Η επίκληση των εθνικών σκοπιμοτήτων για τη λειτουργία της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (1942)

Στις 7 Φεβρουαρίου 1942, λίγους μόλις μήνες μετά την κατάκτηση της Ελλάδας από τις Δυνάμεις του Άξονα, η κατοχική κυβέρνηση του Γεωργίου Τσολάκογλου δημοσίευσε το Νομοθετικό Διάταγμα που όριζε ως χρόνο έναρξης της λειτουργίας της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης το πανεπιστημιακό έτος 1941-1942. Η απόφαση είχε ληφθεί από το κατοχικό Υπουργικό Συμβούλιο, στις 10 Ιανουαρίου του ίδιου έτους.1

Η αρχική απορία μας για τη χρονική συγκυρία της έναρξης λειτουργίας αυτής της πανεπιστημιακής Σχολής έστρεψε την προσοχή μας για την εύρεση των σχετικών απαντήσεων στην ίδια τη Σχολή. Στις ηλεκτρονικές διευθύνσεις των δύο Τμημάτων της, της Θεολογίας και της Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας, καθώς και στους οδηγούς σπουδών, οι σχετικές αναφορές είναι ισχνές.2 Εκεί που παρέχονται περισσότερες πληροφορίες είναι στην ηλεκτρονική διεύθυνση της Κοσμητείας της Σχολής. Εκεί υπάρχουν ψηφιοποιημένα ντοκουμέντα που αφορούν στην ίδρυση, τους πτυχιούχους και τους διατελέσαντες καθηγητές της.3 Τα στοιχεία αυτά αποτελούν ένα μικρό μόνο τμήμα της σχετικής εργασίας που έχει συντελεστεί τα τελευταία έτη. Πραγματικά, επί Κοσμητείας του καθηγητή Ιωάννη Κογκούλη (2007-2010) ξεκίνησε και προχώρησε σε μεγάλο βαθμό το έργο της θεματικής και χρονολογικής ταξινόμησης και ψηφιοποίησης του Αρχείου της Σχολής και της Κοσμητείας της.4 Πρόκειται για μία προσπάθεια ανεκτίμητης ιστορικής αξίας, που διασώζει και αναδεικνύει σημαντικές πτυχές της πανεπιστημιακής ζωής της Θεσσαλονίκης. Παρόμοιο έργο στην πόλη μας έχει συντελεστεί μονάχα στη Φιλοσοφική Σχολή, με πρωτοβουλία του Κοσμήτορά της, κ. Φοίβου Γκικόπουλου και υπό την επιστημονική εποπτεία των καθηγητών του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας, κ. Βασίλη Γούναρη, Άρτεμης Ξανθοπούλου-Κυριακού και Αγγελικής Σφήκας-Θεοδοσίου.

Στο Αρχείο της Θεολογικής Σχολής και στο περιοδικό της Ιεράς Μητρόπολης Θεσσαλονίκης, Γρηγόριος ο Παλαμάς, που έχει συνεχή παρουσία από το 1917, το έτος ίδρυσής του δηλαδή, ανατρέξαμε για να λάβουμε τις απαντήσεις τις οποίες τόσο φειδωλά μας παρείχε η βιβλιογραφία. Πραγματικά, οι αναφορές σχετικά με την έναρξη της λειτουργίας της Σχολής είναι αποσπασματικές και ελάχιστα διαφωτιστικές. Ακόμα και στο ‘κλασικό’ για το περιεχόμενό του, έργο του συγγραφέα Γιώργου Καφταντζή, Το Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης τον καιρό της Κατοχής,5 υπάρχει μία μόνο αναφορά στο θέμα που μας απασχολεί δίχως καμία περαιτέρω διευκρίνιση. Μεμονωμένες, άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο διαφωτιστικές αναφορές, γίνονται και σε πονήματα που εκδόθηκαν με αφορμή τη συμπλήρωση κάποιων επετείων από την ίδρυση της Σχολής ή του Πανεπιστημίου.6

Ο Πρύτανης του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης στον χαιρετισμό που απηύθυνε, τόνισε πως η Θεολογική ήταν η πρώτη Σχολή που θα έπρεπε να είχε ιδρυθεί στο Πανεπιστήμιο, λόγω της στρατηγικής γεωγραφικής θέσης της πόλης της Θεσσαλονίκης: αυτή αποτελούσε το κέντρο της Ορθοδοξίας και των Βαλκανίων, μπορούσε δεν να προσελκύσει την είσοδο φοιτητών από τα Βαλκάνια και βρισκόταν εγγύτερα σε σχέση με την Αθήνα, στο Άγιον Όρος.7 Το σίγουρο είναι ότι η απόφαση για την έναρξη λειτουργίας της Σχολής λήφθηκε εσπευσμένα. Ενδεικτικά αναφέρουμε πως η πρώτη συνεδρίαση των καθηγητών της πραγματοποιήθηκε στις 16 Απριλίου 1942,8 λίγο δηλαδή προτού εκπνεύσει το ακαδημαϊκό έτος. Αν ανατρέξει δε κανείς στα Πρακτικά της Κοσμητείας της Σχολής του έτους 1942, θα διαπιστώσει πως υπήρχαν αρκετές εκκρεμότητες που έπρεπε να διευθετηθούν, προκειμένου να δρομολογηθεί η ομαλή λειτουργία της. Τον επόμενο μήνα τέθηκε από το Υπουργείο της Παιδείας το ενδεχόμενο της μεταφοράς της Σχολής στη Μονή της Αγίας Αναστασίας στο Νομό της Θεσσαλονίκης και της παράτασης των μαθημάτων κατά τους θερινούς μήνες. Οι καθηγητές αντέδρασαν και στις δύο προτάσεις, επικαλούμενοι ως επιχείρημα για πρώτη φορά τους λόγους εθνικής σκοπιμότητας, που εξυπηρετούσε η λειτουργία της Σχολής. Συγκεκριμένα, θεωρούσαν πως θεμελιώδης προορισμός της ήταν η πνευματική και θρησκευτική επίδραση στην πόλη και η τόνωση της εθνικής συνείδησης των κατοίκων της, ιδιαίτερα κατά τις κρίσιμες κατοχικές συνθήκες. Οι ίδιοι παραδέχονταν για πρώτη φορά επίσημα πως αυτή η εθνική και κοινωνική αποστολή της Σχολής υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες για την ίδρυσή της στην πρωτεύουσα της Μακεδονίας.9

Συμπληρωματικά, φάινεται ότι καταλυτικός για τη ενίσχυση του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης μέσω της λειτουργίας της Θεολογικής Σχολής10 υπήρξε και άλλος ένας παράγοντας, αν και δεν κατονομαζόταν∙ αυτός ήταν η βουλγαρική εκπαιδευτική παρουσία στη Θεσσαλονίκη και κατ’ επέκταση, η βουλγαρική προπαγάνδα. Οι βουλγαρικές πολιτικές Αρχές είχαν λάβει την άδεια από τους Γερμανούς να ιδρύσουν στη Θεσσαλονίκη δύο Γυμνάσια με τρόφιμους που είχαν μεταφερθεί από βορειότερες σλαβόφωνες περιοχές, ενώ παράλληλα φέρονταν να πίεζαν για την ίδρυση Βουλγαρικού Πανεπιστημίου στην πόλη.11 Ο κίνδυνος δεν αξιολογείτο ως αβάσιμος, καθώς είχαν επιτύχει ήδη να ιδρύσουν Πανεπιστήμιο στα γιουγκοσλαβικά Σκόπια. Η εξέλιξη αυτή τελικά αποτράπηκε χάρη στην έντονη συμπαράσταση των τοπικών ελληνικών Αρχών στις ενέργειες του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.12

Αν όμως ο βουλγαρικός παράγοντας και οι εθνικές σκοπιμότητες ή αναγκαιότητες είχαν ένα συγκεκριμένο περιεχόμενο και βαρύτητα στην απόφαση για τη λειτουργία της Σχολής τους πρώτους κατοχικούς μήνες, δεν σημαίνει ότι κυριαρχούσαν και προπολεμικά στη σχετική επιχειρηματολογία. Το σημείο αυτό είναι κομβικό, δεν πρέπει δηλαδή να εκληφθεί ότι πρόκειται για μία στατική, αλλά για μία δυναμική και εξελισσόμενη κατάσταση, καθώς τα σχετικά επιχειρήματα επανέρχονταν ανά διαστήματα, προσαρμοζόμενα στην εκάστοτε πολιτική και ιδεολογική συγκυρία. Άλλωστε, δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι από τη νομοθετική κατοχύρωση της ίδρυσης της Θεολογικής Σχολής έως την επίτευξη της λειτουργίας της μεσολάβησαν δεκαεπτά έτη, με επαναλαμβανόμενες απόπειρες της εκκλησιατικής ηγεσίας να πείσει και να πιέσει την πολιτική εξουσία προς την κατεύθυνση αυτή.

Συγκεκριμένα, ο ιδρυτικός Νόμος του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ο Νόμος 3341 της 14ης Ιουνίου 1925, προέβλεπε την ίδρυση της Σχολής, αναφέροντάς την μάλιστα πρώτη στη σειρά.13 Η Εκλησία της Ελλάδος και η τοπική Μητρόπολη όχι μόνο δεν έμεναν ασυγκίνητες στην εξέλιξη αυτή, αλλά πίεσαν προς τη συγκεκριμένη κατεύθυνση. Ο Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Γεννάδιος Αλεξιάδης πρωταγωνίστησε στην προσπάθεια αυτή, ήδη πριν την ψήφιση του Νόμου για την ίδρυση του Πανεπιστημίου. Από τον Σεπτέμβριο, ήδη, του 1924, όταν εφημολογείτο πως η αρμόδια Επιτροπή του Υπουργείου της Παιδείας δεν προέκρινε τη Θεολογική Σχολή στις υπό ίδρυση Σχολές,14 ο Γεννάδιος απευθύνθηκε στον Πρόεδρο της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Ζερβό, επικαλούμενος τη μακραίωνη ιστορία και τη θέση της πόλης. Ο τελευταίος απάντησε πως θα λάμβανε υπόψη τους εθνικούς και ιστορικούς λόγους που συνηγορούσαν υπέρ της ίδρυσης της Σχολής. Όταν όμως ιδρύθηκε μεν το Πανεπιστήμιο, αλλά δεν λειτουργούσε ακόμα η Θεολογική, ο Γεννάδιος με επιστολή του στον Υπουργό Παιδείας και Θρησκευμάτων της Οικουμενικής κυβέρνησης του Αλέξανδρου Ζαΐμη, Αθανάσιο Αργυρό, προσπάθησε να εκμαιεύσει τη συναίνεσή του, κάνοντας λόγο για την «εις τα πάτρια προσήλωσίν» του.15 Τον Μάιο του 1927, συνεδρίασε η Ενοριακή Αντιπροσωπεία υπό την προεδρία του Γεννάδιου και εκτίμησε πως έπρεπε να εντείνει τις προσπάθειές της, καθώς «παρίσταται δ’ επιτακτική ανάγκη να παρασκευάσωμεν εγκαίρως μεμορφωμένον Κλήρον προς αντιμετώπισιν των μαλλιαροκομμουνιστικών τάσεων και της λυπής εκλύσεως της κοινωνίας».16 Επομένως, από το 1927, εμπλουτίζεται το ιδεολογικό ‘οπλοστάσιο’ της εκκλησιαστικής ρητορικής με τον ‘αγώνα’ που θα διεξήγαγαν οι κληρικοί πλέον ως φορείς υπεράσπισης του υφιστάμενου κοινωνικού καθεστώτος, εναντίον των δημοτικιστών και των κομμουνιστών, στους οποίους αποδιδόταν η ευθύνη για την κοινωνική παρακμή.

Είχε προηγηθεί η υποβολή υπομνήματος εκ μέρους της Κοινοτικής Αντιπροσωπείας Θεσσαλονίκης στον Υπουργό της Παιδείας της δικτατορικής κυβέρνησης του Θεόδωρου Πάγκαλου. Εκεί αναπτύχθηκαν εννέα συνολικά επιχειρήματα, αλλά τα δύο από αυτά παρουσίαζαν την ιδιαιτερότητα ότι χρησιμοποιήθηκαν μόνο σε εκείνη τη συγκυρία∙ συγκεκριμένα, διαπυπωνόταν η εκτίμηση πως η λειτουργία του Πανεπιστημίου θα λειτουργούσε ως εγγύηση της συναδέλφωσης του ελληνικού και εβραϊκού πληθυσμού, καθώς πολλοί από τους τελευταίους θα φοιτούσαν σ’ αυτό και θα απέβαιναν φορείς του ελληνικού πολιτισμού και της ελληνικής γλώσσας και επίσης, η λειτουργία των θεωρητικών ειδικά Σχολών του θα περιόριζε τη δράση των ξένων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων στη Θεσσαλονίκη.17

Από το 1927, αναδεικνύεται ακόμα ένας παράγοντας που, σύφωνα με τους υπερασπιστές της λειτουργίας της Σχολής, ενισχύει τις θέσεις τους∙ αυτός είναι η Φιλοσοφική Σχολή του ίδιου Πανεπιστημίου, η οποία, όπως σημειώνει χαρακτηριστικά ο Καθηγητής στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών Νικόλαος Λούβαρις, «όπως συνεκροτήθη είναι πραγματικός κίνδυνος».18

Κατά τη διάρκεια της τετραετούς Βενιζελικής διακυβέρνησης, παρατηρήθηκε μία σχετική κάμψη στην ανάληψη πρωτοβουλιών εκ μέρους της Εκκλησίας, με εξαίρεση τους θερινούς μήνες, οπότε και συζητήθηκε σοβαρά το ενδεχόμενο της άμεσης λειτουργίας της Σχολής από το επόμενο ακαδημαϊκό έτος. Το αμέσως προσεχές διάστημα ωστόσο, μετά την ανάληψη της εξουσίας από τις αντιβενιζελικές πολιτικές δυνάμεις, οι συνθήκες φαίνεται να ευνοούσαν τη δυναμικότερη προβολή του σχετικού αιτήματος. Από το 1932 και μετά, προβάλλονταν έντονα ο κομμουνισμός σε συνάρτηση με τις ξένες προπαγάνδες στη Μακεδονία και γενικότερα στη Βόρεια Ελλάδα,19 που απαιτούσαν την ύπαρξη αποτελεσματικών θεσμών που θα λειτουργούσαν ως ανάχωμα απέναντί τους και συγκεκριμένα, η ύπαρξη μορφωμένων κληρικών, ιεροκηρύκων και καθηγητών-θεολόγων. Την ίδια περίοδο, διατυπώθηκε η προσδοκία προσέλκυσης φοιτητών από τη Σερβία και τη Ρουμανία, ενώ και η οικονομική κρίση αξιολογείται ως κίνητρο για την επίσπευση της λειτουργίας, καθώς θα διευκολύνονταν στη φοίτησή τους όσοι κατάγονταν από τη Μακεδονία, τη Θράκη και την Ήπειρο και αναγκάζονταν ως τότε να φοιτούν στην Αθήνα.20

Ο Γεννάδιος πύκνωσε τις επαφές του με τους αντιβενιζελικούς κυβερνητικούς παράγοντες. Το καλοκαίρι του 1933, συνατήθηκε με τον αρμόδιο Υπουργό και του εξέθεσε την εκτίμησή του πως η Θεολογική Σχολή θα μπορούσε να έρθει «εις αντίρροπον της εν μέρει ελευθεριαζούσης Φιλοσοφικής Σχολής, θα στηρίξη τα Εθνικά, Θρησκευτικά και ηθικά φρονήματα της Ακαδημαϊκής νεολαίας και εν γένει του λαού της Βορείου Ελλάδος περιστοιχιζομένου υπό ποικίλων αντεθνικών και αντικοινωνικών προπαγανδών».21 Το επόμενο έτος ξανασυναντήθηκε με τον ίδιο Υπουργό και του πρόβαλλε το φάσμα της επικράτησης των υλιστικών και ανατρεπτικών ιδεών στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και των ποικίλων προπαγανδών στη Μακεδονία. Απέναντι στους κινδύνους αυτούς, μπορούσε να στηθεί ως ανάχωμα η Θεολογική Σχολή.22 Η Μητρόπολη Θεσσαλονίκης, μέσα από το περιοδικό της, έκανε ένα βήμα παραπέρα στη συλλογιστική της, ανεβάζοντας τους τόνους της αντιπαράθεσης με όσους διαφωνούσαν με την έναρξη της λειτουργίας της Σχολής, κατατάσσοντάς τους στους εχθρούς του έθνους και τους υπονομευτές της εθνικής υπόστασης της Μακεδονίας.23 Με τον τρόπο αυτό ωστόσο, φανέρωνε την εξάντληση της υπομονής της για μία απόφαση που διαρκώς αναβαλλόταν και ‘δαιμονοποιούσε’ την εκφορά της αντίθετης άποψης, μη αφήνοντας περιθώρια στον δημόσιο διάλογο που είχε αναπτυχθεί.

Τα δεδομένα διαφοροποιήθηκαν ολοκληρωτικά με την κατάλυση του Κοινοβουλευτισμού από τη μεταξική δικτατορία. Το νέο καθεστώς δεν είχε τους ενδοιασμούς του προγενέστερου ‘κομματικού κράτους’ και τάχθηκε ανεπιφύλακτα υπέρ της ανάγκης λειτουργίας της Σχολής: «Αν ελειτούργει ευθύς εξ αρχής η Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου, δεν θα εισεπήδων εις αυτό υλισταί, άθεοι, αριστεροί, αντίσοφοι, εχθροί των ηθικών και πνευματικών αξιών, διδάσκαλοι της ηθικής αποκαλούντες την ηθικήν ‘παραφροσύνην’». Ο υποθετικός αυτός συλλογισμός συσχετιζόταν και με τη σφοδρή και μακροχρόνια ιδεολογική αντιπαράθεση που είχε εν τω μεταξύ ξεσπάσει ανάμεσα σε ορισμένους πανεπιστημιακούς καθηγητές και την Εκκλησία της Ελλάδος από τη μία, και τον Καθηγητή της Κοινωνιολογίας στη Νομική Σχολή Αβροτέλη Ελευθερόπουλου από την άλλη.24 Η νέα κυβερνητική θεώρηση στον τομέα της εκπαιδευτικής πολιτικής συνίστατο στον συνδυασμό της ‘εξυγίανσης’ και της συμπλήρωσης του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Οι δύο αυτοί άξονες, σύμφωνα με τον Υπουργό Παιδείας, θα καθιστούσαν τη Θεσσαλονίκη και τη Βόρεια Ελλάδα γενικότερα, το επίκεντρο και την αφετηρία «του εθνικού παλμού και του εθνικού φρονήματος και τον άξονα των ιδανικών και των εθνικών παραδόσεων της αναγεννωμένης και αναδημιουργημένης Ελλάδος».25

Το 1937, η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος και ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρυσόστομος Παπαδόπουλος απευθύνθηκαν για το ίδιο θέμα στον αρμόδιο Υπουργό, προσθέτοντας την πληροφορία πως η λειτουργία της Θεολογικής θα επάνδρωνε με ικανά στελέχη τις Μητροπόλεις της Βόρειας Ελλάδας, καθώς τα υπάρχοντα, με επιστημονική κατάρτιση στελέχη, όχι μόνο δεν επαρκούσαν για να καλύψουν τις ανάγκες της Παλαιάς Ελλάδας, αλλά δεν δέχονταν καν τον διορισμό τους στις Νέες Χώρες.26 Στα αιτήματα της Εκκλησίας της Ελλάδος και της Μητρόπολης Θεσσαλονίκης στάθηκε αρωγός και η Σύγκλητος του Πανεπιστημίου, που ζήτησε να λειτουργήσει η Σχολή από το ακαδημαϊκό έτος 1939-1940.27 Οι εκπρόσωποι της Εκκλησίας παρουσιάστηκαν για ακόμα μία φορά αρκετά ‘ευέλικτοι’: εμφάνισαν δηλαδή τα αιτήματά τους ως άκρως εξυπηρετικά για το «αναδημιουργικόν και εθνοσωτήριον έργον της Εθνικής ημών Κυβερνήσεως».28 Με την τακτική τους αυτή, ωστόσο, ταυτίστηκαν με το δικτατορικό καθεστώς και τις πολιτικές και ιδεολογικές του στοχεύσεις. Η κυβέρνηση δεν ανταποκρίθηκε θετικά, όχι από έλλειψη πολιτικής βούλησης,29 αλλά εξαιτίας των απειλητικών συγκυριών, στις παραμονές του επερχόμενου Παγόσμιου Πόλεμου, που έθεταν σε άμεση προτεραιότητα την άμυνα της χώρας και όχι τη διευθέτηση των εκπαιδευτικών εκκρεμοτήτων.

Η Κατοχή της χώρας από τις Δυνάμεις του Άξονα διαφοροποίησε εντελώς τα δεδομένα. Η προσπάθεια όχι μόνο δεν ανεστάλη, αλλά τέθηκε σε νέες βάσεις. Η νέα κυβέρνηση φαίνεται πως από το καλοκαίρι άρχισε να εξετάζει τις προϋποθέσεις για την έναρξη λειτουργίας της Σχολής. Το Σεπτέμβριο δε του 1941, συνεδρίασε η Ανωτέρα Ενοριακή Αντιπροσωπεία της Θεσσαλονίκης, υπό την προεδρία του Γεννάδιου και απέστειλε υπόμνημα στον πρωθυπουργό Γεώργιο Τσολάκογλου, ενώ την οριστική απόφαση της κυβέρνησης υπέρ της θέσης της Εκκλησίας, ανακοίνωσε στον Γεννάδιο, ο Υπουργός Παιδείας, Κωνσταντίνος Λογοθετόπουλος.30

Στις 19 Απριλίου 1942 τελέστηκε από τον Γεννάδιο ο αγιασμός για την έναρξη των μαθημάτων. Οι επίσημοι που απηύθυναν χαιρετισμούς εστίασαν στην εθνική αποστολή που είχε να επιτελέσει η Σχολή στη Θεσσαλονίκη και τη Βόρεια Ελλάδα και χαρακτήρισαν τη λειτουργία της εθνική ανάγκη, ειδικά στις τραγικές συνθήκες της Κατοχής. Ο Πρύτανης δε του Πανεπιστημίου, σε έναν συγκινησιακά φορτισμένο λόγο του, συνέδεσε τη Θεολογική Σχολή με ευοίωνες προοπτικές για το μέλλον της πατρίδας: «είνε η απαρχή ενός ευτυχισμένου για τον τόπο μας μέλλοντος και ενισχύουν την κρυφή μου ελπίδα και τη χαρά πως όλες οι συμφορές που περνάει τώρα η πατρίδα μας, δεν είνε παρά μία προσωρινή νεροποντή που μας έφερε ένας ξαφνικός σίφουνας, που γρήγορα θα περάση, για να γλυκοχαράξη ολοκάθαρος ο ουρανός της ευτυχίας».31

Η προσπάθεια για την υλοποίηση του ιδρυτικού Νόμου του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης ήταν πολυετής. Το γράμμα του Νόμου έμενε κενό για πάνω από δεκαέξι έτη, εξαιτίας των κομματικών συγκυριών, της πολιτικής αστάθειας, της οικονομικής καχεξίας, των ιδεολογικών αντιπαραθέσεων και των διεπιστημονικών ανταγωνισμών. Όλο αυτό το διάστημα, η Εκκλησία της Ελλάδος και ιδιαίτερα, ο Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης επανέρχονταν στο πάγιο αίτημά τους. Ο ρόλος δε του τελευταίου ήταν καθοριστικός.32 Η αναγνώριση της προσφοράς του ήλθε σύντομα, όταν αποφασίστηκε από τους Καθηγητές της Σχολής να τον αναγορεύσουν σε πρώτο επίτιμο Διδάκτορά της, με το επιπρόσθετο επιχείρημα της συνολικής εθνικής, ποιμαντικής και κοινωνικής του δράσης.33

Η Θεολογική Σχολή, μετά την Απελευθέρωση, ‘ανασυγκροτήθηκε’, καθώς απολύθηκαν οι καθηγητές της επειδή είχαν διοριστεί επί Κατοχής και νομοθετήθηκε η πλήρωση των κενών πλέον πανεπιστημιακών εδρών με νέα διαδικασία.34 Ένας από τους προσωρινά, όπως αποδείχτηκε εκ των υστέρων, απομακρυθέντες καθηγητές της ήταν ο Βασίλειος Έξαρχος, ο οποίος την περίοδο της Κατοχής ανέπτυξε πλούσια προπαγανδιστική δράση υπέρ των Γερμανών.35 Στο έργο της ‘ανασυγκρότησης’ της Σχολής ενεπλάκη και ο Δαμασκηνός, υπό τη διπλή ιδιότητα τόσο του Αρχιεπισκόπου Αθηνών, όσο και του Αντιβασιλέα. Οι καθηγητές της Θεολογικής τον ευχαρίστησαν, διαβεβαιώνοντάς τον πως θα εξακολουθούσαν να επιτελούν το εθνικό τους έργο. Ο δε Δαμασκηνός τους απάντησε, επιδοκιμάζοντας τη μέχρι τότε συνεισφρορά τους και εκθέτοντας το ‘όραμά’ του για την επαναθεμελίωση της ελληνικής κοινωνίας στις χριστιανικές αρχές, με πρωτεργάτη την Εκκλησία:

«Ολόκληρον το Έθνος παρακολουθεί, μετ’ ενδιαφέροντος, και θα εκτιμήση προσηκόντως το έργον, το οποίον επιτελείτε εις τα βόρεια διαμερίσματα της Ελληνικής Πατρίδος επ’ ωφελεία και των εθνικών συμφερόντων και της όλης χριστιανικής διαπαιδαγωγήσεως της ελληνικής πανεπιστημιακής νεότητος, η οποία θα ηγηθή, εις το εγγύς μέλλον, της ανασυνθέσεως του Εληνικού Οίκου επί τη βάσει των Αληθειών και των Αρχών της Αγίας ημών Θρησκείας. Διότι ουδενός, νομίζομεν, την προσοχήν διαφεύγει το γεγονός, ότι μόνον η οργάνωσις των ανθρωπίνων κοινωνιών συμφώνως προς τα ηθικά και κοινωνικά παραγγέλματα του Χριστιανισμού δύναται να εξασφαλίση γόνιμον ειρήνην και νήφουσαν ευημερίαν εις την τόσον δεινώς χειμασθείσαν ανθρωπότητα. Από ελληνικής δε πλευράς το τοιούτο επίτευγμα δύναται να πραγματοποιηθή, εάν η όλη εθνική δράσις τεθή υπό την καθοδήγησιν της Αγίας ημών Εκκλησίας, βοηθουμένης υπό της Επιστήμης».36

Κύριο χαρακτηριστικό της επιχειρηματολογίας των εκκλησιαστικών παραγόντων ήταν η ικανότητα να την προσαρμόζουν στις εναλασσόμενες συγκυρίες, αλλά και η σταθερότητα στην επίκληση της εθνικής αναγκαιότητας και σκοπιμότητας37 που εξυπηρετούσε, σύμφωνα μ’ αυτούς, η λειτουργία της ιδρυθείσας, αλλά μη υφιστάμενης Θεολογικής Σχολής. Ό,τι δεν είχε επιτευχθεί όλα τα προηγούμενα χρόνια, συντελέστηκε εντέλει μέσα στους πρώτους μήνες της Κατοχής∙ εξέλιξη που μαρτυρά και την έμφαση την οποία απέδιδε η νέα κυβέρνηση στην αντιμετώπιση των εθνικών κινδύνων, όπως τους αντιλαμβανόταν και τους αναπτύξαμε στην αρχή του παρόντος κειμένου.

  1. ΦΕΚ 21/7 Φεβρουαρίου 1942, τχ. 1ο, Ν.Δ. 964/1942. ↩︎
  2. Βλ. Τμήμα Θεολογίας ΑΠΘ (auth.gr) και Τμήμα Κοινωνικής Θεολογίας & Χριστιανικού Πολιτισμού – Θεολογική Σχολή Α.Π.Θ. (auth.gr) ↩︎
  3. Κοσμητεία Θεολογικής Σχολής (auth.gr) ↩︎
  4. Ιωάννης Β. Κογκούλης, Διακονώντας ως Κοσμήτορας τη Θεολογική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Πεπραγμένα Κοσμητείας 2006-2010, Θεσσαλονίκη 2010, σσ. 215-230. ↩︎
  5. Γιώργος Καφταντζής, Το Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης τον καιρό της Κατοχής, Θεσσαλονίκη 1998, σ. 14. ↩︎
  6. Βλ. Χρίστος Κρικώνης, «Σύντομη Ιστορία της Θεολογικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Με την ευκαιρία συμπληρώσεως 50 ετών λειτουργίας από την ίδρυσή της (1942-1992)», Εκκλησία, (1), 1/15 Ιανουαρίου 1993, 29-30. Θεόδωρος Ζήσης, Θεολογική Σχολή Θεσσαλονίκης. Η πρόσφορά της (1942-1992), Θεσσαλονίκη 1999. Βασίλειος Δ. Κυριαζόπουλος, Αριστοτέλειον Πανεπιστήμιον Θεσσαλονίκης (1926-1960), Θεσσαλονίκη 1960, σσ. 25-26. Του ιδίου, Τα πενήντα χρόνια του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (1926-1976), Θεσσαλονίκη 1976, σσ. 47-48. ↩︎
  7. Αρχείο Θεολογικής Σχολής (στο εξής: ΑΘΣ), Βιβλίο Πρακτικών, Τόμος 1ος, 1η Συνεδρία, 16 Απριλίου 1942. ↩︎
  8. ΑΘΣ, Βιβλίο Πρακτικών, Τόμος 1ος. ↩︎
  9. ΑΘΣ, Βιβλίο Πρακτικών, Τόμος 1ος, 6η Συνεδρία, 23 Μαΐου 1942. ↩︎
  10. Στο ίδιο πλαίσιο εντάσσεται και η απόφαση, λίγες μόλις ημέρες αργότερα, για την ίδρυση της Ιατρικής Σχολής στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, βλ. ΦΕΚ 28/18 Φεβρουαρίου 1942, τχ. 1ο, Ν.Δ. 1021/1942. ↩︎
  11. Κρικώνης, ό.π., σ. 29. ↩︎
  12. Κυριαζόπουλος, Τα πενήντα χρόνια, σ. 48. ↩︎
  13. ΦΕΚ 154/22 Ιουνίου 1925, τχ. 1ο, Νόμος 3341/1925. ↩︎
  14. Η Μητρόπολη Θεσσαλονίκης εκτιμούσε πως μετά την πτώση της κυβέρνησης Παπαναστασίου, επικράτησαν στο Υπουργείο της Παιδείας «αριστερίζουσαι αντιλήψεις», βλ. Γρηγόριος ο Παλαμάς (στο εξής: ΓΠ), 198-199 (Ιούλιος-Αύγουστος 1932), 266-267. ↩︎
  15. Ιστορικό Αρχείο Ιεράς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης (στο εξής: ΙΜΘ), φ. 48, Θεσσαλονίκης Γεννάδιος προς Υπουργό Παιδείας και Θρησκευμάτων, Θεσσαλονίκη, 17 Φεβρουαρίου 1927. ↩︎
  16. ΓΠ, 203 (Δεκέμβριος 1932), 392. Η Ανωτέρα Ενοριακή Αντιπροσωπεία απέστειλε επιστολή στον Υπουργό της Παιδείας, ο οποίος της απάντησε πως θα λάμβανε υπόψη τις απόψεις της, αλλά απέφευγε να δεσμευτεί για τις μελλοντικές του δράσεις. ↩︎
  17. ΓΠ, 121 (Ιανουάριος 1926), 47. ↩︎
  18. ΓΠ, 203 (Δεκέμβριος 1932), 394 ↩︎
  19. Συγκεκριμένα, στον ΓΠ, 198-199 (Ιούλιος-Αύγουστος 1932), 266 υποστηριζόταν πως: «οργιάζουν οι παντοειδείς ξενικαί προπαγάνδαι, ο δε κομμουνισμός και ο κοινωνικός και ο ηθικός αριστερισμός απειλούν αποσύνθεσιν της οικογενειακής, της εθνικής και αυτής της κρατικής ζωής». ↩︎
  20. ΓΠ, 202 (Νοέμβριος 1932), 356-357. ↩︎
  21. ΙΜΘ, φ. 59, Θεσσαλονίκης Γεννάδιος προς Υπουργό Θρησκευμάτων και Παιδείας, Θεσσαλονίκη, 15 Σεπτεμβρίου 1933. ↩︎
  22. ΓΠ, 221 (Ιούνιος 1934), 227-228. ↩︎
  23. ΓΠ, 222-223 (Ιούλιος-Αύγουστος 1934), 270-271. ↩︎
  24. ΓΠ, 262 (Ιανουάριος 1937), 47-48. Για το ζήτημα αυτό, βλ. Θεοδόσης Αθ. Τσιρώνης, «Εγνωσμένων αριστερών θεωριών και αλλοπροσάλων φρονημάτων: Ο Καθηγητής Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Αβροτέλης Ελευθερόπουλος και τα όρια ανοχής στην ελευθερία της ακαδημαϊκής έκφρασης» στο συλλογικό έργο, Βασίλης Κ. Γούναρης (επίμ.), Έθνος, Κράτος και Πολιτική, Θεσσαλονίκη 2009, σσ. 303-328. ↩︎
  25. ΓΠ, 264 (Μάρτιος 1937), 181. ↩︎
  26. ΓΠ, 271 (Οκτώβριος 1937), 348-349. Τα ίδια επιχειρήματα επανέλαβε η Ιερά Σύνοδος δύο έτη αργότερα, βλ. ΙΜΘ, φ. 89/9, η Ιερά Σύνοδος προς το Υπουργείο Θρησκευμάτων, Αθήνα, 16 Μαρτίου 1939. ↩︎
  27. ΙΜΘ, φ. 89/9, ο Πρύτανης του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης προς το Υπουργείο Θρησκευμάτων, Θεσσαλονίκη, 10 Μαΐου 1939. ↩︎
  28. ΙΜΘ, φ. 8/3, Επιστολή του Αρχιεπισκόπου Αθηνών Χρύσανθου προς το Υπουργείο Θρησκευμάτων και Εθνικής Παιδείας, Αθήνα, 23 Αυγούστου 1939. ↩︎
  29. Ο Υφυπουργός της Παιδείας, σε συνάντησή του με το Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης, τον διαβεβαίωσε πως υιοθετούσε πλήρως την επιχειρηματολογλια της Εκκλησίας, βλ. ΙΜΘ, φ. 89/9, Θεσσαλονίκης Γεννάδιος προς Ιερά Σύνοδο, Θεσσαλονίκη, 16 Μαΐου 1939. ↩︎
  30. ΓΠ, 209-211 και ΓΠ, 319 (Οκτώβριος-Νοέμβριος 1941), 200. ↩︎
  31. ΓΠ, 326-327 (Μάιος-Ιούνιος 1942), 78. ↩︎
  32. Ζήσης, ό.π., σ. 20, υποσημ. 4. ↩︎
  33. ΑΘΣ, Βιβλίο Πρακτικών, Τόμος 1ος, 7η Συνεδρία, 30 Μαΐου 1942. Η επίδοση του τιμητικού διπλώματος στον Γεννάδιο, αναβλήθηκε εξαιτίας των ανωμάλων συνθηκών για «ευθετώτερον χρόνον», ώστε η τελετή να λάβει όσο το δυνατό επισημώτερο και πιο πανηγυρικό χαρακτήρα. ↩︎
  34. Βλ. ΦΕΚ 150/13 Ιουνίου 1945, τχ. 1ο, Α.Ν. 361/1945. ↩︎
  35. Στράτος Ν. Δορδανάς, Έλληνες ενατίον Ελλήνων, Θεσσαλονίκη 2006. ↩︎
  36. ΑΘΣ, φ. 121, ο Κοσμητεύων της Θεολογικής Σχολής προς τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών, Θεσσαλονίκη, 19 Νοεμβρίου 1945 και Αρχιεπίσκοπος Αθηνών προς Κοσμήτορα Θεολογικής Σχολής, Αθήνα, 1 Δεκεμβρίου 1945, από όπου και το απόσπασμα. ↩︎
  37. Στα πονήματα με επετειακούς απολογισμούς της προσφοράς της Θεολογικής Σχολής, τονίζεταικαι το εθνικό της έργο. Βλ. Ενδεικτικά, Ζήσης, ό.π., σσ. 24-25. ↩︎
Avatar photo
Θεοδόσης Τσιρώνης

Ο Θεοδόσης Τσιρώνης είναι Διδάκτωρ του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας, ΑΠΘ.

Άρθρα: 1