Ο Πρόεδρος Reagan και η Ευρώπη

Στόχος του νοεκλεγέντος Αμερικανού προέδρου Ronald Reagan, που ανέλαβε τα καθήκοντά του τον Ιανουάριο του 1981, ήταν να αναστρέψει την τάση αμφισβήτησης τόσο στις Ηνωμένες Πολιτείες όσο και στο εξωτερικό, ως προς τη δυνατότητα και ικανότητα της χώρας του να πρωταγωνιστεί στη διεθνή σκηνή και να αντιμετωπίζει αποτελεσματικά τις προκλήσεις των Σοβιετικών. Για να το επιτύχει επανέφερε επιθετική αντικομμουνιστική ρητορική και διπλωματία περασμένων δεκαετιών, ανέλαβε δράση κατά καθεστώτων φιλικά προσκειμένων προς τη Μόσχα ή σε αντιπαράθεση με τα αμερικανικά συμφέροντα και αύξησε δραστικά τις αμυντικές δαπάνες.

Η νέα πολιτική προφανώς καθιστούσε αδιαμφισβήτητη την προσήλωση του Reagan στη Βορειοατλαντική Συμμαχία και την άμυνα της Ευρώπης, γεγονός που ικανοποιούσε τους Ευρωπαίους. Τους ανησυχούσε όμως και η ένταση της νέας αμερικανό-σοβιετικής αντιπαλότητας. Τόσο ο ίδιος o Αμερικανός πρόεδρος όσο και άλλοι υψηλά ιστάμενοι αξιωματούχοι δεν απέκλειαν τη χρήση πυρηνικών όπλων, τη διεξαγωγή δηλαδή πυρηνικού πολέμου και μάλιστα σε ευρωπαϊκό έδαφος.1 Οι Ευρωπαίοι ήταν αντίθετοι στην αύξηση της έντασης με το ανατολικό μπλοκ και προτιμούσαν τη συνέχιση της πολιτικής της ύφεσης (détente), που είχε ενισχύσει το αίσθημα ασφάλειας στη δυτική Ευρώπη, ήταν επωφελής οικονομικά για τους ίδιους, τέλος, τη σωστή τακτική προσέγγισης, προσέλκυσης και μετασχηματισμού των ευρωπαϊκών κομμουνιστικών καθεστώτων. Αντέδρασαν έτσι αρνητικά σε μία σειρά αμερικανικών πρωτοβουλιών που κατά τη γνώμη τους επιβάρυναν επικίνδυνα τις σχέσεις των δύο στρατοπέδων και ζημίωναν την Ευρώπη.

Στην Πολωνία η κακή οικονομική κατάσταση οδήγησε σε έντονη λαϊκή αντίδραση κατά την δεκαετία του 1970 και στην ανάπτυξη ισχυρού συνδικαλιστικού κινήματος. Τα συνδικάτα του κινήματος Αλληλεγγύη (Solidarność), υπό την ηγεσία του Lech Wałęsa  αμφισβήτησαν αποτελεσματικά και έφεραν σε δύσκολη θέση την κομμουνιστική ηγεσία της χώρας. Η αντιπαράθεση κορυφώθηκε τον Δεκέμβριο του 1981, όταν ο πρόεδρος της χώρας στρατηγός Jaruzelski, υπό την πίεση της Μόσχας2 κήρυξε στρατιωτικό νόμο και συνέλαβε χιλιάδες μέλη της Αλληλεγγύης. Φοβούμενοι να διακινδυνεύσουν τα πολιτικά και οικονομικά οφέλη της détente, οι Ευρωπαίοι αντέδρασαν με περιορισμένο τρόπο, αρνούμενοι νέες πιστώσεις στην πολωνική κυβέρνηση.

Πολύ πιο έντονη ήταν η αμερικανική αντίδραση, που θέλησε να επεκτείνει τις συνέπειες για το ανατολικό μπλοκ με κυρώσεις και κατά της Σοβιετικής Ένωσης. Έχοντας σαν ευρύτερο στόχο την άσκηση μεγάλης οικονομικής πίεσης σε βάρος της τελευταίας, ο πρόεδρος Reagan απαγόρευσε την εξαγωγή τεχνολογίας που θα χρησιμοποιούνταν για την κατασκευή μεγάλου αγωγού για τη μεταφορά φυσικού αερίου από την Σιβηρία στη Δυτική Ευρώπη. Τον Ιούνιο του 1982 απαγόρευσε επίσης και την πώληση εξοπλισμού που κατασκευάζονταν από θυγατρικές αμερικανικές εταιρίες ή με ειδική άδεια εκτός Ηνωμένων Πολιτειών, ενώ πίεσε τους Ευρωπαίους να μη συμμετάσχουν στο έργο. Η κατασκευή όμως του αγωγού είχε πολύ μεγάλη οικονομική σημασία για τους Ευρωπαίους, που αντέδρασαν έντονα και αρνήθηκαν να συμμορφωθούν με τις επιθυμίες της Ουάσινγκτον. Η ευρωπαϊκή αντίδραση επιτάθηκε από τη στάση του Reagan που, εκπληρώνοντας προεκλογικές υποσχέσεις, υπέγραψε νέα συμφωνία πώλησης αμερικανικών δημητριακών στη Σοβιετική Ένωση, δημιουργώντας έτσι την εντύπωση ότι δεν ήταν διατεθειμένος να μοιραστεί με την Ευρώπη το κόστος των κυρώσεων. Η ένταση εκτονώθηκε με την υποχώρηση των Αμερικανών και την άρση των κυρώσεων μερικούς μήνες αργότερα.

Τον Μάρτιο του 1983 ο Αμερικανός πρόεδρος ανακοίνωσε στον αμερικανικό λαό την Πρωτοβουλία Στρατηγικής Άμυνας, SDI, πρόγραμμα έρευνας και κατασκευής αμυντικής ασπίδας, που με τη βοήθεια ακτινών λέιζερ θα κατέστρεφε τους σοβιετικούς βαλλιστικούς πυραύλους προτού εκείνοι πλήξουν το αμερικανικό έδαφος. Οι Ευρωπαίοι, τους οποίους ο Reagan δεν είχε ενημερώσει, ανησύχησαν γιατί το πρόγραμμα θα διατάρασσε την πυρηνική ισορροπία, καθώς αντέβαινε σε σχετική συμφωνία των υπερδυνάμεων και θα οδηγούσε σε αύξηση του πυρηνικού οπλοστασίου των Σοβιετικών. Αν ήταν επιτυχές –πράγμα που έντονα αμφισβητούσε μεγάλο μέρος της επιστημονικής κοινότητας- θα μπορούσε να ενθαρρύνει την απεμπλοκή των Αμερικανών από την Ευρώπη, καθώς η σημασία της τελευταίας για την άμυνα των Ηνωμένων Πολιτειών (ως ενδιάμεσο στάδιο κλιμάκωσης της πυρηνικής αντιπαράθεσης) θα μειώνονταν. Επιφυλακτική ήταν και η πρωθυπουργός της Βρετανίας Margaret Thatcher, ο πιο πιστός Ευρωπαίος σύμμαχος αλλά και με στενή προσωπική σχέση με τον πρόεδρο Reagan.

Σύμφωνα με τον Αμερικανό πρόεδρο, η Σοβιετική Ένωση είχε εκμεταλλευτεί αδυναμίες και σφάλματα του δυτικού στρατοπέδου τα  προηγούμενα χρόνια, με αποτέλεσμα να διαθέτει υπεροπλία έναντι των Ηνωμένων Πολιτειών αλλά και να έχει οδηγήσει σε διατάραξη της πυρηνικής ισορροπίας, κάτι που έπρεπε να αποκατασταθεί. Γι’ αυτό και η κυβέρνησή του δεν εκδήλωσε ενδιαφέρον για τη διαδικασία περιορισμού των πυρηνικών όπλων, την οποία είχαν ξεκινήσει οι προκάτοχοί της. Οι προτάσεις της για την αντικατάσταση της σχετικής συμφωνίας SALT II που δεν είχε κυρωθεί από τη Γερουσία, φαίνοταν να ευνοούν μονομερώς τις Ηνωμένες Πολιτείες  και απορρίφθηκαν ως μη σοβαρές από τους Σοβιετικούς.

Παρόμοιος ήταν και ο χειρισμός του θέματος των πυραύλων μέσου βεληνεκούς SS20 που οι Σοβιετικοί είχαν εγκαταστήσει στην ανατολική Ευρώπη. Το 1981, στα πλαίσια της πολιτικής “dual track” οι Αμερικανοί πρότειναν την απόσυρση των σοβιετικών πυραύλων με αντάλλαγμα την μη εγκατάσταση στη δυτική Ευρώπη των αμερικανικών Pershing και Cruise. Όπως και ο ίδιος ο υπουργός Εξωτερικών του Reagan, Alexander Haig επισήμανε στα Απομνημονεύματά του: «ήταν παράλογο να περιμένουμε οι Σοβιετικοί να αποσύρουν μία δύναμη 1.100 πυρηνικών κεφαλών που είχαν ήδη εγκαταστήσει στο πεδίο των πιθανών συγκρούσεων…με αντάλλαγμα μία υπόσχεση από τις Ηνωμένες Πολιτείες να μην εγκαταστήσουν πυραύλους που ακόμη δεν είχαμε αρχίσει να κατασκευάζουμε και που είχαν προκαλέσει τέτοια βίαιη αντιπαράθεση στη δυτική Ευρώπη».3 Οι διαπραγματεύσεις συνεχίστηκαν χωρίς επιτυχία και κάθε σχετική επαφή των δύο πλευρών διακόπηκε το Νοέμβριο του 1983, όταν οι πρώτοι αμερικανικοί πύραυλοι άρχισαν να φθάνουν στην Ευρώπη.

Η εγκατάσταση των πυραύλων ήταν επιθυμία των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων για να αντιμετωπιστούν σοβιετικές πιέσεις αλλά και για να εξασφαλιστεί η δέσμευση των Αμερικανών ως προς την άμυνα της Ευρώπης, σε περίπτωση σοβιετικής απειλής. Δημιουργήθηκε όμως μεγάλη λαϊκή αντίδραση που έφερε τους Ευρωπαίους ηγέτες σε δύσκολη θέση. Το κίνημα κατά της εγκατάστασης των νέων πυραύλων υποστήριζε πως επρόκειτο για επιθετικά όπλα και θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για έναν πυρηνικό πόλεμο που θα περιορίζονταν στην Ευρώπη, ενώ οι Ηνωμένες Πολιτείες θα προστατεύονταν από το SDI. Στη Γερμανία, μέσα σε 18 μήνες από το Νοέμβριο του 1980, το κίνημα ειρήνης συγκέντρωσε 2,5 εκατομμύρια υπογραφές κατά των πυρηνικών με το σύνθημα «πυρηνικός πόλεμος μας απειλεί όλους- όχι πυρηνικά όπλα στην Ευρώπη». Στη Βρετανία ο αριθμός των μελών της Εκστρατείας για Πυρηνικό Αφοπλισμό (CND) έφθασε τις 100.000 το 1985 από 5.000 που ήταν το 1979. Στα τέλη του 1982, 750.000 διαδηλωτές στο Central Park της Νέας Υόρκης απαίτησαν το «πάγωμα» του αριθμού των πυρηνικών όπλων, ενώ το Νοέμβριο του 1983 οι διαδηλωτές σε Βόννη και Ρώμη έφτασαν τις 500.000.

Το κίνημα ειρήνης υποστηριζόταν αλλά δεν ελεγχόταν από τη Μόσχα. Συμμετείχαν άνθρωποι με διάφορες πεποιθήσεις, κοινωνική και επαγγελματική προέλευση, ειρηνιστές αλλά και φεμινίστριες, ιερείς, οικολόγοι, νοικοκυρές, φοιτητές και καλλιτέχνες. Το κίνημα ειρήνης είχε σημαντική πολιτική επιρροή. Στις εκλογές του 1983, το βρετανικό Εργατικό Κόμμα πρότεινε την αποπυρηνικοποίηση της Βρετανίας και την κατάργηση του βρετανικού πυρηνικού οπλοστασίου. Στη Γερμανία, το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα στράφηκε εναντίον του ηγέτη του Helmut Schmidt και αρνήθηκε να υποστηρίξει την εγκατάσταση των πυραύλων στη Γερμανία. Οι κυβερνήσεις της Ευρώπης όμως δεν υπέκυψαν στις πιέσεις του αντιπυρηνικού στρατοπέδου. Τόσο ο κεντροδεξιός Γερμανός καγκελάριος Helmut Kohl που διαδέχτηκε στην εξουσία τον Schmidt το 1983, όσο και η Βρετανή νεοφιλελεύθερη Margaret Thatcher, ήταν πεπεισμένοι πως η εγκατάσταση των πυρηνικών ήταν επωφελής για τις χώρες τους και την Ευρώπη. Την ίδια άποψη είχαν και οι σοσιαλιστές, François Mitterrand και Bettino Craxi, πρόεδρος της Γαλλίας και πρωθυπουργός της Ιταλίας αντίστοιχα. Από το τέλος του 1983 οι αμερικανικοί πύραυλοι άρχισαν να εγκαθίστανται στη Γερμανία.

Σημαντικές διαφωνίες επίσης υπήρξαν μεταξύ Ευρωπαίων και Αμερικανών όσον αφορά την πολιτική των τελευταίων στον Τρίτο Κόσμο. Ο πρόεδρος Reagan ήθελε να αναγκάσει σε υποχώρηση τους Σοβιετικούς. Οι τελευταίοι είχαν αποκτήσει επιρροή σε διάφορες χώρες, υποστηρίζοντας κομμουνιστικά ή φιλοκομμουνιστικά κινήματα. Έθεσε έτσι ως στόχο του την ανατροπή των μαρξιστικών κυβερνήσεων σε χώρες όπως το Αφγανιστάν, η Νικαράγουα, η Αγκόλα και η Καμπότζη, ενισχύοντας ένοπλες ομάδες αντιφρονούντων. Παράλληλα ανέμενε την έμπρακτη συμπαράσταση των Ευρωπαίων. Μόνο η Βρετανία φαίνεται να ενίσχυσε στρατιωτικά τους Μουτζαχεντίν στο Αφγανιστάν, ενώ ακόμα και η Margaret Thatcher υπήρξε επιφυλακτική ως προς τις υπόλοιπες πρωτοβουλίες του προέδρου. Και ήταν ιδιαίτερα έντονη η κριτική της όταν, το φθινόπωρο του 1983, δίχως να την ενημερώσει, ο πρόεδρος Reagan διέταξε εισβολή στο μικροσκοπικό νησί της Καραϊβικής Grenada, μέλος της βρετανικής Κοινοπολιτείας, προκειμένου να ανατρέψει τη εκεί μαρξιστική κυβέρνηση. Γενικά οι Ευρωπαίοι ήταν αντίθετοι στις επεμβάσεις των Αμερικανών επειδή αντέβαιναν στο απαράβατο της εθνικής κυριαρχίας που θεμελιώνει το διεθνές δίκαιο, αλλά και γιατί δεν μπορούσαν να έχουν αποτέλεσμα, καθότι οι δυνάμεις που υποστήριζαν οι Αμερικανοί ήταν στρατιωτικά ανεπαρκείς, ενώ σε πολλές περιπτώσεις και ένοχες για μείζονες παραβάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Επιπρόσθετα, ήταν διάχυτος ο φόβος μήπως αυτή η προκλητική έναντι της Σοβιετικής Ένωσης πολιτική απειλούσε με  υπονόμευση την ύφεση στις ευρω-σοβιετικές σχέσεις. Τέλος, πίστευαν πως η πίεση που ασκούσαν οι Αμερικανοί στα φιλοσοβιετικά καθεστώτα με την ενίσχυση αντιπάλων κινημάτων, αντί να τα απομακρύνει, τα έφερνε πλησιέστερα και ενίσχυε την εξάρτησή τους από τη Μόσχα. Οι Ευρωπαίοι υποστήριξαν διπλωματικά τον Παλαιστίνιο ηγέτη Yasser Arafat, τον οποίο οι Αμερικανοί είχαν χαρακτηρίσει ως τρομοκράτη. Τον Απρίλιο του 1986, η Ισπανία και η Γαλλία απαγόρευσαν τη χρήση του εναέριου χώρου τους σε αμερικανικά αεροσκάφη, που βομβάρδισαν ως αντίποινα τη Λιβύη, ως επακόλουθο βομβιστικής επίθεσης εναντίον Αμερικανών στρατιωτών στο Βερολίνο και την πεποίθηση που κυριαρχούσε στην Ουάσινγκτον πως η Λιβύη ενίσχυε τρομοκράτες.4

Το Νοέμβριο του 1986, τα αμερικανικά μέσα ενημέρωσης αποκάλυψαν ένα μυστικό πρόγραμμα πώλησης όπλων από την κυβέρνηση των ΗΠΑ στο Ιράν, με αντάλλαγμα την απελευθέρωση Αμερικανών ομήρων στον Λίβανο. Τα κέρδη από τις πωλήσεις των όπλων διοχετεύονταν παράνομα στους Contras, τους αντικαθεστωτικούς αντάρτες της Νικαράγουας, κατά παράβαση νόμου ψηφισμένου από το αμερικανικό Κογκρέσο που απαγόρευε την ενίσχυσή τους.5 Για τους Ευρωπαίους ήταν μια δυσάρεστη έκπληξη. Οι σχέσεις των Ηνωμένων Πολιτειών με το Ισλαμικό καθεστώς του Ιράν ήταν κακές, ενώ μεγάλη πίεση είχε ασκηθεί επί των Ευρωπαίων από τους Αμερικανούς για την επιβολή εμπάργκο στην πώληση όπλων στο Ιράν, με αποτέλεσμα δραστική μείωση των ευρωπαϊκών πωλήσεων. Η αξιοπιστία του Αμερικανού προέδρου και της κυβέρνησής του δέχθηκε σοβαρό πλήγμα.

Από το 1984, η πολιτική του προέδρου Reagan έναντι της Σοβιετικής Ένωσης εμφανίζει ενδείξεις ριζικής μεταβολής. Σταδιακά ο Αμερικανός πρόεδρος προχωρεί σε στενή προσέγγιση και συνεννόηση με τον Ρώσο ηγέτη Mikhail Gorbachev, που καταλήγει σε δραστική μείωση τόσο των πυρηνικών όπλων όσο και των εντάσεων μεταξύ των δύο πλευρών, ανοίγοντας τον δρόμο για τον τερματισμό του Ψυχρού Πολέμου. Σε σημαντική ομιλία του τον Ιανουάριο του 1984, αναφερόμενος στις σχέσεις της χώρας του με τη Σοβιετική Ένωση, ο Reagan μίλησε για «…κοινά συμφέροντα. Και το πιο σημαντικό απ’ αυτά είναι να αποφύγουμε τον πόλεμο και να περιορίσουμε το επίπεδο των εξοπλισμών…οι χώρες μας δεν πολέμησαν ποτέ η μία την άλλη. Δεν υπάρχει κανείς λόγος να το πράξουν».6 Ποιοι ήταν όμως οι λόγοι αυτής της ριζικής αλλαγής; Ο Reagan απεχθανόταν τα πυρηνικά όπλα με την ολέθρια, καταστροφική τους ισχύ και είχε εκφράσει την επιθυμία του να τα εξαλείψει.  Όμως, προτού διαπραγματευτεί με τη Σοβιετική Ένωση, επεδίωκε να αναβαθμίσει το κύρος, την πολιτική, στρατιωτική και οικονομική ισχύ της χώρας του, πράγμα που θεώρησε πως είχε επιτύχει μέχρι το 1984. Δεχόταν επίσης πιέσεις για μια περισσότερο διαλλακτική πολιτική τόσο από τους Ευρωπαίους συμμάχους όσο και από την αμερικανική κοινή γνώμη, το δεύτερο με ιδιαίτερη σημασία, καθότι το 1984 ήταν έτος προεδρικών εκλογών. Προς την ίδια κατεύθυνση πίεζε και η Nancy Reagan, σύζυγος του προέδρου, με μεγάλη επιρροή πάνω του, που ήθελε η υστεροφημία του συζύγου της να περιλαμβάνει κάτι σημαντικότερο από μια μεγάλη αύξηση των εξοπλισμών. Δύο επίσης γεγονότα, το φθινόπωρο το 1983, απέδειξαν στον Αμερικανό πρόεδρο πόσο επικίνδυνη ήταν η ένταση στις σχέσεις των υπερδυνάμεων που είχε δημιουργήσει η πολιτική του. Τον Σεπτέμβριο του 1983, επιβατηγό αεροσκάφος της Korean Airlines τύπου Boeing-747 καταρρίφθηκε από τους Σοβιετικούς όταν από λάθος εισήλθε στον εναέριο χώρο της ΕΣΣΔ. Διακόσια εξήντα-εννέα άτομα έχασαν τη ζωή τους, μεταξύ των οποίων 60 Αμερικανοί. Το Νοέμβριο, μεγάλη άσκηση του ΝΑΤΟ στην Ευρώπη με την ονομασία Able Archer, που περιλάμβανε προσομοίωση πυρηνικής επίθεσης κατά της Σοβιετικής Ένωσης, εκλήφθηκε από τους Σοβιετικούς ως αρχή πραγματικού πολέμου, με αποτέλεσμα να αρχίσουν να ετοιμάζονται για ανάλογη απάντηση. Οι Σοβιετικοί ιθύνοντες είχαν πραγματικά θορυβηθεί από τα έργα και τα λόγια του Reagan και από το 1981 διερευνούσαν σοβαρά την πιθανότητα μιας αιφνιδιαστικής αμερικανικής πυρηνικής επίθεσης.7

Αρχικά οι διακηρύξεις του προέδρου Reagan έγιναν δεκτές με δυσπιστία, τόσο στην Ευρώπη όσο και στις Ηνωμένες Πολιτείες, καθώς έρχονταν σε αντιδιαστολή με τη συνεχιζόμενη προσήλωσή του στο SDI και τις δραστηριότητες του στον Τρίτο Κόσμο. Πολλοί θεώρησαν ότι επρόκειτο για ένα τέχνασμα προκειμένου να ενισχύσει τη θέση του στις επερχόμενες εκλογές. Πέρασε επίσης αρκετός καιρός έως ότου  γνωρίσουν ανταπόκριση στη Σοβιετική Ένωση, η οποία βρισκόταν σε μεγάλη πολιτική αναταραχή εξαιτίας του θανάτου τριών ηγετών της χώρας σε διάστημα μικρότερο των δυόμισι ετών.

Η κατάσταση άλλαξε, όταν τον Μάρτιο του 1985 την εξουσία ανέλαβε ο Mikhail Gorbachev. Ο νέος Σοβιετικός ηγέτης ήθελε να αναμορφώσει ριζικά το καθεστώς της χώρας του μέσω του εκσυγχρονισμού των θεσμών και της χρηστής διοίκησης, για να γίνει βιώσιμο και τελικά να ξεπεράσει σε επιρροή τις δυτικές δημοκρατίες. Γι’ αυτό θεωρούσε αναγκαίο τον τερματισμό της αντιπαράθεσης με τη Δύση, που θα του επέτρεπε να συγκεντρωθεί στις εσωτερικές αλλαγές αλλά και να εξασφαλίσει την απαραίτητη για την οικονομική πρόοδο δυτική τεχνολογία. Συμφωνούσε επίσης με τον Reagan ως προς την ανάγκη εξάλειψης των πυρηνικών όπλων, άποψη που περαιτέρω ενισχύθηκε μετά την μεγάλη καταστροφή που προκάλεσε το ατύχημα στο πυρηνικό εργοστάσιο ηλεκτρικής ενέργειας του Chernobyl, τον Απρίλιο του 1986. Η πρώτη συνάντηση Reagan και Gorbachev στη Γενεύη τον Νοέμβριο του 1985 δεν είχε ουσιαστικά αποτελέσματα, φάνηκε όμως η καλή διάθεση αμφοτέρων των πλευρών να συνεχίσουν την προσπάθεια για τον περιορισμό των πυρηνικών όπλων. Στην επόμενη συνάντησή τους στο Ρέικιαβικ της Ισλανδίας τον Οκτώβριο του 1986, οι δύο ηγέτες κατέπληξαν τον κόσμο, όταν σχεδόν συμφώνησαν πρώτα να αποδεχθούν την «μηδενική επιλογή», την απόσυρση δηλαδή όλων των πυραύλων μέσου βεληνεκούς από την Ευρώπη αλλά, στην εξέλιξη της συζήτησης, και την εξάλειψη όλων των πυρηνικών όπλων μέσα σε μια δεκαετία. Συμφωνία δεν επιτεύχθηκε γιατί ο πρόεδρος Reagan αρνήθηκε να εγκαταλείψει το SDI, κίνηση που ο Gorbachev θεωρούσε ως απαραίτητη προϋπόθεση.8

Τα γεγονότα στο Ρέικιαβικ θορύβησαν ιδιαίτερα τους Ευρωπαίους. Ο Αμερικανός πρόεδρος ήταν διατεθειμένος να πάρει κοσμοϊστορικές αποφάσεις που θα επηρέαζαν άμεσα την ευρωπαϊκή άμυνα χωρίς να ζητήσει τη γνώμη τους. Τα πυρηνικά όπλα στην Ευρώπη θεωρούνταν αναγκαία για να αντισταθμίσουν την υπεροπλία των Σοβιετικών σε συμβατικές δυνάμεις. Η πλήρης απόσυρση των αμερικανικών πυραύλων από την Ευρώπη μπορούσε επίσης να υπονοεί την πρόθεση των Αμερικανών να αποδεσμευτούν από τις συμμαχικές τους υποχρεώσεις. Επιπλέον, η Βρετανία και η Γαλλία ανησυχούσαν για την τύχη των δικών τους πυρηνικών οπλοστασίων, που φαινόταν πιθανόν οι Αμερικανοί να θελήσουν να θυσιάσουν χάριν μιας ευρύτερης συμφωνίας πυρηνικού αφοπλισμού. Στην τρίτη συνάντησή τους στην Ουάσινγκτον τον Δεκέμβριο του 1987, οι δύο ηγέτες κατέληξαν σε μία συμφωνία ιστορικής σημασίας: την εξάλειψη όλων των πυρηνικών πυραύλων εδάφους με βεληνεκές από 500 έως 5.500 χιλιόμετρα. Ήταν η πρώτη φορά που μια συμφωνία προχωρούσε σε μείωση και όχι απλά περιορισμό της αύξησης των πυρηνικών όπλων. Οι Ευρωπαίοι είδαν επιφυλακτικά τη συμφωνία INF, όπως ονομάστηκε, καθότι διατάρασσε τα ευρωπαϊκά αμυντικά δεδομένα. Όμως, τόσο η αποφασιστικότητα του Reagan όσο και το κίνημα ειρήνης δεν τους άφηναν πολλά περιθώρια αντίδρασης, Εν πάση περιπτώσει, οι Αμερικανοί ιθύνοντες είχαν συνεργαστεί με τους Ευρωπαίους ομολόγους τους κατά την προετοιμασία της συμφωνίας.

President Reagan at Reykjavik Summit with Mikhail Gorbachev on October 9-11, 1986

Μέχρι και το 1987 οι Ευρωπαίοι δεν ήταν απόλυτα πεπεισμένοι για την ειλικρίνεια των προθέσεων του Gorbachev. Υποπτεύονταν πως η στάση του ήταν ένα τέχνασμα για να υπονομεύσει την ενότητα και την άμυνα του δυτικού στρατοπέδου. Σταδιακά όμως άλλαξαν γνώμη. Ο Gorbachev προώθησε δραστικές αλλαγές στη Σοβιετική Ένωση και επιδίωξε να προσεγγίσει τους Ευρωπαίους ηγέτες με επανειλημμένες συναντήσεις. Τον Φεβρουάριο του 1988 ανακοίνωσε την αποχώρηση των Σοβιετικών στρατευμάτων από το Αφγανιστάν εντός του επομένου έτους, ενώ λίγους μήνες αργότερα, τον Δεκέμβριο, με ομιλία του στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, εξήγγειλε τον μονομερή περιορισμό των ενόπλων δυνάμεων της χώρας του κατά 500 χιλιάδες και σημαντική μείωση της σοβιετικής στρατιωτικής παρουσίας στην ανατολική Ευρώπη. Τον Ιούνιο του 1988 ξεκίνησε οικονομική συνεργασία μεταξύ Ευρωπαϊκής Κοινότητας (η Ευρωπαϊκή Ένωση αποτελεί μετεξέλιξή της) και COMECON, αντίστοιχου οργανισμού του ανατολικού μπλοκ. Η αλλαγή πολιτικής του προέδρου Reagan και η σύγκλιση απόψεων μεταξύ Ευρώπης και Ηνωμένων Πολιτειών για τις προθέσεις και τις πολιτικές του Gorbachev, είχε επίσης ευεργετική επιρροή στις μεταξύ τους σχέσεις και οδήγησε στην μείωση των εντάσεων.

Προβλήματα στις ευρώ-ατλαντικές σχέσεις δημιούργησε και η οικονομική πολιτική του προέδρου Reagan. Η ταυτόχρονη μείωση των φόρων και αύξηση των αμυντικών δαπανών πολλαπλασίασε το έλλειμμα του προϋπολογισμού, που καλύφθηκε με δανεισμό μέσω υψηλότοκων κρατικών ομολόγων. Η μεγάλη στροφή ευρωπαϊκών κεφαλαίων προς τις Ηνωμένες Πολιτείες που ακολούθησε, ενόχλησε τους Ευρωπαίους και τους ανάγκασε να αυξήσουν κι αυτοί τους τόκους, με αποτέλεσμα να πληγεί η οικονομική ανάπτυξη στην Ευρώπη. Δυσαρέσκεια επίσης προκάλεσε η τεχνητά υψηλή τιμή του δολαρίου, αλλά και η δημιουργία εμπορικού ελλείμματος, που ενίσχυε τάσεις προστατευτισμού στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ένας από τους λόγους που οδήγησαν στην κατάργηση όλων των περιορισμών και τη δημιουργία της ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς με την Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη το 1986, ήταν η βούληση να προστατευτεί η Ευρώπη από μονομερείς αμερικανικές πολιτικές που την έθιγαν.9

Κατά τη δεκαετία του 1980, η ενοποιητική διαδικασία στην Ευρώπη ανέκαμψε, με πολύ σημαντικά αποτελέσματα. Κατά την προηγούμενη δεκαετία λόγοι, όπως η μεγάλη αύξηση των τιμών του πετρελαίου, στασιμότητα στην ανάπτυξη και εργατικές διεκδικήσεις, είχαν οδηγήσει σε σχετική αδράνεια τις Ευρωπαϊκές Κοινότητες, «ευρωσκλήρωση» όπως είχε τότε χαρακτηριστεί. Μετά το 1984 και τη διευθέτηση των οικονομικών διεκδικήσεων της Margaret Thatcher σε σχέση με τη βρετανική οικονομική συνεισφορά, τα δεδομένα άλλαξαν. Η νέα παγκόσμια οικονομική κατάσταση οδήγησε τους Eυρωπαίους ηγέτες να παραδεχθούν την ανάγκη μεγαλύτερης συνεργασίας και φιλελευθεροποίησης της οικονομίας, άποψη που αποδέχθηκε και ο Γάλλος πρόεδρος François Mitterrand, μετά από δύο χρόνια σοσιαλιστικών πειραματισμών που ζημίωσαν τη γαλλική οικονομία. Υπό την καθοδήγηση του νέου προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Jacques  Delors, τα δώδεκα μέλη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας υπέγραψαν την Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη του 1986, συμφωνώντας να άρουν κάθε είδους περιορισμό και να διασφαλίσουν την ελεύθερη διακίνηση αγαθών, εργατικού δυναμικού, κεφαλαίου και υπηρεσιών, με κατάργηση ουσιαστικά των μεταξύ τους συνόρων και στόχο τη δημιουργία μιας μεγάλης ενιαίας αγοράς. Δεσμεύθηκαν επίσης να προσπαθήσουν από κοινού για τη διαμόρφωση και υλοποίηση μιας Ευρωπαϊκής Εξωτερικής Πολιτικής.

Κατά τα πρώτα χρόνια της διακυβέρνησης του ο πρόεδρος Reagan εξακολούθησε, όπως και ο προκάτοχος του  Jimmy Carter, να στηρίζει με επιδερμικά και δίχως ιδιαίτερο ενδιαφέρον την ευρωπαϊκή ενοποιητική διαδικασία. Οι Ηνωμένες Πολιτείες ανταποκρίθηκαν θετικά στην υπογραφή της Ενιαίας Ευρωπαϊκής Πράξης κρίνοντάς την περισσότερο σαν μία επιπλέον διακήρυξη χωρίς ουσιαστικά αποτελέσματα. Όμως, όταν άρχισαν να εμφανίζονται στον αμερικανικό τύπο τίτλοι όπως «οχυρό Ευρώπη» και να ακούγεται το σύνθημα «η Ευρώπη για τους Ευρωπαίους», η κατάσταση άλλαξε. Οι Αμερικανοί φοβήθηκαν πως οι Ενιαία Ευρωπαϊκή Αγορά θα οδηγούσε σε δυσμενή μεταχείριση αμερικανικών προϊόντων, πλήττοντας το αμερικανικό εμπόριο. Οι οικονομικές διαφωνίες μεταξύ των δύο πλευρών πολλαπλασιάστηκαν και σε πολλές από αυτές αναμείχθηκε προσωπικά ο πρόεδρος Regan.

Η οικονομική αντιπαράθεση Ηνωμένων Πολιτειών-Ευρώπης οφείλονταν και στην ευρύτερη αλλαγή των οικονομικών δεδομένων. Μέχρι το τέλος της διακυβέρνησης Reagan, η οικονομική ηγεμονία των Ηνωμένων Πολιτειών είχε υποστεί σοβαρό πλήγμα. Μεταξύ του 1950 και του 1987 το αμερικανικό ποσοστό στο Ακαθάριστο Εθνικό Εισόδημα των επτά πλέον ανεπτυγμένων χωρών (που περιλαμβάνουν και τις μείζονες ευρωπαϊκές χώρες) μειώθηκε από 70% σε 43%. Μεταξύ του 1981 και του 1987 οι Ηνωμένες Πολιτείες έφτασαν να είναι, από μεγαλύτερος δανειστής ο μεγαλύτερος οφειλέτης σε παγκόσμιο επίπεδο. Το 1987 οι ευρωπαϊκές επενδύσεις στις Ηνωμένες Πολιτείες ξεπερνούσαν εκείνες των Αμερικανών στην Ευρώπη.

Τα προβλήματα της αμερικανικής οικονομίας και η άνοδος της οικονομικής ισχύος της Ευρώπης ενδυνάμωσαν απόψεις για την αλλαγή των ευρώ-ατλαντικών αμυντικών δεδομένων. Οι Ευρωπαίοι θα μπορούσαν να συνεισφέρουν το μεγαλύτερο μέρος των συμβατικών δυνάμεων για την άμυνα της ηπείρου, ενώ οι Αμερικανοί θα περιόριζαν το ρόλο τους κυρίως στην παροχή πυρηνικής προστασίας. Το 1987, άρθρο στον Economist σχολίασε: «μια Αμερική που δεν είναι πλέον πολύ πλουσιότερη από την Ευρώπη δεν είναι δυνατόν να συνεχίσει για πάντα να ξοδεύει το 7% του ΑΕΠ της για την άμυνα, από το οποίο χρησιμοποιεί το 1/3 ή και περισσότερο προς όφελος της Ευρώπης, όταν οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες ξοδεύουν μόνο 3 έως 4% από το δικό τους”.10

Εν τω μεταξύ, οι Ευρωπαίοι, ανησυχώντας για τις οικονομικές εξελίξεις στις Ηνωμένες Πολιτείες και τις προθέσεις του Reagan σε σχέση με την ευρωπαϊκή άμυνα, ανέλαβαν πρωτοβουλίες για να προωθήσουν τη μεταξύ τους αμυντική συνεργασία. Το 1984 αναβίωσε η Δυτικό-Ευρωπαϊκή Ένωση (West European Union) που είχε ιδρυθεί το 1954 με σκοπό να διευκολύνει τον επανεξοπλισμό της Γερμανίας και την ένταξή της στο ΝΑΤΟ, αλλά με την πάροδο των ετών η λειτουργία της είχε ατονήσει. Τον Οκτώβριο του 1984 οι εκπρόσωποι των επτά κρατών-μελών διακήρυξαν την πρότασή τους να χρησιμοποιήσουν το θεσμικό πλαίσιο του οργανισμού με στόχο τη στενότερη συνεργασία σε θέματα ευρωπαϊκής ασφάλειας. Ο πρόεδρος Reagan επικρότησε την ευρωπαϊκή πρωτοβουλία ως ένα θετικό βήμα προς την κατεύθυνση ανάληψης μεγαλύτερων αμυντικών βαρών από τους Ευρωπαίους. Παράλληλα όμως, τον Μάρτιο του 1985, ο Αμερικανός υφυπουργός Εξωτερικών για ευρωπαϊκά και καναδικά θέματα προειδοποίησε τις κυβερνήσεις των επτά κρατών-μελών να μην «κάνουν ομαδούλα» εις βάρος των Ηνωμένων Πολιτειών. Οι διαδικασίες της Δυτικό-Ευρωπαϊκής Ένωσης χρησιμοποιήθηκαν από τους Ευρωπαίους το 1987 για τον συντονισμό της επιχείρησης περιφρούρησης της ναυσιπλοΐας στην περιοχή του Περσικού Κόλπου κατά τον πόλεμο Ιράν-Ιράκ, γιατί ήταν αντίθετοι στη διεξαγωγή επιχειρήσεων από το ΝΑΤΟ εκτός της Ευρώ-ατλαντικής περιοχής ευθύνης της συμμαχίας.

Ronald Reagan and the Fall of the Berlin Wall

Η προσπάθεια του προέδρου Reagan να αποκαταστήσει την ηγεμονική θέση της χώρας του στο διεθνές στερέωμα ενέτεινε τις Ευρώ-Αμερικανικές διαφωνίες. Η επιθετικότητα, που αρχικά ο Αμερικανός πρόεδρος επέδειξε σε σχέση με τη Σοβιετική Ένωση, φαινόταν να θέτει σε κίνδυνο τη διαδικασία της ύφεσης, την οποία οι Ευρωπαίοι θεωρούσαν επωφελή και επιθυμούσαν διακαώς να συνεχιστεί. Παράλληλα, άρχισαν να αμφισβητούν τις προθέσεις του Reagan σε σχέση με την ευρωπαϊκή ασφάλεια. Τους ενοχλούσε ιδιαίτερα η τακτική του Αμερικανού προέδρου να λαμβάνει αποφάσεις για θέματα που τους αφορούσαν άμεσα δίχως προηγουμένως να τους ρωτά. Από τη δική του πλευρά, ο Αμερικανός πρόεδρος δυσανασχετούσε με τους ενδοιασμούς των Ευρωπαίων και την άρνησή τους να στηρίξουν αδιαμαρτύρητα τις πολιτικές του. Ακόμη και η πλέον αφοσιωμένη σύμμαχός του, Margaret Thatcher, εξέφραζε σε πολλά θέματα τις αντιρρήσεις της.

Η προσέγγιση Reagan-Gorbachev ανησύχησε επίσης τους Ευρωπαίους, επειδή εγκυμονούσε διακανονισμούς, ικανούς να τους αφήσουν εκτεθειμένους. Τέλος, θεωρούσαν επισφαλή, ιδιοτελή και ανεύθυνη την οικονομική πολιτική του Reagan, που δημιουργούσε και στους ίδιους προβλήματα. Ταυτόχρονα οι Αμερικανοί ανησυχούσαν για την ευνοϊκή εξέλιξη της ευρωπαϊκής ενοποίησης, η οποία  φαινόταν να οδηγεί σε μια ισχυρή οικονομικά, ανταγωνιστική Ευρώπη προκαλώντας ανωμαλίες στο αμερικανικό εμπόριο. Ωστόσο, τα θετικά αποτελέσματα της Αμερικανό-Σοβιετικής προσέγγισης και η ειλικρίνεια των προθέσεων του Gorbachev, άμβλυναν τις ευρωπαϊκές αντιδράσεις, ενώ και οι Αμερικανοί, παρά τις σοβαρές επιφυλάξεις τους,11 αντιλήφθηκαν πως η ενωμένη και οικονομικά εύρωστη Ευρώπη ενίσχυε τη δυτική άμυνα και αποτελούσε πόλο έλξης (άρα και όπλο προς όφελος της Δυτικής πολιτικής) για τους λαούς της Ανατολικής Ευρώπης.

Εν πάση περιπτώσει και οι δύο πλευρές είχαν κοινά πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα ενώ η συνεργασία τους ήταν απαραίτητη στις σχέσεις τους με τον ανατολικό συνασπισμό. Οι Ευρωπαίοι επίσης ήταν απολύτως εν γνώσει του κομβικού ρόλου των Αμερικανών στην άμυνά τους αλλά και ως προς την ανάληψη πρωτοβουλιών για την αντιμετώπιση των διαμορφούμενων καταστάσεων. Κατά συνέπεια, οι όποιες διαφωνίες και αντιρρήσεις τους παρέμειναν  εντός συγκεκριμένων ορίων. Παράλληλα υπέβοσκε η δυσαρέσκεια των Ευρωπαίων, οι οποίοι, λόγω αύξησης της οικονομικής και πολιτικής τους ισχύος και μείωσης των εντάσεων με τη Σοβιετική Ένωση, διεκδικούσαν μεγαλύτερη ανεξαρτησία κινήσεων και σημαντικότερο ρόλο στη διαχείριση των υποθέσεων της Συμμαχίας, αλλά και εκείνη των Αμερικανών, που αντιδρούσαν αρνητικά σε μια τέτοια προοπτική, προσδοκώντας,  ταυτόχρονα, μεγαλύτερη ευρωπαϊκή συμμετοχή στα βάρη της Συμμαχίας.

  1. Το 1983 σε δημόσιες δηλώσεις του ο Reagan χαρακτήρισε τη Σοβιετική Ένωση «αυτοκρατορία του κακού» και «εστία κακού στο σύγχρονο κόσμο». Hanhimaki Jussi M., Transatlantic Relations since 1945, Routledge, New York, 2012. ↩︎
  2. Το Δεκέμβριο του 1980 στρατιωτικές δυνάμεις της Σοβιετικής Ένωσης και άλλων μελών του Συμφώνου της Βαρσοβίας συγκεντρώθηκαν στα πολωνικά σύνορα. Είναι όμως αμφίβολο αν οι Ρώσοι θα επιχειρούσαν άλλη μία εισβολή, μετά τη γενικευμένη διεθνή κατακραυγή που είχε ακολουθήσει εκείνη του Αφγανιστάν το 1979. ↩︎
  3. Leffler Melvyn and Westad Arne (eds), The Cambridge History of the Cold War, Volume 3,  Cambridge University Press, Cambridge, 2011, σ. 271. ↩︎
  4. Παράλληλα βέβαια, Βρετανοί, Γάλλοι και Ιταλοί, μαζί με τους Αμερικανούς συμμετείχαν σε διεθνή στρατιωτική δύναμη που παρενέβη στον εμφύλιο πόλεμο του Λιβάνου το 1982, ενώ το 1986 οι Γάλλοι έστειλαν στρατό στο Τσαντ για να σταματήσουν την παρέμβαση του Λίβυου ηγέτη Μουαμάρ Καντάφι στα εσωτερικά πράγματα της χώρας. ↩︎
  5. Η Γαλλία είχε στείλει βοήθεια στην μαρξιστική κυβέρνηση των Sandinistas, ενώ ως πρόεδρος της Σοσιαλιστικής Διεθνούς τους υποστήριζε και ο πρώην Γερμανός καγκελάριος Willy Brandt. ↩︎
  6. Hanhimaki, σ. 105. ↩︎
  7. Σύμφωνα με το Σύμβουλο Εθνικής Ασφαλείας Robert McFarlane και ο Reagan ανησυχούσε σοβαρά για τον κίνδυνο τυχαίας πυρηνικής ανάφλεξης, The Cambridge History of the Cold War, Volume 3, σ. 278. ↩︎
  8. Kyvig David (ed), Reagan and the World , Praeger, New York, 1990, σσ. 30-31. ↩︎
  9. Larres Klaus, “The United States and European Integration, 1945-1990” στο Larres Klaus (ed), A Companion to Europe since 1945, Blackwell, Oxford, 2014, σ. 166. ↩︎
  10. Powaski Ronald, The entangling alliance., The United States and European Security, 1950-1993, Greenwood Press, London, 1994, σ. 160. ↩︎
  11. Την άποψη του  Αμερικανού προέδρου για την Ευρωπαϊκή Κοινότητα επηρέαζε αρνητικά η Margaret Thatcher που κατηγορούσε τον François Mitterrand για κρατικό παρεμβατισμό. ↩︎

Avatar photo
Θεοδόσης Καρβουναράκης

Ο Θεοδόσης Καρβουναράκης είναι Καθηγητής της Διπλωματικής Ιστορίας της Ευρώπης και των ΗΠΑ στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας.

Άρθρα: 1