολιτικά οντότητες. Στον αντίποδα, τα όμορα κράτη -πρώην οθωμανικές επαρχίες- εκλαμβάνονταν πάντοτε σε συνάρτηση και υπό την κηδεμονία κάποιας ευρωπαϊκής δύναμης.13

Έτσι, η εμπλοκή σε βαλκανικό πόλεμο, εκτός του ότι κατέλαβε την Κωνσταντινούπολη εξαπίνης, ερχόταν ως επιστέγασμα χρόνιων προβλημάτων, τα οποία απορροφούσαν συστηματικά δυνάμεις και πόρους ιδιαίτερα στο ευρωπαϊκό τμήμα. Πέρα από τα διαρκή δημοσιονομικά ελλείμματα και τη μόνιμη αναστάτωση εξαιτίας των αλβανικών εξεγέρσεων και του ανορθόδοξου αγώνα σε Μακεδονία και Υεμένη, ο ιταλο-οθωμανικός πόλεμος στη Λιβύη και την Ανατολική Μεσόγειο (Σεπτέμβριος 1911-Οκτώβριος 1912) απέβη και αυτός σε μια μακροπρόθεσμη αντιπαράθεση φθοράς που δεν έδειχνε να συντελεί σε οριστική έκβαση.14 Ως εκ τούτου, για τα βαλκανικά μέτωπα οι Οθωμανοί βασίστηκαν εν πολλοίς στα τοπικά σώματα εφέδρων (redif), τουτέστι σε πρεσβύτερους και ελλιπώς εξοπλισμένους άνδρες, οι οποίοι κατά μεγάλο μέρος αποτελούσαν απείθαρχα, μη τουρκικά και μη μουσουλμανικά στοιχεία με μειωμένη αφοσίωση.15 Εν ολίγοις, το βαλκανικό θέατρο επιχειρήσεων στερήθηκε πολύτιμους ανθρώπινους και υλικούς πόρους με δεδομένη την ελληνική επικράτηση στο Αιγαίο και το ανεπαρκές του σιδηροδρομικού δικτύου.16 Σαν να μην έφταναν αυτά, η συνοχή της οθωμανικής ελίτ και του στρατεύματος δοκιμαζόταν έντονα από την εποχή της Νεοτουρκικής Επανάστασης (1908).17

Η απουσία σαφούς επιτελικού σχεδίου για την αντιμετώπιση των βαλκανικών κρατών υπήρξε εξίσου καθοριστικός παράγοντας για τη μείωση της αποτελεσματικότητας των Οθωμανών και την υιοθέτηση αμυντικής στάσης. Κατά την αμήχανη είσοδο στον πόλεμο προκρίθηκε το 5ο αμυντικό σχέδιο σύμφωνα με το οποίο το ευρωπαϊκό τμήμα διακρίθηκε στα δύο πολεμικά πεδία της Μακεδονίας και της Θράκης. Αντίστοιχα, ο οθωμανικός στρατός χωρίστηκε σε δύο στρατηγεία: το Ανατολικό, που θα υπερασπιζόταν τη Θράκη και το Δυτικό, αυτό της Μακεδονίας, υπό τον Αλή Ριζά πασά. Μάλιστα, το στρατηγείο της Μακεδονίας χωρίστηκε στις περιφέρειες της Άνω και της κάτω Μακεδονίας (κατά των Σέρβων και των Ελλήνων αντίστοιχα). «Η εκτίμηση του Γενικού Αρχηγείου Τουρκίας ήταν ότι την έκβαση θα κρίνει οριστικά η νίκη κατά των Βουλγάρων στη Θράκη. Γι’ αυτό και όλα τα πολεμικά μέσα και εφόδια είχαν διατεθεί για τα στρατεύματα των συνόρων της Βουλγαρίας». Στα λοιπά μέτωπα τηρήθηκε αμυντική στάση.18

Επομένως, γίνεται σαφές πως «η σαρωτική ήττα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο ήταν αποτέλεσμα αιτιών πολύ συνθετότερων από τις αδυναμίες ενός γηραιού στρατηγού […], ωστόσο το κείμενό του επιτρέπει να του καταλογιστούν ορισμένες ευθύνες σε θέματα στρατηγικής».19 Γιατί μπορεί τα οθωμανικά αρχεία να επιβεβαιώνουν τους ισχυρισμούς του Ταχσίν, πως είχε στη διάθεσή του μια κατ’ επίφαση, μόνο, ισχυρή δύναμη, που στην πραγματικότητα συγκροτείτο κυρίως από εφέδρους (redif), με σοβαρές ελλείψεις και απουσία του πολύτιμου για τις αρχικές επιχειρήσεις ορεινού πυροβολικού, ακόμα και με ελαττωματικά, σε ορισμένες περιπτώσεις, βλήματα, γεγονός, πάντως, είναι ότι στην παρθενική αντιπαράθεση στο Σαραντάπορο και ενώ «η κατάσταση ήταν ρευστή […,] η απόφαση του Ταχσίν [για απόσυρση] έδωσε στους Έλληνες τη βεβαιότητα της νίκης τη στιγμή ακριβώς που τη χρειάζονταν», επιδρώντας καθοριστικά στο ηθικό των δύο παρατάξεων.20

Γιατί παραμένει εντυπωσιακή η συγκυρία κατά την οποία ο Ταχσίν διέταξε υποχώρηση, τη στιγμή που ανέμενε ακόμα εφεδρείες.21 Οπωσδήποτε, το προβληματικό σύστημα επικοινωνίας ήταν που τήρησε τον σωματάρχη πασά σε κακή εκτίμηση της κατάστασης, καθ’ ομολογία του οποίου δημιουργήθηκε η αίσθηση επικείμενης κύκλωσης και αποκλεισμού των Οθωμανών από τις προωθούμενες εκ παραλλήλου -ανατολικά (Λιβάδι) και κυρίως δυτικά (Λαζαράδες) του Σαρανταπόρου- ελληνικές δυνάμεις. Προς στιγμήν, μάλιστα, θεωρήθηκε εκτεθειμένο το ίδιο το στρατηγείο στα μετόπισθεν (Σέρβια). Γενικότερα, η εξιστόρηση του Ταχσίν αντανακλά περιορισμένες προσδοκίες και ένα αίσθημα μειονεκτικότητας. Σε τελική ανάλυση, όμως, η αριθμητική υπεροπλία του αντίπαλου ήταν τέτοια που αργά ή γρήγορα οι Οθωμανοί θα αναγκάζονταν να υπαναχωρήσουν.

Δεν έχει εξηγηθεί επαρκώς ο λόγος που το Οθωμανικό Επιτελείο διέθετε τόσο εσφαλμένες πληροφορίες για τις ελληνικές προθέσεις, ώστε να διανείμει σχεδόν ισόρροπα τις δυνάμεις του ανάμεσα στο ανεξάρτητο σώμα Ιωαννίνων και το Η΄ Σώμα Στρατού στη Θεσσαλία. Αυτό, όμως, υπήρξε και το καθοριστικό στοιχείο που υπονόμευσε την προάσπιση της Μακεδονίας, καθώς το Ελληνικό Επιτελείο έριξε όλο το βάρος της επίθεσης εκεί. Γι’ αυτό και είναι κατανοητό ότι, μπροστά στις συντριπτικά επικρατέστερες ελληνικές δυνάμεις, ο Ταχσίν δεν ήταν σε θέση να διεξαγάγει επιθετικό πόλεμο. Αποσκοπούσε εξαρχής στο να καθυστερήσει την προέλαση του εχθρού.22

Παρά ταύτα, η εγκατάλειψη των φύσει οχυρών θέσεων στο Σαραντάπορο κόστισε τελικά μια σημαντική ποσότητα σε πυρομαχικά, άνδρες και μεταφορικά οχήματα, αλλά και 21 πυροβόλα, απώλεια δυσβάσταχτη κατά παραδοχή του ίδιου του πασά. Η δε οργανωμένη, αρχικά, υποχώρηση εξελίχθηκε άτακτα, λόγω της ταυτόχρονης φυγής των αμάχων προς Κοζάνη διαμέσου της γέφυρας του Αλιάκμονα (της μόνης ασφαλούς διεξόδου!), όπου επικράτησε συνωστισμός.23 Έκτοτε, ο Ταχσίν επιδόθηκε σε μια μακρά πορεία ταχείας υποχώρησης, παραγνωρίζοντας καίριες θέσεις, οι οποίες επιτελικά είχαν προβλεφθεί ως γραμμές άμυνας. Γι’ αυτό και δέχτηκε την κριτική του ανωτέρου του, Ριζά πασά, αλλά και ορισμένων μελετητών. Εφεξής, κάθε φάση υποχώρησης συνοδευόταν από αθρόες λιποταξίες κυρίως από τις τάξεις των εφέδρων.24

Εντούτοις, κατόπιν μιας ολιστικής προσέγγισης, γίνεται αντιληπτός ο συνεπής προσανατολισμός του Ταχσίν στον συντηρητικό πόλεμο προς εξοικονόμηση δυνάμεων, δικαιολογημένα ενόψει ενός υπέρτερου αντίπαλου, όπου η τακτική της φθοράς και της «εξαγοράς» χρόνου μέχρι την εξασφάλιση ευνοϊκότερων όρων για μετωπική σύγκρουση ήταν η ενδεδειγμένη. Και ακριβώς εκεί φαίνεται να υπολόγιζε ο πασάς, προσδοκώντας στην άφιξη περαιτέρω ενισχύσεων. Βέβαια, μέσα από τις σημειώσεις του γίνεται σαφές πως οι απώλειες που υφίστατο και ο ίδιος, εξαιτίας των εφέδρων, δεν ήταν αμελητέες. Γι’ αυτό και όταν έφτασε σε ικανοποιητικό βαθμό ισχύος -στην πρώτη και μοναδική ευκαιρία του ουσιαστικά- αποφάσισε να αναμετρηθεί ανοιχτά με τους Έλληνες λίγο έξω από τα Γιαννιτσά. Εκεί θα πρέπει να κριθεί το πολεμικό του αισθητήριο.25

Όσον αφορά την επιλογή της θέσης, ιστοριογραφικά ο πασάς βρίσκεται εκτεθειμένος, γιατί δεν προέκρινε ως γραμμή άμυνας τον δυσκολοδιάβατο Αξιό, αρκετά ανατολικότερα. Παρά ταύτα, τουλάχιστον από το αφήγημά του, προκύπτει πως η άμεση εμπλοκή με τους Έλληνες, και μάλιστα αρκετά δυτικότερα, εξυπηρετούσε την αποφυγή διεξαγωγής ενός πολέμου «διμέτωπης φθοράς». Γιατί την ίδια στιγμή το Σώμα Στρυμόνα ερχόταν προς ενίσχυση του Ταχσίν, αφήνοντας εκτεθειμένα τα νώτα του στους προελαύνοντες Βούλγαρους. Εν ολίγοις, ο Οθωμανός διοικητής φέρεται να επεδίωξε την ανάσχεση των ελληνικών δυνάμεων προτού φτάσουν στο σημείο να συμπράξουν με βουλγαρικές μονάδες. Επιπλέον, η προτεραιοποίηση στην προάσπιση μιας ιερής μουσουλμανικής πόλης δε θα πρέπει να θεωρηθεί άνευ σημασίας.

Ο Ταχσίν σωστά αντιλήφθηκε τον ελληνικό σχεδιασμό για κυκλωτική κίνηση από Βορρά και, έχοντας γνώση του ελώδους εδάφους στον Νότο, ανέμενε τον κύριο όγκο των ελληνικών δυνάμεων βορείως της λίμνης των Γιαννιτσών (19 Οκτωβρίου). Για την επιλογή του αυτή ο Erickson τού πιστώνει ορθό σχεδιασμό και άρτια αξιοποίηση των πληροφοριών που είχε στη διάθεσή του. Τελικά, η μάχη, αν και ξεκίνησε με ευνοϊκές προδιαγραφές και παρά το γεγονός ότι στο κλείσιμο της ημέρας έδειχνε αμφίρροπη, φέρεται να σημαδεύτηκε από αθρόες λιποταξίες των εφέδρων κατά τη διάρκεια της νύχτας, οι οποίες υπονόμευσαν την πολεμική προσπάθεια της επόμενης μέρας. Πάντως, οι μελετητές δεν κάνουν καμία αναφορά στον αρνητικό ρόλο των εφέδρων, στον οποίο ενέμεινε τόσο ο πασάς. Αντίθετα, επανέρχονται στο θέμα της χρήσης προβληματικών πυρομαχικών.26

Από εκεί και πέρα, ο συγγραφέας των Απομνημονευμάτων προετοιμάζει το έδαφος για να απαντήσει στο δεύτερο σκέλος, εκείνο της επιλογής του να παραδοθεί στους Έλληνες. Η δυσμενή εξέλιξη στα Γιαννιτσά συνιστά το σημείο καμπής που έπεισε τον Ταχσίν πως η κατάσταση όδευε προς το αναπόφευκτο. Άμεσα, μετέφερε το στρατηγείο του στο Τόψιν (21-22 Οκτωβρίου). Παράλληλα, η Θεσσαλονίκη δεχόταν χιλιάδες προσφύγων, υποχωρούντων στρατιωτών και χωρικών, οι οποίοι συνέρρεαν ενόψει της καθόδου των βαλκανικών δυνάμεων από όλες τις κατευθύνσεις. Εντούτοις, η «καθοριστική βολή» για τον Ταχσίν επήλθε από την ενημέρωση του Μ. Βεζίρη, Κιαμήλ πασά, πως η συνέχιση του αγώνα κρινόταν «αδύνατη» και πως η οθωμανική κυβέρνηση αναζητούσε πλέον ανοιχτά τη διπλωματική οδό, αιτούμενη ανακωχή με τη μεσολάβηση των Μ. Δυνάμεων. Το σχετικό τηλεγράφημα αποτέλεσε για τον γράφοντα ισχυρότατο «άλλοθι». 27Άλλωστε, η φυγάδευση του εξόριστου σουλτάνου Αβδούλ Χαμίτ για την Κωνσταντινούπολη (17 Οκτωβρίου) επιβεβαίωνε πως για την κυβέρνηση ο πόλεμος είχε κριθεί. Και ο τορπιλισμός του παλαιού θωρηκτού «Φέτχι Μπουλέντ» (18 Οκτωβρίου) σε απόσταση αναπνοής από το λιμάνι της Θεσσαλονίκης, μια συμβολική ενέργεια άνευ ουσίας, προκάλεσε ψυχρολουσία στους παράγοντες και στους κατοίκους της πόλης. Ο κλοιός γύρω από τη Θεσσαλονίκη περιεσφίγγετο ολοένα, ιδιαίτερα μετά την απώλεια του Πολύγυρου Χαλκιδικής υπέρ των Ελλήνων. Στις προτροπές των προξένων ήρθαν να προστεθούν οι παραινέσεις των μελών του επαρχιακού και του δημοτικού συμβουλίου της πόλης, μετά των ταγών των θρησκευτικών κοινοτήτων, για την αποφυγή αιματοχυσίας με ολέθριες συνέπειες για την πόλη.28

Οι έντονες αμφιταλαντεύσεις συνεχίστηκαν και κατά την 23η Οκτωβρίου. Πάντως, το αφήγημα του Ταχσίν δεν αφήνει περιθώρια αμφισβήτησης της αποφασιστικότητάς του να υπερασπιστεί τη Θεσσαλονίκη μέχρις εσχάτων.29 Στις 24 του μηνός ο ελληνικός στρατός, με καθυστέρηση ημερών την οποία χρεώθηκε ο προσωπικά ο Κωνσταντίνος, διέβη τελικά τον Βαρδάρη (Αξιό). Στα Απομνημονεύματά του ο Ταχσίν δεν διευκρινίζει αν διενεργήθηκαν αψιμαχίες, σε κάθε περίπτωση πάντως, δήλωσε πως αναγκάστηκε να εκκενώσει την περιοχή ανατολικά του Αξιού, εξαιτίας -για άλλη μια φορά- της εκτεταμένης «αποσύνθεσης των εφέδρων», αφήνοντας ανεκμετάλλευτα τα φυσικά αμυντικά πλεονεκτήματα της περιοχής και ανυπεράσπιστες τις ελάχιστες διαβάσεις, τις οποίες ο ελληνικός στρατός είχε προλάβει να αποκαταστήσει προκειμένου να διαπεραιωθεί. Για την παθητικότητά του αυτή ο Hall αδυνατεί να βρει οποιοδήποτε ελαφρυντικό. Ως εκ τούτου, «το απόγευμα της 25ης Οκτωβρίου [ο ελληνικός στρατός] βρέθηκε στο ύψος της γραμμής» Σίνδος-Βαθύλακκος-Ξηροχώρι, με τις εμπροσθοφυλακές να προωθούνται περαιτέρω. Από αυτό το σημείο καμία έξοδος διαφυγής δε θα ήταν ασφαλής. Η ανησυχία στη Θεσσαλονίκη κορυφώθηκε, αν και η παρουσία ευρωπαϊκών ναυτικών μονάδων στον Θερμαϊκό κόλπο ήταν αρκετή για να καθησυχάσει τους ξένους υπηκόους. Ο Ταχσίν, αφού εγκατέστησε το στρατηγείο του στο Ωραιόκαστρο, κίνησε να επισκεφτεί τον βαλή της Θεσσαλονίκης, Ναζίμ πασά, αποσκοπώντας, κατά τους ισχυρισμούς του, να λάβει ενημέρωση για την κατάσταση στην πόλη. Η απουσία του φαίνεται πως ενθάρρυνε τις φυγόστρατες τάσεις μεταξύ των εφέδρων. Φυσικά, οι ενέργειες αυτές δεν ήταν άσχετες με τη φημολογούμενη πρόθεσή του για συνθηκολόγηση. Πράγματι, σύμφωνα και με τον ίδιο, αυθημερόν υπέκυψε στα αιτήματα σύμπασας της κοινοτικής ηγεσίας και των προξένων και απέστειλε εκπρόσωπο στο Τόψιν, όπου είχε εγκατασταθεί το ελληνικό στρατηγείο, προκειμένου να διαπραγματευτεί τους όρους παράδοσης. Τούτες τις ώρες επιθυμούσε να διασφαλίσει άθικτο το στράτευμα, διατηρώντας, παράλληλα, τα πολύτιμα οχυρά του Καραμπουρούν.30 Εντούτοις, ο Κωνσταντίνος αξίωνε την άνευ όρων παράδοση των Οθωμανών, γεγονός που περιέπλεξε τα πράγματα.

Στο σημείο αυτό, ο συγγραφέας αποκάλυψε τα διαπραγματευτικά του χαρτιά προσβλέποντας σε ικανοποίηση των δικών του όρων. Ειδικότερα, καθώς οι πληροφορίες έκαναν λόγο για προέλαση των βουλγαρικών δυνάμεων προς Λαγκαδά και έχοντας επίγνωση του υφέρποντος ελληνοβουλγαρικού ανταγωνισμού, ο Ταχσίν ισχυρίστηκε πως θα μπορούσε να προσφέρει στους Έλληνες μια άμεση λύση που θα καθιστούσε αδιαμφισβήτητη την κυριαρχία τους επί της Θεσσαλονίκης. Πάντως, οι διαπραγματευτικές προσπάθειες του εντεταλμένου του, Σεφήκ πασά, μετά των προξένων, οι οποίοι απηύθυναν έκκληση για την κατάπαυση του πυρός μέχρι τη συνομολόγηση των όρων παράδοσης, έπεσαν στο κενό (βράδυ της 25ης Οκτωβρίου). Στο αντίποδα, ο διάδοχος του ελληνικού θρόνου έδωσε εντολή για συνέχιση των επιχειρήσεων.31

Την επομένη, ο Ταχσίν απευθύνθηκε σε όλους τους διοικητές μονάδων που υπερασπίζονταν διάφορες θέσεις σε κοντινή ακτίνα γύρω από τη Θεσσαλονίκη, προκειμένου να εξετάσει κάθε περιθώριο ένοπλης αντίστασης. Οι απαντήσεις ήταν απογοητευτικές. Αν επέλεγε τη σύγκρουση δεν θα υπήρχε ασφαλές πέρασμα διαφυγής. Οι σύμμαχοι σε μεταξύ τους συνεννόηση είχαν αποκόψει την τηλεγραφική επικοινωνία και ο ελληνικός στόλος είχε αποκλείσει κάθε θαλάσσια δίοδο. Η Θεσσαλονίκη, αν και πλήρως οχυρωμένη και εξοπλισμένη σε τρόφιμα και πολεμοφόδια, εντούτοις δεν είχε αντιμετωπίσει το ενδεχόμενο χερσαίας επίθεσης. Επιπλέον, στερείτο φυσικών αμυντικών βοηθημάτων. Επί της ουσίας, ήταν περικυκλωμένη και οι συνέπειες μιας ενδεχόμενης ήττας θα συμπαρέσυρε τους αμάχους της. Ως εκ τούτου, κατόπιν έντονων πιέσεων, ο Ταχσίν δέχτηκε τους όρους του Κωνσταντίνου, ο οποίος απέστειλε τον Βίκτωρα Δούσμανη και τον Ιωάννη Μεταξά προκειμένου να συνομολογήσουν το πρωτόκολλο παράδοσης.32 Πράγματι, στις 9 τη νύχτα της 26ης Οκτωβρίου οι Έλληνες αξιωματικοί που μετέβησαν στη Θεσσαλονίκη άρχισαν τις συνεννοήσεις με τον Ταχσίν. Σύμφωνα δε με τη μαρτυρία του Δούσμανη, στην πραγματικότητα «η σύνταξις της συμβάσεως και η υπογραφή αυτής επερατώθη περί την 1.30 μετά μεσονύκτιον, εσυμφωνήσαμεν όμως να θέσωμεν ως ημερομηνίαν την 26ην Οκτωβρίου, διότι εξ υπαιτιότητος των Τούρκων εβραδύναμεν να συναντηθώμεν και ν’ αρχίσωμεν την συζήτησιν και την σύνταξιν αυτής».33 Ο Κενάν Μεσαρέ, με την ιδιότητα του υπασπιστή του πασά, συνέταξε στα γαλλικά από κοινού με τους Ι. Μεταξά και Β. Δούσμανη, τους δέκα όρους για την παράδοση της Θεσσαλονίκης.

Πέρα από τις πιέσεις, γνώμονας στην απόφαση της συνθηκολόγησης για τον Ταχσίν φαίνεται πως ήταν η τιμή των όπλων και η διάσωση του στρατεύματος, όπως αποκαλύπτουν οι όροι, οι οποίοι αποτυπώθηκαν και στο πρωτόκολλο παράδοσης.34 Αλλά και ο φόβος για διαδηλώσεις και καταστροφές στη Θεσσαλονίκη έπαιξε τον ρόλο της. Ας μη λησμονείται ότι, τουλάχιστον από το 1911, ο Ταχσίν ήταν μόνιμα εγκατεστημένος με την οικογένειά του στην πόλη και ως εκ τούτου διέθετε ισχυρούς δεσμούς με τη ρωμαίικη κοινότητά της (π.χ. με την οικογένεια Ζάννα). Κατά τη βουλγαρική εκδοχή, μάλιστα, ο Ταχσίν διενήργησε χωριστές διαπραγματεύσεις και απλά οι Έλληνες προσέφεραν ευνοϊκότερους όρους παράδοσης, καθώς και χρηματικές απολαβές προς τον πασά, ενώ έχει τεθεί η υπόνοια ότι κινήθηκε υστερόβουλα για τη διαφύλαξη της ακίνητης περιουσίας του στη Θεσσαλονίκη. Επί της ουσίας, τη φιλελληνική σκοπιμότητα, που χρεώνεται από Βούλγαρους και Νεότουρκους, εξέθρεψε και η ελληνική ρητορική των επόμενων δεκαετιών. Παρά ταύτα, οι προσωπικές αντιστάσεις του Ταχσίν για συνθηκολόγηση δεν αποτελούν αποκύημα των «αναμνήσεών» του, παρά αποτυπώθηκαν και στον σύγχρονο των γεγονότων ελληνικό Τύπο, ανεξάρτητα από το αν η μεταπολεμικά θετική αποτίμηση της προσωπικότητάς του συνέβαλε, ώστε η πτυχή αυτή, προϊόντος του χρόνου, να υποπέσει στη λήθη.35

Κατά τον Γούναρη, πάντως, οι στρατηγικές επιλογές του Ταχσίν αντανακλούν την έγνοιά του να καταστεί ρυθμιστής της διάδοχης κατάστασης στη Θεσσαλονίκη, έχοντας επίγνωση του αναπόδραστου της απώλειάς της. Ακόμα κι αν γίνει δεκτό κάτι τέτοιο, σαφώς και ο Ταχσίν δεν μπορεί να κατηγορηθεί για τις προσωπικές του προτιμήσεις ή αντιπάθειες κατά τη διαχείριση της ήττας του. Εξάλλου, για τους Οθωμανούς το διακύβευμα ήταν η διαιώνιση της παρουσίας τους στη Βαλκανική και μόνο για τους Συμμάχους η μετα-οθωμανική πραγματικότητα. Ο ίδιος ο Ταχσίν ομολογούσε: «Παρόλους τους συμμαχικούς δεσμούς και τον κοινό σκοπό οι Έλληνες ουδέποτε θα επιθυμούσαν μια συνδυασμένη σύμπραξη και συγκάλυψη της πόλης […]. Οι Έλληνες προπορεύονταν και είχαν όλα τα δικαιώματα. Ένας από τους δύο έπρεπε να παραμερισθεί και να παρεμποδιστεί με κάθε τρόπο […]». Συνεπώς, καθίσταται έκδηλη η εμπιστοσύνη του στην ελληνική -αντιπαραβολικά προς τη βουλγαρική- διοίκηση για την τήρηση της τάξης και τον σεβασμό των αιχμαλώτων. Επιπλέον, ακριβώς λόγω του γεγονότος ότι οι Έλληνες διεκδικούσαν ιστορικώ δικαίω τη Θεσσαλονίκη αναμενόταν να είναι προσεκτικότεροι. Μετέπειτα περιστατικά σε βάρος της οικογένειας Μεσαρέ από τους Βούλγαρους δικαίωσαν, κατά τον Κενάν, την προτίμηση του πατέρα του.36

Ο πασάς θεωρείται πως έχαιρε ειδικής μεταχείρισης από την ελληνική κυβέρνηση λόγω και της γνωριμίας του με τον Ελευθέριο Βενιζέλο από την εποχή της θητείας του στην Κρήτη, ενώ δεν έκρυβε την εκτίμησή του προς τους πρίγκιπες, Κωνσταντίνο και Νικόλαο. Για την «αναίμακτη» παράδοση της Θεσσαλονίκης, η ελληνική κυβέρνηση τού επεφύλαξε ορισμένα προνόμια και διευκολύνσεις: χρηματική επιχορήγηση, ελληνική ιθαγένεια και διατήρηση της ιδιοκτησίας σε όλα τα μέλη της οικογένειάς του, εφόσον επιθυμούσαν την παραμονή τους στην Ελλάδα και ελληνική προστασία επί της Μεσαριάς.37

Μετά τη συνθηκολόγηση ο Ταχσίν παρέμεινε για ένα διάστημα στη Θεσσαλονίκη,38 προκειμένου να επιβλέψει τον αφοπλισμό του στρατού του, κυρίως όμως για να ελέγξει την εφαρμογή των όρων παράδοσης από τις ελληνικές αρχές, οι οποίοι εντέλει παραβιάστηκαν. Πρώτα, αφοπλίστηκαν τα σώματα της αστυνομίας και της χωροφυλακής, ενώ πολύ σύντομα παραβιάστηκε και ο όρος που προέβλεπε την παραμονή των στρατιωτών στο Καραμπουρνού και στους στρατώνες του πυροβολικού, σύμφωνα με το άρθρο 2 του πρωτοκόλλου παράδοσης. Παρά ταύτα, o Ταχσίν κράτησε χαμηλούς τόνους, υπερασπιζόμενος ωστόσο τα δίκαια των στρατιωτών του. Παράλληλα, αντιμετώπισε προβλήματα με ορισμένους Βούλγαρους, κομιτατζήδες και στρατιώτες.39 Οι σχέσεις του μαζί τους ήταν οξυμμένες εξαιτίας της προτίμησής του να παραδώσει τη Θεσσαλονίκη στους Έλληνες. Μάλιστα, ο Ταχσίν μνημονεύει τις πιέσεις που δέχτηκε προκειμένου να υπογράψει νέο πρωτόκολλο με αποδέκτες τους Βούλγαρους, ώστε να φανεί ότι η πόλη παραδόθηκε στους δύο συμμάχους ταυτόχρονα, υπαινισσόμενος ακόμα και απόπειρα δωροδοκίας. Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, στις αρχές του 1913 πραγματοποιήθηκε απόπειρα δολοφονίας σε βάρος του.40 Σύντομα, οδηγήθηκε μαζί και με άλλους Οθωμανούς αξιωματικούς στο Ξενοδοχείο Ακταίον, στο Φάληρο Αττικής. Για λόγους υγείας και προστασίας τού επιτράπηκε η μετάβαση στο εξωτερικό. Ο Χασάν Ταχσίν πασάς καταδικάστηκε ερήμην σε θάνατο από στρατοδικείο της Κωνσταντινούπολης. Απεβίωσε στη Λωζάνη της Ελβετίας το 1918.

Η μηχανή του χρόνου: Η απελεθέρωση της Θεσσαλονίκης

Δημοσιευμένες Πηγές

Δούσμανης, Βίκτωρ (στρατηγός), Απομνημονεύματα: ιστορικαί σελίδες τις οποίες έζησα, Αθήνα 1946.

Μεσσαρέ, Κενάν (επιμ.), Τα Απομνημονεύματα του Τούρκου Αρχιστράτηγου Χασάν Ταξίν Πασά, Θεσσαλονίκη, Γ΄ Σώμα Στρατού 2001.

Μεταξάς, Ιωάννης, Το Προσωπικό του Ημερολόγιο, Τόμος Β΄, Αθήνα 1951-1964.

Χαρίσης, Χαρίλαος, Ιστορικαί αναμνήσεις επί τη πεντηκονταετηρήδι της απελευθερώσεως της Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη, 1962.

Βοηθήματα

Αλεξάκης, Ιωάννης, Γ., «Χασάν Ταξίν Πασάς», Αμάλθεια, 18-19 (Ιανουάριος-Ιούνιος, 1974), 247-248.

Boyar, Ebru, Ottoman, Turks and the Balkans: Empire Lost, Relations Altered, London-New York: Tauris Academic Studies 2007.

Erickson, Edward J., Defeat in Detail: The Ottoman Army in the Balkans: 1912-1913, Westport, Connecticut-London: Greenwood Publishing Group 2003.

Gingeras, Ryan, Fall of the Sultanate: The Great War and the End of the Ottoman Empire, 1908-1922, N. York: Oxford University Press 2016.

Ιορδάνογλου, Αναστάσιος K., «Ο Α΄ Βαλκανικός Πόλεμος από την πλευρά των Οθωμανών και η Αφήγηση του Χασάν Ταχσίν Πασά», στο: Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, Όψεις 100 Ετών: Θεσσαλονίκη 1912-2012: 8 σημεία καμπής: διαλέξεις, Θεσσαλονίκη: ΕΜΣ 2014.

İpek, Nedim, “The Balkan Wars and Migration”, στο: M. Hakan Yavuz-Isa Bumi, War & Nationalism: The Balkan Wars, 1912-1913, and their sociopolitical Implications, Michigan: The University of Utah Press 2013, 621-664.

Jelavich, Barbara, History of the Balkans: Twentieth Century, vol. 2, New York: Cambridge University Press 1983.

Jovanovski, Dalibor, “Greek Historiography and the Balkan Wars – in the Interest of the Nation”, στο: Jim Hlavac-Victor Friedman(επιμ.), On Macedonian Matters: From the Partition and Annexation of Macedonia in 1913 to the Present: Α Collection of Essays on Language, Culture and History, München-Berlin-Leipzig-Washington D.C.: SLCCEE 2015, 31-46.

Κουζινόπουλος, Σπύρος, Το Μεγάλο Άλμα: Η Απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης, Αθήνα: Καστανιώτης 1997.

Κουλίδας, Κωνσταντίνος Ι., Τα Γιάννινα που έφυγαν, Ιωάννινα 2010.

Macfie, A.L., The End of the Ottoman Empire: 1908-1923, London-N. York: Routledge 1998.

Μέγας, Γιάννης, Η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης 1912-1913, Θεσσαλονίκη: University Studio Press 2011.

Νικόλτσιος, Βασίλειος – Γούναρης, Βασίλης, Κ., Από το Σαραντάπορο στη Θεσσαλονίκη: η ελληνοτουρκική αναμέτρηση του 1912 μέσα από τις αναμνήσεις του στρατηγού Χασάν Ταχσίν Πασά, Θεσσαλονίκη: Gallery Collector ‘s 2002.

Shaw, Stanford J. – Shaw, Ezel Kural, History of the Ottoman Empire and Modern Turkey. Vol. II: Reform, Revolution and Republic: The Rise of Modern Turkey, 1808- 1975, N. York: Cambridge University Press 1977.

Hall, Richard C., The Balkan Wars: 1912-1913: Prelude to the First World War, London-N. York: Routledge 2000.

Hanioğlu, M. Şükrü, A Brief History of the Late Ottoman Empire, Princeton-Oxford: Princeton University Press 2008.

Χριστοδούλου, Χρίστος Κ., Οι τρείς Ταφές του Χασάν Ταχσίν Πασά, Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Επίκεντρο 2012.

Zürcher, Erick J., Turkey: A Modern History, London: I.B. Tauris 2004.

Εφημερίδες

Ελληνικός Βορράς (Θεσσαλονίκη), 1961.
Εμπρός (Αθήνα), 1912.
Μακεδονία (Θεσσαλονίκη), 1912-1913, 1962.
Παμμακεδονική (Θεσσαλονίκη), 1912.
Σκρίπ (Αθήνα), 1912.

  1. Είναι αλήθεια ότι η σερβο-βουλγαρική προσέγγιση έλαβε χώρα χάρη σε ρωσικές διπλωματικές ενέργειες. Αυτή, ωστόσο, αποσκοπούσε στη δημιουργία μετώπου κατά της Αυστρο-ουγγαρίας. ↩︎
  2. Για τις συνθήκες που οδήγησαν στη βαλκανική συνεννόηση ενδεικτικά βλ. Richard C. Hall, The Balkan Wars: 1912- 1913: Prelude to the First World War, London-N. York: Routledge 2000. – Barbara Jelavich, History of the Balkans: Twentieth Century, vol. 2, New York: Cambridge University Press 1983. – Σπυρίδων Σφέτας, Εισαγωγή στη Βαλκανική Ιστορία: από την οθωμανική κατάκτηση των Βαλκανίων μέχρι τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο (1354-1918), τομ. Α΄, Θεσσαλονίκη: Βάνιας 2009. ↩︎
  3. Είναι χαρακτηριστικό ότι η βουλγαρική ιστοριογραφία των πρώτων δεκαετιών του 20ού αιώνα περιέγραφε τον Α΄ Βαλκανικό ως τον «πόλεμο ανάμεσα στη Βουλγαρία και την Τουρκία, 1912-1913», βλ. Svetlozar Eldarovand, Bisser Petrov, “Bulgarian Historiography on the Balkan Wars 1912-13” in: Katrin Boeckh, Sabine Rutar(eds.), The Balkan Wars from Contemporary Perception to Historic Memory, London: Palgrave Macmillan 2017, σ. 224. ↩︎
  4. Ευπραξία Σ. Πασχαλίδου, «Στρατηγική σχεδίαση και επιχειρησιακή εφαρμογή στους βαλκανικούς πολέμους» στο: ΓΕΣ/ΔΙΣ, 100 Χρόνια από τη διεξαγωγή των Βαλκανικών Πολέμων: Πρακτικά Επιστημονικού Συνεδρίου, 7-8 Φεβρουαρίου 2013, Αθήνα 2013, σ. 66, 70. Για τη σημασία του ελληνικού ναυτικού βλ. Zisis Fotakis, Greek Naval Strategy and Policy, 1910-1919, London-N. York: Routledge 2005. ↩︎
  5. Ελληνικός Βορράς, 8 Οκτωβρίου-2 Νοεμβρίου 1961. ↩︎
  6. Έχει κατατεθεί στο Κέντρο Έρευνας Μακεδονικής Ιστορίας και Τεκμηρίωσης (KEMIT) στο Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα Θεσσαλονίκης (IMMA). ↩︎
  7. Βασίλειος Νικόλτσιος Βασίλης Κ Γούναρης, Από το Σαραντάπορο στη Θεσσαλονίκη: η ελληνοτουρκική αναμέτρηση του 1912 μέσα από τις αναμνήσεις του στρατηγού Χασάν Ταχσίν Πασά, Θεσσαλονίκη: Gallery Collector ‘s 2002, σ. 11. ↩︎
  8. Εμπρός, 7 Νοεμβρίου 1912. – Μακεδονία, 15 Αυγούστου 1913. ↩︎
  9. Στο ίδιο, σ. 13, 15-16. ↩︎
  10. Γενέτειρα του Ταχσίν ήταν η Μεσαριά, ένα χωριό του βιλαετιού Ιωαννίνων, κοντά στη σημερινή ελληνο-αλβανική. Από το εν λόγω τοπωνύμιο προκύπτει και το οικογενειακό επίθετο Μεσαρέ. Για περισσότερες πληροφορίες βλ. Ευάγγελος Κανσίζογλου, Η προσωπικότητα του Χασάν Ταχσίν πασά, Θεσσαλονίκη: ΑΠΘ 2020, σ. 22-23. ↩︎
  11. Η απόφαση διορισμού του Ταχσίν έγινε γνωστή στον ελληνικό Τύπο στις 4 Αυγούστου του 1912. Στις 15 του μήνα οργανώθηκε συλλαλητήριο στην πλατεία του Δημοτικού Θεάτρου Αθηνών (σημ. πλατεία Κοτζιά) από Έλληνες Ηπειρώτες της Αθήνας και του Πειραιά, με τη συμπαράσταση πολλών Ελλαδιτών, στρεφόμενο μεταξύ άλλων «κατά του διορισμού Αλβανού βαλή εν Ιωαννίνοις, καθότι τούτο αποτελεί κίνδυνον των συμφερόντων της ημετέρας φυλής και προσπάθειαν προς διαστροφήν της Ελληνικής εθνολογικής χροιάς του βιλαετιού Ιωαννίνων». Η συγκεκριμένη
    διατύπωση αποκαλύπτει πως η αντίθεση στην τοποθέτηση του Ταχσίν δεν αφορούσε προσωπικά τον ίδιο αλλά στόχευε τον πυρήνα της κυβερνητικής απόφασης, που συνεπάγετο παραχώρηση αυτονομίας και «αλβανοποίηση» της Ηπείρου. Σε άλλο σημείο, άλλωστε, οι διαδηλωτές εξέφρασαν την εκτίμησή τους προς το πρόσωπο του Ταχσίν. Το συνταχθέν ψήφισμα επιδόθηκε στην ελληνική κυβέρνηση και τον ελληνικό Τύπο, στους πρέσβεις των Μ. Δυνάμεων και στον
    οθωμανό πρέσβη. Για τα σχετικά δημοσιεύματα βλ. Μακεδονία, 4 Αυγούστου 1912. – Παμμακεδονική, 7 Σεπτεμβρίου 1912. – Σκρίπ, 17 Αυγούστου 1912. – Χρίστος Χριστοδούλου, Οι τρείς Ταφές του Χασάν Ταχσίν Πασά, Θεσσαλονίκη: Επίκεντρο 2012. σ. 156. ↩︎
  12. Νικόλτσιος-Γούναρης, ό.π., σ. 19, 21-22. ↩︎
  13. Ebru Boyar, Ottoman, Turks and the Balkans: Empire Lost, Relations Altered, London-New York: Tauris Academic Studies 2007, σ. 77-78. – Αναστάσιος Κ. Ιορδάνογλου, «Ο Α΄ Βαλκανικός Πόλεμος από την πλευρά των Οθωμανών και η Αφήγηση του Χασάν Ταχσίν Πασά», στο: Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, Όψεις 100 Ετών: Θεσσαλονίκη 1912-2012: 8 σημεία καμπής: διαλέξεις, Θεσσαλονίκη: ΕΜΣ 2014, σ. 85-86. ↩︎
  14. Τελικώς, τον τερματισμό του πολέμου εκζήτησε η οθωμανική πλευρά στον απόηχο της βαλκανικής εμπλοκής. ↩︎
  15. Redif καλούνταν οι εφεδρικές δυνάμεις του οθωμανικού στρατού στις τάξεις των οποίων υπηρετούσαν για επτά χρόνια οι τακτικοί στρατιώτες μετά το πέρας της τριετούς στρατιωτικής τους θητείας. Στα Δυτικά Βαλκάνια το αρχηγείο των εφεδρικών αυτών δυνάμεων εδραζόταν στο Μοναστήρι και άρα από εκεί θα πρέπει να προήλθε ο πυρήνας του Η΄ Σώματος Στρατού τη διοίκηση του οποίου ανέλαβε ο Ταχσίν, βλ. Stanford Shaw-Ezel, History of the Ottoman Empire and Modern Turkey. Vol. II: Reform, Revolution and Republic: The Rise of Modern Turkey, 1808- 1975, N.
    York: Cambridge University Press 1977, σ. 85-86. ↩︎
  16. Ryan Gingeras, Fall of the Sultanate: The Great War and the End of the Ottoman Empire, 1908-1922, N. York: Oxford University Press 2016, σ. 80-81. – Richard C. Hall, The Balkan Wars: 1912-1913: Prelude to the First World War, London-N. York: Routledge 2000, σ. 19-20. ↩︎
  17. Οι ένοπλες δυνάμεις υπονομεύτηκαν εξαιτίας των αποστρατεύσεων σκοπιμότητας και της διάστασης των αξιωματικών ανάμεσα στους θιασώτες και τους πολέμιους της Επιτροπής Ένωσης και Προόδου. Μάλιστα, οι διαδοχικές κυβερνήσεις των Μουχτάρ και Κιαμήλ (Ιούλιος 1912-Ιανουάριος 1913), οι οποίες κλήθηκαν να διαχειριστούν τη βαλκανική κρίση, εκπροσωπούσαν το ρεύμα που επεδίωκε την περιθωριοποίηση -αν όχι εξουδετέρωση- της Επιτροπής. Αναμενόμενα και παρά την φερόμενη εκεχειρία, τα πολιτικά πάθη δεν εξαλείφθηκαν ούτε κατά τη διάρκεια του πολέμου. ↩︎
  18. Ιορδάνογλου, ό.π., σ. 85-87. ↩︎
  19. Νικόλτσιος-Γούναρης, ό.π., σ. 5. ↩︎
  20. Στο ίδιο, σ. 5, 36-37. ↩︎
  21. Ο κίνδυνος περικύκλωσης αποτελούσε για τον Ταχσίν μόνιμη έγνοια. Αντίθετα από τον πόλεμο του 1897, ο οθωμανικός στρατός δεν φέρεται να διέθετε επαρκείς δυνάμεις για να υποστηρίξει τα άκρα του, ώστε να αποφύγει την κύκλωση. Συνεπώς, όταν πλέον τα πράγματα έδειχναν να οδεύουν προς τα εκεί, και εκμεταλλευόμενος την περιορισμένη ορατότητα λόγω της έντονης βροχόπτωσης και την κάλυψη της νύχτας, ο πασάς σήμανε οπισθοχώρηση, βλ. Νικόλτσιος-Γούναρης, ό.π., σ. 27, 30-32. ↩︎
  22. Erickson, ό.π., σ. 214-215. – Hall, ό.π., σ. 59. – Ιορδάνογλου, ό.π., σ. 86. ↩︎
  23. Erickson, ό.π., σ. 215-216, 218. – Ιορδάνογλου, ό.π., σ. 88. – Νικόλτσιος-Γούναρης, ό.π., σ. 32-35. ↩︎
  24. Νικόλτσιος-Γούναρης, ό.π., σ. 26-27, 29. Όπως αναφέρθηκε, πολλοί εκ των εφέδρων ήσαν οικογενειάρχες και κριτήριο στράτευσης γι’ αυτούς ήταν η υπεράσπιση των οίκων τους. Εφόσον ο παραπάνω στόχος δεν πληρούνταν, εγκατέλειπαν τις θέσεις τους. Αυτή η συνθήκη αφορούσε φυσικά και τους Αλβανούς, οι οποίοι όταν πλέον το Η΄ Σώμα έπαψε να εξυπηρετεί την υπεράσπιση των «αλβανικών» περιοχών δεν είχαν λόγο παραμονής στο στράτευμα. Για περισσότερες πληροφορίες βλ. Çağdaş Sümer, “What did the Albanians Do?”, στο: M. Hakan Yavuz-Isa Bumi, War & Nationalism: The Balkan Wars, 1912-1913, and their sociopolitical Implications, Michigan: The University of Utah Press 2013, 727-738. – Hall, ό.π., σ. 59. ↩︎
  25. Κάνοντας μια γενικότερη αποτίμηση, με την εμπλοκή του σε μια κατάσταση η οποία πόρρω απείχε από την μέχρι τότε εμπειρία διοίκησης και το συνηθισμένο επίπεδο επαγγελματισμού, αποτιμάται θετικά η ικανότητά του να επιδεικνύει ρεαλισμό και ευελιξία, παρότι αδιαμφισβήτητα την ίδια στιγμή αντιμετώπιζε και την προσωπική του δυσκολία στη διαχείριση ενός οριακά επαγγελματικού στρατού. ↩︎
  26. Erickson, ό.π., σ. 214-216, 218-223. – Hall, ό.π., σ. 59. – Ιορδάνογλου, ό.π., σ. 79, 86, 88-91. – Νικόλτσιος-Γούναρης, ό.π., σ. 5, 32-35, 46, 48, 51. ↩︎
  27. Είναι σκόπιμο να σημειωθεί πως οι ενέργειες της κυβέρνησης Κιαμήλ για διαπραγματεύσεις έβρισκε αντίθετα τα μέλη της Επιτροπής Ένωσης και Προόδου, με εξελίξεις όπως η απώλεια της Θεσσαλονίκης να πυροδοτήσουν την πραξικοπηματική απομάκρυνση του Μ. Βεζίρη στο «άνοιγμα» του νέου έτους. Εύλογα, ο Ταχσίν, στο πλαίσιο της πολιτικής και ιδεολογικής αντιπαράθεσης, ταυτίστηκε από τους Νεότουρκους με την χρεωκοπημένη παράταξη των «μεγάλων» πολιτικών και στρατιωτικών αξιωματούχων, την οποία άλλωστε είχε διαχρονικά υπηρετήσει. Πρόδηλα. η ανατροπή της κυβέρνησης Κιαμήλ συνέβαλε στην επανεκτίμηση της συμβολής του στρατηγού. Το νεοτουρκικό αφήγημα τον καταδίκασε σε μια σύγχρονη damnatio memoriae. Αφετέρου, φωνές ανεξάρτητες από την Επιτροπή απέδωσαν την «προδοτική» στάση του Ταχσίν στην καταγωγή του, σε συνάρτηση με τη διακήρυξη της αλβανικής ανεξαρτησίας (28 Νοεμβρίου 1912), είτε του καταλόγισαν χρηματισμό από τους Έλληνες, βλ. Gingeras, ό.π., σ. 82-83, 86. – Sümer, ό.π., 732-733. ↩︎
  28. Σπύρος Κουζινόπουλος, Το Μεγάλο Άλμα: η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης, Αθήνα:Καστανιώτης 1997, σ. 338-339. – Μεσσαρέ, Κενάν(επιμ.), Τα Απομνημονεύματα του Τούρκου Αρχιστράτηγου Χασάν Ταξίν Πασά, Θεσσαλονίκη: Γ΄ Σώμα Στρατού 2001, σ. 1-6 (Παραρτήματα Ι-ΙΙ). – Νικόλτσιος-Γούναρης, ό.π., 55-57, 59, 60. ↩︎
  29. Νικόλτσιος-Γούναρης, ό.π., 62-64. ↩︎
  30. Αυτή ήταν και η επιτελική εντολή του Αλή Ριζά. ↩︎
  31. Στο ίδιο, 64-67. ↩︎
  32. Στο ίδιο, 67-68. ↩︎
  33. Κουζινόπουλος, ό.π., σ. 119-121. ↩︎
  34. Μεταξύ αυτών ήταν: η διατήρηση άθικτου του στρατεύματος, των οχυρών του Καραμπουρνού και έστω πέντε χιλιάδων όπλων για «την εκπαίδευση νεοσυλλέκτων», τήρηση των όπλων στους αξιωματικούς, την αστυνομία και τη χωροφυλακή και παραμονή του οθωμανικού στρατού στο Καραμπουρνού και στους στρατώνες πυροβολικού, με ευθύνη σίτισης από της ελληνική διοίκηση. ↩︎
  35. Dalibor Jovanovski, “Greek Historiography and the Balkan Wars – in the Interest of the Nation”, στο: Jim HlavacVictor Friedman (επιμ.), On Macedonian Matters: From the Partition and Annexation of Macedonia in 1913 to the Present: Α Collection of Essays on Language, Culture and History, München-Berlin-Leipzig-Washington D.C.: SLCCEE 2015, 36. – Nedim İpek, “The Balkan Wars and Migration”, στο: M. Hakan Yavuz-Isa Bumi, War & Nationalism: The Balkan Wars, 1912-1913, and their sociopolitical Implications, Michigan: The University of Utah Press 2013, 646. – Μακεδονία, 12 Οκτωβρίου 1912. ↩︎
  36. Μεσσαρέ, ό.π., σ. 7-14 (Παράρτημα ΙΙΙ). – Νικόλτσιος-Γούναρης, ό.π., σ. 5, 67. ↩︎
  37. Ιωάννης Γ. Αλεξάκης, «Χασάν Ταξίν Πασάς», Αμάλθεια, 18-19 (Ιανουάριος-Ιούνιος, 1974), 248. – Κωνσταντίνος Ι. Κουλίδας, Τα Γιάννινα που έφυγαν, Ιωάννινα 2010, σ. 246-247. – Χριστοδούλου, ό.π., σ. 221-237. ↩︎
  38. Μνημονεύεται να παρακολουθεί τη θριαμβευτική είσοδο του ελληνικού στρατού από τα κλειστά παράθυρα του γραφείου του, στο Διοικητήριο της πόλης. Βλ Χαρίλαος Χαρίσης, Ιστορικαί αναμνήσεις επί τη πεντηκονταετηρήδι της απελευθερώσεως της Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη, 1962, σ. 25-26. ↩︎
  39. Ως γνωστόν, βουλγαρικές δυνάμεις είχαν εγκατασταθεί στην πόλη με άδεια του Κωνσταντίνου. ↩︎
  40. Νικόλτσιος-Γούναρης, ό.π., σ. 76-78. – Μεσσαρέ, ό.π., σ. 7-11 (Παράρτημα ΙΙΙ). – Χριστοδούλου, ό.π., σ. 228-229,233. ↩︎

Avatar photo
Ευάγγελος Κανσίζογλου

Ο Ευάγγελος Κανσίζογλου είναι κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας, ΑΠΘ. Η διπλωματική του εργασία, στην οποία το παρόν άρθρο στηρίζεται, φέρει τον τίτλο «Η Προσωπικότητα του Χασάν Ταχσίν πασά» και υποστηρίχθηκε τον Ιούνιο του 2020.

Άρθρα: 1