Η Συνθήκη Ειρήνης του Νεϊγύ

«Η Ελλάς, […] είνε ίσως η μόνη χώρα, της οποίας ουδέν εθνικόν ζήτημα ελύθη οριστικώς, […]». Ελευθέριος Βενιζέλος,  εφημερίδα Μακεδονία, 19  Νοεμβρίου 1919.

Στις 27 Νοεμβρίου 1919, στο πλαίσιο των εργασιών της Συνδιάσκεψης Ειρήνης των Παρισίων, υπογράφονταν δύο διεθνείς πράξεις: η  πολυμερής Συνθήκη Ειρήνης του Νεϊγύ και η διμερής Σύμβαση του Νεϊγύ. Η πρώτη, ανάμεσα στην ηττηθείσα στον Μεγάλο Πόλεμο Βουλγαρία και στις Σύμμαχες και Συνασπισμένες Δυνάμεις, τις νικήτριες του Πολέμου, η δεύτερη μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας. Η πρώτη αφορούσε στη ρύθμιση των εκ του πολέμου, και όχι μόνο, εκκρεμών προβλημάτων, που αναφέρονταν στην πρώτη συμβαλλόμενη και την επιβολή σ’ αυτήν τιμωρητικών όρων· η δεύτερη στην αμοιβαία και εθελούσια μετανάστευση των ελληνοβουλγαρικών μειονοτήτων. Η δεύτερη διεθνής πράξη δύναται να θεωρηθεί και ως υποστηρικτική της πρώτης, αν ληφθεί υπόψη πως η ανταλλαγή των πληθυσμών θα μείωνε ή θα εξάλειφε τις τοπικές εντάσεις, τις ικανές να οδηγήσουν και πάλι τα δύο μέρη σ’ έναν καινούργιο πόλεμο, σε περιφερειακό ή ευρύτερο πεδίο, προκαλώντας διεθνείς αναταράξεις, όπως είχε συμβεί στο παρελθόν, από το 1913, κυρίως, και εξής.

Η αντιπαλότητα των δύο κρατών, πρωτίστως ως προς την περιοχή της Θράκης1 αλλά και γενικότερα, ο αναβρασμός στα Βαλκάνια ως προς τα διεκδικούμενα εδάφη, απαιτούσε χειρουργικούς, διπλωματικούς χειρισμούς, ώστε να οδηγηθούν τα μέρη σε κοινά αποδεκτό αποτέλεσμα. Οι Μεγάλες Δυνάμεις δεν ήταν αμέτοχες σε όλη αυτή την αναστάτωση. Τουναντίον, οι ιμπεριαλιστικές τους φιλοδοξίες υποκινούσαν, ενέτειναν και  πυροδοτούσαν τον ανταγωνισμό των Βαλκανικών κρατών.

Με το τέλος του πολέμου, οι νικήτριες Δυνάμεις ανέλαβαν τις διαδικασίες θεσμοθέτησης της ειρήνης, μέσα από μια Συνδιάσκεψη, οι εργασίες της οποίας ξεκίνησαν επισήμως στις 18 Ιανουαρίου 1919 στο Παρίσι, ύστερα από απαίτηση του Georges Clémenceau, ο οποίος συγκρούστηκε, μάλιστα, με τον Lloyd George και τον Woodrow Wilson, που είχαν μεταβεί εκεί, όπως και ο Orlando, εκπροσωπώντας τις Δυνάμεις της Συνεννόησης. Η επιθυμία της Μπολσεβικικής, πλέον, Ρωσίας να συμμετάσχει στις διαβουλεύσεις είχε απορριφθεί από τους πρώην Συμμάχους, που, από κοινού με τον πρωθυπουργό της Ιαπωνίας και τους υπουργούς Εξωτερικών των χωρών τους, συναπάρτισαν το Συμβούλιο των Δέκα, το οποίο αργότερα λειτούργησε ως Συμβούλιο των Πέντε και κατόπιν, ως Συμβούλιο των Τεσσάρων. Η πρώτη, ανεπίσημη, συνάντηση των μελών του πραγματοποιήθηκε στις 12 Ιανουαρίου. Η ατζέντα της Συνδιάσκεψης ήταν πολυθεματική και συστάθηκαν Επιτροπές και Υποεπιτροπές, για να μελετήσουν τα επί μέρους ζητήματα, με σκοπό να διευκολύνουν τη λήψη αποφάσεων.

Στις 4 Φεβρουαρίου 1919, το Ανώτατο Συμβούλιο αποφάσισε να προχωρήσει στη σύσταση μιας Επιτροπής, αρμόδιας για τη μελέτη των Ελληνικών Υποθέσεων. Μια μέρα νωρίτερα, ο Ελευθέριος Βενιζέλος είχε παρουσιάσει τα ελληνικά αιτήματα. Σύμφωνα με την απόφαση, «τα ζητήματα, τα οποία ανακινήθηκαν από τις δηλώσεις του κ. Βενιζέλου, ως προς το θέμα των εδαφικών ενδιαφερόντων της Ελλάδας […] θα αποσταλούν για μια πρώτη εξέταση σε μια Επιτροπή ειδικών, αποτελούμενη από δύο αντιπροσώπους για κάθε μια από τις Μεγάλες Δυνάμεις: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, Βρετανική Αυτοκρατορία, Γαλλία και Ιταλία. […] Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να συμβουλευτεί τους εκπροσώπους των ενδιαφερομένων λαών». Στις 24 Φεβρουαρίου, το Ανώτατο Συμβούλιο, αφού προηγουμένως άκουσε τον Αλβανό εκπρόσωπο, Turkhan Pasha, αποφάσισε να παραπέμψει την εξέταση των εδαφικών ζητημάτων αναφορικά με την Αλβανία στην Επιτροπή, την επιφορτισμένη με τη μελέτη των ελληνικών ζητημάτων. Μέλη της Επιτροπής ήταν οι:  W. Westermann, ο οποίος αντικαταστάθηκε από τον W. H. Buckler, Clive Day (ΗΠΑ),  sir Robert Borden, sir Eyre Crowe, Eric Forbes Adams (Βρετανική Αυτοκρατορία),  Jules Cambon, Gout (Γαλλία), G. de Martino, Castoldi (Ιταλία). Πρόεδρος του Γραφείου της Επιτροπής, ορίστηκε ο Jules Cambon. Η Επιτροπή συνεδρίασε δώδεκα φορές. Άπασες έλαβαν χώρα στο Quai d’ Orsay, από τις 12 Φεβρουαρίου ως τις 21 Μαρτίου 1919. Η Επιτροπή δέχθηκε σε ακρόαση τους: Βενιζέλο, Καραπάνο, Αδαμίδη, Βαμβακά, Αντωνιάδη, για τα θέματα δε της Βορείου Ηπείρου  και τους Turkhan Pasha, Mehemed Bey Konitza, Dr. Tourtoulis, μέλη της προσωρινής κυβέρνησης της Αλβανίας.  Ο Turkhan Pasha είχε οριστεί πρόεδρος της προσωρινής κυβέρνησης της Αλβανίας, βάσει της απόφασης της αλβανικής εθνοσυνέλευσης, η οποία είχε συνέλθει στο Δυρράχιο, στις 25 Δεκεμβρίου 1918.

Στο Παρίσι είχαν συγκεντρωθεί αντιπροσωπείες από είκοσι εννέα χώρες και πλήθος δημοσιογράφων. Οι εκπρόσωποι των ηττημένων κρατών δεν προσκλήθηκαν να συμμετάσχουν στη διαδικασία από την έναρξη των συζητήσεων. Η Ελλάδα, χώρα ανήκουσα στη χορεία των νικητών, εκπροσωπήθηκε στο Συνέδριο της Ειρήνης από εκείνον, ο οποίος με τις αποφάσεις και τις ενέργειές του την είχε εντάξει σ’ αυτό το στρατόπεδο, τον πρωθυπουργό, Ελευθέριο Βενιζέλο, που θεωρούσε πως «από την απόφασιν της συνδιασκέψεως μέλλει να εξαρτηθή-χωρίς καμμίαν ρητορικήν υπερβολήν-το μέλλον του έθνους». Ο Έλληνας πρωθυπουργός έδωσε σκληρή μάχη προκειμένου να κατοχυρώσει τα ελληνικά δίκαια, εργαζόμενος ακόμα και 15-16 ώρες ημερησίως, σε σημείο τέτοιο, που να επιτρέπει στον υπουργό Εξωτερικών, Νικόλαο Πολίτη, και μέλος της ελληνικής αποστολής, να γράφει στον Διομήδη πως θαύμαζε την «ακαταπόνητη ενεργητικότητά του». Η ένταση που τον διακατείχε αποτυπώνεται σε ορισμένα σημεία των επιστολών του προς τον Εμμανουήλ  Ρέπουλη, όπου δήλωνε, μεταξύ πολλών άλλων, πως από τη «ζωηράν συγκίνησιν αφ’ ης κατέχομαι δεν έκλεισα μάτι τας δύο τελευταίας ημέρας […]»· ή, σε άλλο σημείο, όταν οι εξελίξεις στο θρακικό ζήτημα φαίνονταν να δυσχεραίνονται από την αμερικανική στάση, σημείωνε πως «διέκοψα επί ικανά λεπτά όπως αφήσω να ρεύσουν ελευθέρως και επί πολύ τα δάκρυα, άτινα αναβλύζουν από πηγήν βαθυτάτης συγκινήσεως».

Ο Έλληνας πρωθυπουργός από το φθινόπωρο του 1918 είχε ενημερώσει τον Γεώργιο Ρούσσο, τον Έλληνα Επιτετραμμένο στο Λονδίνο, πως τα πράγματα εξελίσσονταν κατά τέτοιο τρόπο, που επέτρεπε να προβληθούν οι ελληνικές αξιώσεις στη Μικρά Ασία. Όμως, στις οδηγίες εκείνες δεν είχε περιλάβει τη Θράκη, οπότε ο Νικόλαος Πολίτης απευθύνθηκε στον Ρούσσο, εφιστώντας την προσοχή του στο ότι θα έπρεπε να φροντίσει, ώστε να γίνει κατανοητό πως η Ελλάδα δεν παραιτήθηκε από τις επιδιώξεις της  επ’ αυτής. Λίγες μέρες νωρίτερα, ο Πολίτης, μιλούσε στον Ρούσσο για τη Θράκη και διευκρίνιζε ότι αν εγκρινόταν «η προσάρτησή της στην Ελλάδα  θα ήμασταν ικανοποιημένοι και με κάποια άλλη μορφή διακυβέρνησης, υπό την προϋπόθεση να απαλλαγεί η περιοχή από τον βουλγαρικό ζυγό». Τελικώς, το ζήτημα της Δυτικής και της Ανατολικής Θράκης περιελήφθη στις ελληνικές, εδαφικές διεκδικήσεις, ύστερα από περίσκεψη και με καθυστέρηση.

Την μεθεπομένη της άφιξής του στη γαλλική πρωτεύουσα, ο Έλληνας πρωθυπουργός, συναντήθηκε με τον πρόεδρο των ΗΠΑ, Woodrow Wilson, ο οποίος του ζήτησε να τού εκθέσει «τας εθνικάς […] διεκδικήσεις», όπως εξηγούσε ο ίδιος στην πρώτη από τις δέκα έξι επιστολές που έστειλε στον Ρέπουλη από το Παρίσι, στον οποίο είχε αναθέσει την άσκηση των κυβερνητικών  καθηκόντων ενόσω θα απουσίαζε. Ύστερα από συνεννόηση με τον Wilson, συνομίλησε με εκπροσώπους της αμερικανικής αντιπροσωπείας και απαιτήθηκαν τρεις μέρες, επί δύο και πλέον ώρες κάθε μέρα, ώστε ο Βενιζέλος να ενημερώσει επισταμένως τους εντολοδόχους του Αμερικανού προέδρου για τα εδαφικά αιτήματα της Ελλάδας. Ο Wilson είχε παρακαλέσει τον Βενιζέλο να συντάξει ένα κείμενο, όπου θα εξέθετε τις απόψεις του επί των εθνικών διεκδικήσεων· αυτό θα συντασσόταν στη γαλλική και την αγγλική και θα διανεμόταν στα κυριότερα μέλη των εκπροσώπων των Συμμάχων.2

Πράγματι, τα αιτήματα της Ελλάδας ως προς τα εδάφη που διεκδικούσε συμπεριλήφθηκαν σε ένα πολυσέλιδο και μακροσκελές κείμενο που συνέταξε ο Βενιζέλος, ο οποίος εργάστηκε επί δωδεκάωρο. Στο κείμενό του ανέλυε καταλεπτώς τις εθνικές διεκδικήσεις, στις οποίες περιλαμβανόταν και η Θράκη, περιοχή διεκδικούμενη από τη Βουλγαρία και την Οθωμανική Αυτοκρατορία.  Στο Υπόμνημα  αντικατοπτριζόταν το όραμα της Μεγάλης Ιδέας και συνιστούσε μια παρακαταθήκη, με ειδική εθνική βαρύτητα, δεδομένου ότι η Ελλάδα είχε εισέλθει στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, στο πλευρό της Αντάντ, δίχως να προαπαιτήσει εδαφικά ανταλλάγματα, όπως, για παράδειγμα, είχε πράξει η Ιταλία τον Απρίλιο του 1915.

Στις 30 Δεκεμβρίου 1918, ο Έλληνας πρωθυπουργός υπέβαλε στο Ανώτατο Συμβούλιο της Συνδιάσκεψης το Υπόμνημα με τον τίτλο «Η Ελλάδα στο Συνέδριο της Ειρήνης», τις γενικές κατευθυντήριες γραμμές του οποίου ανέπτυξε προφορικά ενώπιον του Συμβουλίου στις 3 και 4 Φεβρουαρίου 1919. Στην πρώτη συνεδρίαση αναφέρθηκε και στην Κύπρο, την οποία σκοπίμως απέφυγε να συμπεριλάβει στο Υπόμνημα, επειδή είχε την πεποίθηση πως η Μεγάλη Βρετανία προετίθετο να την εκχωρήσει στην Ελλάδα. Μίλησε για τη Βόρειο Ήπειρο, τη Θράκη και τις βλέψεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και της Βουλγαρίας επ’ αυτής, ενώ στην επόμενη συνεδρίαση, της 4ης Φεβρουαρίου, ανέλυσε το ζήτημα της Μικράς Ασίας. 

Στις 12, 18 και 19 Φεβρουαρίου 1919, είχαν λάβει χώρα οι τρεις πρώτες συνεδριάσεις της Ελληνικής Επιτροπής, οι οποίες ήταν αφιερωμένες στο ζήτημα της Βορείου Ηπείρου, ενώ στις 20 Φεβρουαρίου, η Επιτροπή συζήτησε το θέμα της Θράκης.   

Στις πρώτες συνεδρίες, συζητήθηκε και  το ζήτημα της Θράκης και φάνηκε πως οι σύνεδροι συμφωνούσαν στην απόδοση τόσο της Ανατολικής όσο και της Δυτικής Θράκης στην Ελλάδα, με την εξαίρεση του εδαφικού τμήματος, του κείμενου στην ανατολική πλευρά της γραμμής Αίνου-Μηδείας, το οποίο προόριζαν να ενταχθεί στο συζητούμενο να ιδρυθεί διεθνές κράτος της Κωνσταντινούπολης, υπό την αίρεση, όμως, πως θα διασφαλιζόταν για τη Βουλγαρία να διακινεί τα εμπορεύματά της μέσω του Αιγαίου Πελάγους. Μάλιστα, ο Αμερικανός αντιπρόσωπος, Day, σε μια από τις πρώτες συνεδριάσεις, αναφερόμενος στο ζήτημα της Δυτικής Θράκης, είχε υποστηρίξει πως το ζήτημα της οικονομικής διεξόδου της Βουλγαρίας δεν ήταν ικανό να ανατρέψει τις ελληνικές εδαφικές διεκδικήσεις, αν, δε, το έδαφος αυτό δινόταν στην Ελλάδα, θα μπορούσαν να υπολογίσουν στην εκτέλεση της ήδη δοθείσας, εκ μέρους της, υπόσχεσης για έξοδο στο Δεδεαγάτς ή στη Θεσσαλονίκη ή στην Καβάλα. Άλλωστε, η υλοποίηση αυτής της υπόσχεσης θα ετίθετο υπό την έγκριση της ΚτΕ και δεν εξηρτάτο από τους ίδιους. Ο Γάλλος αντιπρόσωπος, Gout, διευκρίνισε πως σε περίπτωση που υιοθετείτο το προσχέδιο από τη Συνδιάσκεψη, η κύρωση της ΚτΕ θα εφαρμοζόταν σε εδαφικό τμήμα της Δυτικής Θράκης, δηλ. σε έδαφος που εκείνη τη στιγμή ανήκε στη Βουλγαρία. Όμως, το άρθρο 19 του Συμφώνου της ΚτΕ αναφερόταν σε εντολή (mandate), η οποία αφορούσε εδάφη, που θα συμπεριλαμβάνονταν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.

Στη συνεδρίαση  της 24ης Φεβρουαρίου, το Συμβούλιο των Δέκα άκουσε τον Αλβανό αντιπρόσωπο, Turkhan pasha, ο οποίος μίλησε για τις αλβανικές εδαφικές διεκδικήσεις και διατύπωσε την ευχή η χώρα του «να συμπεριληφθεί στην καινούργια μοιρασιά των βαλκανικών εδαφών». Στην ίδια συνεδρίαση, εκπρόσωποι  της “μακεδονο-ρουμανικής κοινότητας” παρουσίασαν στους αρμόδιους των Συμμάχων και Συνασπισμένων Δυνάμεων, υπόμνημα, σχετικό με την Αλβανία. Μετά το πέρας των ακροάσεων, το Συμβούλιο θα συνεδρίαζε ύστερα από δύο μέρες, όπου θα συζητούνταν τα καίρια και επείγοντα προβλήματα, που ανέμεναν τη λύση τους: το δυτικό σύνορο της Γερμανίας και τη διανομή  των εδαφών, τα οποία βρίσκονταν στην ανατολική ακτή της Αδριατικής.

Το ζήτημα των αλβανικών διεκδικήσεων, που ήταν άρρηκτα δεμένο με εκείνο της Βορείου Ηπείρου, όπως και το Θρακικό, συζητήθηκαν στη συνεδρίαση της 26ης Φεβρουαρίου της Επιτροπής Ελληνικών Υποθέσεων, υπό την προεδρία του Jules Cambon.  Όταν έλαβε τον λόγο ο Έλληνας πρωθυπουργός, αναφέρθηκε στο θέμα της πληθυσμιακής σύνθεσης της περιοχής, στο θεσμικό πλαίσιο της προστασίας των μειονοτήτων από την ελληνική Πολιτεία και επανέλαβε, περιληπτικώς, τα όσα ανέλυε στο Υπόμνημά του. Παρουσίασε τον αριθμό των Ελλήνων, που συναπάρτιζαν το ελληνικό  έθνος και κατοικούσαν στο βασίλειο της Ελλάδας και πέραν αυτού, σε περιοχές, όπου διαβιούσαν Έλληνες αδελφοί. Αυτές, ήταν κατά σειρά, η Βόρειος Ήπειρος, η Θράκη, η Κωνσταντινούπολη, η Μικρά Ασία, τα Νησιά του Αιγαίου Πελάγους και γινόταν μια περιορισμένη αναφορά στη Δωδεκάνησο. Το τμήμα, που αφορούσε τη Θράκη, ήταν εκτενές και σ’ αυτό ο Έλληνας πρωθυπουργός επιχειρούσε μια σε βάθος ιστορική αναδρομή.

Τα κυριότερα σημεία εστίαζαν στο γεγονός πως η Βουλγαρία «εθεωρήθη επί μακρόν ως το προέχον εις τα Βαλκάνια στοιχείον», μια και πρώτη εκείνη, αν και αυτόνομη ηγεμονία, «απέκτησε στρατόν». Θεωρείτο η «Πρωσσία των Βαλκανίων», μικρότερη σε έκταση αμέσως μετά την Αλβανία. Επιδίωξε «να επιβάλη δια της βίας την ηγεμονίαν της», οι προσφορές, που τής έγιναν τα τελευταία χρόνια δεν κατέστη δυνατόν να ικανοποιήσουν τη φιλοδοξία της, επομένως οιαδήποτε εκδήλωση συμπάθειας προς αυτή δεν θα ήταν παρά «εκδήλωσις νοσηράς αισθηματολογίας και ενός πνεύματος αδικίας καταδήλου». Ο Βενιζέλος περιορίστηκε στο να υπενθυμίσει τις ωμότητες, στις οποίες είχαν προβεί οι Βούλγαροι διαρκούντος του Μεγάλου Πολέμου. Δεν παρέλειψε να επαναλάβει πως ο ίδιος είχε επιδείξει πνεύμα συμβιβασμού απέναντι στη Βουλγαρία, προσβλέποντας σε μια «βαλκανικήν ομοσπονδίαν», αλλά θα ήταν, πλέον, «παραφροσύνη» να πιστεύει κανείς πως θα δέχονταν οι Βούλγαροι δίχως «πονηράς υστεροβουλίας οιανδήποτε προσφοράν, η οποία θα τους εξασφάλιζε την ποθητήν των ηγεμονίαν». Η επίδειξη συγκαταβατικότητας, εκείνη τη στιγμή, θα αντετίθετο «προς την στοιχειώδη πολιτικήν ηθικήν». Διευκρίνισε πως επέμενε στην απομάκρυνση της Βουλγαρίας από τη θάλασσα, δεδομένου ότι, ήδη, διέθετε δύο λιμάνια στη Μαύρη θάλασσα, τη Βάρνα και το Μπουργκάς, ενώ η Ρουμανία διέθετε μόνο την Κωνστάντζα. Αναγνώριζε ωστόσο πως για την κατασφάλιση των οικονομικών της συμφερόντων ήταν διατεθειμένος να παραχωρήσει «εμπορικήν διέξοδον», ανάλογη με εκείνη που είχε αναγνωρίσει στη σύμμαχο Σερβία. Απαντώντας σε σχετική ερώτηση του προέδρου της Επιτροπής, δήλωσε πως η επιθυμία του ήταν να ορισθεί ως εμπορική διέξοδος στο Αιγαίο το Δεδεαγάτς (μετέπειτα Αλεξανδρούπολη), αλλά δεν θα αντιδρούσε αν η διέξοδος παραχωρείτο στη Θεσσαλονίκη ή στην Καβάλα. Αξιοπρόσεκτο είναι το ότι ο πρόεδρος τον ρώτησε αν εννοούσε να παραχωρήσει η Ελλάδα στη Βουλγαρία ένα ή περισσότερα λιμάνια και ο Έλληνας πρωθυπουργός απάντησε πως ένα λιμάνι ήταν προτιμότερο, ούτως ώστε «να μην αυξηθούν οι πιθανότητες διαφωνιών». Στην επισήμανση του προέδρου πως θα έπρεπε να φανεί πρόθυμος για τη χρήση σιδηροδρόμου, ο Βενιζέλος απάντησε πως, αν η Συνδιάσκεψη αποφάσιζε «οι Βούλγαροι να έχουν έξοδο στην Καβάλα, θα αναλάβω εγώ ο ίδιος να εγκαταστήσω μια σιδηροδρομική γραμμή από την Καβάλα ως το βουλγαρικό σύνορο». Ο Βενιζέλος έμεινε ικανοποιημένος και αισιόδοξος από την όλη τροπή της συζήτησης, γι’ αυτό και διεμήνυσε στον Ρέπουλη πως ήταν στην ευχάριστη θέση να ενημερώσει ότι «αι επ’ αυτής διεκδικήσεις μας είναι από τούδε εξησφαλισμέναι εκ μέρους της επιτροπής, ήτις κατά πάσαν πιθανότητα θ’ αποφανθή όπως επιδικασθή ημίν η δυτική Θράκη […]». Στη συνεδρίαση της 27ης Φεβρουαρίου συζητήθηκε το ζήτημα της Θράκης, όπου κατέθεσαν οι Βαμβακάς και Αντωνιάδης, για το ζήτημα της Καβάλας ο πρώτος, για εκείνο της Αδριανούπολης ο δεύτερος. Αμφότεροι εκπροσωπούσαν  το οθωμανικό κοινοβούλιο.

Αξίζει να σημειωθεί πως τις ίδιες εκείνες μέρες, στα τέλη Φεβρουαρίου, ο πρόεδρος Wilson βρισκόταν στις ΗΠΑ, όπου συζητούσε με τα μέλη των Επιτροπών των Εξωτερικών Υποθέσεων το ζήτημα της Κοινωνίας των Εθνών. Η συζήτηση κράτησε επί αρκετό χρονικό διάστημα και ο πρόεδρος δήλωνε πως «εάν οι ΗΠΑ δεν εισέρχονταν στην Ένωση, αυτή θα αποτύγχανε και θα προέκυπτε στην Ευρώπη ένα χάος και μια σύγχυση, που θα ξεπερνούσε κάθε περιγραφή». Τα υποστηριζόμενα από τον Αμερικανό πρόεδρο υποδήλωναν τις δυσκολίες, που συναντούσε στο εσωτερικό της χώρας του στην προσπάθειά του να υποστηρίξει το δικό του δημιούργημα, την ΚτΕ, και προδήλωναν, ίσως, την αποτυχία της επικύρωσης της Συνθήκης Ειρήνης των Βερσαλλιών από την αμερικανική Γερουσία και κατ’ επέκταση την παρασπονδία των ΗΠΑ από τον νεοϊδρυόμενο οργανισμό.

Η στάση των Αμερικανών στη διάρκεια των συζητήσεων της Συνδιάσκεψης αναφορικά με το ζήτημα της Θράκης ήταν επαμφοτερίζουσα, γεγονός το οποίο προφανώς και οφειλόταν στις φιλικές σχέσεις των δύο κρατών, ΗΠΑ και Βουλγαρίας. Στις ΗΠΑ, αλλά και στην έτερη ενδιαφερόμενη για τα Βαλκάνια και την Εγγύς Ανατολή, Δύναμη, την Ιταλία, οφειλόταν, εν πολλοίς, η καθυστέρηση της διευθέτησης του συγκεκριμένου ζητήματος.  Οι Ιταλοί αντιπρόσωποι φάνηκαν, εκείνη την περίοδο, περισσότερο απαιτητικοί. Το ενδιαφέρον τους για την Αλβανία και για τις παράλιες περιοχές της Μικράς Ασίας πυροδοτούσε και δυσχέραινε τις συζητήσεις. Μάλιστα, αρχές Μαρτίου εξέφρασαν την αντίθεσή τους καταθέτοντας δύο διακοινώσεις. Στην πρώτη, αναφέρονταν στη Δυτική Θράκη, για την οποία διετείνοντο πως μια προσεκτική εξέταση των εθνογραφικών δεδομένων θα αποδείκνυε πως δεν ήταν ευνοϊκά για την Ελλάδα «στο σύνολο των αιτουμένων εδαφών». Η ιταλική αντιπροσωπεία συμφωνούσε με τις άλλες αντιπροσωπείες, ωστόσο πολλοί λόγοι συνηγορούσαν στο να «εξεταστεί το ζήτημα σε βάθος». Τάσσονταν υπέρ της αναγνώρισης της βουλγαρικής κυριαρχίας στο Δεδεαγάτς, δεδομένου ότι, συμφώνα «με τις στατιστικές, που παρουσιάστηκαν από τον κ. Βενιζέλο, οι Βούλγαροι πλειοψηφούν, έναντι των Ελλήνων […]».  Προφανώς, με την απόδοση του τελευταίου στη Βουλγαρία, θα εξυπηρετούνταν αποτελεσματικότερα τα οικονομικά συμφέροντά της.

Στο δεύτερο έγγραφο, της 1ης Μαρτίου, η ιταλική αντιπροσωπεία παρουσίαζε τους πιθανούς  λόγους, για τους οποίους διατηρούσε επιφυλάξεις ως προς την εκχώρηση της Ανατολικής Θράκης στην Ελλάδα, οι οποίες φαίνονταν να έχουν άμεση σχέση με την «πιθανότητα υιοθέτησης ενός ειδικού καθεστώτος για την Κωνσταντινούπολη».

Ο πρόεδρος της Επιτροπής επέμεινε στη διευθέτηση του Θρακικού και η Επιτροπή, σε Έκθεσή της, αφού έλαβε υπόψη τις επιφυλάξεις τόσο των Αμερικανών όσο και των Ιταλών, πρότεινε να παραχωρηθεί η Δυτική Θράκη στην Ελλάδα, δεδομένου ότι, όπως παραδεχόταν, «ο μουσουλμανικός πληθυσμός [της εν λόγω περιοχής] ήταν  μάλλον ελληνικός παρά βουλγαρικός» και επομένως οι εθνικές διεκδικήσεις της Ελλάδας «υπερτερούσαν των βουλγαρικών». Ως προς την Ανατολική Θράκη, η Επιτροπή εξέφραζε την άποψη, την οποία και πρότεινε, να αποδοθεί στην Ελλάδα το κομμάτι εκείνο που δεν θα συμπεριλαμβανόταν στο υπό εκκόλαψη κράτος της Κωνσταντινούπολης. Οι προτάσεις αυτές διατυπώθηκαν στην απόφαση της 6ης Μαρτίου 1919, ωστόσο, το ζήτημα δεν διευθετήθηκε. 

Στις 11 Μαρτίου, εν μέσω της συνεδρίασης της Επιτροπής,  ο Day αιφνιδίασε τους συνομιλητές του, αφού συνέδεσε το ζήτημα της Δυτικής και της Ανατολικής Θράκης με το ζήτημα της Κωνσταντινούπολης, υποστηρίζοντας πως, όταν θα γνωστοποιείτο η εδαφική έκταση του κράτους της Πόλης, τα σύνορα των δύο περιοχών θα έπρεπε να υπόκεινται σε «απεριόριστη αναθεώρηση και τροποποίηση». Στις αντιρρήσεις που εξέφρασαν οι περισσότεροι παρευρισκόμενοι, παρενέβη ο Castoldi, υπενθυμίζοντας τις ιταλικές θέσεις της 1ης Μαρτίου, σύμφωνα με τις οποίες το ζήτημα των συνόρων των δύο περιοχών, της Ανατολικής και της Δυτικής Θράκης, «παρέμενε ακόμα ανοιχτό». Η μεταστροφή της αμερικανικής στάσης πρέπει να οφειλόταν και στις ενέργειες του Αμερικανού επιτετραμμένου στη Σόφια, Robert Murphy, ο οποίος από τον Φεβρουάριο είχε επηρεάσει τους ομοεθνείς του αντιπροσώπους στην Κεντρική Επιτροπή Εδαφικών Υποθέσεων, όταν φθάνοντας αυτοπροσώπως στο Παρίσι ανέλυσε τα επιχειρήματά του, δυναμιτίζοντας με τον τρόπο αυτό την προτεινόμενη λύση από την Επιτροπή Ελληνικών Υποθέσεων. Ο αντίλογος Βρετανών και Γάλλων, πως η απόφαση ήταν ήδη ειλημμένη, εφόσον η γραμμή Αίνου-Μήδειας ήταν μια υποθετική γραμμή, δεν στάθηκε ικανή να συγκεράσει τις διιστάμενες απόψεις.

Στις 30 Μαρτίου η Επιτροπή παρουσίασε στο Ανώτατο Συμβούλιο το οριστικό κείμενο της Αναφοράς (της 21ης Μαρτίου). Αυτή είχε αναθεωρηθεί από την Κεντρική Επιτροπή των Εδαφικών Υποθέσεων, των σχετικών με την Ελλάδα, όπου διατυπώνονταν οι θέσεις της. Ως προς το ζήτημα της Δυτικής Θράκης, ανέφερε, μεταξύ άλλων, πως η Επιτροπή, αφού μελέτησε τις στατιστικές που είχε στη διάθεσή της, «αναγνώριζε πως ο μη μουσουλμανικός πληθυσμός της Δυτικής Θράκης ήταν περισσότερο ελληνικός, παρά βουλγαρικός και, συνεπώς, οι εθνικές διεκδικήσεις της Ελλάδας είναι περισσότερο έγκυρες από εκείνες της Βουλγαρίας». Ως προς τον μουσουλμανικό πληθυσμό της Δυτικής Θράκης η Επιτροπή πίστευε πως αυτός «θα δεχόταν με μεγαλύτερη ευχαρίστηση» την ελληνική κυριαρχία παρά εκείνη της Βουλγαρίας. Στη συνέχεια γινόταν λόγος περί εξόδου της Βουλγαρίας στο Αιγαίο Πέλαγος μέσω ενός λιμανιού, που θα παραχωρούσε η Ελλάδα. Σημαντική ήταν και η αναφορά στο αναμενόμενο άνοιγμα των Στενών, γεγονός που θα διασφάλιζε στο μέλλον «ένα ελεύθερο πέρασμα στις εμπορικές μεταφορές της Βουλγαρίας από και προς τα λιμάνια της Βάρνας και του Μπουργκάς». Η απόφαση της Επιτροπής ήταν ομόφωνη «ως προς την παραχώρηση της  Δυτικής Θράκης στην Ελλάδα». Αναφερόταν πως η Ιταλία διατηρούσε κάποιες επιφυλάξεις και πως οι Αμερικανοί είχαν προτείνει ορισμένες μικρές τροποποιήσεις στα σύνορα που είχαν υποδειχθεί από τον Βενιζέλο.

Εκείνη την περίοδο, από τον Μάρτιο του 1919 ως τον Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς, οπότε υποβλήθηκαν από τις Σύμμαχες Δυνάμεις οι όροι τη Ειρήνης στη βουλγαρική αντιπροσωπεία, το Θρακικό δεν επιλύθηκε. Κάποιες συζητήσεις σε επίπεδο στρατιωτικής ηγεσίας, ανάμεσα στους στρατηγούς Franchet d’ Espérey, Παρασκευόπουλο και Κατεχάκη, για κατάληψη της Δυτικής Θράκης και της Αδριανούπολης, ναυάγησαν. Ο Γάλλος στρατιωτικός θεωρούσε πως έπρεπε να αναμένουν την απόφαση της Συνδιάσκεψης και ύστερα να δράσουν, ο δε Clémenceau εξηγούσε πως «δεν πρόκειται να δράσουμε στη Θράκη· δεν το επιθυμούμε, διότι αυτό θα [οδηγούσε] σε μια άμεση σύγκρουση με τη Βουλγαρία».

Η μη επίλυση του Θρακικού, δεν οφειλόταν μόνο στις αντιτιθέμενες απόψεις ορισμένων εκ των μελών που συμμετείχαν στις  διαβουλεύσεις. Σημαντικό ρόλο διαδραμάτισε και η συνεξέταση και του τουρκικού ζητήματος από τα αρμόδια όργανα της Συνδιάσκεψης, ζήτημα που ενδιέφερε άμεσα τις Μεγάλες Δυνάμεις και λόγω του ότι σ’ αυτό ήταν άρρηκτα προσδεμένο και το θέμα της κυριαρχίας επί της Κωνσταντινούπολης, άρα και ο έλεγχος επί του υδάτινου δρόμου των Στενών του Βοσπόρου και των Δαρδανελλίων. Επιπλέον, την άνοιξη του 1919, ο ελληνικός στρατός, εκτελώντας εντολή του Ανωτάτου Συμμαχικού Συμβουλίου (του Ιταλού αντιπροσώπου απόντως), αποβιβαζόταν στη Σμύρνη, γεγονός που έθιγε τις βλέψεις της Ιταλίας σ’ εκείνο το γεωγραφικό τμήμα. Παραλλήλως, τα έκτροπα, που σημειώθηκαν στην περιοχή, παρείχαν στην Ιταλία την ευκαιρία να προβάλει την ιδέα της «θρακικής αυτονομίας» και επωφελούμενη από τη γενική αναταραχή να προξενήσει αναστάτωση στους συμμάχους της.

Οι φιλοβουλγαρικές ενέργειες, εκ μέρους της Ιταλίας καταγγέλλονταν τον Μάιο του 1919 από τον Βενιζέλο στον Orlando και ενημερώνονταν εμπιστευτικώς οι Lloyd George,  Clémenceau και Wilson για γεγονότα που σημειώνονταν στη Μακεδονία και είχαν σχέση με Ιταλούς υπαλλήλους και στρατιώτες, οι οποίοι διευκόλυναν έναν αρκετά μεγάλο αριθμό Βουλγάρων φυλακισμένων να αποδράσουν από εκεί με προορισμό τη Βουλγαρία. Επιπλέον, Βούλγαροι ερχόμενοι από τη Στρούμιτσα (Στρώμνιτσα) εισέρχονταν στο ελληνικό έδαφος με ιταλικά αυτοκίνητα και ήσαν ενδεδυμένοι με ιταλικές στολές.

Οι επόμενοι μήνες, κυρίως ο Ιούλιος και ο Αύγουστος,  θα είναι μεστοί σημαντικών γεγονότων, δεδομένου ότι παρατηρούνται έντονες διαφοροποιήσεις των αμερικανικών και των ιταλικών θέσεων, ιδίως των Αμερικανών, οι οποίοι πριν από τα μέσα Ιουλίου, έχουν φέρει στην επιφάνεια το ζήτημα της Θράκης, υπεραμυνόμενοι της διατήρησης των βουλγαρικών συνόρων, δηλ. διατήρηση της βουλγαρικής κυριαρχίας όχι μόνο στη Δυτική Θράκη, κυριαρχία, που της είχε αναγνωρισθεί, βάσει της Συνθήκης Ειρήνης του Βουκουρεστίου του Αυγούστου 1913, αλλά και  στα εδάφη, που η χώρα είχε αποκτήσει το 1915, ύστερα από τη συμφωνία, που είχε υπογράψει με την Οθωμανική Αυτοκρατορία για έξοδό της στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, στο πλευρό των Κεντρικών Δυνάμεων. Παραγνωρίζοντας την πολιτική των εκτοπισμών των Ελλήνων από την περιοχή και του εποικισμού με Βούλγαρους, έφτασαν μέχρι του σημείου να αντιστρέψουν πραγματικά γεγονότα και να τα εμφανίσουν ως αληθή, ισχυριζόμενοι πως η βουλγαρική κατοχή της Δυτικής Θράκης, από το 1913 και εξής, είχε οδηγήσει σε ενίσχυση, επομένως, σε υπεροχή του βουλγαρικού στοιχείου έναντι του ελληνικού, σε σημείο, που τα όσα είχε επικαλεσθεί ο Βενιζέλος στο ιστορικό Υπόμνημά του της 30ής Δεκεμβρίου 1918 για την πληθυσμιακή σύνθεση των συγκεκριμένων εδαφών, να μην ευσταθούν. Υπεραμύνονταν της άμεσης εξόδου της Βουλγαρίας στο Αιγαίο Πέλαγος, επικαλούμενοι οικονομικούς λόγους και μιλούσαν για αποκατάσταση της συντελεσθείσας «αδικίας», τον Αύγουστο του 1913. Βρετανοί και Γάλλοι αντέκρουσαν τις δοξασίες των Αμερικανών, οι οποίοι εκείνη τη στιγμή συνεπικουρούνταν και από τους Ιταλούς, υπογραμμίζοντας πως η καλή πίστη των συμμάχων της Βουλγαρίας, Ελλάδας και Σερβίας, οι οποίες της παραχώρησαν τη Δυτική Θράκη, τότε, δεν μπορούσε να λειτουργήσει τώρα. Δέχονταν τις θέσεις του Έλληνα πρωθυπουργού ως προς την πληθυσμιακή σύνθεση της περιοχής, με τον Tardieu να δηλώνει αργότερα, στις αρχές Αυγούστου, πως «οι σφαγές δεν ήταν δυνατόν να δημιουργούν τίτλους κατοχής». Ας σημειωθεί πως ο Tardieu, στις 11 Ιουλίου, ενημέρωσε τον Βενιζέλο για το ενδεχόμενο η βουλγαρική ειρήνη να προβλέπει την απόδοση της Δυτικής Θράκης στις Σύμμαχες Δυνάμεις και όχι στην Ελλάδα. Με τον τρόπο αυτό το Θρακικό θα διευθετείτο μαζί με το Τουρκικό.

Σε αναφορά, της 21ης Ιουλίου της Επιτροπής  προς το Συμβούλιο, εξετίθεντο οι απόψεις των Αμερικανών και των Ιταλών. Οι πρώτοι θεωρούσαν πως οι στατιστικές που επικαλούνταν οι Έλληνες είχαν διενεργηθεί  πριν από την εκχώρηση της Δυτικής Θράκης στη Βουλγαρία. Ύστερα από αυτό, μέρος του ελληνικού πληθυσμού αποχώρησε από την περιοχή «κι’ αυτή η έξοδος συνεχίστηκε, ενώ έφτανε ένα κύμα Βουλγάρων για να αντικαταστήσουν τους Έλληνες». Στο τέλος της αναφοράς τους, κατέληγαν στο γεγονός πως όλα τα στοιχεία, οικονομικά, εθνογραφικά, πολιτικά, ακόμα και «οι ισχύοντες τίτλοι», συνηγορούσαν στη «διατήρηση των βουλγαρικών συνόρων», όπως υφίσταντο τη δεδομένη στιγμή. Οι απόψεις της ιταλικής αντιπροσωπείας εναρμονίζονταν με εκείνες της αμερικανικής. 

Αν θέλαμε να κωδικοποιήσουμε τους λόγους για τους οποίους η αμερικανική αντιπροσωπεία υποστήριζε τις βουλγαρικές θέσεις, θα μπορούσαμε να αναφέρουμε πως η φιλοβουλγαρική στάση των ΗΠΑ είχε ρίζες στις ειδικές αποστολές που δρούσαν στη Βουλγαρία επί χρόνια και εκφράστηκε με την άρνηση του Wilson να κηρύξει πόλεμο εναντίον της, παρά τις προτροπές της Μεγάλης Βρετανίας και Γαλλίας. Ακόμα, η πεποίθηση του πολιτικού προσωπικού των ΗΠΑ, πως μετά την οκτωβριανή επανάσταση του 1917 στη Ρωσία, η «ρωσική ιμπεριαλιστική απειλή» είχε εκλείψει για την Κωνσταντινούπολη, καθιστούσε πιθανή την αποδοχή των βουλγαρικών αιτημάτων από τη Συνδιάσκεψη της Ειρήνης. Την ίδια εποχή, οι Αμερικανοί απομακρύνονταν σταδιακά από την Ευρώπη, επιστρέφοντας στην πολιτική του απομονωτισμού. Στο εσωτερικό πολιτικό τους τοπίο είχαν αρχίσει να διαφαίνονται οι αντιρρήσεις για την επικύρωση της Συνθήκης Ειρήνης των Βερσαλλιών, άρα και της μη συμμετοχής τους στην ΚτΕ. Άλλωστε, δέκα μόλις ημέρες μετά την Ανακωχή, στις 21 Νοεμβρίου 1918, η αμερικανική κυβέρνηση είχε δηλώσει πως «το σύστημα βοήθειας, που εγκαθιδρύθηκε για τις ανάγκες του πολέμου, θα τελείωνε». Η δήλωση αφορούσε τον τερματισμό της οικονομικής βοήθειας που οι ΗΠΑ είχαν παράσχει στους Ευρωπαίους, αλλά προϊδέαζε και για τη μετέπειτα στάση τους, ως προς το πολιτικό σκέλος. Επομένως, δεν είναι παράδοξο που οι Ευρωπαίοι ηγέτες φαίνονταν να εναντιώνονται στις προτάσεις τους.

Το επόμενο χρονικό διάστημα, η υπογραφή της γνωστής Συμφωνίας Βενιζέλου-Τιτόνι της 29ης Ιουλίου 1919 θα συμβάλει στο να μεταστραφεί η θέση των Ιταλών, όχι, όμως και των Αμερικανών, οι θέσεις των οποίων οδήγησαν το Ανώτατο Συμβούλιο σε μια απόφαση που στόχευε στη διευκόλυνση της κατάστασης: διαχωρισμός των δύο ζητημάτων. Η Βουλγαρία θα εκχωρούσε τη Δυτική Θράκη στους Συμμάχους, στρατεύματα των οποίων, μαζί με ελληνικά, θα καταλάμβαναν τις συγκεκριμένες περιοχές. Το ζήτημα της Ανατολικής Θράκης θα διευθετείτο ομού με εκείνο της ειρήνης με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Στις 2 Σεπτεμβρίου 1919, η Κεντρική Επιτροπή Εδαφικών Υποθέσεων υπέβαλε στο Ανώτατο Συμβούλιο σχετική έκθεση, όπου ορίζονταν τα νότια σύνορα της Βουλγαρίας. Το ζήτημα της οικονομικής διεξόδου της στο Αιγαίο Πέλαγος θα ρυθμιζόταν από άλλη Επιτροπή, αρμόδια για ανάλογα ζητήματα. Ο Tardieu πρότεινε ελληνικά στρατεύματα να μεταβούν στις περιοχές της Δυτικής Θράκης που θα αποδίδονταν στην Ελλάδα, δηλ. στην Ξάνθη και την Γκιουμουλτζίνα (Κομοτηνή), ενώ τα υπόλοιπα εδαφικά τμήματα θα καταλαμβάνονταν από τις συμμαχικές Δυνάμεις.  Στις 17 του μηνός τα βουλγαρικά στρατεύματα αποχωρούσαν από τη Δυτική Θράκη. Δύο μέρες αργότερα, στις 19, συνεδρίαζε στο Παρίσι το Ανώτατο Συμβούλιο και παρέδιδε στη βουλγαρική αντιπροσωπεία έγγραφο, όπου περιλαμβάνονταν οι όροι που προτείνονταν για την επίτευξη της ειρήνης. Τον Οκτώβριο, κατόπιν εντολής της Συνδιάσκεψης, συμμαχικά στρατεύματα έφθαναν στη Δυτική Θράκη.

Η Βουλγαρία δεν είχε συμμετάσχει από την αρχή στις ειρηνευτικές συνομιλίες. Ανήκε στη χορεία των ηττημένων. Παρόλα αυτά, αμέσως μετά την Ανακωχή της Θεσσαλονίκης (29 Σεπτεμβρίου 1918), είχε στραφεί προς τις ΗΠΑ ζητώντας να στείλει αντιπροσωπεία στο Συνέδριο της Ειρήνης. Αλλά οι ηττημένοι δεν είχαν λόγο στις επίσημες διαβουλεύσεις. Κατέθεσε επίσης ένα υπόμνημα, όπου ζητούσε, μεταξύ άλλων, να συμπεριληφθούν στις εδαφικές της διεκδικήσεις τόσο η Ανατολική όσο και η Δυτική Θράκη. Αργότερα, όταν ο Βενιζέλος ανέπτυξε τα επιχειρήματά του στη Συνδιάσκεψη, ο Todorov ζήτησε μέσω της αμερικανικής πρεσβείας να επιτραπεί η αποστολή Βουλγάρων εντεταλμένων, ώστε να έχει «ανεπίσημες συνομιλίες με τους εκπροσώπους των υπολοίπων Βαλκανικών κρατών». Όμως, η απάντηση των ηγετών ήταν εκ νέου αρνητική: δεν επιθυμούσαν να συζητηθούν «ξεχωριστά» τα βαλκανικά ζητήματα· επιπλέον, έπρεπε να αναμένουν ως την υπογραφή της γενικής Συνθήκης Ειρήνης, η οποία θα διευθετούσε τα προβλήματα με την πρωταίτια του Πολέμου, τη Γερμανία, γεγονός που αποτελούσε και το πρωταρχικό μέλημα των Συμμάχων. Έτσι, η βουλγαρική αντιπροσωπεία έφτασε στο Παρίσι στις 25 Ιουλίου, αλλά δεν συμμετείχε στις διαπραγματεύσεις, αρκούμενη στην υποβολή ενός υπομνήματος στη Συνδιάσκεψη, όπου εξέθετε τις απόψεις της αναφορικά με τα σχεδιαζόμενα σύνορά της με το κράτος των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων, την Ελλάδα και τη Ρουμανία. Τους μήνες εκείνους, η βουλγαρική αντιπροσωπεία υπέβαλε στη Συνδιάσκεψη μια σειρά υπομνημάτων, στην προσπάθειά της να αποτρέψει τον εδαφικό της ακρωτηριασμό, προβάλλοντας ως επιχείρημα την αριθμητική υπεροχή του βουλγαρικού στοιχείου έναντι του ελληνικού, αλλά εις μάτην.

Αριστερά: Εντολή Clémenceau προς Franchet d’ Espèrey περί κατάληψης της Δυτικής Θράκης από τα γαλλικά στρατεύματα, 29 Σεπτεμβρίου 1919. Δεξιά: Σημείωμα περί εκκένωσης της Θράκης και της κοιλάδας του Στρυμώνα από τους Βούλγαρους, 11 Οκτωβρίου 1919 (Πηγή: Στρατιωτικά Αρχεία της Γαλλίας).

Τον Αύγουστο διεξήχθησαν στη Βουλγαρία εκλογές, μέσα σ’ ένα κλίμα οικονομικής και κοινωνικής αναστάτωσης, από τις οποίες νικητής εξήλθε το Αγροτικό Κόμμα του Alexander Stamboliiski, που προχώρησε στο σχηματισμό κυβέρνησης  με το Λαϊκό Κόμμα, εφόσον δεν είχε συγκεντρώσει την απαιτούμενη πλειοψηφία. Πρωθυπουργός ορίστηκε ο Stamboliiski, ο οποίος επανήλθε στη Συνδιάσκεψη του Παρισιού, εκπροσωπώντας τη χώρα του και στις 4 Νοεμβρίου αντικατέστησε τον Todorov, που αρνείτο να υπογράψει την επαίσχυντη, όπως τη θεωρούσε, Συνθήκη Ειρήνης. Ο Stamboliiski επωμίστηκε κατ’ αυτόν τον τρόπο, το βάρος της ειρήνευσης της Βουλγαρίας με τους νικητές του πολέμου, υπογράφοντας «ακόμα και μια κακή ειρήνη», όπως δήλωνε.

Ο Todorov είχε εκπροσωπήσει τη χώρα του στη συνεδρίαση της 19ης Σεπτεμβρίου 1919, στη διάρκεια της οποίας  οι όροι της Συνθήκης Ειρήνης είχαν γνωστοποιηθεί στη βουλγαρική αντιπροσωπεία. Ο πρόεδρος της Συνδιάσκεψης Clémenceau, παρέδωσε στον Todorov τον τόμο, όπου περιλαμβάνονταν οι κατευθυντήριες γραμμές της ειρήνης. Οι Βούλγαροι θα έπρεπε μέσα σε δέκα πέντε μέρες να εκθέσουν τις απόψεις τους εγγράφως, ενώ το Ανώτατο Συμβούλιο θα μελετούσε το βουλγαρικό υπόμνημα, στο οποίο θα απαντούσε εγγράφως στη βουλγαρική αντιπροσωπεία, προσδιορίζοντας τον ακριβή χρόνο μέσα στον οποίο εκείνη όφειλε να δώσει μια συνολική και «οριστική» απάντηση. Ο Todorov διάβασε στη συνέχεια το υπόμνημά του, το οποίο είχε συντάξει στη γαλλική. Επέρριψε την ευθύνη για την εμπλοκή της χώρας του στον πόλεμο, στον βασιλιά Φερδινάνδο και στην κυβέρνηση Radoslovoff· ανέφερε πως κατηγορούν τη χώρα του για «ιμπεριαλιστική πολιτική», όμως οι Βούλγαροι ιθύνοντες δεν επιθυμούσαν παρά την «απελευθέρωση των αδελφών της φυλής τους, που το Συνέδριο του Βερολίνου άφησε υπό την οθωμανική κυριαρχία». Οι διεκδικήσεις τους αφορούσαν περιοχές, οι οποίες είχαν αναγνωριστεί με το φιρμάνι του 1871 από την πρεσβευτική Συνδιάσκεψη της Κωνσταντινούπολης του Δεκεμβρίου 1876 και από τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου (1878). Διευκρίνισε πως «τα νόμιμα όρια της Βουλγαρίας είναι η ιστορία, η εθνογραφία, οι διεθνείς πράξεις, που τα καθόρισαν μ’ έναν τρόπο αναντίρρητο». Ολοκλήρωσε την ομιλία του, επισημαίνοντας πως το «δίκαιο και η δικαιοσύνη νίκησαν στον πόλεμο».

Αριστερά: “H Βουλγαρία στο πλευρό μας”. Γερμανική καρτ-ποστάλ του 1915. Δεξιά: “Οι Βούλγαροι ενώπιον του Συνεδρίου της Ειρήνης”. Κείμενο, το οποίο κατατέθηκε από τη βουλγαρική αντιπροσωπεία.

Στο κείμενο που δόθηκε στη βουλγαρική αντιπροσωπεία περιγράφονταν  λεπτομερώς οι όροι, βάσει των οποίων θα αποκαθίστατο η ειρήνη ανάμεσα στη Βουλγαρία και στους νικητές του πολέμου. Από γεωγραφικής άποψης οριζόταν πως στα βόρεια, τα σύνορα με τη Ρουμανία θα παρέμεναν αμετάβλητα. Προς δυσμάς, τα σύνορα με το κράτος των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων δεν θα μεταβάλλονταν, θα διατηρούνταν, σε γενικές γραμμές, τα ίδια με τα παλιά σερβοβουλγαρικά σύνορα, αλλά η Βουλγαρία θα εκχωρούσε μικρά τμήματα εδάφους όπως η Στρούμιτσα με την περιφέρειά της. Στα νότια, γινόταν μια περιορισμένη τροποποίηση, ενώ προς ανατολάς, σύνορο θα παρέμενε η Μαύρη Θάλασσα, όπως ίσχυε και πριν. Ως προς τη Θράκη, η Βουλγαρία παραιτείτο υπέρ των Συμμάχων και Συνασπισμένων Δυνάμεων από κάθε τίτλο και δικαίωμα επί των εδαφών αυτών, που άλλοτε ανήκαν στη Βουλγαρική Μοναρχία και τα οποία, ευρισκόμενα πέραν των νέων βουλγαρικών συνόρων, δεν είχαν ακόμα εκχωρηθεί σε κανένα κράτος. Η Βουλγαρία δεσμευόταν πως θα δεχόταν οποιαδήποτε απόφαση λάμβαναν οι Μεγάλες Δυνάμεις και θα αφορούσε τη συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή, ενώ οι Δυνάμεις, από την πλευρά τους, δεσμεύονταν πως θα εξασφάλιζαν στη Βουλγαρία μια οικονομική διέξοδο στο Αιγαίο Πέλαγος.

Η κατάσταση για την Ελλάδα δεν προγραφόταν ευοίωνη. Τούτο διαπίστωνε και ο Νικόλαος Πολίτης, όταν, στις 24 Σεπτεμβρίου, πέντε μέρες ύστερα από την προαναφερθείσα συνεδρίαση,  έγραφε στον Διομήδη πως: «Ο λαός, φαντάζεται, γενικώς, πως έχουμε επιτύχει μεγάλες [επιτυχίες] και ότι οι υποθέσεις μας βρίσκονται σ’ έναν καλό δρόμο προς την επίλυση. Δυστυχώς, η αλήθεια είναι ότι τα ζητήματά μας είναι ακόμα σε εκκρεμότητα και το Θρακικό, στο οποίο είναι επικεντρωμένη η προσοχή όλων των Ελλήνων, συναντά την δηλωθείσα εχθρότητα των ΗΠΑ. Αυτή η αργοπορία έχει δημιουργήσει μια γενική νωθρότητα, η οποία μπορεί να επισκιάσει το πρωταρχικό ενδιαφέρον μας, που βρίσκεται στο Τουρκικό ζήτημα και το οποίο, δυστυχώς, θα είναι το τελευταίο που θα επιλυθεί».  Πράγματι, η επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών καθυστερούσε. Τα γεγονότα του Μαΐου στη Σμύρνη είχαν δυσαρεστήσει τη διεθνή κοινότητα αλλά και τους Συμμάχους στο Παρίσι. Τρεις μέρες μετά τη συνεδρίαση της 19ης Σεπτεμβρίου, ο Βενιζέλος απευθυνόταν στον αρχιστράτηγο, Λεωνίδα Παρασκευόπουλο, και τον ειδοποιούσε πως ενόψει της απόφασης του Ανωτάτου Συμβουλίου να διατάξει κατάληψη της Δυτικής Θράκης από ελληνικά και συμμαχικά στρατεύματα, πριν από τη συνομολόγηση της ειρήνης με τη Βουλγαρία, θα έπρεπε να φροντίσει για την ηρεμία της περιοχής, δεδομένου ότι «[ε]πανάληψις παρεκτροπών θα εσημείωνεν οριστικόν ναυάγιον όλων των εθνικών μας διεκδικήσεων».

Ο Έλληνας πρωθυπουργός δεν αρκέστηκε στα παραπάνω. Στις 27 Σεπτεμβρίου, οκτώ μέρες αφότου υποβλήθηκαν στη Βουλγαρία οι όροι της Ειρήνης, απευθυνόταν στον Αμερικανό πρόεδρο και διευκρίνιζε πως με το μήνυμα, που του είχε διαβιβάσει μέσω του Polk, στις 24 Σεπτεμβρίου, είχαν επιβεβαιωθεί οι φόβοι του πως «η άρνησή του να αποδεχθεί την παραχώρηση της Δυτικής Θράκης στην Ελλάδα βασιζόταν, κυρίως, αν όχι εξολοκλήρου, στην υπόθεση πως το ελληνικό στοιχείο στη Θράκη δεν διαθέτει καθαρή προτεραιότητα’». Υπενθύμιζε στον Αμερικανό πρόεδρο τα όσα είχαν σημειωθεί τον περασμένο Φεβρουάριο, οπότε η Επιτροπή των Ελληνικών Υποθέσεων αντιμετώπισε θετικά τη διεκδίκηση της Θράκης από την Ελλάδα και μάλιστα ο Αμερικανός αντιπρόσωπος είχε συμπαραταχθεί με τους εκπροσώπους της Γαλλίας και της Μεγάλης Βρετανίας. Επόμενο ήταν να πιστεύει πως «το ζήτημα της Θράκης θα ρυθμιζόταν επ’ ωφελεία της Ελλάδος». Ο Wilson παρέμεινε αμετάπειστος· μάλιστα, θεωρούσε πως το βόρειο τμήμα της Ανατολικής Θράκης έπρεπε να αποδοθεί στη Βουλγαρία και συγκεκριμένα οι περιοχές της Αδριανούπολης και των Σαράντα Εκκλησιών (Kirk-Kilissé).

Τον Νοέμβριο του 1919, το Παρίσι, βίωνε την πρώτη επέτειο της Ανακωχής της Rethondes. Στις 11 του μηνός συμπληρωνόταν ένας χρόνος από την ημέρα που οι Σύμμαχες και Συνασπισμένες Δυνάμεις είχαν υπογράψει με τη Γερμανία την ομώνυμη Ανακωχή, που έθεσε τέλος στις εχθροπραξίες του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και άνοιξε το δρόμο για τις διαβουλεύσεις της ειρήνης. Όμως, εορτασμοί δεν υπήρξαν, δεδομένου ότι ο Γάλλος πρωθυπουργός, Clémenceau, θεωρούσε πως εξαιτίας της προεκλογικής περιόδου δεν θα λάβαινε χώρα καμία επίσημη τελετή, εκτός από περιορισμένες, προερχόμενες από την ιδιωτική πρωτοβουλία. Την ίδια στιγμή, στις ΗΠΑ, ο Wilson συναντούσε δυσκολίες στην επικύρωση της Συνθήκης Ειρήνης των Βερσαλλιών από το αμερικανικό Κογκρέσο, ενώ στη Γαλλία δεν εκδίδονταν παρά ελάχιστες εφημερίδες, από τις 11-12 του μηνός έως τα τέλη του μήνα, λόγω της απεργίας, που είχαν κηρύξει οι εκδότες του Τύπου.

Στις 12 Νοεμβρίου το Ανώτατο Συμβούλιο είχε λάβει απόφαση, σύμφωνα με την οποία τα ζητήματα, τα αφορώντα στη διοίκηση της Σμύρνης θα εξετάζονταν από την Επιτροπή των Ελληνικών Υποθέσεων, όπου συζητήθηκαν στις 17 και 19 Νοεμβρίου, σε τέσσερις συνεδρίες. Οκτώ μέρες αργότερα, στις 27 Νοεμβρίου 1919, υπογραφόταν, ανάμεσα στη Βουλγαρία και τις Σύμμαχες και Συνασπισμένες Δυνάμεις, η Συνθήκη Ειρήνης του Νεϊγύ (Neuilly-sur-Seine) και την ίδια μέρα υπογράφηκε και η ομώνυμη Σύμβαση Περί Αμοιβαίας και Εθελούσιας Μεταναστεύσεως των Ελληνοβουλγαρικών Μειονοτήτων, μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας. Το κράτος των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων, καθώς και η Ρουμανία, υπέγραψαν λίγες μέρες αργότερα.

Η Συνθήκη Ειρήνης περιλάμβανε 13 Μέρη, που υποδιαιρούνταν σε 5 Τμήματα και 296 άρθρα. Το πρώτο Μέρος ήταν αφιερωμένο στο ιδρυτικό Σύμφωνο της Κοινωνίας των Εθνών, παραπέμποντας στη Συνθήκη Ειρήνης των Βερσαλλιών που είχε υπογραφεί πέντε μήνες νωρίτερα και ήταν προσαρτημένο στην καινούργια Συνθήκη, πρακτική που ίσχυσε για όλες τις Συνθήκες Ειρήνης. Το δεύτερο Μέρος αφορούσε στα σύνορα της Βουλγαρίας με τα γειτονικά της κράτη· στο κράτος των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων εκχωρούσε ορισμένα εδαφικά τμήματα, χάνοντας μακεδονικά εδάφη, ενώ τα σύνορα με την Ρουμανία επανέρχονταν στα προ του 1913. Το τρίτο Μέρος, υπό τον τίτλο “Πολιτικοί Όροι”, περιλάμβανε ξεχωριστά Τμήματα. Στο Τμήμα II και στα άρθρα 42 έως 47, περιλαμβάνονταν όροι που ρύθμιζαν ζητήματα αφορώντα τις σχέσεις Ελλάδας-Βουλγαρίας. Στο Τμήμα III, υπό το όνομα “Θράκη”, περιλαμβανόταν το μοναδικό άρθρο, αρ.48. Με αυτό, η Βουλγαρία «παραιτείται υπέρ των Προεχουσών Συμμάχων και Συνησπισμένων Δυνάμεων παντός δικαιώματος και τίτλου αυτής επί των  εκείθεν των νέων συνόρων της Βουλγαρίας-ως ταύτα περιγράφονται εν τω άρθρω 27 εδαφ. 3ον του Β΄ Μέρους (Σύνορα της Βουλγαρίας)-κειμένων εδαφών της Θράκης, άτινα ανήκον τη Βουλγαρική Μοναρχία, το γε νυν δ’ έχον δεν αποτελούσιν αντικείμενον εδαφικής παραχωρήσεως». Στο ίδιο άρθρο οι Δυνάμεις αναλάμβαναν την υποχρέωση να «εξασφαλίσωσι την ελευθέραν οικονομικήν διέξοδον της Βουλγαρίας προς το Αιγαίον Πέλαγος. Οι όροι της εξασφαλίσεως ταύτης θέλουσι μεταγενεστέρως καθορισθή».  

Το Δ΄ Τμήμα αφορούσε στην προστασία των Μειονοτήτων και σ’ αυτό περιλαμβανόταν το άρθρο 56, § 2, βάσει του οποίου προβλεπόταν η υπογραφή της Ελληνοβουλγαρικής Σύμβασης Περί Αμοιβαίας και Εθελούσιας Μετανάστευσης των  εθνικών, θρησκευτικών και γλωσσικών μειονοτήτων, που κατοικούσαν στα δυο κράτη, η οποία, όπως προείπαμε, υπογράφηκε την ίδια μέρα με τη Συνθήκη Ειρήνης. Σημαντικά ήταν και τα άρθρα της Συνθήκης που επέβαλαν στην ηττημένη Βουλγαρία όρους, περιοριστικούς της κυριαρχίας της, αφορώντες στον αφοπλισμό της (είχε δικαίωμα να διατηρεί μισθοφορικό στρατό, η δύναμη του οποίου δεν θα ξεπερνούσε τις 20.000 άνδρες) και στην υποχρέωσή της να καταβάλει επανορθώσεις στους νικητές του πολέμου, ύψους 2.250.000 εκατομμυρίων χρυσών φράγκων. Η εφαρμογή των συγκεκριμένων όρων από τις βουλγαρικές κυβερνήσεις πόρρω απείχε από τα οριζόμενα στη Συνθήκη. 

Η γνωστοποίηση της υπογραφής της Συνθήκης Ειρήνης του Νεϊγύ είχε γίνει δεκτή με ενθουσιασμό από μερίδα του συμπολιτευόμενου τύπου. Η εφημερίδα Οι Καιροί αφιέρωνε ένα σημαντικό πρωτοσέλιδο άρθρο στο γεγονός και επισήμαινε πως, βάσει αυτής, η  Ελλάδα αναγνωριζόταν ως η νικήτρια χώρα και έπρεπε «να διατελή εν επιφυλακή απέναντι της δολίας γείτονος, ήτις παρά τας εντός 10ετίας συνεχείς ήττας αυτής, εξακολουθεί πάντοτε να ελλοχεύη και να διατηρή το αίσθημα της εκδικήσεως». Και όντως, οι σχέσεις Ελλάδας-Βουλγαρίας γνώρισαν περιόδους οξύτατης έντασης κατά τη μεσοπολεμική περίοδο, σε πολλά επίπεδα.

Δεν υπερβάλλουμε, επομένως, αν υποστηρίξουμε πως η Συνθήκη Ειρήνης του Νεϊγύ δεν διευθετούσε τις ελληνοβουλγαρικές εκκρεμότητες κατά τρόπο οριστικό. Και τούτο, διότι δεν προέβλεπε την κατακύρωση της Δυτικής Θράκης στην Ελλάδα. Συγκρινόμενη με τη Συνθήκη του Λονδίνου, του Μαΐου 1913, η οποία έθετε τέρμα στον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο αλλά άφηνε ορθάνοιχτη την πόρτα για το ξέσπασμα του Β΄ Βαλκανικού Πολέμου και με την μη οριστική κατακύρωση των απελευθερωθέντων νησιών του Βορειοανατολικού Αιγαίου στην ελληνική επικράτεια και, επομένως, την μη νομική τους κατοχύρωση, το ζήτημα περιπλέχθηκε σε σημείο τέτοιο, ώστε να επιλυθεί, οριστικά ύστερα από δέκα χρόνια. Η οριστική ρύθμιση του ζητήματος της Δυτικής Θράκης επήλθε ύστερα από τέσσερα χρόνια.

Αριστερά: Το πλήρες κείμενο της Συνθήκης του Νεϊγύ. Δεξιά: Η επικύρωση από την κυβέρνηση της Σόφιας (15 Φεβρουαρίου 1920).

Η Συνθήκη του Νεϊγύ εναπέθεσε στις Μεγάλες Δυνάμεις, τις νικήτριες του πολέμου, τη διευθέτηση του συγκεκριμένου θέματος. Η μεσολάβηση του ελληνοτουρκικού πολέμου των ετών 1919-1922, ακύρωσε τη Συνθήκη Ειρήνης των Σεβρών, όπου είχε περιληφθεί η Συνθήκη Περί Θράκης, η οποία, όμως, εντάχθηκε στη Συνθήκη Ειρήνης της Λωζάννης, ως αναπόσπαστο τμήμα της. Κατ’ αυτόν τον τρόπο η περιοχή της Δυτικής Θράκης ενσωματώθηκε στον κορμό του ελληνικού κράτους οριστικώς και αμετακλήτως.

Ωστόσο, η αναγνώριση της ελληνικής κυριαρχίας επί της Δυτικής Θράκης, είχε χρειαστεί να επιβεβαιωθεί  και κατά τη διάρκεια των ειρηνευτικών διαβουλεύσεων στη Συνδιάσκεψη της Λωζάννης. Κατά τις πρώτες μέρες των συνομιλιών, στις 9/22 Νοεμβρίου 1922, ο Τούρκος αντιπρόσωπος, Ismet  Pasha, με αφορμή τη συζήτηση για την Ανατολική Θράκη, πρότεινε τη διενέργεια δημοψηφίσματος για τη Δυτική. Όμως, η αντίδραση του επικεφαλής της ελληνικής αντιπροσωπείας, Ελευθερίου Βενιζέλου, ήταν άμεση. Συγκεκριμένα, τόνισε πως «Η τύχη αυτής της περιοχής ρυθμίστηκε από μια συνθήκη, η οποία είναι απολύτως ανεξάρτητη από τη συνθήκη των Σεβρών». Έργο της Συνδιάσκεψης ήταν η αναθεώρηση της εν λόγω Συνθήκης και όχι να επανασυζητήσει άλλες συνθήκες, οι οποίες «έχουν υπογραφεί, έχουν επικυρωθεί από τους Συμμάχους και εφαρμόζονται». Η Συνθήκη του Νεϊγύ προβλέπει τα σχετικά με την εν λόγω περιοχή και η Τουρκία δεν έχει καμία σχέση με τη Συνθήκη, δοθέντος ότι και πριν από τον πόλεμο η Δυτική Θράκη δεν της ανήκε, την είχε εκχωρήσει στη Βουλγαρία,κατόπιν διαπραγματεύσεων, και την είχε εγκαταλείψει «αυτοβούλως».Οι θέσεις του Βενιζέλου υποστηρίχτηκαν και από τον Βρετανό αντιπρόσωπο, Λόρδο Curzon, ο οποίος αντέδρασε και στημ πρόταση περί διενέργειας δημοψηφίσματος, υποστηρίζοντας πως τούτο δεν αποτελούσε «κριτήριον ασφαλές κατόπιν των επελθουσών αλληλοδιαδόχων εγκαταστάσεων και εξόδων πληθυσμών διαφόρων φυλών». Θέση, δηλ., ανάλογη με εκείνη, που είχε λάβει ο Tardieu στις συζητήσεις του Παρισιού το 1919.

Το 1919, ο Βενιζέλος, επιστρέφοντας στην Ελλάδα από το ταξίδι του στο Παρίσι, όπου ο ίδιος και ο Νικόλαος Πολίτης είχαν υπογράψει την ειρήνη με τη Βουλγαρία, μετέβη στην πλατεία Συντάγματος και απευθυνόμενος προς το πλήθος, που είχε συγκεντρωθεί, εξηγούσε πως η μόλις υπογραφείσα διεθνής πράξη συνιστούσε έναν «από τους ιστορικωτέρους σταθμούς της εθνικής μας ιστορίας». Υπενθύμιζε, δε, πως τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου την είχε χαρακτηρίσει ως τον «Καταστατικόν Χάρτην της Βαλκανικής Χερσονήσου». Όμως, σε συνέντευξή του, που αναδημοσιευόταν από την εφημερίδα Μακεδονία, της 19ης Νοεμβρίου, δήλωνε: «Η Ελλάς, […] είνε ίσως η μόνη χώρα, της οποίας ουδέν εθνικόν ζήτημα ελύθη οριστικώς, αλλ’ όμως βεβαιώ ότι είμαι ικανοποιημένος εκ των λύσεων, ας έχει υπόψει της η Συνδιάσκεψις. Εις Παρισίους θα επανέλθω ευθύς ως έλθη και αύθις επί του τάπητος το τουρκικόν πρόβλημα». Τα λεγόμενά του αντικατόπτριζαν και το περιεχόμενο της Συνθήκης, που μόλις είχε υπογράψει και προδιέγραφαν τις διαψευσθείσες ελπίδες, όπως αποδείχθηκε, στην εξελικτική πορεία της ιστορίας, για την αναγνώριση της ελληνικής κυριαρχίας σ’ ένα τμήμα της Μικράς Ασίας.

Treaties of World War I

Εφημερίδες:  Αθήναι, Μακεδονία, Οι Καιροί, L’Homme Libre, Le Gaulois, Le Matin, Le Temps.

Ελληνικά Διπλωματικά Έγγραφα, Τόμος Γ΄, Αθήνα, Υπουργείο Εξωτερικών-Εθνικό Τυπογραφείο, 1994.

Συνθήκη Ειρήνης μεταξύ των Συμμάχων και Συνησπισμένων Δυνάμεων και της Βουλγαρίας μετά του Προσθέτου Πρωτοκόλλου, Υπογραφείσα εν Νεϊγύ τη  14-27 Νοεμβρίου 1919, Εν Αθήναις, Εκ του Εθνικού Τυπογραφείου 1919.

Σύμβασις μεταξύ Ελλάδος και Βουλγαρίας περί Αμοιβαίας Μεταναστεύσεως των Μειονοτήτων, υπογραφείσα εν Νεϊγύ, τη 14/27 Νοεμβρίου 1919, Εθνικόν Τυπογραφείον, 1919.

International Documentation on Macedonia, The Paris Peace Conference, 1919-1920. The Frontiers of Bulgaria, Geneva 1979.

Martens, N.R.G., Nouveau recueil général de traités  3 Série, t. XII, no 70, pp. 323-423.

Παξιμαδοπούλου-Σταυρινού, Μιράντα, Η Δυτική Θράκη στην Εξωτερική Πολιτική της Βουλγαρίας. Το ζήτημα της βουλγαρικής οικονομικής διεξόδου στο Αιγαίο, 1919-1923, Αθήνα, Gutenberg, 1997.

Τούντα-Φεργάδη, Αρετή, Η Εξωτερική Πολιτική των Μεγάλων Δυνάμεων στο Μεσοπόλεμο, Αθήνα, Ι. Σιδέρις, 2005².

Στεφάνου, Στέφανος (επιμ.), Ελευθερίου Βενιζέλου, Τα Κείμενα, Τόμος Β΄, Αθήνα, Λέσχη Φιλελευθέρων/Μνήμη Ελευθερίου Βενιζέλου, 1981.

Kitsikis Dimitri, Propagande et pressions en politique internationale. La Grèce et ses revendications à la Conférence de la Paix, 1919-1920, Paris, Presses Universitaires de France, 1963.

Macmillan, Margaret, Οι Ειρηνοποιοί. Έξι μήνες που άλλαξαν τον κόσμο, μετάφραση Νίκος Κούρκουλος, [Αθήνα], εκδόσεις Θεμέλιο, 2005.

Petsalis-Diomidis, N., Greece at the Paris Peace Conference, 1919, Thessaloniki, Institute for Balkan Studies, 1978.

Renouvin, Pierre, Histoire des Relations Internationales, Tome VII, Paris, Hachette, 1957.

  1. Ως και τον Β΄ Βαλκανικό Πόλεμο, οι όροι Ανατολική και Δυτική Θράκη υποδήλωναν γεωγραφικές περιοχές, με διαχωριστικό σύνορό τους τον Έβρο ποταμό και τον παραπόταμό του, Τούντζα. Διαρκούντος του Μεγάλου   Πολέμου, η Δυτική Θράκη τελούσε υπό βουλγαρική κατοχή και η Ανατολική, υπό οθωμανική. Με βάση τα ελληνικά στατιστικά στοιχεία του 1914 οι Έλληνες των περιοχών ανέρχονταν, συνολικά, στις 573.000, οι Τούρκοι στις 514.000 και οι Βούλγαροι στις 140.000. Βάσει, των αντίστοιχων οθωμανικών, της ίδιας χρονιάς, οι Έλληνες υπολογίζονταν στις 310.935, οι Τούρκοι στις 722.862 και οι Βούλγαροι στις 68.656.   ↩︎
  2. Σ’ όλη τη διάρκεια των διαβουλεύσεων ο Βενιζέλος εργάστηκε παρασκηνιακά, ώστε να προωθήσει τα ελληνικά δίκαια και εθνικά συμφέροντα. ↩︎
Avatar photo
Αρετή Τούντα-Φεργάδη

Η Αρετή Τούντα-Φεργάδη είναι Ομότιμη Καθηγήτρια Ελληνικής Διπλωματικής Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου.

Άρθρα: 1