Μέρος Α’
«Miss Palmer weds Greek Philosopher Angelo Sikelianos1-Ceremony at Bar Harbor»2. Μ’αυτό τον τίτλο η εφημερίδα The New York Times, αναγγέλλει στο φύλλο της 10ης Σεπτεμβρίου 1907, το σημαντικό κοσμικό γεγονός του γάμου της δεσποινίδος Εύας Πάλμερ -αναγνωρίσιμης προσωπικότητας στον καλλιτεχνικό κόσμο της χώρας της- με τον Έλληνα «φιλόσοφο» Άγγελο Σικελιανό. Και συνεχίζοντας στο σύντομο δημοσίευμα: «Η δεσποινίς Εύα Πάλμερ, μια από τις πιο εξέχουσες καλεσμένες του καλοκαιριού εδώ, δεσπόζουσα φυσιογνωμία σε κοινωνικές, μουσικές και καλλιτεχνικές εκδηλώσεις, και ο Άγγελος Σικελιανός, Έλληνας ποιητής και φιλόσοφος, καταγοητευμένος από τη δεσποινίδα Πάλμερ κατά τη διάρκεια της παραμονής της στην Ελλάδα, καθώς άφησε το σπίτι του και διέσχισε τον ωκεανό για να την παντρευτεί, ήταν οι πρωταγωνιστές σε έναν πολύ απροσδόκητο και απροειδοποίητο γάμο στο Μπαρ Χάρμπορ σήμερα (9-9-1907)…». Από αυτή τη στιγμή και μετά αρχίζει να εκδιπλώνεται μια από τις πιο μυθικές συναντήσεις σκέψης και ιδεών στην πολιτισμική ιστορία της νεοελληνικής πραγματικότητας και ευρύτερα. Είναι το πρώτο και ισχυρότερο, ενδεχομένως, άνοιγμα του νέου ελληνισμού στην παγκόσμια φιλοσοφική σκέψη, που εκβάλλει στην προσπάθεια υλοποίησης ενός οράματος πνευματικής, πολιτιστικής και πολιτικής ουτοπίας. Το εγχείρημα θα απαιτήσει αφενός τη δυναμική μιας ιδιοφυούς διανοητικής σύλληψης-σύνθεμα ποικίλων φιλοσοφικών και θρησκευτικών διασταυρώσεων, μεταξύ παγανισμού, χριστιανισμού, και σύγχρονων φιλοσοφικών ιδεών.3 και αφετέρου μια πανίσχυρη οικονομική βάση, την οποία θα διαθέσει γενναιόδωρα, μαζί με το δικό της ιδεολογικό- φιλοσοφικά επεξεργασμένο-διανοητικό και καλλιτεχνικό εκτόπισμα, η Αμερικανίδα αμφισβητίας και αναχωρήτρια του βιομηχανικού πολιτισμού, στο μεταίχμιο δύο αιώνων, Εύα Πάλμερ.
Και οι δύο τους έρχονται ώριμοι-ο καθένας με τη δική του προϊστορία- να στρατευτούν σ’αυτή τη γιγάντια σύλληψη. Αν και νέοι, στην πρώτη τους συνάντηση, έχουν οριοθετημένο στη σκέψη τους τον κόσμο μέσα στον οποίο επέλεξαν να αιχμαλωτίσουν τη ζωή τους, και κοινή συναινέσει να προχωρήσουν στην τόλμη μιας ουτοπικής φαντασίωσης, που θα πάρει ωστόσο τη μορφή της πιο περιφανούς παγκόσμιας χειρονομίας πολιτισμού, με πολιτικές απολήξεις. Ίσως θα μπορούσε να συγκριθεί στο εύρος των ιδεών που επενδύθηκαν και στην πολιτική και κοινωνική τους αφετηρία, με την πλατωνική Πολιτεία, που έμεινε, όμως, χωρίς να δοκιμαστεί, έστω και προσωρινά, σε έναν πολιτικοκοινωνικό πειραματισμό4. Από την πρώτη τους συνάντηση5 φαίνεται να αιχμαλωτίζονται στη γοητεία που αμοιβαία εκπορεύεται από την εγγενή πνευματικότητα και τη στοχαστική τους θεώρηση των πραγμάτων. Μετέχουν και οι δύο σ’ ένα δικό τους, ιδιόμορφο ενθουσιασμό, που απορρέει από την -κριτικά επεξεργασμένη-άρνηση του κόσμου τους, αλλά ταυτόχρονα διαπνέεται από την πίστη στην αναγέννησή του. Έτσι, θα μορφοποιηθεί μέσ’ από συγκράσεις, φιλοσοφικές και καλλιτεχνικές, το περιεχόμενο του κοινού τους οράματος, και κυρίως η ευφάνταστη, επική, στην προσπάθεια που θα καταβληθεί, περιπέτεια της πραγμάτωσής του. Γιατί και οι δύο ήταν πρόσωπα που μετείχαν απόλυτα τόσο στην ποίηση (και στην τέχνη) όσο και στην ιστορία, και ό,τι προπάντων συνέχει την πορεία τους είναι ακριβώς αυτή η απόλυτη σχέση με το φαντασιακό της ποίησης, την υπερβατικότητα του οράματος αλλά και τον πραγματισμό της ιστορίας.
Αποκαλύπτοντας τις αφετηριακές καταβολές της Εύας Πάλμερ, ως μια εν είδει πεπρωμένου, κατάσταση, η ίδια, αυτοβιογραφούμενη, θα γράψει προλογικά στον Ιερό Πανικό: «Μεγάλωσα με την κενόδοξη αισιοδοξία του 19ου αιώνα. Όλο ανθρώπινη συμπόνια, παγκόσμια ειρήνη και μουσική. Την ιδέα ότι οι τρεις αυτές αξίες είναι ουσιαστικά μία και μόνη, ήταν σαν να μου την ευχήθηκε κάποιος πάνω στο λίκνο μου. Ασφαλώς είναι στενά συνδεδεμένες στις πρώτες μου αναμνήσεις, και οι κατακλυσμοί των δύο παγκοσμίων πολέμων, μάλλον τις έφεραν ακόμη πιο κοντά»6.
Πάνω από το λίκνο της ωστόσο δεν είχαν σκύψει μόνον οι τρεις «Μοίρες», αλλά από την πρώτη στιγμή του ερχομού της στον κόσμο, και μια τέταρτη μοίρα, η ίδια η «Ελληνικότητα», ο μακρινός πνευματικός του απόηχος, με όλο το φορτίο της ποίησης, του θεάτρου, της φιλοσοφίας και της μουσικής, της κλασικής σοφίας, καθώς διέσχιζε τις πτυχώσεις της ιστορίας μέχρι να φτάσει και να γίνει συνείδηση και αξιακή της πατρίδα.
Φιλοσοφία και κοινωνική αμφισβήτηση στην Αμερική – Οι οικογενειακές και πνευματικές ορίζουσες της Εύας Πάλμερ
Οι γονείς της, ο πατέρας της Courtland Palmer (1843-1888) και η μητέρα της, Catherine Amory Bennett (1849-1920), ήταν οι αμεσότεροι φορείς αυτού του πνεύματος, που αναχώνευε την ανθρωπιστική ενότητα ελληνικότητας και Δύσης, προς την επίτευξη μιας πολιτικής και πνευματικής ενότητας των ανθρώπων, πάνω από τεχνητούς διαχωρισμούς και ιεραρχήσεις. Είναι αξιοσημείωτο το περιστατικό που αναφέρει η Εύα στα απομνημονεύματά της, για την τεκμηρίωση των παραπάνω. Ο μητροπλευρικός παππούς της, λάτρης των αρχαίων ελληνικών, νοσηλευόταν ετοιμοθάνατος στο νοσοκομείο του Αγίου Λουκά, στη Νέα Υόρκη, έχοντας θεράποντα ιατρό τον Robert Abbe7, διευθυντή χειρούργο του νοσοκομείου και γνωστό κλασικιστή. Βλέποντας τον ασθενή του να βυθίζεται στον επιθανάτιο λήθαργο, άρχισε να του απαγγέλλει μια πινδαρική ωδή. Ο παππούς ξαναβρήκε τις αισθήσεις του και αποτελείωσε το χωρίο. Και μια λεπτομέρεια, που δεν είναι άνευ σημασίας. Γι’ αυτόν τον γιατρό, που έμελλε να γίνει αργότερα ο δεύτερος σύζυγος της μητέρας της, σημειώνει με αγάπη και θαυμασμό η Εύα: «Ήταν πέρα για πέρα ιδεαλιστής στην αφοσίωσή του στους φτωχούς, που δεν μπορούσαν να του πληρώσουν ούτε μία δεκάρα. Και ήταν αμετακίνητος στον κανόνα του να περιμένουν οι πλούσιοι ασθενείς τη σειρά τους στο γραφείο του, ανεξάρτητα από τα πλούτη τους και την κοινωνική τους θέση. Αν δύο ασθενείς τον καλούσαν ταυτόχρονα, προτιμούσε τον φτωχότερο…»8.
Στο σπίτι της, οι πρώτες αναμνήσεις της Εύας είναι συνυφασμένες με τη στιβαρή παρουσία του πατέρα της Courtland Palmer9 και τις συνεδριάσεις του «Ομίλου του 19ου αιώνα» (The Nineteenth Century Club), τον οποίο ο ίδιος είχε ιδρύσει (1883)10. Γιος πολύ ισχυρού οικονομικά επιχειρηματία, του επίσης Courtland Palmer11 (1800-1874), ο Courtland Palmer υιός, θα αναδειχθεί σε σημαίνουσα προσωπικότητα της εποχής του, ένα φιλοσοφημένο, ελεύθερο πνεύμα, που θα ενδύσει την εγγενή ανθρωπιστική του φύση με τις φιλοσοφικές ιδέες τού αμερικανικού υπερβατισμού-του Ralph Waldo Emerson και του Henry David Thoreau-και θα στρατευτεί σε μια ενεργό, παγκόσμια, πνευματική εκστρατεία συμφιλίωσης των αντιθέσεων μεταξύ λαών, κρατών, θρησκειών, με τελικό σκοπό την εμπέδωση της ειρήνης, την εκ νέου «ανακάλυψη» της ισορροπίας των φυσικών νόμων και την εναρμόνιση του ανθρώπου με τη φύση και το φυσικό μεγαλείο.
Η Εύα θα μεταφέρει χαρακτηριστικά στιγμιότυπα και ώριμες κρίσεις12 από τον βαθύ και γνήσιο ανθρωπισμό και την τιμιότητα στόχων του πατέρα της. «…Μέσα σε μια κοινωνία που είχε υψώσει αξεπέραστα εμπόδια μεταξύ διαφορετικών θρησκευτικών δογμάτων και πολιτικών πεποιθήσεων, και όπου ο κάθε πιστός άκουγε μόνο τους δικούς του ερμηνευτές, ο πατέρας μου ήθελε να προωθήσει ανοιχτό διάλογο μεταξύ των παρατάξεων. Υπήρχαν πολλών ειδών δόγματα και πολλών ειδών αντιθέσεις. Ο πατέρας μου το έκανε έργο ζωής να φέρνει σε επαφή τούς πιο διακεκριμένους εκπροσώπους αντιθέτων πλευρών σε διάφορα θέματα, για να ακούσει ο ένας τον άλλο μέσα σε μια ατμόσφαιρα πολιτισμένη. Για μένα ο πατέρας μου ήταν ένας ήρωας…»13 «Μόνο αυτό τον ενδιέφερε. Να καταφέρει να προβάλει την καλύτερη πλευρά των ανθρώπων και να την εκφράσει. Προκαλούσε την προθυμία και τον ενθουσιασμό των άλλων με αυτό που αποκαλούσαν ως τη διανοητική του απληστία ή την ιερή του φλόγα ή την καλοσύνη του»14.
Ο σπουδαίος Αγγλοαμερικανός φιλάνθρωπος Andrew Carnegy15, συνοδοιπόρος και ομοϊδεάτης του, τον είχε χαρακτηρίσει «Μια γενναία ψυχή, έντονη και αυθόρμητη…, που επιθυμούσε να απαλλαγεί από τα οικονομικά του πλεονεκτήματα έναντι των φτωχότερων συνανθρώπων του. Αισθανόταν βαθιά λυπημένος και με ένοχη συνείδηση, βλέποντας συνανθρώπους του να στερούνται ό,τι ο ίδιος άνετα μπορούσε να απολαύσει. Έβλεπε την ανάγκη, την άνιση κατανομή των αγαθών και ήθελε να ορμήσει μπροστά σαν τον Βούδα, να γιατρέψει όλα τ’ άδικα και να τα κάνει σωστά, με μια δραστική αλλαγή, μ’ ένα χτύπημα… Η ψυχή του φλεγόταν για το καλό της ανθρωπότητας»16.
Η έννοια της «ανθρωπότητας» και του «καλού της ανθρωπότητας» υπογραμμίζεται στην πολιτικοφιλοσοφική διάσταση της δράσης και το ιδεαλιστικό περιβάλλον της οικογένειας Πάλμερ, στον εσωτερικό οραματικό πλούτο που έφερε (ακαταστάλακτο, ίσως, σε συγκεκριμένη ιδεολογία, αλλά σαφώς με πολιτικό- σοσιαλιστικό, ανθρωπιστικό- προσανατολισμό, πολύ πέραν της φιλάνθρωπης χειρονομίας) και ανήσυχα σε κάθε περιβάλλον εναλλακτικής σκέψης επιζητούσε τη μορφοποίησή του σε πράξη ανώτερη για τους πολλούς. Κατά βάθος-και όπως επέπρωτο να εξελιχθεί η πνευματική πορεία της Εύας, μέχρι το τέλος της ζωής της-, η καλλιτεχνία έδεσε με έναν περισσότερο πολιτικό προσανατολισμό, ως δια-νόηση και ως πράξη.
Υπερβατική φιλοσοφία και κοινωνικά ιδεώδη στην Αμερική
Τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα-αρχές του εικοστού: Στον δυτικό κόσμο-και στην Αμερική- είναι η περίοδος ανάδυσης των κινημάτων αμφισβήτησης: των υλιστικών αξιών του βιομηχανικού πολιτισμού και της λογοκρατικής παράδοσης, που έρχεται από τον Διαφωτισμό και μετατρέπεται τώρα σε ορθολογικό εργαλείο εξ-υπηρέτησης του κέρδους, της παραγωγής και κατανάλωσης υλικών προϊόντων, της βίαιης αποκοπής του ανθρώπου από τη φύση και, συνακόλουθα, της αλλοτρίωσης των φυσικών ριζών του. Τα κινήματα αυτά αναφύονται στους κόλπους μιας ισχυρής αστικής τάξης και σε καλλιεργημένα κοινωνικά στρώματα ή σε συσσωματώσεις ατόμων που εκπροσωπούν και τα δύο: πλούτο και μόρφωση. Και που επιζητούν αυθεντικές εμπειρίες επιστροφής στην αγνότητα της φυσικής ζωής και της πολιτισμικής βίωσης παραδοσιακών μορφών ζωής και δημιουργίας, πέρα από τον εκμεταλλευτικό ορίζοντα των ανθρώπινων σχέσεων της σύγχρονής τους κοινωνίας. Ποια είναι ωστόσο τα κύρια φιλοσοφικά ερείσματα αυτών των κινημάτων;
Ο Αμερικανός δοκιμιογράφος και φιλόσοφος Ralph Waldo Emerson (1803-1882)17, θα εκφράσει τον φιλοσοφικό σκεπτικισμό της εποχής του και την εναγώνια αναζήτηση της ελεύθερης σκέψης. Εγκαταλείποντας αρχικά την εκπαιδευτική και εν συνεχεία την εκκλησιαστική του σταδιοδρομία, θα πραγματοποιήσει, τέλη του 1832, ένα εναγώνιο, λυτρωτικό ταξίδι αναζήτησης στην Ευρώπη, ταξίδι ψυχικής κάθαρσης έπειτα και από τον επώδυνο γι’ αυτόν θάνατο της συζύγου του Έλεν. Στο Παρίσι θα έχει μια βιωματική σχέση με τον αεί κινούμενο φυσικό κόσμο, στο Jardin des Plantes, όπου το Γραφείο Φυσικής Ιστορίας του Antoine Laurent de Jussieu παρουσίαζε μια σειρά από φυτά ταξινομημένα με βοτανική ταξινόμηση. Σ’ αυτή την οργανική παρέλαση είδε την ενότητα της ζωής, τη διασύνδεση και τον μετασχηματισμό-τη διαρκή μεταρρύθμιση για την οποία θα γράψει στο δοκίμιό του Άνθρωπος ο Μεταρρυθμιστής18. Οι σημειώσεις των συναρπαστικών εμπειριών του για μια φιλοσοφία της φύσης, θα αποτελέσουν, με την επιστροφή του στην Αμερική, το βασικό υλικό μιας σειράς διαλέξεων19 σχετικά με τις «Χρήσεις της φυσικής ιστορίας» και το «Νερό» στο Boston Society of Natural History. Και στη συνέχεια, τόσο το περιεχόμενο των διαλέξεων όσο και η ενδοσκοπική πνευματικότητα που βίωσε στη γαλλική πρωτεύουσα, θα δώσουν το θεμέλιο της φυσιοκρατικής φιλοσοφίας του, όπως οικοδομήθηκε στο πρώτο βιβλίο του με τον τίτλο Nature20.
Μεταξύ φιλοσοφικής-θρησκευτικής πραγματείας και ποιητικής ενόρασης, ο συγγραφέας θα αποκαλύψει στο έργο του τον κώδικα αποκρυπτογράφησης της φύσης, της οποίας οι νόμοι καθορίζουν τον σκοπό της ανθρώπινης εμπειρίας. Αυτή την αποκαλυπτική σχέση του με τη φύση θα την περιγράψει αρχικά ως ένα προσωπικό βίωμα, που τον ανύψωσε στον «άπειρο χώρο» και τον απάλλαξε από «κάθε κακό εγωισμό». Τότε αισθάνθηκε πως του άνοιξαν οι φυσικοί και πνευματικοί κόσμοι: «Γίνομαι ένα διάφανο μάτι. Είμαι ένα τίποτα, τα βλέπω όλα. Τα ρεύματα του Συμπαντικού Όντος κυκλοφορούν μέσα μου. Είμαι μέρος ή σωματίδιο του Θεού»21.
Η επιστημονική πρόοδος που είχε συντελεστεί ενίσχυσε την πίστη του στο ενιαίο του κόσμου (της δύναμης και της ενέργειάς του), ενώ η σπουδή της φύσης τον καθοδηγούσε στους υπερβατικούς νόμους που διέπουν την πνευματική και ηθική σφαίρα. «Κάθε φυσικό γεγονός είναι σύμβολο κάποιου πνευματικού γεγονότος»22.
Μετά την επιστροφή του από το ταξίδι αυτογνωσίας στην Ευρώπη, ο Emerson θα εγκατασταθεί στο Concord -χωριό που οι αντικομφορμιστές πρόγονοί του είχαν ιδρύσει-, όπου και θα οργανώσει το φιλοσοφικό κέντρο της Αμερικανικής Αναγέννησης23. Οι βασικές αρχές της φιλοσοφίας του: η εσωτερική συνοχή του σύμπαντος, η πληρότητα και η αρμονία του ατομικού πνεύματος, η συμβολική αντιστοιχία ανάμεσα σε φυσικούς και ηθικούς νόμους, αναπτύσσονται στο έργο του Η Φύση (1836). Τη μορφή Διακήρυξης της Διανοητικής Ανεξαρτησίας θα δώσει, με τις ίδιες αυτές ιδέες, σε παλλόμενη διάλεξη με θέμα: The American Scholar (Ο Αμερικανός Σπουδαστής) και μετά τη δίτομη έκδοση των Δοκιμίων του (1841, 1844)24, θα καθιερωθεί ως η δεσπόζουσα προσωπικότητα στους κύκλους της αμερικανικής διανόησης του 19ου αιώνα, εκφραστής των οραματισμών και των συλλογικών της προσδοκιών, ο μέγας ιερέας του υπερβατισμού, η φωνή μιας εποχής αυτογνωσίας και κοινωνικής αναμόρφωσης.
Για τον άνθρωπο επιφυλάσσει τον μαχητικό ρόλο του μεταρρυθμιστή, του εμφορούμενου από ελεύθερο, ανεξάρτητο πνεύμα, μέσω του οποίου θα εξυψώνεται, εγκαταλείποντας την ευτέλεια και τη δειλία, και θα επικοινωνεί γνήσια με τον πνευματικό κόσμο. «…δεν θα κρύψω την ελπίδα μου», θα πει στη φλογερή του διάλεξη στη Βιβλιοθήκη της Ένωσης Μαθητευόμενων Μηχανικών στη Βοστώνη (25 Ιανουαρίου 1841) «ότι ο καθένας από τους παρισταμένους έχει αισθανθεί μέσα του το κάλεσμα να αποβάλει όλες τις κακές συνήθειες, τις δειλίες και τους περιορισμούς του και να λάβει θέση στη ζωή ως ελεύθερος και χρήσιμος άνθρωπος, ως μεταρρυθμιστής, ως ευεργέτης, ο οποίος δεν θα ικανοποιείται περιφερόμενος απαρατήρητος μέσα στον κόσμο σαν υποτελής ή κατάσκοπος… αλλά θα πορεύεται σαν γενναίος και περήφανος άνθρωπος, που οφείλει να βρει και να χαράξει έναν ευθύ δρόμο προς κάθε τι το εξαιρετικό πάνω στη γη. Και που οφείλει όχι μόνο να πορεύεται ο ίδιος εν τιμή αλλά να διευκολύνει και όλους όσοι τον ακολουθούν, να πορεύονται εντίμως και επωφελώς»25. Ο Έμερσον ανάγει τη μεταρρύθμιση σε σκοπό ζωής του ανθρώπου26.
Καταδικάζοντας την κοινωνική ανισότητα που δημιουργεί η ιδιοκτησία-αρνούμενος επομένως και την ίδια την ιδιοκτησία-καθώς αυτή είναι το αποτέλεσμα μιας αήθους εμπορίας, που παρακάμπτει τον μόχθο και την ευγένεια της πρωτογενούς χειρωνακτικής εργασίας, θα καταλήξει στην αναγκαιότητα μέθεξης του καθενός σ’αυτή την εμπειρία: «Τέτοιου είδους σκέψεις έχουν στρέψει πολλούς φιλάνθρωπους και ευφυείς ανθρώπους στην απαίτηση να γίνει η χειρωνακτική εργασία μέρος της εκπαίδευσης κάθε νέου. Εάν ο πλούτος που συσσώρευσαν οι προηγούμενες γενεές αμαυρώθηκε κατ’αυτόν τον τρόπο, πρέπει… ν’αρχίσουμε να προβληματιζόμαστε μήπως θα ήταν ευγενέστερο να τον απαρνηθούμε και να εγκαθιδρύσουμε πρωτογενείς σχέσεις με τη γη και τη φύση και απέχοντας απ’ο,τιδήποτε ανέντιμο και βρώμικο, να αναλάβουμε όλοι μας γενναία, με τα ίδια μας τα χέρια, το μερίδιο που μας αναλογεί στη χειρωνακτική δουλειά του κόσμου»27.
Σ’αυτή την πρό(σ)κληση, τη γενικευμένη δηλαδή χρησιμοποίηση των ανθρώπινων χεριών για την ατομική παραγωγή των αναγκαίων προς το ζην αγαθών- την οποία θεωρεί μια ηθική επανάσταση- ο Emerson, αν και βλέπει τα προβλήματα που δημιουργούνται28 και τη δυσκολία να πεισθούν οι άνθρωποι να πισωγυρίσουν σε εποχές αυτάρκειας και στο αντικαταναλωτικό πνεύμα της αγροτικής ολιγάρκειας, εντούτοις αναγνωρίζει εκεί την εξισορρόπηση φύσης και πολιτισμού, και τη βάση για τα «υψηλότερα επιτεύγματά μας, για τις λεπτές απολαύσεις της ποίησης και της φιλοσοφίας»29. Τα τελευταία, που εντάσσονται στα πνευματικά μας αγαθά και που κινητοποιούν όλες τις ανώτερες πνευματικές λειτουργίες, θεωρεί ότι έχουν υποκατασταθεί στη συνείδηση των ανθρώπων από τα χρηστικά αγαθά, στο όνομα των οποίων και θυσιάζονται. Έχει ξεχάσει ο άνθρωπος εντελώς το λόγο της αρχικής τους χρησιμότητας, που είναι να τον βοηθούν στους σκοπούς του –στην επιδίωξη του έρωτα, τη βοήθεια προς τους φίλους του, τη λατρεία του Θεού του, την αύξηση των γνώσεών του, την υπηρεσία προς την πατρίδα του, τη συναισθηματική ικανοποίησή του. Και αυτός τώρα είναι ο αποκαλούμενος πλούσιος-ο δούλος και το εξάρτημα του πλούτου του». Γι’ αυτό λοιπόν-καταλήγει- «όλο το ενδιαφέρον της ιστορίας βρίσκεται στις τύχες των φτωχών. Η Γνώση, η Αρετή, η Δύναμη (της Ψυχής), είναι οι νίκες του ανθρώπου πάνω στις ανάγκες του, η πορεία του για να κυριαρχήσει στον κόσμο»30.
Στο ανατρεπτικό σαλόνι του Courtland Palmer
Οι τακτικές συγκεντρώσεις στο σαλόνι του Courtland Palmer, διανοουμένων, καλλιτεχνών, ποιητών, φιλοσόφων, επιστημόνων- εκπροσώπων μιας διανοούμενης elite -, είναι από τις πρώτες, ευφορικές αναμνήσεις της Εύας31. Σ’ αυτό το ανοιχτό, νεοϋορκέζικο σαλόνι φιλοξενείται με ένταση και ενθουσιασμό μια νέα «φιλοσοφία της ζωής», που διαμορφώνεται από τη δημιουργική συγχώνευση της νεο-ρομαντικής φιλοσοφίας των πεφωτισμένων εκπροσώπων της του 19ου αιώνα. Δεν επρόκειτο για κοσμικότητες ανθρώπων που συζητούν, διανοούνται και σχολιάζουν τα πράγματα του κόσμου. Οι αναμνήσεις της Εύας ζωντανεύουν το κλίμα των συγκεντρώσεων του πατέρα της, που αργότερα –και υπό την επήρεια των ιδεών του Emerson-θα έπαιρναν την οργανωμένη μορφή μιας πνευματικής, ακτιβιστικής δραστηριότητας, με πολιτική στόχευση, σε παγκόσμια κλίμακα. «Ήλπιζε να επιφέρει μια αμοιβαία κατανόηση ανάμεσα σε μικρές, εχθρικές ομάδες, ανάμεσα σε δόγματα χριστιανικά, αργότερα μεταξύ οικουμενικών θρησκειών, ανάμεσα σε πολιτικά κόμματα, αργότερα μεταξύ κρατών»32. Η συμπυκνωμένη ιδεολογία του νεοσυσταθέντος Ομίλου, μας παραπέμπει σε δύο βασικές έννοιες της πλατωνικής φιλοσοφίας: στην έννοια της σωκρατικής διαλεκτικής και στην ιδέα του αγαθού33.
Θα πρέπει να σημειωθεί η μακρά θητεία του Πάλμερ στη φιλοσοφία του Emerson και -μέσω αυτού- και στην πλατωνική φιλοσοφία. Ο Emerson στο δοκίμιό του για τον Πλάτωνα (Plato or The Philosopher)34, εκφράζεται ενθουσιαστικά για τη βαθύνοια του στοχασμού αλλά και τις λεπτές στρατηγικές του λόγου του Έλληνα φιλοσόφου, τον οποίο θεωρούσε ως τη «Φιλοσοφία καθαυτή», επειδή εκείνος θεωρούσε την Αρετή ως την υπέρτατη αρχή του σύμπαντος35. Αναγνωρίζει στον Πλάτωνα το ανώτατο εκείνο πνεύμα που εισέρχεται σε κάθε πολιτισμό και απασχολεί κάθε σχολή μάθησης, κάθε λάτρη της σκέψης, κάθε θρησκεία, κάθε ποιητή, καθιστώντας αδύνατη τη σκέψη, σε ορισμένα επίπεδα, παρά μόνο μέσω αυτού36. Με δέος απέναντι στην αέναη νεωτερικότητα του αρχαίου Έλληνα ποιητή και φιλοσόφου, και στον ακραίο μοντερνισμό του στυλ του, θα υποστηρίξει τον θεμελιώδη ρόλο του στη δομή της ευρωπαϊκής σκέψης, η οποία δεν κατάφερε έκτοτε να προσθέσει κανένα νέο στοιχείο37. Και θα θέσει ως μείζον πρόβλημα –απευθυνόμενος και στη δική του συμβολή για την απάντησή του: «Το πώς ο Πλάτων έγινε έτσι η Ευρώπη, και η φιλοσοφία, και σχεδόν η λογοτεχνία…»38.
Ο Henry David Thoreau (1817-1862), στενός φίλος και οπαδός του, ένας από τους βασικούς εκπροσώπους του Υπερβατισμού39, αναγνωρίζει στον Emerson τις αρετές που εκείνος θαύμαζε στον Πλάτωνα: «…Προσπαθεί να κατακτήσει μια θεία ζωή. Τα συναισθήματα και το πνεύμα του έχουν εξίσου αναπτυχθεί. Έχει προχωρήσει μακριά κι ένας νέος ορίζοντας του ανοίγεται. Η Αγάπη και η Φιλία, η Θρησκεία, η Ποίηση, η Αγιότητά του είναι γνωστές… Το Θείο στον άνθρωπο δεν έχει βρει αλλού πιο εύληπτη και μεθοδολογικά ξεχωριστή έκφραση. Η προσωπική του επιρροή πάνω στους νέους είναι μεγαλύτερη απ’ οποιουδήποτε άλλου. Στον κόσμο του, ο καθένας θα μπορούσε να είναι Ποιητής, η Αγάπη θα βασίλευε, η Ομορφιά θα είχε θέση, ο Άνθρωπος και η Φύση θα εναρμονίζονταν»40.
O Emerson διαμορφώνει τη φιλοσοφία του της αρμονικής κοινωνικής συνύπαρξης, στην αμοιβαιότητα της προσφοράς, και στην καλλιέργεια ενός αντικαταναλωτικού πνεύματος. στην άρνηση επομένως του αρπακτικού ατομισμού41 και στην ανάπτυξη μιας ηθικής έννοιας της κοινωνικότητας, βασιζόμενης στο αίσθημα της αλληλέγγυας συμβίωσης, μιμούμενος τη Φύση που συνέχει τα πάντα και κάθε στιγμή αυτορρυθμίζεται.
Αυτή η ίδια δυνατότητα αναδημιουργίας του ανθρώπου-στην επιδίωξη όσων είναι αληθινά γι’αυτόν-θα πρέπει στην πράξη να συμπεριλαμβάνει ολόκληρο τον κόσμο. Κατακτά έτσι η ανθρωπιστική σκέψη του Emerson την ολιστική διάσταση μιας οικοσοφίας, που επαφίεται αποκλειστικά στον άνθρωπο και στη σώφρονα «ορθολογικότητα». Η πίστη του στην άπειρη αξία του καθ-ενός ανθρώπου θεωρεί ότι είναι η δύναμη υπέρβασης όλων των εμποδίων. «Δεν συνιστά μήπως ύψιστο καθήκον το να τιμηθεί στο πρόσωπό μας ο άνθρωπος;»42 είναι το υψηλό ρητορικό του ερώτημα για την εσωτερίκευση της «φυσιοκρατικής ηθικής»43 του, επομένως και της εναντίωσής του στον επιθετικά αντικοινωνικό άνθρωπο του πλούτου-όπως τον ζει στην Αμερική44.
«Οφείλω να μην επιτρέψω σε κανέναν να αισθάνεται πλούσιος παρουσία μου επειδή κατέχει μεγάλες εκτάσεις γης. Οφείλω να τον κάνω να αντιληφθεί ότι μπορώ να κάνω και χωρίς τα πλούτη του, ότι δεν μπορεί να με εξαγοράσει… και ότι μολονότι είμαι εντελώς αδέκαρος… αυτός είναι ο φτωχός δίπλα μου»45.
Αυτή η συνειδητοποιημένη στάση ζωής συγκροτεί, αν και με πολλές παραλλαγές, αλλά από τον ίδιο κεντρικό ιδεολογικό πυρήνα αφορμώμενη, μιαν ανανεωμένη μορφή ιδεαλισμού, όχι μόνο ως θεωρητική σύλληψη αλλά και ως δυνατότητα μεταποίησής της σε πράξη. Από εδώ εκπηγάζει και η τάση διασύνδεσης της τέχνης με τη ζωή, ή πιο εύστοχα η βίωση της τέχνης ως πράξης του βίου. Η αποδομητική σκαπάνη της φιλοσοφίας του Νίτσε, που επιλεκτικά στα σημεία της θα εσωτερικευτεί ως η ακραία μορφή αποδόμησης του σεσηπότος αστικού πνεύματος, θα χρωματίσει, προσαρμοζόμενη, αυτή τη νέα «Φιλοσοφία της ζωής». Γι’αυτό η Εύα, υπηρετώντας μέσω της τέχνης του θεάτρου, της μουσικής, της λαϊκής δημιουργίας, αυτό το ιδεώδες, θα εντρυφήσει -και θα επανέρχεται σε όλη της τη ζωή- στη φιλοσοφία του Πλάτωνα, του Emerson και του Νίτσε46.
Το «ταξίδι» του Νίτσε στην Αμερική
Πώς όμως ο Νίτσε βρίσκεται να διαλέγεται με την ελιτίστικη αμερικανική αντίδραση απέναντι στην α-φυσική εξέλιξη του βιομηχανικού πολιτισμού, εκεί γύρω στα τέλη του 19ου και αρχές του εικοστού αιώνα; Μια απάντηση γενικότερη μπορεί να στεγάσουν οι πρωτεϊκές μεταμορφώσεις του Νίτσε, ώστε να αγκαλιάζει κάθε πνεύμα εξέγερσης και αντιδραστικής πρόσληψης ενός παρακμασμένου ή καταρρέοντος πολιτισμού, που μιλούσε ακόμα για ουμανιστικά ιδεώδη, ενώ στην πράξη υλοποιούσε την αποπροσωποποίηση και την απανθρωποποίηση των εργατικών τάξεων, μετατρέποντας την ίδια την «ηθική» σε μορφή ανηθικισμού47.
Πέρα από τη βολική για τον αποτρόπαιο ναζισμό θεώρηση της φιλοσοφίας του Νίτσε, που για δεκαετίες είχε μονοπωλήσει σχεδόν την “ανάγνωσή” του, μια κριτική στα επιμέρους σημεία και στις εννοιολογήσεις του σε συνάρτηση με τον λυρισμό και την προσωπική απελπισία του φιλοσόφου, μπορεί να προσφέρει μια πιο εντελεχή εικόνα και ερμηνεία της σπαρακτικής φωνής του: αυτής που εκτείνεται από τα προβλήματα της ύπαρξης μέχρι και κείνα της πολιτικής, της κοινωνίας, της τέχνης, διατρέχοντας την ανθρώπινη τέχνη και ύπαρξη μέσα από τη διαλεκτική του απολλώνιου και διονυσιακού στοιχείου. που διαπερνώντας τα ευρωπαϊκά σύνορα έρχεται στην Αμερική για να πάρει θέση στα κινήματα ανατρεπτικής σκέψης, που ο ίδιος με απόλυτο, ριζοσπαστικό τρόπο, εκφράζει.
Από αυτή την άποψη το έργο της Jennifer Ratner-Rosenhagen48, American Nietzsche A History of an Icon and his Ideas, προσφέρει μιαν ενδιαφέρουσα διαδρομή των ωσμώσεων ανάμεσα στην έκφραση της αμερικανικής αμφισβήτησης και στην πρόσληψη της νιτσεϊκής σκέψης, τη «μεγάλη ιστορία» της αμερικανικής υποδοχής τής φιλοσοφίας του Νίτσε. Η ερευνήτρια θα εγκύψει στη σωζόμενη βιβλιοθήκη του, και θα προσπαθήσει να ερμηνεύσει την πρόσληψη της σκέψης του Emerson από τον Γερμανό φιλόσοφο, αναγιγνώσκοντας τα σχόλια στα περιθώρια των βιβλίων του, την έκφραση των συναισθημάτων του και, στη συνέχεια, την ενσωμάτωση αποσπασμάτων μεταποιημένων ή προσαρμοσμένων στη δική του φιλοσοφία. Οι αναφορές του Νίτσε στον Αμερικανό φιλόσοφο σε ιδιωτικά-προσωπικά του κείμενα (επιστολές, χειρόγραφα) και τα εγκωμιαστικά του σχόλια, τεκμηριώνουν τη βαθιά σχέση του με τον Έμερσον. Το 1884, τον περιέγραψε ως «μια ένδοξη, μεγάλη φύση, πλούσια σε ψυχή και πνεύμα» και τον ανακήρυξε ως «τον συγγραφέα που υπήρξε ο πλουσιότερος σε ιδέες σε αυτόν τον αιώνα». Μελετητές του Νίτσε, όπως ο Charles Andler49, έχουν αναγνωρίσει τον Emerson ως ένα από τα πρότυπα του νιτσεϊκού Ζαρατούστρα.
Αλλά και πάλι τα πράγματα δεν καθίστανται περισσότερο καθαρά. Οι δύο φιλόσοφοι, όντας από εντελώς διαφορετικές πολιτισμικές πραγματικότητες, μορφοποιούν με τη σκέψη τους και δύο διαφορετικά διανοητικά σύμπαντα. Ο Emerson υπερβατικός, φυσιολάτρης, αφοσιωμένος της πίστης. Και ο Νίτσε; «Ένας εμπρηστικός εικονομάχος, Αντίχριστος», ένας από τους πρώιμους εκπροσώπους του υπαρξισμού. Ο πρώτος κηρύσσει την «αλήθεια» του για να σωθεί ο άνθρωπος, ο δεύτερος υψώνει την πελώρια σκαπάνη του και εκθεμελιώνει τον σύμπαντα κόσμο-πάλι για να απελευθερώσει τον άνθρωπο. Ποιο είναι το ενοποιητικό μεταξύ τους στοιχείο ή καλύτερα τι προσφέρει στα αγωνιώδη ερωτήματα του Νίτσε ο Emerson; Φιλόσοφος και ποιητής ο δεύτερος, έχει κατορθώσει να γεφυρώσει στοιχεία που αντιπαλαίουν ασυμφιλίωτα συνεχώς στη σκέψη του Νίτσε –όπως εκφράζεται στο The Gay Science:50η τέχνη και η φιλοσοφία, το διονυσιακό και το απολλώνιο, η τελική σύγκρουση Διονύσου και Εσταυρωμένου.
Η ανάγνωση των σημειώσεων και οι παρατηρήσεις του Νίτσε σε διάφορα χειρόγραφα, φαίνεται να ανακαλούν και να υπογραμμίζουν κάποια από τα ζητήματα που θέτει ο Emerson και τα οποία και ο Νίτσε πραγματεύεται, εντάσσοντάς τα ωστόσο σε διαφορετικά δια-νοητικά και εννοιολογικά πλαίσια: Πρόκειται για το θέμα της αυθεντικής ατομικότητας, όπως οικοδομείται στο δοκίμιο “Self-Reliance”51, για την ανησυχία του απέναντι στο φαινόμενο ανάδυσης των μαζών και απώλειας της ατομικότητας, την επικράτηση της μαζικής κουλτούρας: «Οι μάζες είναι αγενείς, ανάπηρες, ολέθριες στις απαιτήσεις και στην επιρροή τους και δεν χρειάζεται να κολακεύονται αλλά να μορφώνονται. Εύχομαι να μην τους παραχωρήσω τίποτα, αλλά να τις δαμάσω, να τις διαπεράσω, να τις ξεχωρίσω… και να ανασύρω άτομα απ’ αυτές»52. Η θεώρησή του ωστόσο ενέχει το ανθρώπινο στοιχείο της συγκατάβασης, της συμπόνιας και του οίκτου53.
Στο πλαίσιο ενός υπαρξιστικού ατομικισμού, ωστόσο, ο Νίτσε στήνει το δικό του μοντέλο της ατομικότητας, διακηρύσσοντας την απόλυτη περιφρόνησή του προς την αδυναμία συγκρότησης του υπερανθρώπου και την αποκρουστική συμμόρφωση στους νόμους της αγέλης. Ο Karl Diterich επισημαίνει τον τρόπο κατά τον οποίο διαφέρουν μεταξύ τους στην οριοθέτηση του υπερανθρώπου. Ο Emerson δεν έχει αυτό το ιδανικό του υπεράνθρωπου, αλλά της υπερψυχής (oversoul), εννοώντας όχι την υπερβούληση του ενός ανθρώπου, αλλά εκείνη την αόρατη οντότητα που εμψυχώνει τον κόσμο, εκείνη την κοσμογονική ψυχή, εκείνο το καθεαυτό, του οποίου η έκφραση είναι ο άνθρωπος54.
Το ερώτημα που συνέχει τα ανήσυχα-και με διαφορετικό ιδεολογικό-πολιτικό προσανατολισμό- πνεύματα στην Αμερική, στα τέλη του 19 ου αιώνα και αρχές του εικοστού, είναι αν η Αμερική, που ζει κάτω από την επήρεια του ευρωπαϊκού πολιτισμού, θα μπορούσε να εκσυγχρονιστεί και να αποκρούσει τις εξουθενωτικές δυνάμεις του καπιταλισμού και της μαζοποίησης. Σε όλες τις κατευθύνσεις της σκέψης, ο Νίτσε προσφέρει το μοντέλο του αρνητή κάθε κατεστημένου θεσμού, την εκθεμελίωση σαθρών αξιών και την ευφορικότητα μιας νέας, ανθρώπινης υπερβούλησης. Ο Νίτσε προβάλλει στα μάτια τους «λιγότερο ως άνθρωπος και περισσότερο ως γεγονός-ένα αναμφισβήτητα ευρωπαϊκό γεγονός που προσδοκούσαν να το μεταφυτεύσουν στη χώρα τους»55.
Η Γέννηση της τραγωδίας και η Εύα
Πέρα από το ψυχαναλυτικό ενδιαφέρον των αναθεωρητικών προσεγγίσεων του Νίτσε, και την απενοχοποιημένη ανάγνωσή του, η επίδρασή του στη διαμόρφωση της άποψης της Εύας για τη λειτουργικότητα του παρελθόντος θα είναι σημαντική, καθώς ο Νίτσε, σε πρώιμες σκέψεις του, ασκούσε κριτική στην υπερβολική ιστορικοποίηση της εποχής του, καλώντας τους συγχρόνους του να αναλάβουν δράση «ενάντια στην εποχή μας, δρώντας στην εποχή μας και, ας ελπίσουμε, προς όφελος της εποχής μας»56. Αυτοί οι στοχασμοί του Νίτσε, μπορούν να ανιχνευτούν στην «αναχρονιστική προσέγγιση» της Πάλμερ της κληρονομιάς του παρελθόντος και του πάθους της για τη λειτουργική αναβίωσή του. «Για την Εύα», θα γράψει η Λεοντή, «ανάστροφα προς το ρεύμα σήμαινε την ανίχνευση νέων μορφών μέσα από υπάρχουσες μεθόδους και την παρακολούθηση των ιχνών τους προς τα πίσω μέσω της σύγκρισης τρεχουσών και πρόσφατων πρακτικών με τις αρχαίες πηγές». Πίστευε ωστόσο η Εύα ότι «δεν θα κατορθώσουμε να αποκαταστήσουμε μια αρχαία τέχνη με αρχαιολογικό τρόπο», γιατί η ανάκτηση του παρελθόντος στηρίζεται σε σύγχρονες ανάγκες, στις οποίες ανήκει και η αναζωογόνηση των παραδόσεων. Από τον αρχαίο κόσμο θα μπορούσε να εκπηδήσει μια νέα αιτούμενη «μορφή καθαυτήν»57.
Αυτή την αιτούμενη «μορφή καθαυτήν» αναζητούσε η Εύα μέσα στο αρχαίο δράμα. Και η νιτσεϊκή θεώρηση της τραγωδίας θα είναι η καλλιτεχνική της ταύτιση με τις ιδέες που αναπτύσσει ο Νίτσε στο έργο του Η γέννηση της τραγωδίας58. Όταν με αφορμή την ασθένεια και την παραμονή της σε νοσοκομείο ξαναπιάνει στα χέρια της με συγκίνηση Η Γέννηση της τραγωδίας, με κριτική ματιά πλέον, αναζητά τη γοητεία που είχε ασκήσει πάνω της:
«Αγωνιούσα να διαπιστώσω γιατί με είχε τόσο πολύ απασχολήσει το βιβλίο αυτό πριν από χρόνια. κι αν στο διάστημα που μεσολάβησε η προσέγγισή μου στην ελληνική τραγωδία είχε ξεφουσκώσει την αληθοφάνεια της νιτσεϊκής γοητείας ή αν μπορούσε ακόμα να με συνεπάρει ο δυνατός επαναστατικός άνεμος εκείνου που ο Νίτσε είχε αποκαλέσει «το μεταφυσικό θαύμα της ελληνικής βούλησης… Εγώ βρήκα εδώ τον μοναδικό Ευρωπαίο που το ένστικτό του τον εκτόξευσε με την ορμή του αληθινού χορευτή κοντά στην καρδιά του ελληνικού θαύματος»59.
Στην κριτική της η Εύα επισημαίνει ότι το κορυφαίο στοιχείο της νιτσεϊκής συνεισφοράς στη γένεση του αρχαίου δράματος, υπήρξε η από ένστικτο βεβαιότητά του πως οι Έλληνες ήταν μεγάλοι μουσικοί, και έτσι με ένα υπέροχο σκίρτημα καθαρής διαίσθησης διατύπωσε εκείνη την καταπληκτική φράση ότι «η τραγωδία ξεπήδησε από την ιδιομορφία της μουσικής» και ότι « ήταν στην αρχή της, Χορός και μόνο Χορός»60. Σχολιάζοντας την αναντιστοιχία της πολυφωνικής μουσικής εμπειρίας του Νίτσε με την εικονοποιΐα της ένθεης μανίας του θεού Διονύσου και την παράκαμψη της ερώτησης ποια ήταν αυτή η μουσική από την οποία ξεπήδησε η τραγωδία, η Εύα παρατηρεί: «Ο Νίτσε ήταν ο πρώτος που συνειδητοποίησε ότι οι Έλληνες ήσαν μεγάλοι μουσικοί. Δεν είχε κανένα άλλο στοιχείο παρά το ότι ο Χορός προηγήθηκε της τραγωδίας. Δεν γνώριζε τίποτα για το τεχνικό μέρος της ελληνικής μουσικής… Μουσική γι’αυτόν σήμαινε πολυφωνική μουσική. Παρόλα αυτά εκείνος επιχείρησε το αδύνατο… Πίστεψε με πάθος στην ελληνική τραγωδία, ανακάλυψε την αλήθεια ότι η Διονυσιακή μουσική ήταν πραγματικά ο εραστής που έφερε την ελληνική τέχνη στο αποκορύφωμά της, αλλά ποτέ δεν φαντάστηκε το Απολλώνιο μυστικό ότι στην καρδιά αυτής της τέχνης βρισκόταν η ποίηση. Αργότερα το ένιωσε, αλλά μόνο μερικώς»61.
Η κριτική της Εύας Πάλμερ είναι αδιαμφισβήτητα προϊόν εντελεχούς και συστηματικής ερευνητικής προσπάθειας χρόνων πάνω στην αρχαία και τη σύγχρονη ελληνική μουσική. Το ίδιο αδιαμφισβήτητη είναι όμως και η καλλιτεχνική διάσταση της προσωπικότητάς της. Είναι σίγουρα μια καλλιτέχνις η Εύα Πάλμερ. Το βλέμμα της, η εσωτερική της προδιάθεση, η σπουδή της στο ωραίο-και το κοινωνικά ωραίο-, ο κύκλος του σπιτιού της αλλά και στη συνέχεια οι εκκεντρικές, καλλιτεχνικές, κοινωνικές της σχέσεις την απομακρύνουν από την εισβολή του μαζικού και του αγοραίου και την εγκαθιστούν κυριολεκτικά στην «πατρίδα» τού φιλοσοφικά ωραίου: ενώνοντας-τι παράξενο- τον νεο-κλασικισμό με τον νεο-ρομαντισμό της επανάστασής της. Η καλλιτεχνική της ευαισθησία εκδηλώνεται ως τέχνη, ως επιστήμη (με την ευρύτερη, αρχαιοελληνική σημασία), ως διανόηση. Το στοιχείο της συγκίνησης και του ενθουσιασμού κατευνάζεται από μια δύναμη στοχασμού που μετακινεί την τέχνη προς τη ζωή και τη ζωή προς την τέχνη, συναιρώντας μέσα της, τέχνη, επιστήμη, διανόηση: για να πλάσει τη «μορφή καθαυτήν», προσφορά στην εκμηχανισμένη εποχή της. Από την κλασική Ελλάδα: η μαγιά που θα κρατήσει για να σμιλέψει το ιδεώδες της θα είναι «η σημασία και η αξιοπρέπεια της ανθρώπινης ατομικότητας», το θάρρος των Ελλήνων να διδάσκουν τους ανθρώπους να σκέφτονται και να δρουν σαν άτομα62. Και από τον λαϊκό πολιτισμό, που τον ζει συγχρονικά και τον διδάσκεται ως πράξη συλλογικότητας: η δημιουργική κοινωνικότητα, που συνεγείρει πρακτική και νοητική δραστηριότητα σε εναρμονισμένο συν-αισθηματικό γεγονός63.
Παρίσι: Η Εύα στον κύκλο των Σαπφιστριών
Είναι γεγονός ότι η Εύα Πάλμερ, πριν από τη συνάντησή της με τον μεγάλο Έλληνα ποιητή, που θα εμβολιάσει τον καλλιτεχνικό της οίστρο με τα νοήματα της προσωπικής του διανοητικής και φιλοσοφικής σύλληψης, θα εσωτερικεύσει και θα βιώσει ως πράξη την ανατρεπτική επανάσταση της πρώτης νεότητάς της στον κύκλο της Νάταλι Μπάρνεϋ64 και της Ρενέ Βιβιέν65, ανάμεσα στο Μπαρ Χάρμπορ και στο Παρίσι, όπου όλες οι συμμετέχουσες, έχοντας εντρυφήσει στα λυρικά σπαράγματα της Σαπφούς, θα «παίξουν» -και θεατρικά-τον ρόλο των Σαπφιστριών: εκλεκτών μελών της λογοτεχνικής υποκουλτούρας, που με ορμητήριο το Παρίσι έχουν δημιουργήσει ένα φεμινιστικό, καλλιτεχνικό κίνημα οπαδών του ομόφυλου σαπφικού έρωτα66.
Η Άρτεμις Λεοντή έχει πραγματοποιήσει σημαντική έρευνα, ιχνηλατώντας την καλλιτεχνική και ερωτική ζωή της Εύας στον κύκλο των Σαπφιστριών, «στο κέντρο μιας επανάστασης στις παραστατικές τέχνες, η οποία μετέτρεψε τη Σαπφώ σε καλτ φιγούρα και συνέβαλε στην επαναξιολόγηση του αρχαιοελληνικού παρελθόντος από την οπτική γωνία της ομοφυλοφιλίας»67. Η έρευνα της Λεοντή φωτίζει μια αποσιωπημένη ως ταμπού πτυχή της πρώιμης ζωής της Εύας, που προκαλεί συσχετισμούς και συγκρίσεις με τη σύγχρονη ανα- θεώρηση των έμφυλων ταυτοτήτων. Αλλά προπάντων η συγγραφέας θέτει στον εαυτό της το ερευνητικό ερώτημα: πώς οι «προάγωνες» στις καλλιτεχνικές δραστηριότητες (αρχαίο θέατρο, χορός, βυζαντινή μουσική, λαϊκή τέχνη, ελληνική ενδυμασία)- η ελληνικότητα δηλαδή- στο παραπάνω ομόφυλο φεμινιστικό κίνημα θα διασυνδεθούν και θα καρποφορήσουν στο σικελιανικό όραμα, με τη διοργάνωση των δύο Δελφικών Γιορτών. Πρόκειται αναμφισβήτητα για μια μετάβαση, μια μεταλλαγή ωριμότητας, όπου οι πολιτισμικές, ιδεολογικές, καλλιτεχνικές εμπειρίες και δεξιότητες της Εύας θα συστεγαστούν σε μιαν οραματική ιδέα, που δεν είναι άμοιρη κοινωνικών και πολιτικών προεκτάσεων. Η επανάσταση της Εύας, μετά τη γνωριμία, τον θαυμασμό και τον έρωτά της για τον Άγγελο Σικελιανό και οπωσδήποτε την πνευματική τους συμβατότητα, θα μετακινηθεί-οριστικά μάλλον-από το πεδίο του φύλου στο κοινωνικό και φιλοσοφικό πεδίο, μέσω της τέχνης.
[ Συνεχίζεται ]
Ενδεικτική βιβλιογραφία Α’ Μέρους
Σημειώσεις
- Βλ. The New York Times, September 10, 1907. ↩︎
- To Bar Harbor, γνωστό θέρετρο στο Mount Desert Island, στο Maine των Ηνωμένων Πολιτειών. Υπήρξε διαχρονικά δημοφιλής τουριστικός προορισμός για εύπορους Αμερικανούς. Εκεί παραθέριζε και η οικογένεια Palmer, εκεί και η Εύα αργότερα με τον κύκλο τής Νάταλι Κλίφορντ, με την ομάδα της οποίας το καλοκαίρι του 1900, σχεδίαζαν μια σειρά σαπφικών παραστάσεων. ↩︎
- Οι επιδράσεις που δέχτηκε ο Σικελιανός από τον ευρωπαϊκό χώρο, προέρχονται από στοχαστές που απομακρύνονταν από τη λογοκρατία του Διαφωτισμού και κήρυτταν το βίωμα ως πηγή της αλήθειας. Ανάμεσά τους ο Νίτσε, ο Ανρί Μπερξόν, ο Ουΐλιαμ Τζαίημς, ο Εδουάρδος Συρέ. Λογοτέχνες που είχαν ενστερνιστεί τις ιδέες τους ήταν ο Πωλ Κλωντέλ, ο Γαβριήλ Ντ’αννούντσιο, ο Μωρίς Μπαρρές· και οι Έλληνες Νίκος Καζαντζάκης, Άγγελος Σικελιανός, Κώστας Βάρναλης. (Βλ. σχετικά, Παντελής Πρεβελάκης, Ο Αλαφροΐσκιωτος – Επιμνημόσυνος λόγος για τα τριάντα χρόνια από τον θάνατο του Άγγελου Σικελιανού, Ψηφιακό Αποθετήριο της Ακαδημίας Αθηνών, 1981 (https://digitallibrary.academyofathens.gr/archive/item/14927?lang=el πρόσβαση Ιούνιος 2022). ↩︎
- Είναι γνωστό ότι ο Πλάτων είχε επιχειρήσει να εφαρμόσει τις πολιτικές του ιδέες στις Συρακούσες, όπου είχε πραγματοποιήσει τρία άγονα ταξίδια, φιλοξενούμενος στην αυλή του τυράννου Διονυσίου Α΄ και έπειτα του γιου του, Διονύσιου Β΄. ↩︎
- Βλ. Εύα Πάλμερ-Σικελιανού, Ιερός Πανικός, Εισαγωγή-μετάφραση-σχόλια: John P. Anton, εκδ. Εξάντας, Αθήνα 1992, σ. 76-80. ↩︎
- Βλ. Εύα Πάλμερ-Σικελιανού, ό.π., σ. 25. ↩︎
- Ο Αμερικανός Robert Abbe (1851-1928), υπήρξε σημαντική προσωπικότητα στον χώρο της ιατρικής. Χειρουργός και πρωτοπόρος ακτινολόγος στη Νέα Υόρκη. Γνωστός περισσότερο ως πλαστικός χειρουργός. Φίλος του ζεύγους Κιουρί, ερεύνησε τις χρήσεις των ακτίνων Χ και της ακτινοβολίας, ενώ εισήγαγε στην Αμερική την πρακτική της χρήσης τους για τη θεραπεία του καρκίνου. Αγαπημένος τόπος διακοπών του, το Bar Harbor, άρχισε τη συλλογή του αρχαιολογικού υλικού ιθαγενών Αμερικανών και με τη βοήθεια φίλων πραγματοποιήθηκε το 1928, το όνειρό του – αλίμονο, πέντε μόνο μήνες μετά τον θάνατό του (7 Μαρτίου 1928): η ίδρυση ενός μουσείου που στέγασε τη συλλογή του. Ο Robert Abbe θα γίνει ο δεύτερος σύζυγος της μητέρας τής Εύας Πάλμερ. (Βλ. Εύα Πάλμερ-Σικελιανού, Ιερός Πανικός, Εισαγωγή-Μετάφραση-Σημειώσεις John P. Anton, επιμέλεια Θανάσης Α. Βασιλείου, εκδ. Μίλητος, Αθήνα χ.χ., σ. 81-84. ↩︎
- Εύα Πάλμπερ-Σικελιανού, ό.π., σ. 82. ↩︎
- Στον πατέρα της η Εύα αφιερώνει το πρώτο κεφάλαιο στον Ιερό Πανικό, με τίτλο: Ο πατέρας μου. Βλ. Εύα Πάλμερ-Σικελιανού, ό.π., σ. 49-60. ↩︎
- Οι New York Times, με άρθρο τους στο φύλλο της 10ης Ιανουαρίου 1883, αναφέρονται περιγραφικά στο θέμα, στο πεδίο δράσης και στους σκοπούς του “Nineteenth Century Club“, που παρουσιάστηκαν από τον ιδρυτή του Courtland Palmer σε διάλεξη που έδωσε στο σπίτι του. Ήταν η πρώτη αναγγελία ίδρυσης του «Ομίλου του 19ου αιώνα», μια Λέσχη που είχε σκοπό να προωθήσει την ελεύθερη σκέψη, με πρώτο πρόεδρο τον ιδρυτή της Courtland Palmer. Έχοντας απορρίψει από νεαρή ηλικία την οικογενειακή θρησκευτική παράδοση, αποδύθηκε σε μια υπεράνθρωπη προσπάθεια να καθιερώσει στη Ν. Υόρκη –και από εκεί ευρύτερα στον ευρωπαϊκό χώρο– ένα είδος διαλόγου-μοντέλου για την ειρηνική επίλυση διαφορών. Μετά τον θάνατο του Courtland Palmer από περιτονίτιδα, στις 23 Ιουλίου 1888, σε ηλικία 45 ετών, η εφημερίδα New York Sun θα γράψει στη νεκρολογία της γι’αυτόν: «…Έβαλε ανθρώπους να σκέφτονται και να συζητούν για ηθικά και θρησκευτικά ζητήματα, τα οποία δεν είχαν μέχρι τότε τολμήσει ν’ αγγίξουν, και τους έφερνε σε επαφή με απόψεις που τους προκαλούσαν ανησυχία και τις θεωρούσαν ηθικά δηλητηριώδεις και ψυχοφθόρες. Τα τελευταία λόγια του προς την οικογένειά του ήταν: «Θέλω να πείτε όλοι σε όλο τον κόσμο ότι είδατε έναν Ελεύθερα Σκεπτόμενο άνθρωπο να πεθαίνει χωρίς τον έσχατο φόβο για το τι μπορεί να είναι το επέκεινα». Και ο Robert G. Ingersoll (1833-1899), ο
«γίγας της αμερικανικής Ελεύθερης Σκέψης και ένας από τους μεγαλύτερους ρήτορες της Αμερικής», θα γράψει για τον C. Palmer, στη Λέσχη του οποίου συμμετείχε ενεργά: «Ερεύνησε μόνος του τα ερωτήματα, τα προβλήματα και τα μυστήρια της ζωής… Πίστευε στην πνευματική φιλοξενία, στη δίκαιη ανταλλαγή σκέψεων, στους καλούς ψυχικούς τρόπους, στην άνεση της ψυχής, στον ιπποτισμό της συζήτησης. Πίστευε στην ηθική του χρήσιμου, ότι οι αρετές είναι οι φίλοι της ανθρωπότητας, οι σπόροι της χαράς. Έζησε και εργάστηκε για τους συνανθρώπους του». (Βλ. PS.P. Putnam, Four Hundred Years of Freethought, Truth Seeker, 1894). ↩︎ - Ο Courtland Palmer (1800-1874), παππούς της Εύας, γεννήθηκε στο Stonington του Connecticut. Έλαβε τη συνήθη σχολική εκπαίδευση και σε νεαρή ηλικία μετακινήθηκε στη Νέα Υόρκη, όπου ασχολήθηκε με επιχειρήσεις υλικών και γρήγορα απέκτησε μεγάλη περιουσία. Με την οικονομική κρίση του 1837 καταστράφηκε η επιχείρησή του, αλλά το μικρό κεφάλαιο που του είχε απομείνει, το επένδυσε σε ακίνητα, με αποτέλεσμα, εξ αιτίας της αξίας που αυτά πήραν αργότερα, τη στιγμή του θανάτου του να συμπεριλαμβάνεται στους πλούσιους ανθρώπους της Ν. Υόρκης. Για πολλά χρόνια υπήρξε πρόεδρος της εταιρείας Σιδηροδρόμων Providence και Stonington, ένας από τους ιδρυτές της εταιρείας Ασφαλών Καταθέσεων της Ν. Υόρκης και διευθυντής σε πολλές επιχειρηματικές εταιρείες. Είχε παντρευτεί την Eliza Rathbone Thurston στο Connecticut, το 1820 περίπου, και απέκτησε 6 παιδιά. ↩︎
- Εύα Πάλμερ-Σικελιανού, ό.π., σ. 49-60. ↩︎
- Ό.π., σ. 50. ↩︎
- Ό.π., σ. 59. ↩︎
- Ο Andrew Carnegie (1835-1919), Σκωτσέζος, μετανάστης στις ΗΠΑ. Ηγήθηκε της επέκτασης της αμερικανικής χαλυβουργίας στα τέλη του 19ου αιώνα και έγινε ένας από τους πλουσιότερους Αμερικανούς στην ιστορία, αλλά και μέγας φιλάνθρωπος στις ΗΠΑ, τη Μεγάλη Βρετανία και τη Βρετανική Αυτοκρατορία. Κατά τα τελευταία 18 χρόνια της ζωής του πρόσφερε το 90% περίπου της τεράστιας περιουσίας του σε φιλανθρωπικά ιδρύματα και πανεπιστήμια, σύμφωνα με το άρθρο του Wealth το 1889 και αργότερα The Gospel of Wealth – Το Ευαγγέλιο του Πλούτου. Με την ιδιότητα του «ριζοσπαστικού φιλάνθρωπου» μετέχει ως εξέχον μέλος στον «Όμιλο του 19ου αιώνα» του Courtlandt Palmer. (Για τη φιλοσοφία και τις πολιτικές απόψεις του A. Carnegie, βλ. Andrew Carnegie, The Gospel of Wealth and other Timely Essays, Secant Publishing, 4 Μαρτίου 2018· για τη ζωή του, The Autobiography of Andrew Carnegie and The Gospel of Wealth, Signet Classics, Νοέμβριος 2006). ↩︎
- Εύα Πάλμερ-Σικελιανού, ό.π., σ. 60. Η γνησιότητα των προθέσεων του Courtlandt Palmer και το πάθος του να αγωνιστεί για τους ασθενέστερους κοινωνικά και την ανθρώπινη αλληλεγγύη, ήταν το στοιχείο που προκάλεσε τη συσπείρωση γύρω από τον Όμιλο τόσων προσωπικοτήτων, εντελώς διαφορετικών μεταξύ τους, επιστημόνων, διανοούμενων, ιερωμένων διαφορετικών δογμάτων, φιλάνθρωπων…, με σημείο σύγκλισης τις ιδέες του. (Εύα Πάλμερ-Σικελιανού, ό.π., σ. 59). ↩︎
- Για τη ζωή και τη φιλοσοφία του Emerson, βλ. Jean CcClure Mudge (dir.), Mr. Emerson’s Revolution, Open Book Publishers, Cambridge, 2016. ↩︎
- R.W. Emerson, Άνθρωπος ο μεταρρυθμιστής, Ροές, Αθήνα 2001. ↩︎
- Stephen F. Whicher (ed.), Early Lectures of Ralph Waldo Emerson, vol. I: 1833-1836, Harvard University Press, 1959. ↩︎
- Ralph W. Emerson, «Η φύση, μτφρ. Ελένη Παπαντωνίου», Το Ποντίκι, 1η έκδοση, Αθήνα 2009. Ανάλογη εμπειρία επαφής με τη φύση, περιγράφει ο Σικελιανός στους πρώτους στίχους του Αλαφροΐσκιωτου, και ολόκληρη η σύνθεση του ποιήματος βρίσκεται υπό την επήρεια αυτής της βιωμένης εμπειρίας. ↩︎
- Stephen F. Whicher (ed.), Early Lectures of Ralph Waldo Emerson, vol. I: 1833-1836, Harvard University Press, 1959. ↩︎
- Βλ. Jean McClure, Introduction: Emerson as Spiritual and Social Revolutionary, in Mr. Emerson’s Revolution, Open Book Publishers, 2015, p. XIII-XXIV. ↩︎
- Η Αμερικανική Αναγέννηση ήταν η παραγωγικότερη πνευματικά περίοδος στην αμερικανική λογοτεχνική ιστορία, μεταξύ 1830-1865, όπου η αμερικανική λογοτεχνία ενηλικιώθηκε ως έκφραση εθνικού πνεύματος στον απόηχο του ρομαντισμού. Ο R.W. Emerson ήταν ο συγγραφέας και φιλόσοφος, ο οποίος εκπροσωπώντας τους Υπερβατιστές, και με επίκεντρο το Concord της Μασαχουσέτης, και σε στενή συνεργασία με τους Χένρι Ντέιβιντ Θορώ, Μπρόνσον Άλκοτ, Τζορτζ Ρίπλεϊ και Μάργκαρετ Φούλερ θα συμβάλουν στη δημιουργία ενός νέου εθνικού πολιτισμού, βασισμένου σε εγγενή στοιχεία. Προωθήθηκαν νέες αξίες – όπως η εναντίωση στον θεσμό της δουλείας, η απελευθέρωση των γυναικών, η απελευθέρωση του ατόμου και η ανάδειξη της δυναμικής του, η θρησκευτική ελευθερία. Δημιουργήθηκαν πειραματικά διάφορες ουτοπικές κοινότητες όπως η Φάρμα Μπρουκ , ένα βραχύβιο ουτοπικό πείραμα στην κοινοτική ζωή (1841- 1847), που οργανώθηκε από τον υπερβατιστή Τζορτζ Ρίπλεϊ. ↩︎
- Βλ. Stanley Geist, «Η ζωή και το έργο του Έμερσον», στο: R.W. Emerson, Άνθρωπος ο Μεταρρυθμιστής, μτφρ. Σπύρος Δενδρινός, επιμέλεια Μαρία Ζ. Παπαδοπούλου, εκδ. Ροές, Αθήνα 2001, σ. 11. Μεταφρασμένα στην ελληνική γλώσσα τα Δοκίμια του Emerson,τ. Α΄ και Β΄, επιμ. Λιάνα Σακελλίου-Schultz, πρόλογος και μετφρ. Ι. Ζερβός, Gutenberg, Αθήνα χ.χ. ↩︎
- R.W. Emerson, Άνθρωπος ο Μεταρρυθμιστής, ό.π., σ. 17. ↩︎
- Ό.π., σ. 46-47. ↩︎
- Ό.π., σ. 27. ↩︎
- Ό.π., σ. 27-28. ↩︎
- Ό.π., σ. 29-30. Γράφει χαρακτηριστικά σχετικά με τα οικονομικά πλεονεκτήματα της χειρωνακτικής παραγωγής: «Η χειρωνακτική εργασία είναι μελέτη του εξωτερικού κόσμου. Το όφελος από τον πλούτο το καρπούται εκείνος που τον δημιουργεί, όχι ο κληρονόμος του. Όταν πηγαίνω με το τσαπί στον κήπο μου για ν’ ανοίξω ένα αυλάκι αισθάνομαι τέτοια αγαλλίαση και υγεία, ώστε ανακαλύπτω ότι έκλεβα τον εαυτό μου όλον αυτόν τον καιρό που άφηνα άλλους να κάνουν ό,τι θα έπρεπε να είχα κάνει με τα ίδια μου τα χέρια». (Ό.π., σ. 30). Εδώ ο Έμερσον προοικονομεί μια έννοια υπεραξίας, όπως θα την θέσει ο Μαρξ στα πλαίσια της εκμεταλλευτικής λειτουργίας του καπιταλιστικού συστήματος παραγωγής. (Βλ. Αποστόλης Α. Δεδουσόπουλος,
«Παραγωγική και μη παραγωγική εργασία στον Μαρξ: μια ερμηνεία», Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών, 51, 3-34, 1983. Για μια θεώρηση της φιλοσοφίας του Emerson, βλ. David Justin Hodge,
«Reforming Emerson: A Review of Recent Scholarship», Transaction of the Charles S. Peirce Society, vol. 37, no. 4, 2001, p. 537-553. Στην αλλαγή κάθε εποχής και την υπερανάπτυξη της τεχνολογίας με όλα τα παρεπόμενα στον ψυχισμό των ανθρώπων φαίνεται ότι η σκέψη του Emerson αποχτάει ανανεούμενο ενδιαφέρον. Έτσι, σχετικά πρόσφατα, οι συλλογικοί τόμοι: Emerson for the Twenty First Century Global Perspectives on an American Icon (ed. Barry Tharaud) 2010 και Ralph Waldo Emerson in Context (2014), (ed. Wesley T. Mott), αναζωογονούν τον διάλογο πάνω στην πολυσυλλεκτική φιλοσοφία και την ακτιβιστική του δράση και αναγεννούν τη σημασία της για τον 21ο αιώνα. Για μια κριτική της φιλοσοφίας του Emerson, βλ. Gregory Garvey (ed.), The Emerson Dilemma – Essays on Emerson and Social Reform, University of Georgia Press, 2001. Το “δίλημμα” του Έμερσον είναι η σύγκρουση ανάμεσα στον μοναχικό στοχαστή και τον εξωστρεφή κοινωνικό μεταρρυθμιστή. ↩︎ - R.W. Emerson, Άνθρωπος ο Μεταρρυθμιστής, ό.π., σ. 34. ↩︎
- Εύα Πάλμερ-Σικελιανού, Ιερός Πανικός, Εισαγωγή-μετάφραση-σημειώσεις John P. Anton, εκδ. Μίλητος, σ. 50. ↩︎
- Ό.π., σ.51. ↩︎
- Εύα Πάλμερ-Σικελιανού, ό.π., σ. 51-52. ↩︎
- R.W. Emerson, «Plato, or the Philosopher», στο: Edna H.L. Purpin (ed.), Essays of Ralph Waldo Emerson, Lector House, 2016 και R.W. Emerson, Δοκίμια, τ. Α΄. Για την αφοσίωση του Emerson στην πλατωνική σκέψη και στην πλατωνική διαλεκτική, βλ. Jesse Bailey, «Emerson on Plato: “Literary Philosophy, Dialectic, and the Temporality of Thought”», Humanitas, vol. XXIX, No 1 and 2, 2016, p. 79-96. ↩︎
- R.W. Emerson, Δοκίμια, τ. Α’, ό.π., σ. 32. ↩︎
- R.W. Emerson, Δοκίμια, τ. Β’, ό.π., σ. 389. ↩︎
- Ό.π., σ. 393. ↩︎
- Βλ. David Μ. Robinson, Emerson and the Conduct of Life: Pragmatism and Ethical Purpose of the Later Work, Cambridge University Press, Cambridge 2009. «O Πλάτων και ο Emerson», θα παρατηρήσει ο Jesse Bailey, «ήθελαν να γράψουν για την αιωνιότητα, για άτομα διαφορετικών επιπέδων, διαφορετικών ποιοτήτων και διαφορετικών φάσεων της ζωής. Επομένως το έργο τους δεν μπορεί απλώς να εκληφθεί ως σύνολο “αληθινών” προτάσεων που πρέπει να απομνημονευτούν. Επιδίωκαν να μας παρασύρουν σε έναν χώρο σκέψης, που χαρακτηρίζεται από τη διττή φύση της μόνιμης βάσης της σκέψης και της ζωής». Και καταλήγει ο Bailey: «Αυτή είναι η ιδιοφυΐα που σηματοδοτεί τη σύνδεση μεταξύ της λογοτεχνικής και φιλοσοφικής διάστασης αυτών των δύο στοχαστών».Βλ. Jesse Bailey, Emerson on Plato: Literary, Philosophy, Dialectic, and the Temporality of Thought, ό.π., σ. 96. Για τον πλατωνισμό του Emerson, βλ. Stuart Gerry Brown,
«Emerson’s Platonism», The New England Quarterly, Vol. 18, No. 3 (Sept. 1945), p. 325-345. Διεξοδική πάνω στο θέμα αυτό, είναι η μελέτη του J.S. Harrison (The Teachers of Emerson, N.Y., 1910) και των F.J. Carpenter (Emerson and Asia (Cambridge, 1930) με έμφαση στον Νεοπλατωνισμό. και H.D. Gray, Emerson: A Statement of New England Transcendentalism as Expressed in the Philosophy of its chief Exponent , Palo Alto, 1917. ↩︎ - Από τους κορυφαίους Υπερβατιστές φιλοσόφους ο Henry David Thoreau (Χένρι Ντέιβιντ Θορώ,1817-1862), προσπάθησε να αναβιώσει μια αντίληψη για τη φιλοσοφία ως τρόπο ζωής, πέρα από τη λειτουργία της ως τρόπου σκέψης και λόγου. Ήταν και ο Θορώ γνώστης της κλασικής ελληνικής και ρωμαϊκής φιλοσοφίας, από τους προσωκρατικούς μέχρι την ελληνιστική φιλοσοφία. Αλλά και της ανατολικής φιλοσοφικής παράδοσης και της σύγχρονής του ευρωπαϊκής φιλοσοφίας (Ντεκάρτ, Λοκ, Κόλριτζ, Έμερσον, Γερμανούς Ιδεαλιστές). Θαύμαζε τις θεωρίες των φυσιοδιφών της εποχής του, του Χούμπολτ και του Δαρβίνου. (Paul F. Boller, American Transcendentalism, 1830-1860: An Intellectual Inquiry, Putnam, New York 1874). Η άποψή του ότι η φιλοσοφία θα πρέπει να βιωθεί ως τρόπος ζωής, τον φέρνει κοντά στον Kierkegaard και τον Nietzsche, ενώ φαίνεται να είναι ο πρόδρομος της φιλοσοφίας του Bergson και του Merleau-Ponty, ή ένα είδος υπερβατικού ιδεαλιστή, στο πνεύμα του Kant. (Βλ. Stanford Encyclopedia of Philosophy, «Henry David Thoreau», First Published Thu. June 30, 2005. Μετά την αποφοίτησή του από το Harvard το 1837, ο Θορώ θα συνδεθεί φιλικά με τον Emerson, που επίσης ήταν κάτοικος του Concord. Το πρώτο του βιβλίο: A week on the Concord and Merrimack Rivers (αφήγηση ενός ταξιδιού με τον αδελφό του στον ποταμό Concord και Merrimack), ήταν έργο ακόμα σε εξέλιξη το 1845, όταν πήγε να ζήσει στο δάσος δίπλα στο Walden Pond για δύο χρόνια, όπου και ο Emerson είχε την κατοικία του. Τότε καρποφόρησε και το λογοτεχνικό του αριστούργημα Walden ή Η ζωή στο δάσος – έργο ποιητικής πρόζας, μεταξύ αφήγησης και φιλοσοφίας. Πρόκειται για μια πρόσκληση στη βίωση της φύσης και τη συνειδητοποίηση ότι εκεί μπορεί κανένας ν’ ανακαλύψει τον Θεό και ν’ αφουγκραστεί «τη γλώσσα που όλα τα πράγματα και τα γεγονότα μιλούν χωρίς μεταφορά» (Walden, IV). Για την απαρχή της σχέσης Θορώ και Emerson, βλ. Παρασκευή Κοψιδά-Βρεττού, Παραλειπόμενα από ένα φιλοσοφικό “συμπόσιο” υπερβατιστών, Διάστιχο, 8 Φεβρουαρίου 2022. Για το περιεχόμενο και την επίδραση του “Walden”, βλ. Γιώργου Δήμου, «”Walden”: Το ταξίδι του Χένρι Ντέιβιντ Θορώ στην καρδιά της αμερικανικής φύσης», Χάρτης 39, Μάρτιος 1922. ↩︎
- R.W. Emerson, Δοκίμια, τ. Α΄, ό.π., σ. 33. ↩︎
- Ό.π., σ. 43. ↩︎
- Ό.π., σ. 48. ↩︎
- Ειδικότερα για τη «φυσιοκρατική ηθική», βλ. Ευαγγελία Μαραγγιανού-Δερμούση, «Η φυσιοκρατική ηθική των Προσωκρατικών», στο: Σωκράτης, τ. 1, 2015, σ. 109-112. ↩︎
- R.W. Emerson, ό.π., σ. 49. ↩︎
- R.W. Emerson, Άνθρωπος ο μεταρρυθμιστής, ό.π., σ. 48. ↩︎
- Στον Ιερό πανικό ανακαλεί στη μνήμη της την πρώτη επικοινωνία της με την πλατωνική σκέψη, ένα καλοκαίρι στο Bar Harbour, σε ηλικία δεκαοχτώ χρονών, όταν πρωτοδιάβασε Πλάτωνα, σε μετάφραση του Benjamin Jowett. Στον Πλάτωνα, που συνεγείρει το είναι της, θα αναζητά συνεχώς απαντήσεις και στα καθαρά καλλιτεχνικά της ερωτήματα-και κυρίως γύρω από τη μουσική των Ελλήνων της αρχαιότητας. (Ό.π., σ. 69 και σημ. 5). ↩︎
- Βλ. Geoffrey Barraclough, Εισαγωγή στη σύγχρονη ιστορία, εκδ. Κάλβος, Αθήνα 1985, σ. 228. ↩︎
- Jennifer Ratner-Rosenhagen, American Nietzsche: A History of an Icon and His Ideas, University of Chicago Press, 2012. Η συγγραφέας ξεκινά την αφήγησή της με τον Ralph Waldo Emerson, τον οποίο ο 17χρονος Νίτσε διάβαζε με θέρμη και ενθουσιασμό, για να την απασχολήσει στη συνέχεια το ερώτημα: γιατί ο Νίτσε; Γιατί ένα ευρύ φάσμα ανθρώπων της σκέψης και της τέχνης κάθε απόχρωσης και κάθε ιδεολογίας αντλούν έμπνευση από τον Γερμανό φιλόσοφο – από τις απόψεις του για τον θάνατο του θεού, την αμφισβήτησή του της παγκόσμιας αλήθειας, την επιμονή του στην ερμηνευτική φύση όλης της ανθρώπινης σκέψης. ↩︎
- Γάλλος φιλόσοφος ο Charles Philippe Théodore Andler (1866-1933), ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τη φιλοσοφία του Νίτσε και τον γερμανικό σοσιαλισμό. Αναφέρουμε ενδεικτικά, έργα του: Nietzsche, sa vie et la pensée (6 τόμοι), 1920, Le Manifeste communiste, Le pangermanisme, Ses plans d’ expansion allemande dans le monde, 1917, Le prince de Bismarch, 2022. ↩︎
- Το έργο αυτό του Νίτσε δημοσιεύτηκε το 1882 και σε δεύτερη έκδοση το 1887, μετά το «Τάδε έφη Ζαρατούστρα» και «Πέραν του Καλού και του Κακού». Ο Νίτσε το χαρακτήρισε ως το πιο προσωπικό από τα βιβλία του, και εξυμνεί σ’ αυτό τα πλεονεκτήματα της επιστήμης, του σκεπτικισμού και της πνευματικής πειθαρχίας – δρόμους που οδηγούν στην ψυχική απελευθέρωση του ανθρώπου. (Wikipedia, The Gay Science, πρόσβαση Ιούλιος 2022). ↩︎
- Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1841. Στο δοκίμιο αυτό o Emerson τονίζει την ανάγκη της αυτοδυναμίας του ατόμου και της αποφυγής της συμμόρφωσης με τα υπάρχοντα πρότυπα. Βλ.
R.W. Emerson, Self Reliance, Create Space Independent Publishing Platform, 2016. ↩︎ - R.W. Emerson, Δοκίμια. ↩︎
- Ό.π., σ. 470. ↩︎
- Βλ. R.W. Emerson, ό.π., σ. 472. ↩︎
- The Living Philosophy, «Stanley Cavell, Why Nietzsche loved Emerson», πρόσβαση 9-7-2022. ↩︎
- F. Nietzsche, «On the Uses and Disadvantages of History for Life», Untimely Meditations, New York, Cambridge University Press, 1997. ↩︎
- Βλ. Άρτεμις Λεοντή, Εύα Πάλμερ-Σικελιανού – Υφαίνοντας τον μύθο μιας ζωής, μτφρ. Κατερίνα Σχινά, εκδ. Πατάκη, Αθήνα 2019, σ. 121. ↩︎
- Ιδιαίτερα την είχε απασχολήσει το έργο του Νίτσε «Η Γέννηση της Τραγωδίας», όταν για χρόνια μελετούσε τα σχετικά με το αρχαίο δράμα (μουσική, χορός, ποίηση) προκειμένου να σκηνοθετήσει ένα τραγικό έργο για τις Δελφικές Γιορτές. Στο κεφάλαιο 21 της αυτοβιογραφίας της, με τίτλο «Η Γέννηση της Τραγωδίας», η Εύα αναφέρεται διεξοδικά στην προσωπική της σπουδή πάνω στη νιτσεϊκή θεωρία για την τραγωδία, στις κριτικές της παρατηρήσεις και διαφωνίες και μονομέρειες του Νίτσε – κυρίως στην άποψή του ότι η τραγωδία ξεπήδησε από την ιδιοφυΐα της μουσικής. Χωρίς να αρνείται τη μουσική αφετηρία της τραγωδίας, η Εύα επισημαίνει ότι ο Νίτσε ποτέ δεν φαντάστηκε το απολλώνιο μυστικό: ότι στην καρδιά αυτής της τέχνης βρισκόταν η ποίηση. (Εύα Πάλμερ-Σικελιανού, Ιερός πανικός, ό.π., σ. 293-297). ↩︎
- Εύα Πάλμπερ-Σικελιανού, Ιερός Πανικός, ό.π., σ. 184. ↩︎
- Εύα Πάλμερ-Σικελιανού, ό.π., σ. 185. ↩︎
- Ό.π., σ. 186. ↩︎
- Ό.π., σ. 92. ↩︎
- Ό.π., σ. 98. ↩︎
- Στο πρώτο κεφάλαιο της βιογραφίας της Εύας Πάλμερ-Σικελιανού, η Άρτεμις Λεοντή καταπιάνεται με το καλλιτεχνικό περιβάλλον των Σαπφιστριών, από το Μπαρ Χάρμπορ στο Παρίσι, και τη φανατική αναζωογόνηση της αρχαίας ελληνίδας ποιήτριας μέσα στο φαντασιακό της
«Σαπφικής Επανάστασης» των νέων θεραπαινίδων της. (Άρτεμις Λεοντή, ό.π., σ. 45-97). Ο κύκλος των «Σαπφιστριών» δραστηριοποιείται γύρω από την «πρωθιέρεια» του αμερικανικού φεμινιστικού κινήματος, Natalie Clifford Barney (1876-1972). Καταγόμενη από μια πλούσια αμερικανική οικογένεια του Οχάιο, η Barney είχε γνωρίσει στα έξι της χρόνια τον Όσκαρ Ουάιλντ. Στα δεκαεπτά της είχε δημιουργήσει τον πρώτο της λεσβιακό έρωτα με την 20χρονη τότε Evalina Palmer (Εύα Πάλμερ), και αναχώρησε για το Παρίσι το 1899, όπου και έστησε την καλλιτεχνική και δημόσια –κοσμική– δραστηριότητά της. Μέχρι το 1903 καυχιόταν ότι είχε «την πιο αξιοσέβαστη κακή φήμη». Το 1927 ίδρυσε την Académie des Femmes για να προβάλει και να προωθήσει το έργο των γυναικών συγγραφέων, ως απάντηση στην ανδροκρατούμενη Γαλλική Ακαδημία. Στο διεθνές φιλολογικό σαλόνι της, που συντηρούσε για πάνω από εξήντα χρόνια, σύχναζαν συγγραφείς, ποιητές, καλλιτέχνες, διπλωμάτες, διανοούμενοι, όπως οι Gertrude Stein, Sacha Guitry, Baron de Rothschild, Paul Valery, Janet Flanner, Romaine Brooks, Colette, André Gide, Cocteau, Eugène Jolas, Ezra Pound κ.ά. (Για τη συναρπαστική ζωή της Barney, βλ. Suzanne Rodriguez, «Wild Heart: A Life: Natalie Clifford Barney’s Journey from Victorian America to the Literary Salons of Paris, Ecco, 2002. Επίσης, Ευγενία Γραμματικοπούλου, Natalie Clifford Barney: Σκέψεις της Αμαζόνας. Μια γυναικεία φωνή αιρετικού αισθητισμού στους κόλπους της παρισινής καλλιτεχνικής πρωτοπορίας», περ. Ποιητική, Άνοιξη-Καλοκαίρι 2012, σ. 190-215. Και, Αναστάση Βιστωνίτη, «Έρωτες και πάθη στο Παρίσι», ΒΗΜΑgazino, 26 Φεβρουαρίου 2013). ↩︎ - Η Ρενέ Βιβιέν (Renée VIvien), ψευδώνυμο της Pauline M. Tarn (1877 Λονδίνο – 1909 Παρίσι), από πατέρα Βρετανό και μητέρα αμερικανίδα, ποιήτρια και πεζογράφος, γνωστή για τη μαεστρία της στο σονέτο. Έζησε όλη τη σύντομη ενήλικη ζωή της στο Παρίσι, από το 1899 μέχρι το θάνατό της, στον κύκλο των Σαπφιστριών. Μετέφρασε ποιήματα της Σαπφούς από τα ελληνικά στα γαλλικά και είχε μια έντονη ερωτική ζωή με την πάμπλουτη αμερικανίδα Νάταλι Κλίφορντ Μπάρνεϋ. Ήταν όμορφη, πλούσια, μορφωμένη, ταλαντούχα, αλλά υπήρξε βαθιά δυστυχισμένη από τις απογοητεύσεις και την ένταση της ερωτικής της ζωής και μισούσε την τρέλα της ηλικίας της. Οι ερωτικές της απογοητεύσεις την οδήγησαν στο αλκοόλ και στα ναρκωτικά. Οδηγήθηκε σε ψυχική εξουθένωση, σε κατάσταση αυτοκτονικής κατάθλιψης. Αρνήθηκε την τροφή και το νερό, ασθένησε βαριά και πέθανε σε ηλικία 32 χρονών. (Βλ. Tama Lea Engelking, «Genre and the mark of Gender: Renée Vivien’s “Sonnet féminin», Modern Language Studies, Vol. 23, No. 4 (Autumn, 1993), p. 79-92, πρόσβαση Ιανουάριος 2022. Επίσης, της ίδιας, «Renéee Vivien’s Sapphic Legacy: Remembering the House of Muses», Atlantis, Vol. 18, Nos. 1 & 2, p. 125-141. ↩︎
- Βλ. Άρτεμις Λεοντή, ό.π., σ. 46. ↩︎
- Άρτεμις Λεοντή, ό.π., σ. 36. ↩︎