Ο ναός Yasukuni και η μεταπολεμική διαχείριση της μνήμης των Ιαπώνων πεσόντων της Μάχης του Ειρηνικού (Μέρος Α΄)

Ανέκαθεν στην Ιστορία, οι διάφορες κοινωνίες ασχολήθηκαν με τα θέματα της διαχείρισης μνήμης και της απονομής τιμών στους πεσόντες ήρωες στα πεδία των μαχών. Το είδος, το περιεχόμενο και η σημασία των σχετικών τελετών διαφέρουν ανάλογα με τις χώρες και εγγράφονται στο κοινωνικό- ιστορικό πλαίσιο της καθεμιάς από αυτές. Η Ιαπωνία οργάνωσε τις δικές της, επιλέγοντας ως επίκεντρο έναν εμβληματικό θεσμό, το μαυσωλείο shintô1 Yasukuni, όπου τιμώνται τα “γενναία πνεύματα” (eirei) των πολεμιστών, οι οποίοι χάθηκαν στη διάρκεια των πολέμων της αυτοκρατορικής περιόδου2. Η διαδικασία ηρωοποίησης προσλάμβανε κατά κανόνα τη μορφή ενός τελετουργικού, στο πλαίσιο του οποίου ο αυτοκράτορας αυτοπροσώπως θεοποιούσε τους πεσόντες μέσω της υποδοχής των ψυχών τους στον ναό ως προστατών του έθνους (kami). Επρόκειτο για μια από τις πλέον σημαντικές τελετές της αυτοκρατορικής Ιαπωνίας, η δε αίγλη της αντανακλούσε πάνω στους παρευρισκόμενους συγγενείς και απογόνους. Ισοδυναμούσε με επίσημη αναγνώριση της υπέρτατης θυσίας τόσο από το κράτος όσο και από την κοινωνία. Αποστασιοποιείτο δε από τους γεμάτους συμβολισμό κώδικες της υπέρμετρα ιεραρχημένης ιαπωνικής κοινωνίας σε τρία επίπεδα: 1) ισότητας, καθώς οι πάντες είχαν δικαίωμα στη θεοποίηση δίχως να υφίστανται κοινωνικές διαβαθμίσεις και διακρίσεις, ακόμα και αν υπήρχαν διαφορές ως προς τον υπολογισμό των συντάξεων που εισέπρατταν οι συγγενείς των θυμάτων, 2) καθολικότητας, από τη στιγμή που η όλη διαδικασία ηρωοποίησης δεν αφορούσε μόνο τους πολεμιστές που κατάγονταν από το μητροπολιτικό έδαφος, αλλά και εκείνους, οι οποίοι προέρχονταν από τις αποικίες, 3) μετάλλαξης, επειδή οι θανόντες πολεμιστές, από απλοί υπήκοοι, μετεξελίσσονταν σε θεούς-προστάτες του έθνους.

Ωστόσο, εδώ και μερικές δεκαετίες έχει ξεσπάσει μια έντονη πολεμική και έχουν τεθεί πολλά ερωτηματικά γύρω από την εν γένει δραστηριότητα και λειτουργία του θεσμού αυτού σε πολιτικό, νομικό, ανθρωπολογικό, θρησκευτικό και διαχειριστικό επίπεδο. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε τη θέση του μαυσωλείου στην ιεραρχία των σιντοϊστικών ναών, τις αμφισβητήσεις για τις τελετές που πραγματοποιούνται εκεί μετά το 1945, τη νομιμοποίηση μιας λατρείας άρρηκτα συνδεδεμένης με μια επιθετική πολιτική σε βάρος των υπολοίπων κρατών του Αρχιπελάγους, τη λειτουργία του μνημείου μέσα στο πλαίσιο του διαχωρισμού κράτους και εκκλησίας ο οποίος επιβλήθηκε από τις Συμμαχικές δυνάμεις κατοχής έπειτα από την ήττα της Ιαπωνίας στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, τέλος, τις διαδοχικές επισκέψεις στον ναό ανώτερων κρατικών λειτουργών (ακόμα και εν ενεργεία πρωθυπουργών), οι οποίες προκάλεσαν θύελλα αντιδράσεων εντός και εκτός συνόρων3. Πρόκειται για μια πολεμική, η οποία δεν έφερε μόνο αντιμέτωπους τους αναθεωρητές με τους οπαδούς της παράδοσης. Λειτούργησε και ως μήλο της έριδος ανάμεσα στην Ιαπωνία, την Κίνα, τη Βόρειο και Νότιο Κορέα, ειδικότερα από τις 17 Οκτωβρίου 1978 και κατόπιν, όταν το μαυσωλείο υποδέχθηκε αυθαίρετα τα πνεύματα δεκατεσσάρων εγκληματιών πολέμου, οι οποίοι είτε είχαν καταδικαστεί σε θάνατο και εκτελεστεί το 1948 στο πλαίσιο της Δίκης του Τόκιο, είτε απεβίωσαν στη φυλακή εκτίοντας την ποινή της ισόβιας κάθειρξης.

Όλα τα προαναφερθέντα τροφοδότησαν μια ατέρμονη συζήτηση, η οποία δεν πρόκειται να συμπεριληφθεί στο παρόν άρθρο. Δικός μας στόχος είναι να αποδείξουμε ότι τα ζητήματα αυτά δεν αποτελούν απλά προϊόν της διαχείρισης των κρατικών υποθέσεων εκ μέρους του Φιλελεύθερου Δημοκρατικού Κόμματος, το οποίο μονοπώλησε την άσκηση της εξουσίας από το 1955 και μετά (με μοναδική εξαίρεση την τριετία 2009-2012), κινούμενο σε στενή συνεργασία με το Κεντρικό Γραφείο των Ιερών Μνημείων (Jinja honchô) και τον Ιαπωνικό Σύνδεσμο των Απογόνων των Πεσόντων (Nihon izokukai), αλλά πηγάζουν από την περίοδο της Συμμαχικής κατοχής μεταξύ των ετών 1945 και 1952. Συνάμα, η τύχη του μαυσωλείου Yasukuni ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με την εν γένει πολιτική των αρχών κατοχής σχετικά με τα θρησκευτικά ζητήματα. Και ναι μεν οι τελετές θεοποίησης των ηρώων μπορεί να επηρεάστηκαν από τη συγκυρία της κατοχής, ωστόσο δεν υπέστησαν παρεμβάσεις τέτοιου βαθμού ώστε να αλλοιωθεί το πνεύμα τους.

Όπως οι περισσότεροι σιντοϊστικοί ναοί (ακόμα και οι πλησιέστερα κείμενοι στην αυτοκρατορική αυλή), έτσι και το Yasukuni εξήλθε από την περίοδο της Συμμαχικής κατοχής δίχως σημαντικές απώλειες. Εντούτοις, ο ουσιαστικά στρατιωτικός χαρακτήρας του μαυσωλείου όπως και η συμβολή του παλαιότερα στην εδραίωση του ιαπωνικού επεκτατισμού απασχόλησαν επανειλημμένα τόσο τις υπηρεσίες του Συμμαχικού Γενικού Στρατηγείου όσο και του ιδίου του ανώτατου διοικητή των Συμμαχικών δυνάμεων, Αμερικανού στρατηγού Douglas MacArthur προσωπικά, ιδιαίτερα ευαίσθητου σε θέματα αποκατάστασης των θεμελιωδών ελευθεριών του ιαπωνικού λαού. Ενώ οι διάφορες συζητήσεις γύρω από μια ενδεχόμενη παύση λειτουργίας του ναού βρίσκονταν σε εξέλιξη, η έκδοση της περίφημης οδηγίας περί Σιντοϊσμού που έμελλε να καθορίσει το νέο νομικό καθεστώς του Yasukuni μέσα στο ιαπωνικό μεταπολεμικό στερέωμα, αποδείχθηκε ανεπαρκής.

Τον Μάρτιο του 1944, πάνω από ένα χρόνο πριν από τη συνθηκολόγηση άνευ όρων της Ιαπωνίας, σε ένα υπόμνημα του State Department, το οποίο κοινοποιήθηκε με καθυστέρηση το φθινόπωρο του 1945 στον στρατηγό MacArthur, γινόταν λόγος περί κομβικού ρόλου του Yasukuni στη διαμόρφωση της ακραίας και επιθετικής εθνικιστικής ιδεολογίας του κρατικού shintô, σε αντιδιαστολή με το παραδοσιακό θρησκευτικό shintô, το οποίο κινείτο σε ηπιότερους τόνους. Στο ίδιο υπόμνημα αναφερόταν πως το Yasukuni, όπως επίσης και τα μαυσωλεία Meiji, Tôgô και Nogi4 ήταν δυνατόν να αναστείλουν τη λειτουργία τους δίχως η ενέργεια αυτή να θεωρηθεί ως πλήγμα σε βάρος της θρησκευτικής ελευθερίας. Αναφερόταν επίσης ρητά πως οποιαδήποτε δημόσια επιχορήγηση προς τους ναούς αυτούς έπρεπε να διακοπεί, από τη στιγμή που κάθε εκδήλωση θρησκευτικής λατρείας ήταν συνυφασμένη με τον ιδιωτικό βίο των πολιτών. Κοντολογίς, οι ναοί και τα μαυσωλεία της προπολεμικής περιόδου μπορούσαν να συνεχίσουν να λειτουργούν στο ποσοστό που δεν προέβαιναν σε υπονομευτικές δραστηριότητες. Το αυτό ίσχυε και για τα αμιγώς εθνικιστικά μαυσωλεία. Έπειτα από διενέργεια ενδελεχούς ελέγχου, τα τελευταία μπορούσαν να παραμείνουν ενεργά για ατομικές δραστηριότητες, υπό τον όρο, βέβαια, ότι δεν επρόκειτο να προσβάλλουν τη δημόσια τάξη και ασφάλεια. Τέλος, το ίδιο υπόμνημα προέτρεπε τις αρχές κατοχής να συνεργαστούν στενά με τις διάφορες τοπικές καθολικές και προτεσταντικές ιεραποστολές για την αξιολόγηση των ιαπωνικών ναών, μαυσολείων και εν γένει θρησκευτικών μνημείων5. Ωστόσο, μια νέα οδηγία, την οποία εξέδωσε στις 9 Αυγούστου 1945 το επιτελείο της 8ης Στρατιάς, εφιστούσε την προσοχή στον κίνδυνο μιας αυτόματης ένταξης των στρατιωτικών μαυσωλείων στην κατηγορία των διασπορέων της εθνικιστικής και μιλιταριστικής ιδεολογίας, από τη στιγμή που τα τελευταία ασκούσαν νόμιμες θρησκευτικές δραστηριότητες όπως η ανακούφιση και παρηγοριά των ψυχών όσων είχαν απωλέσει τη ζωή τους με βίαιο τρόπο και γνωρίσει έναν μη φυσιολογικό θάνατο6.

Στις 14 Αυγούστου 1945, η κυβέρνηση του Τόκιο αποδέχθηκε τη Διακήρυξη του Πότσνταμ, στην παράγραφο υπ’ αρ.10 της οποίας γινόταν λόγος περί εγγύησης των θεμελιωδών ελευθεριών και συγκεκριμένα της ελευθερίας σκέψης, έκφρασης και θρησκείας. Στις 4 Οκτωβρίου, ο MacArthur, κατόπιν προτροπής των ιαπωνικών αρχών, εξέδωσε νέα οδηγία περί αποκατάστασης και σεβασμού των πολιτικών και θρησκευτικών ελευθεριών.

Νωρίτερα, στις 21 Σεπτεμβρίου 1945, είχε δοθεί στη δημοσιότητα ένα επίσημο έγγραφο με τίτλο The US Initial Post-Surrender Policy for Japan, το οποίο τύγχανε της έγκρισης του προέδρου των ΗΠΑ, Harry S. Truman. Στο έγγραφο αυτό επαναλαμβανόταν η πρόθεση της Ουάσινγκτον να εγγυηθεί τις ατομικές, πολιτικές και θρησκευτικές ελευθερίες του ιαπωνικού λαού με την επισήμανση πως ουδέποτε επρόκειτο να γίνει αποδεκτή οποιαδήποτε κάλυψη των ακραίων εθνικιστικών και μιλιταριστικών οργανώσεων κάτω από τον μανδύα της θρησκείας7. Στις 7 Οκτωβρίου, σε συνέντευξη που παραχώρησε στο ραδιόφωνο του NBC, ο επικεφαλής της Διεύθυνσης Άπω Ανατολής του State Department, John C. Vincent, επιβεβαίωσε ότι έπρεπε να δοθεί ένα τέλος στον Σιντοϊσμό ως θρησκεία του κράτους, να επιτραπεί όμως η ύπαρξή του ως έκφραση ατομικής λατρείας. Τέλος, στις 3 Νοεμβρίου, ο MacArthur υπήρξε αποδέκτης ενός εγγράφου με τίτλο Basic Initial Post Surrender Policy Directive to the Supreme Commander for the Allied Powers for the Occupation and Control of Japan. Με αυτό το έγγραφο τού δινόταν η οδηγία να καταστείλει πλήρως κάθε είδους πρωτοβουλία διάδοσης ακραίας εθνικιστικής και μιλιταριστικής ιδεολογίας και προπαγάνδας και να αποτρέψει την κυβέρνηση του Τόκιο από το να ενισχύσει παντοιοτρόπως όλους τους σιντοϊστικούς ναούς της χώρας8.

Με άλλα λόγια, η αναστύλωση της Ιαπωνίας ως δημοκρατικής χώρας διαποτισμένης με δημοκρατικές αρχές και αξίες, περνούσε μέσα από την κατάργηση της κρατικής παρέμβασης και εργαλειοποίησης της θρησκείας για πολιτικούς και επιθετικούς σκοπούς που είχαν αποτελέσει στο παρελθόν απειλή σε βάρος της παγκόσμιας ειρήνης οδηγώντας τους Ιάπωνες στην καταστροφή και όχι διαμέσου της εκρίζωσης των θρησκευτικών πιστεύω των τελευταίων, τα οποία πήγαζαν από την ελευθερία της ατομικής συνείδησης9. Μέσα σε αυτό το γενικό, ομιχλώδες ωστόσο, πλαίσιο έμελλε να διαμορφωθεί η θρησκευτική πολιτική του κατακτητή. Κάτι που σημαίνει πως αυτός δεν όφειλε να αρκεστεί μόνο στις ιδεολογικές προεκτάσεις του όλου ζητήματος, αλλά να αναμειχθεί στην ίδια την ύπαρξη και λειτουργία των διαφόρων μαυσωλείων-μνημείων, αφήνοντας στον ανώτατο διοικητή των Συμμαχικών Δυνάμεων Κατοχής το μέλημα για την εφαρμογή της πολιτικής αυτής.

artiFACTS: MacArthur and Hirohito Photograph

Ήδη από τις παραμονές της συνθηκολόγησης, τα διάφορα αμερικανικά προπαγανδιστικά επίκαιρα απέδιδαν την εμμονή των Ιαπώνων πολεμιστών στην πρόταξη του θανάτου έναντι της ζωής στην πεποίθηση των τελευταίων πως οι ψυχές τους θα φιλοξενούνταν στο Yasukuni και θα έχαιραν της αναγνώρισης και ευγνωμοσύνης του αυτοκράτορα αυτοπροσώπως. Κατόπιν τούτου, επόμενο ήταν το μαυσωλείο να βρεθεί στο στόχαστρο των αρχών κατοχής. Ο MacΑrthur είχε απόλυτη ανάγκη από ένα ευρύτερο χρονικό περιθώριο προτού κατασταλάξει σε κάποια συγκεκριμένη απόφαση, καθότι την ίδια στιγμή προείχε στις προτεραιότητές του το ακανθώδες ζήτημα της τύχης της δυναστείας και του ιδίου του αυτοκράτορα Hirohito προσωπικά. Συνεπώς, το δίλημμα ήταν απλό: διατήρηση ή αποκαθήλωση του Yasukuni;

Την επαύριο της συνθηκολόγησης του Αυγούστου 1945, πολλοί Αμερικανοί στρατιωτικοί που υπηρετούσαν στο Αρχιπέλαγος τάχθηκαν υπέρ της κατεδάφισης. Η περιρρέουσα ατμόσφαιρα ήταν τέτοια, που ο Kishimoto Hideo, άτυπος σύμβουλος του στρατηγού MacArthur και σύνδεσμος ανάμεσα στις αρχές κατοχής και την ιαπωνική κυβέρνηση για τις θρησκευτικές υποθέσεις, θορυβήθηκε από τις φήμες περί επικείμενης ανατίναξης του ναού. Στους κόλπους του Γενικού Στρατηγείου, έως το 1948 τουλάχιστον, ολοένα και και περισσότερο πλήθαιναν οι οπαδοί της κατάργησης του Yasukuni, των διαφόρων παραρτημάτων του στην επαρχία (gokoku jinja) και της δήμευσης των περιουσιών τους10. Το ιαπωνικό υπουργείο Εσωτερικών, στη δικαιοδοσία του οποίου υπάγονταν τα μαυσωλεία και λοιπά θρησκευτικά ιδρύματα, είχε αναρτήσει πινακίδες που απαγόρευαν την είσοδο σε αυτά του προσωπικού και των οχημάτων των αρχών κατοχής. Αν και κάπως αφελής, η εν λόγω πρωτοβουλία αποτελούσε απόροια βανδαλισμών με υπαίτιους Αμερικανούς πεζοναύτες. Στις 9 Σεπτεμβρίου, η Ανώτατη Συμμαχική Διοίκηση, θέλοντας να θέσει τέλος στις φήμες, προσέφυγε στο δυναμικό της στρατονομίας για την αποτελεσματικότερη προστασία των περισσότερο εκτεθειμένων σε κίνδυνο ναών, μεταξύ των οποίων συγκαταλεγόταν και το Yasukuni.

Ανάλογη υπήρξε η στάση και ορισμένων δημοσίων προσώπων, για διαφορετικούς όμως λόγους. Για τον μετέπειτα εφήμερο (Δεκέμβριος 1956 – Φεβρουάριος 1957) πρωθυπουργό Ishibashi Tanzan, ο οποίος είχε χάσει τον γιό του στον πόλεμο, το Yasukuni ενσάρκωνε με την παρουσία του μια τυχοδιωκτική κρατική πολιτική που είχε κατασπαταλήσει τα κεκτημένα του πρώτου σινο-ιαπωνικού (1894-1895) και του ρωσο-ιαπωνικού (1904-1905) πολέμου. Συνεπώς, η λειτουργία του όχι μόνο δεν είχε κανένα νόημα, αλλά κινδύνευε να επιδεινώσει την ήδη αρνητική εικόνα της χώρας στο διεθνές στερέωμα ανοίγοντας τον δρόμο για μια ακόμα περισσότερο παρεμβατική συμπεριφορά των αρχών κατοχής. Από την άλλη πλευρά, η ηρωοποίηση των θυμάτων μιας εθνικής καταστροφής ήταν από μόνη της δυνατόν να ενεργοποιήσει τα εκδικητικά ένστικτα της κοινής γνώμης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούσε η Γερμανία της περιόδου του μεσοπολέμου. Κατά την άποψή του, η νομιμοποίηση της μνήμης των πεσόντων ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη μόνο με τους νικηφόρους πολέμους της αυτοκρατορικής περιόδου. Το Yasukuni δεν είχε λόγο ύπαρξης μέσα στους κόλπους μιας αποστρατικοποιημένης και ειρηνόφιλης Ιαπωνίας. Ανάλογη ήταν και η θέση του Iwabuchi Tatsuo, μέλους της άνω βουλής της ιαπωνικής Δίαιτας. Πρόκειται ωστόσο για απόψεις μιας μειοψηφίας, οι οποίες κάθε άλλο παρά ως αντιπροσωπευτικές μπορούν να χαρακτηριστούν.

Αντίθετα, οι φωνές υπέρ της διατήρησης του Yasukuni πολλαπλασιάζονταν με την πάροδο του χρόνου. Εξέχοντα στελέχη του κυβερνώντος Φιλελεύθερου – Δημοκρατικού Κόμματος, σε συνεργασία με τους σιντοϊστικούς κύκλους της χώρας, προέβαλαν επιδεικτικά την επιρροή δύο δυτικών ιερωμένων, του Ιησουίτη Bruno Bitter, εκ των υπευθύνων του Καθολικού Πανεπιστημίου του Τόκιο και του συναδέλφου του Patrick J. Byrne, τους οποίους ούτε λίγο ούτε πολύ παρουσίασαν ως “σωτήρες” του Yasukuni. Ήταν εμφανές ότι, ορμώμενοι από πολιτικά κίνητρα, σκοπός τους ήταν να εμφανίσουν την επιβίωση του ναού όχι μόνο ως αίτημα της κοινότητας shintô, αλλά και ως ευχή επιφανών λειτουργών της καθολικής εκκλησίας με ισχυρές, μάλιστα, διασυνδέσεις με το Βατικανό. Ωστόσο, τα πράγματα δεν είχαν ακριβώς έτσι. Το φθινόπωρο του 1945, ο MacArthur προσέγγισε τους δύο ιερωμένους ζητώντας τη γνώμη τους. Η απάντηση που εισέπραξε ήταν πως μια αναστολή της λειτουργίας, ακόμα χειρότερα δε, μια καταστροφή του ναού ήταν ασυμβίβαστη με την επικρατούσα αντίληψη της διεθνούς κοινότητας, σύμφωνα με την οποία οι πεσόντες στα πεδία των μαχών δικαιούνταν σεβασμό και αναγνώριση. Η ιστορική έρευνα απέδειξε πως ο στρατηγός εξεπλάγη από αυτή την απάντηση και ότι έστρεψε πάραυτα τη συζήτηση γύρω από θέματα που αφορούσαν στην εξάπλωση του καθολικισμού στο Αρχιπέλαγος11.

Μια άλλη προσωπικότητα, η οποία τοποθετήθηκε υπέρ της διατήρησης του μαυσωλείου, ήταν ο επιφανής μελετητής της σιντοϊστικής θρησκείας Daniel C. Holtom. Κατά την άποψή του, μια κατεδάφιση του Yasukuni ισοδυναμούσε με εικονοκλαστική ενέργεια, ιδίου διαμετρήματος με μια βεβήλωση των μνημείων του αγνώστου στρατιώτη στη Δύση12. Η επιχειρηματολογία του παρουσιάζει ενδιαφέρον, γιατί κινείται στους αντίποδες εκείνης των Bitter και Byrne αλλά και της επικρατούσας άποψης στους κόλπους της ιαπωνικής κοινής γνώμης, που θεωρούσαν ότι οι τελετές, οι οποίες πραγματοποιούνταν στο Yasukuni, ήταν κοσμικού και πατριωτικού χαρακτήρα και όχι θρησκευτικού. Από τη δική του πλευρά ο Kishimoto, ο οποίος τασσόταν προσωπικά υπέρ της διατήρησης, ήταν πεπεισμένος πως η διοίκηση του ναού ήταν έτοιμη να προβεί σε υποχωρήσεις. Υποδεχόμενος αντιπροσωπεία της τελευταίας, η οποία θέλησε να βολιδοσκοπήσει τις αντιδράσεις της Ανώτατης Συμμαχικής Διοίκησης σχετικά με το ενδεχόμενο οργάνωσης, προσεχώς, μιας τελετής κλήτευσης των ψυχών (shôkon-sai)13, επισήμανε ότι, δεδομένης της αβεβαιότητας σχετικά με το μέλλον του μαυσωλείου, ορισμένες αλλαγές ήταν αναπόφευκτες. Θορυβημένοι, οι συνομιλητές του απαρίθμησαν τις υποχωρήσεις, στις οποίες ήταν διατεθειμένοι να προβούν: 1) στο εξής, ο ναός δεν θα υπαγόταν στη διπλή δικαιοδοσία των υπουργείων Στρατιωτικών και Ναυτικών, 2) οι τιμώμενες θεότητες δεν θα ήταν πλέον μόνο οι πεσόντες στρατιωτικοί, αλλά και οι αποβιώσαντες πολίτες στην υπηρεσία του κράτους και του έθνους, 3) το προσωπικό του ναού δεν θα επιλεγόταν πλέον από τις στρατιωτικές αρχές, 4) από Yasukuni jinja, το μαυσωλείο θα μετονομαζόταν σε Yasukuni byôgu.

Η κοπή του ομφάλιου λώρου με τους στρατιωτικούς μπορεί μεν να ηχεί ως επαναστατική, όμως η κατάργηση των ιαπωνικών υπουργείων Στρατιωτικών και Ναυτικών ήταν ήδη προδιαγεγραμμένη από τις αρχές κατοχής. Η διεύρυνση του κύκλου των τιμωμένων θεοτήτων είχε απασχολήσει σοβαρά και το υπουργείο Στρατιωτικών στο πρόσφατο παρελθόν. Όσο δε για την προτεινόμενη μετονομασία, αυτή ήταν πράγματι απροσδόκητη. Ως byô, κατονομάζονταν τα θρησκευτικά ιδρύματα που ήταν εξειδικευμένα στη λατρεία των θανόντων εν γένει. Η προτεινόμενη μετονομασία ήταν ασφαλώς συνυφασμένη με τη διεύρυνση της κατηγορίας των τιμωμένων. Ερχόταν όμως σε αντιδιαστολή με την όλη φιλοσοφία του Σιντοϊσμού. Άραγε, όλες αυτές οι προτάσεις ήταν εν γνώσει των υπηρεσιών της Ανώτατης Συμμαχικής Διοίκησης; Από τη μελέτη του αρχειακού υλικού δεν επιβεβαιώνεται κάτι τέτοιο. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι ο Kishimoto ενημέρωσε σχετικά το περιβάλλον του MacArthur γι’ αυτή την εξέλιξη. Επισήμως πάντως, η μοναδική επαφή των αρχών κατοχής με τη διοίκηση του ναού πραγματοποιήθηκε στις 26 Νοεμβρίου 1945, όταν ο Kenneth W. Bunce, υπεύθυνος της Διεύθυνσης Θρησκευτικών Υποθέσεων της Ανώτατης Συμμαχικής Διοίκησης, υποδέχθηκε τον νεοδιορισθέντα αναπληρωτή αρχιερέα του ναού, Yokoi Tokihisa, και έγινε και αυτός αποδέκτης της περίφημης πρότασης περί μετονομασίας14.

Μπορεί κανείς να υποθέσει πως ο αρχιερέας, γνωρίζοντας την ευαισθησία του στρατηγού για θέματα ελευθερίας της θρησκείας, θέλησε να εκμαιεύσει την επιείκια των αρχών κατοχής. Από τη δική της πλευρά, η ιαπωνική κυβέρνηση, η οποία επιθυμούσε, δίχως αμφιβολία, να διατηρήσει κάποιο λόγο στην όλη υπόθεση, αποφάσισε στις 20 Νοεμβρίου τον διαχωρισμό των κρατικών μαυσωλείων. Ακολούθησαν διαπραγματεύσεις με την Ανώτατη Συμμαχική Διοίκηση. Στο πλαίσιο των τελευταίων, η ιαπωνική πλευρά, αποδεχόμενη την ανεξαρτησία του Yasukuni, εισηγήθηκε να μην υπάρχουν πλέον περιστατικά θεοποίησης σε αυτό (πολύ γρήγορα επρόκειτο να αθετήσει την ίδια πρόταση). Ταυτόχρονα βραχυκύκλωσε με τη στάση της την πρόσφατη ακόμα προσφορά του Yokoi περί μετονομασίας15. Συγκεκριμένα, στις 25 Ιανουαρίου 1946, το υπουργικό συμβούλιο, κάνοντας στροφή 180°, υιοθέτησε την βούληση του Yasukuni να παραμείνει ως ναός jinja.

Στις 15 Δεκεμβρίου 1945, ο ανώτατος διοικητής των Συμμαχικών Δυνάμεων Κατοχής εξέδωσε μια από τις πλέον σημαντικές οδηγίες του. Αναφερόταν στον Σιντοϊσμό και στρεφόταν γύρω από τρεις άξονες: 1) διαχωρισμό μεταξύ κράτους και θρησκείας (seikyô bunri), ούτως ώστε ο κρατικός Σιντοϊσμός να μη μπορεί να λειτουργήσει ως πρόσχημα για την καταδίωξη άλλων θρησκειών, κάτι που θα αποτελούσε προσβολή ενάντια στην ελευθερία της πίστης, 2) εκρίζωση όλων των πρακτικών και τελετουργιών, οι οποίες παρέσερναν τον Σιντοϊσμό προς εθνικιστικές και μιλιταριστικές ακρότητες, 3) αναγνώριση του συνόλου των θρησκευτικών δογμάτων, του Σιντοϊσμού συμπεριλαμβανομένου, καθώς και των αντίστοιχων τόπων λατρείας, εφόσον πληρούνταν οι δύο προηγούμενες προϋποθέσεις16. Συνακόλουθα, όλοι οι κανονισμοί σχετικά με την κρατική κηδεμονία επί των ναών απώλεσαν κάθε ισχύ από τις 28 Δεκεμβρίου και μετά. Το πλήγμα για το Yasukuni υπήρξε βαρύ. Όχι μόνο είχε προηγηθεί η αποστρατικοποίησή του, αλλά τώρα, με την αποκρατικοποίηση, βαλλόταν η ίδια η υπόστασή του τη στιγμή μάλιστα που καταργήθηκε κάθε επιχορήγηση προς αυτό. Και μπορεί μεν η ανώτατη διοίκηση να απέφυγε να προχωρήσει έως την ωμή κατάργηση των πενήντα περίπου ναών gokoku jinja, ωστόσο οι συνέπειες δεν ήταν ευκαταφρόνητες: μετονομασία, διεύρυνση του κύκλου των τιμωμένων θανόντων πέραν των στρατιωτικών, απάλειψη της ιδιότητάς τους ως τόπων λατρείας “προστατών του έθνους”. Μέσω της ιδιωτικοποίησης, τα μαυσωλεία απόκτησαν μια νέα ηθική και θρησκευτική ταυτότητα (shûkyô hôjin). Από τα 106.137 μαυσωλεία, 87.217 άλλαξαν νομικό καθεστώς και υπήχθησαν στο νεοϊδρυθέν Κεντρικό Γραφείο Μαυσωλείων, αποστολή του οποίου ήταν η προστασία του ιδιωτικού χαρακτήρα των τελευταίων καθώς και η αυτοκρατορική λατρεία από την εποχή στης δυναστείας Meiji17.

Παρά ταύτα, το καθεστώς του Yasukuni παρέμενε σε εκκρεμότητα. Ενώ αρνήθηκε αρχικά να υπαχθεί στη δικαιοδοσία του Κεντρικού Γραφείου Μαυσωλείων, το έπραξε κατόπιν πιέσεων τον Σεπτέμβριο του 1946 και αφού τού κατέστη σαφές ότι θα αναγκαζόταν να διακόψει τη λειτουργία του. Παράλληλα, φρόντισε να υποβαθμίσει τη στρατιωτική του εμφάνιση καλύπτοντας τα ανάγλυφα, τα οποία βρίσκονταν σε περίοπτο σημείο. Περί τα τέλη του 1946 ξεκίνησε διαπραγματεύσεις με την Ανώτατη Συμμαχική Διοίκηση, προκειμένου ένα τμήμα του περίβολου του ναού να μετατραπεί σε πάρκο αναψυχής με αίθουσες συναυλιών και κινηματογράφους! Ενώ, όμως, ολοκληρώθηκαν οι προπαρασκευαστικές διατυπώσεις για την έκδοση της σχετικής άδειας, το όλο σχέδιο κακοφόρμισε εξαιτίας μιας αδιάκριτης διαρροής στον Τύπο. Παρά ταύτα και χάρη στην επιροή του εθνολόγου Yanagita Kunio, ο οποίος βρισκόταν σε συνεχή επαφή με τον Sakamoto Sadao, εκ των υψηλών ισταμένων του ναού, το Yasukuni εξασφάλισε, μεταξύ των ετών 1946 και 1950, το μονοπώλιο της οργάνωσης και τέλεσης των μεγάλων θρησκευτικών και εθνογραφικών εορτών (Mitama Matsuri, Obon, Hina Matsuri, τελετή ενηλικίωσης κλπ.)18. Τον Απρίλιο του 1946 προχώρησε στην αναθεώρηση του καθεστώτος του. Συγκεκριμένα, πέραν του ότι συνέχισε να εμφανίζεται ως θεματοφύλακας και κληρονόμος της πνευματικής παρακαταθήκης του αυτοκράτορα Meiji, προέβαλε επιδεικτικά την πρόθεσή του “να ανακουφίζει και να παρηγορεί τους επιζήσαντες συγγενείς” και “να προαγάγει την προσδοκία της ειρήνης στην κοινή γνώμη”. Ταυτόχρονα, ίδρυσε ένα επικουρικό σωματείο απαρτιζόμενο αποκλειστικά από συγγενείς χαμηλόβαθμων πεσόντων αξιωματικών, με συμμετοχή στην άσκηση της διοίκησης του μαυσωλείου, τοποθετώντας επικεφαλής άτομα δίχως καμία απολύτως παρελθούσα σταδιοδρομία στις τάξεις των ενόπλων δυνάμεων. Τον Σεπτέμβριο του ιδίου έτους εξασφάλισε την άδεια του αυτοκράτορα όπως οι διάφορες εορτές της άνοιξης και του φθινοπώρου πάψουν να συσχετίζονται με την επικράτηση επί της Ρωσίας (1904-1905), προτάσσοντας ως πρόσχημα τη σύμπλευση του ναού με το γενικότερο ειρηνόφιλο πνεύμα του υπό κυοφορία ιαπωνικού νέου συντάγματος.

Ωστόσο, παρά τις προαναφερθείσες πρωτοβουλίες και ενδείξεις καλής θελήσεως, οι αρχές κατοχής διέταξαν έρευνα, με σκοπό να αξιολογήσουν κατά πόσο το Yasukuni και τα υπόλοιπα ιδρύματα gokoku jinja ήταν φορείς ενός μιλιταριστικού πνεύματος ή απλά θύματα μιας γενικότερης παραφροσύνης. Το εκπονηθέν πόρισμα της 6ης Ιανουαρίου 1947, εκτιμούσε πως τα μειονεκτήματα από μια ενδεχόμενη διάλυση υπερίσχυαν των πλεονεκτημάτων, δίχως τελικά να ληφθεί κάποια συγκεκριμένη απόφαση19. Τον Νοέμβριο του 1946, εν αναμονή του αποτελέσματος της έρευνας, αποφασίστηκε η εξαίρεση των στρατιωτικών μαυσωλείων από το μέτρο της εκχώρησης δημοσίων γαιών προς τα θρησκευτικά ιδρύματα20. Ήταν σαφές πως για τις αρχές κατοχής, τα εν λόγω ιδρύματα δεν είχαν ακόμα συγκεκριμενοποιήσει τη νέα τους ταυτότητα ως κοσμικοί τόποι μνήμης των πεσόντων πολέμου, προσβάσιμοι σε όλους. Στις 16 Δεκεμβρίου, η διοίκηση του ναού επιβεβαίωσε την αφοσίωσή της στις αρχές του Σιντοϊσμού. Ωστόσο, το Yasukuni χρειάστηκε αναμείνει έως τον Σεπτέμβριο του 1951, προκειμένου να αποσπάσει τελικά τη έγκριση των αρχών κατοχής σχετικά με το νέο καθεστώς λειτουργίας του21.

TOKYO – Yasukuni Shrine

  1. Ο Σιντοϊσμός (Shintô) είναι μια πολυθεϊστική θρησκεία, η οποία γεννήθηκε και αναπτύχθηκε στην Ιαπωνία. Οι Σιντοϊστές συχνά τη θεωρούν ως την αυτόχθονα θρησκεία της Ιαπωνίας και ως μία θρησκεία της φύσης. Δεν υπάρχει κεντρική εξουσία ελέγχου του Σιντοϊσμού και διαπιστώνεται μεγάλη ποικιλομορφία μεταξύ των πιστών. Ο Σιντοϊσμός κυρίως απαντάται στην Ιαπωνία, όπου υπάρχουν περίπου 100.000 δημόσια ιερά, παρόλο που πιστούς συναντά κανείς και στο εξωτερικό. Αριθμητικά, είναι η μεγαλύτερη θρησκεία της Ιαπωνίας, με δεύτερη τον Βουδισμό. Οι περισσότεροι Ιάπωνες συμμετέχουν και σε σιντοϊστικές και σε βουδιστικές τελετές, ιδιαίτερα σε φεστιβάλ, πράγμα που αντανακλά την κοινή πεποίθηση στην ιαπωνική κουλτούρα ότι τα πιστεύω και οι πρακτικές των διαφορετικών θρησκειών δεν πρέπει να έχουν αποκλειστικό χαρακτήρα. Στοιχεία του Σιντοϊσμού έχουν επίσης ενσωματωθεί σε ποικίλα νέα ιαπωνικά θρησκευτικά κινήματα. ↩︎
  2. Σε αντίθεση με μια λανθασμένη εντύπωση που κυριαρχεί στη Δύση, οι εγκαταστάσεις του Yasukuni δεν συμπεριλαμβάνουν κάποιο νεκροταφείο. Το ίδιο το κτιριακό συγκρότημα λειτουργεί ως κενοτάφιο. ↩︎
  3. Helen Hardacre, Shinto and the State 1868-1988, Princeton, Princeton University Press, 1989. John Breed (ed.), Yasukuni, The War Dead and the Struggle for Japan’s Past, New York, Columbia University Press, 2008. Hasegawa Tsuyoshi – Kazuhiko Tôgô (ed.), East Asia’s Haunted Present. Historical Memories and the Resurgenge of Nationalism, Westport CT, Praeger Security International, 2008. Michiaki Okuyama, “Disputes over Yasukuni Shrine and Its WarDead in Contemporary Japan”, Religious Compass, 2009, 3/1, σ. 58-71. Takahashi Tetsuya, Morts pour l’ empereur. La question du Yasukuni, Paris, Les Belles Lettres, 2012. Michael Lucken, Les Japonais et la guerre, Paris, Fayard, 2013. Akiko Takenaka, Yasukuni Shrine. History, Memory and Japan’s Undending War, Honolulu, University of Hawaii Press, 2015. Thierry Guthmann – Aike P. Roths, “Nationalist Circles in Japan Today. The Impossibility of Secularization”, Japan Review, 2017, αρ. 30, σ. 207-225. Η βιβλιογραφία στην ιαπωνική γλώσσα είναι ανεξάντλητη. ↩︎
  4. Πρόκειται για τον αυτοκράτορα Meiji (1852-1912), τον ναύαρχο Tôgô Heihahirô (1848-1934) και τον στρατηγό Nogi Maresuke (1849-1912). Οι δύο τελευταίοι διακρίθηκαν κατά τον ρωσο- ιαπωνικό πόλεμο των ετών 1904-1905, ο μεν πρώτος ως νικητής της ναυμαχίας της Tsushima, ο δε δεύτερος ως πορθητής της στρατηγικής σημασίας ρωσικής στρατιωτικής και ναυτικής βάσης του Port Arthur (σημερινού Dalian στην Κίνα). ↩︎
  5. Το πλήρες κείμενο του υπομνήματος βρίσκεται στο William P. Woodard, The Allied Occupation of Japan (1945-1952) and Japanese Religions, Leyde, 1972, E.J. Brill, 1972, Παράρτημα Α:2, σελ. 289. ↩︎
  6. Ibid., σ. 11. ↩︎
  7. State War Navy Coordinating Committee (SWNCC) 150/4, https://www.ndl.go.jp/constitution/shiryo/01/022/022tx.html. ↩︎
  8. SWNCC 52/7, https://www.ndl.go.jp/constitution///e/shiryo/01/036/036tx.html. ↩︎
  9. Stars and Stripes, 8 Οκτωβρίου και 15 Δεκεμβρίου 1945. Nakamo Tsuyoshi, “Η θρησκευτική πολιτική των ΗΠΑ έναντι της Ιαπωνίας”, Η Κατοχή και οι θρησκείες στην Ιαπωνία, Tokyo, Miraisha, 1993, σ. 44 (στα ιαπωνικά). ↩︎
  10. Nakamura Naofumi, Yasukuni, ένας άγνωστος πόλεμος την περίοδο της Κατοχής, Tokyo, NHK Shuppan, 2007, σ. 205 (στα ιαπωνικά). ↩︎
  11. Mark R. Mullins, “How Yasukuni Survived the Occupation. A critical Examination of Popular Claims”, Monumenta Nipponica, άνοιξη 2010, τ. 65, αρ. 1, σ. 89-136. ↩︎
  12. Άρθρο στο Far Eastern Review, 12 Δεκεμβρίου 1945. ↩︎
  13. Μεταξύ των μελών της αντιπροσωπείας, ο Kishimoto αναγνώρισε τον Takahara Shôsaku, αναπληρωτη αρχιερέα του ναού, ο οποίος όμως, πολύ σύντομα έμελλε να αντικατασταθεί από τον Yokoi Tokihisa. ↩︎
  14. Βλ. Kishimoto Hideo-shû, κείμενα συγκεντρωθέντα από τους Tsuneya Wakimoto και Yanagawa Keiishi, τ. 5, Tokyo, Keiseisha, 1976, σ. 11, 37-39 (στα ιαπωνικά). Nakamura Naofumi, οπ.π. ↩︎
  15. Tanaka Nobumasa, Το Yasukuni και η μεταπολεμική ιστορία, Tokyo, Iwanami shoten, 2007, σ. 11 (στα ιαπωνικά). Συλλογικές μελέτες για τη σύνταξη ενός λεξικού της Κατοχής, ειδικός τόμος για το στρατό Κατοχής, Tokyo, Gendai-shi suppan-kai, 1978, σ. 39 (στα ιαπωνικά). ↩︎
  16. SCAPIN-448, https://dl.ndl.go.jp/info:ndljp/pid/9885515. Ôhara Yasuo, Έρευνες σχετικά με την οδηγία για τον Σιντοϊσμό, Tokyo, Hara shobô, 1993 (στα ιαπωνικά). Με γνώμονα το ίδιο σκεπτικό απαγορεύθηκε η απεικόνιση των ναών στα γραμματόσημα, SCAPIN-947 της 13.5.1946, https://dl.ndl.go.jp/info:ndljp/pid/9886047. ↩︎
  17. Ιδρυτική χάρτα του Κεντρικού Γραφείου Μαυσωλείων, Tokyo, Jinja honchô, 1980, σ. 25 (στα ιαπωνικά). Ôe Shinobu, Yasukuni jinja, Tokyo, Iwanami shinsho, 1984, σ. 37. ↩︎
  18. Tôkyô shinbun, 7 Σεπτεμβρίου 1946. Akazawa Shirô, Ο ναός Yasukuni. Ο αγώνας για το μέλλον των πεσόντων στον πόλεμο, Tokyo, Iwanami shoten, 2005, σ. 49 (στα ιαπωνικά). Σχετικά με τη διαδικασία ένταξης των εορτών στο χρονοδιάγραμμα του Yasukuni βλ. Yasukuni jinja-ben, Εκατό χρόνια ιστορίας, Tokyo, Yasukuni jinja-ben, 1983-1987, τ. 2, σ. 74-78 (στα ιαπωνικά). Σχετικά με τις σχέσεις του Yanagita με τον ναό μετά τον πόλεμο, βλ. Kawada Junzô, “Έπαινος για τον πρώτο Yanagita”, ειδικό αφιέρωμα στον Yanagita του περιοδικού Gendai shisô, Οκτώβριος 2012, τ. 40, αρ.12, σ. 134-135. ↩︎
  19. Κριτική θεώρηση του τελικού υπομνήματος της έρευνας από τον Francis Motofuji, στέλεχος των στρατιωτικών υπηρεσιών πληροφοριών, σε εσωτερικό υπηρεσιακό σημείωμα της 15.4.1949, βλ. SCAP Records, National Archives, College Park, Record group 331, box 5931, φακ. 20. ↩︎
  20. SCAPIN-1334, 13.11.1946, htpps://dl.ndl.go.jp/info:ndljp/pid/9886478 ↩︎
  21. Ôhara, οπ.π., σ. 261. ↩︎

Το παρόν άρθρο δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στο τεύχος αρ. 283 του περιοδικού Guerres mondiales et Conflits contemporains, Παρίσι, Presses Universitaires de France, Ιούλιος – Σεπτέμβριος 2021, σσ. 115-133, υπό τον τίτλο “Aux racines du problème du sanctuaire Yasukuni dans le Japon d’ après-guerre: L’ apothéose des esprits des soldats tués durant la guerre du Pacifique”.

© PUF/Humensis, 2021

Μετάφραση από το πρωτότυπο: Γιάννης Μουρέλος

Avatar photo
Éric Seizelet

Ο Éric Seizelet είναι Ομότιμος Καθηγητής Ιαπωνικής Γλώσσας και Πολιτισμού του Πανεπιστημίου του Παρισιού (Université de Paris VII - Diderot).

Άρθρα: 2