Το «παιχνιδιάρικο» προσωνύμιο, «Εποχή των Τουλιπών», αναφέρεται στη δωδεκαετή παραμονή του Νεβσεχιρλί Ιμπραχίμ Πασά στο πόστο του Μεγάλου Βεζίρη (1718-1730), κατά την εποχή της βασιλείας του Αχμέντ Γ΄(1703-1730). Το πέρας της υποτιθέμενης αυτής ιδιάζουσας περιόδου έρχεται με την ανταρσία του Πατρόνα Χαλίλ και των συντρόφων του, τον Σεπτέμβριο του 1730. Η αιματηρή κατάληξη της εξέγερσης αυτής αντιπαραβάλλεται, από την ιστοριογραφία με ένα βαθμό λογοτεχνικής αδείας, με όλα εκείνα τα εξευγενισμένα στοιχεία, τα οποία υποτίθεται ότι συμβόλιζαν οι τουλίπες στην Κωνσταντινούπολη του 18ου αιώνα. Οι τουλίπες ενσαρκώνουν το μοντέρνο, το νεωτερικό, την πολιτική καινοτομία, το ευρωπαϊκό, ενώ η βία των εξεγερθέντων αναπαριστά την οπισθοδρομικότητα, τον θρησκευτικό φονταμενταλισμό και την Ανατολή.1
Η τουλίπα εδώ δρα ως το σύμβολο μιας ελίτ που στον πυρήνα της οριζόταν και περιστρεφόταν γύρω από το πρόσωπο και τις πολιτικές του προαναφερθέντος Μεγάλου Βεζίρη. Ο Ιμπραχίμ Πασά υπήρξε γαμπρός του Αχμέντ Γ΄, εξ’ ου και το προσωνύμιο damat (γαμπρός). Μαζί με τους ευνοούμενούς του, Μεχμέτ Κετχουντά και Καϊμακάμη Μουσταφά Καπουντάν Πασά, έλεγχε την πολιτική εξουσία στην Κωνσταντινούπολη για περισσότερο από μια δεκαετία. Ακριβώς στο σημείο αυτό, δηλαδή στην πρακτική έκφραση των πολιτικών δρώμενων της προαναφερθείσας τριανδρίας, είναι που η ιστοριογραφία μαίνεται για τη σημασία της εποχής και κατ’ επέκταση για το ιστορικό βάρος και περιεχόμενο των τουλιπών, στοιχεία που κατ’ αντανάκλαση ερμηνεύουν την εξέγερση του Πατρόνα Χαλίλ. Πριν αναφερθούμε όμως στις ιστοριογραφικές προσεγγίσεις, είναι σκόπιμο να δοθεί μια αδρή περιγραφή των γεγονότων.
Ήδη μήνες πριν από την εξέγερση του Πατρόνα Χαλίλ, η Κωνσταντινούπολη βρισκόταν σε κατάσταση αναβρασμού. Η τελευταία εκστρατεία κατά των Σαφαβίδων του Ιράν είχε λήξει με αρνητικό πρόσημο για τους Οθωμανούς. Ο Σουλτάνος υποχρεώθηκε να παραδώσει σημαντικές κτήσεις, όπως η Ταυρίδα και το (Ιε)Ρεβάν. Η Υψηλή Πύλη έδειχνε τώρα πρόθεση να αντεπιτεθεί. Τα στρατεύματα είχαν προ τεσσάρων μηνών ετοιμαστεί και στρατοπεδεύσει στον συνήθη τόπο αφετηρίας των οθωμανικών εκστρατειών, στο Σκουτάρι. Τον στρατό συνόδευαν ένα πλήθος αντιπροσωπείες. Τεχνίτες και μάστορες από τις οθωμανικές συντεχνίες είχαν κλείσει τα μαγαζιά τους, αναμένοντας να αναχωρήσουν μαζί με το εκστρατευτικό σώμα στο μέτωπο. Η παρατεταμένη αδράνεια φέρεται να είχε δημιουργήσει δυσθυμία στους συμμετέχοντες στην εκστρατεία. Η κατάσταση μάλλον δυσχεραινόταν από φήμες, οι οποίες ήθελαν τον Μεγάλο Βεζίρη να έχει ξεπουλήσει την Ταυρίδα στους Σαφαβίδες, γεγονός που αν αλήθευε, εξηγούσε την καθυστέρηση στην έναρξη των πολεμικών επιχειρήσεων ως απροθυμία του Μεγάλου Βεζίρη. Το υπόβαθρο αυτό λειτούργησε πιθανότατα ως αφορμή για την έναρξη της εξέγερσης.
Τις τελευταίες μέρες του Σεπτεμβρίου του 1730, ο αρβανίτικης καταγωγής Πατρόνα Χαλίλ και οι σύντροφοί του, πολλοί εκ των οποίων επίσης αρβανίτες, κάλεσαν στρατεύματα και λαό να ξεσηκωθούν. Η πράξη αυτή τελέστηκε με την φερόμενη συμπαιγνία ουλεμάδων (νομομαθών) που εκτός του ότι παρείχαν την απαραίτητη ιδεολογική νομιμοποίηση για την εξέγερση, δρούσαν και ως μεσολαβητές μεταξύ της Πύλης και των επαναστατών.2
Το κάλεσμα των τελευταίων φαίνεται πως ευδοκίμησε. Τα καταστήματα της Πόλης έκλεισαν σε ένδειξη στασιασμού. Ακόμα περισσότερο, ο πληθυσμός αγνόησε επιδεικτικά το λάβαρο του Προφήτη όταν αυτό εκτέθηκε δημόσια από τους αξιωματούχους της Πύλης σε ένα αντίστοιχο κάλεσμα για αντεπανάσταση, ενώ την ίδια στιγμή ο αριθμός των επαναστατών αυξανόταν. Έτσι, ο Σουλτάνος αναγκάστηκε να παραδώσει στους επαναστάτες τους προαναφερθέντες αξιωματούχους, οι οποίοι θεωρούνταν υπεύθυνοι για την κατάσταση στο Ιρανικό μέτωπο. Κατά την δεύτερη φάση της εξέγερσης ο Σουλτάνος, παρά τις αντίθετες οδηγίες των επαναστατών, αποφάσισε να παραδώσει τον ίδιο τον Ιμπραχίμ Πασά και τους ευνοούμενούς του νεκρούς στους εξεγερθέντες. Ωστόσο, η σωρός του Ιμπραχίμ Πασά αποτέλεσε αφορμή για εκθρόνιση του Σουλτάνου. Οι επαναστάτες θεώρησαν ότι η σορός που τους παραδόθηκε δεν ανήκε στον Μεγάλο Βεζίρη αλλά στον Έλληνα ή Αρμένιο γουναρά του, λόγω της απουσίας περιτομής. Εν τέλει, ο Μαχμούντ διαδέχτηκε τον θείο του στον αυτοκρατορικό θρόνο.3
Παρά την αλλαγή καθεστώτος, μέρος των επαναστατών παρέμενε ανυποχώρητο. Σύμφωνα με τις παραδοσιακές διηγήσεις για την εξέγερση, μέρα με την μέρα συνέχιζαν να εμπλέκονται στη διοίκηση της αυτοκρατορίας, είτε υπεξαιρώντας χρήματα από το κρατικό ταμείο, είτε χρίζοντας τους ευνοούμενούς τους αξιωματούχους. Οι συμπεριφορές αυτές, συνάμα με το φερόμενο συνεχιζόμενο πλιάτσικο των περιουσιών των κατοίκων της Πόλης, οδήγησαν τα τακτικά στρατεύματα της Οθωμανικής πρωτεύουσας και μερικούς από τους αξιωματούχους που είχαν διορίσει οι ίδιοι οι επαναστάτες, να στραφούν εναντίον τους. Τελικά, ο Σουλτάνος Μαχμούντ με την συνεργασία του νέου Χαγάνου της Κριμαίας, Καπλάν Γκιράι, κάλεσε τον Πατρόνα Χαλίλ και τους συντρόφους του στα ανάκτορα, προφασιζόμενος την απόδοση στρατιωτικών βαθμών. Εκεί, στρατιωτικές μονάδες που βρίσκονταν σε ετοιμότητα αιφνιδίασαν και δολοφόνησαν την ηγεσία των επαναστατών, ξεκινώντας μια διαδικασία εκκαθάρισης που σηματοδότησε συνάμα και το τέλος της εξέγερσης. Βέβαια, η ερμηνεία των συμβάντων είναι περισσότερο προβληματική από τη χρονολογική απαρίθμηση τους.4
Η πρώτη σχολή σκέψης, στοιχειοθετημένη στα τέλη του 19ου αιώνα, στις απαρχές της μοντέρνας οθωμανικής ιστοριογραφίας, θέλει την εξέγερση να είναι απάντηση στην κακοδιαχείριση, τη φιληδονία και εν γένει την ανικανότητα της παλατιανής ελίτ και του Μεγάλου Βεζίρη.5 Ο Ιμπραχίμ Πασάς και οι ακόλουθοί του συχνά παρουσιάζονται ως μια ομάδα φιλάργυρων καταχραστών των δημοσίων οικονομικών, οι οποίοι ενδιαφέρονται μόνον για την ικανοποίηση των ορμών τους. Θεωρείται ότι ο κύκλος του Ιμπραχίμ Πασά είχε πρωτοστατήσει σε μια διαδικασία διαφθοράς των δημοσίων ηθών. Ο Μεγάλος Βεζίρης φαίνεται να προωθεί απρεπείς συμπεριφορές. Οι αφηγήσεις που θέλουν τον Ιμπραχίμ Πασά να πετάει χρυσές λίρες στα μπούστα των κορασίδων που περνούσαν έξω από το παλάτι του και να ερωτοτροπεί με τη σύζυγο του Καδή της Κωνσταντινούπολης, για τον οποίο θα μιλήσουμε αργότερα, έχουν λάβει μυθικές διαστάσεις. Επίσης, ο Ιμπραχίμ Πασά φέρεται ως υπεύθυνος για την διοργάνωση δαπανηρών εορτών τουλίπας, οι οποίες λάμβαναν χώρα σε θερινά ανάκτορα, χτισμένα μέσω της φορολογικής καταλήστευσης των εισοδημάτων των υπηκόων. Επιπλέον, θεωρείται ότι οι φιέστες του κύκλου του Μεγάλου Βεζίρη λειτουργούσαν αντιστρόφως ανάλογα προς τον χρόνο που αφιερωνόταν στις διοικητικές και πολιτικές λειτουργίες του κρατικού μηχανισμού. Βέβαια, το βασικό πρόβλημα των αφηγήσεων αυτών, είναι ο εξόφθαλμα συκοφαντικός χαρακτήρας της πηγής πάνω στην οποία βασίζονται, που όμως ήταν η μοναδική την εποχή εκείνη.
Η δεύτερη κύρια ερμηνευτική γραμμή εμφανίστηκε στα χρόνια του μεσοπολέμου και αφορά σε μια πολεμική με επίκεντρο τον εκσυγχρονισμό. Αυτή βλέπει στη συμπεριφορά της ελίτ προσπάθειες εκδυτικισμού των ηθών, των κρατικών μηχανισμών και των επιστημονικών ή στρατιωτικών θεσμών της Αυτοκρατορίας. Ειδικότερα, οι εορτές τουλίπας και οι διασκεδάσεις των ελίτ αναφέρονται ως εκφάνσεις μιας δυτικής – ευρωπαϊκής νοοτροπίας, απαλλαγμένης από τις ισλαμικές αγκυλώσεις. Παράλληλα, η οικοδόμηση των θερινών ανακτόρων αποδίδεται στην πολιτισμική επίδραση της Γαλλίας. Η θεωρούμενη δυτική στροφή της Αυτοκρατορίας και το κοσμικό πνεύμα της ελίτ θεωρείται ότι οδήγησε σε μια συντηρητική-ισλαμική ιδεολογική αντίδραση, με τους ουλεμάδες να υποκινούν την εξέγερση του Πατρόνα Χαλίλ.6 Και αυτή η προσέγγιση όμως έχει υποστεί σφοδρή κριτική τα τελευταία χρόνια, οφειλόμενη κυρίως σε δύο συνιστώσες. Πρώτον, εδράζεται στις μεθοδολογικές λαθροχειρίες, στις οποίες προέβη ο κύριος εκφραστής της ώστε να υποστηρίξει τη θέση του. Δεύτερον, δεν επρόκειτο περί καθαρής απόπειρας ερμηνείας του παρελθόντος, αλλά πολιτικό σχόλιο για τον αναγκαίο εκδυτικισμό του νεόκοπου Τουρκικού Κράτους.7 Προκειμένου να καταστεί κατανοητό το εύρος της ιστορικής παραποίησης, θα αναφερθούμε συνοπτικά στο εμβληματικό επιχείρημα της συγκεκριμένης αυτής σχολής σκέψης.
Ακόμα και σήμερα υπάρχουν αναφορές, σύμφωνα με τις οποίες το παλάτι «Σανταμπάντ» του Ιμπραχίμ Πασά είχε κτιστεί κατ’ εικόνα των Βερσαλιών, στα πλαίσια ενσυνείδητης προσπάθειας εξευρωπαϊσμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Υποτίθεται ότι μετά από αποστολή Οθωμανού διπλωμάτη στη Γαλλία, ο Ιμπραχίμ Πασά είχε τόσο ενθουσιαστεί από τις περιγραφές των Βερσαλλιών και των δορυφορικών «χωριών αναψυχής», που λίγο αργότερα οργάνωσε ειδική αποστολή στη Γαλλία για την εξασφάλιση των αρχιτεκτονικών σχεδίων των ανακτόρων. Το επιχείρημα αυτό όμως υστερεί αν αναλογιστεί κανείς ότι τα «χωριά αναψυχής» των Βερσαλιών κατασκευάστηκαν σχεδόν 40 χρόνια μετά την αποστολή του Οθωμανού διπλωμάτη στη Γαλλία, ενώ, επίσης, πουθενά στις πηγές μας δεν επαληθεύεται η αφήγηση περί απόκτησης των αρχιτεκτονικών σχεδίων.8
Η αποφασιστική στροφή έλαβε χώρα μέσα στη δεκαετία του 1950, όταν για πρώτη φορά καταβλήθηκε προσπάθεια να θεαθεί η εξέγερση μέσα από ένα υλιστικό πρίσμα. Η ιστοριογραφική αυτή παράδοση συνδυάζει την προβληματική των αθλίων οικονομικών συνθηκών των μαζών της Κωνσταντινούπολης με ένα επιχείρημα ενδογενών ανταγωνισμών μέσα στους κόλπους της ελίτ. Τα δύο αυτά στοιχεία εν τέλει συνδυάστηκαν με τέτοιο τρόπο, ώστε να παράξουν την εξέγερση του Πατρόνα Χαλίλ.9 Η συγκεκριμένη σχολή σκέψης κυριαρχεί πλέον στη σύγχρονη βιβλιογραφία. Ωστόσο, οι πιο σύγχρονες παραλλαγές της έχουν αποκαλύψει προβληματικά δείγματα γραφής προς δύο κατευθύνσεις.
Αφενός, οι θιασώτες του επιχειρήματος της χειραγώγησης της εξέγερσης από την ελίτ τείνουν να αφαιρούν οποιαδήποτε αυτενέργεια από τους επαναστάτες, λησμονώντας ότι η εκ των άνωθεν παραίνεση δεν αρκεί από μόνη της για να πυροδοτήσει μια επανάσταση. Πρέπει και οι εξεγερθέντες να διαθέτουν δυνητικά οφέλη και προσδοκίες από την πράξη τους, τα οποία να μη ταυτίζονται με τα αντίστοιχα των ελίτ, ενώ πρέπει επίσης το κοινωνικό και πολιτικό τοπίο να είναι γόνιμο, ώστε να αφομοιώσει και να εδραιώσει την επαναστατική κίνηση.10
Αφετέρου, οι ταξικά σκεπτόμενοι μελετητές, αν και έχουν επιδείξει σημαντικές προσπάθειες γείωσης της επανάστασης σε μια κοινωνική και οικονομική βάση, τείνουν σε τελική ανάλυση να αναπαραγάγουν άθελα τους τα επιχειρήματα της πρώτης, γηραιότερης σχολής σκέψης: η λαίμαργη ελίτ κατασπαταλά τον δημόσιο πλούτο για να εξυπηρετήσει ταπεινά ένστικτα ενώ η εξαθλιωμένη μάζα, μη διαθέτοντας άλλη επιλογή, εξεγείρεται. Με τη λογική αυτή όμως, η επανάσταση του Πατρόνα Χαλίλ και οι δυναμικές της διαπάλης μεταξύ των ελίτ και των μη ελίτ αποστερούνται της πολυπλοκότητας, του ιστορικού βάθους και των θεμελιωδών αιτιών τους, και μετατρέπονται – τηρουμένων των αναλογιών – σε οθωμανική παραλλαγή της αντιπαράθεσης του Ρομπέν των Δασών με τον άπληστο Πρίγκιπα Ιωάννη.11
Μέσα σε αυτό το μεθοδολογικό και νοητικό οικοδόμημα, η εξέγερση αντιμετωπιζόταν από τους ιστορικούς ως ένα sui generis φαινόμενο. Κατά την γνώμη του γράφοντος, η παραπάνω εκτίμηση οφείλεται στο ότι, εκούσια ή ακούσια, το μεγαλύτερο μέρος της ιστοριογραφίας αναπαράγει μια συγκεκριμένη πηγή. Σε πρόσφατη μελέτη γίνεται μνεία ότι οι σχετικές πληροφορίες προέρχονται από το σύγχρονο στην εξέγερση χρονικό του Αμπντί Εφέντι.12 Κάτι τέτοιο όμως είναι πρακτικά αδύνατο. Τα στοιχεία που αναφέρονται δεν εντοπίζονται πουθενά στο προαναφερθέν χρονικό. Η παρανόηση αυτή κατέστη δυνατή καθώς η επιχειρηματολογία και το λεξιλόγιο ενός συκοφαντικού χρονικού έχει μπολιάσει τη δευτερογενή βιβλιογραφία σε τέτοιο βαθμό, ώστε αυτούσια κομμάτια και φράσεις της ιστορίας του Σεμντανίζαντε Εφέντι να εκλαμβάνονται λανθασμένα ως «αντικειμενική» ιστορική ανάλυση των υπόλοιπων πρωτογενών πηγών και όχι ως αιτιάσεις που χρίζουν επαλήθευση. Παρά τις διαστρεβλώσεις όμως, και καθώς κάποια από τα στοιχεία που αναφέρονται στη συγκεκριμένη πηγή όντως τεκμηριώνονται ιστορικά, ας ξεκινήσουμε με αυτά.
Το χρονικό του Σεμντανίζαντε Φιντικλί Σουλεημάν Εφέντη έχει γραφτεί 30 χρόνια μετά την εξέγερση του Πατρόνα Χαλίλ.13 Ο πατέρας του Οθωμανού συγγραφέα ήταν ένας από τους ευνοημένους της καθεστωτικής μεταβολής που προέκυψε από την επανάσταση. Η νέα διακυβέρνηση τού παραχώρησε την ενοικίαση των φοροπροσόδων των τελωνείων της Κωνσταντινούπολης.14 Ο Σεμντανίζαντε είχε συνεπώς κάθε λόγο να «χαϊδεύει τα αυτιά» του νέου Σουλτάνου και των «αυλικών», κακολογώντας τους προκατόχους τους. Στρατηγική παλιά και δοκιμασμένη για όσους προσπαθούσαν να γαντζωθούν επαγγελματικά στον οθωμανικό κρατικό μηχανισμό. Από την αφήγησή του πληροφορούμαστε για τις μεγαλοπρεπείς γιορτές τουλίπας, όπου οι Οθωμανοί αξιωματούχοι κατασπαταλούσαν το δημόσιο χρήμα, χασομερούσαν και παραμελούσαν την κρατική διοίκηση και την κατάσταση των υπηκόων τους καθώς επιδίδονταν σε ατέλειωτα φαγοπότια, καταναλώνοντας χαλβά και παραβγαίνοντας όσον αφορά στις δεξιότητες τους στην καλλιέργεια νέων και πιο φανταχτερών ειδών τουλίπας. Πρέπει κανείς να φανταστεί ότι τέτοιου είδους θεάματα ήταν συχνά στην Κωνσταντινούπολη του 18ου αιώνα. Συνήθως λάμβαναν χώρα εν τω μέσω τεράστιων κήπων που κατασκευάζονταν από τις ελίτ στην τοποθεσία «Γλυκά Νερά της Ευρώπης». Ταυτοχρόνως, μαθαίνουμε πως ο Ιμπραχίμ Πασά είχε στήσει τεράστιες κούνιες με τις οποίες διέφθειρε τις γυναίκες της Κωνσταντινούπολης, καθώς είχε βάλει «παλικάρια με γλυκιά φωνή» να τις κουνάνε και να τους τραγουδούν. Το αποτέλεσμα ήταν «νέες και ηλικιωμένες» να χωρίζουν τους άντρες τους, αν αυτοί αρνούνταν να τους δώσουν χρήματα και άδεια ώστε να συμμετάσχουν στη συγκεκριμένη διασκέδαση.15 Η παραπάνω διήγηση περιέχει κάποια ψήγματα αλήθειας. Φαντασμαγορικές γιορτές τουλίπας λάμβαναν πράγματι χώρα, ενώ αν πιστέψουμε κάποιους περιηγητές, τότε κούνιες πρέπει να είχαν στηθεί σε διάφορες συνοικίες της Κωνσταντινούπολης. Αλλά το ερώτημα παραμένει. Συνεπάγονταν οι δραστηριότητες εκείνες την ανικανότητα, φιλαργυρία και διαφθορά των διοργανωτών τους και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό ώστε να γίνουν αφορμή για την εκπυρσοκρότηση μιας επανάστασης;
Καταρχάς πρέπει να σημειώσουμε ότι η καλλιέργεια τουλίπας, αν και μάλλον πρώτη φορά προσλάμβανε τόσο μεγάλες διαστάσεις στην οθωμανική κουλτούρα, απαντάται σε παλαιότερες εποχές ως ψυχαγωγική ενασχόληση των ελίτ. Ο ίδιος ο Σεϊχουλισλάμης του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπή, ο ξακουστός Εμποσούντ Εφέντης, πειραματιζόταν με τη δημιουργία νέων ειδών τουλίπας δύο αιώνες νωρίτερα. Οι δε μεγαλοπρεπείς γιορτές δεν ήταν νέο φαινόμενο. Αντίθετα, είχαν ξεκινήσει από τον πατέρα του Αχμέτ Γ΄. Παρόλα αυτά, ούτε η καλλιέργεια τουλιπών, που άλλωστε συνάδει με την Ισλαμική παράδοση, ούτε η διοργάνωση φιεστών είχε συνδυαστεί παλαιότερα με αρνητικά στοιχεία.16
Η εικόνα ξεκαθαρίζει όταν κανείς ανακαλύψει τον τρόπο με τον οποίο ο Σεμντανίζαντε κατασκευάζει το επιχείρημα για την διασάλευση των ηθών. Η ενθρόνιση του Αχμέτ Γ΄ σηματοδότησε την επαναφορά της οθωμανικής Αυλής από την Αδριανούπολη στην Κωνσταντινούπολη. Μια από τις πράξεις του νέου Σουλτάνου και του μεγάλου βεζίρη Ιμπραχίμ Πασά ήταν η έκδοση ενός νόμου περί ενδυμασίας. Σύμφωνα με αυτόν, «Ξεδιάντροπες γυναίκες, επωφελούμενες της απουσίας του Σουλτάνου από την Κωνσταντινούπολη, είχαν αρχίσει να φοράνε ξενόφερτα, φράγκικα φορέματα και σπαταλούσαν τα χρήματα των συζύγων τους για να τα αγοράσουν, και αν αυτοί δεν τους τα έδιναν, τότε τους χώριζαν».17 Εδώ μπορούμε να παρατηρήσουμε μια ανακολουθία. Τόσο ο Σεμντανίζαντε όσο και η διοίκηση που αυτός θέλει να περιγράψει ως ανήθικη, χρησιμοποιούν το ίδιο λεξιλόγιο και τα ίδια επιχειρήματα. Αυτό συμβαίνει καθώς και οι δύο διηγήσεις, δηλαδή του χρονικού και του νόμου περί ενδυμασίας, μικρή σχέση έχουν με την πραγματικότητα. Είναι οθωμανικοί αφηγηματικοί τόποι, λεξιλογικά καλούπια που ανήκουν σε μια κοινή εγγράμματη λογοτεχνική παράδοση, τα οποία δεν έχουν σκοπό να αναδείξουν την αλήθεια και το γεγονός, αλλά, αντίθετα, να εκφράσουν νοοτροπίες για το ηθικό και το ανήθικό, μετατρέποντας παράλληλα μια συνηθισμένη συμπεριφορά σε μίασμα. Αν μάλιστα κάποιος θέλει να προχωρήσει τον συλλογισμό ακόμη περισσότερο, μπορεί κάλλιστα να υποστηρίξει ότι ο Σεμντανίζαντε διάβασε το νόμο περί ενδυμασίας και διαστρέβλωσε σκόπιμα το περιεχόμενό του, ώστε να συκοφαντήσει την ηγεσία που τον εξέδωσε. Στην ουσία λοιπόν, η παράδοση που θέλει την «Εποχή των Τουλιπών» να είναι μια περίοδος που έθρεψε άσωτους κρατικούς αξιωματούχους που χρησιμοποιούσαν με ασυδοσία την πολιτική τους δύναμη για να τρέφουν την ακόλαστη ζωή τους, στηρίζεται σε τέτοιες παραποιήσεις. Πουθενά όμως δεν είναι αυτό τόσο έκδηλο όσο στο επιχείρημα για τον πολυτελή βίο του Ιμπραχίμ Πασά.
Σύμφωνα με τις νεότερες μελέτες, ο ετήσιος προϋπολογισμός του ευρύτερου οίκου του Ιμπραχίμ Πασά ήταν κατά πολύ μικρότερος από εκείνον του προκατόχου του. Πολλές φορές τα ετήσια έξοδά του ισούνταν με τα αντίστοιχα μηνιαία του προηγούμενου Μεγάλου Βεζίρη. Τα περισσότερα χρήματα καταναλώνονταν αφενός σε βασικά τρόφιμα όπως ρεβίθια και ψωμί, και αφετέρου στον ρουχισμό του προσωπικού. Συγκριτικά, προϊόντα που θεωρούνταν είδη πολυτελείας, όπως ζάχαρη και καπνός, εμφανίζονται σπανιότερα στους καταλόγους εξόδων και καταλαμβάνουν πολύ μικρό ποσοστό του εισοδήματος του Πασά. Επίσης ο Ιμπραχίμ Πασά πολύ σπάνια φαίνεται να παραγγέλνει κοστοβόρα κοσμήματα ή διακοσμητικά όπλα, αντικείμενα τα οποία ο προκάτοχος του αποθησαύριζε με ζήλο. Τέλος, το «βδομαδιάτικο» χαρτζιλίκι του ιδίου του Πασά για τα εκτός προϋπολογισμού ή προσωπικά του έξοδα ήταν 250 άσπρα, τη στιγμή που ο προκάτοχός του σπαταλούσε παραπάνω από 1500.18 Ακόμα και το υποτιθέμενο υπέρλαμπρο ανάκτορο του Πασά ήταν χτισμένο με ξύλο και άλλα φθηνά υλικά.19 Επομένως, το επιχείρημα της αχαλίνωτης και προκλητικής σπατάλης καταρρίπτεται. Ούτως ή άλλως όμως, κατά βάθος ήταν αντιφατικό. Η οικονομία και αγορά της Κωνσταντινούπολης στηρίζονταν σε μεγάλο ποσοστό από τη ζήτηση που δημιουργούσαν καθώς και τα αγαθά που κατανάλωναν το Παλάτι και οι Οθωμανοί αξιωματούχοι. Υπό την έννοια αυτή, αν η ελίτ όντως κατανάλωνε στον βαθμό που υπονοείται από την παλαιότερη ιστοριογραφία, τότε και οι Κωνσταντινουπολίτες θα έπρεπε να ευημερούσαν, πράγμα που είναι αμφίβολο.20 Το πιθανότερο είναι ότι συνέβαινε το ακριβώς αντίθετο.
Η «εξαίσια» Εποχή των Τουλιπών ήταν μάλλον περίοδος οικονομικής «συστολής». O Μεγάλος Βεζίρης φαίνεται ότι είχε ξεκινήσει πολυετή προσπάθεια «μεταρρύθμισης» και ανάκτησης ελέγχου των δημοσίων οικονομικών από το κράτος. Ήδη ακόμα από την εποχή που ο Ιμπραχίμ Πασά εκτελούσε χρέη τοποτηρητή για τον προηγούμενο Μεγάλο Βεζίρη, εκδόθηκαν δύο εντολές. Η πρώτη ανακαλούσε και κατείσχε για λογαριασμό του δημοσίου, τις εφ’ όρου ζωής εκμισθώσεις φοροπροσόδων, τους λεγόμενους μαλικιανέδες, ώστε να αναγκαστούν οι κάτοχοί τους να πληρώσουν το μισό της αξίας τους για να τους ανακτήσουν. Η δεύτερη απαγόρευε την υπενοικίαση τους σε τρίτα πρόσωπα.21
Επίσης, τα πρώτα πέντε χρόνια της Μεγάλης Βεζιρίας του, ο Ιμπραχίμ Πασά φαίνεται ότι είχε εξοικονομήσει μεγάλα ποσά από την περικοπή μισθών των στρατευμάτων. Το ίδιο συνέβαινε μάλλον και με τους γενίτσαρους, καθώς ο Ιμπραχίμ Πασά είχε αρχίσει μια διαδικασία ανασύνταξης των βιβλίων καταγραφής και μισθοδοσίας τους.22 Αυτό πρακτικά σήμαινε ότι χιλιάδες γενίτσαροι έχασαν το στρατιωτικό στάτους τους, και μαζί με αυτό τις απολαβές σε χρήματα και είδος και τις φοροαπαλλαγές που συνεπάγονταν του γενιτσαρικού αξιώματος. Εξάλλου, ένα από τα αιτήματα των επαναστατών του Πατρόνα Χαλίλ ήταν τα γενιτσαρικά τεφτέρια να περιέλθουν στην κατοχή τους ώστε να (ξανα)γραφτούν σε αυτά τα στελέχη των εξεγερθέντων.23 Ας σημειωθεί εδώ ότι οι σχετικές μελέτες συνηγορούν ότι πριν την επανάσταση ακόμη και οι εναπομείναντες γενίτσαροι ήταν απλήρωτοι επί μήνες.24 Επεξηγηματικά, πρέπει να προσθέσουμε ότι τον 18ο αιώνα το παιδομάζωμα είχε σε μεγάλο βαθμό αχρηστευτεί. Κανείς γινόταν γενίτσαρος είτε κληρονομώντας τον τίτλο από τον πατέρα του και μέσω άλλων δικτύων πατρωνίας, είτε μέσω της αγοράς γενιτσαρικών δελτίων που κυκλοφορούσαν στην αγορά της Κωνσταντινούπολης ήδη από τον προηγούμενο αιώνα.
Ένα τελευταίο δείγμα της περιοριστικής οικονομικής πολιτικής του καθεστώτος που ηγούνταν ο Μεγάλος Βεζίρης είναι η φορολογική πολιτική. Ο Ιμπραχίμ Πασά είχε αυξήσει τη συχνότητα επιβολής έκτακτων φόρων. Ειδικότερα και όσον αφορά την εξέγερση του Πατρόνα Χαλίλ, οι συντεχνίες, τα μέλη των οποίων σε μεγάλο βαθμό ήταν γενίτσαροι που συμπλήρωναν το εισόδημα τους ασκώντας κάποια τέχνη, είχαν αναγκαστεί να πληρώσουν μια σειρά φόρων. Τον ειδικό φόρο, με τον οποίο εξασφάλιζαν την συμμετοχή τους στην εκστρατεία, καθώς και έναν καινούριο, αρκετά υψηλό, το λεγόμενο μπεδάτι (bid’at).25 Η νέα αυτή εισφορά ήταν μάλλον μια προσπάθεια μετακύλησης του κόστους της εκστρατείας στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα. Αυτό πρακτικά σήμαινε ότι οι συμμετέχοντες στην ακόμα επί χάρτου εκστρατεία είχαν προβεί σε σημαντικά έξοδα, τα οποία μεγενθύνονταν αν αναλογιστεί κανείς ότι έπρεπε να είχαν προμηθευθεί και μεγάλη ποσότητα εμπορευμάτων, τα οποία ήλπιζαν να πουλήσουν με μεγάλο κέρδος κατά την εκστρατευτική περίοδο. Το γεγονός λοιπόν ότι η εκστρατεία είχε καθυστερήσει τέσσερις μήνες, πρέπει να είχε προκαλέσει μεγάλη ζημιά στους τεχνίτες και στους γενίτσαρους-τεχνίτες των συντεχνιών. Επί τέσσερις μήνες, τα καταστήματά τους παρέμεναν κλειστά και τα εμπορεύματα που προορίζονταν για την εκστρατεία, αναξιοποίητα. Στο πλαίσιο αυτό, δεν πρέπει να προξενεί εντύπωση ότι είχαν κινηθεί νομικά, παραπονούμενοι στο ιεροδικείο για την ακύρωση του προαναφερθέντος νέου φόρου και τη χρηματική αποζημίωσή τους. Βέβαια, η προσπάθεια προέβη άκαρπη. Τελικά ο φόρος θα ανακαλούνταν μετά την εξέγερση του Πατρόνα Χαλίλ καθώς αποτελούσε αίτημα των επαναστατών.26
Ακόμα και τα πλιατσικολογήματα μπορούν να εξηγηθούν ως απόπειρες ανάκτησης οικονομικών κεκτημένων. Σε γενικές γραμμές, τα χρονικά περιγράφουν τους επαναστάτες ως μια μάζα «λυσσασμένων σκύλων» που ρήμαζαν επί μήνες την Κωνσταντινούπολη λεηλατώντας οτιδήποτε στο διάβα τους. Η αλληλογραφία των ξένων πρέσβεων βέβαια σκιαγραφεί μια εκ διαμέτρου διαφορετική εικόνα. Οι περισσότεροι εκπρόσωποι των ευρωπαϊκών κρατών συνηγορούν ότι έγιναν λιγοστές λεηλασίες27 που αφορούσαν καταστήματα όπλων και υποδημάτων, για ευκόλως εννοούμενους λόγους. Επισημαίνουν επίσης ότι η εξέγερση διεκπεραιώθηκε στο σύνολό της με θαυμαστή ευταξία. Ακόμα και τα χρονικά, παρά την αντίφαση με το γενικό πνεύμα των διηγήσεών τους, μιλούν για αυτο-αστυνόμευση των επαναστατών28, προφανώς σε μια προσπάθεια να αποφευχθούν περιστατικά που θα σήμαιναν το τέλος της υποστήριξης που τύγχαναν από τους απλούς κατοίκους της Πόλης. Οι λιγοστές διηγήσεις πλιάτσικου και λεηλασίας που μπορούν να εξακριβωθούν, ακριβώς διότι δεν αναφέρονται με γενικότητες και ομιχλώδεις αφοριστικές εκφράσεις, αλλά με ονοματεπώνυμα, αφορούν τις περιουσίες κρατικών αξιωματούχων.29 Αυτοί μάλλον θεωρούνταν συνυπεύθυνοι για την οικονομική πολιτική της κεντρικής εξουσίας και ο επιμερισμός των περιουσιών τους ήταν μορφή «δίκαιης αναδιανομής δημόσιου πλούτου». Παρατίθενται εδώ σε ελεύθερη μετάφραση τα λόγια του ιδίου του Πατρόνα Χαλίλ (όπως μεταφέρονται από τα χρονικά) τη στιγμή που εκπαραθύρωνε έναν κρατικό αξιωματούχο από την οικία, στην οποία διέμενε, ώστε να τη χρησιμοποιήσει ο ίδιος:
– «Αυτό το σπίτι ανήκει σε εσένα ή στο δημόσιο ταμείο;»
– «Στο δημόσιο ταμείο.»
– «Έχεις άλλο σπίτι δικό σου;»
– «Ναι.»
– «Ωραία τώρα θα πας σ’ αυτό και εδώ θα κάτσω εγώ.»30
Ο αντίκτυπος της οικονομικής πολιτικής του Ιμπραχίμ Πασά πρέπει να είχε μεγενθυθεί, καθώς τις προηγούμενες δεκαετίες η οικονομική κατάσταση μιας μάλλον μεγάλης μερίδας κατοίκων της Κωνσταντινούπολης είχε πιθανότατα βελτιωθεί. Προς αυτό καταδεικνύει η συνεχής επανέκδοση νόμων περί ενδυμασίας, των οποίων ένα παράδειγμα έχει ήδη προαναφερθεί. Σε πρακτικό επίπεδο αυτό σημαίνει ότι, παρά τις απαγορεύσεις, οι Κωνσταντινοπολίτες διέθεταν αρκετά χρήματα για να αγοράσουν ξενόφερτα στυλ και είδη ρουχισμού, διαθέσιμα μόνο για ανώτερους αξιωματούχους της αυτοκρατορίας. Αν υποτεθεί λοιπόν ότι ο εξορθολογισμός των δημοσίων οικονομικών περνούσε μέσα από την μείωση των μέχρι πρότινος αυξανόμενων εισοδημάτων των ιδιωτών, τότε είναι πιθανό η διάψευση των προσδοκιών να συνέβαλε στην εν γένει δυσφορία έναντι του καθεστώτος του Ιμπραχίμ Πασά και του Αχμέτ Γ΄. Η προβληματική των νόμων περί ενδυμασίας φέρνει στο προσκήνιο ακόμα ένα στοιχείο που διαδραμάτισε ρόλο στην επαναστατική δυναμική: εκείνο του ανταγωνισμού για την κυριαρχία στο πολιτικό στερέωμα.
Ήταν πλέον συχνό φαινόμενο, ιδιαίτερα για τους γενίτσαρους και για εκείνους που με τον έναν ή τον άλλον τρόπο συνδέονταν με τα γενιτσαρικά σώματα, να φέρουν ρουχισμό που δεν άρμοζε στην κοινωνική τους τάξη. Στην ουσία λοιπόν το γενιτσαρικό σώμα ήταν η ωμή δύναμη πίσω από εκείνους, που μπορεί να μην είχαν πολιτική εξουσία με την παραδοσιακή έννοια του όρου, αλλά διέθεταν αρκετά χρήματα ώστε να αμφισβητήσουν τα όρια της κοινωνικής τους τάξης και το εύρος της πολιτικής ισχύος της διοικούσας ελίτ, για την οποία ο σφετερισμός του ιματισμού της από τα χαμηλότερα στρώματα αποτελούσε ευθεία πρόκληση.31
Μια ακόμα προκείμενη αιτία που μάλλον είχε συντελέσει στην εξέγερση πρέπει να ήταν το «ύφος» διακυβέρνησης του Μεγάλου Βεζίρη. Επί δώδεκα συναπτά έτη, ο Μεγάλος Βεζίρης φαίνεται ότι ασκούσε εξουσία δίχως να μπορεί να ελεγχθεί. Το παραδοσιακό, στον 18ο αιώνα, όργανο μετριασμού των πολιτικών της Αυλής, ο Σεϊχουλισλάμης, όπως και πριν την εξέγερση της Αδριανούπολης 27 χρόνια νωρίτερα, ήταν ευνοούμενος της Αυλής, συγχωριανός του μεγάλου Βεζίρη.32 Επίσης, αν κρίνουμε από την απόλυση του Καδή της Κωνσταντινούπολης και την τοποθέτηση στην θέση του ενός ευνοούμενου, ο Ιμπραχίμ Πασά μάλλον δεν ανεχόταν την κριτική στις επιλογές του. Να σημειωθεί εδώ ότι αν και η απόλυση είχε γίνει με πρόφαση τη μη ικανοποιητική διαχείριση ελλείψεων στην αγορά της πόλης, ο ίδιος Καδής επανατοποθετήθηκε στο πόστο του από τους επαναστάτες, πράγμα που μάλλον μας προϊδεάζει για το ότι το συγκεκριμένο πρόσωπο τύγχανε της ευρύτερης αποδοχής των γενίτσαρων και των συντεχνιών.
Ανάλογα συγκεντρωτική ήταν η άσκηση πολιτικής όσον αφορά τους διορισμούς στον φοροεισπρακτικό μηχανισμό. Παράπονα προς την Υψηλή Πύλη που έφερναν υπήκοοι από την Ανατολία καταδεικνύουν ότι όλες οι φοροπρόσοδοι πάνω στις πλουτοπαραγωγικές πηγές μιας περιοχής είχαν ενοικιαστεί σε ευνοούμενους του Πασά.33 Το ίδιο πρέπει να συνέβαινε και στην πρωτεύουσα, αν κρίνουμε από το ότι χρειάστηκε μια επανάσταση ώστε τα τελωνεία της να περάσουν στα χέρια του πατέρα του Σεμντανίζαντε.
Ένας τελευταίος παράγοντας που μάλλον διαδραμάτισε κάποιον ρόλο στην επαναστατική διαδικασία είναι η αλβανική μετανάστευση. Ο 18ος αιώνας σήμανε αύξηση στη μεταναστευτική ροή από τη βαλκανική χερσόνησο στην Κωνσταντινούπολη. Οι Αλβανοί μετανάστες κάλυπταν σε μεγάλο ποσοστό τη ζήτηση για ανειδίκευτα εργατικά χέρια στην πρωτεύουσα. Τα χαμάμ και το λιμάνι της πρωτεύουσας παρείχαν εργασία σε χιλιάδες Αλβανούς μετανάστες.34 Να σημειωθεί ότι τα επαγγέλματα αυτά θεωρούνταν μιασματικά, καθώς οι εργαζόμενοι έρχονταν καθημερινά σε επαφή είτε με το ανθρώπινο σώμα, είτε με τα ελλιμενισμένα πλοία που θεωρούνταν εστίες για περιοδικές εμφανίσεις επιδημιών.
Επίσης, Αλβανοί μετανάστες φέρονταν να έχουν εισχωρήσει στη συντεχνία των αρτοποιών, ενώ έλεγχαν εκείνη των κρεοπωλών, η οποία καλλιεργούσε στενές σχέσεις με το γενιτσαρικό σώμα.35 Μέσω τέτοιων επαγγελματικών δικτύων, οι Αλβανοί της Πόλης είχαν καταφέρει να εισχωρήσουν και στο τελευταίο. Ο Πατρόνα Χαλίλ καταγράφεται στις πηγές μας ως γενίτσαρος, το ίδιο και πολλοί από τους συντρόφους του, καφετζήδες και παντοπώλες, επαγγέλματα που τον 18ο αιώνα ασκούνταν κυρίως από γενίτσαρους.36 Επίσης, στα χρονικά καταγράφεται ότι ο Πατρόνα Χαλίλ και οι σύντροφοί του κατάφεραν να πείσουν τους γηραιότερους αξιωματούχους των γενιτσάρων να προσχωρήσουν στην εξέγερση. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη μαζική-πλην των μποσταντζήδων γενιτσάρων-συμμετοχή των γενιτσαρικών λόχων, η οποία εκδηλώθηκε με τον παραδοσιακό τρόπο. Οι γενίτσαροι σε ένδειξη στασιασμού έβγαλαν τα καζάνια τους στην πλατεία του παλιού βυζαντινού ιπποδρόμου και τα αναποδογύρισαν, χύνοντας το περιεχόμενο τους, μη αποδεχόμενοι το φαγητό του Σουλτάνου και κατ’ επέκταση τον ίδιο. Προξενεί εντύπωση λοιπόν τόσο το ότι το νέο καθεστώς που εγκαταστάθηκε από τους επαναστάτες προέβη σε αντίποινα, όσο και το ότι τα αντίποινα αυτά στράφηκαν αποκλειστικά και μόνο εναντίον των Αλβανών, σε μια στιγμή που τα στρατιωτικά σώματα είχαν επαναστατήσει στο σύνολο τους. Η εξήγηση όμως μάλλον δεν είναι ιδιαίτερα περίπλοκη.
Οι Αλβανοί, παρ’ όλες τις απελάσεις μεταναστών από την Πόλη που είχαν ξεκινήσει ήδη από τον προηγούμενο αιώνα και παρά την συνεχή στοχοποίησή τους, ήταν μια αρκετά επιταχυμένη κοινωνική ομάδα όσον αφορά την απορρόφηση τους στον οικονομικό ιστό της Οθωμανικής πρωτεύουσας. Σε ένα από τα χρονικά ο συγγραφέας ονομάζει τους Αλβανούς «δαίμονες με το προσωπείο Μουσουλμάνων που σαν μάστιγα έχουν κατακλύσει τα χωράφια, τα εργαστήρια και τα χαμάμ της Κωνσταντινούπολης».37 Το καταφανώς ρατσιστικό αυτό χωρίο έρχεται να επιδοκιμάσει τις επιχειρήσεις εκκαθάρισής τους μετά την εξέγερση του Πατρόνα Χαλίλ. Επομένως, οι «βέροι» Κωνσταντινουπολίτες πρέπει να ένιωθαν ανασφάλεια ή φόβο από τον οικονομικό ανταγωνισμό που προκαλούσε η μαζική εισροή εργατικών χεριών στην αγορά της Πόλης. Θα ήταν λογικό να υποθέσουμε ότι μετά την ικανοποίηση των αιτημάτων τους, οι γενίτσαροι δεν χρειάζονταν πια τον Αλβανό συμπολεμιστή τους Πατρόνα Χαλίλ και τους «10.000» Αλβανούς, των οποίων αυτός ηγούνταν. Αφενός, επειδή οι Αλβανοί αποτελούσαν έναν παράγοντα επαγγελματικού ανταγωνισμού απέναντι στους υπόλοιπους γενίτσαρους, αφετέρου επειδή η ισχύς του Πατρόνα Χαλίλ και των συντρόφων του είχε μάλλον ξεπεράσει εκείνη των παραδοσιακών αξιωματούχων των γενιτσαρικών λόχων μετά την εξέγερση. Ως εκ τούτου, δεν πρέπει να προκαλεί εντύπωση ότι τελικά ήταν μόνο οι Αλβανοί που διώχθηκαν, δεδομένων των εις βάρους τους στερεοτύπων που εκφράζονται εύγλωττα στο προαναφερθέν απόφθεγμα. Εν τέλει, τα στερεότυπα χρησιμοποιήθηκαν ώστε να εξιλεωθούν οι υπόλοιποι γενίτσαροι για την έκνομη πράξη του στασιασμού, θυσιάζοντας μια κακόφημη και ανεπιθύμητη κοινωνική ομάδα και ρίχνοντας πάνω της την ευθύνη για την εξέγερση, αποκρύπτοντας τα πραγματικά αίτια της τελευταίας.
Συμπερασματικά, η εξέγερση του Πατρόνα Χαλίλ είναι ένα ισχυρό παράδειγμα για την γοητεία και τη δύναμη που ασκούν οι παραδοσιακές ιστοριογραφικές ερμηνευτικές γραμμές στην Οθωμανική Ιστορία. Η πρώτη και προφανέστερη πτυχή της προβληματικής αυτής είναι η κυριαρχία των αφηγηματικών γραμμών των χρονικών. Οι λέξεις, φράσεις και οι συχνά εξόφθαλμα χαλκευμένες ή πολιτικά στρατευμένες διηγήσεις αναπαράγονται κατά λέξη, χωρίς να υποβάλλονται σε στοιχειώδη λογικό έλεγχο. Αυτό βέβαια ίσως να μη συνέβαινε αν οι ιστορικοί δεν ήταν ήδη προδιατεθειμένοι προς την αποδοχή των επιχειρημάτων των Οθωμανών χρονικογράφων. Η δεκτικότητα αυτή μπορεί να αποδοθεί στην ισχύ της βιβλιογραφικής παράδοσης για την λεγόμενη «Εποχή των Τουλιπών». Από την άλλη, η δύναμη της παραδοσιακής βιβλιογραφίας προκύπτει εν μέρει από την συσχέτιση των θεωρούμενων χαρακτηριστικών του καθεστώτος του Ιμπραχίμ Πασά με το σύμβολο της Τουλίπας. Το ιστοριογραφικό δυστύχημα που ευθύνεται για τις παρανοήσεις μπορεί να εξηγηθεί μάλλον απλά. Μόνο κατά την παραμονή του Ιμπραχίμ Πασά στο πόστο του Μεγάλου Βεζίρη εμφανίζεται ή διαδίδεται αρκετά ένα αντικείμενο που δύναται να χρησιμοποιηθεί ως πολιτικό σήμα κατατεθέν για τα τεκταινόμενα της εποχής. Έτσι, κανονικότητες που ξεκίνησαν πριν ακόμα και από την στέψη του Αχμέντ Γ΄ και συνεχίστηκαν μετά την πτώση του, αποδίδονται λανθασμένα στην εποχή του, ακριβώς λόγω του συμψηφισμού τους με το σύμβολο. Από την άποψη αυτή το μόνο ιδιαίτερο στοιχείο που παρουσιάζει η «Εποχή των Τουλιπών» είναι η μόδα της καλλιέργειας τουλιπών αυτή καθ’ αυτή. Κατά τα άλλα θα ήταν σκόπιμο να λεχθεί ότι τα πολιτικά, οικονομικά, κοινωνικά συμβάντα της εποχής εναρμονίζονται με τις ευρύτερες τάσεις του 18ου αιώνα.
Ο μακρύς 18ος αιώνας, και η Μεγάλη Βεζιρεία του Ιμπραχίμ Πασά, αποτέλεσαν στροφή προς τον συγκεντρωτισμό για το Οθωμανικό κράτος, το οποίο αποπειράθηκε να επιβληθεί επί των υπολοίπων κοινωνικών, οικονομικών και πολιτικών παραγόντων. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία είναι πιθανό ότι ανέπτυξε μηχανισμούς και εργαλεία που αποσκοπούσαν στον καλύτερο έλεγχο του πληθυσμού και στην εμπέδωση των συμφερόντων και βλέψεων της διοίκησης, προσπαθώντας παράλληλα να παρακάμψει ή να αποσιωπήσει τις όποιες αντιστάσεις ενάντια στις νέες πολιτικές. Προς το συμπέρασμα αυτό άλλωστε παραπέμπουν οι περισσότερες από τις πολιτικές επιλογές της Οθωμανικής άρχουσας τάξης που εξετάστηκαν εδώ. Η επιβολή νέων φόρων και η περιοριστική οικονομική πολιτική αποσκοπούσαν στην εξυγίανση του κρατικού προϋπολογισμού με τη μετακύλιση του κόστους προς τα κάτω. Η περικοπή δαπανών, περνώντας μέσα από τον έλεγχο των κατάστιχων των στρατιωτικών σωμάτων, αναπαριστά μια προσπάθεια ανάκτησης του ελέγχου σχετικά με το ποιός δικαιούται να θεωρείται askeri (μέλος της στρατιωτικής τάξης), μια διαδικασία, η οποία από τον προηγούμενο αιώνα είχε αφεθεί σε εναλλακτικά κανάλια, όπως η αγορά ή και τα διάφορα δίκτυα πατρωνίας και συντεχνιών. Η μονοπώληση διοικητικών/θρησκευτικών θέσεων και εκμίσθωσης φοροπροσόδων από ευνοούμενους του Μεγάλου Βεζίρη αποσκοπούσε στη συγκέντρωση πολιτικής και κανονιστικής ισχύος στα χέρια του Ιμπραχίμ Πασά, προσφέροντάς του τον μεγαλύτερο δυνατό έλεγχο πάνω στον κρατικό μηχανισμό, και περιορίζοντας τους εκ των έσω πυρήνες αντίστασης. Η έκδοση και επιβολή νόμων περί ενδυμασίας, η οποία αποτελεί σταθερό διακριτικό γνώρισμα του 18ου αιώνα, ανεξαρτήτως των ασκούντων την εξουσία, χρησίμευε στην ενίσχυση της αναγνωρισιμότητας και ιδιαιτερότητας των διοικητικών ελίτ και δρούσε ως εμπόδιο στην κοινωνική κινητικότητα και στην εξωτερίκευση της απόκτησης πλούτου και πολιτικής επιρροής από τους ευρισκόμενους εκτός των επίσημων μηχανισμών εξουσίας. Τέλος, η λήψη ανασταλτικών μέτρων ενάντια στη μετανάστευση προς την Κωνσταντινούπολη διεύρυνε τις δυνατότητες αστυνόμευσης και καταστολής του κράτους. Ο Ιμπραχίμ Πασά βέβαια δεν μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνος για τις εξελίξεις στην αστυνόμευση που ξεκίνησαν με αφορμή τα προσφυγικά κύματα με τελικό προορισμό την Κωνσταντινούπολη. Παρ’ όλα αυτά, θα ήταν λάθος να λησμονηθεί ότι αυτές τέθηκαν σε κίνηση, σε πρώτη φάση, μετά την εξέγερση του 1703, ενώ εντάθηκαν και τελειοποιηθήκαν μετά την εξέγερση του Πατρόνα Χαλίλ. Με άλλα λόγια, η απόδοση των εξεγέρσεων σε ανεπιθύμητους ξένους αποτέλεσε πλατφόρμα πάνω στην οποία στηρίχτηκε η επέκταση του μηχανισμού επιτήρησης και παρακολούθησης των δυνάμεων αστυνόμευσης. Συνεπώς, έχουμε σχετικά λίγα παραδείγματα που στρέφονται προς το κλασσικό ιστοριογραφικό αφήγημα ηθικής κατάπτωσης και αχαλίνωτης κατανάλωσης. Ωστόσο, ακόμα και αυτά μπορούν να θεωρηθούν κατά μέρος ως εκφράσεις κενών πληροφοριών και κοινών οθωμανικών αφηγηματικών τόπων. Αντίθετα, οι υπάρχουσες πληροφορίες τείνουν πολύ περισσότερο προς το να επιβεβαιώσουν μια κανονικότητα σταδιακά αυξανόμενης συγκεντρωτικής πολιτικής και αυταρχισμού.
Από την άλλη, θα ήταν λάθος να υπερεκτιμηθεί η επιτυχία της κρατικής επιβολής πάνω στις οικονομικές και κοινωνικές δυνάμεις του 18ου αιώνα. Δηλαδή, δεν πρέπει να λαμβάνεται ως δεδομένο ότι οι αυταρχικές και συγκεντρωτικές τάσεις του πολιτικού κέντρου ήταν απαραίτητα αποτελεσματικές, παρά το εύρος ή την έντασή τους. Άλλωστε, τα ίδια τα αποτελέσματα της εξέγερσης του Πατρόνα Χαλίλ καταδεικνύουν προς την κατεύθυνση της αποτυχίας της συγκεντρωτικής πολιτικής. Οι γενίτσαροι κατάφεραν να επιβληθούν πολιτικά στην οθωμανική Αυλή, να ακυρώσουν τον προωθούμενο φόρο στα προς πώληση προϊόντα, να ανακτήσουν τον έλεγχο όσον αφορά τη μισθοδοσία, και να εξασφαλίσουν τη δυνητικά κερδοφόρα γι’ αυτούς στρατιωτική εκστρατεία. Αλβανοί πρόσφυγες συνέχισαν να συρρέουν στην Κωνσταντινούπολη και να ενθέτουν τους εαυτούς τους στους θεσμούς και τα δίκτυά της, παρά την ενίσχυση της αστυνόμευσης και τις σε βάρος τους εκκαθαρίσεις. Τέλος, αν κρίνουμε από την συνεχή έκδοση νόμων περί ενδυμασίας, οι απλοί Κωνσταντινοπολίτες συνέχισαν να φορούν ρούχα που δεν άρμοζαν στην τάξη στην οποία ανήκαν. Μάλιστα, το παραπάνω φαινόμενο πρέπει να συνέβαινε με μεγαλύτερη πυκνότητα και συχνότητα. Από την άποψη αυτή, τα όρια της κρατικής εξουσίας, μπροστά στις κοινωνικές αντιδράσεις και στις βαθύτερες οικονομικές και κοινωνικές δυνάμεις, όπως η συσσώρευση κεφαλαίου ή η μετανάστευση, αποκαλύπτονται τρισδιάστατα. Η ελίτ και το πολιτικό κέντρο δεν είναι παίκτες – παντογνώστες. Έχουν αίσθηση μόνον των επί μέρους εκφάνσεων που καταδεικνύουν προς την εξασθένιση της εξουσίας και της επιβλητικής ικανότητάς τους. Ο συγκεντρωτισμός ή ο αυταρχισμός εκδηλώνονται μόνο ως εκφάνσεις αντιδράσεων, οι οποίες δεν αποσκοπούν στην ανάσχεση των ιστορικών δυνάμεων και διαδικασιών, αλλά στην αντιμετώπιση συμπτωμάτων, όπως η ξενόφερτη ενδυμασία. Το αντίθετο άλλωστε θα ήταν αδύνατο, καθώς η ιστορική διαδικασία είναι παρατηρήσιμη μόνον από την πλεονεκτική οπτική γωνία του ιστορικού. Ως εκ τούτου, οι προσπάθειες του πολιτικού κέντρου να ελέγξει τη συμπεριφορά των κατώτερων στρωμάτων δεν θα πρέπει να γίνονται αντιληπτές ως ένα απόλυτο, παντοδύναμο εργαλείο, αλλά μάλλον ως ένας παλαιστής που προσπαθεί να σημαδέψει με δεμένα μάτια.
Ενδεικτική βιβλιογραφία
Σημειώσεις
- Βλέπε σχετικά Ahmet Refik Altınay, Lale Devri (1718-1730), Geçmiş Asırlarda Osmanlı Hayatı, Tarih Vakfı Yurt Yayınları, Κωνσταντινούπολη 2011. Πρώτη έκδοση 1915, ή πιο πρόσφατα Bernard Lewis, The Emergence of Modern Turkey, Oxford University Press, 2002 ή Niyazi Berkes, The Development of Secularism in Turkey, Routledge, Λονδίνο 1988, και Şerif Mardin, Religion, Society, and Modernity in Turkey, Syracuse University Press, Νέα Υόρκη, 2006. ↩︎
- Για μια σύνοψη της εξέγερσης βλέπε Münir Aktepe, Patrona İsyanı (1730), İstanbul Edebiyat Fakültesi Basımevi, Κωνσταντινούπολη, 1958. Επίσης İsmail Hakkı Uzunçarşılı, Osmanlı Tarihi, τόμος 4, μέρος 2, Türk Tarih Kurumu, Άγκυρα, 1956, σελ. 204 και Halil Inalcik, Donald Quataert, Οικονομική και κοινωνική ιστορία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, Τόμος Β΄, 1600-1914, Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 2008. ↩︎
- Στα ίδια. ↩︎
- Ό.π. ↩︎
- Βλέπε σχετικό κείμενο για Ahmed Cevdet και Mustafa Nuri στο Can Erimtan, Ottomans Looking West? , The Origins of the Tulip Age and its Development in Modern Turkey, I.B Tauris, Λονδίνο 2008, σελ. 10-17 και Ahmed Cevdet Paşa, Tarih-i Cevdet,12 τόμοι Μatbaa-i Amire, Κωνσταντινούπολη, 1854-1884, βλέπε τόμο 1, σελ. 38-43, και Mustafa Nuri, Netayic ül-Vukuat, τόμος 3, Uhuvvet Matbaası, Κωνσταντινούπολη, 1911. ↩︎
- Ό.π, Ahmet Refik, Lale Devri, Niyazi Berkes, The Development of Secularism in Turkey, Şerif Mardin, Religion, Society, and Modernity in Turkey και Bernard Lewis, The Emergence of Modern Turkey. ↩︎
- Για μια κριτική στο έργο του Refik βλέπε Can Erimtan, Ottomans Looking West?: The Origins of the Tulip Age and its Development in Modern Turkey, I.B Tauris, Λονδίνο 2008. ↩︎
- Στο ίδιο σελ. 61. ↩︎
- Ό.π, Münir Aktepe, Patrona İsyanı (1730). ↩︎
- Karahasanoğlu, Selim, A Tulip Age Legend: Consumer Behavior and Material Culture in the Ottoman Empire (1718-1730), Binghamton University State University of New York, Νέα Υόρκη, 2009. ↩︎
- Salzmann, Ariel, “The Age of Tulips: Confluence and Conflict in Early Modern Consumer Culture (1550-1730)”, στο Donald Quataert (επιμ.), Consumption Studies and the History of the Ottoman Empire, 1550-1922, SUNY Press, Νέα Υόρκη, 2000. ↩︎
- Faik Reşit Unat, 1730 Patrona İhtilali Hakkında Bir Eser «Abdi Tarihi», Türk Tarih Kurumu Basımevi, Άγκυρα 1943. ↩︎
- Münir Aktepe, Şemdanizade Fındıklı Süleyman Mürit’i’t-Tevarih I. İstanbul Edebiyat Fakültesi Maatbaası, Κωνσταντινούπολη 1976. ↩︎
- Karahasanoğlu, A Tulip Age Legend…, σελ. 16. ↩︎
- Münir Aktepe, Şemdanizade Fındıklı Süleyman…,σελ. 3, 4. ↩︎
- Ό.π Karahasanoğlu, A Tulip Age Legend…, ↩︎
- Laws, State and Society in the Ottoman Empire, 1720-1829”, International Journal of Middle East Studies (29, 1997), σελ. 403-425. ↩︎
- Karahasanoğlu, A Tulip Age Legend…,σελ. 130-140. ↩︎
- Mikhail, Alan, “The Heart’s Desire: Gender, Urban Space and the Ottoman Coffee House” και Erimtan, Can, “The Perception of Saadabad: The ‘Tulip Age’ and Ottoman–Safavid Rivalry” στο Dana Sajdi (επιμ.), Ottoman Tulips, Ottoman Coffee Leisure and Lifestyle in the Eighteenth Century, I.B Tauris, Λονδίνο 2007, σελ.57, 25. ↩︎
- Το παράδοξο αυτό έχει εκφραστεί από τον Σελίμ Καραχασάνογλου στην εργασία, στην οποία παραπέμπουμε παραπάνω. ↩︎
- Salzmann, “An Ancien Regime Revisited: “Privatization” and Political Economy in the Eighteenth-Century Ottoman Empire”, Politics and Society, 1993, σελ. 402-403. ↩︎
- Aktepe, Patrona İsyanı…, σελ. 5-7. ↩︎
- Mesut Adıner, Subhî tarihi: Sâmî ve Şâkir tarihleri ile birlikte 1730-1744… ↩︎
- Ό.π, Patrona Isyani… ↩︎
- Τα Μετά την Άλωσιν (1453-1789), Τυπογραφείο Ι.Α Βρετού, Κωνσταντινούπολη, 1870, σελ. 327-330. ↩︎
- Virginia Aksan, Ottoman Wars, 1700-1870: An Empire Besieged, Routledge, Λονδίνο 2007, σελ. 71. ↩︎
- Μουταφίδου, «Η επανάσταση του Πατρόνα Χαλίλ στην Κωνσταντινούπολη το 1730: Η μαρτυρία της Ταξιδιωτικής Γραμματείας», στο, Ίλια Χατζηπαναγιώτη – Sangmeister, Ταξίδι, Γραφή Αναπαράσταση: Μελέτες για την ταξιδιωτική γραμματεία του 18ου αιώνα, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2015, σελ. 469-473. ↩︎
- Unat, 1730 Patrona İhtilali Hakkında Bir Eser, σελ. 36. ↩︎
- Baykal, Destari Salıh Tarihi …, σελ. 10 και Unat, 1730 Patrona İhtilali Hakkında Bir Eser…, σελ. 33,46, 49-51, και Aydıner, Subhî tarihi: Sâmî ve Şâkir tarihleri ile birlikte 1730-1744…, σελ. 45,57-58. ↩︎
- Unat, 1730 Patrona İhtilali Hakkında Bir Eser…, σελ. 52. ↩︎
- Βλέπε Robert Olson, “Jews, Janissaries, Esnaf and the Revolt of 1740 in Istanbul: Social Upheaval and Political Realignment in the Ottoman Empire”, Journal of the Economic and Social History of the Orient (20, 1977). ↩︎
- Για την εξέγερση της Αδριανούπολης βλέπε, Tezcan, Baki, The Second Ottoman Empire: Political and Social Transformation in the Early Modern World, Cambridge University Press, Νέα Υόρκη, 2010, σελ. 28,29,220,221 και Rifa’at Ali Abou-El-Haj, The 1703 Rebellion and the Structure of Ottoman Politics, Nederlands Historisch-Archeologisch Instituut te İstanbul, Κωνσταντινούπολη, 1988, σελ. 55-57. ↩︎
- Karahasanoğlu, A Tulip Age Legend…,σελ. 148. ↩︎
- Nina Ergin, “The Albanian Tellâk Connection: Labor Migration to the Hamams of Eighteenth-Century Istanbul, Based on the 1752 İstanbul Hamâmları Defteri”, Turcica (43, 2011), σελ. 242. ↩︎
- Suraiya Faroqhi, Artisans of Empire: Crafts and Craftspeople Under the Ottomans, I.B Tauris, Νέα Υόρκη 2009, σελ. 74 και Salih Aynural, “The Millers and Bakers of Istanbul (1750–1840)”, στο επιμ. Suraiya Faroqhi, Randi Deguilhem, Crafts and Craftsmen of the Middle East: Fashioning the Individual in the Muslim Mediterranean, I.B Tauris, Νέα Υόρκη 2005, σελ. 168, και Zarinebaf, Crime and Punishment in Istanbul…, σελ. 83, και, Başaran, Selim III, Social Control and Policing in Istanbul…, σελ. 124. ↩︎
- Aktepe, Patrona İsyanı, σελ. 3-20. Για τις επαγγελματικές ασχολίες των γενιτσάρων βλ. Cemal Kafadar, Yeniçeri-Esnaf relations: solidarity and conflict, αδημοσίευτη μεταπτυχιακή διπλωματική εργασία, Πανεπιστήμιο McGill, Institute of Islamic Studies, Μόντρεαλ, 1981. ↩︎
- Aydıner, Subhî tarihi…, σελ. 79. ↩︎