Ο αρχαιολογικός χώρος της Μίεζας βρίσκεται σε απόσταση περίπου 20 χιλιομέτρων βορειοδυτικά της Βέροιας και οριοθετείται από το δημοτικό διαμέρισμα του Κοπανού ως το δημοτικό διαμέρισμα των Λευκαδίων και από την πόλη της Νάουσας μέχρι τα αγροκτήματα της Χαρίεσσας.
Οι αρχαιότητες της περιοχής της Μίεζας είναι γνωστές από τον 19ο αιώνα, εντοπισμένες από τον γάλλο περιηγητή Delacoulonche και τον δανό αρχιτέκτονα Kinch. H συστηματική έρευνα, που άρχισε από τα μέσα του 20ου αι. και εξής, αποκάλυψε μια σημαντική αρχαία πόλη με τις κώμες, τις αγροικίες και τα νεκροταφεία της σε μια εύφορη περιοχή με πλούσια βλάστηση και άφθονα νερά, την ερατεινή Ημαθία του Ομήρου (Ξ 226).
Το όνομα της πόλης αναφέρεται στις γραπτές πηγές (Πλούταρχος, Αλεξανδρος 7. Στέφανος Βυζάντιος, λ. Μίεζα. Plinius N.H. IV 34, XXXI 30. Αρριανός, Iνδική XVIII 16. Πτολεμαίος III 13, 39), αλλά και σε αρκετές επιγραφές. Ο Στέφανος Βυζάντιος αναφέρει ότι σύμφωνα με τους τοπικούς μύθους, η Μίεζα ήταν κόρη του Βέρητος, αδελφή της Βέροιας και του ποτάμιου θεού Ολγάνου. Μαρμάρινη προτομή με την επιγραφή Όλγανος, του 2ου αι. μ.Χ., τυχαίο εύρημα από την περιοχή του Κοπανού, εκτίθεται στο αρχαιολογικό μουσείο Βέροιας.
Η ταύτιση της περιοχής με την Μίεζα των γραπτών πηγών και των επιγραφών έγινε από τον Φ. Πέτσα, με συνδυασμό των μαρτυριών των αρχαίων συγγραφέων, των επιγραφών και των γνωστών ως την εποχή του ανασκαφικών και τοπογραφικών στοιχείων.
Οι αρχαιολογικές έρευνες στη περιοχή της Μίεζας βεβαιώνουν την ύπαρξη ανθρώπινης δραστηριότητας στην ύστερη εποχή του Χαλκού (σύμφωνα με την κεραμική που βρέθηκε στην «Τούμπα Χατζηνώτα») ή και ακόμα πρωιμότερα, έως και τα παλαιοχριστιανικά χρόνια (θέση Τσιφλίκι). Τα καλύτερα σωζόμενα μνημεία της αρχαίας πόλης ανήκουν στην ελληνιστική εποχή ( β΄μισό 4ου αι. π. Χ. και εξής) επιβεβαιώνοντας την σημαντική ανάπτυξη των αστικών κέντρων στη Μακεδονία, με ιδιαίτερη άνθηση στην ύστερη κλασική και ελληνιστική εποχή.
Τα οικοδομικά κατάλοιπα που αποκάλυψαν οι ανασκαφές από τη δεκαετία του ’50 ως σήμερα είναι τμήματα κτηριακών συγκροτημάτων με δημόσιο, πολιτικό και λατρευτικό χαρακτήρα κυρίως των ελληνιστικών χρόνων, ένα θέατρο των ελληνιστικών-ρωμαϊκών χρόνων, νεκροταφεία με τάφους λακκοειδείς και λαξευτούς στο φυσικό βράχο της ύστερης αρχαϊκής, κλασικής, ελληνιστικής και ρωμαϊκής εποχής και τέσσερις μνημειακούς μακεδονικούς τάφους. Επίσης, σε γειτονικές θέσεις έχουν έρθει στο φως πολυτελείς κατοικίες (ρωμαϊκή έπαυλη στη θέση Μπαλτανέτο, υστεροελληνιστική οικία στη θέση Καμάρα) και στη θέση Τσιφλίκι τμήμα οχυρωματικού περιβόλου της Ακρόπολης του οικισμού, ψηφιδωτά δάπεδα και κτηριακό συγκρότημα θερμών της ύστερης αρχαιότητας.
Η πόλη
Στην αγροτική περιοχή του Κοπανού Νάουσας, στον πυρήνα της αρχαίας πόλης, σε άμεση γειτνίαση με το θέατρο, αποκαλύφθηκε μνημειακό κτηριακό συγκρότημα με δημόσιο χαρακτήρα (αγροί Δημητρίου, Καβαλλάρη).Τμήματά του αποκαλύφθηκαν αρχικά το 1969 και στη συνέχεια τις δεκαετίες ’90 και 2000. Αν και η κάτοψη του συγκροτήματος είναι ακόμα αποσπασματική, είναι βέβαιο ότι πρόκειται για μια κτηριακή μονάδα μεγάλου μεγέθους, σύνθετη, με πολλές λειτουργίες. Αυτό δηλώνουν, ένας επιμήκης στεγασμένος χώρος με ημικίονες στην όψη αναλημματικού τοίχου, μια λίθινη κλίματα που οδηγεί σε υπερυψωμένο υπαίθριο χώρο, στη δυτική πλευρά του οποίου υπάρχει στοά με δωρική κιονοστιχία και δωμάτια με βοτσαλωτά δάπεδα, ένα ναόσχημο κτήριο με δωρικούς κίονες στην πρόσοψη και ένας αποθέτης με όστρακα παναθηναϊκών αμφορέων του 5ου και 4ου αι. π.Χ. Σε άλλο τμήμα του συγκροτήματος αποκαλύφθηκε κτήριο σε σχήμα Γ. Στη βόρεια πτέρυγά του τέσσερα δωμάτια που επικοινωνούν ανά δύο με κοινό προθάλαμο, έχουν ταυτισθεί με χώρους εστίασης, καθώς η έκκεντρη θέση των εισόδων τους επιτρέπει την τοποθέτηση επτά συμποσιακών κλινών στο καθένα.
Τέτοιοι χώροι εστίασης βρίσκονταν συνήθως σε ιερά και σχετίζονται με τη φιλοξενία επιφανών επισκεπτών μετά το τέλος των τελετουργιών. Οι ανασκαφείς σε ορισμένα από τα παραπάνω αρχιτεκτονικά κατάλοιπα, του 4ου και 3ου αι. π.Χ., διαβλέπουν στοιχεία αγοράς και σε άλλα ιερού, πιθανόν του Ασκληπιού, η λατρεία του οποίου ήταν σημαντική στην περιοχή αυτή. Θεωρούμε ωστόσο ότι μόνο με την συνέχιση της ανασκαφής, την ολοκλήρωση της κάτοψης του συγκροτήματος, το συσχετισμό των αρχαιολογικών στρωμάτων, παράλληλα με τη μελέτη των ανασκαφικών ευρημάτων, μπορεί να προκύψει μια ασφαλής ταύτιση του μνημειακού συγκροτήματος, το οποίο είναι πολύ πιθανό ότι εξυπηρετούσε περισσότερες της μιας δημόσιες λειτουργίες.
Κτηριακά συγκροτήματα με περιστύλια, που τα χωρίζει δρόμος, ερευνήθηκαν και στον αγρό Βαλαβάνη (υστεροελληνιστικοί χρόνοι, 2ος/1ος αι. π.Χ.), ενώ στην θέση Μπαλτανέτο αποκαλύφθηκε πολυτελής κατοικία με ψηφιδωτά δάπεδα και λουτρό ρωμαϊκής εποχής. Συγκρότημα λουτρών υστερορωμαϊκών χρόνων αποκαλύφθηκε και στη θέση Τσιφλίκι.
Το θέατρο, κοντά στο παραπάνω δημόσιο συγκρότημα (αγροί Δημητρίου, Καβαλλάρη), ερευνήθηκε την περίοδο 1992-1995 και στη συνέχεια τις περιόδους 2007-2009, 2011-2013, στο πλαίσιο των εργασιών συντήρησης-ανάδειξής του. Το κοίλο του θεάτρου, με αρκετό υλικό σε δεύτερη χρήση, διαμορφώνεται σε φυσική πλαγιά με θέα προς την πεδιάδα, ανατολικά. Διαπιστώθηκαν τρεις οικοδομικές φάσεις, μια των ελληνιστικών χρόνων και δύο των ρωμαϊκών (μετά τα μέσα του 2ου αι. π.Χ., 2ος-4ος αι. μ.Χ.). Τέσσερις κλίμακες ανόδου διαμορφώνουν πέντε κερκίδες. Στις επτά πρώτες σειρές τα εδώλια είναι κατασκευασμένα από τοπικό πωρόλιθο, ενώ από την όγδοη ως την 14η σειρά σώζονται μόνο τα λαξεύματα στο βράχο για την προετοιμασία της έδρασης. Υπάρχουν ενδείξεις για την ύπαρξη τουλάχιστον 19 βαθμίδων. Η χωρητικότητα του θεάτρου υπολογίζεται σε 1500 άτομα περίπου, αλλά μπορεί να εξυπηρετούσε και περισσότερα στον ισοπεδωμένο βράχο επάνω από τα εδώλια, ίσως και σε ξύλινες κατασκευές. Η ορχήστρα, διαμέτρου 22 μ., είχε χωμάτινο δάπεδο που ανανεωνόταν συχνά. Γύρω της φαίνεται ότι υπήρχαν μαρμάρινα καθίσματα, τα προεδρεία, οι τιμητικές θέσεις των αξιωματούχων της περιοχής. Στο οικοδόμημα της σκηνής υπάρχει το προσκήνιο με πεσσούς, συμφυείς κίονες και τοίχο ανάμεσά τους με τρεις θύρες. Η κυρίως σκηνή, μήκους 22 μ., έχει δύο παρασκήνια. Πίσω από τη σκηνή εντοπίστηκε κτίσμα δημόσιου χαρακτήρα, που σχετίζεται με τις λειτουργίες του θεάτρου Το θέατρο συντηρήθηκε και αποκαταστάθηκε την περίοδο 2007-2009 (Γ΄ ΚΠΣ) και 2011-2013 (ΕΣΠΑ). Μετά την αποκατάστασή του, έχει φιλοξενήσει θεατρικές παραστάσεις και μουσικές εκδηλώσεις.
Τα νεκροταφεία – Μνημειακοί τάφοι
Μακεδονικός τάφος της Κρίσεως (τέλος 4ου αι. π.Χ.)
O μακεδονικός τάφος της Κρίσεως στην Μίεζα (Λευκάδια), που ανέσκαψε ο Φ. Πέτσας το 1954 και δημοσίευσε, αποκαλύφθηκε κατά τη διαπλάτυνση του επαρχιακού δρόμου, που συνδέει την εθνική οδό Βέροιας-Έδεσσας με την Χαρίεσσα. Είναι ο μεγαλύτερος ως σήμερα μακεδονικός τάφος σε όγκο, επιφάνεια και διαστάσεις πρόσοψης, ο μνημειακότερος της περιοχής, με μοναδικό συνδυασμό δύο αρχιτεκτονικών ρυθμών σε μια διώροφη πρόσοψη, με ζωγραφικά και ανάγλυφα στοιχεία και με θαυμάσιους ζωγραφικούς πίνακες με παραστάσεις του νεκρού, του Ερμή και δύο Κριτών του Κάτω Κόσμου. Ο τάφος ήταν καλυμμένος με τύμβο που δε διασώθηκε, διαμέτρου 10 μ. και ύψους 1,5 μ. περίπου. Κατασκευασμένος για κάποιον επιφανή κάτοικο της περιοχής, χρησιμοποιήθηκε για την ταφή δύο ή τριών προσώπων μιας οικογένειας. Είναι διθάλαμος, με προθάλαμο, πλάτ. 6,5 μ., μήκ.. 2,10 μ., ύψ. 7,70 μ. και θάλαμο, πλάτ.. 4,8 μ., μήκ. 2,10 μ., ύψ. 5,25 μ. Η πρόσοψη, με πλάτος 8,68 μ. και ύψος 8,60 μ., ξεπερνά σε ύψος την καμάρα του προθαλάμου. Διαμορφώνεται σε δύο ορόφους με δωρικά, ιωνικά στοιχεία και αέτωμα. Τέσσερις γραπτοί πίνακες διακοσμούν τους τοίχους ανάμεσα στους ημικίονες του πρώτου ορόφου, ενώ στον δεύτερο όροφο υπάρχουν έξι ημικίονες ιωνικού ρυθμού. Το θέμα της διακόσμησης του πρώτου ορόφου, μοναδικό. στην ζωγραφική και γλυπτική, παραπέμπει στο διάλογο του Πλάτωνα, Γοργία. Εικονίζεται ο Ερμής ψυχοπομπός να οδηγεί τον νεκρό πολεμιστή, από τη μια και την άλλη πλευρά της εισόδου του τάφου, στους κριτές του Κάτω Κόσμου, Αιακό και Ραδάμανθυ, που θα κρίνουν την τύχη του, την μετάβασή του, δηλ., είτε στα νησιά των Μακάρων είτε στα Τάρταρα. Όλες οι μορφές, εκτός του νεκρού, ταυτίζονται με επιγραφές. Ο θριγκός έχει τρίγλυφα και μετόπες. Σε 11 από αυτές υπάρχουν γραπτές παραστάσεις της μυθολογικής μάχης Λαπιθών και Κενταύρων, ενώ στην ιωνική ζωφόρο, με κονίαμα αποδίδονται ανάγλυφα σκηνές μάχης Ελλήνων και βαρβάρων, πεζών και ιππέων (Μακεδόνες εναντίον Περσών). Επάνω από την ζωφόρο υπάρχουν ψευδοπαράθυρα, που χωρίζονται από ιωνικούς ημικίονες και αετωματική επίστεψη, η οποία σώζεται αποσπασματικά. Στον προθάλαμο ανάγλυφη ζώνη από κονίαμα περιτρέχει τους τοίχους στο μέσον του ύψους τους, ενώ εκατέρωθεν της εισόδου στο θάλαμο υπάρχουν δύο ανάγλυφες ασπίδες. Στους τοίχους του θαλάμου με έγχρωμα κονιάματα δηλώνεται τοιχοβάτης, παραστάδες με επίκρανα, με μεγάλα διάχωρα ανάμεσά τους και θριγκός. Γαλάζιο, κόκκινο και λευκό χρώμα επικρατούν στα διακοσμητικά στοιχεία των αρχιτεκτονικών μελών (κυμάτια, ρόδακες, ταινίες κλπ.).
Ο ανασκαφέας Φ. Πέτσας βρήκε την καμάρα του προθαλάμου πεσμένη, γι’ αυτό και δεν προχώρησε στην ανασκαφή του, για να εξασφαλίσει τη στήριξη της πρόσοψης, μπροστά στην οποία τοποθέτησε ένα ξύλινο ικρίωμα, ενώ ο τάφος περικλείσθηκε σε ένα κέλυφος από σκυρόδεμα για να προστατευθεί. Με την πάροδο των χρόνων το μνημείο σταδιακά έδινε την εντύπωση του βαθμιαία καταρρέοντος με βαθιά ρήγματα στους λίθους της πρόσοψης, εκτεταμένες απολεπίσεις κονιαμάτων και κυρίως οπισθοχώρηση της πρόσοψης, που έφθανε περίπου τα 0,50 μ. στο ανώφλι της εισόδου. Απαράδεκτες για το μνημείο ήταν και οι συνθήκες υγρασίας, με συχνές πλημμύρες, λόγω της ανόδου της στάθμης του υδροφόρου ορίζοντα, ιδίως τις περιόδους ποτίσματος των γειτονικών οπωροκαλλιεργειών.
Με πρωτοβουλία της ΙΖ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων και ευθύνη της υπογράφουσας, μετά από πολύχρονη αναζήτηση του καλύτερου τρόπου διάσωσης του τάφου, εκπονήθηκε το 1998 μελέτη συντήρησής του από τον πολιτικό μηχανικό Κ. Ζάμπα, η οποία και υλοποιήθηκε πάραυτα. Αφού έγινε λεπτομερής τεκμηρίωση της υπάρχουσας κατάστασης, στερεώθηκαν τα κονιάματα στους λίθους από συντηρητές της Δ/νσης Συντήρησης του ΥΠ.ΠΟ, με την εποπτεία του Δ/ντή της Ν. Μίνου, απομακρύνθηκε το ικρίωμα μετά από 45 χρόνια και με γερανογέφυρα απομακρύνθηκαν 93 λιθόπλινθοι από τη θέση τους συνολικού βάρους 60 τόνων. Για την απόσπαση των λίθων από την πρόσοψη έγινε εκμετάλλευση των υπαρχουσών ρωγμών. Οι λιθόπλινθοι τοποθετήθηκαν σε μεταλλικά ράφια γύρω από τον τάφο, συγκολλήθηκαν με ράβδους τιτανίου και ασβεστοκονίαμα ειδικής σύνθεσης, που προτάθηκε από το Κέντρο Λίθου του ΥΠ.ΠΟ και τοποθετήθηκαν πάλι στη θέση τους αποκαθιστώντας την πρόσοψη στην αρχική της θέση. Με γεωτρήσεις περιμετρικά του τάφου ρυθμίστηκε το θέμα της υγρασίας και ανασκάφτηκε και ο προθάλαμος (με την εποπτεία της αρχαιολόγου Λ. Στεφανή). Σημαντικά ευρήματα της ανασκαφής του προθαλάμου είναι τα όπλα που βρέθηκαν εκεί (αιχμές δοράτων, λόγχης, λαβή και τμήμα σιδερένιας ασπίδας, μια σάρισσα, διάφορα εξαρτήματα όπλων). Τα όπλα αυτά συνόδευαν μια ταφή ανδρική, κάποιου στρατιωτικού, μέλους της οικογένειας του επιφανούς νεκρού για τον οποίο κατασκευάστηκε ο τάφος. Τα ελεφαντοστέινα υπολείμματα της διακόσμησης κλίνης ή κιβωτιδίου και λίγα χρυσά υπολείμματα της διακόσμησης ενδυμάτων και στεφανιού είναι ενδεικτικά της πλούσιας ταφής, δυστυχώς συλημένης. Στον ανασκαφή του προθαλάμου βρέθηκε και το ήμισυ ενεπίγραφου λίθου με συμβόλαια αγοραπωλησίας γης (ωνές), που συμπληρώνει το άλλο μισό ενεπίγραφο λίθινο τμήμα που βρήκε ο Φ. Πέτσας το 1954 (γ΄τέταρτο 3ου αι.π.Χ.). Η παρουσία της ενεπίγραφης πλάκας στην επίχωση του προθαλάμου πιθανότατα σχετίζεται με τη δράση των τυμβωρύχων. Οι επιγραφές είναι πολύ σημαντικές, καθώς παρέχουν πλήθος στοιχείων για την ύπαρξη μιας ισχυρής οικονομικά κοινωνικής τάξης στην περιοχή, την γνώση μεγάλου αριθμού ανθρωπωνυμίων, τοπωνυμίων, θρησκευτικών τελετών και ιερών, για το μετρικό, νομισματικό και χρονολογικό σύστημα και γενικά την καλύτερη κατανόηση της πολιτικής, διοικητικής και κοινωνικής οργάνωσης των μακεδονικών πόλεων την εποχή της μεγαλύτερης ακμής του μακεδονικού βασιλείου.
Την περίοδο 2004-2006 (Γ΄ ΚΠΣ) υλοποιήθηκε η ανάδειξη του ταφικού μνημείου, με τη δημιουργία νέας πρόσβασης, φωτισμού, τοποθέτησης εποπτικού υλικού, περίφραξης και φυλακείου (με την εποπτεία του αρχιτέκτονα Κ. Τροχίδη). Κατά τη διάρκεια της διαμόρφωσης της πρόσβασης του τάφου της Κρίσεως, το 2004, αποκαλύφθηκε, στη δυτική πλευρά της, ένας νέος μακεδονικός τάφος, με κατεστραμμένο το επάνω τμήμα του (εικ. 15,16). Την καταστροφή προκάλεσε η κατασκευή του επαρχιακού δρόμου, που έγινε αιτία αποκάλυψης και του τάφου της Κρίσεως, αλλά και η διέλευση επάνω από τον τάφο αυτό των εγκαταστάσεων πολλών αρδευτικών συστημάτων. Ο νέος τάφος (τέλος 4ου, αρχές 3ου αι. π.Χ.), διθάλαμος, με ιωνικούς ημικίονες λαξευμένους στους ίδιους λίθους με αυτούς της πρόσοψης, περιείχε μια γυναικεία ταφή, όπως δείχνουν οι χρυσές χάνδρες περιδεραίου και μια θήκη καλλυντικών από όστρεα. Αναπάντητο θα μείνει το ερώτημα αν η νεκρή γυναίκα ανήκε στην οικογένεια του επιφανούς νεκρού του μνημειακού τάφου της Κρίσεως, καθώς δεν είναι σαφές αν οι δύο τάφοι καλύπτονταν από τον ίδιο ο τύμβο. Η διατάραξη των επιχώσεων από τα τεχνικά έργα εξαφάνισε κάθε σχετικό στοιχείο. Με μια κατασκευή από σκυρόδεμα που στηρίζει το οδόστρωμα επάνω του, ο νέος τάφος είναι επισκέψιμος από την πρόσβαση του μακεδονικού τάφου της Κρίσεως
Μακεδονικός τάφος Ανθεμίων (αρχές 3ου αι. π.Χ.) Ο μακεδονικός τάφος των Ανθεμίων βρίσκεται 100-150 μ. ΒΑ του τάφου της Κρίσεως. Εντοπίστηκε από αρχαιοκαπήλους, ανασκάφτηκε το 1971 από την Κ. Ρωμιοπούλου και δημοσιεύτηκε από την ίδια και την Β. Schmidt-Dounas το 2010. Οι εργασίες συντήρησης του τάφου και η διαμόρφωση της κλιμακωτής πρόσβασης υλοποιήθηκαν ως το 1973, αλλά και σε διάφορες περιόδους αργότερα. Η θαυμάσια διατήρηση της γραπτής διακόσμησης του τάφου είναι καθοριστική για τη γνώση της ζωγραφικής των ελληνιστικών χρόνων.
Ο τύμβος που κάλυπτε τον τάφο θα είχε ύψος 2,50 μ. και διάμετρο 15-17 μ. περίπου. Το μεγαλύτερο μέρος όμως του τάφου βρίσκεται κάτω από το έδαφος. Η πρόσβαση («δρόμος») γινόταν από ένα απλό επικλινές επίπεδο (που δεν έχει σχέση με την υπάρχουσα σήμερα μνημειακή κλίμακα του 1973). Ο τάφος είναι διθάλαμος με καμαρωτή ανισοϋψή οροφή. Η πρόσοψη διαμορφώνεται με τέσσερις ιωνικούς ημικίονες, θριγκό και αέτωμα. Στις εσωτερικές πλευρές έχει επικρανίτιδα που διακοσμείται με πολύχρωμα ιωνικά, δωρικά κυμάτια και ταινίες. Η είσοδος ήταν κλειστή με έξι πωρόλιθους (οι συλητές μπήκαν στον τάφο από την οροφή, αφαιρώντας θολίτες λίθους). Ο θριγκός έχει διταινιωτό επιστύλιο και στενή κοσμοφόρο. Ως το ύψος των κιονοκράνων επικρατεί το λευκό χρώμα, επάνω από τα κιονόκρανα όμως υπάρχει πολυχρωμία με κυριαρχία του κόκκινου και γαλάζιου χρώματος στα πλούσια φυτικά και αρχιτεκτονικά στοιχεία της ζωφόρου και του αετώματος (ιωνικά, δωρικά, λέσβια κυμάτια, αστράγαλοι, κοσμοφόροι, ταινίες, εναλλασσόμενα ανθέμια και άνθη λωτού στα γείσα του αετώματος και στο επιστύλιο). Στο τύμπανο του αετώματος, ύψους 1 μ., που επιστέφεται από τρία ανθεμωτά ακρωτήρια με έντονα ανάγλυφα φύλλα και με χρώματα μπλε, ωχρό λευκό-ρόδινο και κόκκινο στο κέντρο, απεικονίζεται ανακεκλιμένο ζεύγος, ένας άνδρας ώριμης ηλικίας και μια γυναίκα που στηρίζει το πηγούνι στο δεξί χέρι. Το κλειδί ναού που κρατάει ο άνδρας υποδεικνύει το πολιτικό ή θρησκευτικό αξίωμά του, ίσως δηλώνει όμως και την ταύτισή του με θεό, πιθανόν τον Πλούτωνα.
Ο προθάλαμος έχει πλάτος 4,08 μ., μήκος 2 μ. και ύψος 5, 14 μ. Οι τοίχοι φέρουν κίτρινο χρώμα στο επάνω μέρος και μαύρο στο κάτω, αλλά η οροφή είναι διακοσμημένη με μια θαυμάσια ζωγραφική σύνθεση σε ανοικτό γαλάζιο φόντο, με πλούσια φυτικά μοτίβα: έξι εναλλασσόμενα ανθέμια με μεγάλα νερολούλουδα και μακριές έλικες, με απαράμιλλη αρμονία σχεδίου και ζωηρών χρωμάτων. Κατά την ανασκαφέα, το ανοικτό γαλάζιο φόντο παραπέμπει σε τοπίο του Κάτω Κόσμου, ίσως στην Αχερουσία λίμνη. Μαρμάρινη δίφυλλη θύρα, που μιμείται ξύλινη και διατηρεί το μηχανισμό της κλειδαριάς, έκλεινε την είσοδο του θαλάμου (σήμερα είναι τοποθετημένη στο δάπεδο). Ο θάλαμος, μήκ. 5,10 μ., πλάτ. 4, 07 μ., ύψ. 4,97 μ., υπέστη καταστροφές από τους τυμβωρύχους αρκετές φορές, στην αρχαιότητα κυρίως, όπως δείχνουν οι οπές στους θολίτες λίθους. Στο κάτω μέρος των τοίχων το κονίαμα μιμείται ορθομαρμάρωση, το επάνω φέρει βαθύ κόκκινο χρώμα και η οροφή κίτρινο. Στη δυτική πλευρά του θαλάμου υπάρχει κτιστό θρανίο και απέναντι λίθινη κατασκευή με άνοιγμα στο κέντρο καλυμμένο με σχιστόπλακα και τοιχώματα επιχρισμένα και διακοσμημένα με κλαδιά ελιάς. Εκεί θα ήταν τοποθετημένο τεφροδόχο αγγείο ή λάρνακα με τα υπολείμματα της καύσης του νεκρού που έγινε έξω από τον τάφο. Ελάχιστα ήταν τα ευρήματα της ανασκαφής του τάφου, ο οποίος είναι βέβαιο ότι θα ήταν πλούσια κτερισμένος. Διασώθηκε ένας μεγάλος αριθμός θραυσμάτων της ελεφάντινης διακόσμησης της νεκρικής κλίνης με μυθολογικές σκηνές.
Μακεδονικός τάφος του Κinch (α΄μισό 3ου π.Χ.)
Βρέθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1880 από κατοίκους της περιοχής και ερευνήθηκε από τον δανό αρχιτέκτονα Κinch, που τον δημοσίευσε. Το 1970-1971 έγιναν εργασίες καθαρισμού και αναστήλωσης και τη δεκαετία του 2000 διαμορφώθηκε ο περιβάλλων χώρος και o τάφος απέκτησε νέα στέγαση.
Ο τάφος έχει δρόμο με λαξευτά και κτιστά σε ορισμένα τμήματα τοιχώματα επιχρισμένα. Είναι διθάλαμος με καμαρωτή οροφή στο θάλαμο και επίπεδη στον προθάλαμο. Η πρόσοψη είναι απλή δωρική με δύο παραστάδες, που πλαισιώνουν το άνοιγμα της εισόδου και επιστύλιο με τρίγλυφα και μετόπες. Υπέστη σοβαρές φθορές στην εσωτερική διακόσμηση κατά τις εργασίες κατασκευής της σιδηροδρομικής γραμμής Θεσσαλονίκης-Μοναστηρίου. Στη δημοσίευση του μνημείου από τον Kinch απεικονίζεται τμήμα γραπτής παράστασης με Μακεδόνα ιππέα που επιτίθεται σε Πέρση.
Μακεδονικός τάφος Λύσωνος και Καλλικλέους (τέλος 3ου- μέσα 2ου αι. π.Χ.)
Ο τάφος έγινε γνωστός το 1942, ανασκάφτηκε από τον Χ. Μακαρόνα και δημοσιεύτηκε από την Stella Miller. Βρίσκεται κοντά στα Λευκάδια, πέντε χιλιόμετρα περίπου ΒΑ της Νάουσας. Ο τάφος είναι μικρός διθάλαμος με καμαροσκεπή θάλαμο, διαστ. 3Χ4 μ. και προθάλαμο στενό με επίπεδη οροφή. Η πρόσοψη διαμορφώνεται με ανάγλυφη μίμηση δίφυλλης θύρας που επιστέφεται με αέτωμα και ακρωτήρια, ενώ εσωτερικά υπάρχουν δύο πραγματικά λίθινα θυρόφυλλα ανοικτά.
Ο προθάλαμος έχει μήκος 3,92 μ., πλάτος 3,05 μ. και ύψος 3,64 μ.. Οι στενοί τοίχοι του διακοσμούνται με ένα περιρραντήριο ο ένας και ένα βωμό ο άλλος, επάνω στον οποίο αναρριχάται ένα φίδι. Οι παραστάσεις αυτές συνδέονται με τις τελετές της μεταθανάτιας διαδικασίας (εξαγνισμός, θυσίες). Στο υπέρθυρο της εισόδου στο θάλαμο υπάρχει επιγραφή με κόκκινα γράμματα, ΛΥΣΩΝΟΣ ΚΑΙ ΚΑΛΛΙΚΛΕΟΥΣ ΤΩΝ ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΟΥ.
Τόσο στον προθάλαμο όσο και στον θάλαμο τα διακοσμητικά στοιχεία αποδίδονται με προοπτική, τρισδιάστατα, έτσι ώστε δίνεται η εντύπωση μεγαλύτερου χώρου και βάθους. Στο κάτω μέρος των τοίχων του θαλάμου, δηλώνεται ένα πόδιο με κόκκινο χρώμα, που μιμείται πλάκες ορθομαρμάρωσης και επάνω του 14 παραστάδες με ιωνικά επίκρανα, αποδοσμένες προοπτικά με έντονες σκιάσεις.
Άνθινοι πλοχμοί μυρτιάς σα μια συνεχής γιρλάντα από την οποία εξαρτώνται ταινίες, ενώνουν τις παραστάδες επάνω από την ανώτερη σειρά θηκών των τοιχωμάτων. Η καμαρωτή οροφή, βαμμένη με κίτρινο χρώμα, φέρει περιμετρικά με κόκκινο χρώμα μοτίβα που μοιάζουν με τείχη πόλεως, πύργους και επάλξεις ή και διακοσμητικά στοιχεία υφαντών. Στο ημικυκλικό τύμπανο, απέναντι από την είσοδο, απεικονίζονται ασπίδα με άστρο, πλαισιωμένη από ξίφη, περικεφαλαία και κνημίδες.Το απέναντι τύμπανο, επάνω από την είσοδο, διακοσμεί μακεδονική ασπίδα ανάμεσα σε πανοπλίες και ξίφη.
Στις τρεις πλευρές του θαλάμου υπάρχουν δύο επάλληλες σειρές 22 θηκών (εικ. 32), πλευράς 0,36 μ. περίπου, που περιείχαν τεφροδόχα αγγεία και κτερίσματα, κυρίως πυξίδες και μυροδοχεία. Οι θήκες, οι οποίες αρχικά έκλειναν με πήλινες πλάκες, βρέθηκαν ανοικτές μετά την αρχαία σύληση. Επάνω από κάθε θήκη αναγράφεται με κόκκινο χρώμα το όνομα του νεκρού. Κατά κανόνα, στις θήκες της επάνω σειράς αναφέρονται ονόματα ανδρών και στις θήκες της κάτω σειράς τα ονόματα των συζύγων τους.
Στη στενή πλευρά, απέναντι από την είσοδο, βρίσκονται οι θήκες του Λύσωνος, του μεγάλου γιου του Αριστοφάνου και της συζύγου του Δημαρέτης Ζωίλου (εικ. 33). Την θήκη αυτή πλαισιώνουν από τη μια και την άλλη πλευρά οι θήκες του αδελφού του Λύσωνος, Καλλικράτη και της συζύγου του Φίλας Αριστέου και του Ευίππου και της συζύγου του Σπάρτης Λυσωνος, θυγατέρας του μεγαλύτερου αδελφού.
Στις θήκες της αριστερής πλευράς υπάρχουν οι θήκες των αρσενικών απογόνων του Λύσωνος μέχρι τέταρτης γενιάς και στη δεξιά οι θήκες των απογόνων του Καλλικλέους μέχρι τρίτης γενιάς. Συνολικά υπήρχαν 18 καύσεις, που ανήκουν σε πέντε γενιές μιας οικογένειας μάλλον στρατιωτικών. Τα ονόματα είναι κοινά ελληνικά, ορισμένα πολύ διαδεδομένα στη Μακεδονία (Αριστοφάνης, Λύσων, Καλλικής, Εύιππος, Αργείος, Ηγησώ, Θεσσαλονίκη, Ιππίας, Καλλιστώ, Κτησίνος, Σπάρτη, Παράμονος, Στρατονίκη, Φίλα κ.ά.). Οι καύσεις των νεκρών γίνονταν πίσω από τον τάφο, όπου βρέθηκε στρώμα με τμήματα αγγείων, ειδωλίων και κομμάτια ωμών πλίνθων και κονιάματα από το τοιχάριο ή το περιχείλωμα γύρω από την πυρά. Οι παλιότερες επιγραφές, ο ζωγραφικός διάκοσμος και η αρχιτεκτονική τοποθετούν την κατασκευή του τάφου στο τέλος του 3ου αι.π.Χ. και βεβαιώνουν τη χρήση του ως τα μέσα του 2ου αι. π.Χ. Ο τάφος παραμένει καταχωμένος και μη επισκέψιμος, σύμφωνα με τις συστάσεις της Δ/νσης Συντήρησης Αρχαίων Μνημείων του Υπουργείου Πολιτισμού, για την εξασφάλιση σταθερών συνθηκών υγρασίας, που βοηθούν στην άριστη διατήρηση της ζωγραφικής διακόσμησης. Την περίοδο 2006-2008 κατασκευάστηκε επάνω από τον τάφο στέγαστρο-οικίσκος με τις διαστάσεις του μνημείου, στους εσωτερικούς τοίχους του οποίου τοποθετήθηκαν φωτογραφίες των τοιχογραφιών σε κλίμακα 1/1, για εκπαιδευτικούς κυρίως σκοπούς.
Εκτός των παραπάνω μνημειακών τάφων, στα νεκροταφεία της Μίεζας αντιπροσωπεύονται όλοι οι τύποι της ταφικής αρχιτεκτονικής, ενώ τα πολυπληθή κτερίσματα παρέχουν πλήθος στοιχείων για την κοινωνία, την οικονομία, την παραγωγική δραστηριότητα, το εμπόριο και τα ταφικά έθιμα των κατοίκων της περιοχής. Στις θέσεις Καμάρα Νάουσας, Καψούρα, Ρουντίνα Κοπανού, καθώς και στον αγρό Καβαλλάρη αποκαλύφθηκαν λαξευτοί θαλαμοειδείς, λακκοειδείς και κιβωτιόσχημοι τάφοι, που χρονολογούνται από τους υστεροαρχαϊκούς μέχρι και τους ρωμαϊκούς χρόνους. Το καλύτερα ερευνημένο νεκροταφείο είναι αυτό της Καμάρας Νάουσας (αγρός Μητσιάνη), όπου η Κ. Ρωμιοπούλου και ο Ι. Τουράτσογλου ανέσκαψαν και δημοσίευσαν 150 τάφους αρχαϊκής, κλασικής και ρωμαϊκής περιόδου. Από τα ευρήματα των τάφων των ερευνημένων νεκροταφείων προκύπτουν ισχυρές αποδείξεις για τις σχέσεις της Μίεζας, ήδη από τους αρχαϊκούς χρόνους, με μεγάλα κέντρα της Νότιας Ελλάδας. Χαρακτηριστική ωστόσο είναι και η τοπική κεραμική του τέλους του 5ου αι. π.Χ. με διακόσμηση ανάλογη αγγείων χαλκιδικών, βοιωτικών και ανατολικοϊωνικών εργαστηρίων, αλλά και η επείσακτη από την Κόρινθο και την Αττική, με μελανόμορφα και ερυθρόμορφα αγγεία γνωστών ζωγράφων της Αττικής κεραμικής.
Η Σχολή του Αριστοτέλους
Στη θέση Ισβόρια (Κεφαλάρι), έξω από αρχαία πόλη, ένα χιλιόμετρο περίπου από τη Νάουσα, βρίσκεται ο αρχαιολογικός χώρος της Σχολής του Αριστοτέλους. Η θέση ήταν γνωστή από την εποχή του Delacoulonche (μέσα 19ου αι.), αλλά ερευνήθηκε το 1965 από τον Φ Πέτσα, ο οποίος συνδυάζοντας μαρτυρίες των γραπτών πηγών (Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, Αλέξανδρος, VII,3, «…Σχολήν μεν ήν αυτοίς και διατριβήν το περί Μίεζαν Νυμφαίον απέδειξεν όπου μέχρι νυν Αριστοτέλους έδρας λιθίνους και υπόσκιους περιπάτους δεικνύουσιν…». Πλίνιος, Naturalis Historia IV, 34. ΧΧΧΙ, 30, “… destillantes quoque guttae lapide durescunt in antris-Corycis ideo nomen-Miezae in Macedonia etiam pendentes in ipsis camaris….”), τοπογραφικά και ανασκαφικά στοιχεία ταύτισε το χώρο με τη σχολή του Αριστοτέλους. Το 343/342 π.Χ. ο Φίλιππος προσκάλεσε τον φιλόσοφο Αριστοτέλη στη Μίεζα, για να αναλάβει την εποπτεία της εκπαίδευσης του δεκατριάχρονου Αλεξάνδρου και να του διδάξει τον «ηθικόν και πολιτικόν βίον». Η Σχολή δημιουργήθηκε στο Νυμφαίο (ιερό των Νυμφών) κοντά στην Μιεζα, σε ένα περιβάλλον μαγευτικό με πλούσια βλάστηση και φυσικές πηγές, έναν τόπο που διατηρεί τον ειδυλλιακό χαρακτήρα του και σήμερα. Ο Αλέξανδρος έμεινε εκεί δύο χρόνια μαζί με άλλους εφήβους, γόνους επιφανών οικογενειών. Στο χώρο αυτό, «στους υπόσκιους περιπάτους» και τις «λιθίνους έδρας» μυήθηκε στη φιλοσοφία, την ποίηση, τα μαθηματικά, τις φυσικές επιστήμες. Εδώ ο Αριστοτέλης χάρισε στον Αλέξανδρο αντίγραρφο της Ιλιάδας με ιδιόχειρη αφιέρωση, που τον συνόδευε ως το τέλος της ζωής του. Το 340 π.Χ. ο Αλέξανδρος επέστρεψε στην Πέλλα, για να ασκήσει καθήκοντα αντιβασιλέα, όταν ο Φίλιππος έλειπε στην εκστρατεία της Περίνθου και του Βυζαντίου. Ο δεσμός του όμως με τον Αριστοτέλη έμενε πάντα ισχυρός και η επίδραση της αριστοτελικής φιλοσοφίας συνετέλεσε ουσιαστικά στη διαμόρφωση της προσωπικότητάς του.
Οι εγκαταστάσεις της Σχολής ήταν διακριτικές, απόλυτα εναρμονισμένες με το φυσικό περιβάλλον. Ανάμεσα σε δύο φυσικά σπήλαια (Plinius, N.H. XXXI 30), διαμορφώνεται ένας χώρος με στοά σε Π, από την οποία διασώζεται ο στυλοβάτης και λαξεύματα στο φυσικό βράχο, που αποτελούσε το πίσω τμήμα της (διακρίνονται δοκοθήκες, για τη στήριξη των δοκαριών της στέγης, αύλακες και επικλινές λάξευμα που υποδεικνύει τη θέση της στέγης). Η επιμελής λάξευση, η διαμόρφωση κογχών, οι λαξευτές βαθμίδες και τα υπέρθυρα στις εισόδους των σπηλαίων βεβαιώνουν την χρήση τους πιθανόν ως ενδιαιτήματα των μαθητών. Πήλινες ανάγλυφες σίμες και κεραμίδες οροφής από την ανασκαφή της στοάς βρίσκονται στο αρχαιολογικό μουσείο Βέροιας. Μετά από εργασίες καθαρισμού της πυκνής βλάστησης, αποδείχθηκε ότι η διαμόρφωση του περιπάτου στη μια πλευρά, με εσοχές, προβολές και τα σπήλαια στο λαξευμένο βράχο, που φθάνει σε ύψος ως και τα 9,50 μ., και με τις πηγές στην άλλη πλευρά, συνεχίζεται σε πολύ μεγάλο μήκος. Κλίμακες οδηγούν από τον περίπατο αυτό στις πηγές, χαμηλότερα, όπου διακρίνονται αρχιτεκτονικά λείψανα.
Σχολή Αριστοτέλους – Μίεζα
Ο αρχαιολογικός χώρος διαμορφώθηκε από την ΙΖ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων το 1988 και 2000 (με τη συνεργασία του Δήμου Νάουσας), με την εποπτεία της υπογράφουσας και του αρχιτέκτονα Κ. Τροχίδη, στερεώθηκαν οι βραχώδεις επιφάνειες και η Σχολή του Αριστοτέλους έγινε επισκέψιμη. Στο χώρο αυτό, το 2001, υλοποιήθηκε η εναρκτήρια τελετή του Α΄ Διεθνούς Συνεδρίου για τον Αριστοτέλη, ένας θεσμός που υιοθετήθηκε και από άλλα φιλοσοφικά συνέδρια τα επόμενα χρόνια.
Ενδεικτική Βιβλιογραφία
Αλλαμανή Β., Αρχαία Μίεζα, Κοπανός, Λευκάδια, Νάουσα, Νάουσα 1995.
Αλλαμανή Β., Κουκουβού Α., “Μίεζα 1995, Ανασκαφικές έρευνες,” ΑΕΜΘ 9 (1995), 79-94/ οι ίδιες, Μίεζα, “Ανασκαφικές έρευνες”, ΑΕΜΘ 12 (1998), 371-381.
Αλλαμανή Β., Κουκουβού Α., Ψαρρά Ε., “Το κτιριακό συγκρότημα της Μίεζας. Ερμηνευτικές προσεγγίσεις και προοπτικές της έρευνας”, ΑΕΜΘ 16 (2002), 571-583.
Αλλαμανή Β., Μισαηλίδου Β., “Ανασκαφικές έρευνες στην αρχαία Μίεζα”, ΑΕΜΘ 6 (1992), 203-215/οι ίδιες, “Το θέατρο της Μίεζας”, ΑΕΜΘ 7 (1993), 86-96.
Ασημακοπούλου Χρ., Καλοδημίδου Η., Σιαμίδη Κ., Πουλακάκης Ν., “Αρχαίο Θέατρο Μίεζας 2011-2013: συντήρηση και αποκατάσταση των λίθινων εδωλίων του”, ΑΕΜΘ 26 (2012), 187-198.
Ζάμπας Κ., “Η αποκατάσταση της πρόσοψης του τάφου των Λευκαδίων”, ΑΕΜΘ 12 (1998), 421-438.
Καραδέδος Γ., Θεοχαρίδου Κ,, Αλλαμανή Β., Μισαηλίδου Β., “Αποκατάσταση του αρχαίου θεάτρου της Μίεζας”, ΑΕΜΘ 13 (1999), 521-534
Κουκουβού Α., “Αρχαία Μίεζα”, Ερατεινή Ημαθία, Ιερά Μητρόπολις Βέροιας, Ναούσης και Καμπανίας 2004, 70-89.
Λιλιμπάκη-Ακαμάτη Μ., “Η Σχολή του Αριστοτέλους στη Μίεζα, στο Ο Αριστοτέλης σήμερα”, Διεθνές Συνέδριο Μίεζα-Νάουσα, 20-23 Σεπτεμβρίου 2001, 43-46.
Λιλιμπάκη-Ακαμάτη Μ., Τροχίδης Κ., “Νέος μακεδονικός τάφος στα Λευκάδια Ημαθίας”, ΑΕΜΘ 18 (2004),465-484.
Λιλιμπάκη-Ακαμάτη Μ., Στεφανή Λ., “Ωναί εκ της Ημαθίας ΙΙ”, ΑΕ 2003, 155-196.
Mισαηλίδου-Δεσποτίδου Β., “Από το νεκροταφείο της αρχαίας Μίεζας”, ΑΕΜΘ 4 (1990), 127-135.
Πέτσας Φ., “Ωναί εκ της Ημαθίας”, ΑΕ 1961, 1-57.
Πέτσας Φ., “Ανασκαφαί Ναούσης”, ΠΑΕ 1965, 39 κ.ε./ΠΑΕ 1966, 30 κ.ε.,/ΠΑΕ 1968. 65 κ.ε.
Πέτσας Φ., Ο τάφος των Λευκαδίων, Αθήναι 1966.
Πουλακάκης Ν., “Αρχαίο Θέατρο Μίεζας: η ανασκαφική έρευνα των ετών 2007 και 2008”, ΑΕΜΘ 22 (2008), 159-168.
Πουλακάκης Ν., Στεργίου Ν., Καλοδημίδου Η. Ασημακοπούλου Χ, Αρχαίο θέατρο Μίεζας, Θεσσαλονίκη 2014.
Ρωμιοπούλου Κ., Λευκάδια-Αρχαία Μίεζα, Αθήνα 1997.
Ρωμιοπούλου Κ., Τουράτσογλου Ι., “Ο μακεδονικός τάφος της Νιάουστας (Τάφος Kinch)”, AE (1971) 146-164.
Ρωμιοπούλου Κ., Τουράτσογλου Ι., Μίεζα. Νεκροταφείο υστεροαρχαϊκών-πρώιμων ελληνιστικών χρόνων, Αθήνα 2002.
Σιγανίδου Μ., Τροχίδης Κ., “Η Σχολή του Αριστοτέλη στη Μίεζα”, ΑΕΜΘ 4 (1990),121-125.
Στεφανή Λ., “Η ανασκαφή στον προθάλαμο του τάφου της Κρίσεως στα Λευκάδια”, ΑΕΜΘ 12 (1998), 413-420.
Στεφανή Λ., “Ελεφάντινα αντικείμενα από τον τάφο της Κρίσεως και οι συμβολικές χρήσεις του ελεφαντόδοντου από την «ελίτ»”, Δινήεσσα, τιμητικός τόμος για την Κ. Ρωμιοπούλου, Θεσσαλονίκη, 2012, 509-522.
Delacoulonche, Mémoire sur le berceau de la puissance Macédonienne, 1887
Kinch K.F., “Le tombeau de Niaousta, Tombeau Macédonien“ D. KGL. Danske Vidensk. Selsk, Skrifter 7 Raekke, Historisk og Filosofisk Afd. I,V 3, Κοπενχάγη 1920.
Μiller St., The Tomb of Lyson and Kallikles : A Painted Macedonian Tomb, Mainz 1993.
Rhomiopoulou K., “A new Monumental Chamber Tomb with Paintings of the Hellenistic period near Lefkadia”, AAA VI (1973), 87-92.
Rhomiopoulou K.,Schmidt-Dounas, B. “Das Palmettengrab in Lefkadia“ [21. Beih. AM 2010], Mainz am Rhein.