Ο Δήμος -ως πρώτος βαθμός τοπικής αυτοδιοίκησης- αν και μακρόβιος πολιτικός θεσμός στο ελληνικό κράτος και συγχρόνως προνομιακός χώρος έρευνας για την ελληνική ιστοριογραφία -τουλάχιστον- του 19ου αιώνα, αφού παρέχει τη δυνατότητα στους ερευνητές να ασχοληθούν με γεγονότα που άπτονται του κοινωνικού, πολιτικού, οικονομικού γίγνεσθαι μιας περιοχής ή και με θέματα νοοτροπιών, έχει ελάχιστα απασχολήσει έως σήμερα την ιστορική έρευνα. Το ενδιαφέρον για τον θεσμό της δημοτικής αυτοδιοίκησης, που «ως σχέση και οργάνωση είναι αμετάβλητος δομικά και μεταβλητός ιστορικά»[1], σχετίζεται και με το ότι ο εν λόγω πολιτικός θεσμός ρυθμίζει, υπηρετεί και οριοθετεί τις κοινές ανάγκες και τα τοπικά προβλήματα, ενώ παράλληλα συμβάλλει στην κοινωνική ισορροπία και την ιστορική αλλαγή. Συνεπώς οι προαναφερθείσες λειτουργίες, που ένας Δήμος επιτελούσε -τον 19ο αιώνα- τον συνέδεαν άμεσα με το σύνολο των οικονομικών, κοινωνικών, πολιτικών, ιδεολογικών, πολιτιστικών δραστηριοτήτων της περιοχής του.
Η ιστορία λοιπόν ενός αστικού συνόλου -στην προκειμένη περίπτωση της Πάτρας – είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την τοπική του αυτοδιοίκηση[2]. Η πολιτική άλλωστε που εφάρμοζαν κατά καιρούς οι εκάστοτε δημοτικές αρχές (Δήμαρχοι, Πάρεδροι, Δημοτικά Συμβούλια[3]) επηρέασε τόσο την πορεία του όσο και την ευρύτερη περιοχή του. Επιπλέον οι αρμοδιότητες, οι ρόλοι και οι λειτουργίες που επιτελούσαν οι προαναφερθείσες αρχές[4] σε τομείς όπως η κοινωνική πρόνοια, η εκπαίδευση, η δημόσια υγεία κ.λπ., υπήρξαν καθ’ όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα ιδιαίτερα σημαντικοί. Με τις αποφάσεις των Δημοτικών Συμβουλίων -και κυρίως με την υλοποίησή τους- οι δημοτικοί άρχοντες προγραμμάτιζαν και πραγματοποιούσαν τα έργα που έκριναν κάθε φορά αναγκαία για την πόλη τους και την εγγύς περιοχή της, ενώ παράλληλα λάμβαναν μέτρα για την προστασία της υγείας των δημοτών τους και εν γένει για την ευημερία τους[5]. Οι συγκεκριμένες δράσεις έβρισκαν σύμφωνη την Πολιτεία, αφού η τελευταία απαλλασσόταν από μέρος του κόστους των δημοσίων έργων και από την εφαρμογή, εκ μέρους της, μιας κοινωνικής πολιτικής για τους πολίτες της.
Παρόλο που το κράτος δεν συνέβαλε οικονομικά στην υλοποίηση της όποιας κοινωνικής πολιτικής άσκησαν οι Δήμοι του βασιλείου στην περιοχή τους κατά τη διάρκεια του 19ου και των πρώτων δεκαετιών του 20ού, διατήρησε για τον εαυτό του το δικαίωμα να εγκρίνει ή να απορρίπτει τα αιτήματα των Δήμων μέσω της νομαρχιακής διοίκησης, ελέγχοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τις δημοτικές αρχές και τη δράση τους. Οι αποφάσεις εξάλλου των Δημοτικών Συμβουλίων δεν ήταν άμεσα εκτελέσιμες, αφού ύστερα από τη λήψη τους έπρεπε να εγκριθούν από τον αρμόδιο Νομάρχη.
Δήμος Πατρέων. Δήμαρχοι και Δημοτικά Συμβούλια
Πολύτιμη πηγή πληροφόρησης για την πορεία του Δήμου Πατρέων τα έτη 1835-1922 και την κοινωνική πολιτική που άσκησε στους δημότες του αποτελούν τα Πρακτικά των Δημοτικών Συμβουλίων[6] και ο πατραϊκός Τύπος. Στις σελίδες των εν λόγω αρχειακών πηγών άλλωστε ο ενδιαφερόμενος μπορεί να εντοπίσει την εκάστοτε οικονομική, κοινωνική, πολιτιστική, πολεοδομική πολιτική που οι δημοτικοί άρχοντες εφάρμοσαν στην περιοχή τους, τα προβλήματα που οι κάτοικοι της αχαϊκής πρωτεύουσας αντιμετώπισαν καθώς επίσης και τους τρόπους που επιλέγονταν κάθε φορά προκειμένου αυτά να επιλυθούν. Παράλληλα, τα Πρακτικά προσφέρουν τη δυνατότητα στους ερευνητές να προσεγγίσουν την οικονομική και κοινωνική πορεία της Πάτρας από την οπτική των επίσημων τοπικών αρχών (Δήμαρχοι, Πάρεδροι, Δημοτικοί Σύμβουλοι) και να κατανοήσουν τον βαθμό συμβολής της τοπικής αυτοδιοίκησης στη συγκεκριμένη πορεία.
Ο Δήμος Πατρέων με έδρα την Πάτρα σχηματίστηκε τον Απρίλιο του 1835. Αρχικά κατατάχθηκε στους Δήμους β΄ τάξης (5.469 κάτοικοι), ενώ ύστερα από τη συγχώνευσή του με όμορους δήμους ή τμήματά τους (Μεσσάτιδας, Παναχαιών, Αργυραίων, Δημαίων) εντάχθηκε στους Δήμους α΄ τάξης[7]. Τα πρώτα μετεπαναστατικά έτη ίσχυσε στον απελευθερωμένο νότιο ελλαδικό χώρο το δημογεροντικό σύστημα. Οι κοινοτικοί δημογέροντες (α΄ βαθμίδας), είτε ως αιρετοί με τιμητικά κριτήρια (1828) είτε ως διορισμένοι (1830), διατήρησαν ορισμένες μόνο από τις προεπαναστατικές τους αρμοδιότητες[8]. Την εν λόγω περίοδο πάντοτε (1828-1836) τις θέσεις των πέντε δημογερόντων στην αχαϊκή πρωτεύουσα κατέλαβαν οι Θάνος Μαντζαβίνος, Ανδρέας Καλαμογδάρτης, Δημήτριος Αντωνόπουλος, Αναγνώστης Γιαννακόπουλος, Αντώνιος Οικονομόπουλος ή Οικονόμου, Μήτρος Παναγόπουλος, Γεώργιος Μπουκαούρης, Λεωνίδας Χρυσανθόπουλος, Γερογιώργης Ζουμπατιώτης (1831-1835) και Δημήτριος Ρετινιώτης (1835-1836)[9]. Η πρώτη εκλογική διαδικασία για τους δημογέροντες πραγματοποιήθηκε στην πόλη την εορτή του Αγ. Ανδρέα (30.11.1828), σε υπαίθρια συνέλευση, που την απάρτιζαν πολίτες άνω των 25 ετών[10].
Τα μετέπειτα έτη και έως το 1866 στον δημαρχιακό θώκο των Πατρών διορίστηκαν 10 άτομα, η πλειονότητα των οποίων πρόσκειντο πολιτικά και διέκειτο φιλικά στον Όθωνα. Επρόκειτο για τους Ιωάννη Ζαΐμη, Ιωάννη Μπουκαούρη, Αντώνη Καλαμογδάρτη, Ανδρέα Λόντο, Κωνσταντίνο Σκουρλέτη, Αντώνιο Αντωνόπουλο, Ιωάννη Αντωνόπουλο, Μπενιζέλο Ρούφο, Περικλή Καλαμογδάρτη, Σπυρίδωνα Χρυσανθακίδη[11]. Σύμφωνα με τις επαγγελματικές τους δραστηριότητες, κάποιοι εξ αυτών ανήκαν στους γαιοκτήμονες-σταφιδεμπόρους και κάποιοι άλλοι στους γαιοκτήμονες-πολιτευτές. Η ιδιότητα του γαιοκτήμονα ενέτασσε τα άτομα αυτά στα ανώτερα οικονομικά και κοινωνικά πατραϊκά στρώματα, στα οποία διατηρήθηκαν για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Ύστερα από το 1866 το δημαρχιακό αξίωμα στον Δήμο Πατρέων ανέλαβαν 7 άτομα, τα οποία εξελέγησαν από τους πατρινούς ψηφοφόρους[12]. Στα συγκεκριμένα άτομα συγκαταλέγονταν οι Περικλής Καλαμογδάρτης, Γεώργιος Ρούφος, Αθανάσιος Κανάρης-Ρούφος, Δημήτριος Πατρινός, Αριστομένης Κοντογούρης, Δημήτριος Βότσης και Δημήτριος Ανδρικόπουλος-Μπουκαούρης[13]. Όσον αφορά τους εκλεγμένους δημάρχους (1866-1922), αυτοί προέρχονταν είτε από τον χώρο των κτηματιών που δραστηριοποιούνταν και στο σταφιδεμπόριο, είτε από τον χώρο της πολιτικής, με νομικές, οι περισσότεροι, σπουδές[14]. Επαγγελματική διαφοροποίηση στους Δημάρχους συναντάται από τα τέλη της δεκαετίας του 1870 και έπειτα, καθώς έκτοτε οι Δήμαρχοι προέρχονταν από τον χώρο της δικηγορίας. Ωστόσο, έως τα τέλη της εξεταζόμενης περιόδου (1922) δεν ήταν το επάγγελμα που προσέλκυε ψηφοφόρους στους υποψήφιους, αλλά η πολιτική δύναμη που αυτοί διέθεταν σε τοπικό επίπεδο και η στήριξη που τους παρείχαν πολιτικές οικογένειες της πόλης (οικογένειες Ρούφου, Καλαμογδάρτη, Πατρινού, Κοντογούρη, Μπουκαούρη)[15]. Η επανεκλογή αρκετών άλλωστε Δημάρχων για περισσότερες από μία τετραετία υποδηλώνει όχι μόνο το σημαντικό έργο που επιτελέστηκε στην πόλη επί δημαρχοντίας τους, αλλά και το ισχυρό πολιτικό έρεισμα που διέθεταν στην πατραϊκή κοινωνία. Εντούτοις κανείς από τους εκλεγμένους δημάρχους του 19ου αιώνα δεν προερχόταν από την εύπορη ομάδα των πατρινών εμπόρων. Προφανώς η έντονη κομματικοποίηση στην αχαϊκή πρωτεύουσα το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα και οι πελατειακές σχέσεις που είχαν αναπτύξει εκεί οι ντόπιοι πολιτικοί, δεν επέτρεπαν την εκλογή υποψηφίων δημάρχων με μόνο κριτήριο την οικονομική τους επιφάνεια.
Όσον αφορά τον πολιτικό προσανατολισμό των Δημοτικών Συμβουλίων, αυτός συνέπλεε σε γενικές γραμμές με τον αντίστοιχο της εθνικής πολιτικής σκηνής. Συγκεκριμένα, οι δημοτικές αρχές -και κυρίως οι Δήμαρχοι λόγω του διορισμού τους από τον βασιλιά- τάσσονταν έως το 1862 υπέρ του Όθωνα. Τα επόμενα έτη η σύνθεση των δημοτικών συμβουλίων επηρεαζόταν είτε από τις πολιτικές οικογένειες της πόλης και από το ό,τι αυτές υποστήριζαν πολιτικά κατά καιρούς (Βούλγαρη, Κουμουνδούρο, Δηλιγιάννη κ.λπ.), είτε από τις εθνικές πολιτικές εξελίξεις (Δικομματισμός, Κίνημα στο Γουδί)[16].
Σχετικά με τους πατρινούς Δημοτικούς Συμβούλους, η έρευνα στα Πρακτικά των Δημοτικών Συμβουλίων εντόπισε περισσότερα από 200 άτομα τα οποία κατέλαβαν την περίοδο 1836-1922 τις θέσεις των Παρέδρων και των Συμβούλων[17]. Βάσει των ποσοτικών στοιχείων το 85% περίπου των περιπτώσεων εξελέγησαν στις προαναφερθείσες θέσεις μία ή δύο μόνο φορές. Πιθανότατα η επανεκλογή ορισμένων Πατρινών στα αξιώματα αυτά για αρκετές φορές αποδεικνύει την πολιτική τους δύναμη και την επιρροή τους στην πατραϊκή κοινωνία, που τους επέτρεπαν να λειτουργούν ως μεσάζοντες («κομματάρχες») μεταξύ της εθνικής και της τοπικής πολιτικής σκηνής και των πολιτικών/πολιτευτών και των ψηφοφόρων[18]. Επιπρόσθετα τα στοιχεία καταδεικνύουν ότι στην πάλη για την κατάληψη θέσεων στα δημοτικά κοινά συμμετείχαν εκπρόσωποι όλων των κυρίαρχων οικονομικών ομάδων της πόλης (κτηματίες, σταφιδέμποροι, έμποροι-τραπεζίτες, ιατροί, δικηγόροι, συμβολαιογράφοι κτλ).
Ειδικότερα για τους εμπόρους μπορούμε να πούμε ότι με τη συμμετοχή τους στα Δημοτικά Συμβούλια -κυρίως από τις εκλογές του 1866 και έπειτα- ενέτασσαν τον εαυτόν τους στην υπηρεσία της πόλης, στο επίπεδο δηλαδή της «μικροπολιτικής». Απώτεροι σκοποί της συγκεκριμένης δράσης ήταν να προασπίσουν τα εμπορικά τους συμφέροντα, να προσφέρουν στην πόλη όπου ζούσαν και δραστηριοποιούνταν οικονομικά, τέλος, να υλοποιήσουν τα σχέδιά τους για την αστικοποίηση και τον εξευρωπαϊσμό της Πάτρας. Το ενδιαφέρον των εμπόρων για τη διαχείριση των δημοτικών υποθέσεων συμπίπτει χρονικά με τη «χρυσή» οικονομικά εποχή της πόλης από το εμπόριο της σταφίδας. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι τα έτη 1866-1891, οπότε εξελέγησαν στις δημοτικές θέσεις 100 περίπου άτομα, η πλειονότητα αυτών προερχόταν από τον εμπορικό κόσμο. Η σταφιδική κρίση του 1892/3[19] και η πτώχευση του 1893 επέφεραν πρόσκαιρες διαφοροποιήσεις και στη σύνθεση των Δημοτικών Συμβούλιων. Συγκεκριμένα, την περίοδο 1891-1899 εμφανίζεται σημαντικά αυξημένη η συμμετοχή των λεγομένων επαγγελμάτων της γνώσης (ιατροί, δικηγόροι, συμβολαιογράφοι κ.ά.) στα Συμβούλια, ενώ, αντίθετα, μειωμένη υπήρξε η συμμετοχή των εμπόρων σε αυτά. Την πρωτοκαθεδρία στα Δημοτικά Συμβούλια του Δήμου Πατρέων ανέλαβαν και πάλι οι έμποροι από τα τέλη του 19ου αιώνα και με αυτή τη σύνθεση πορέυτηκαν έως το 1922.
Δημοτικοί οικονομικοί πόροι και δαπάνες
Οι οικονομικές δραστηριότητες του Δήμου Πατρέων, όπως και των υπολοίπων Δήμων του ελληνικού βασιλείου, -κατά τη διάρκεια των ετών 1835-1922- είχαν διαφορετικά ποιοτικά και ποσοτικά χαρακτηριστικά, αλλά και περιεχόμενο, συγκριτικά με τις δραστηριότητες που ασκούν οι Δήμοι σήμερα. Η διαφοροποίηση αυτή σχετίζεται -σύμφωνα με τον Θ. Καλαφάτη- «με λόγους ιστορικής υφής, αλλά και με μια πραγματικότητα που διαμορφώνεται με τη γέννηση του νέου ελληνικού κράτους», στο οποίο οι δημοτικές αρχές «υποτάσσονταν» στον έλεγχο της κεντρικής εξουσίας[20].
Η εφαρμογή της οποιασδήποτε αναπτυξιακής ή κοινωνικής πολιτικής του Δήμου Πατρέων απαιτούσε, εκτός από τις καλές προθέσεις των ιθυνόντων, και την εξασφάλιση των αναγκαίων κονδυλίων. Με δεδομένο ότι τα έργα υποδομής που υλοποιήθηκαν στην αχαϊκή πρωτεύουσα κατά τη διάρκεια των ετών 1835-1922 υπήρξαν πολλά -και ιδιαιτέρως δαπανηρά-, ενώ οι ανάγκες των κατοίκων της διαρκώς αυξανόμενες εξαιτίας της συνεχούς πληθυσμιακής επέκτασης της πόλης και των προβλημάτων που αυτή επέφερε, είναι λογικό να καταλαμβάνουν μεγάλο μέρος στα Πρακτικά των Δημοτικών Συμβουλίων οι συζητήσεις για τα δημόσια έργα και την κοινωνική πολιτική του Δήμου. Η έρευνα στους δημοτικούς προϋπολογισμούς και απολογισμούς καταδεικνύει ότι όσο η Πάτρα επεκτεινόταν χωρογραφικά και πληθυσμιακά και άκμαζε εμπορικά, τόσο αυξάνονταν οι πόροι του Δήμου, αλλά και οι δημοτικές δαπάνες. Επιπλέον, η μελέτη των ετήσιων προϋπολογισμών και απολογισμών του Δήμου αποδεικνύει την οικονομική σημασία (εκτός από την πολιτική) που είχε ο έλεγχος του Δήμου για τις διάφορες τοπικές πολιτικοκοινωνικές ομάδες[21].
Τα κυριότερα δημοτικά έσοδα προέρχονταν από: α) «Άμεσους φόρους» (π.χ. «φόρος επιτηδευμάτων», «φόρος οικοδομών», «φόρος επί των αροτριώντων κτηνών», «φόρος επί των ζώων», «φόρος επί του σταφιδοκάρπου», «φόρος επί του ελαίου», «φόρος επί των αμπέλων», «φόρος επί των εν εκτιμήσει» κ.λπ.), β) «Έμμεσους φόρους» (π.χ. «φόρος επί των διά θαλάσσης και ξηράς εισαγομένων ωνίων και εμπορευμάτων», «φόρος επί του σίτου», «φόρος επί των κορμών δένδρων, κολωνών… παραγομένης», «φόρος επί των προς εμπορίαν και κατανάλωσιν εισαγόμενων εις τον Δήμον ζώων», «φόρος επί των ιχθύων» κ.λπ.), γ) «Προσόδους της δημοτικής περιουσίας». Οι προαναφερθείσες κατηγορίες εσόδων αποτελούσαν και τις κυριότερες πηγές χρηματοδότησης των δημοτικών δαπανών. Επιπρόσθετα με τα δημοτικά έργα που υλοποιούνταν στην πόλη οι δημοτικές αρχές παρενέβαιναν στην τοπική οικονομία, βοηθώντας την να αναπτυχθεί. Αντίθετα οι δαπάνες ταξινομούνταν σε: α) έξοδα διοίκησης, β) επενδυτικές και γ) κοινωνικές δαπάνες.
Η άμεση σύνδεση των δημοτικών εσόδων με τη φορολόγηση του εμπορίου -και κυρίως της σταφίδας- είχε ως αποτέλεσμα την αυξομείωσή τους ανάλογα με την εμπορική κίνηση και τη γεωργική παραγωγή της περιοχής. Αυτή όμως η σχέση καθιστούσε τους δημοτικούς προϋπολογισμούς επισφαλείς ανά πάσα στιγμή και κατ’ επέκταση μη υλοποιήσιμα, πολλές φορές, τα οποιαδήποτε σχέδια του Δήμου. Αντίθετα, στα έξοδα δεν παρατηρούνται αυξομειώσεις, αλλά μια σταθερά ανοδική τάση, που οφειλόταν αφενός στην πληθυσμιακή αύξηση που γνώρισε η πόλη από τους οικονομικούς μετανάστες και αφετέρου στα σχέδια των ανώτερων οικονομικοκοινωνικών στρωμάτων της Πάτρας -που συμμετείχαν στα Δημοτικά Συμβούλια- για τον εξευρωπαϊσμό της[22]. Σχέδια δηλαδή που υπαγόρευαν την ανάπλαση και τον εξωραϊσμό της πόλης. Όσον αφορά πάντως τα κύματα των ατόμων που κατέφτασαν στην πόλη από την πελοποννησιακή ενδοχώρα και τα Επτάνησα[23] -από τα μέσα του 19ου αιώνα και έπειτα-, αναζητώντας εργασία και καλύτερη ποιότητα διαβίωσης[24], αυτά δεν προσέφεραν μόνο φτηνά εργατικά χέρια, αλλά δημιούργησαν και προβλήματα, για την άμεση επίλυση των οποίων επιβαρύνονταν οι δημοτικοί απολογισμοί[25].
Βάσει των διαθέσιμων οικονομικών στοιχείων παρατηρείται μια αυξητική πορεία στα έσοδα και τα έξοδα του Δήμου Πατρέων, η οποία έχει άμεση σχέση με την πληθυσμιακή, γεωγραφική και οικονομική ανάπτυξη που γνώρισε η πόλη τα έτη 1835-1922. Επιπρόσθετα, όλοι σχεδόν οι οικονομικοί απολογισμοί του Δήμου εμφανίζονται -σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό- πλεονασματικοί. Η εξασφάλιση αποθεματικού κεφαλαίου για την απρόσκοπτη οικονομική πορεία του Δήμου φαίνεται ότι αποτελούσε στόχο όλων των δημοτικών αρχών του 19ου αιώνα. Στους πλεονασματικούς απολογισμούς πάντως συνέβαλλαν αρκετές φορές και τα δάνεια που ο Δήμος κατά καιρούς έλαβε, τα οποία του επέτρεπαν να υλοποιεί τόσο τα αναπτυξιακά του έργα, όσο και την κοινωνική του πολιτική προς τους δημότες του[26]. Συγχρόνως τα οικονομικά του Δήμου Πατρέων επιτρέπουν να διακρίνουμε τις θεμελιώδεις επιλογές που υιοθέτησε η εκάστοτε δημοτική αρχή και τις προτεραιότητες που έθεσε για την κάλυψη και την κατανομή των δαπανών. Όσο για τα αυξημένα -προϋπολογισθέντα ή απολογισθέντα- έξοδα που παρατηρούνται σε συγκεκριμένες χρονικές περιόδους, αυτά σχετίζονταν συχνά με την υλοποίηση μεγάλων και δαπανηρών δημοτικών έργων, τα οποία υπαγόρευε η διόγκωση της πόλης και ο εκσυγχρονισμός της[27]. Από την έρευνα, τέλος, στα οικονομικά του Δήμου Πατρέων προκύπτει ότι οι δημοτικοί άρχοντες είχαν σχέδια για την πόλη τους, αλλά και τη βούληση να εργαστούν για να τα υλοποιήσουν. Τα πενιχρά όμως μέσα που συχνά διέθεταν δεν τους επέτρεπαν πάντοτε να τα μετατρέψουν σε πράξη.
Δημοτικά έργα και ημέραι
Η κρατική αδυναμία να υλοποιήσει -καθ’ όλη σχεδόν τη διάρκεια του 19ου αιώνα- έργα υποδομής, αναπτυξιακά προγράμματα και κοινωνική πρόνοια στην ελληνική επικράτεια εξαιτίας των περιορισμένων οικονομικών πόρων, οδήγησαν το κράτος να μεταθέσει αρκετές από τις προαναφερθείσες αρμοδιότητες στην τοπική αυτοδιοίκηση. Στις υποχρεώσεις των Δήμων συγκαταλέγονταν οι δαπάνες για την τοπική και αγρονομική αστυνομία, η σύσταση και διατήρηση δημοτικών σχολείων, η ανοικοδόμηση και συντήρηση των αναγκαίων δημοτικών καταστημάτων, η διαμόρφωση και συντήρηση δημοτικών οδών, γεφυρών, υδραγωγείων και φρεάτων, η εκτέλεση υδραυλικών έργων, η εισφορά για την κάλυψη των εξόδων στα αγαθοεργά καταστήματα κ.λπ.[28].
Στην περίπτωση της Πάτρας η τοπική της αυτοδιοίκηση κινητοποιήθηκε από τα πρώτα κιόλας μετεπαναστατικά έτη -και όχι πάντοτε με επιτυχία- για την ανοικοδόμηση της πόλης και τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης των πολιτών της. Οι πρώτες οργανωμένες ενέργειες για την επίτευξη των σκοπών αυτών πραγματοποιήθηκαν ουσιαστικά στον πατραϊκό αστικό χώρο το 1841, επί δημαρχίας Αντ. Καλαμογδάρτη. Την εν λόγω περίοδο κατεδαφίστηκε ένας μεγάλος αριθμός αυθαιρέτων που εμπόδιζαν την υλοποίηση του πολεοδομικού σχεδίου, έγινε διάνοιξη οδών, κατασκευάστηκε το αποχετευτικό δίκτυο και εφαρμόστηκαν μέτρα για την καθαριότητα της πόλης. Ο Καλαμογδάρτης ενδιαφέρθηκε και για τη βελτίωση της ποιότητας διατροφής των Πατρινών μέσω συχνών ελέγχων που διενεργούσαν η αγορανομία και η αστυνομία στις τοπικές λαϊκές αγορές[29].
Στα Πρακτικά των Δημοτικών Συμβουλίων των ετών 1836-1922 καταγράφεται μια πλειάδα αποφάσεων για την υλοποίηση δημοτικών έργων στην Πάτρα, ενώ ταυτόχρονα δίνεται ιδιαίτερη έμφαση σε δράσεις για τη βελτίωση της ποιότητας ζωής των Πατρινών. Σύμφωνα με τα Πρακτικά, έντονο υπήρξε και το ενδιαφέρον των δημοτικών αρχών για τη δημιουργία αναπτυξιακών έργων. Το σημαντικότερο από αυτά -λόγω της συμβολής του στο τοπικό εμπόριο-, αλλά συγχρόνως και το πιο πολυδάπανο υπήρξε το λιμάνι της πόλης. Όσον αφορά το συγκεκριμένο έργο, η κατασκευή του υπαγορεύτηκε από τη διαρκώς αυξανόμενη εμπορική κίνηση από και προς την αχαϊκή πρωτεύουσα. Η μέριμνα της Πολιτείας για την υλοποίηση του έργου περιορίστηκε στην έγκριση των λιμενικών σχεδίων που της υπέβαλε ο Δήμος (1836) και στην επιβολή δημοτικού φόρου για την κατασκευή του λιμανιού (1836). Έως το 1840 το λιμάνι δεν διέθετε προκυμαία και αποβάθρα. Τα συγκεκριμένα έργα ξεκίνησαν τότε, ενώ την ίδια χρονιά οι δημοτικές αρχές επέβαλαν και πρόσθετο φόρο για την κάλυψη του κόστους τους. Τα κονδύλια πάντως που δαπανήθηκαν έως το 1869 σχετίζονταν κυρίως με επιδιορθώσεις, ανέγερση φάρου, χώρων τελωνείου και λοιμοκαθαρτηρίου. Στην ουσία τα σημαντικότερα λιμενικά έργα πραγματοποιήθηκαν μετέπειτα. Την περίοδο δηλαδή που η αχαϊκή πρωτεύουσα βίωνε την οικονομική ευμάρεια από το σταφιδικό εμπόριο. Συγκεκριμένα, το 1873 εγκρίθηκε από το Δημοτικό Συμβούλιο η νέα μελέτη για το λιμάνι, που είχε εκπονήσει ο γάλλος μηχανικός N. Pascal (26.6.1872). Οι λιμενικές εργασίες πάντως -συνολικού κόστους 8.036.000 δρχ.- ολοκληρώθηκαν μια εικοσαετία αργότερα (1894)[30].
Παράλληλα με τα έργα στο λιμάν,ι οι δημοτικές πατραϊκές αρχές προχώρησαν στην κατασκευή και άλλων έργων υποδομής, τα οποία είχε ανάγκη η πόλη. Σ’ αυτά, που υλοποιήθηκαν κυρίως από τη δεκαετία του 1870 και έπειτα, συγκαταλέγονταν η συντήρηση και η επέκταση του υδρευτικού και αποχετευτικού δικτύου[31],η διάνοιξη και η λιθόστρωση δημοτικών οδών[32], η κατασκευή γεφυρών[33], η οικοδόμηση δημοτικών αγορών, η κατασκευή πληθώρας κρηνών για την ύδρευση των κατοίκων[34], ο φωτισμός της πόλης[35], η οργάνωση της τοπικής συγκοινωνίας[36] κ.λπ. Ιδιαίτερα δαπανηρές πάντως αποδείχθηκαν για τον Δήμο οι κατασκευές του υδραγωγείου και του εργοστασίου αεριόφωτος[37]. Πολλά από τα προαναφερθέντα έργα σχετίζονταν όχι μόνο με την ενίσχυση του τοπικού εμπορίου, αλλά και με την προστασία της δημόσιας υγείας, όπως η κατασκευή των δημοτικών αγορών (1879, 1881, 1884) και των σφαγείων (1903)[38].
Όσο για τις ενέργειες καθαριότητας στην αχαϊκή πρωτεύουσα και εξωραϊσμού της, αυτές αποσκοπούσαν πρωτίστως στη διασφάλιση της υγείας των πολιτών και δευτερευόντως στην καθιέρωση της Πάτρας ως ευρωπαϊκού αστικού κέντρου. Τα έργα που πραγματοποιούνταν για τους συγκεκριμένους σκοπούς σχετίζονταν με τη συγκρότηση συνεργείων καθαριότητας[39], τη ρήψη νερού στους χωμάτινους δρόμους της πόλης, την αποξήρανση ελών που αποτελούσαν νοσογόνες εστίες, τη διαμόρφωση χώρων αναψυχής (πλατείες, πάρκα)[40], τη δενδροφύτευση πλατειών και οδών[41], την ονοματοθεσία και αρίθμηση οδών[42]. Αξιοσημείωτο είναι ότι στην καθαριότητα της πόλης χρησιμοποιούνταν -ενίοτε- εκτός από εργολαβικά συνεργεία καθαρισμού και κατάδικοι. Η χρησιμοποίηση των τελευταίων στην αποκομιδή των σκουπιδιών καταδεικνύει αφενός τη θέση των καταδίκων στην ελληνική κοινωνία του 19ου αιώνα και αφετέρου τη χρησιμοποίησή τους σε ανθυγιεινές εργασίες, όπως αυτή της καθαριότητας, λόγω του μηδενικού τους κόστους[43]. Επιπρόσθετα ο Δήμος προνοούσε για τη δημόσια υγεία μέσω της λήψης μέτρων για τις κατά καιρούς ανακύψασες σοβαρές και μεταδοτικές επιδημίες στην πόλη, όπως η ευλογιά[44] και η γρίππη[45].
Στα Πρακτικά του Δημοτικού Συμβουλίου είναι εμφανείς οι ενέργειες των δημοτικών αρχών της πόλης να ασκήσουν κοινωνική πρόνοια για τους Πατρινούς. Στο πλαίσιο λοιπόν αυτό εντάσσονται, εκτός από την ιδρυματική πολιτική του Δήμου Πατρέων, η ιατροφαρμακευτική μέριμνα για τα κατώτερα κοινωνικά και οικονομικά στρώματα της πόλης και τους απόρους δημότες, η διανομή χρηματικών ποσών σε ενδεείς με αφορμή μεγάλες θρησκευτικές εορτές (Χριστούγεννα, Πάσχα κ.ά.[46]), η φροντίδα για τους ηλικιωμένους άπορους και ανήμπορους κατοίκους της πόλης[47], η χορήγηση βοηθήματος σε Πατρινούς, «ίνα μεταβώσιν εις τα λουτρά χάριν της πασχούσης υγείας των…»[48]. Όσον αφορά την ιδρυματική πολιτική, που εφαρμόστηκε στους δημότες από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα και έπειτα, αυτή λάμβανε χώρα κυρίως στα τρία ευαγή καταστήματα της Πάτρας, το Βρεφοκομείο, το Νοσοκομείο και το Πτωχοκομείο. Στα δύο πρώτα ο Δήμος, εκτός από την οικονομική του συνδρομή, συμμετείχε άμεσα στη διοίκησή τους. Στο τρίτο περιοριζόταν στην ετήσια καταβολή ενός χρηματικού ποσού για τη λειτουργία του και στις κατά καιρούς έμμεσες εμπλοκές του στις διοικητικές του υποθέσεις. Εντούτοις ας σημειωθεί ότι οι δημοτικές αρχές δεν υπήρξαν πάντοτε συνεπείς στις οικονομικές τους υποχρεώσεις απέναντι στα αγαθοεργά ιδρύματα της πόλης[49], με συνέπεια να καθυστερούν για μεγάλα χρονικά διαστήματα την οικονομική τους συνδρομή, προκαλώντας στα συγκεκριμένα ιδρύματα σημαντικά λειτουργικά προβλήματα[50]. Κατά κύριο λόγο πάντως οι καθυστερήσεις είχαν σχέση με τα οικονομικά προβλήματα που και ο Δήμος συχνά αντιμετώπιζε[51], ο οποίος είχε συνδέσει τα έσοδά του με το εισαγωγικό και εξαγωγικό εμπόριο της περιοχής. Συνεπώς οι όποιες αυξομειώσεις σημειώνονταν σε αυτό είχαν άμεσο αντίκτυπο και στις δημοτικές δράσεις[52].
Στις ενέργειες του Δήμου για την προστασία και τη βελτίωση της κοινωνικής ευημερίας των Πατρινών εντάσσονται η διασφάλιση της δημόσιας τάξης, η μείωση της εγκληματικότητας, η παροχή παιδείας σε ανηλίκους και ενηλίκους. Η πόλη άλλωστε εξαιτίας του λιμανιού της και της ευμάρειας που κατά καιρούς βίωνε, αποτελούσε πόλο έλξης κλεπτών, ζητιάνων, απατεώνων και άλλων περιθωριακών στοιχείων. Επίσης, η έλευση των οικονομικών μεταναστών στην αχαϊκή πρωτεύουσα -κυρίως από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα και έπειτα- συμπορεύτηκε με τη ραγδαία αύξηση φαινομένων έκνομης συμπεριφοράς[53]. Τη διασφάλιση της τάξης στην αχαϊκή πρωτεύουσα είχαν αναλάβει αρχικά η αστυνομία και η αγροφυλακή[54]. Ύστερα από το 1849 με την αστυνόμευση των αστικών περιοχών και της εγγύς υπαίθρου τους επιφορτίστηκαν -έως το 1895- και δύο άλλες υπηρεσίες, η αγροφυλακή και η αγορανομία[55]. Το γεγονός ότι οι εν λόγω υπηρεσίες χρηματοδοτούνταν από τον Δήμο είχε ως συνέπεια να χρησιμοποιούνται συχνά άτομα των σωμάτων αυτών από τις δημοτικές αρχές για την εξυπηρέτηση κομματικών ή προσωπικών συμφερόντων, ενισχύοντας έτσι τις πελατειακές σχέσεις στην περιοχή[56].
Όσο για τα έξοδα λειτουργίας και συντήρησης των δημοτικών σχολείων της πόλης, που παρείχαν «τον πνευματικό άρτο του λαού»[57], αυτά καλύπτονταν -από τα τέλη του 1837 και έως το 1888- από τον Δήμο. Παράλληλα οι δημοτικές αρχές χρηματοδοτούσαν -έως τουλάχιστον τις αρχές του 20ού αιώνα- Σχολές Λαού για τον ενήλικο πληθυσμό και χορηγούσαν υποτροφίες σε φοιτητές. Κάποιοι μάλιστα από τους δημοτικούς υπότροφους προσέφεραν αργότερα αμισθί τις υπηρεσίες τους στον Δήμο Πατρέων[58].
Στα προβλήματα που κατά καιρούς αντιμετώπιζαν οι Πατρινοί -και κυρίως εκείνοι των χαμηλότερων οικονομικών και κοινωνικών στρωμάτων- συγκαταλέγονταν και αυτά που σχετίζονταν με τη σίτιση και δη τον υποσιτισμό. Τα συγκεκριμένα προβλήματα προέκυπταν από την υποπαραγωγή ή την υπερπαραγωγή της σταφίδας, την αύξηση της τιμής των σιτηρών[59], τους ναυτικούς αποκλεισμούς των ελληνικών λιμανιών από ευρωπαϊκές δυνάμεις. Όταν λοιπόν δημιουργείτο κάποιο επισιτιστικό πρόβλημα, οι δημοτικές αρχές καλούνταν άμεσα να το επιλύσουν, καθώς μπορούσε να προκαλέσει ασθένειες που θα διασάλευαν τη δημόσια υγεία της περιοχής. Ενδεικτικά αναφέρουμε τη «νόσο των αμπέλων» που ενέσκηψε στην Αχαΐα τα έτη 1852-1856[60]. Η υποπαραγωγή της σταφίδας οδήγησε τότε μεγάλο αριθμό κατοίκων στον υποσιτισμό[61]. Στο πλαίσιο αντιμετώπισης του συγκεκριμένου προβλήματος, και καθώς οι δημοτικοί πόροι δεν επαρκούσαν για την επίλυσή του, ο Δήμος αιτήθηκε στην κυβέρνηση την παροχή τροφίμων σ’ όσους Πατρινούς αντιμετώπιζαν το φάσμα της πείνας.
Ένα πρόσθετο θέμα κοινωνικής πρόνοιας που απασχόλησε τις δημοτικές αρχές της Πάτρας υπήρξε η άφιξη προσφύγων στην πόλη και η αποκατάστασή τους. Η μέριμνα άλλωστε για τα συγκεκριμένα άτομα υπαγόταν στις δημοτικές αρμοδιότητες. Τα κυριότερα προσφυγικά κύματα που η αχαϊκή πρωτεύουσα δέχτηκε την περίοδο 1835-1922 ήταν τέσσερα. Το πρώτο σημειώθηκε το 1849 και αφορούσε 659 Ιταλούς στρατιώτες και αξιωματικούς που είχαν εκδιωχθεί από την χώρα τους[62]. Το δεύτερο κύμα οφειλόταν στην Κρητική Επανάσταση (1866-1869)[63]. Με την έναρξή της ένας μεγάλος αριθμός Κρητών ήρθε και στην Πάτρα, για να αποφύγει τις ενδεχόμενες αρνητικές συνέπειες της εξέγερσης[64]. Ένα άλλο κύμα κατέφτασε στην πόλη με την έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Επρόκειτο για μικρασιάτες πρόσφυγες που κατέφυγαν στην Πάτρα και την ευρύτερη περιοχή της και παρέμειναν εκεί καθ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου (1914-1918)[65]. Το τελευταίο κύμα προσφύγων άρχισε να καταφθάνει στην πόλη από τον Ιούλιο του 1921 και έπειτα, ενώ το αποκορύφωμά του σημειώθηκε ύστερα από τη Μικρασιατική Καταστροφή.
Διαπιστώσεις
Αναμφισβήτητα τα εξεταζόμενα έτη (1835-1922) αποτελούν τη σημαντικότερη χρονικά περίοδo στη νεότερη ιστορία της αχαϊκής πρωτεύουσας. Κατά τη διάρκεια άλλωστε αυτής της περιόδου σημειώθηκαν σημαντικές αλλαγές στην πόλη. Συγκεκριμένα, η κατεστραμμένη από Επανάσταση Πάτρα μπόρεσε όχι μόνο να ανοικοδομηθεί και να διευρυνθεί χωρογραφικά και πληθυσμιακά, αλλά και να μετατραπεί στο μεγαλύτερο εξαγωγικό λιμάνι της χώρας και συγχρόνως σε ένα από τα πιο εύρωστα αστικά σύνολα του ελληνικού βασιλείου[66]. Η σταφιδική κρίση (1892/3) επέφερε εκ νέου αλλαγές που οδήγησαν σταδιακά στη μεταβολή της οικονομίας της από γεωργικοεμπορική σε εμπορικοβιομηχανική[67]. Το πρώτο επίσης τέταρτο του 20ού αιώνα αποτελεί μια χρονική περίοδο μεστή από κοινωνικά και πολιτικά συμβάντα με άμεση αντανάκλαση [και] στα τεκταινόμενα της Πάτρας[68]. Σημαντικές, τέλος, εξελίξεις στον κοινωνικό και οικονομικό ιστό της πόλης επέφερε ύστερα από το 1922 η εγκατάσταση Μικρασιατών στην πόλη, που ανάγκασε την Πολιτεία να αναλάβει πλέον υποχρεώσεις και δράσεις, οι περισσότερες εκ των οποίων ανήκαν έως τότε στους Δήμους.
Στις κοινωνικές, οικονομικές, πολιτιστικές αλλαγές που σημειώθηκαν τον 19ο αιώνα στον αστικό χώρο της Πάτρας και στην κοινωνική πρόνοια που ασκήθηκε εκεί, καθοριστική υπήρξε η συμβολή και οι δράσεις των δημοτικών αρχών της πόλης. Τόσο τα Πρακτικά όσο και ο πατραϊκός Τύπος αποτυπώνουν τους σκοπούς και την πολιτική που οι συγκεκριμένες αρχές επιδίωξαν κατά καιρούς να εφαρμόσουν στην Πάτρα. Επιπρόσθετα, από τις αρχειακές πηγές προκύπτει ότι οι δημοτικοί άρχοντες της πόλης προώθησαν -στο μέτρο των δυνατοτήτων τους- τη διαχείριση και επίλυση τοπικών προβλημάτων, «που οριοθετούνταν στο πλαίσιο της γνώσης και των πληροφοριών σχετικά με το έδαφος και τον πληθυσμό», ενώ παράλληλα αντιμετώπισαν θέματα «χωροταξίας και περιβάλλοντος, μορφών απασχόλησης, εκπαίδευσης, πολιτισμού, κ.ά.»[69]. Στην πλειονότητά τους μάλιστα οι δράσεις του Δήμου, οι οποίες δεν ήταν ασήμαντες και ευκαιριακές για την πόλη και την καθημερινότητα των Πατρινών, χαρακτηρίζονταν από την προσπάθεια ισορροπίας ανάμεσα στο δημόσιο και το ιδιωτικό συμφέρον. Η διαπίστωση αυτή προκύπτει και από το ότι ο Δήμος, αν και συχνά είχε περιορισμένα έσοδα που δεν του επέτρεπαν πάντοτε να υλοποιεί τα δημόσια έργα που χρειαζόταν ή να ασκεί την κοινωνική πολιτική που επιθυμούσε για τους δημότες του, επέλεγε να στηρίζει τα έργα και τις δράσεις εκείνες που μέσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα θα επέφεραν οικονομική ευμάρεια και κοινωνική ευημερία στους τελευταίους. Καταστάσεις δηλαδή που θα δημιουργούσαν έσοδα στο Δημοτικό Ταμείο και συγχρόνως κοινωνική συνοχή στην πόλη. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν τα λιμενικά έργα, που θεωρήθηκαν ότι θα λειτουργούσαν προς όφελος του σταφιδεμπορίου και κατ’ επέκταση της τοπικής κοινωνίας, αλλά και η διασφάλιση της δημόσιας υγείας μέσω του νοσηλευτικού ιδρύματος και των έργων καθαριότητας.
Επιπλέον, στους στόχους του Δήμου Πατρέων ήταν -έως τις αρχές της δεκαετίας του 1890- η διατήρηση της οικονομικής και πολιτικής του αυτονομίας, δίχως κρατικές παρεμβάσεις στο έργο του. Αυτή άλλωστε η πολιτική είχε επιτρέψει στην αχαϊκή πρωτεύουσα να καθιερωθεί οικονομικά τον 19ο αιώνα στις πρώτες θέσεις των αστικών κέντρων του βασιλείου. Η οικονομική κρίση όμως των ετών 1892/3 διαφοροποίησε τα έως τότε δεδομένα[70]. Στις αρχές του 20ού αιώνα η Πάτρα θύμιζε πλέον μια σύγχρονη ευρωπαϊκή πρωτεύουσα ως προς τον πολεοδομικό της σχεδιασμό και τα έργα υποδομής που υπήρχαν σ’ αυτή, διέφερε όμως ως προς την πολιτική που εφάρμοζαν οι δημοτικοί άρχοντες και τον προσανατολισμό της οικονομίας της. Ύστερα από τις οικονομικές κρίσεις της δεκαετίας του 1890, ο Δήμος στράφηκε στην Πολιτεία, επιζητώντας από αυτή όχι μόνο να εγκρίνει τα όποια αιτήματά του, αλλά και να επιλύει -ως η μόνη αρμόδια- τα προβλήματα που είχαν προκύψει και προέκυπταν συνεχώς στην πόλη. Στο πλαίσιο λοιπόν της αντμετώπισης των προβλημάτων και του περιορισμού των δημοτικών εξόδων ο Δήμος έπρεπε να μεταβιβάσει αρμοδιότητες που έως τότε διέθετε ο ίδιος, κυρίως δε τις πιο πολυδάπανες, όπως η κοινωνική πρόνοια προς τους δημότες. Τη μεταβίβαση αυτών των αρμοδιοτήτων ευνοούσαν και οι νέες αντιλήψεις που σταδιακά επικρατούσαν στο βασίλειο για την οργάνωση του κράτους και των υποχρεώσεών του έναντι των πολιτών[71].
Ενδεικτική Βιβλιογραφία
Σημειώσεις
Η παρούσα μελέτη βασίστηκε σε ήδη δημοσιευμένες μελέτες του γράφοντος. Βλ.σχετικά Ν. Τόμπρος, «Η Τοπική Αυτοδιοίκηση της Πάτρας τον 19ο αιώνα ως φορέας εξέλιξης της πόλης», Πρακτικά ΛΑ΄ Πανελλήνιου Ιστορικού Συνεδρίου (28-30.5.2010), Θεσσαλονίκη 2011, σ. 154-178. Ν. Τόμπρος, Η Πόλη Πρόνοιας και ο Δήμος Πατρέων (1835-1922), Πάτρα, 2019.
[1].X. Μπαμπούνης, Τοπική Αυτοδιοίκηση και ελλαδικός χώρος, Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2007, σ. 9.
[2] Ε. Σκιαδάς, Ιστορικό διάγραμμα των δήμων της Ελλάδος (1833-1912). Σχηματισμός-σύσταση-εξέλιξη-πληθυσμός-εμβλήματα, Αθήνα 1994, σ. 5-6, 79-80.
[3] Επί τα Πρόσω, Πάτρα 1.6.1883.
[4] Τ. Φιλήμων, Ο Δήμαρχος κατά την ελληνικήν νομοθεσίαν, Αθήνα 1893, σ. 34.
[5] Κ. Δικαίος, «Κοινωνική Πολιτική, Ιστορία και Ιστορία της Κοινωνικής Πολιτικής. Απόπειρα σύνθεσης των όρων», στο Ιστορία Κοινωνικής Πολιτικής, Κώστας Δικαίος (επιμέλεια), Gutenberg, Αθήνα 2010, σ. 34-35.
[6] Πρακτικά Δημοτικών Συμβουλίων (1845-1923), Δημοτική Βιβλιοθήκη Πατρών. (Βλ. πλέον Π.Δ.Σ.)
[7] Ε. Σκιαδάς, Ιστορικό διάγραμμα…,ό.π., σ. 222.
[8] Πρόχειρα βλ. για το εν λόγω σύστημα Μ. Χουλιαράκης, Γεωγραφική, διοικητική και πληθυσμιακή εξέλιξις της Ελλάδος, 1821-1971, τόμ. Α, μέρος Ι, Αθήνα 1973, σ. 94. Ε. Σκιαδάς, Ιστορικό διάγραμμα…,ό.π., σ. 3-4.
[9] Κ. Τριανταφύλλου, Ιστορικόν Λεξικόν των Πατρών, Πάτρα 19802, σ. 98. Β. Λάζαρης, Καποδιστριακή Πάτρα. Ιστορική μονογραφία, Πάτρα 2002, σ. 71-72, 197-199.
[10] Β. Λάζαρης, Πολιτική Ιστορία της Πάτρας, τόμ. Α΄, Αχαϊκές Εκδόσεις, Αθήνα 1986, σ. 27.
[11] Α. Τσιλίρας (επιμ.), Δημοτικές εκλογές στην Πάτρα, Εκδόσεις Πελοπόννησος, Πάτρα 2014, σ. 23, 25.
[12] Φορολογούμενος, Πάτρα 11.4.1875, 13.6.1875. Αλ. Μαρασλής, Ιστορία της Πάτρας. Η εξέλιξη μιας πρωτοποριακής πόλης, Πάτρα 1983, σ. 169-170.
[13] Νεολόγος, Πάτρα 10.9.1930. Α. Τσιλίρας (επιμ.), Δημοτικές εκλογές…, ό.π., σ. 31.
[14] Αλ. Μαρασλής, Ιστορία…, ό.π., σ. 169-175. Χρ. Λυριντζής, Το τέλος των «τζακιών». Κοινωνία και πολιτική στην Αχαΐα του 19ου αιώνα, Αθήνα 1991, σ. 92-95. Π. Ψωμάς, Δήμαρχοι Πατρέων (1836-2006), Το Δόντι, Πάτρα 2006, σ. 67-99. Α. Τσιλίρας (επιμ.), Δημοτικές εκλογές…, ό.π., σ. 23, 25, 27, 29, 31.
[15] Χρ. Λυριντζής, Το τέλος…, ό.π., σ. 134-135.
[16] Αλ. Μαρασλής, Ιστορία…, ό.π., σ. 45-47.
[17] Επί τα Πρόσω, Πάτρα 1.6.1883.
[18] Χρ. Λυριντζής, Το τέλος…, ό.π., σ. 145-146.
[19] Κ. Αρώνη Τσίχλη, Το σταφιδικό πρόβλημα και οι κοινωνικοί αγώνες. Πελοπόννησος 1893-1905, Παπαζήσης, Αθήνα 1999, σ. 104-184, όπου οι σχετικές αρχειακές πηγές και η βιβλιογραφία.
[20] Θ. Καλαφάτης, Αγροτική πίστη και οικονομικός μετασχηματισμός στη Β. Πελοπόννησο. Αιγιαλεία τέλη 19ου αιώνα, τόμ. ΙΙ, Αθήνα 1990, σ. 167.
[21] Χρ. Λυριντζής, Το τέλος…, ό.π., σ. 142. Θ. Καλαφάτης, Αγροτική πίστη…, ό.π., τόμ. ΙΙ, σ. 183. J. Petropulos, Πολιτική και συγκρότηση κράτους στο ελληνικό βασίλειο (1833-1843), Αθήνα 19972, σ. 526.
[22] Ν. Μπακουνάκης, «Η Πάτρα τον 19ο αιώνα. Χώρος-Κοινωνία-Οικονομία», Πάτρα. Από την Αρχαιότητα έως Σήμερα, Συλλογικός τόμος, Αθήνα 2005, σ. 258.
[23] Ν. Μπακουνάκης, Πάτρα. Μια ελληνική πρωτεύουσα στον 19ο αιώνα (1828-1860), Αθήνα 1988, σ. 41-42, 47-58, 72-77. Ν. Μπακουνάκης, «Η Πάτρα…», ό.π., σ. 258-265. Κ. Πανίτσας, «Η πόλη των Πατρών τον 20ο αιώνα», Πάτρα. Από την Αρχαιότητα έως Σήμερα, Συλλογικός τόμος, Αθήνα 2005, σ. 327, 331-332.
[24] Π.Δ.Σ. 29.8.1852.
[25] Πρόχειρα βλ. Π.Δ.Σ. 22.2.1852.
[26] Π.Δ.Σ. 1845-1917. Αλ. Μαρασλής, Ιστορία…, ό.π., σ. 169-170, 172, 179-183. Χρ. Μούλιας, Το λιμάνι της σταφίδας. Πάτρα (1828-1900). Εμπόριο, βιομηχανία, τράπεζες, ασφάλειες, Περί Τεχνών, Πάτρα 2000, σ. 365-366.
[27] Αντίστοιχα για τις αρμοδιότητες του μεγαλύτερου Δήμου του ελληνικού βασιλείου, της Αθήνας, προς τους δημότες του βλ. ενδεικτικά Ν. Ποταμιάνος, Οι νοικοκυραίοι. Μαγαζάτορες και βιοτέχνες στην Αθήνα 1880-1925, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2016, σ. 270-271, όπου και σχετική βιβλιογραφία.
[28] Γ. Παρασκευόπουλος, Οι δήμαρχοι των Αθηνών (1833-1907). Μετά εισαγωγής Περί Δημογεροντίας, Αθήνα 1907, σ. 110.
[29] Ο Μίνως, Πάτρα 15.11.1841, 29.11.1841. Χρ. Μούλιας, Η διάσταση αυτοχθόνων και ετεροχθόνων στη μετεπαναστατική Πάτρα (1828-1850), Πάτρα 1995, σ. 58.
[30] Ενδεικτικά βλ. Κ. Κοκκοβίκας, Η Πάτρα και το λιμάνι της (1828-1945), Έκδοση Λιμενικού Ταμείου Πατρών, Πάτρα 2001, σ. 15-29, όπου και η σχετική βιβλιογραφία.
[31] Π.Δ.Σ. 20.10.1847. Ο Μίνως, Πάτρα 25.10.1858, 25.5.1862, 7.12.1874.
[32] Π.Δ.Σ. 20.10.1847.
[33] Π.Δ.Σ. 18.4.1852.
[34] Π.Δ.Σ. 12.4.1851.
[35] Ενδεικτικά βλ. Φορολογούμενος, Πάτρα 7.11.1875, 23.7.1876, 2.6.1878. Επιπρόσθετα Χρ. Μούλιας, Το λιμάνι…,ό.π., σ. 201-205, όπου και η σχετική βιβλιογραφία.
[36] Νεολόγος, Πάτρα 8.4.1902, 30.4.1902, 27.8.1902. Αλ. Μαρασλής, Ιστορία…, ό.π., σ. 185-187.
[37] Π.Δ.Σ. 30.10.1872, 14.3.1874. Αλ. Μαρασλής, Ιστορία…, ό.π., σ. 173-175. Β. Λάζαρης, Πολιτική…, ό.π., τόμ. Α΄, σ. 145. Χρ. Μούλιας, Το λιμάνι…,ό.π., σ. 40.
[38] Π.Δ.Σ. 29.8.1852, 3.3.1863. Φορολογούμενος, Πάτρα 14.3.1880, 13.2.1881, 11.9.1881, 16.4.1882, 29.7.1883. Αλ. Μαρασλής, Ιστορία…, ό.π., σ. 172, 178. Σπ. Λουκάτος, «Κοινωφελή ιδρύματα στην πόλη των Πατρών», Πελοποννησιακά, ΚΔ΄ (1999), σ. 331-334. Η Πατραϊκή Δημαρχία…, ό.π., σ. 15.
[39] Π.Δ.Σ. 11.7.1869, 12.11.1869.
[40] Π.Δ.Σ. 30.9.1851, 27.5.1857, 17.2.1866, 5.5.1867, 4.10.1886. Φορολογούμενος, Πάτρα, 17.12.1876. Στοά, Αθήνα 28.6.1874.
[41] Π.Δ.Σ. 19.10.1851, 6.10.1856, 27.5.1857, 5.5.1867, 4.10.1886. Γ. Παρασκευόπουλος, Οι δήμαρχοι…, ό.π., σ. 490.
[42] Π.Δ.Σ. 29.8.1852, 10.10.1852, 22.3.1863.
[43] Π.Δ.Σ. 4.10.1848, 11.7.1869, 12.11.1869, 19.5.1872. Ο Μίνως, Πάτρα 1.8.1859. Φορολογούμενος, Πάτρα 16.3.1884.
[44] Π.Δ.Σ. 12.3.1913, 22.5.1913.
[45] Π.Δ.Σ. 5.10.1918. Ν. Τόμπρος, «Η επιπολάζουσα νόσος είνε η γρίππη: Η μακάβρια “άλγεβρα”», Πρακτικά: Νοσηρότητα και θνησιμότητα στην Ελλάδα του 20ού αιώνα: Ιατρική και δημογραφική προσέγγιση (Κέρκυρα 25-26.9.2009), Ιόνιο Πανεπιστήμιο Τμήμα Ιστορίας ΠΜΣ: Ιστορική Δημογραφία, Κέρκυρα 2009, σ. 265-267, 270-278.
[46] Π. Αργυρόπουλος, Δημοτική Διοίκησις εν Ελλάδι, τόμ. Β΄, Αθήνα 18592, σ. 184.
[47]Πάτραι, Πάτρα 19.5.1875.
[48] Π.Δ.Σ. 10.5.1901.
[49] Τ. Φιλήμων, Ο Δήμαρχος…, ό.π., σ. 112-115.
[50] Ενδεικτικά βλ. Φορολογούμενος, Πάτρα7.3.1875,21.1.1877, 2.9.1888, 28.4.1889. Νεολόγος Πατρών, Πάτρα10.7.1896,4.2.1900.
[51] Π.Δ.Σ. 22.2.1852.
[52] Π.Δ.Σ. 14.12.1849. Ν. Μπακουνάκης, Πάτρα…, ό.π., σ. 15.
[53] Π.Δ.Σ. 4.10.1845, 10.9.1847, 9.3.1850, 5.12.1872.
[54] Π.Δ.Σ. 27.11.1856.
[55] Θ. Δηλιγιάννης, Γ. Ζηνόπουλος, Ελληνική Νομοθεσία από του 1833 μέχρι του 1860, τόμ. Β΄, Αθήνα 1861, σ. 85-86.
[56] Χρ. Λυριντζής, Το τέλος…, ό.π., σ. 142.
[57] Πάτραι, Πάτρα 19.5.1875.
[58] Π.Δ.Σ. 4.10.1845, 12.6.1846, 19.10.1849, 9.4.1850, 22.2.1852, 17.9.1854, 27.11.1856, 31.10.1863, 13.2.1866, 13.5.1878, 14.6.1878. Επί τα Πρόσω, Πάτρα 28.3.1884. Κ. Τριανταφύλλου, Ιστορικόν Λεξικόν…, ό.π., σ. 375-377. Χρ. Μούλιας, Το λιμάνι…,ό.π., σ. 95.
[59] Π.Δ.Σ. 5.12.1913. Αλ. Μαρασλής, Ιστορία…, ό.π., σ. 90-93. Η Πατραϊκή Δημαρχία στο α΄ τέταρτο του 20ού αιώνα (1901-1925). Από τα σωζώμενα πρακτικά του Δημοτικού Συμβουλίου, Βασίλης Λάζαρης (επιμέλεια-εισαγωγή-σημειώσεις), Έκδοση Δημοτικής Βιβλιοθήκης Πατρών, Πάτρα 2007, σ. 18.
[60] Π. Πιζάνιας, Οικονομική ιστορία της ελληνικής σταφίδας (1851-1912). Παραγωγή, διεθνής αγορά, διαμόρφωση τιμών, κρίση, Αθήνα 1988, σ. 13-27. Ν. Μπακουνάκης, Πάτρα…, ό.π., σ. 13-16, 161.
[61] Π.Δ.Σ. 22.12.1852, 28.7.1852, 30.1.1853, 10.4.1853.
[62] Π.Δ.Σ. 11.8.1849. Αιών, Πάτρα 6.8.1849. Χρ. Μούλιας, «Ιταλοί πρόσφυγες στην Πάτρα (1849)», Πρακτικά Δ΄ Διεθνούς Συνεδρίου Πελοποννησιακών Σπουδών (Κόρινθος 9-16 Σεπτεμβρίου 1990), τόμ. Γ΄, Αθήνα 1992-1993, σ. 297-350.
[63] Φοίνιξ, Πάτρα 27.5.1867. Β. Λάζαρης, Πολιτική…, ό.π., τόμ. Α΄, σ. 133-136.
[64] Φοίνιξ, Πάτρα 24.3.1867, 28.7.1867, 25.4.1869.
[65] Μ. Αιλιανός, Το έργον της ελληνικής περιθάλψεως, Αθήνα 1921, σ. 108, 128, 396, 400. Ν. Μιτζάλης, Η Πάτρα του Μεσοπολέμου. Στεγαστική αποκατάσταση των προσφύγων και μεταλλαγές του αστικού χώρου, Διδακτορική διατριβή, Εθνικό Μετσόβιο Πολιτεχνείο (ΕΜΠ), Αθήνα 2006, σ. 161.
[66] Ακρόπολις, Αθήνα 30.1.1893.
[67] Ν. Τόμπρος, Τα σχολεία τα λαϊκά… Πατραϊκοί σύλλογοι και η φιλεκπαιδευτική τους πολιτική (1876-1915), Το Δόντι, Πάτρα 2007, σ. 103.
[68] Η Πατραϊκή Δημαρχία…, ό.π., σ. 13.
[69] Χ. Μπαμπούνης, Τοπική… χώρος, ό.π., σ. 13.
[70] Ακρόπολις, Αθήνα 30.1.1893.
[71] Ν. Καπανίδης, Η κλειστή περίθαλψη στο νεοελληνικό κράτος (1909-1940), Διδακτορική διατριβή, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1988, σ. 80.