Το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 1974
Το στρατιωτικό πραξικόπημα για την ανατροπή της κυβέρνησης του αρχιεπισκόπου Μακαρίου εκδηλώθηκε στις 8.20 το πρωί της 15ης Ιουλίου 1974. Οι μονάδες και τα τμήματα της Εθνικής Φρουράς (μοίρες καταδρομών, τεθωρακισμένα και μικρό τμήμα του Ναυτικού) και οι διμοιρίες της ΕΛΔΥΚ που εκτέλεσαν το πραξικόπημα στη Λευκωσία, είχαν κύριους στόχους το Προεδρικό Μέγαρο και τη ζωή του ιδίου του Μακαρίου, το Αρχηγείο της Αστυνομίας, το στρατόπεδο του Εφεδρικού σώματος, το ΡΙΚ (Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου), την Αρχιεπισκοπή, το Αεροδρόμιο Λευκωσίας και τον Πύργο Ελέγχου, το κεντρικό κτίριο της ΣΥΤΑ (του κυπριακού Οργανισμού Τηλεπικοινωνιών), τις Κεντρικές Φυλακές και τον Αστυνομικό Σταθμό Πύλης Πάφου.
Είχε προηγηθεί πολύμηνη προετοιμασία για τη στρατιωτική επιχείρηση που ακολούθησε την πολύχρονη υπόσκαψη της Κυπριακής Δημοκρατίας και της κυβέρνησης του προέδρου Αρχιεπισκόπου Μακαρίου. Έτσι, όταν εκδηλώθηκε το πραξικόπημα, αποδείχθηκε ότι είχε οργανωθεί με κάθε λεπτομέρεια και σκηνοθετηθεί άψογα από τη στενή ηγετική ομάδα της δικτατορίας στην Ελλάδα, με αρχισυνωμότη τον Δημήτριο Ιωαννίδη: ο αρχηγός της Εθνικής Φρουράς, στρατηγός Γεώργιος Ντενίσης, ο διοικητής της ΕΛΔΥΚ («Ελληνική Δύναμις Κύπρου») και ο πρέσβης της Ελλάδας στην Κύπρο, Ευστάθιος Λαγάκος, είχαν προσκληθεί σε παραπλανητική σύσκεψη στην Αθήνα, την Παρασκευή 12 Ιουλίου, που διακόπηκε και θα συνεχιζόταν τη Δευτέρα, 15 Ιουλίου, ώστε να δημιουργηθεί η εντύπωση ότι δεν υπήρχε περίπτωση πραξικοπήματος, απούσης της στρατιωτικής ηγεσίας. Η απομάκρυνση του Ντενίση από την Κύπρο εξυπηρετούσε και τη σκοπιμότητα της υλοποίησης του πραξικοπήματος από τους έμπιστους του Ιωαννίδη.
Επιπλέον, η εκδήλωση του πραξικοπήματος (με κωδικό σύνθημα «Αλέξανδρος εισήχθη στο νοσοκομείο») σχεδιάστηκε να γίνει μετά την επιστροφή, νωρίς το πρωί, του αρχιεπισκόπου Μακαρίου στο Προεδρικό Μέγαρο από την εξοχική προεδρική κατοικία στο Τρόοδος, όπου συνήθιζε να μεταβαίνει τα σαββατοκύριακα των καλοκαιρινών μηνών. Σε μια ώρα, που η κυκλοφορία στην καλοκαιρινή Λευκωσία ήταν αρκετά περιορισμένη και η Αστυνομία και το Εφεδρικό σώμα βρίσκονταν σε χαλάρωση, ύστερα από την ασφαλή μετακίνηση του Μακαρίου στο Προεδρικό.
Το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 1974 αποτέλεσε το αποκορύφωμα της εκστρατείας μίσους εναντίον του προέδρου Μακαρίου από τον κύκλο των πραξικοπηματιών που κυβερνούσαν δικτατορικά την Ελλάδα από τον Απρίλιο του 1967. Τα μέλη του στενού αυτού συνωμοτικού κύκλου και ειδικότερα της ομάδας Ιωαννίδη, που είχαν τον απόλυτο έλεγχο της ελληνικής «κυβέρνησης» από τον Νοέμβριο του 1973, μισούσαν θανάσιμα τον αρχιεπίσκοπο Μακάριο, και σταδιακά διαμόρφωσαν την πεποίθηση ότι έπρεπε να απαλλαγούν από την παρουσία του με κάθε τρόπο, διακηρύσσοντας μάλιστα με ανέξοδη πατριωτική μεγαλοστομία ότι έτσι θα έφτανε η Κύπρος στην Ένωση με την Ελλάδα. Ανάμεσα στα κίνητρα του Ιωαννίδη, που μπορεί να ήλεγχε την «κυβέρνηση Ανδρουτσόπουλου» όμως δεν είχε εξασφαλίσει την πλήρη αποδοχή από τους περισσότερους Έλληνες αξιωματικούς, ασχέτως εάν αυτοί παρέμεναν πειθήνιοι και αδρανείς, καθώς δεν κατανοούσαν την ανατροπή του Μαρκεζίνη τον Νοέμβριο του 1973 ήταν, θεωρούμε, και η ανάγκη του να «πετύχει μια νίκη στο Κυπριακό», «αποδεικνύοντας» την «αναγκαιότητα» του πραξικοπήματος του 1973. Εξάλλου, και η συνωμοτική απριλιανή ομάδα των συνταγματαρχών του 1967, αντιστοίχως, είχε σπεύσει με εγκληματική αφέλεια, λίγους μήνες μετά την 21η Απριλίου, στις συνομιλίες του Έβρου «για να κλείσει το Κυπριακό», ενώ αργότερα είχε αποδεχθεί με ακατανόητη ευκολία την αποχώρηση της ελληνικής μεραρχίας από την Κύπρο, απογυμνώνοντας την άμυνα της μεγαλονήσου.
Η απόφαση για το πραξικόπημα είχε ληφθεί τον Φεβρουάριο – Μάρτιο του 1974, από τους Φαίδωνα Γκιζίκη, Αδαμάντιο Ανδρουτσόπουλο, Γρηγόριο Μπονάνο και Δημήτριο Ιωαννίδη. Διατάχθηκαν να την υλοποιήσουν ο ταξίαρχος Μιχαήλ Γεωργίτσης, που αναπλήρωνε τον απουσιάζοντα Ντενίση στην αρχηγία του ΓΕΕΦ (Γενικόν Επιτελείον Εθνικής Φρουράς) και ο συνταγματάρχης Κωνσταντίνος Κομπόκης, διοικητής των κυπριακών Δυνάμεων Καταδρομών, ο οποίος ανέλαβε τη διοίκηση του επιχειρησιακού τμήματος. Η διαταγή δόθηκε μετά την ανακοίνωση από τον πρόεδρο Μακάριο, στις αρχές Ιουλίου, της δραστικής μείωσης της στρατιωτικής θητείας και της ανάκλησης των εξ Ελλάδος αξιωματικών. Ας σημειωθεί ότι την περίοδο Ιουνίου – Ιουλίου 1974 αρκετοί αξιωματικοί είχαν αντικατασταθεί ή επέκειτο ο επαναπατρισμός τους και οι αντικαταστάτες τους δεν είχαν προλάβει να ενημερωθούν για τα πεδία ευθύνης των μονάδων τους. Το αρνητικό κλίμα στις τάξεις των Ελλήνων αξιωματικών στην Κύπρο (που τα στοιχεία δείχνουν ότι στην πλειοψηφία τους ήταν «παπαδοπουλικοί» και όχι «ιωαννιδικοί») θα επιβάρυνε η μη επιστροφή του στρατηγού Ντενίση από την Αθήνα, ο οποίος όταν διαπίστωσε ότι οργανώθηκε το πραξικόπημα από υφισταμένους του, πίσω από την πλάτη του, υπέβαλε την παραίτησή του και αρνήθηκε να γυρίσει στη Λευκωσία. Παρότι αναζητήθηκε αντικαταστάτης του από έναν κατάλογο ανώτερων αξιωματικών με προϋπηρεσία στην Κύπρο, τελικά δεν βρέθηκε. Έτσι, παρέμεινε διοικητής της κυπριακής Εθνοφρουράς ο Γεωργίτσης, ο οποίος είχε προαχθεί σε ταξίαρχο μερικές εβδομάδες πριν από το πραξικόπημα και ανέμενε, εντός των επόμενων εβδομάδων, την τελική του μετάθεση και επιστροφή στην Ελλάδα. Επρόκειτο για ανατροπή της στρατιωτικής ιεραρχίας, με αποκλειστικό κριτήριο την τυφλή πειθαρχία στον Δ. Ιωαννίδη, γεγονός που επρόκειτο να έχει καταστροφικές συνέπειες στην εγκληματικά ανεπαρκή άμυνα εναντίον της τουρκικής εισβολής, αφού η Εθνική Φρουρά έμεινε ακέφαλη στα χέρια άβουλων αξιωματικών, απλώς και μόνο για να πετύχει το πραξικόπημα. Στη συνέχεια, στις αρχές Αυγούστου 1974, σχεδόν όλοι οι αξιωματικοί – πρωταγωνιστές του πραξικοπήματος και δεκάδες άλλοι αντικαταστάθηκαν και απομακρύνθηκαν από την Κύπρο, ύστερα από την αποκατάσταση της Δημοκρατίας στην Ελλάδα. Και αυτό, όμως, θα αποδεικνυόταν μειονέκτημα για την ελληνική κυπριακή άμυνα στη δεύτερη φάση της τουρκικής εισβολής, αφού οι αντικαταστάτες τους δεν θα προλάβαιναν να γνωρίσουν τον τόπο, τους άνδρες και τις μονάδες τους.
Το πραξικόπημα στις 15 Ιουλίου 1974 | AlphaNews Live | AlphaNews
Για λόγους συνωμοτικότητας οι μυημένοι στο πραξικόπημα Έλληνες αξιωματικοί στην Κύπρο ήταν μετρημένοι, γύρω στους δέκα με δώδεκα. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα η εκδήλωσή του, το πρωί της 15ης Ιουλίου 1974, να αιφνιδιάσει πολλούς αξιωματικούς. Ορισμένοι, στην επαρχία Πάφου, που βρέθηκαν για υπηρεσιακούς λόγους έξω από τα στρατόπεδά τους, συνελήφθησαν από τις πιστές στον Μακάριο δυνάμεις, εντελώς ανύποπτοι για το τι είχε συμβεί. Στη Λεμεσό, ένας εξ Ελλάδος ταγματάρχης δολοφονήθηκε από Έλληνα Κύπριο αστυνομικό αφού, ανυποψίαστος, έσπευσε στον κεντρικό Αστυνομικό σταθμό της πόλης για να πληροφορηθεί τι ακριβώς συνέβαινε στη Λευκωσία. Υπήρξαν και περιπτώσεις, στο μικρό σε προσωπικό και μονάδες κυπριακό Ναυτικό, όπου Έλληνες αξιωματικοί αρνήθηκαν κατηγορηματικά να πάρουν μέρος στο πραξικόπημα. Η προσωπική αντιπαράθεση που δημιουργήθηκε συνέβαλε στη μειωμένη αμυντική αντίδραση του κυπριακού πολεμικού Ναυτικού απέναντι στην τουρκική εισβολή. Άλλοι, αξιωματικοί του Πεζικού, όταν προσεγγίστηκαν να πάρουν μέρος στο πραξικόπημα, πείστηκαν, τελικώς, αφού ζήτησαν πρώτα και έλαβαν τη σχετική διαταγή από τη στρατιωτική ηγεσία στην Ελλάδα. Ας προστεθεί ότι οι Γεωργίτσης και Κομπόκης, όπως κατέθεσαν μερικά χρόνια αργότερα (1986) στην Επιτροπή της Βουλής των Ελλήνων για τον «Φάκελο της Κύπρου», είχαν εκφράσει, μερικά εικοσιτετράωρα πριν από τις 15 Ιουλίου, τους ενδοιασμούς τους, υποδεικνύοντας τις πιθανές τουρκικές αντιδράσεις. Όμως, η ηγεσία των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων ήταν πλήρως καθησυχαστική. Το ότι αργότερα, μετά την ολοκλήρωση του εγκλήματος εναντίον της Κύπρου, ουδείς εκ της τότε ηγεσίας των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων ανέλαβε το βάρος των ευθυνών που του αναλογούσαν, αποδεικνύει τη θλιβερή ηθική κατάπτωση των ανώτερων αξιωματικών του στρατιωτικού καθεστώτος της επταετίας.
Το πραξικόπημα επικράτησε στη Λευκωσία ύστερα από μερικές ώρες. Όμως, ένας από τους βασικούς στόχους, η δολοφονία του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, δεν επιτεύχθηκε, αφού ο Κύπριος πρόεδρος κατάφερε να διαφύγει από το περικυκλωμένο Προεδρικό Μέγαρο, πριν αυτό γίνει παρανάλωμα του πυρός. Οι συγκρούσεις για την επικράτηση του πραξικοπήματος είχαν πολλά θύματα, εξαιτίας της αντίστασης στο Προεδρικό, στην Αρχιεπισκοπή, στην περιοχή του Αρχηγείου της Αστυνομίας, και αλλού, στη Λευκωσία, στη Λεμεσό και στη Λάρνακα. Σύμφωνα με τους επίσημους καταλόγους, το σύνολο των θυμάτων στη διάρκεια του πραξικοπήματος ήταν 98 νεκροί, ένας μακάβρια υψηλός αριθμός για τα κυπριακά δεδομένα, αλλά και σε σύγκριση με την αντίσταση στην επιβολή της απριλιανής δικτατορίας και των προηγούμενων πραξικοπημάτων στην Ελλάδα. Οι πεσόντες στις συγκρούσεις και δολοφονηθέντες από τις πιστές στον πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας δυνάμεις (Αστυνομία / Εφεδρικό και μέλη ένοπλων ομάδων πολιτών) ήταν 41, οι πολίτες – θύματα 16 (ανάμεσά τους και ένα κοριτσάκι επτά χρονών), ενώ οι στρατιωτικές δυνάμεις που πήραν μέρος στο πραξικόπημα είχαν άλλους τόσους νεκρούς: 36 Κύπριους και πέντε Ελλαδίτες (τρεις αξιωματικοί, οι δύο των ΛΟΚ). Ανάμεσα στα πιο αποτρόπαια εγκλήματα ήταν η εντελώς αναίτια εν ψυχρώ δολοφονία τεσσάρων νέων, πιστών στον Μακάριο, μετά τη σύλληψή τους από άτακτους της ΕΟΚΑ Β΄, στον Άγιο Τύχωνα Λεμεσού, στις 16 Ιουλίου 1974.
Ο πρόεδρος Μακάριος κατάφερε να φτάσει στην Πάφο, μέσω της Μονής Κύκκου, με ιδιαίτερα περιπετειώδη τρόπο. Στο κτίριο της Μητρόπολης Πάφου, το απόγευμα της 15ης Ιουλίου ηχογραφήθηκε το ιστορικό ραδιοφωνικό διάγγελμα με το οποίο ο πρόεδρος της Κύπρου διέψευδε την «είδηση» που επαναλαμβανόταν από το ΡΙΚ ότι «ο Μακάριος είναι νεκρός» και καλούσε τον κυπριακό λαό σε αντίσταση στο χουντικό πραξικόπημα. Την επομένη, 16 Ιουλίου, ο Μακάριος αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Πάφο με βρετανικό ελικόπτερο που τον μετέφερε στη στρατιωτική βάση του Ακρωτηρίου. Από εκεί, αεροπλάνο τον μετέφερε στη Μάλτα και στις 17 Ιουλίου έφτασε στο Λονδίνο. Στη συνέχεια μετέβη στη Νέα Υόρκη, όπου στις 19 Ιουλίου μίλησε στo Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ και κατήγγειλε την ανατροπή του από την ελληνική στρατιωτική δικτατορία.
Στη Λευκωσία, το μεσημέρι της 15ης Ιουλίου 1974, ύστερα από αρνήσεις ή αδυναμία εντοπισμού των «υποψηφίων» που είχε υποδείξει το καθεστώς της Αθήνας (τα ονόματα είχε απομνημονεύσει ειδικός αγγελιαφόρος αξιωματικός), οι επικεφαλής του πραξικοπήματος διόρισαν «πρόεδρο της Δημοκρατίας», τον διευθυντή της εφημερίδας Μάχη, βουλευτή και παλιό αγωνιστή της ΕΟΚΑ, Νίκο Σαμψών. Αργότερα, ανακοινώθηκαν και τα υπόλοιπα μέλη της πραξικοπηματικής «κυβέρνησης». Το νέο καθεστώς επέβαλε λογοκρισία στον Τύπο, ενώ το ΡΙΚ τέθηκε κάτω από στρατιωτικό έλεγχο. Οι κρατούμενοι στις φυλακές, μέλη και υποστηρικτές της ΕΟΚΑ Β΄, αφέθηκαν ελεύθεροι και δεκάδες έφεδροι αξιωματικοί κλήθηκαν στα όπλα για να βοηθήσουν στην επιβολή του πραξικοπήματος. Την ίδια ώρα, δεκάδες πολίτες συνελήφθησαν και πολλοί από αυτούς υποβλήθηκαν σε βασανιστήρια. Η «διακήρυξις των κυπριακών Ενόπλων Δυνάμεων» απέδιδε το πραξικόπημα στον «διαγραφόμενον κίνδυνον να περιέλθουν αι Ένοπλοι Δυνάμεις εις χείρας αναρχικών και εγκληματικών στοιχείων» και -για τραγική ειρωνεία- διαβεβαίωνε ότι θα συνεχίζονταν οι διακοινοτικές συνομιλίες όπως και «η αδέσμευτος εξωτερική πολιτική ως μέχρι τούδε»…
Η τουρκική εισβολή
Στις πρωινές ώρες του Σαββάτου, 20ης Ιουλίου 1974, η Κύπρος, σπαρασσόμενη και διαιρεμένη από το προηγηθέν πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου, δέχθηκε από αέρος και θαλάσσης τουρκική στρατιωτική επίθεση. Ήταν μια στρατιωτική εισβολή που αν και είχε προαναγγελθεί από την προηγούμενη ημέρα από όλα τα μεγάλα διεθνή ειδησεογραφικά πρακτορεία, που μετέδιδαν μάλιστα και τις σχετικές εικόνες, κατέλαβε απροετοίμαστα τα στρατιωτικά επιτελεία στην Αθήνα και τη Λευκωσία και απέδειξε με τραγικό τρόπο την εγκληματική ανεπάρκεια και επαγγελματική ανικανότητα της δικτατορικής ηγεσίας. Ήταν οι ίδιοι αξιωματικοί που είχαν αφιερώσει ολόκληρες εβδομάδες σχεδιάζοντας την επιτυχία του πραξικοπήματος εναντίον του προέδρου Μακαρίου… Αν και ο τουρκικός αποβατικός στόλος είχε αναχωρήσει από το λιμάνι της Μερσίνας από το μεσημέρι της 19ης Ιουλίου, η ηγεσία του πραξικοπήματος απέφυγε να προωθήσει τις προβλεπόμενες στρατιωτικές μονάδες στις ακτές της Κερύνειας κατά τις νυκτερινές ώρες και το Γενικό Επιτελείο Εθνικής Φρουράς (ΓΕΕΦ), ανέμενε μάταια οδηγίες από την Αθήνα, την ώρα που τα τουρκικά πλοία πλησίαζαν την Κύπρο, αντί να θέσει σε εφαρμογή το Σχέδιο Αμύνης. Ας προστεθεί ότι μονάδες της Εθνοφρουράς, λόγω του πραξικοπήματος, είχαν μεταφερθεί τις προηγούμενες ημέρες από την περιοχή του Πενταδακτύλου ή τη Λευκωσία στην Πάφο και ήταν καταπονημένες, ενώ η επιστράτευση (με αρκετά προβλήματα) κηρύχθηκε με αρκετή καθυστέρηση, το πρωί της 20ης Ιουλίου. Ήδη, όμως, στις 4.45 το πρωί η τουρκική αεροπορία είχε αρχίσει να βομβαρδίζει με σφοδρότητα στρατιωτικούς στόχους στην Κερύνεια και στη Λευκωσία, ενώ λίγη ώρα αργότερα βυθίστηκαν από τουρκικά πυρά, στα ανοικτά της Κερύνειας, δύο τορπιλάκατοι του Κυπριακού Ναυτικού που είχαν σπεύσει να εμποδίσουν τα δεκάδες πολεμικά τουρκικά πλοία. Τέλος, γύρω στις 6.00 το πρωί, είχε αρχίσει, χωρίς ενόχληση, η ρίψη Τούρκων αλεξιπτωτιστών στην περιοχή Κιόνελι, για την ενίσχυση του τουρκοκυπριακού θύλακα Λευκωσίας – Αγύρτας.
Οι βομβαρδισμοί των τουρκικών αεροπλάνων βρήκαν αρκετά τάγματα Πεζικού, τις περισσότερες μοίρες Πυροβολικού, τους άνδρες της ΕΛΔΥΚ ακόμη και το ίδιο το ΓΕΕΦ, εντός των στρατοπέδων τους. Δύο τάγματα που διατάχθηκαν βεβιασμένα να κινηθούν σε φάλαγγα από τη Λευκωσία προς τις βόρειες ακτές, χρησιμοποιώντας τον βασικό οδικό άξονα Λευκωσίας – Κερύνειας στο φως της ημέρας και δίχως αντιαεροπορική κάλυψη, το 281 ΤΠ και στο 286 ΜΤΠ (το μοναδικό μηχανοκίνητο τάγμα της Εθνικής Φρουράς) αποτέλεσαν εύκολη λεία για την τουρκική αεροπορία και ουσιαστικά το δεύτερο εξουδετερώθηκε, αριθμώντας βαριές απώλειες, σε αξιωματικούς και οπλίτες. Το 286 ΜΤΠ, θρήνησε από την αεροπορική επιδρομή στον Κοντεμένο επτά νεκρούς αξιωματικούς και οπλίτες και είχε και 25 τραυματίες (ανάμεσά τους και ο διοικητής του, αν/χης Γ. Μπούτος, που απεβίωσε στις 3 Αυγούστου 1974). Ήταν ένα τραγικό περιστατικό που επιβεβαίωσε από τις πρώτες ώρες την επαγγελματική ανεπάρκεια της στρατιωτικής ηγεσίας η οποία είχε επωμισθεί την ευθύνη για την άμυνα της Κύπρου εκείνες τις κρίσιμες ώρες. Την ανικανότητα της ηγεσίας του ΓΕΕΦ τεκμηριώνουν, με ανείπωτη οδύνη για τον σημερινό αναγνώστη, οι διάλογοι μεταξύ στρατιωτικών επιτελείων Λευκωσίας και Αθήνας, τις πρωινές ώρες της 20ης Ιουλίου 1974: το ΓΕΕΦ, την ώρα που δεχόταν τους τουρκικούς βομβαρδισμούς και παρακολουθούσε την ρίψη των Τούρκων αλεξιπτωτιστών ζητούσε εναγωνίως διαταγές από την Αθήνα, η οποία συνιστούσε αυτοσυγκράτηση, επιμένοντας ότι οι «Τούρκοι έκαναν απλώς επίδειξη δύναμης»…
Τις πρωινές ώρες της 20ης Ιουλίου, οι πρώτοι Τούρκοι πεζοναύτες αποβιβάστηκαν στις ακτές του Καραβά, στο Πέντε Μίλι και προωθήθηκαν στις υπώρειες της οροσειράς του Πενταδακτύλου. Λίγο αργότερα, στον ίδιο χώρο αποβιβάστηκε μια ίλη τουρκικών τεθωρακισμένων Μ47, πυροβόλα, ερπυστριοφόρα οχήματα και δυνάμεις πεζικού. Το δεύτερο και ισχυρότερο αποβατικό κύμα έφτασε στις ακτές της Κερύνειας το πρωί της 22ας Ιουλίου, υπό τον στρατηγό Ντεμιρέλ. Παρά την απεγνωσμένη ασυντόνιστη άμυνα μερικών δεκάδων ανδρών και αξιωματικών του 251ΤΠ και της 33ης Μοίρας Καταδρομών, οι τουρκικές δυνάμεις, το μεσημέρι της ίδιας ημέρας, έφτασαν στην είσοδο της Κερύνειας και τμήματά τους προωθήθηκαν στον Πενταδάκτυλο, πετυχαίνοντας τη συνένωση του προγεφυρώματος με τον θύλακα Λευκωσίας – Αγύρτας. Το απόγευμα της ίδιας ημέρας (16.00 της 22ας Ιουλίου) τέθηκε σε ισχύ η συμφωνία κατάπαυσης του πυρός.
Η κατάληψη της μικρότερης και ομορφότερης κυπριακής πόλης ήταν τεράστιο εδαφικό και συμβολικό πλήγμα για την Κυπριακή Δημοκρατία. Για τις τουρκικές δυνάμεις ήταν μια ένεση γοήτρου καθώς, παρά την πολλαπλάσια υπεροπλία και την κυπριακή αποδιοργάνωση, δεν είχαν πετύχει άλλα ουσιαστικά κέρδη. Οι ελληνικές δυνάμεις είχαν εξουδετερώσει, χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα, τους περισσότερους τουρκικούς θύλακες, σε διάφορες περιοχές του νησιού. Όμως, το επιτελείο του ΓΕΕΦ απέτυχε να αξιολογήσει την κατάσταση και δεν έδωσε το βάρος που έπρεπε στην προσπάθεια εξάλειψης του τουρκικού προγεφυρώματος, παρά τις επιτυχίες των δυνάμεων καταδρομών που εκπόρθησαν με δυσκολία και ηρωισμό, το βράδυ της 20ης Ιουλίου, εχθρικές οχυρές θέσεις στον Πενταδάκτυλο. Κομβικό γεγονός, όχι τόσο για την άμυνα της Κύπρου όσο για το ηθικό των αμυνομένων και για την εκδίωξη του αισθήματος της παγερής εγκατάλειψης από την Ελλάδα, που είχε αρχίσει να κυριαρχεί ύστερα από την πρώτη ημέρα της εισβολής, ήταν η τραγική κατάληξη της επιχείρησης Νίκη. Λίγο μετά τα μεσάνυκτα της 21ης Ιουλίου, μεταγωγικά αεροπλάνα της ελληνικής πολεμικής αεροπορίας, τύπου Νοράτλας, προσβλήθηκαν από φίλια πυρά, εξαιτίας του χάους και της ασυνεννοησίας, πάνω από το αεροδρόμιο Λευκωσίας. Ένα από αυτά, που μετέφερε από τη Σούδα της Κρήτης άνδρες της Α΄ Μοίρας Καταδρομών, καταρρίφθηκε και κατέπεσε στην περιοχή της Μακεδονίτισσας, ενώ και άλλα υπέστησαν σοβαρές ζημιές. Το σύνολο των θυμάτων ήταν τέσσερις άνδρες της πολεμικής αεροπορίας και 29 καταδρομείς. Όσοι κατάφεραν να αποβιβαστούν ήταν, μαζί με τους άνδρες της 103ης σειράς της ΕΛΔΥΚ, που είχαν επιστρέψει στην Κύπρο με το Α/Γ Λέσβος στις 20 Ιουλίου, το σύνολο της στρατιωτικής συνδρομής που έστειλε η Ελλάδα στην Κύπρο στη διάρκεια της πρώτης τουρκικής εισβολής.
Η απουσία έμπρακτης συμπαράστασης από την Αθήνα, βαθμιαία επηρέασε αρνητικά το ηθικό των αμυνομένων και του άμαχου πληθυσμού στην Κύπρο. Το μεσημέρι της 20ής Ιουλίου, το «Έκτακτον Πολεμικόν Ανακοινωθέν υπ’ αρ. 5», είχε ενισχύσει, μέσω της συνεχούς επανάληψής του εν μέσω στρατιωτικών εμβατηρίων από το κυπριακό ραδιόφωνο, το αίσθημα της επικείμενης ελλαδικής συνδρομής, που έμελλε να διαψευσθεί οικτρά: «Ανακοινούται ότι η Ελλάς εκήρυξε γενικήν επιστράτευσιν. Διά ταύτης γίνεται αντιληπτόν ότι η Ελλάς ευρίσκεται παρά το πλευρόν της Κύπρου. Ζήτω η αιωνία Ελλάς». Ας σημειωθεί ότι η αποστολή βοήθειας στην Κύπρο δεν ήταν μια ανέξοδη ρητορεία, όπως αυτές που εκφωνούσε κατά συρροή στις μεγαλόστομες «εθνικοπατριωτικές διακηρύξεις» της η ηγεσία της δικτατορίας στην επταετία, αλλά αποτελούσε θεσμική υποχρέωση του ελληνικού κράτους, διατυπωμένη ρητά στις Συμφωνίες της κυπριακής ανεξαρτησίας. Επιπλέον, τα «Σχέδια Αμύνης Κύπρου» προνοούσαν με λεπτομέρειες την αποστολή αεροπλάνων και υποβρυχίων από την Αθήνα για να συμβάλουν στην άμυνα του νησιού. Όπως έχουν υποστηρίξει δεκάδες Έλληνες αξιωματικοί, εάν αυτό συνέβαινε, έστω στις 22 Ιουλίου 1974, δηλαδή στο δεύτερο κύμα της απόβασης στις ακτές της Κερύνειας, θα είχαν επιτευχθεί καίρια πλήγματα στις τουρκικές αποβατικές δυνάμεις. Από τις καταθέσεις του «Φακέλου Κύπρου» και από το συνοδευτικό μαρτυρικό υλικό δημιουργούνται πελώρια αναπάντητα ερωτήματα τόσο για την ανάκληση των σχετικών διαταγών (τα ελληνικά μαχητικά ήταν έτοιμα να απογειωθούν από την Κρήτη, ενώ τα υποβρύχια είχαν φτάσει μερικές δεκάδες μίλια μακριά από την Κερύνεια) όσο και για την επακολουθήσασα ατιμωρησία των υπευθύνων.
Στις 23 Ιουλίου 1974, μια μέρα μετά την κατάπαυση των εχθροπραξιών, και ενώ στην Ελλάδα κατέρρεε η δικτατορία υπό το βάρος της κυπριακής τραγωδίας, ο «πρόεδρος» της πραξικοπηματικής «κυβέρνησης», Ν. Σαμψών παραιτήθηκε. Καθήκοντα προεδρεύοντος της Δημοκρατίας ανέλαβε ο νόμιμος αναπληρωτής, πρόεδρος της Βουλής, Γλαύκος Κληρίδης. Στις 25 Ιουλίου, άρχισαν στη Γενεύη συνομιλίες για το Κυπριακό. Στην τριμερή διάσκεψη, στο «Παλάτι των Εθνών», μετείχαν οι υπουργοί Εξωτερικών Βρετανίας, Ελλάδας και Τουρκίας, Τζ. Κάλλαχαν, Γ. Μαύρος και Τ. Γκιουνές. Είχε μεσολαβήσει, μια μέρα προηγουμένως, η άφιξη του Κωνσταντίνου Καραμανλή στην Αθήνα, που ορκίστηκε πρωθυπουργός και σχημάτισε κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας. Στις 30 Ιουλίου, οι συνομιλίες της Γενεύης κατέληξαν σε συμφωνία που επιβεβαίωνε την αρχική κατάπαυση του πυρός (22 Ιουλίου), όριζε τη μη επέκταση των ζωνών που κατείχαν οι δύο αντίπαλοι και την αποφυγή κάθε νεότερης στρατιωτικής ενέργειας και τη δημιουργία «ζώνης ασφαλείας» υπό τον έλεγχο των Ηνωμένων Εθνών. Τέλος, συμφωνήθηκε η έναρξη νέου γύρου συνομιλιών, στις 8 Αυγούστου, πάλι στη Γενεύη, με τη συμμετοχή και των Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, για την αποκατάσταση της ειρήνης, και «την επανεγκαθίδρυσιν συνταγματικής κυβερνήσεως εις την Κύπρον».
Turkish invasion of Cyprus | A divided Cyprus
Η κατάπαυση του πυρός, την οποία υποτίθεται θα εξασφάλιζαν οι ειρηνευτικές δυνάμεις του ΟΗΕ, αποδείχθηκε κενό γράμμα για τα τουρκικά στρατεύματα. Η τουρκική προέλαση συνεχίστηκε στα προάστια της Λευκωσίας και στον Πενταδάκτυλο, παρά την απέλπιδα αντίσταση των δυνάμεων της Εθνοφρουράς και της ΕΛΔΥΚ. Οι τουρκικές δυνάμεις προωθήθηκαν στις δυτικές κορυφές του Πενταδακτύλου και στις 6 Αυγούστου, ύστερα από φονικές μάχες, με δεκάδες νεκρούς και αγνοούμενους, κατέλαβαν τις μεγάλες κωμοπόλεις του Καραβά και της Λαπήθου. Ήταν μια επιβεβαίωση της αδυναμίας, τόσο του ΟΗΕ όσο και των δύο άλλων «εγγυητριών δυνάμεων» (Βρετανίας και Ελλάδας), να επιβάλουν τα συμφωνηθέντα στη Γενεύη. Την ίδια ώρα, το κυπριακό πυροβολικό κρατούσε δεσμευμένα τα πυροβόλα του, καθώς κάποιος αξιωματούχος της Ειρηνευτικής δύναμης του ΟΗΕ είχε μεταφέρει την πληροφορία ότι εάν δρούσε κατά την εκεχειρία, η τουρκική αεροπορία θα βομβάρδιζε την Αμμόχωστο και τη Λευκωσία…
Παρά την κραυγαλέα τουρκική παρασπονδία, στις 8 – 14 Αυγούστου πραγματοποιήθηκε η δεύτερη φάση της Διάσκεψης της Γενεύης, την ίδια ώρα (9 Αυγούστου) που στις Ηνωμένες Πολιτείες ο πρόεδρος Νίξον υπέβαλλε την παραίτησή του εξαιτίας του σκανδάλου Γουότεργκεητ. Της ελληνοκυπριακής αντιπροσωπείας ηγούνταν ο Γλαύκος Κληρίδης και της τουρκοκυπριακής ο Ραούφ Ντενκτάς. Οι συνομιλίες οδηγήθηκαν σε αδιέξοδο εξαιτίας της τουρκικής αδιαλλαξίας. Ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών, Γκιουνές, απαίτησε να δοθεί στους Τουρκοκύπριους και στον έλεγχο των τουρκικών στρατιωτικών δυνάμεων, ποσοστό 34% του κυπριακού εδάφους, με τη μορφή καντονίων. Μάλιστα, ζήτησε να δοθεί απάντηση στην εξωφρενική του απαίτηση μέσα σε 36 ώρες. Το τουρκικό τελεσίγραφο αρνήθηκαν, όπως ήταν αναμενόμενο, η Ελλάδα και η Κύπρος, ενώ αξίζει να σημειωθεί ότι η τουρκική στάση εξόργισε και τον Βρετανό υπουργό Εξωτερικών Τζ. Κάλλαχαν, ο οποίος προέβη σε σκληρές δηλώσεις εναντίον της Τουρκίας. Όπως τόνισε, «Μια συμφωνία με την δύναμιν των όπλων είναι απλώς ένα κομμάτι χαρτί. Τώρα η νήσος είναι αιχμάλωτος των τουρκικών στρατευμάτων. Προσέξατε, όμως, μήπως τα τουρκικά στρατεύματα μεταβληθούν εις αιχμαλώτους της νήσου». Στην Κύπρο, τις επόμενες ώρες και ενώ είχε αρχίσει η δεύτερη φάση της τουρκικής εισβολής, μεγαλύτερη αίσθηση στον άμαχο πληθυσμό προκάλεσαν, με στιγμιαία αισιοδοξία για την ελλαδική συμπαράσταση, που έμελλε να διαψευστεί άμεσα και τραγικά, οι δηλώσεις του Έλληνα υπουργού Εξωτερικών Γεώργιου Μαύρου ο οποίος χαρακτήρισε ατιμωτικές τις τουρκικές προτάσεις, σπεύδοντας να προσθέσει ότι «η Ελλάς προτιμά τον πόλεμον από την ατίμωσιν»… Δηλώσεις που αποδείχθηκαν κούφια λόγια.
Η τουρκική μαξιμαλιστική στάση ήταν προσχεδιασμένη, αφού αμέσως μετά την κατάρρευση των συνομιλιών της Γενεύης, οι τουρκικές στρατιωτικές δυνάμεις, ενισχυμένες σε άνδρες, οπλισμό και πολεμικά μέσα, εξαπέλυσαν τον δεύτερο γύρο της εισβολής (Αττίλας 2, 14 – 16 Αυγούστου). Σε αντίθεση με τον πρώτο γύρο της εισβολής, τα δεδομένα ήταν εντελώς διαφορετικά και η τουρκική υπεροπλία, τόσο σε πολεμικό υλικό και μέσα όσο και σε στρατό (40.000 άνδρες), είχε μεταφερθεί και στο κυπριακό έδαφος, ενώ η αεροπορία και το ναυτικό συνέχισαν ανενόχλητα τις επιχειρήσεις τους. Τα τουρκικά στρατεύματα ολοκλήρωσαν την κατάληψη της οροσειράς του Πενταδακτύλου και προέλασαν με δεκάδες τεθωρακισμένα στην πεδιάδα της Μεσαορίας, εγκλωβίζοντας χιλιάδες Έλληνες, κυρίως στην περιοχή της Καρπασίας. Κατάφεραν εύκολα, παρά την απεγνωσμένη άμυνα μεμονωμένων ελληνικών τμημάτων, να φτάσουν και να εισέλθουν στην Αμμόχωστο, που είχε εγκαταλειφθεί υπό συνθήκες πανικού τόσο από την Εθνική Φρουρά όσο και από τους κατοίκους της. Στα δυτικά κατελήφθη η Μόρφου και χωριά της περιοχής Ανατολικής Τηλλυρίας, με αποτέλεσμα την επέκταση της ζώνης κατοχής στα σημερινά επίπεδα (Γραμμή Μόρφου – «Πράσινη γραμμή» Λευκωσίας – Αμμόχωστος). Στη Λευκωσία, η ηρωική άμυνα λόχων της ΕΛΔΥΚ στην περιοχή του στρατοπέδου τους και μικρών τμημάτων της Εθνικής Φρουράς που δεν ακολούθησαν το γενικό κύμα φυγής και λιποταξιών, έσωσε την τιμή των ελληνικών όπλων αλλά και την κυπριακή πρωτεύουσα. Το πέρας της τουρκικής εισβολής είχε ως αποτέλεσμα την κατάληψη και την κατοχή, από τότε, του 37% του εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Η Ελλάδα, ευρισκόμενη στη μεταβατική περίοδο για την αποκατάσταση της δημοκρατίας, δεν μπόρεσε και πάλι να συμπαρασταθεί στην αμυνόμενη Κύπρο, ούτε να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της «εγγυήτριας δύναμης». Μόνη αντίδραση, για την τιμή των όπλων και τις εντυπώσεις, ήταν η ανακοίνωση της αποχώρησης από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ. Το βράδυ του Δεκαπενταύγουστου του 1974, και ενώ οι Τούρκοι συνέχιζαν την προέλασή τους, στην Αθήνα ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής απηύθυνε διάγγελμα προς τον ελληνικό λαό. Χαρακτήρισε άφρον το πραξικόπημα στην Κύπρο, ενώ κατήγγειλε την Τουρκία ως απειλή για την ειρήνη του κόσμου. Ο Έλληνας πρωθυπουργός ομολόγησε ενώπιον του έθνους την αδυναμία της χώρας να βοηθήσει στην ανάσχεση της τουρκικής προέλασης στη μεγαλόνησο: «Η ένοπλος αντιμετώπισις των Τούρκων εις την Κύπρον καθίστατο αδύνατος και λόγω αποστάσεως και λόγω των γνωστών τετελεσμένων γεγονότων. Και δεν ήτο δυνατόν να επιχειρηθή χωρίς τον κίνδυνον εξασθενήσεως της αμύνης αυτής ταύτης της Ελλάδος».
Σελίδες Μαρτυρολογίου
Για τα όσα έζησαν στα χέρια των «ειρηνοποιών του Αττίλα» οι αξιωματικοί και οι στρατιώτες που
συνελήφθησαν αιχμάλωτοι και οι άμαχοι και τα γυναικόπαιδα το καλοκαίρι του 1974, σώθηκαν εκατοντάδες μαρτυρικές καταθέσεις των θυμάτων που δόθηκαν στις αστυνομικές αρχές κατά το 1974-1975. Ο ιστορικός όταν μελετά σήμερα τις χιλιάδες αυτές σελίδες, που καταγράφουν ανείπωτες αγριότητες, πέρα από τον απέραντο σεβασμό στην αγνότητα των αθώων θυμάτων, νοιώθει απέχθεια για τον «ιατροδικαστικό χαρακτήρα» του επαγγέλματός του. Τα μαρτύρια του άμαχου πληθυσμού στα χέρια των εισβολέων αποτελούν ένα πικρό μακρύ συναξάρι σύγχρονου μαρτυρολογίου: σύλληψη, φυλάκιση, ομαδικές και ατομικές εκτελέσεις, βασανιστήρια, ληστείες και λεηλασίες, εκτοπισμός, στέρηση φαγητού, νερού και ύπνου, κτηνώδεις βιασμοί ανυπεράσπιστων γυναικών και κοριτσιών. Οι πιο αποτρόπαιες σελίδες ενός πολέμου. Οι μαρτυρίες των τραγικών θυμάτων της εισβολής και όλα όσα έγιναν κατά τα χρόνια που ακολούθησαν εις βάρος των εγκλωβισμένων, πέρα από τη φρίκη που προκαλούν, αποκαλύπτουν στην πλήρη έκτασή του το σχέδιο εθνοκάθαρσης που υλοποιήθηκε από τα τουρκικά στρατεύματα στην Κύπρο το 1974. Σε κάθε χωριό που εισερχόταν ο τουρκικός στρατός, τα γεγονότα ακολουθούσαν την ίδια, άγρια διαδικασία ωμοτήτων και βαρβαρότητας, σαν μια στερεότυπη καθημερινότητα. Εκτελέσεις εν ψυχρώ αμάχων ή αόπλων στρατιωτών, συγκέντρωση και εγκλεισμός των κατοίκων στην εκκλησία ή σε κεντρικά κτίρια του χωριού, διαχωρισμός ανδρών, ηλικιωμένων και γυναικοπαίδων, πρώτο κύμα λεηλασιών στα άδεια σπίτια των Ελλήνων Κυπρίων, μεταφορά – πολλές φορές άσκοπη – των ανδρών σε γειτονικά χωριά ή στη Λευκωσία, βιασμοί, ληστείες, βασανιστήρια, εξευτελισμός. Στο τέλος, οι κάτοικοι ένοιωθαν τη μεταφορά από τα χωριά τους στο μη κατεχόμενο τμήμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, ως απελευθέρωση. Ο ίδιος εφιαλτικός μηχανισμός παρέμενε στην εφεδρεία για να ενεργοποιηθεί, όταν χρειαζόταν, στις περιοχές στις οποίες παρέμεναν εγκλωβισμένοι.
Από τις εκατοντάδες αυθεντικές καταθέσεις των θυμάτων που δόθηκαν στις κυπριακές αστυνομικές αρχές κατά το 1974-1975, αναδημοσιεύονται εδώ με απέραντο σεβασμό προς τους αφηγητές και τα μαρτύριά τους, τμήμα αφήγησης ενός αιχμαλώτου και τρία μικρά αποσπάσματα από τις καταθέσεις τριών γυναικών. Μια επώδυνη υπόμνηση για την αγριότητα του πολέμου, όπως τη βίωσαν οι Έλληνες της Κύπρου, αλλά και μια ανάδειξη πληγών, που στιγμάτισαν ζωές ανθρώπων και οικογενειών.
Μαρτυρία γυναίκας 80 ετών, από χωριό της επαρχίας Κερύνειας
(Κατάθεση που δόθηκε στις αστυνομικές αρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας στις 26 Νοεμβρίου 1974.)
Κατάγομαι από (…) και είμαι χηράτη έχει 16 χρόνια. Τα παιδιά μου έφυαν που (…) προτού πιάσουν (…) οι Τούρκοι και έμεινα μόνη μου στο σπίτιν. Μιαν ημέρα πριν περίπου 20-25 μέρες ήρτεν στο σπίτιν της κόρης μου όπου εμείνησκε ένας Τούρκος που εμιλούσε σπασμένα τα ελληνικά και ήθελεν να με πιάσει αλλά εγώ έφερνα αντίστασιν. Ο Τούρκος τότες μου εκτύπησεν με τα σιέρκα του και με έβαλεν με το ζόρι πάνω στην καρκόλαν και με εβίασεν μιαν φοράν και μετ’ έφυεν και μου είπεν ότι ήταν να ξαναέρτη να με βιάσει και άλλην φοράν και εγώ έφυα τζιαι επήα στο σπίτιν της (…) και έμενα μαζί με άλλους χωριανούς μου τζιαι έτσι ο Τούρκος δεν ήρτεν να με εύρη ξανά. Τζιείνος ο Τούρκος που με εβίασεν μου είπε ότι ήσιεν γεναίκα τζαι μωρά αλλά δεν ξέρω αν ήταν Τούρκος της Τουρκίας ή Τουρκοκύπριος. Εγώ δεν είδα Τούρκους να σκοτώνουν χωρκανούς μου και ούτε άκουσα να εβίασαν και άλλες γεναίτζιες.
Μαρτυρία γυναίκας, από χωριό της επαρχίας Λευκωσίας
(Απόσπασμα κατάθεσης που δόθηκε στις αστυνομικές αρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας.)
Εις την οικίαν της (…) παρεμείναμεν περί τας 15 ημέρας. Έρχοντο συχνά Τούρκοι και προέβαινον εις ερεύνας. Μετά τρεις περίπου ημέρας με επήραν δύο Τούρκοι εκ Τουρκίας εις διπλανήν οικίαν και με εβίασαν αμφότεροι. Εβίασαν επίσης άλλοι Τούρκοι εκ Τουρκίας, κατά τον ίδιον τρόπον, την (…), την (…) και την (…). Τας (…) τας έπαιρναν και τας δύο μαζί. Από την οικίαν ένθα διέμενα εβίασαν την (…) 35 ετών, την (…) 30 περίπου ετών, μίαν φοράν την (…), 13 ετών, την (…) και την (…). Την (…) την επήραν εις αγρόν και την εβίασαν. Ήτο μικρή και επονούσεν και έκλαιεν γοερώς. Όταν την επομένην νύκτα ήλθαν να την πάρουν πάλιν, έκλαιε και δεν την επήραν. Πολύ συχνά έπαιρναν και εβίαζαν την (…) και την (…). Η (…) επήρεν μίαν ημέραν πετρέλαιο για να πιει παρουσία των Τούρκων και ο Τούρκος εκ Τουρκίας που την εβίαζε επήρε την φιάλην και την επέταξε. Της είπε ότι δεν ήθελε να πεθάνει. Την (…) την εβίαζε πάντοτε ο ίδιος Τούρκος ο οποίος την ερωτεύθη και δεν επέτρεπε εις άλλον να πάει μαζί της. Μίαν ημέραν την έκρυψεν ο πατέρας της και όταν ήλθεν ο Τούρκος και δεν την ηύρεν ήρχισε να φωνάζει, ηρεύνησε την περιοχήν και δεν την ηύρε. Μετ’ ολίγας όμως ώρας επέστρεψε και όταν την ηύρε εις την οικίαν, πάλιν την επήρε και την εβίασε. (…)
Μαρτυρία γυναίκας, από χωριό της επαρχίας Λευκωσίας
(Απόσπασμα κατάθεσης που δόθηκε στις αστυνομικές αρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας στις 9 Δεκεμβρίου 1974.)
Το Σάββατον 17 Αυγούστου 1974 κατά το μεσημέρι, ήρθαν στο σπίτι μου δύο Τούρκοι στρατιώτες, με στολήν, οπλισμένοι, με γαλόνια στα μανίκια, με ένα τζιπ στρατιωτικόν. (…) Η πόρτα ήτο ανοικτή και οι δύο Τούρκοι στρατιώτες μπήκαν μέσα στο σπίτι μου οπλισμένοι. Εμείς καθόμασταν στο σπίτι και εκουβεντιάζαμεν, όταν αυτοί όρμησαν μέσα με τα όπλα, εμείς φοβηθήκαμεν και σηκωθήκαμεν όλες. Τότε ο ένας από τους δύο, μιλώντας τούρκικα όρμησεν επάνω στην (…) και της έσχισεν το καλτσόν της και μετά της έσχισεν το φόρεμά της στην μέση και της το έβγαλεν το φόρεμα και μπροστά μας της αφήρεσεν και την κιλόταν της. Εν τω μεταξύ ο άλλος μας επρόσεχεν με το όπλον. Την (…) την ετράβηξεν δίπλα στο δωμάτιον με το κρεβάτι και μπροστά στα μάτια όλων μας την εβίασεν. Η (…) εφώναζεν και αυτός έβγαλεν το μαχαίρι για να την μαχαιρώσει και αυτή εσιώπησε. Αυτός έμεινεν μισήν ώραν περίπου μαζί με την (…) στο κρεβάτι και εμείς εβλέπαμεν, δηλαδή εγώ, η κόρη μου (…), η θεία της (…), η μάνα της (…) και τα υπόλοιπα μωρά μου, τα οποία εκρυφτήκαν πίσω μας και έκλαιαν. Όταν αυτός εσηκώθηκεν άφησεν την (…) γυμνήν μπροστά μας και πήρεν το όπλον και εστάθηκεν στην πόρταν και μας επρόσεχεν, ενώ ο άλλος αφήρεσεν με την βίαν το παντελόνι της κόρης μου (…) 15 χρονών, πάλιν μπροστά μας. Εν τω μεταξύ η (…) εντύθη και την εφέραν και αυτήν μαζί μας και μας απειλούσαν με το όπλον. Από την (…) η οποία έκλαιε συνέχεια, ο άλλος στρατιώτης αφήρεσεν εκτός από το παντελόνι της και την πλούζαν της και τα εσώρουχά της και την άφησεν τελείως γυμνήν. Ενώ η κόρη μου ήτο γυμνή και έκλαιεν, τους είδα που εκοίταζαν το ρολόι και εμιλήσαν στα τούρκικα μεταξύ τους. Τότε επήραν μίαν ρόμπαν και εφορήσαν της κόρης μου και την εβάλαν μέσα στο τζιπ και εφύγαν. Μετά από δύο ώρες περίπου η (…) ήρθεν στο σπίτι με τα πόδια. Μόλις ήρθεν στο σπίτι κλαίοντας, ελιποθύμησεν. Όταν συνήλθεν την ερώτησα τι της συνέβη και μου είπεν ότι την επήραν κοντά στην (…), ένα μίλι μακρυά, και την εδέραν και την εβίασεν ο Τούρκος στρατιώτης μέσα στους κάμπους. (…) Μετά απ’ ότι συνέβη στην κόρη μου πήρα τα παιδιά μου και εκρυφτήκαμεν στους σπήλιους για έναν μήναν. Εκεί ήρθεν ο άνδρας μου και μας βρήκεν όπου και μας έφερνεν φαγητόν και ετρεφόμαστεν. (…)
Μαρτυρία του αιχμάλωτου Κυριάκου Κυριακίδη
(Κατάθεση που δόθηκε στις αστυνομικές αρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας στις 9 Νοεμβρίου 1974. Ο αιχμάλωτος ήταν λοχίας της Αστυνομίας, από τη Λάπηθο, κάτοικος Καραβά, και το 1974 ήταν 50 ετών.)
Τες 30.7.74 ενώ ευρισκόμην εις την οικίαν του Κώστα Δημοσθένους εις Θέρμιαν περί την 14.00 ώραν Τούρκοι στρατιώτες μετά Τουρκοκυπρίων με συνέλαβον. Συνέλαβον επίσης περί τα δέκα άλλα άτομα ως επί το πλείστον στρατιώτες και μας μετέφερον εις τον Κεντρικόν Αστυνομικόν Σταθμόν Κυρηνείας. Μας έκλεισαν όλους εντός των κρατητηρίων του σταθμού και μας επρόσεχον Τούρκοι στρατιώτες.
Κατά η ώρα 16.00 της ιδίας ημέρας κάποιος Τουρκοκύπριος ονόματι (…), λοχίας της τουρκοκυπριακής Αστυνομίας μας κατέγραψεν τα ονόματά μας. Εν συνεχεία μας έβγαζαν ένα-ένα από το κρατητήριον και αφού μας έδεναν τα χέρια και τα μάτια μας οδήγησαν μέσα σ’ ένα λεωφορείον. Το λεωφορείον εξεκίνησεν προς άγνωστον κατεύθυνσιν και γύρω στες 17.30 εφθάσαμεν εις το Σαράγιον εις τον τουρκοκυπριακόν τομέα Λευκωσίας. Στην διαδρομήν προς Λευκωσίαν μας υπεχρέωσαν να είμαστε σκυφτοί κάτω από τες μαξιλάρες του αυτοκινήτου και συνεχώς μας κτυπούσαν με τους υποκοπάνους των όπλων των εις τον αυχένα. Ταυτοχρόνως μας ύβριζον χυδαίως.
Στην Λευκωσίαν μας κατέβασαν στον Σταθμόν Σεραγίου και εκεί που κατεβαίναμεν από το λεωφορείον πλήθος Τούρκων στρατιωτών και Τουρκοκυπρίων αστυνομικών ώρμησεν κατ’ επάνω μας και ήρχισεν να μας κτυπά με τα όπλα του αγρίως, ρίχνοντάς μας κατά γης και ποδοπατώντας μας. Αυτή η σκηνή του ξυλοδαρμού διήρκεσεν περί τα 15 λεπτά. Μετά μας κατέγραψαν και μας ετοποθέτησαν μέσα στα κρατητήρια των φυλακών Σεραγίου. Μέσα στο λεωφορείον είμαστε 28 άτομα. Την 31ην Ιουλίου 74 με εκάλεσαν δι’ ανάκρισιν. Με ανέκρινεν κάποιος υπαστυνόμος της Αστυνομίας ονόματι (…). Ενώ ήμουν στην ανάκρισιν κάποιος αξιωματικός εκ Τουρκίας όλως απροσδοκήτως με συρματένιον μαστίγιον ήρχισεν να με κτυπά στην πλάτην. Με κτυπούσεν συνεχώς μέχρι αιματώματος. Η ανάκρισις διήρκεσεν περί τα 30 λεπτά. Κατόπιν με οδήγησαν πίσω στο κρατητήριον.
Τες 10.8.74 μας έβγαλαν έξω από το Σεράγιον και αφού μας έδεσαν τα χέρια και τα μάτια μας εβάλαν μέσα σε λεωφορεία και μας μετέφεραν εις ακτήν παρά την Κυρήνειαν. Θα είμαστε περίπου 70 άτομα. Μέχρι την Κυρήνειαν μέσα στο λεωφορείον μας κτυπούσαν συνεχώς με τα όπλα των και με τα χέρια των. Όπως είμαστε δεμένοι ακολούθως μας εβάλαν μέσα σε πλοίον και μας μετέφεραν στην Μερσίνα εις την Τουρκίαν. Μέσα στο πλοίον κατά την μεταφοράν μου στην Μερσίνα Τούρκοι στρατιώτες μας εκτυπούσαν συνεχώς με τα όπλα των εις διάφορα μέρη του σώματος μου. Επίσης με κλωτσούσαν συνεχώς και με ύβριζον χυδαίως. Με κτυπούσαν γιατί όπως έλεγαν το 1963 είχα σκοτώσει Τούρκους στην Λεμεσόν. Μου έλεγαν ότι θα μου κόψουν το κεφάλι και ότι θα μου κάμουν σουνέττιν.
Στην Μερσίναν εφθάσαμεν περί την 1800 ώραν της 10.8.74. Από εκεί μας ετοποθέτησαν σε στρατιωτικά οχήματα με δεμένα τα χέρια και μας μετέφεραν εις τες Φυλακές των Αδάνων. Για να μπούμεν στες Φυλακές έπρεπεν να περάσωμεν από ένα διάδρομον μήκους 50 μέτρων περίπου. Και στες δύο πλευρές του διαδρόμου αυτού υπήρχαν Τούρκοι στρατιώτες οι οποίοι στο πέρασμά μας μας κτυπούσαν αγρίως με τους υποκοπάνους των όπλων των, με τα χέρια τους και ττοππούζια μέχρι τους θαλάμους των φυλακών. Μόλις εμπήκα στον θάλαμον ήλθαν δύο αξιωματικοί Τούρκοι και με εφώναξαν ονομαστικώς να εξέλθω. Ακολούθως με οδήγησαν εις παρακείμενον δωμάτιον και αυτοί μου είπαν ότι έχουν μάθει ότι στην Θέρμια που ήμουν είχα σφάξει 12 Τούρκους αξιωματικούς και ότι είχα σκοτώσει το 1963 Τουρκοκύπριους εις Λεμεσόν. Εδώ μέσα στο δωμάτιον εισώρμησαν τότε πάνω μου περί του 10 Τούρκους στρατιώτες φέροντες ρόπαλα και ήρχισαν να με κτυπούν ανηλεώς και αδιακρίτως εις όλα τα μέρη του σώματός μου, μέχρις ότου απώλεσα τας αισθήσεις μου, και ακολούθως θυμούμαι ότι ευρέθην πάνω σε κρεβάτι μέσα στον θάλαμον που με είχαν βάλει.
Την 15.8.74 μαζί με άλλα οκτώ άτομα μας μετέφερον εντός κλειστού αυτοκινήτου εις την βάσιν της Στρατιωτικής Αστυνομίας παρά τα Άδανα. Εκεί στην βάσιν αυτήν εμένα μοναδικά με υπεχρέωσαν να στέκομαι συνεχώς επί του ενός ποδιού μου και Εσατζήδες Τούρκοι με εκτυπούσαν συνεχώς με τες κάννες των όπλων των στην κοιλιάν, στο στήθος και παντού και μου έλεγαν συνεχώς ότι θα με σφάξουν. Το μαρτύριον αυτό εκράτησεν περί την μίαν ώραν. (…)
Στες 26.8.74 μας μετέφεραν με τραίνο εις τας φυλακάς της Αμάσειας. Μέσα στο τραίνο είμαστε 700 άτομα. Η διαδρομή με το τραίνο διήρκεσεν περί τες 27 ώρες. Κατά την δεύτερην ημέραν της διαδρομής σε ένα σημείον του δρόμου μας εκατέβασαν από το τραίνο και μας έβαλαν μέσα σε λεωφορεία και μας πήγαν στην Αμάσειαν. Όπως μάθαμε αργότερον έγινε δολιοφθορά στες γραμμές του τραίνου και γι’ αυτό μας μετέφερον με λεωφορεία. Κατά την διαδρομή με τα λεωφορεία αποστάσεως 200 μιλίων, από κάθε χωριό που περνούσαμε ή πόλιν πλήθος κόσμου εμαζευόταν ένθεν και ένθεν του δρόμου που περνούσαμε, φέροντες ππάλες, κουνιές, δίκαννα, φτυάρια, κούσπους και ορμούσαν πάνω στα λεωφορεία, ζητώντας να μας σκοτώσουν. Επίσης μας ελιθοβολούσαν. Εις την πόλιν Τοκάτ έγινε κάτι το απερίγραπτον. Ο τουρκικός όχλος ορμούσεν πάνω στα λεωφορεία για να τα αναποδογυρίσει. Στο λεωφορείον που ήμουν εγώ ο υπεύθυνος Τούρκος αξιωματικός για να μας γλυτώσει αναγκάστηκε και άνοιξεν πυρ εις τον αέρα για να υποχρεώσει τον όχλον να φύγει. Τα ίδια γεγονότα συνέβαινον και με την διαδρομήν με το τραίνον.
Περί την 10ην νυκτερινήν της 27.8.74 εφθάσαμεν εις τας φυλακάς της Αμάσειας. Στις φυλακές εδώ έμενα σε ένα θάλαμον μαζί με άλλα 169 άτομα. Στην Αμάσειαν εμένα ξεχωριστά με εκτυπούσαν και με εκλωτσούσαν οι φρουροί ημέραν και νύκτα.
Στες 18.10.74 εμένα με άλλα 199 άτομα μας μετέφεραν με τραίνο εις την Μερσίνα από άλλην διαδρομήν. Το τραίνο σε κάθε πόλιν και χωριό εσταματούσεν και τουρκικός όχλος, μας αποδοκίμαζεν, μας ύβριζεν και μας εκαύλιαζον. Η όλη διαδρομή μας από τα Άδανα στην Αμάσεια και η επιστροφή στην Μερσίνα από διαφορετικήν διαδρομήν αποσκοπούσεν εις τον φανατισμόν του τουρκικού όχλου και εις την εξύψωσιν του θριάμβου του Ετζεβίτ για την νίκην του εις Κύπρον. Όταν φτάσαμεν στην Μερσίνα μας μετέφεραν με στρατιωτικά αυτοκίνητα εις τον λιμένα της Μερσίνας. Εις την μεταφοράν μας εκτυπούσαν συνεχώς οι φρουροί μας και μερικούς ελόγχιζαν μέχρι της επιβιβάσεώς μας εις το πλοίον. Μέσα στο πλοίον μας υπεχρέωναν να είμαστε καθισμένοι και ουδείς εδικαιούτο να σταθεί. Ακόμη διά την μετάβασιν μας δια φυσικήν ανάγκην έπρεπεν να πηγαίνομεν τσουλλοκαθιστοί.
Μέσα στο πλοίον όταν πηγαίναμεν στην Τουρκίαν στες 10.8.74 οι Τούρκοι στρατιώτες μου αφήρεσαν ένα ωρολόγιον χειρός μάρκας Σέικο αξίας £60 και το ποσόν των £500.
Στες 20.10.74 εφτάσαμεν εις την Νήσον των Εχιδνών, παρά την Κυρήνειαν, και ακολούθως μετεφέρθημεν με λεωφορεία υπό την συνοδείαν Τουρκοκυπρίων Αστυνομικών εις Λευκωσίαν και μας έβαλαν σε μίαν αποθήκην του παλαιού Τελωνείου, παρά τον σιδηρόδρομον.
Την 21.10.74 απελύθην και μετεφέρθην εις τον ελληνικόν τομέα Λευκωσίας με άλλα 150 άτομα.
Και ο τραγικός, συνεχιζόμενος επίλογος
Η τουρκική εισβολή είχε καταστροφικά αποτελέσματα. Το 37% περίπου του κυπριακού εδάφους, που αντιπροσώπευε τις πλουσιότερες εκτάσεις και τα μεγαλύτερα τουριστικά παραθαλάσσια θέρετρα της Αμμοχώστου και της Κερύνειας, και το 70% της οικονομικού δυναμικού καταλήφθηκε από τα τουρκικά στρατεύματα. 200.000 περίπου Ελληνοκύπριοι, σχεδόν το 40% του συνολικού πληθυσμού, εκτοπίστηκαν από τις πατρογονικές τους εστίες και αναγκάστηκαν να καταφύγουν ως πρόσφυγες στο νότιο ελεύθερο τμήμα του νησιού. Ανάμεσα στα εκατοντάδες θύματα των εχθροπραξιών περιλαμβάνονταν πολλοί άμαχοι, που σκοτώθηκαν από τους τουρκικούς βομβαρδισμούς ή σε μαζικές εκτελέσεις ή είναι αγνοούμενοι. Στη διάρκεια της εισβολής αλλά και στους επόμενους μήνες, εις βάρος των αιχμαλώτων ή εγκλωβισμένων αμάχων, διαπράχθηκαν αποτρόπαιες ωμότητες από άνδρες του τουρκικού στρατού. Τη βάναυση αλλαγή του τοπίου ολοκλήρωσε, τέλος, η μαζική μεταφορά και εγκατάσταση στο κατεχόμενο τμήμα της Κυπριακής Δημοκρατίας δεκάδων χιλιάδων εποίκων από την Ανατολία.
Ανάμεσα στις μεγαλύτερες και ανυπολόγιστες καταστροφές που επέφερε η τουρκική εισβολή και η συνεχιζόμενη κατοχή μεγάλου μέρους εδαφών της Κυπριακής Δημοκρατίας, είναι η παραμέληση, καταστροφή και καταλήστευση των αρχαιολογικών θησαυρών της κυπριακής γης και των θρησκευτικών μνημείων και χώρων λατρείας που βρίσκονται στα κατεχόμενα. Ο τουρκικός στρατός αλλά και οι κατοχικές «αρχές» επέδειξαν από τους πρώτους μήνες της κατοχής πρωτοφανή αδιαφορία για την προστασία των αρχαιοτήτων και των λατρευτικών χώρων, με αποτέλεσμα να ακμάσει η ανεξέλεγκτη σύληση και αρχαιοκαπηλία. Η κατεχόμενη Κύπρος προσέλκυσε αμέσως το ενδιαφέρον διεθνών κυκλωμάτων αρχαιοκαπηλίας και από το τέλος του 1974 αρχαιολογικά ευρήματα και αντικείμενα, βυζαντινές εικόνες, λατρευτικά αντικείμενα, ολόκληρα εικονοστάσια, ακόμη και τμήματα τοιχογραφιών και ψηφιδωτών, κατέληξαν στα χέρια μεγαλεμπόρων αρχαιοκαπήλων και πουλήθηκαν σε μουσεία, ιδρύματα και ιδιώτες συλλέκτες στις Ηνωμένες Πολιτείες και σε διάφορες χώρες της Ευρώπης. Παράλληλα, δημόσια και εκκλησιαστικά μουσεία αλλά και μεγάλες ιδιωτικές συλλογές ή βιβλιοθήκες λεηλατήθηκαν και αρχαιολογικοί χώροι ισοπεδώθηκαν. Σε μια άλλη θλιβερή εξέλιξη, το κατοχικό καθεστώς έδωσε «άδεια» για παράνομες ανασκαφές σε ξένους αρχαιολόγους, που δεν σεβάστηκαν και καταλήστευσαν το ανασκαφικό έργο συναδέλφων τους ή ξένων αρχαιολογικών αποστολών. Η Κυπριακή Δημοκρατία, η Εκκλησία της Κύπρου και ιδιωτικά πολιτιστικά ιδρύματα έχουν προσπαθήσει, από το 1974, να εντοπίσουν τις αρχαιότητες και τους βυζαντινούς και εκκλησιαστικούς θησαυρούς που έχουν κλαπεί από την κατεχόμενη Κύπρο, έχουν διεξάγει μεγάλους δικαστικούς αγώνες και έχουν καταφέρει, σε πολλές περιπτώσεις, τον επαναπατρισμό των κειμηλίων της αρχαιολογικής, πολιτιστικής και θρησκευτικής μας κληρονομιάς. Πιο γνωστή περίπτωση, οι μακροί δικαστικοί αγώνες που κατέληξαν στην επιστροφή στην Κύπρο των κλεμμένων ψηφιδωτών από τον ναό της Παναγίας της Κανακαριάς, στη Λυθράγκωμη, που είχαν πουληθεί από τον διαβόητο λαθρέμπορο Aydin Hikmet. Σήμερα βρίσκονται στο Βυζαντινό Μουσείο του Ιδρύματος Μακαρίου του Γ΄, στη Λευκωσία.
Από το 1974 μέχρι σήμερα, στην κατεχόμενη Κύπρο έχει γίνει συστηματική λεηλασία και καταστροφή όλων των βυζαντινών εικόνων, των ιερών σκευών, των θρησκευτικών χειρογράφων και βιβλίων, και των εκκλησιαστικών επίπλων, μέχρι και του τελευταίου στασιδίου. Ελάχιστοι ναοί, κοιμητήρια και μοναστήρια έχουν μείνει αλώβητα από τη βέβηλη μανία των ιερόσυλων, κυρίως στην Καρπασία, όπου παρέμεινε η πλειοψηφία των Ελληνοκυπρίων εγκλωβισμένων. Την απογύμνωση των λατρευτικών χώρων ακολούθησε η ιδιοποίηση των ναών και των μοναστηριών από τον τουρκικό στρατό, εκλεκτούς του καθεστώτος και άλλους ιδιώτες για ποικίλες χρήσεις. Γύρω στους ογδόντα ναούς έγιναν τζαμιά, άλλοι κατεδαφίστηκαν, άλλοι χρησιμοποιούνται ως αποθήκες του κατοχικού στρατού ή ιδιωτών, άλλοι στεγάζουν καφενεία, εστιατόρια, εργαστήρια, ξενοδοχεία, αίθουσες διδασκαλίας χορού, αχυρώνες, ή έχουν μετατραπεί σε στάβλους ή μάντρες. Είναι ένα από τα θλιβερότερα αποτελέσματα της συνεχιζόμενης τουρκικής κατοχής και μια ολοκληρωτική καταστροφή, που καμιά λογιστική τακτοποίηση του «περιουσιακού» δεν μπορεί να επανορθώσει…